Του Θανάση Μουσόπουλου
1
Ο ξανθιώτης καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκος Ματσούκας (1934 – 2006) ασχολήθηκε με τη θεολογία και τη φιλοσοφία, έχοντας δημοσιεύσει πλήθος βιβλίων και εργασιών που αναφέρονται σε ποικίλα θέματα της δογματικής και της ιστορίας της φιλοσοφίας. Καταπιάστηκε επίσης με τη λογοτεχνία, δημοσιεύοντας δικά του δοκίμια, πεζά και ποιήματα, ενώ φιλοτέχνησε τις μεταφράσεις πολλών σύγχρονων φιλοσοφικών και λογοτεχνικών έργων.
Ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά του αποτελούσε η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε θεωρητικό του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού. Με τα διάφορα έργα του φώτισε ιδιαίτερα πλευρές του λεγόμενου Βυζαντινού Πολιτισμού. Είχα τη χαρά και τιμή να συνεργαστώ μαζί του στο περιοδικό «Θρακικά Χρονικά» του Στέφανου Ιωαννίδη, στο οποίο ο Νίκος Ματσούκας δημοσίευσε πολλές και ποικίλες εργασίες.
Το 1987 – 88, στον τευχότομο 48 περιλαμβάνεται η εργασία του «Η Ελληνική Παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη», η οποία το 1988 κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό βιβλίο (σελ.70), ενώ τον επόμενο χρόνο ακολούθησε δεύτερη έκδοση. Στο κείμενό μας αυτό θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις κυριότερες απόψεις και θέσεις του Νίκου Ματσούκα όσον αφορά το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. ΄
Μέσα από την προσέγγισή του, όπως είναι φυσικό, έχουμε απάντηση και στο ερώτημα για τη σχέση του Καζαντζάκη με το Χριστιανισμό. Είναι γνωστό ότι πολλοί κύκλοι θεωρούν ότι ο Καζαντζάκης είναι άθεος, αντίχριστος και τα σχετικά. Πράγμα ψευδές και αστήρικτο. Ενδεικτικά αναφέρω ένα απόσπασμα από άρθρο του μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα Νανάκη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης, που ευθαρσώς σημειώνει: «Ο δάσκαλός μου ο μακαριστός Νίκος Ματσούκας στο έργο του «Η Ελληνική παράδοση στο Νίκο Καζαντζάκη, Θεσσαλονίκη 1989» θα γράψει «Για το Θεό, όσο ξέρω δεν υπάρχει άλλος Νεοέλληνας συγγραφέας που να κάνει τόσο πολύ λόγο όσο ο Καζαντζάκης. Και σε κάθε του γράμμα λέει και ξαναλέει το Θεό, που τον επικαλείται ακόμη και δοξολογικά». Την ίδια άποψη έχει και ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος: «Από τους σύγχρονους Έλληνες λόγιους και ποιητές, ο θρησκευτικότερος είναι ο Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που λένε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρει το Θεό».
2
Το εξεταζόμενο βιβλίο του Ν. Ματσούκα χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Θα παραθέσουμε αυτολεξεί κάποια αποσπάσματα από το κάθε κεφάλαιο, που θα μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε μια άρτια εικόνα του συνόλου.
Α
Πρόθεσή μου είναι να παρουσιάσω τα κύρια και ουσιαστικά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης στο έργο του Καζαντζάκη, όπως το έχω επισημάνει ύστερα από πολύχρονη έρευνα.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης ήθελε αναγνώστες με εκλεκτική συγγένεια που να μπορούν να καταλαβαίνουν την αγωνία του και τους οραματισμούς του.
Ούτε η τεχνοτροπία ούτε το περιεχόμενο των λογοτεχνημάτων του Καζαντζάκη έχουν ομοιότητα με τα αντίστοιχα δυτικοευρωπαϊκά. Ακόμη και στα είδη των έργων του ο Καζαντζάκης διάνυσε μια διαχρονική πολιτιστική παράδοση όλων των αιώνων της Ρωμιοσύνης: Έπος, λυρική ποίηση, τραγωδία, διάλογοι, συμπόσιο, περιηγήσεις (πρβλ. Παυσανία, Ελλάδος περιήγησις), θεολογία (Ασκητική), συναξάρια, μυθιστορήματα.
