Ελισάβετ Μήτσου
Η δημόσια διοίκηση(ΔΔ) ως κύριος εκτελεστικός μηχανισμός του κράτους, αλλά και κοινωνικός θεσμός, βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις που σχετίζονται με τα νέα γνωρίσματα της εποχής. Η παγκοσμιοποίηση, οι εθνικοί και υπερεθνικοί οργανισμοί, οι τεχνολογικές και κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, εντείνουν τις διασυνδέσεις και τις αλληλεξαρτήσεις, ταυτόχρονα όμως καθιστούν τις οικονομίες και τις κοινωνίες περισσότερο ευάλωτες ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Η φύση των προβλημάτων που ανακύπτουν, διαμορφώνει ένα περιβάλλον όπου επικρατούν συνθήκες έντονης μεταβλητότητας και αβεβαιότητας. Στο νέο αυτό περιβάλλον διοικητικής δράσης οι διοικήσεις καλούνται να εισάγουν νέες μορφές οργάνωσης και λειτουργίας για την αποτελεσματική εκπλήρωση των στόχων τους.
Διεθνές και Ευρωπαϊκό περιβάλλον
Το διεθνές περιβάλλον, αποτελεί αναμφίβολα προϊόν της αλματώδους τεχνολογικής εξέλιξης ιδίως στους τομείς των επικοινωνιών και της πληροφορικής. Η εξέλιξη αυτή, που επέτρεψε την αμεσότερη επικοινωνία και ανταλλαγή πληροφοριών, εκμηδενίζοντας τον χρόνο και τις αποστάσεις, επέφερε αυξημένες κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις και συνδυάστηκε με σημαντικές μεταβολές στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Παράγοντες που αναδεικνύουν το πολυδιάστατο αυτό φαινόμενο και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων, αποτελούν η κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, η παγκοσμιοποίηση των χρηματαγορών, η εξάπλωση των πολυεθνικών εταιριών και η διεύρυνση του παραγωγικού χώρου, ο ακραίος ανταγωνισμός, η επέκταση διακυβερνητικών, υπερεθνικών αλλά και μη κυβερνητικών οργανισμών, η εμφάνιση και η επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης προβλημάτων με υπερεθνική διάσταση, καθώς και η ενδυνάμωση των τάσεων για υπερεθνική ή διακυβερνητική συνεργασία, σε περιφερειακό ή ακόμη σε υπερεθνικό επίπεδο.
Ο ρόλος και οι λειτουργίες της ΔΔ, μεταβάλλονται σημαντικά λόγω των επιδράσεων που δέχεται από την παγκοσμιοποίηση καθότι καλείται να λειτουργήσει σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο, ασταθές και αβέβαιο περιβάλλον. Πρώτη ορατή επίπτωση, είναι η σταδιακή υποχώρηση των δυνατοτήτων της να επιτελεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της, ιδίως στους τομείς της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής. Ο αυξημένος οικονομικός ανταγωνισμός και οι επιπτώσεις του στην αγορά, ασκούν πιέσεις στα κράτη για μείωση της κοινωνικής επιβάρυνσης, αναδεικνύοντας την ανάγκη μείωσης του κόστους των υπηρεσιών. Την μείωση της κοινωνικής επιβάρυνσης και την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος καλείται να εγγυηθεί, όχι το λιγότερο αλλά ένα καλύτερο κράτος, με την προστιθέμενη αξία που μπορεί να οικοδομήσει μέσα από μηχανισμούς καλύτερου προγραμματισμού, συντονισμού και ελέγχου εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αυξημένων κοινωνικών αναγκών.
Παράδειγμα διεθνούς οικονομικής επιρροής αποτελούν τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα με την κρίση. Το εύρος των οικονομικών μέτρων, οι επιπτώσεις στην μισθωτή εργασία μαζί με μια σειρά από διοικητικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό συγχωνεύσεις και απολύσεις, μεταρρυθμίσεις προς όφελος της επιχειρηματικότητας, του ανοίγματος της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας, αποτέλεσαν μέτρα που ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν από την κυβέρνηση, δίχως την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση(ΕΕ), αποτελεί ένα υπερεθνικό χώρο, όπου συνδιαμορφώνονται δημόσιες πολιτικές, τις οποίες τα κράτη μέλη καλούνται να ασκήσουν σε ένα δεσμευτικό από τις συνθήκες περιβάλλον. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα πολιτικό σύστημα που τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι η διαβούλευση και η συναίνεση. Οι αποφάσεις της ΕΕ ασκούνται μέσα από πολιτικούς και κυρίως διοικητικούς μηχανισμούς, η σύγκλιση των οποίων θεωρείται απαραίτητη για την συγκρότηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου.
