Γενική

Χάσκοντας ενώπιον Ηρώων

25η Μαρτίου 1821 Αθανάσιος Τσακνάκης Καθηγητής Ξένων Γλωσσών – Συγγραφέας Η Ιστορία, η Κοινωνιολογία και η Εθνολογία έχουν αποδείξει ότι κάθε επανάσταση, που επικρατεί, μετατρέπεται σε νέα καθεστηκυία τάξη, γεγονός που απορρίπτει συλλήβδην τις απατηλές θεωρίες περί «συνεχούς επανάστασης», ενώ παράλληλα ενισχύει τις σύμφυτες ιδέες περί «παλιγγενεσίας». Εφόσον τα αποτελέσματα τού ελληνικού ξεσηκωμού τού 1821 ήταν η επανίδρυση, έστω προβληματική, τού ελληνικού κράτους και η πολιτισμική αναγέννηση, έστω μερική, τού ελληνικού έθνους, δίκαια μπορούμε να ισχυριστούμε αφενός ότι η επανάσταση τής 25ης Μαρτίου 1821 ήταν εθνική, και αφετέρου ότι η συγκεκριμένη ημέρα είναι όντως μία εθνική επέτειος. Σχεδόν δύο αιώνες μετά από εκείνη την θαρραλέα ένοπλη σύγκρουση τού Γένους μας με την επιτηδείως και διαχρονικώς μεταμορφωμένη οθωμανική τυραννία, θα αποτελούσε ατόπημα να μην αναγνωρίζαμε τόσο την περιορισμένη επίτευξη των αρχικών στόχων των πρωτεργατών τής Επανάστασης, όσο και την πονηρή υπονόμευσή της εκ μέρους ορισμένων Ελλήνων εκείνης τής εποχής, οι οποίοι, όμως, δεν προέρχονταν μόνον από την άρχουσα τάξη, όπως πολύ θα βόλευε τους γραφικούς οπαδούς τού μαρξισμού, αλλά από κάθε κοινωνική τάξη τού Ελληνισμού, απ’ όπου επίσης προέρχονταν και οι θαυμάσιοι πρωταγωνιστές τού έπους του 1821. Πολύ πιθανή μοίρα των εν μέρει ή εξολοκλήρου επιτυχημένων εθνικών επαναστάσεων, ιδιαίτερα στα πλαίσια μιας οργανωμένης πολιτείας που οφείλει την γέννηση και την ύπαρξή της σε κάποια τέτοιου είδους επανάσταση, είναι να γίνονται αυτές, κατ’ αρχήν, καθεστώτα ή τμήματα καθεστώτων, αργότερα να εξιδανικεύονται, μετέπειτα να καθίστανται σύμβολα και, τελικά, μετά την πάροδο πολλών ετών, να τιμώνται ως ιστορικά γεγονότα και να εισέρχονται δαφνοστεφείς σε εθνικά «μουσεία», απ’ όπου επανέρχονται στο προσκήνιο ή όπου κλειδώνονται επιμελώς πίσω από τις προθήκες, ανάλογα με την διάθεση, τις προθέσεις ή τις ανάγκες των εκάστοτε φορέων τής πραγματικής εξουσίας. Παράλληλα με αυτά, ωστόσο, οι επιστήμες τής Ιστορίας, τής Κοινωνιολογίας και τής Εθνολογίας μελετούν με τον δικό τους τρόπο τις επαναστάσεις, πάντοτε αναλόγως προς τις πνευματικές, ηθικές και οικονομικές αντοχές των λειτουργών τους. Και όλα τούτα, μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες γιά μία νέα επανάσταση, δηλαδή μέχρι να γίνει εκ νέου ανυπόφορη η «άδικη ανισότητα», η οποία, κατά τον φιλόσοφο Αριστοτέλη, είναι αιτία των επαναστάσεων. Παρόμοια, λοιπόν, έως ένα σημείο, ήταν και η μετεπαναστατική πορεία τής επανάστασης τού 1821.Σήμερα, είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη, πλέον, η θετική επιρροή που άσκησαν οι ιδέες και οι προοπτικές τής Επανάστασης επάνω στην πνευματική προπαρασκευή και στην ψυχική ενδυνάμωση ενός σημαντικού κομματιού τού νεότερου Ελληνισμού κατά τους μετέπειτα απελευθερωτικούς και αντιστασιακούς αγώνες τού Έθνους μας. Επίσης, σχετικά μικρή σε έκταση, αλλά πάντως προφανής, υπήρξε κατά καιρούς και κατά τόπους η χρήση τής Επανάστασης και των προσώπων των πρωταγωνιστών της ως συμβόλων τού ελληνικού λαού, ως ηθικών προτύπων ή αξιομίμητων παραδειγμάτων καθημερινού βίου και αγώνα, αλλά η πολυετής απουσία, από την ελληνική κοινωνία, αυθεντικής ελληνικής παιδείας δεν επέτρεψε ποτέ στο σύνολο τού ελληνικού λαού να προσεγγίσει