O Καζαντζάκης είναι από τους λίγους πνευματικούς δημιουργούς στο χώρο του Νέου Ελληνισμού που ψηλαφάει με ζέση το σφυγμό των ελληνικών πραγμάτων στη διαχρονικότητά τους, αφού αφουγκράζεται με πάθος ό,τι θεωρεί ζωντανό, και συνάμα μάχεται να ζωντανέψει σε σύμβολα και σε δρώμενα ολάκερο τον καημό της Ρωμιοσύνης. Κοντά στα άλλα φρονώ πως έχει καταλάβει πλήρως πόσο ο βυζαντινός πολιτισμός έχει μια θαυμαστή οικειότητα με τα συγκεκριμένα πράγματα.
Β
Ο Καζαντζάκης δεν είχε μονάχα πλαστική δύναμη να φτιάχνει σύμβολα, μύθους και εικόνες, που τα σάρκωνε και σε υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, αλλά συνάμα σχεδόν από γεννησιμιού του διάβαζε και καταβρόχθιζε αφομοιωτικά πάμπολλα έργα αρχαίων, βυζαντινών και νεότερων δημιουργών. Συναξάρια και αρχαίοι συγγραφείς είναι τα πρώτα μορφωτικά αγαθά, απ’ όπου βυζαίνει ακατάπαυστα. Τα σύμβολα του Καζαντζάκη, παρμένα από μύρια όσα μνημεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης, έχουν κατεξοχήν μεταφυσική σημασία, και πολύ σπάνια ηθική.
Φλόγα, φωτιά, φως και ήλιος πλημμυρίζουν το καζαντζακικό έργο. Η ελληνική παράδοση από το ‘πυρ αείζωον’ του Ηράκλειτου ως το σύμβολο της πίστεως δουλεύει πάνω σε φωτεινά σύμβολα. Ο Καζαντζάκης τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης τον περιγράφει ως ένα μεγάλο βαθμό μέσα στο κλίμα της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Η Οδύσσεια του Καζαντζάκη, που ανοίγει και κλείνει με τον Ήλιο, είναι κατάσπαρτη με φλόγες και φώτα.
Νου και καρδιά παλεύει να φιλιώσει ο Καζαντζάκης τόσο στη ζωή του όσο και στο έργο του. Στο χώρο της βυζαντινής παράδοσης αρχιτεκτονείται μια αξιοθαύμαστη υπαρξιακή ενότητα: νους, καρδιά, βούληση, αισθήσεις, κορμί, ψυχή αποτελούν λειτουργικό σύνολο. Στην Ανατολή η αντιλογοκρατία επιδιώκει την επάνοδο του λόγου στο λειτουργικό σύνολο της μιας ενιαίας ύπαρξης. Φρονώ ότι σε τούτη τη γραμμή κινείται ο Καζαντζάκης, κάνοντας μάλιστα και έκκληση για μια εναρμόνιση νου και καρδιάς. Ακολουθεί την ανθρωπολογία της βυζαντινής παράδοσης.
Ασκητικός βίος είναι το πεντόσταγμα του καζαντζακικού έργου. Τέχνη και προσωπικός αγώνας του Καζαντζάκη κατευθύνονται σ’ ένα στόχο: μικρολογίες, μικροχαρές, καλοπέραση, ιδιοτέλεια και εγωκεντρικότητα πρέπει να μεταμορφωθούν σε αγάπη, καρτερικότητα και δημιουργικότητα στην πορεία ενός ανήφορου. Η ευτυχία, σαν μια άνετη και εύκολη ζωή, καταντάει να είναι ντροπή. Δυο αγάπες παλεύουν στον ασκητή και στον ήρωα∙ η μια θέλει να τον δέσει με τον κόσμο και με τα συνηθισμένα έργα της ευτυχίας, της καλοπέρασης και της γνωστής προόδου∙ η άλλη να τον κάνει να βαδίσει έναν ανηφορικό, ασυνήθιστο δρόμο, πάλι ωστόσο για την πρόοδο του κόσμου.