Παρόλο που οι ΔΔ των χωρών μελών αποτελούν «οιονεί εξωτερικές υπηρεσίες της ΕΕ»(Σπανού Κ,2001), το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν επεκτείνεται στην δομή και λειτουργία τους(EUPAN,2003)[1]. Ασκούνται όμως πιέσεις για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών, και ένα άτυπο σύστημα συντονισμού, που έχει άμεση επίδραση στα χαρακτηριστικά του διοικητικού συστήματος κάθε χώρας, χωρίς όμως να υφίσταται ένας συστηματικός μηχανισμός παρακολούθησης των διαδικασιών υλοποίησης των ενωσιακών πολιτικών.
Μέσω της συμμετοχής στο ευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης κατά την λήψη και την διαδικασία εφαρμογής των ευρωπαϊκών πολιτικών, οι εθνικές διοικήσεις διαπραγματεύονται, επικοινωνούν, σχεδιάζουν και ελέγχουν. Ενισχύεται έτσι ο επιτελικός χαρακτήρας της διοίκησης σε σχέση με την πολιτική ηγεσία.
Λόγω εθνικών ιδιαιτεροτήτων και ανομοιογένειας των διοικητικών παραδόσεων, το ευρωπαϊκό διοικητικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ασάφεια και πολυπλοκότητα. Δεν υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο ευρωπαϊκό ή εθνικό διοικητικό μοντέλο, το οποίο τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να υιοθετήσουν και προς το οποίο τα διοικητικά συστήματα των κρατών μελών να συγκλίνουν. Παρόλο που δεν υπάρχει σύγκλιση, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μία διαδικασία σύγκλισης. Η επίδραση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος στις ΔΔ των κρατών μελών, αφορά κυρίως τα αποτελέσματα και τη σχέση κόστους–ωφέλειας (στοχοθεσία, ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα) που οι διοικήσεις θα πρέπει να επιτύχουν, είναι δε δεσμευτικές ως προς το αποτέλεσμα και όχι ως προς τις διαδικασίες ή ακόμη περισσότερο τις δομές που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του. Ωστόσο, προσδιορίζονται ή προτείνονται διαδικασίες, με βάση τις οποίες αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν. Οι διαδικασίες αυτές δεν επιβάλλονται στα κράτη-μέλη αποτελούν όμως πρότυπα – υποδείγματα που τα κράτη-μέλη καλούνται να υιοθετήσουν.
Οι επιδράσεις στην ΔΔ στην Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή της πορεία, είναι σημαντικές, κυρίως θεσμικού χαρακτήρα, χωρίς όμως ανάλογη αναβάθμιση των λειτουργιών, κυρίως στα επίπεδα προγραμματισμού, εφαρμογής των ευρωπαϊκών διαδικασιών, συντονισμού και ελέγχου. Παράδειγμα θεσμικής προσαρμογής αποτελεί η διοικητική μεταρρύθμιση με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» (Ν. 3852/2010), όπου επιχειρείται μια ολοκληρωμένη αναδιάρθρωση της διοικητικής οργάνωσης της χώρας και σαφής οριοθέτηση αρμοδιοτήτων. Η Αυτοτελής Υπηρεσία Εποπτείας Ο.Τ.Α που προβλέπει ο Ν 3852/10 για τον υποχρεωτικό και αυτεπάγγελτο έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των Ο.Τ.Α, αποτελεί παράδειγμα διοικητικού οργάνου ελέγχου.
