ΠολιτισμόςΤελευταία Νέα

21 Ιανουαρίου 2020 έφυγε η ποιήτρια του σώματος και της ύπαρξης Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ – του Θανάση Μουσόπουλου

  Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (1939 – 2020) έφυγε από αυτή τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου. Για να την τιμήσω το έργο της ασχολήθηκα τούτο τον καιρό με τη ζωή και το πλούσιο έργο της, δημοσιεύοντας ένα τεύχος 66 σελίδων με τίτλο «Προσέγγιση στο ποιητικό έργο της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ». Αυτή η πράξη μου οφείλεται κυρίως στο ότι πολύ λίγο προβάλλεται το έργο της.

 Στο κείμενο που ακολουθεί θα παραθέσω λίγα στοιχεία – ως μία απλή σύσταση για την ποιήτρια και ως ταπεινό μνημόσυνο.

*

  Όπως σημειώνει ο ποιητής Γιώργος Δελιόπουλος «Η ‘επίσημη’ φιλολογική κριτική τοποθετεί την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στη Β΄ μεταπολεμική γενιά, η οποία περιλαμβάνει ποιητές και ποιήτριες που γεννήθηκαν μεταξύ του 1929 και του 1940, ενώ εμφανίζονται στη λογοτεχνία από τα μέσα του 1950 έως και τα μέσα του 1960. Η ποίηση αυτής της γενιάς έχει γενικά ένα ελεγειακό ύφος σε ελάσσονα εξομολογητικό τόνο, φορτωμένο τραγικότητα και απαισιοδοξία, καθώς αναμοχλεύει διαρκώς τις μεταπολεμικές ματαιώσεις, τον μετεμφυλιακό διχασμό, την απώλεια και τον κατακερματισμό που βιώνει γύρω της. Ωστόσο, οι δεκάδες ποιητές και ποιήτριες, που τη συγκροτούν, ακολουθούν διαφορετικές τάσεις στη γραφή τους, με ετερόκλητους προσανατολισμούς».

   Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιητικής της, κατά τον Δημοσθένη Κούρτοβικ,  είναι η «σωματικότητα των αισθημάτων και η κατάφαση στη μοναξιά ως του βαθύτερου γνωρίσματος της ύπαρξης», ενώ στα πιο πρόσφατα έργα της η έμφαση δίνεται στις αυτοβιογραφικές αναφορές και σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον θάνατο».

  Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ δημοσίευσε είκοσι ποιητικές συλλογές, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη μετάφραση πεζών και ποιητικών έργων από αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά.

  Στο κείμενό μας αυτό θα παραθέσουμε δύο ποιήματα που αγαπώ πολύ, αφού πρώτα ακούσουμε την ίδια τη δημιουργό να μιλά για την ποίηση.

«Η ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν τους χρειάζεται! Για την ακρίβεια, έχει τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες, που μπορείς να τους διαμορφώνεις μόνος σου. Ίσως γι’ αυτό ταίριαζε τόσο με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν είμαι αισιόδοξη για το μέλλον της ποίησης; Κοίτα, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάντα θα υπάρχει, πιστεύω, αυτή η βαθιά εσωτερική ανάγκη που την υπαγορεύει. Ίσως όμως και όχι. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ίδιο το ανθρώπινο μέλλον, πόσο μάλλον αυτό της ποίησης! Στην Ελλάδα πάντως έχει «ψωμί» ακόμα, αν κρίνω από τα γραπτά που μου στέλνουν. Ποίηση μπορεί να γράψει κανείς και στην οθόνη του υπολογιστή –εγώ όχι, είμαι βλέπετε άλλης γενιάς–, το βρίσκω ωστόσο συγκινητικό σε μία τόσο προηγμένη τεχνολογικά εποχή να υπάρχουν άνθρωποι που να επιμένουν να βασανίζονται πάνω από μια κόλλα χαρτί. Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά».

1.

Τα Γράμματα

Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και πού να τα βρω…
Το Άλφα θα το ’βρισκα σε άγριο τοπίο
φτερό ανάσα άσπρου πουλιού σ’ αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν’ αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν’ αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιόρταζε εκείνη τη γέννηση μου πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ’ όλα αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ’ όλα αυτά.
Κι ήταν κι εκείνο το Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο Ενοχή έβρισκα
που δεν ήτανε σβησμένη.

Θα ’γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα και εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα θ’ άρχιζα
χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μια σειρά, σ’ ένα σκοπό
μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα σα να το ’χα ζήσει
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει
γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει και ν’ αποκαλύπτει
το τίποτα.

2

Η ανορεξία της ύπαρξης (2011)

Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.

Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.

Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.

Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.

Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.

Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.

*

  Κλείνοντας, επικαλούμαστε τον γνωστό κριτικό λογοτεχνίας Αλέξη Ζήρα που σε κείμενό του σημειώνει:

 «Το έργο της διαπνέεται από το άνοιγμα προς τον κόσμο, από μια μυστικιστική αναγωγή σε μια διέπουσα κοσμική αρχή, η οποία πάντως δεν κατανοείται λογικά, αλλά προσφέρεται γνωστικά. Αυτό το άνοιγμα της ύπαρξης τελικά επιχειρεί να μας περιγράψει, όχι όμως με τη θλίψη του σκοτεινού λόγου, αλλά με το βηματισμό, την ανάσα και τη βιωματική σοφία εκείνων των λυρικών μας που είδαν την ατομικότητα ως ηθική, παρέκκλιση: Εννοώ, μεταξύ άλλων τον Σικελιανό, τον Παπαδίτσα ή τη Μελισσάνθη…»(Ελευθεροτυπία, 7.8.1998).

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2022

Σχετικά Άρθρα