Πορεία και πάλη με το Θεό είναι ο αγώνας του ανθρώπου. Σε γράμμα του στον Π. Πρεβελάκη λέει ο Καζαντζάκης τα εξής ενδιαφέροντα: «Η Ελένη αντιγράφει τον Άγιο Φραγκίσκο. Ευτύς ως τελέψει, θα βρω τρόπο να Σας τον στείλω. Είναι από τα έργα που δε θα σας αρέσουν, κι εγώ παραξενεύομαι πώς το’γραψα∙ υπάρχει λοιπόν ένας θρησκευτικός mystique μέσα μου; Γιατί ένιωθα συγκίνηση γράφοντάς το». Να τι βάζει –ο Καζαντζάκης στο στόμα του Αγίου Φραγκίσκου, που είναι διδασκαλία καθαρά ορθόδοξη: «- Θεέ μου, έλεγε τώρα ο Φραγκίσκος, αν σε αγαπώ γιατί θέλω να με βάλεις στον Παράδεισο, πέψε τον άγγελό σου με τη ρομφαία του να μου κλείσει την πόρτα∙ αν σε αγαπώ γιατί φοβούμαι την Κόλαση, ρίξε με στην Κόλαση∙ μα αν σε αγαπώ για σένα, για σένα μονάχα, άνοιξε την αγκαλιά σου και δέξου με».
Τους πειρασμούς και τον Πειραστή ερμηνεύει άριστα ο Καζαντζάκης. Πολύ εύκολα μπορεί κανείς να συγκρίνει τα κείμενα του Μ. Αθανασίου και του Ισαάκ του Σύρου με τις διηγήσεις που κάνει ο Καζαντζάκης, και βλέπει αμέσως πόσο άψογες θεολογικά και παραδοσιακά είναι.
Έχει περισσή μαστοριά και ζωντάνια η περιγραφή της λαϊκής ευσέβειας, όχι μόνο στα μυθιστορήματά του, αλλά και σε άλλα έργα. Μια βυζαντινή εποποιία, το διδυμάρικο της Οδύσσειας, με κεντρικό ήρωα το Διγενή Ακρίτα, η οποία θα ήταν η σύνθεση και το πανόραμα της διαχρονικότητας του ελληνισμού, δεν αξιώθηκε ο Καζαντζάκης να τη γράψει, παρ’ όλη τη φλογερή του επιθυμία και το σχεδίασμα αυτού του έργου.
Γ
Ο Καζαντζάκης είναι εραστής του μύθου. Έτσι διαρκώς τον απασχολούν και τον τυραννούν τα μεγάλα – μα σ’ όλα τα μικρά πράγματα αναφερόμενα – μεταφυσικά ερωτήματα: Θεός, θάνατος, αγάπη.
«Ο Μανολιός άπλωσε το χέρι, άγγιξε το γόνατο του Παπα-Φώτη, που ’χε βυθιστεί σε συλλογισμούς και δε μιλούσε:
- Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεό, γέροντά μου; ρώτησε
- Αγαπώντας τους ανθρώπους, παιδί μου.
- Και πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τους ανθρώπους;
- Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο.
- Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
- Ο ανήφορος».
Ο Καζαντζάκης αγαπάει τα πάντα, και θέλει την εξύψωση των πάντων. Είναι εκπρόσωπος του βιβλικού πνεύματος. Οι παρεξηγήσεις είναι εύκολες, επειδή διδάξαμε ένα γλυκερό Χριστιανισμό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της μικρής μας ευτυχίας και του ‘μπογιού’ μας.
Ο Καζαντζάκης στο έργο και στη ζωή του διαρκώς αναζητάει. Μα αυτό άλλωστε είναι το υψηλό αίτημα της ελληνορθόδοξης παράδοσης: σαν τον ασκητή που είδε το Θεό, και τον έχασε, και τον γυρεύει ξανά και ξανά, αναμένοντας χρόνια και χρόνια να ξαναφανεί μπροστά του.
Σε τούτο το σημείο τελειώνει το βιβλίο του Νίκου Ματσούκα. Στην τελευταία φράση βάζει σε υποσημείωση το δίστιχο του Συμεών του Νέου Θεολόγου:
«Περιπατώ και καίομαι ζητών ώδε κακείσε
και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου».
