Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε την επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα. Ως Μακεδονικό Αγώνα, εννοούμε το σύνολο της προσπάθειας του ελληνισμού της Μακεδονίας, για τη διαφύλαξη της ελληνικότητάς του, με τη συνδρομή του τότε ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, και την αμέριστη συμπαράσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Από το 1821 και μετά η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε τα ερείσματά της στη Βαλκανική. Για το λόγο αυτό το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, για την ανακατανομή των εδαφών και της γεωπολιτικής ισχύος στην περιοχή, ήταν διαρκές και δεδομένο.
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω στο 1870 παρατηρούμε πως οι μόνες περιοχές των Βαλκανίων που είχαν απομείνει εντός του Οθωμανικού κράτους, ήταν η Μακεδονία και η Θράκη. Στη Μακεδονία κατοικούσαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί ελληνικής ή σλαβικής καταγωγής. Οι μουσουλμάνοι διέμεναν στα πεδινά και τις μεγάλες πόλεις, ενώ υπήρχε και η σημαντική εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης.
Τότε η ρωσική εξωτερική πολιτική, έχοντας απολέσει την επιρροή της στην Ελλάδα, ενίσχυσε το βουλγαρικό εθνικισμό, αφού προσδοκούσε μελλοντικά ανταλλάγματα. Επέβαλε μάλιστα στο σουλτάνο την αποδοχή της ανεξαρτησίας της βουλγαρικής εκκλησίας. Ιδρύθηκε λοιπόν το 1870 η λεγόμενη Βουλγαρική Εξαρχία, με αποτέλεσμα την πλήρη αποδέσμευση της βουλγαρικής εκκλησίας, από την πνευματική και πολιτική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ξεκίνησε λοιπόν μια συντονισμένη προσπάθεια της Βουλγαρίας να αλλοιώσει την εθνική συνείδηση του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Όχημα των βουλγαρικών κινήσεων ήταν η προσπάθεια διεύρυνσης της επιρροής της Εξαρχίας. Τελικώς η προσπάθεια διαχωρισμού των χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς πήρε τη μορφή εθνικής αντιπαράθεσης Ελλήνων και Βουλγάρων και σήμανε την απαρχή του Μακεδονικού Αγώνα.
Υπό την κάλυψη λοιπόν της διεύρυνσης της επιρροής της Εξαρχίας, η Βουλγαρία επιχειρούσε να διασφαλίσει τις εδαφικές διεκδικήσεις της, ενόψει της αποχώρησης των Οθωμανών από τη Μακεδονία. Οι πιέσεις επί του ελληνικού πληθυσμού εντάθηκαν ιδιαιτέρως μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878.
Εκείνη την περίοδο τα μοναδικά στηρίγματα του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μακεδονίας για να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, αποτέλεσαν η εκκλησία και το σχολείο, ο παπάς και ο δάσκαλος. Αντιλαμβανόμενο το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κίνδυνο που είχε δημιουργηθεί, αποκήρυξε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση, και τη δράση της Εξαρχίας ως σχισματική. Παραλλήλως τοποθετήθηκαν ως μητροπολίτες πατριώτες ιεράρχες με στόχο την οργάνωση της ελληνικής αντίδρασης. Ας μνημονεύσουμε τα ονόματα του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του Μητροπολίτη Δράμας (και μετέπειτα Σμύρνης) Χρυσόστομου Καλαφάτη, του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρου Ρηγόπουλου, για να θυμηθούμε μερικούς από αυτούς.
Το Πατριαρχείο λοιπόν που είχε και επισήμως την ευθύνη για την εκπαίδευση των Ελλήνων που κατοικούσαν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οργάνωσε τα ελληνικά σχολεία, και τόνωσε το ηθικό των δασκάλων. Οι κινήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να μην αλλοιωθεί αλλά να ενισχυθεί η εθνική συνείδηση των Ελλήνων της Μακεδονίας, η οποία τους είχε οδηγήσει πολλές φορές στο παρελθόν σε επαναστατικές προσπάθειες για την ένωση με τον εθνικό κορμό.
Η αποτυχία της προπαγάνδας οδήγησε στην κλιμάκωση των ενεργειών της βουλγαρικής πλευράς. Βαθμιαία και υπό ανοχή των τουρκικών αρχών, ξεκίνησε η δράση βουλγάρικων ανταρτικών ομάδων, των γνωστών κομιτατζήδων. Αυτοί διά των όπλων, με σφαγές και δολοφονίες κυρίως ιερέων και δασκάλων, προσπάθησαν να κάμψουν το ηθικό του ελληνικού πληθυσμού. Παρά την αποτυχία της, η εξέγερση αυτή είχε ως συνέπεια η Μακεδονία να κατακλυστεί από κομιτατζήδες.