πλήρως και σαφώς το βαθύτερο νόημα τής επαναστατικής σκέψης και δράσης εκείνης τής δραματικής περιόδου. Αυτό το θλιβερό γεγονός, για το οποίο ευθύνονται, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, η «εξωελληνική» κρατική νοοτροπία και η νοσηρή ξενολατρία τής πλειονοψηφίας τής «επίσημης» επιστημονικής και πνευματικής «ηγεσίας» τού τόπου μας, επέφερε στον λαό μας μάλλον σύγχυση, παρά ουσιαστική ωφέλεια. Εξίσου αληθές είναι και το γεγονός ότι η Επανάσταση μελετήθηκε και αναλύθηκε από αρκετούς θαρραλέους αντισυμβατικούς Ιστορικούς, ιστοριοδίφες και φίλους τής Ιστορίας, σχεδόν πάντοτε μέσα στον χώρο τής ελληνικής πατριωτικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αφού το ελληνικό κράτος δεν προέβη ποτέ σε καμία σοβαρή, συνολική, συντονισμένη και τελεσφόρα κίνηση ουσιαστικής διερεύνησης και ολοκληρωμένης προβολής τού μεγάλου εθνικού ξεσηκωμού μας. Πέρα, όμως, από τα προαναφερθέντα, η μοίρα επιφύλαξε και ορισμένες πραγματικά πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις στην επανάσταση τού 1821, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία 30 έτη τού αποπροσανατολισμένου εθνικού βίου μας. Αρχικά, λοιπόν, με χρήση παλαιότερων «συνταγών», αλλά σε βελτιωμένη «έκδοση», επιχειρήθηκε η πρόστυχη ταύτιση τής Επανάστασης με τις αποκαλούμενες «ταξικές» εξεγέρσεις τής ανατολικής Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα καταβλήθηκαν τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να «αποδειχθεί» ο μη εθνικός χαρακτήρας της. Έπειτα, ο άκρατος φιλειρηνισμός των κατ’ επάγγελμα ή καθ’ έξιν ηττοπαθών φρόντισε να τοποθετήσει τον μεγάλο ξεσηκωμό τού Γένους στον παγκόσμιο κατάλογο των εγκληματικών ενεργειών, επειδή, σύμφωνα με την γνώμη «διακεκριμένων» ερευνητών, η Επανάσταση προκάλεσε βία και αιματοχυσία, σαν να ήταν ποτέ δυνατόν να αναγεννηθεί το υπόδουλο Έθνος μέσω «χαριτωμένων διαβουλεύσεων», «κοινά αποδεκτών ανακοινώσεων» και «θηλυπρεπών αβροτήτων» (ή ακόμη και ζεϊμπέκικων χορών). Στην συνέχεια, καταβλήθηκαν τεράστια ποσά ώστε να αμφισβητηθούν ιστορικώς τεκμηριωμένα γεγονότα, αλλά και να θαφτούν ή να παραχαραχθούν, με την προσφιλή μέθοδο τής «άλλης οπτικής γωνίας» (εκείνης τού τυφλού), κείμενα των πρωτεργατών τής Παλιγγενεσίας ή σημαντικές ιστορικές αναλύσεις, ενώ δεν έλλειψε και η εν μέρει επιτυχής απόσυρση από την κυκλοφορία πολύτομων ιστορικών έργων, στα οποία διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες, παλαιότεροι και νεότεροι, κατέθεταν την πολύτιμη γνώση και γνώμη τους για εκείνη την εποχή. Στα τελευταία χρόνια, νέα ξενόφερτα ιδεολογήματα, όπως αυτά τής «αρμονικής συμβίωσης δούλων και τυράννων», τής «ευγενούς και πολιτισμένης οθωμανικής απολυταρχίας» και τής «αλληλεγγύης μεταξύ σφαγέων και σφαγμένων», δίνουν με το μαχαίρι τους ακόμη ένα ύπουλο χτύπημα στην πλάτη τής Επανάστασης, επιχειρώντας πλέον, με περισσό θράσος και απροκάλυπτη ωμότητα, να την εκμηδενίσουν αξιολογικά και να την διαγράψουν οριστικά από την ιστορική μνήμη όλων εκείνων που διαχρονικώς ευεργετήθηκαν από Αυτήν. Και όλα τούτα, υπό το απαθές και ανίδεο βλέμμα τού χάσκοντος και αμαθούς Ελληνισμού, ο οποίος φαίνεται να έχει κάνει, εδώ και αρκετά χρόνια, τις τραγικές και θανατηφόρες επιλογές του: πολύ φαΐ και λίγη γνώση, πολλά λεφτά και λίγος κόπος. Εάν, σχετικά με τα ανωτέρω, απορρίψουμε (καίτοι δεν