Γενική

«Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου…»:



Βιβλιοκριτική

10 + 1 διηγήματα ως νοσταλγία της παιδικής αθωότητας, του Μάξιμου Χαρακόπουλου

Του Γιώργου Ανδρειωμένου

Καθηγητή Πανεπιστημίου Πελοποννήσου


Είναι η πρώτη φορά που ο Μάξιμος Χαρακόπουλος αποπειράται να συγκεντρώσει, σε μιαν ενιαία συλλογή, δέκα συν ένα σύντομα διηγήματα, όλα «βασισμένα κυρίως σε ακούσματα αλλά και βιώματα των παιδικών του χρόνων». Στο επίκεντρο των ιστοριών του βρίσκονται η λαρισαϊκή ύπαιθρος και οι άνθρωποί της, «γηγενείς» και «πρόσφυγες», κυρίως δε οι δεύτεροι, από τη γη της Καππαδοκίας, που έφτασαν στη νέα πατρίδα τους ξεριζωμένοι από τα πατρογονικά εδάφη, για να συναντήσουν εδώ τη σκληρότητα όσων τους θεωρούσαν διεκδικητές των παλαιών τσιφλικιών.

Η απλότητα, η ολιγάρκεια, ο λαϊκός πολιτισμός, με άλλα λόγια η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο υφαίνονται οι ιστορίες του συγγραφέα, οι οποίες διατρέχουν κατά χρονολογική τάξη μιαν εξηκονταετία περίπου, από τον μεσοπόλεμο ίσαμε την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. Είναι, μάλιστα, τέτοια η χρονική ακολουθία στο ξετύλιγμα της μιας ιστορίας μετά την άλλη, τόσα τα πρόσωπα που επανέρχονται σε διαφορετικά κείμενα και φάσεις της ζωής τους και, πάνω απ’ όλα, τόσο προσδιορισμένοι οι τόποι που ξετυλίγεται η δράση, ώστε, έστω και υπερβάλλοντας κάπως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη πως τα διηγήματα της συλλογής αποτελούν κεφάλαια ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος.

Κάθε ήρωας του Χαρακόπουλου, ως γνήσια λαϊκός τύπος, «παλεύει με τα καμώματα της μοίρας», τα οποία δείχνει να μην μπορεί να υπερβεί. Παράλληλα, δεν είναι λίγες οι φορές που η αφήγησή του διανθίζεται από προσφυγικής προέλευσης ήθη και έθιμα, παραπέμποντας σε ηθογραφικού τύπου περιγραφές. Ωστόσο, οι περιγραφές αυτές δεν σημαίνουν ότι ο συγγραφέας περιπίπτει στην ηθογραφία, αλλά πως εκμεταλλεύεται δημιουργικά και ενσωματώνει επιτυχημένα στο έργο του στοιχεία της προγενέστερης λογοτεχνικής παράδοσης, ιδίως από τον χώρο του διηγήματος, όπως την πρωτοδίδαξαν ο Γεώργιος Βιζυηνός και, πρωτίστως, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Και πραγματικά: ο μεγάλος Σκιαθίτης δείχνει να έχει επηρεάσει τη λογοτεχνική γραφή του Χαρακόπουλου. Η εορταστική ατμόσφαιρα αρκετών διηγημάτων, τα διάσπαρτα στο κείμενο εκκλησιαστικά χωρία, οι συχνές θυμοσοφικές αποφάνσεις, οι ονειρικές αναπολήσεις, η έμφαση στην περιγραφή, η πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, οι λιτοί και περιεκτικοί διάλογοι, η σποραδική χρήση λεξιλογίου από το τοπικό ιδίωμα και, κυρίως, η μη συμβατική ροή του χρόνου είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρνουν την παρούσα συλλογή κοντά στις παπαδιαμαντικές τεχνικές.

Δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείψει από τα διηγήματα αυτά η περιγραφή πολιτικών δρωμένων της μακρόχρονης αυτής περιόδου και ο πολιτικοκοινωνικός προβληματισμός που σχετίζεται με τις εκάστοτε συγκυρίες. Πάθη και συγκρούσεις του παρελθόντος συνυπάρχουν με το ξεκοκάλισμα των Κοινοτικών Επιδοτήσεων, την άναρχη δόμηση και την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του χώρου. Η πορεία του νεοελληνισμού από τους καταυλισμούς των προσφύγων ίσαμε την… Πετρούλα των μετεωρολογικών δελτίων του «Σταρ» δείχνει, αν μη τί άλλο, την απόσταση που διανύθηκε μέσα σε εξήντα και πλέον χρόνια και το πόσο, κάποιες φορές, διαφοροποιείται η ουσία του χτες από το θέαμα του σήμερα.

Ο Χαρακόπουλος, ως συγγραφέας, δείχνει να αγωνιά για μιαν άμεση επαφή με τον αναγνώστη. Οχτώ φορές, μάλιστα, στα διηγήματά του απευθύνεται απευθείας σε όσους τον διαβάζουν, με την προσφώνηση αναγνώστη, και τους καλεί σε από κοινού μέθεξη σε όσα διαδραματίζονται. Ακόμη, έχοντας συνειδητοποιήσει την ευθύνη όσων συμμετέχουν στα κοινά να περισώσουν ό,τι μπορούν από αυτό που χάνεται, νοσταλγεί από τα χρόνια της παιδικής του αθωότητας τη Λάρισα των αμεσότερων ανθρώπινων συναναστροφών, των γειτονιών, των παραδοσιακών καταστημάτων, των μονοκατοικιών, του παζαριού και των θεσπέσιων γεύσεων, που σώζονται πλέον στο λαογραφικό μουσείο «σαν καρτ ποστάλ των αρχών του προηγούμενου αιώνα».

Όμως τον Χαρακόπουλο δείχνει να τον βασανίζει και κάτι ακόμα: ότι αν «ο χρόνος κυλά σαν νερό», «είναι κρίμα να συνειδητοποιεί κανείς πως κάποτε τον σπατάλησε χωρίς να αξίζει τον κόπο». Αν αυτό αναφέρεται και στη συγγραφική του πράξη, μπορεί να αισθάνεται βέβαιος ότι, για κάθε επαρκή αναγνώστη, ο συγγραφέας «κέρδισε» την κάθε στιγμή που διέθεσε για να γράψει, όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό από την ανάγνωση των καλογραμμένων και βιωματικών διηγημάτων του. Διηγημάτων που κινητοποιούν τις αισθήσεις όσων τα διαβάζουν, που νοιώθουν να αφουγκράζονται λέξη προς λέξη τις στιχομυθίες και τους ήχους των κειμένων, να αγγίζουν αντικείμενα και πρόσωπα που παρελαύνουν από τις παραγράφους τους, να γεύονται εδέσματα και γλυκίσματα που παρασκευάζονταν με πιο αυθεντικό τρόπο, να οσμίζονται την ευωδιά της λουλουδιασμένης φύσης και, κυρίως, να βλέπουν εικόνες μιας πιο ανθρώπινης εποχής. Σε αυτό το τελευταίο βοηθούν καθοριστικά οι φωτογραφίες-κλειδιά που προηγούνται κάθε διηγήματος, αλλά και διακοσμούν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Σχετικά Άρθρα