Πλέον ο κίνδυνος για την ελληνικότητα της Μακεδονίας ήταν άμεσος. Έτσι ο Γερμανός Καραβαγγέλης, συνεπικουρούμενος από τη δράση του Ίωνα Δραγούμη που υπηρετούσε στο ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι, οργάνωσαν τα πρώτα ελληνικά ανταρτικά σώματα, σηματοδοτώντας την έναρξη της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα. Η αφύπνιση της Αθήνας δεν άργησε να έρθει. Σ’ αυτή συνέβαλαν οι ενέργειες και άλλων Ελλήνων διπλωματικών όπως του προξένου στη Θεσσαλονίκη Λάμπρου Κορομηλά. Η ελληνική κυβέρνηση, που είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση μετά τη στρατιωτική αποτυχία του πολέμου το 1897 αποφάσισε να δράσει.
Τον Φεβρουάριο του 1904 εισήλθαν στη Μακεδονία 4 Έλληνες αξιωματικοί, εμφανιζόμενοι ως ζωέμποροι. Ήταν οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας, Αλέξανδρος Κοντούλης και οι Ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς. Εξέτασαν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και ενημέρωσαν την ελληνική κυβέρνηση. Ο Παύλος Μελάς επέστρεψε στη Μακεδονία τον Ιούλιο και οργάνωσε το πρώτο ένοπλο σώμα του. Την επόμενη φορά που πέρασε τα σύνορα ήταν τον Αύγουστο του 1904, υπό το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, επικεφαλής σώματος ενόπλων στο οποίο συμμετείχαν και Ηπειρώτες, Κρητικοί και Μανιάτες. Η δράση του αν και σύντομη υπήρξε καταλυτική, τόσο για την εκκαθάριση των περιοχών όπου δρούσε από τους κομιτατζήδες, όσο και για την εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων. Ο μαρτυρικός του θάνατος ήρθε τον Οκτώβριο του 1904 από τουρκικό απόσπασμα μετά από προδοσία. Ο Παύλος Μελάς μεταβλήθηκε σε εθνικό σύμβολο. Ο θάνατός του κινητοποίησε έλληνες Μακεδονομάχους από κάθε γωνιά της Ελλάδας, οι οποίοι ήρθαν στη Μακεδονία και ενίσχυσαν τον εθνικό αγώνα. Τους θυμόμαστε από τα ψευδώνυμά τους : Βάρδας, Ακρίτας, Μπούας, Νικηφόρος, Ρούβας και άλλοι, συμπλήρωσαν το πάνθεον των ηρώων.
Η ένοπλη αντιπαράθεση συνεχίσθηκε με σφοδρότητα έως το 1908, όταν η επανάσταση των νεότουρκων και η παροχή ενός φαινομενικά φιλελεύθερου συντάγματος από τον σουλτάνο, οδήγησαν στη διακοπή των εχθροπραξιών. Βεβαίως ο αγώνας των Μακεδονομάχων δικαιώθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους που ακολούθησαν και είχαν σαν συνέπεια την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό.
Οι σύγχρονοι Έλληνες οφείλουμε πολλά στους αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα, στους ιερωμένους και στους δασκάλους που κράτησαν ψηλά το φρόνημα του ελληνικού πληθυσμού, στους απλούς ελληνορθόδοξους κατοίκους της Μακεδονίας που υπέστησαν αδυσώπητες διώξεις και βασανισμούς, στους Έλληνες διπλωματικούς που οργάνωσαν τον αγώνα και σε όλους τους Μακεδονομάχους που υπερασπίστηκαν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ίσως στο μέλλον αποδοθεί ο τίτλος αυτός και σε κάποιους άλλους «Μακεδονομάχους» που με όπλο τους την αρχαιολογική σκαπάνη, προσέφεραν και προσφέρουν αδιάσειστες αποδείξεις για τα ιστορικά δίκαια του ελληνισμού στη γη και το όνομα της Μακεδονίας.
Σας ευχαριστώ.
\
Ιωάννα Κ. Γιαννοπούλου
Δικηγόρος- Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια- Μέλος του Δ.Σ.Ξ.