θα έπρεπε να μας επιτραπεί τόσο εύκολα) την υποψία περί προσχεδιασμένης απόπειρας παραπλάνησης και νάρκωσης τού λαού μας από ξένα συμφέροντα, επειδή είναι όντως καταφανής η απέχθεια των διαφόρων τυράννων απέναντι στις εθνικές επαναστάσεις, τότε αρκετή γιά να μας εξοργίσει θα ήταν η διαπίστωση ότι σχεδόν όλες οι προαναφερθείσες ενέργειες υπήρξαν αποτελέσματα μίας παθολογικής ξενομανίας, αν όχι και ξενολατρίας, και ενός άρρωστου μιμητισμού, αν όχι και πιθηκισμού, εκ μέρους μίας πάντοτε μικρής, αλλά εντέχνως προβαλλόμενης και αδρώς υποστηριζόμενης, μερίδας «πνευματικών», και όχι μόνον, ανθρώπων. Ενόσω, λοιπόν, ξένοι παράγοντες εξυπηρετούσαν και συνεχίζουν να εξυπηρετούν, έξυπνα και πονηρά, τα δικά τους εθνικά, πολιτικά, διπλωματικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα, συκοφαντώντας ή μειώνοντας ή εξευτελίζοντας την επανάσταση τού 1821, οι πολιτικοί και πνευματικοί «ψευτοταγοί» τού σύγχρονου Ελληνισμού δεν αντιγράφουν, έστω, μόνον τις μεθόδους των ξένων, αλλά αναπλάθουν άκριτα και ασυλλόγιστα τις ίδιες τις απόψεις τους, ούτε δέχονται να αντεπιτεθούν με την ίδια ή και με βελτιωμένη στρατηγική, όπως έχουν ιερή και απαράγραπτη υποχρέωση έναντι τής Πατρίδας τους και τού ελληνικού λαού, που τους καλοθρέφει, αλλά συναγωνίζονται μεταξύ τους σε «ετεροφωτισμό» και «κοσμοπολιτισμό», ούτε καταδέχονται να αφυπνίσουν τους συμπατριώτες και συμπολίτες τους, παρά συστρατεύονται αφελώς ή αναιδώς με αλλοεθνείς καιροσκόπους στοχεύοντας στην διεθνή, προσωπική ή και επαγγελματική, «καταξίωσή» τους, πάντοτε προσωρινή και πάντοτε ανάξια λόγου. Και όλα τούτα, μπροστά στα μάτια τού ταλαίπωρου και κατάπληκτου ελληνικού λαού, που έχει χάσει τα εθνικά ερείσματά του, τα ηθικά στηρίγματά του, τα κοινωνικά καταφύγιά του, τα πατροπαράδοτα, και εν τέλει αλάνθαστα, «αποκούμπια» του, ενός λαού που βιώνει παθητικά και κωμικοτραγικά, χωρίς να είναι άμοιρος ευθυνών, την αδιάλειπτη απώλεια τής Μνήμης, τής Γλώσσας, τής Ιστορίας, τής Υπερηφάνειας και τής Αξιοπρέπειάς του. Ενώ, λοιπόν, εορτάζουμε, ως επί το πλείστον τυπικά και επειδή πρόκειται για μία ακόμη αργία, την εθνική επέτειο τής επανάστασης τής 25ης Μαρτίου 1821 βυθισμένοι μέσα σε μία επικίνδυνη ηθική κρίση, τής οποίας δηλητηριώδης καρπός, και όχι βασική αιτία, είναι η συνεχώς και τρομοκρατικώς προβαλλόμενη οικονομική αντίστοιχή της, πρωταρχικό ερώτημά μας, εάν πράγματι επιθυμούμε να επιβιώσουμε και να αναστηθούμε, θα έπρεπε να ήταν όχι τόσο το αν η ελληνική κοινωνία δύναται ή δεν δύναται να υποφέρει την συνεχώς αυξανόμενη «άδικη ανισότητα», αλλά μάλλον το αν, τελικά, δέχεται ή δεν δέχεται να υποφέρει, αν όχι και να επικροτεί την αλματωδώς διογκούμενη «εθνική αβελτηρία*». Ο Μένανδρος μάς κραυγάζει απελπισμένα: «Στα δίκαια τολμήματα συμβάλλει και ο Θεός». Και είμαι βέβαιος ότι μαζί του θα συμφωνούσε και ο Κολοκοτρώνης και η Μπουμπουλίνα και ο Καραϊσκάκης και η Μαυρογένους και ο Μακρυγιάννης και η Βισβίζη και ο Παπαφλέσσας και τόσοι άλλοι λησμονημένοι Ήρωες. [*Αντί γιά τον όρο «αβελτηρία», η νεολαία μας – ας είναι γερά και φωτισμένα όλα τα Ελληνόπουλα! – προτιμά έναν άλλον, πασίγνωστο όρο, που ξεκινά από το γράμμα «μ» και είναι κατά πολύ εκφραστικότερος, αλλά στο κείμενό μου προτίμησα να τον αποφύγω για να μην θίξω την υποκριτικά ευαίσθητη αιδώ των ψευδεπίγραφων «ηθικοφυλάκων»]

Σχετικά Άρθρα