Κύριο Θέμα Μειονότητα Τελευταία Νέα

Η ομιλία του Χουσεΐν Ζειμπέκ για την τροπολογία στην μειονοτική εκπαίδευση (video)

 zeimpek

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές, Θα ήθελα να τοποθετηθώ σχετικά με την τροπολογία που αφορά στη μειονοτική εκπαίδευση. Όπως επισήμανα και στη σχετική συνεδρίαση της επιτροπής, η συγκεκριμένη τροπολογία αποτελεί μια αποσπασματική απόπειρα επίλυσης των πολλών και χρόνιων προβλημάτων της μειονοτικής εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικό της αδιαφορίας της κυβέρνησης, ότι παρότι επανειλημμένα έχουμε επισημάνει τα προβλήματα, όπως και πράξαμε τις προηγούμενες εβδομάδες στην επιτροπή, το Υπουργείο εξακολουθεί να μην λαμβάνει υπόψη καμία από τις παρατηρήσεις μας για το ζήτημα.

Το πρώτο σημείο αφορά στην εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών του μειονοτικού προγράμματος. Η ΕΠΑΘ αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το μοναδικό φορέα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών για το μειονοτικό πρόγραμμα των σχολείων της μειονότητας.  Η ΕΠΑΘ όντως δεν παρείχε στους εκπαιδευτικούς του μειονοτικού προγράμματος επίπεδο μόρφωσης αντίστοιχο των εκπαιδευτικών του ελληνόγλωσσου προγράμματος, που φοιτούσαν σε Πανεπιστημιακά Παιδαγωγικά Τμήματα. Ορθώς αποφασίστηκε η κατάργησή της. Δεν προβλέφθηκε όμως τότε καμία διαδικασία αναπλήρωσης του κενού που άφηνε.

Η ρύθμιση που επιχειρείται, καταργεί το θετικό βήμα που έγινε με τη δημιουργία – έστω και άτυπα – του Τομέα Μειονοτικής εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παρά τις συνεχείς επισημάνσεις μας, δεν έγινε καμία ενέργεια προκειμένου να λειτουργήσει και θεσμικά ο Τομέας αυτός, ο οποίος παρείχε ολοκληρωμένη εκπαίδευση εκπαιδευτικών για το μειονοτικό πρόγραμμα, με έμφαση στη γλωσσική επάρκεια. Ως εκ τούτου, σήμερα βρίσκονται στον αέρα οι φοιτητές αυτοί, και απαιτούνται επιπλέον ειδικές ρυθμίσεις για να λυθεί το ζήτημα.

Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η σημερινή τροπολογία, και τα κενά που αφήνει και τα προβλήματα που θα δημιουργήσει, παρότι επισημάνθηκαν στην επιτροπή, δεν δείχνουν να ενδιαφέρουν το Υπουργείο.

Σε ό,τι αφορά στο Διδασκαλείο Εκπαιδευτικών Μειονοτικού Προγράμματος που θα ιδρυθεί στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο: Δεν διευκρινίζεται η διάρκεια φοίτησης στο πρόγραμμα, τα διδασκόμενα μαθήματα, και ο αριθμός των αποφοίτων που θα δέχεται ετησίως. Η πρόσθετη υποχρεωτική φοίτηση για μερίδα εκπαιδευτικών αποτελεί σαφώς διάκριση εις βάρος τους, όπως επισημάνθηκε και από άλλους συναδέλφους. Το  κυριότερο όμως, είναι το ζήτημα της γλωσσικής εκπαίδευσης. Ένα πρόγραμμα μετεκπάιδευσης, δεν επαρκεί για να αποκτηθεί διδακτική επάρκεια για την Τουρκική γλώσσα. Παρότι  αποτελεί τη μητρική γλώσσα των εκπαιδευτικών που αφορά,  το βάθος γνώσης που απαιτείται για να μπορούν να τη διδάξουν δεν μπορεί να αποκτηθεί σε ένα έτος, ή ακόμα και δύο. Όπως άλλωστε και οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων σχολείων με μητρική γλώσσα την ελληνική, την διδάσκονται εντός των Παιδαγωγικών τμημάτων κατά τη διάρκεια και των τεσσάρων ετών σπουδών.

Το δεύτερο ζήτημα, αφορά στον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για το μειονοτικό πρόγραμμα. Η τροπολογία προβλέπει δικαίωμα συμμετοχής για απόφοιτους παιδαγωγικών τμημάτων της ημεδαπής. Δεν διευκρινίζεται όμως το καθεστώς για τους αποφοίτους παιδαγωγικών τμημάτων της αλλοδαπής, που έχουν αναγνωρίσει τα πτυχία τους μέσω του ΔΟΑΤΑΠ ως ισότιμα. Και που μάλιστα, στην περίπτωση οι σπουδές τους έχουν πραγματοποιηθεί στη γλώσσα διδασκαλίας του μειονοτικού προγράμματος, θα υπερέχουν σχετικά με τους αποφοίτους των εδώ τμημάτων που θα λαμβάνουν μόνο μετεκπαίδευση στη γλώσσα. Η ρύθμιση αυτή, που δεν πρόκειται βέβαια για παράλειψη, αφού το επισημάναμε στην επιτροπή και δεν διορθώθηκε, αποτελεί κατάφορη διάκριση.