Γίνεται εμφανές ότι οδηγούμαστε σε νέα αντίληψη άσκησης δημόσιας πολιτικής, ως αλυσίδας επιπέδων δράσεων από το διεθνές επίπεδο στο ευρωπαϊκό, το εθνικό και το τοπικό(Τσέκος Θ, 2012). Οι εξελίξεις του διεθνούς επιπέδου μεταφέρονται δια του ενωσιακού επιπέδου, το οποίο καθότι στερείται γενικά διακριτού μοντέλου δημόσιας διοίκησης, διαμεσολαβεί προς τις χώρες μέλη του τις διεθνείς εξελίξεις. Το νέο διεθνές και ενωσιακό περιβάλλον, αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρύθμισης της ΔΔ, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η μετατροπή της παραδοσιακής γραφειοκρατικής διοίκησης, σε έναν νέο δημόσιο χώρο.
Επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών
Η αλματώδης ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας σε όλα τα επίπεδα και κυρίως των δικτύων, δρα καταλυτικά προς την κατεύθυνση υπέρβασης του εθνικού κράτους, παρέχοντας πρωτόγνωρες δυνατότητες επικοινωνίας, μεταξύ και των πλέον απομακρυσμένων κρατών. Η χωρική εστίαση των δημόσιων πολιτικών διευρύνεται, οι λειτουργίες επιταχύνονται και η συγκρισιμότητα των ασκουμένων πολιτικών αυξάνεται. To σύγχρονο περιβάλλον διοικητικής δράσης και οι αυξανόμενες απαιτήσεις και ανάγκες των πολιτών, δημιουργούν πιέσεις στην ΔΔ να προχωρήσει σε νέες μορφές οργάνωσης και λειτουργίας, να μεταρρυθμιστεί, απλοποιώντας και τυποποιώντας τις διαδικασίες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην οριζόντια διατμηματική επικοινωνία των υπηρεσιών (διαλειτουργικότητα). Η γραφειοκρατική και δυσκίνητη εικόνα μετατρέπεται σε πιο ευέλικτη και αποτελεσματική, με σημαντική μείωση του κόστους λειτουργίας και καλύτερη αξιοποίηση του ανθρωπίνου δυναμικού καθώς επιταχύνεται η επικοινωνία, η ροή και ο έλεγχος των διαδικασιών σε όλα τα στάδια, βελτιώνεται η ποιότητα των υπηρεσιών και ενισχύεται η νομιμότητα και η διαφάνεια.
Η εφαρμογή πληροφοριακών συστημάτων, αξιοποιώντας τις εξελίξεις των Τεχνολογιών της Πληροφορικής και Επικοινωνιών(ΤΠΕ), συντελεί στην μετάβαση από το γραφειοκρατικό μοντέλο διοίκησης σε ένα σύγχρονο επιχειρησιακό μοντέλο. Αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη της Ηλεκτρονικής διακυβέρνησης(ΗΔ), οι εφαρμογές της οποίας παρέχουν πολλαπλές ευκαιρίες τόσο για την ίδια τη ΔΔ όσο και για τους συμβαλλόμενους, πολίτες και επιχειρήσεις. Τα πληροφοριακά συστήματα δίνουν την δυνατότητα συγκέντρωσης, αποθήκευσης, επεξεργασίας, ανάκλησης και συνδυασμού πληροφοριών καθώς και μεταβίβασης και διάχυσης τους.Οι χρήστες των υπηρεσιών ΗΔ, έχουν την δυνατότητα ευρείας πρόσβασης στις κυβερνητικές πληροφορίες και συναλλαγές, επωφελούνται από την εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος και ενδυναμώνουν την εμπιστοσύνη τους στην δημόσια διοίκηση, καθώς ενισχύεται η διαφάνεια των διαδικασιών(διαγωνισμοί, προμήθειες) και τους παρέχεται η δυνατότητα για δημόσιο διάλογο και ενεργή συμμετοχή στην διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών(δημόσια διαβούλευση).
