ΙστορικάΤελευταία Νέα

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ – Του Θανάση Μουσόπουλου

5.    Μίκης Θεοδωράκης – Πολιτιστικό Κίνημα και Νεοελληνική ποίηση

   Η αποχώρηση του Μίκη Θεοδωράκη από τούτη ζωή έδωσε την ευκαιρία να ιδωθεί το έργο του αναδρομικά, σαν ένα πανόραμα πορείας μακρόχρονης και απόλυτα δημιουργικής. Στη συνολική αυτή θέαση μένουν οι άξονες που καθορίζουν τη διαδρομή και το πέταγμά του στο σύμπαν. Ο Μίκης βίωσε με τον καλύτερο τρόπο το «Μουσικήν ποίει και εργάζου» του  θείου Πλάτωνα και του Σωκράτη.

  Από έφηβος πάντρευε την τέχνη με την κοινωνία. Είπε: «Όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός… Παλεύει μαζί με τον λαό, μαζί με το έθνος στην πρώτη γραμμή. Και τότε η κουλτούρα γίνεται μαχόμενη».

  Πολύ χαρακτηριστικά ο Γιώργος Λεωτσάκος στο λήμμα του για τον Μίκη (που αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιο) παρατηρεί: «Απαράγραπτη πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού, αναπόσπαστη από το κοινωνικό της περιεχόμενο, η ιδιότυπη, εχθρική σε κάθε εκλέπτυνση τέχνη του Θεοδωράκη άνθισε μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες, συχνά δραματικές: Εθνική Αντίσταση, κλίμα του Εμφύλιου πολέμου, δικτατορία 1967-74».

  Σε μια νεότερη συνέντευξη του 2009 στον Δημήτρη Γκιώνη λέγει: «Νομίζω ότι θα πρέπει να βρεθεί μια νέα ιδεολογία – εγώ την ονομάζω κοινωνία της αλληλεγγύης. Μια ιδεολογία με ρίζες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές σ’ αυτή την κοινωνία της ζούγκλας που ζούμε».

  Θεωρώ χρήσιμο να δώσουμε το λόγο σε τρεις ανθρώπους που γνώρισαν τον Μίκη και το έργο του – τον γνώρισαν κυριολεκτικά ή μεταφορικά.  

  Ο Γιώργος Κασιμάτης  σε έναν  « Επικήδειο λόγο»  που δημοσιεύεται στον « Δρόμο  της Αριστεράς»  (11-9/21) γράφει: «Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν και είναι η ενσάρκωση και η προσωποποίηση της αδιάκοπης συνέχειας του Ελληνικού λόγου και του Ελληνικού Πολιτισμού. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν η ενσάρκωση του Ενός και Αδιαίρετου Σύμπαντος της Ελληνικής Σκέψης και Τέχνης. Ήταν και είναι ένας Συμπαντικός Έλληνας».

  Ο Θάνος Μικρούτσικος εξάλλου στο βιβλίο «Υπηρεσία του Έθνους» αναφέρεται πρώτα στον αριστουργηματικό Επιτάφιο και στα έργα Άξιον Εστί, Κατάσταση Πολιορκίας, Επιφάνια Αβέρωφ, συνεχίζει με το ‘τεράστιο και ογκώδες’ έργο του Μίκη και στη συνέχεια για την περίοδο 1958-67 γράφει: «Έδωσε σ’ ένα κόσμο χτυπημένο ανελέητα από την αντίδραση, ένα κόσμο που έβγαινε τσακισμένος από τον εμφύλιο, τους κατατρεγμούς και τις εξορίες και εννοώ τους αριστερούς, το δικό τους τραγούδι» (σελ. 90)

  Τέλος, ο Κωστής Μοσκώφ στο βιβλίο του «Λαϊκισμός ή Πρωτοπορία;» Δοκίμια ΙΙΙ, εκδ. Καστανιώτη, 1985, αφιερώνει ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο Μίκης Θεοδωράκης και το λίκνο του σώματός μας» (σελ. 113-6). Παραθέτω λίγες μόνο σειρές από το σημαντικό αυτό κείμενο: «Η ένταξη και η δράση του στο εθνικολαϊκό κίνημα πηγάζει από τη βαθιά βίωση της κοινωνίας γύρω του όπως αυτή υπάρχει σαν γίγνεσθαι – ιστορική διάρκεια […] Ο Μίκης Θεοδωράκης διεισδύει βαθιά στην καρδιά του ελληνικού κόσμου, αποκαλύπτοντας την ουσία της Πράξης του ελληνικού λαού μες στον καιρό, αποκαλύπτοντας την ουσία του πολιτισμού που ο ελληνικός λαός δημιούργησε ως πολιτισμού ‘προσώπου’».

