Γράφει ο Νικόλαος Φωτιάδης*
Ο «Γέρος του Μοριά» (παρατσούκλι που του έμεινε από το 1785), γεννήθηκε το 1770 στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας όπου είχε καταφύγει η μάνα του για να γλιτώσει από τους Τούρκους.
Μετά το θάνατο του πατέρα του Κωσταντή, εγκαταστάθηκε στην αρχή με τη μάνα του και την αδελφή του στη Μηλιά, ένα χωριό της Δυτικής Μάνης και αργότερα στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας.
Τη νύχτα 19 προς 20 Ιουλίου του 1780, στην προσπάθεια να σωθούν οι Κολοκοτρωναίοι από το Τουρκικό γιουρούσι στους πύργους τους, σκοτώθηκε ο θείος του Αποστόλης, αυτοκτόνησε ο θείος του Γιώργης (για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων) και τον τραυματισμένο πατέρα του Κωνσταντή τον ανακάλυψαν στο λόγγο οι Τούρκοι και τον αποτελείωσαν.
Από την οικογένεια γλίτωσε η γυναίκα του, μία κόρη του και ο γιός του Κωσταντή ο Θοδωράκης, μόλις δέκα χρόνων.
Τον είχε φυλάξει ο θεός της Ελλάδος για να εκδικηθεί το χαμό των δικών του και να ελευθερώσει την Πατρίδα από τους Τούρκους.
Έζησε σ’ ένα περιβάλλον ηρωισμού και νανουρίστηκε με το κλέφτικο τραγούδι και τα σπαραχτικά μοιρολόγια. Ήταν σοβαρός, γλυκομίλητος, έξυπνος, γεννημένος για αρχηγός.
Το 1792 ήταν 22 χρονών, όταν ανέλαβε να βοηθήσει τον Ανδρούτσο (πατέρα του θρυλικού στρατηγού του ‘21 Οδυσσέα), ο οποίος κυνηγημένος από τους Τούρκους έφυγε από η Μάνη με τα οκτακόσια παλικάρια του.
Ο Κολοκοτρώνης πήγε στη Βοστίτσα (Αίγιο) και το Σεπτέμβριο του 1804 συγκρούσθηκε με τους 38 μόνο συντρόφους του στην Ξεροκερπινή με 400 Τούρκους.
Τον Αύγουστο του 1805 βρέθηκε στη Ζάκυνθο με τον Νικηταρά και είκοσι συντρόφους, όπου γνωρίστηκε με το Ρώσο Στρατηγό Αντρέι και τον Ιωάννη Καποδίστρια, με οπλαρχηγούς από τη Ρούμελη και τον Μάρκο Μπότσαρη.
Το 1810 κατατάχθηκε με το βαθμό του Λοχαγού στο « Σύνταγμα Ελληνικού Πεζικού», που ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο από τους Άγγλους και το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Την Πρωτοχρονιά του 1821 ο Γέρος του Μοριά νοίκιασε ένα καϊκι, αποχαιρέτησε τους δικούς του και έφυγε για τη Μάνη , να συναντήσει το φίλο του τον Μούρτζινο για τη Προετοιμασία του μεγάλου ξεσηκωμού.
Στις 23 Μαρτίου μαζί με τον Μούρτζινο, τον ΙΙετρόμπεη και άλλους Μανιάτες οπλαρχηγούς μπήκε θριαμβευτικά στην Καλαμάτα και άρχισε τη δράση του.
Στις 25 με 27 Ιουλίου του 1822 τσάκισε στα Δερβενάκια την τεράστια Στρατιά του Δράμαλη που κατέβαινε στο Μοριά και απειλούσε να σβήσει κάθε επαναστατική φλόγα.
Ακολούθησε ο ολέθριος αδελφοσκοτωμός του 1824, όπου έχασε από Ελληνικά χέρια τον αγαπημένο του γιο Πάνο.
Φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες στην Υδρα Κι όταν ο Ιμπραήμ μπήκε στο Μοριά, η σκέψη όλων πήγε στον Κολοκοτρώνη, επειδή θυμήθηκαν ότι τους έσωσε από τον Δράμαλη.
Ελευθερώθηκε και έφθασε στο Ανάπλι. Η Κυβέρνηση αναγκαστικά τον ξανάκανε Αρχιστράτηγο του Μοριά.
Συνεργάστηκε με τους οπλαρχηγούς Γρηγοριάδη, Δεληγιάννη, Γκριτσάλη, Γενναίο και άλλους Μανιάτες για να διώξει τους Αράπηδες από την Τριπολιτσά «Αδέλφια μου, δεν περιμένουμε βοήθεια από κανέναν. Τρέχετε γρήγορα να διώξουμε τους Αράπηδες από τον τόπο μας πριν μας τραβήξουν σκλάβους στην Μπαρμπαριά…» τους είπε.