Τα ΚΕΠ με δίκτυο υπηρεσιών σε όλους τους δήμους της χώρας, αποτελούν σημαντικό βήμα διοικητικού εκσυγχρονισμού. Λειτουργούν βάσει ενός μοντέλου διοίκησης ολοκληρωμένων συναλλαγών του πολίτη από μια θέση εργασίας (one stop shop) όπου μπορεί να διεκπεραιώνει όλες τις συναλλαγές του με το δημόσιο. Αξιοποιούν τεχνολογίες διαδικτύου, λογισμικού και ψηφιακής υπογραφής και αποτελούν ένα εκτεταμένο δίκτυο διανομής πληροφοριών, υπηρεσιών και προϊόντων που παράγει η δημόσια διοίκηση καθώς επίσης δυνατότητα πιστοποιημένης διαβίβασης των φακέλων και του τελικού προϊόντος των συναλλαγών. Θεσμικά τα ΚΕΠ προάγουν την ποιοτική αναβάθμιση της εξυπηρέτησης πολιτών και επιχειρήσεων και την βελτίωση της παραγωγικότητας της δημόσιας διοίκησης.
Στον τομέα της ΗΔ, τα έργα στο πλαίσιο του προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας», με χαρακτηριστικά παραδείγματα το δίκτυο «Σύζευξις» που συνδέει δημόσιες υπηρεσίες για την ενδουπηρεσιακή επικοινωνία, η Εθνική Διαδικτυακή Πύλη «Ερμής», το Σύστημα Αυθεντικοποίησης και Διαλειτουργικότητας, εισήγαγαν αλλαγές στην λειτουργία και τις διαδικασίες παραγωγής υπηρεσιών.
Το ‘Πρόγραμμα Διαύγεια’(Ν.3861/2010), στοχεύει στην επίτευξη της μέγιστης δυνατής δημοσιότητας της κυβερνητικής πολιτικής και της διοικητικής δραστηριότητας, τη διασφάλιση της διαφάνειας και την εμπέδωση της υπευθυνότητας και της λογοδοσίας από την πλευρά των φορέων άσκησης της δημόσιας εξουσίας. Προβλέπει την υποχρέωση ανάρτησης των αποφάσεων των κυβερνητικών οργάνων και της διοίκησης στο Διαδίκτυο. Ο πολίτης μπορεί να έχει πρόσβαση, στο σύνολο των νόμων και αποφάσεων που εκδίδουν τα κυβερνητικά όργανα και οι φορείς του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι λειτουργίες προβολής και αναζήτησης αποφάσεων παρέχονται μέσω ενός κεντρικού δικτυακού τόπου.
Επιδράσεις από τις νέες μεθόδους διοίκησης.
Υπό την επίδραση σημαντικών τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών, αναπτύχθηκαν διεθνώς προσπάθειες για αλλαγές της οργανωτικής δομής και λειτουργίας των δημόσιων διοικήσεων. Η επικρατούσα σχολή μέχρι τα μέσα του 2000 υπήρξε το Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ(NPM). Με αξιακό επίκεντρο, το λιγότερο κράτος μεταφραζόμενο σε περιορισμό προσωπικού και δημοσίων δαπανών, τα περισσότερα αποτελέσματα με λιγότερες δαπάνες(more for less), την αντιμετώπιση του πολίτη ως πελάτη και την φιλοσοφία ως της μοναδικής βέλτιστης λύσης. Στόχος του ο περιορισμός των κρατικών μηχανισμών παρέμβασης στο πεδίο εφαρμογής των πολιτικών και η μεταφορά πρακτικών διοίκησης από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο(managers). Στην πράξη οδήγησε στην μεταφορά αρμοδιοτήτων σε νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητες αρχές και σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών αρμοδιοτήτων, ενώ οι διαχειριστικές μεθοδολογίες παρά τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα ελάχιστα επηρέασαν την διοικητική πρακτική. Η εκτενής εφαρμογή του στις χώρες σε μετάβαση(Ανατολικής Ευρώπης) ανέδειξε τις μεθοδολογικές ανεπάρκειες και την πρακτική του αναποτελεσματικότητα. Η αντίληψη συνεπώς ότι η σχολή του NPM μπορεί να επιλύσει όλα τα διοικητικά προβλήματα βρίσκεται σήμερα σε προφανή κρίση και αμφισβήτηση(Τσέκος Θ,2008). Θετικό στοιχείο του ΝPM αποτελεί η φιλοσοφία της διοίκησης, προσανατολισμένης στην αποτελεσματικότητα, την ποιότητα και την αποδοτικότητα.
Στην μετά ΝPM εποχή, συμπαραμαρτούσης και της οικονομικής κρίσης, για να καταστεί αποτελεσματική μέσα στο νέο αυτό περιβάλλον η ΔΔ καλείται να αναπτύξει χαρακτηριστικά που θα της επιτρέψουν την μετάβαση στην σύγχρονη αντίληψη δημόσιας δράσης.