3
Ο Νίκος Ματσούκας ως θεολόγος και φιλόσοφος, ως θεωρητικός του πολιτισμού, όχι μόνο στο έργο που παρουσιάσαμε, αλλά και σε άλλα κείμενά του, μιλά για τον Νίκο Καζαντζάκη. Ολοκληρώνοντας την προσέγγισή μας αυτή, καταφεύγουμε στο βιβλίο του «Νεοελληνικός Πολιτισμός και Διανόηση» (Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2006), στις σελ. 80-82 αναφέρεται στον κρητικό συγγραφέα. Παραθέτουμε λίγες χαρακτηριστικές αράδες, που συμπληρώνουν και επισφραγίζουν όσα ήδη αναφέραμε.
«Έλληνας και Βυζαντινός ο Καζαντζάκης έβλεπε την κατά φύση πραγματικότητα στην ενότητα αισθητών και νοητών, καρδιάς και νου, σώματος και ψυχής. Και αυτή η ενότητα εξασφαλίζεται εξάπαντος στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του οράματος και του μύθου».
Πρόσφατα παρακολούθησα την κινηματογραφική ταινία του Γιάννη Σμαραγδή για τον Νίκο Καζαντζάκη. Σχολιάζοντάς την συνοπτικά σημειώσαμε: «ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΜΕ ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ – ΘΑ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ – ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΑΙΝΙΑ ΟΛΟΙ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ – ΟΠΩΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΕΓΟΝΟΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΥΦΗΣ – ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΕΙΑ – ΠΩΣ ΘΑ ΤΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΑΜΕ ΕΜΕΙΣ – ΣΑΦΩΣ ΕΧΩ ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ – ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΟΜΩΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΤΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΔΙΔΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ – ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ !»
Υπότιτλος της ταινίας: ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΠΑΝΤΑΣ ΜΕ ΦΩΣ – Όσα ο Νίκος Ματσούκας λέγει είναι επιβεβαίωση τούτου του θεολογικού και φιλοσοφικού λόγου.
Κλείνοντας να σημειώσω κάτι από την ταινία: σε πολλές σκηνές του έργου, στο δωμάτιο του Καζαντζάκη, υπήρχε ένα μεγάλος Εσταυρωμένος. Διάβασα πράγματι πρόσφατα σε ένα άρθρο π. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη, Δρος Θ, «Στο δωμάτιό του υπήρχε ένας μεγάλος εσταυρωμένος στον οποίο προσευχόταν, χωρίς όμως να πάψει παράλληλα να έχει και άλλα ευρύτερα θρησκειοφιλοσοφικά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις, επιδιδόμενος στη μελέτη περισσότερο ανατολικών θρησκευτικών συστημάτων». Και σε άλλο σημείο του άρθρου του παρατηρεί: «Για τον Καζαντζάκη κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι Χριστός και «άξιος να λέγεται γιός του ανθρώπου {όταν} σηκώνει το σταυρό και ανεβαίνει το Γολγοθά του (…)», ώστε να τονίζει πως «άλλος δρόμος να φτάσεις στον Θεό δεν υπάρχει˙ ετούτος μονάχα: να μάχεσαι, ακολουθώντας τα αιματωμένα χνάρια του Χριστού, να μετουσιώνεις τον άνθρωπο μέσα σου, να γίνει πνέμα, να σμίξει με τον Θεό». Γι’ αυτό και όπως αναφέρει ο μεγάλος συγγραφέας στον Π. Πρεβελάκη, «από τα παιδικά μου χρόνια ο Χριστός με βασάνιζε – αυτή η ένωση η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού, αυτή η Sehnsucht (λαχτάρα, πόθος), η τόσο ανθρώπινη και τόσο υπεράνθρωπη, μιας συμφιλίωσης του Θεού και του ανθρώπου στο υψηλότερο επίπεδο που ένα ον μπορεί να ποθήσει».
Φτάνοντας στο τέλος του ΕΤΟΥΣ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ – Χριστούγεννα 2017, πόθησα τούτο το άρθρο να καταθέσω ως μία ουσιαστική πλευρά του καζαντζακικού οικουμενικού έργου.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2017