Επιμένω στο ζήτημα της γλωσσικής επάρκειας των εκπαιδευτικών του μειονοτικού προγράμματος. Από τη στιγμή που η φοίτηση των εκπαιδευτικών σε πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα διασφαλίζει την γνωστική επάρκεια των αντικειμένων διδασκαλίας, η γλωσσική επάρκεια θα πρέπει να είναι ο δεύτερος άξονας παρέμβασης, εάν όντως στόχος είναι η αναβάθμιση της μειονοτικής εκπαίδευσης. Ο περιορισμός όμως της γλωσσικής εκπαίδευσης στο – μικρής διάρκειας –  πρόγραμμα μετεκπαίδευσης, και ο αποκλεισμός εκπαιδευτικών που ενδεχομένως έχουν γλωσσική υπεροχή, δεν συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Άκουσα με προσοχή τον Υπουργό, και τη θέση του σε σχέση με τη δημιουργία ξεχωριστού Πανεπιστημιακού Παιδαγωγικού Τμήματος για τους εκπαιδευτικούς της μειονότητας. Δεν μπορεί όμως προκειμένου να αποφύγουμε μία διάκριση, να δημιουργούμε δύο. Μία εις βάρος των εκπαιδευτικών του μειονοτικού προγράμματος που θα πρέπει να σπουδάζουν περισσότερο από τους συναδέλφους τους. Και μία σοβαρότερη, εις βάρος των παιδιών που φοιτούν στα μειονοτικά σχολεία, τα οποία θα εξακολουθούν να λαμβάνουν χαμηλότερης ποιότητας εκπαίδευση στο μειονοτικό πρόγραμμα, σε σχέση με το ελληνόφωνο. Απαιτείται μια ρύθμιση τέτοια ώστε να διασφαλίζει πραγματικά την ισότιμη εκπαίδευση και στις δύο γλώσσες. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με μια – απροσδιόριστης διάρκειας – μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών στο Διδασκαλείο. Χρειάζεται μια ρύθμιση που θα ενσωματώνει την εις βάθος διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας, της διδακτικής της, και των ιδιαίτερων στοιχείων της μειονοτικής εκπαίδευσης, από εξειδικευμένους επιστήμονες, εντός του προγράμματος σπουδών στα Παιδαγωγικά Τμήματα που θα εισάγονται οι φοιτητές της μειονότητας. Η λογική του Διδασκαλείου όμως δημιουργεί εκπαιδευτικούς με ανεπαρκή κατάρτιση και οδηγεί σε περεταίρω υποβάθμιση του μειονοτικού προγράμματος.

Είναι εξάλλου ενδεικτικό της στρατηγικής υποβάθμισης της μειονοτικής εκπαίδευσης, και το έχουμε επανειλημμένα τονίσει, ότι συστηματικά εδώ και καιρό δίνεται έμφαση στο θρησκευτικό κομμάτι. Ο διορισμός Ιεροδιδασκάλων χωρίς παιδαγωγική επάρκεια, η ρύθμιση για τα Ιεροσπουδαστήρια, η ουσιαστική αδιαφορία για την αναβάθμιση του μειονοτικού προγράμματος με εκπαιδευτικούς υψηλού επιπέδου, γνωστικού και γλωσσικού, η υπεροχή τελικά της θρησκείας έναντι της γλώσσας και της επιστήμης, παραπέμπουν σε άλλες εποχές και σίγουρα δεν αποτελούν πρόοδο.

Τέλος, η αποσπασματικότητα της συγκεκριμένης ρύθμισης, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι  αγνοείται ακόμα μια φορά το τεράστιο ζήτημα των νηπιαγωγείων.

Ανέφερε ο κύριος Υπουργός το παράδειγμα του Εχίνου, και εξέφρασε την ικανοποίησή του που πλέον τα παιδιά μπορούν να παρακολουθούν το ενδιαφέρον αυτό, όπως είπε, κομμάτι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Εφόσον το νηπιαγωγείο  προετοιμάζει τους μαθητές για την ένταξή τους στην εκπαίδευση, και η φοίτηση στο νηπιαγωγείο είναι πλέον υποχρεωτική, αποτελεί υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να δημιουργήσει δίγλωσσα νηπιαγωγεία, ένα πάγιο αίτημα των μελών της μειονότητας.

Όπως άλλωστε σωστά αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, η Σύμβαση της UNESCO  (1960) κατά των διακρίσεων στην εκπαίδευση, προσδιορίζει ότι δεν αποτελεί διάκριση «η ίδρυση για θρησκευτικούς ή γλωσσικούς λόγους, διακριτών εκπαιδευτικών συστημάτων  που προσφέρουν εκπαίδευση η οποία αντιστοιχεί και στις επιθυμίες των γονέων ή κηδεμόνων των μαθητών, εάν η συμμετοχή των μαθητών σε αυτά τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι προαιρετική, και εάν η εκπαίδευση που παρέχεται εναρμονίζεται με τα πρότυπα που προβλέπονται από τις αρμόδιες αρχές, ιδίως για την εκπαίδευση στο αντίστοιχο επίπεδο.»

Η Κυβέρνηση και ο κύριος Υπουργός αποδεικνύουν τελικά ότι δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της μειονοτικής εκπαίδευσης.  Για να συμβεί αυτό χρειάζεται μια ρύθμιση συνολική και συστηματικά επεξεργασμένη, που θα προκύψει ως αποτέλεσμα διαβούλευσης με την ίδια τη μειονότητα, τους φορείς της, και άλλους εκπαιδευτικούς φορείς, και βέβαια μετά από εξαντλητική συζήτηση στη Βουλή και όχι με τη μορφή τροπολογίας.

Σχετικά Άρθρα