Βασική αρχή για μια σύγχρονη ΔΔ αποτελεί η εμπέδωση της Δημοκρατίας, με την διασφάλιση της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισηγορίας, με ανοιχτή διαβούλευση, ισότιμη συγκρότηση και δημοσιοποίηση των απόψεων που διαμορφώνουν τις δημόσιες επιλογές, την διασφάλιση της δημόσιας λογοδοσίας και την κοινωνική συμμετοχή. Παράδειγμα δημόσιας λογοδοσίας στην ελληνική διοίκηση, αποτελεί η «ετήσια έκθεση πεπραγμένων» σε ειδική ανοιχτή συνεδρίαση των δημοτικών συμβουλίων, όπου γίνεται απολογισμός των δράσεων των Δήμων και ακολουθεί δημόσιος διάλογος. Παράδειγμα κοινωνικής συμμετοχής αποτελεί Η «Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης» που εισήγαγε ο «Καλλικράτης». Συγκροτείται από εκπροσώπους τοπικών φορέων και πολίτες που κληρώνονται δημόσια από τους εκλογικούς καταλόγους. Το έργο της επιτροπής είναι γνωμοδοτικό σχετικά με τα αναπτυξιακά προγράμματα, προγράμματα δράσης, το επιχειρησιακό και το τεχνικό πρόγραμμα του δήμου καθώς για θέματα γενικότερου τοπικού ενδιαφέροντος.
Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία, τόσο σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο, όσο και στην δημόσια παρέμβαση για την ρύθμιση της αγοράς, αποδεικνύεται εξαιρετικά κρίσιμος. Η αγορά χρειάζεται και επιδιώκει την κρατική ρύθμιση και τον έλεγχο, για την ομαλή λειτουργία της, την επιχειρησιακή σταθερότητα και ασφάλεια καθώς και την βελτίωση της κεφαλαιακής απόδοσης. Ο ρυθμιστικός και ελεγκτικός επίσης ρόλος του κράτους, είναι απαραίτητος για την διασφάλιση του ανταγωνισμού και της ανάπτυξης με κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους. Η πρόσφατη παρέμβαση του κράτους, για την προώθηση αγροτικών προϊόντων στις αγορές τρίτων χωρών, μετά την απαγόρευση εισαγωγών που επέβαλε η Ρωσία σε προϊόντα από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί παράδειγμα δημόσιας παρέμβασης για την αποτροπή επιχειρησιακού κινδύνου. Παράδειγμα κρατικής παρέμβασης αποτελεί επίσης και η διαφημιστική καμπάνια για τουριστική προβολή της χώρας από το αρμόδιο υπουργείο που στηρίζει άμεσα τον κλάδο της τουριστικής επιχειρηματικότητας.
Κρίσιμος επίσης παράγοντας για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργεί η λειτουργία της αγοράς, είναι ο αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους. Η ικανή και συστηματική αναδιανομή πρέπει να στοχεύει στην κοινωνική συνοχή και την διασφάλιση ενός αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης όλου του πληθυσμού, χωρίς να δημιουργεί μακροχρόνια εξαρτημένες ομάδες.
Οι παραπάνω ουσιαστικές προϋποθέσεις λειτουργίας του κράτους δεν οδηγούν απαραίτητα σε ογκώδεις και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, αλλά στην ανάγκη προσανατολισμού σε ένα δικτυακό πλαίσιο λειτουργίας των φορέων της ΔΔ. Η έννοια της επιχειρηματικότητας όχι ως επιδίωξη κέρδους, αλλά ως παραγωγή αξιών χρήσης για την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών με την καλύτερη δυνατή αναλογία κόστους κοινωνικής ωφέλειας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κράτος δεν μπορεί να την εκχωρεί αποκλειστικά στις ιδιωτικές επιχειρήσεις(Τσέκος Θ,2008). Θα πρέπει οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις να προσανατολιστούν σε ένα υπόδειγμα σύγχρονης διοίκησης, όπως η «επιχειρούσα δημόσια διοίκηση», με σκοπό την αύξηση της κοινωνικής χρησιμότητας και την μείωση του κοινωνικού κόστους. Τα βασικά χαρακτηριστικά των μεταρρυθμίσεων:
Προσανατολισμός σε αποτελέσματα(result oriented), ως εργαλεία επίτευξης συμπεφωνημένων στόχων και ευελιξία στις μεθόδους υλοποίησης, αναζητώντας τους αποδοτικότερους τρόπους παραγωγής αποτελεσμάτων, είτε με ίδια μέσα, είτε με ανάθεση σε τρίτους (ιδιωτικό, κοινωνικό τομέα,outsourcing, ΣΔΙΤ, μη κυβερνητικές οργανώσεις κτλ), με κριτήριο την βέλτιστη σχέση κόστους αποτελέσματος.