Οι Αράπηδες ανενόχλητοι ξεχύθηκαν στον κάμπο της Νταβιάς και της Ζαράκοβας, ρημάζοντας τον τόπο και ατιμάζοντας τα γυναικόπαιδα. ο Γέρος του Μοριά άρχισε έναν αδιάκοπο πόλεμο Που στο τέλος τον δικαίωσε, αφού τιμώρησε και τον Ιμπραήμ, αλλά και τους «προσκυνημένους». « Φωτιά και τσεκούρι, (έλεγε στα παλικάρια του), στους προσκυνημένους».
Τον Ιανουάριο του 1828 κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας και ο «Γέρος» τον βοήθησε, γιατί πίστεψε ότι η φιλοπρωτία και η απληστία ορισμένων οπλαρχηγών που ταλαιπωρούσε τον τόπο δε Θα συνεχίζονταν με τον Καποδίστρια, που ήταν άξιος και δίκαιος πατριώτης.
Ο Κολοκοτρώνης πόνεσε πολύ για το θάνατο του πρώτου Κυβερνήτη και έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να ηρεμίσει τα πνεύματα, όταν έγινε μέλος της τριμελούς προσωρινής κυβέρνησης με τον Αυγουστίνο και τον Κωλέτη.
Το Φεβρουάριο του 1832 έφθασε στο Ναύπλιο ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος Όθων και ο Γέρος του Μοριά πίστεψε ότι τώρα πια η Ελλάδα αναγνωρίστηκε επίσημα σαν ανεξάρτητο Κράτος.
Φώναξε λοιπόν στη φρουρά του, στους αξιωματικούς και αυτούς που ήταν στην υπηρεσία του, «Πηγαίνετε ο καθένας στο σπίτι του, τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και θα κρίνει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του».
Δεν έγινε όμως δυστυχώς έτσι. Αδίστακτοι και κακοήθεις αντίπαλοί του, τα μεσάνυχτα ης 6 Σεπτεμβρίου του 1832, ενώ κοιμόταν ήσυχα στο σπίτι του, έστειλαν το Μοίραρχο Κλεόπα με 40! Χωροφύλακες, τον έπιασαν και τον παρέδωσαν στο Βαυαρό φρουρό του Ιτς- Καλέ (στην Ακροναυπλία), ο οποίος τον κλείδωσε σε ένα ανήλιο μπουντρούμι για έξι μήνες.
Στις 3 Απριλίου του 1833 άρχισε η δίκη με Πρόεδρο του δικαστηρίου τον Πολυζωϊδη από το Μελένικο της Μακεδονίας.
Το Ελληνικό δικαστήριο δυστυχώς τον καταδίκασε σε θάνατο για «εσχάτη προδοσία». Στις 20 Μαϊου 1835, όταν ο βασιλιάς ενηλικιώθηκε, υπέγραψε την απόλυση του Κολοκοτρώνη από τη φυλακή. Συγκινημένος ο «Γέρος» γύρισε στο σπίτι του και δοκίμασε ανείπωτη χαρά όταν στα στερνά του πάντρεψε το στερνοπαίδι του, τον Καλίνο, με την εγγονή του Γιάννη Καρατζά.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 η είδηση πως πέθανε ο δοξασμένος Κολοκοτρώνης συντάραξε την Κοινωνία της μικρής Αθήνας.
Τον έντυσαν με τη στολή του Στρατηγού και τον έζωσαν το σπαθί που είχε όταν ξεκίνησε από την Σκαρδαμούλα για τον ιερό αγώνα.
Το Υπουργικό Συμβούλιο όρισε τρεις μέρες Δημόσιο πένθος. Η νεκρική πομπή κατέβηκε από την οδό Ερμού, την Αιόλου και έφτασε στην Αγία Ειρήνη. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ονομαστός ρήτορας Κων/νος Οικονόμου, που διήρκησε δυόμισι ώρες.
Ύστερα πήρε το λόγο ο Σούτσος, ο οποίος με τρεμουλιαστή φωνή αποχαιρέτησε τον «Γέρο του Μοριά» με η φράση: «Ανήρ μέγας ετελεύτησε».
Αυτός ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά ο Γίγαντας ης Επανάστασης του 21, ο αγνός πατριώτης.
*Αντγος ε.α.
Επίτιμος Υδκτης Δ ΣΣ
τ. Πρόεδρος Ενώσεως Απόστρατών Αξιωματικών Νομού Ξάνθης