*

  Θα φωτίσουμε δύο άξονες του πολιτιστικού έργου  του Μίκη: την παρέμβασή του στο Κίνημα και τη μελοποίηση της νεοελληνικής ποίησης.

  Τρεις είναι οι μεγάλες παρεμβάσεις  του Μίκη στο Πολιτιστικό Κίνημα.  Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται πρόεδρος. Η Τέχνη με την πολιτική συνδέονται, πλέον, άμεσα στο έργο του – τόσο μέσα από τα τραγούδια του, όσο και μέσω κειμένων, δηλώσεων, συνεντεύξεων και δράσεων. Ο Σπύρος Κουζινόπουλος στις «Νησίδες» της ΕΦΣΥΝ (11/9/21) αναφέρεται στον Μίκη των Λαμπράκηδων και σε περιστατικά από τη δράση τους στα Σέρρας και την τρομοκρατία της περιόδου. Ο Φώντας Λάδης («Παράδοση και Προοπτική – Κείμενα για την Τέχνη και τον Πολιτισμό», εκδ. Πύλη, 1987), αναφέρεται στο Κίνημα Λαμπράκη παρατηρώντας ότι με το θάνατό του αναπτύχθηκε ένα «μαζικό πολιτιστικό κίνημα» (σελ.95 – 104). Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα.   Τέλος, το 1986 συγκροτεί μαζί με άλλες προσωπικότητες από Ελλάδα και Τουρκία την πρώτη επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας. 

   Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες, όποιος/όποια ενδιαφέρεται μπορεί να βρει πολλά στοιχεία σχετικά.

  Θεωρώ πολύ σημαντική τη μελοποίηση νεοελληνικής ποίησης από τον Μίκη Θεοδωράκη και από τον έτερο Μάνο Χατζιδάκι.  Η Νένα Βενετσάνου μιλώντας για τον Μίκη είχε πει ότι η μελοποίηση ποιημάτων έχει θεωρηθεί ως «ο κεντρικός πυλώνας της δημιουργικότητάς του».

   Ο Στ. Αλεξίου (Ελληνική Λογοτεχνία από τον Όμηρο στον εικοστό αιώνα, εκδ. Στιγμή, 2010) αναφέρεται στις μελοποιήσεις του Μίκη Θεοδωράκη και συμπεραίνει: Μάνος Χατζιδάκις και Μίκης Θεοδωράκης «ανέβασαν ψηλά το τραγούδι» (σελ.545).  Ο Roderick Beaton (Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, 1996) αναφέρεται στις μελοποιήσεις ποιητών από τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σημειώνει: «Έκαναν γνωστό το έργο αυτών των ποιητών σε πλατύτερο κοινό και συνέβαλαν ακόμη, κατά πάσα πιθανότητα, στη διαμόρφωση των αντιλήψεων και του αναγνωστικού κοινού».

   Μπορούμε να πούμε μαζί με τον Γιώργο Βαϊλάκη ότι «έφερε ο συνθέτης την ποίηση στην καθημερινότητα» (2021).

   Διαβάζουμε σε αφηγήσεις και κείμενα της εποχής. Ήταν στο Παρίσι το 1958 περιμένοντας τη γυναίκα του τη Μυρτώ μέσα στο αυτοκίνητο που πήγε για ψώνια, έγραψε τη μουσική για τη Ρωμιοσύνη του  Ρίτσου. Ο Ελύτη όταν τελείωσε το 1959 το Άξιον Εστί τη στέλνει πάλι στο Παρίσι «Το καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική». Τα ίδια χρόνια μελοποίησε Γ. Σεφέρη. Όταν ο Μίκης τελείωνε ένα τραγούδι που του άρεσε πολύ, το έπαιζε επί δύο βδομάδες συνεχώς, αφού: «Ήξερα ότι μετά την κυκλοφορία του δίσκου δεν θα ήταν πια δικό μου».  Ήταν τα ποιήματα: Η Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό), Κράτησα την ζωή, Άνθη της πέτρας, Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές. Ο Μίκης επισκέφτηκε τον ποιητή στο σπίτι του και άκουσαν τις μελοποιήσεις. Ο Σεφέρης «Πάντα μετρημένος και βαρύς. Όμως, στα μάτια του είδα τη λάμψη του δημιουργού που χαιρόταν για τη νέα μορφή που έπαιρνε ξαφνικά η ποίησή του».  Μόνο έκανε παρατήρηση για  την  περίφημη άνω τελεία: «Πήραμε τη ζωή μας», «Βάλε παύση πριν πεις ‘λάθος’».