Επιτελικός ρόλος του κράτους, με διαδικασίες σχεδιασμού, επιχειρησιακού προγραμματισμού, παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου. Εξάλειψη κάθε δαπάνης που δεν γεννά όφελος και παραγωγή προστιθέμενης αξίας. Καινοτομία και ποιότητα υπηρεσιών, με μηχανισμούς καταγραφής, αξιολόγησης και τεκμηρίωσης των πραγματικών αναγκών, με προδιαγραφές και ποιοτικούς δείκτες για την παραγωγή νέων διοικητικών προϊόντων και τρόπων λειτουργίας. Με τον Ν3230/2004 εισήχθη στην ελληνική διοικητική πραγματικότητα το σύστημα διοίκησης μέσω στόχων και μέτρησης της απόδοσης των δημόσιων υπηρεσιών μέσω δεικτών. Τέθηκαν έτσι οι βάσεις για μια νέα προσέγγιση προσανατολισμένη περισσότερο στα αποτελέσματα και λιγότερο στους αυστηρούς κανόνες. Από την υποχρέωση εφαρμογής του νόμου εξαιρέθηκαν οι δήμοι και οι περιφέρειες (Ν3852/2010).[2]
Δικτυακή πολυμερής επικοινωνία, με το κράτος να τοποθετείται ως συντονιστής δικτύων δημόσιας πολιτικής (policy networks), όπου συμπράττουν ισότιμα όλοι όσοι επηρεάζουν ή επηρεάζονται από την δημόσια δράση. Τα δίκτυα υποκαθιστούν την κλασσική ιεραρχία, διαμορφώνοντας κοινότητες πολιτικής(policy communities) που αποτελούνται από μετόχους (shake holders) που προέρχονται από την διοίκηση και την κοινωνία, με μερίδιο δικαιωμάτων στην διαμόρφωση των πολιτικών(Τσέκος Θ,2008). Διασφαλίζεται έτσι η ουσιαστική διαβούλευση, η εξισορρόπηση επιδιώξεων, και η αποτελεσματική εφαρμογή των συλλογικών αποφάσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την διασύνδεση των δικτύων, αποτελεί η ανάπτυξη δομών που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματική επικοινωνία και τον οριζόντιο συντονισμό μεταξύ των μετόχων κατά την διάρκεια όλων των διαδικασιών άσκησης της πολιτικής.
Σημαντική τέλος παράμετρο αποτελεί η επένδυση της ΔΔ στο ανθρώπινο δυναμικό. Η σταθερότητα των εργασιακών σχέσεων, η συστηματική εκπαίδευση και κατάρτιση για τη βελτίωση της διοικητικής ικανότητας, η αξιοποίηση ικανών υπαλλήλων με εξειδικευμένες γνώσεις, η ενθάρρυνση διατύπωσης άποψης και ανάπτυξης πρωτοβουλίας στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους καθώς και ο ρόλος των ανώτερων και ανώτατων στελεχών στη διαδικασία χάραξης πολιτικών, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιτυχία των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων.