    Θα δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Μίκη. Στο βιβλίο του  «Για την Ελληνική Μουσική», σε κείμενο του 1960 στην Αυγή γράφει: «Γράφοντας τον ‘Επιτάφιο’ δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να καταγράψω νοερώς τις μελωδίες που όλοι σας ασφαλώς έχετε ακούσει με την φαντασία σας, δίχως όμως να τις έχετε συνειδητοποιήσει. Πρόκειται δηλαδή για μια γνήσια λαϊκή μουσική, όπου η παρέμβαση του συνθέτη μπορεί να παρομοιασθεί με την χείρα του ανώνυμου καλόγηρου καθώς καταγράφει τη φωνή του αγίου Πνεύματος».

  Σε νεότερο κείμενό του γράφει: «Σε ανύποπτο χρόνο (1937-1958) είχα ήδη γράψει εκατοντάδες τραγούδια επάνω σε στίχους Ελλήνων ποιητών όπως οι Σολωμός, Παλαμάς, Δροσίνης, Πολέμης, Χατζόπουλος, Μαβίλης, Γρυπάρης, Γιάννης Θεοδωράκης («Λιποτάκτες» 1952) και τέλος Ρίτσος («Επιτάφιος» 1958). Επομένως διαφοροποιήθηκα εξ αρχής από τους άλλους συνεχίζοντας με τους Λειβαδίτη, Χριστοδούλου, Γκάτσο, Σεφέρη, Καμπανέλλη, Ελύτη κλπ.».

*

  Όταν μιλούμε για τη μελοποίηση των νεοελλήνων ποιητών, συναντούμε σχεδόν πάντα τον Μίκη με τον Μάνο.  Η   Μαρία Δεδούση  (2/9/21) γράφει:

«Βρέθηκαν στην ίδια σκηνή, αλλά με τα δικά του τραγούδια καθένας. Είναι εντυπωσιακό ότι ποτέ δεν θέλησαν να έρθουν τόσο κοντά δημιουργικά ώστε να ‘παντρέψουν’ τις αντιθέσεις τους. Αντιθέσεις που τους έκαναν να αλληλοθαυμάζονται. Και αυτή ήταν η σχέση τους: Δύο παράλληλα σύμπαντα, ‘επικίνδυνα’ κοντά το ένα με το άλλο, τα οποία ωστόσο ούτε συγκρούστηκαν, αλλά ούτε και απορροφήθηκαν ποτέ το ένα από το άλλο.

  Μια σπάνια συμπαντική συγκυρία».

  Είναι πολύ σημαντικό ό,τι γράφει ο Μίκης πριν εβδομήντα σχεδόν χρόνια, το 1952 στην εφημερίδα «Κήρυξ» Χανίων:

«Πρέπει να είμαστε (εννοώ εμείς οι Κρητικοί) πολύ περήφανοι για τον εξαιρετικό συνθέτη που σχεδόν δέκα χρόνια τώρα βρίσκεται στην πρώτη σειρά της καλλιτεχνικής δραστηριότητας στην πρωτεύουσα». Στη  συνέχεια του άρθρου ο Μίκης εξυμνεί το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. (Για την Ελληνική Μουσική, σελ. 26).

  Εκτός από τον Μάνο, ο Μίκης σε πολλά σημεία τονίζει τη σημασία και αξία της λαϊκής τέχνης και των λαϊκών ερμηνευτών.  «Η υπ’ αριθμόν ένα φιλοδοξία μου είναι αυτή: Αναγέννηση της ελληνικής μουσικής – μουσική ανάπτυξη του λαού μας» [κείμενο του 1961].

[Στο επόμενο κείμενο θα μιλήσουμε για το περίφημο έργο του: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού]

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ, 14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2021

Σχετικά Άρθρα