Συμπερασματικά, η δημόσια διοίκηση καλείται σήμερα να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον πολύπλοκο και ασταθές, με επιδράσεις από το διεθνές, το ενωσιακό αλλά και το εθνικό επίπεδο. Το ραγδαία εξελισσόμενο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, όπου επικρατούν συνθήκες ακραίου πολλές φορές ανταγωνισμού, ασκεί πιέσεις στις διοικήσεις ιδιαίτερα στους τομείς της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση επιδρά στις δημόσιες διοικήσεις των κρατών μελών, αν και δεν φθάνει στο βαθμό και στην έκταση που φθάνει η επίδραση της σε άλλα μέρη του πολιτικού συστήματος. Η εφαρμογή των αποφάσεων της ΕΕ από τις διοικήσεις, παρουσιάζει αποκλίσεις που έχουν να κάνουν με τα χαρακτηριστικά του διοικητικού συστήματος κάθε χώρας και την απουσία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού μοντέλου προς το οποίο να συγκλίνουν. Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές ως προς το αποτέλεσμα και όχι ως προς τις διαδικασίες ή τις δομές που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη τους. Οι επιδράσεις συνεπώς της ΕΕ στις διοικήσεις δεν είναι σταθερά προσανατολισμένες προς μια κατεύθυνση. Υπάρχει μια διάχυση βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών καθώς και μια διαμεσολάβηση των διεθνών εξελίξεων από την ΕΕ προς τις εθνικές διοικήσεις.
Οι αλματώδεις εξελίξεις των τεχνολογιών ιδιαίτερα της πληροφορικής και επικοινωνιών επιβάλλουν την εφαρμογή πληροφοριακών συστημάτων, προκειμένου οι ΔΔ να επιτύχουν την μετάβαση τους από την διακυβέρνηση στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός με τις εφαρμογές της ΗΔ, εξασφαλίζει πολλαπλά πλεονεκτήματα, τόσο για την λειτουργία της ΔΔ και την διασύνδεση της με την κοινωνία, όσο και για τους συμβαλλόμενους πολίτες και επιχειρήσεις, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη τους στην δημόσια διοίκηση και την συμμετοχική δημοκρατία.
Προκειμένου να ανταποκριθεί στις επιδράσεις των τεχνολογικών εξελίξεων και των κοινωνικοοικονομικών μεταβολών που δημιουργεί το νέο περιβάλλον διοικητικής δράσης, απαιτούνται ριζικές μεταρρυθμιστικές τομές, για την μετάβαση από το παραδοσιακό γραφειοκρατικό μοντέλο διοίκησης, σε έναν νέο δημόσιο χώρο. Η θεσμική μεταρρύθμιση, πρέπει να είναι προσανατολισμένη στις οργανωτικές δομές και λειτουργίες, που θα προάγουν τις βασικές αρχές της δημοκρατίας, τη διαφάνεια, την ουσιαστική διεύρυνση των δυνατοτήτων συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων και το άνοιγμα των διοικητικών δομών στην κοινωνία, μέσα από ποικίλες μορφές συνεργασίας και διαβούλευσης μεταξύ πολιτών και φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Βέλτιστο μοντέλο διοίκησης η οριοθέτηση του οποίου οδηγεί στην επιτυχία δεν υφίσταται. Η «επιχειρούσα δημόσια διοίκηση» θα μπορούσε να αποτελέσει υπόδειγμα για μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι επιπτώσεις του διεθνούς περιβάλλοντος στην ελληνική διοίκηση, ιδιαίτερα υπό τις παρούσες συνθήκες κρίσης είναι αξιοσημείωτες, κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής. Οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν τα μνημόνια επέφεραν σημαντικές αλλαγές σε πολιτικό-διοικητικό επίπεδο, με επιπτώσεις στην αγορά, την μισθωτή εργασία και την κοινωνία. Η Ευρωπαϊκή πορεία της ελληνικής διοίκησης, επέφερε αξιόλογες μεταβολές κυρίως θεσμικού χαρακτήρα, χωρίς όμως ανάλογη αναβάθμιση των λειτουργιών, κυρίως στα επίπεδα προγραμματισμού, εφαρμογής των ευρωπαϊκών διαδικασιών, συντονισμού και ελέγχου. Σε τεχνολογικό επίπεδο, παρά τις σοβαρές προσπάθειες υιοθέτησης ψηφιακών τεχνολογιών για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, εξακολουθεί η χώρα να παρουσιάζει μεγάλη υστέρηση στους δείκτες του Ευρωπαϊκού ψηφιακού θεματολογίου.
Βιβλιογραφία
[2] Άρθρα 267 παρ.8 και 368 παρ.15