ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1973
Το κουδούνι στο διαμέρισμα του Μάνου, χτύπησε παρατεταμένα εκείνο το απόγευμα της 14ης του Νοέμβρη και η Αλίκη μπήκε μέσα, ανάστατη και λαχανιασμένη.
<< Φοιτητές διαφόρων τμημάτων ξεκίνησαν το πρωί αποχή από τα μαθήματά τους και κατέλαβαν τώρα και το κτίριο του πανεπιστημίου>>, είπε με μια ανάσα η Αλίκη και συνέχισε.
<< Το ίδιο άρχισε και με εμάς στο Πολυτεχνείο. Ήδη έχουν στηθεί και τα πρώτα οδοφράγματα, πλήθος φοιτητών έχει ξεχυθεί στους δρόμους και διαδηλώνουν. Πρέπει να πάμε και εμείς Μάνο μου, να είμαστε εκεί, να ενώσουμε και τη δική μας φωνή, με εκείνες των συμφοιτητών μας, κατά της χούντας των Συνταγματαρχών>>.
Απαγορεύοντας τις φοιτητικές εκλογές στα πανεπιστήμια και επιβάλλοντας μη εκλεγμένους ηγέτες των φοιτητικών συλλόγων στην Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας η Χούντα, σε συνδυασμό με την καταπάτηση κάθε ελευθερίας και αίσθημα δικαίου, έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει, την αγανάκτηση να μετατραπεί σε ποτάμι οργής, ικανό να καταπνίξει τα πάντα στο πέρασμά του.
Μετά την πρώτη τους οργανωμένη εκδήλωση διαμαρτυρίας στο δρόμο, ο Μάνος και η Αλίκη και τα άλλα παιδιά μπήκαν και οχυρώθηκαν στο κτίριο της σχολής τους, στο Πολυτεχνείο.
<<Πρέπει να φροντίσουμε για τρόφιμα, δεν ξέρουμε πόσο θα χρειαστεί να μείνουμε εδώ μέσα>>, εκφράστηκε μία φοιτήτρια.
<<Χρειάζεται να βρούμε έναν τρόπο, να επικοινωνούμε με τους απέξω>>, ανέφερε ένας φοιτητής.
<< Θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι, να φέρω φαγώσιμα και κανένα σκεύος για παρασκευή φαγητού, Μάνο, και θα επιστρέψω>>, χαιρέτησε η Αλίκη και βγήκε με προσοχή, από ένα παράθυρο, στην πίσω πλευρά του κτιρίου.
<< Ποιος μπορεί να με βοηθήσει να κατασκευάσουμε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, να επικοινωνούμε με τον κόσμο, που είναι έξω από εδώ>>, φώναξε ένας φοιτητής του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών.
Και ενώ η Αλίκη κατευθύνονταν για το σπίτι της και το σπίτι του Μάνου, να εφοδιαστεί τα απαραίτητα, ο Μάνος με άλλους έμπαιναν στο εργαστήριο, για να θέσουν σε λειτουργία έναν αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό πομπό.
Σε ελάχιστο χρόνο οι αποστολές όλων είχαν εκτελεστεί. Τα κορίτσια έβαζαν το τσουκάλι στη φωτιά για τη μακαρονάδα με τριμμένο τυρί και τα αγόρια είχαν πάρει θέση γύρω από τον πομπό.
Θέση είχαν πάρει όμως έξω στο δρόμο και μέλη της χουντικής νεολαίας με ταγματασφαλίτες και παρακρατικούς, με στόχο να εισβάλουν στο Πολυτεχνείο. Ελλείψει όμως ικανού σχεδιασμού, να στέψει το εγχείρημά τους με επιτυχία, περιορίστηκαν εκείνο το βράδυ στην παρεμπόδιση της τροφοδοσίας των φοιτητών, από εξωτερικές ομάδες περιφρούρησης.
Οι επόμενες δυο ημέρες, 15η και 16η Νοεμβρίου βρήκαν τους φοιτητές μέσα, να ζητούν μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού τους την συμπαράσταση του κόσμου στον αγώνα τους αυτό, και να κάνουν έκκληση στους στρατιώτες, που κατέκλυσαν τους δρόμους, να σταματήσουν τις οδομαχίες και να αποχωρήσουν.
Πολλοί ήταν και οι φοιτητές έξω, στο προαύλιο, κρεμασμένοι πάνω στα κάγκελα του περιβόλου του Πολυτεχνείου, να συζητούν με πλήθος κόσμου, που συνέρρευσε εκεί και να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο.
<< Άρματα, τρία άρματα και στρατιώτες είναι παραταγμένα, σαν σε θέση μάχης>>, ακούστηκε η φωνή του Μάνου, υπερυψωμένη και αγωνιώδης.
Και ενώ με τα μάτια του αναζητούσε, ανάμεσα στους συμφοιτητές του την Αλίκη, ένα από τα άρματα βαδίζει ίσια μπροστά και γκρεμίζει την κεντρική πύλη. Ουρλιαχτά πόνου και φρίκης κάλυψαν το θόρυβο των ερπυστριών του άρματος, που συνέθλιψε τα πάντα στο πέρασμά του.
Αίματα, σάρκες κομμένες, ρούχα σκισμένα, μαλλιά βγαλμένα, μυαλά χυμένα και σίδερα τσαλακωμένα, όλα σε μια άμορφη μάζα δεμένα, συνέθεταν το τοπίο της φρίκης. Όσοι ήταν σε θέση να κουνήσουν τα άκρα τους, έτρεξαν στους δρόμους, κρύφτηκαν στις γωνιές των στενών και βρήκαν καταφύγιο στις γειτονικές πολυκατοικίες.
Μάταια κάποιοι στρατιώτες προσπαθούσαν να προστατέψουν τους φοιτητές, που σε κατάσταση απόλυτου πανικού εγκατέλειπαν το χώρο του Πολυτεχνείου. Αστυνομικές δυνάμεις τους επιτίθεντο με μένος, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας είχαν ακροβολιστεί στις ταράτσες των πολυκατοικιών και πυροβολούσαν.
Όταν κόπασε κάπως ο κουρνιαχτός των οδομαχιών μεταξύ των εξεγερμένων φοιτητών και της αστυνομίας, ξεπρόβαλε με κάθε προφύλαξη η Αλίκη, από το υπόγειο μιας πολυκατοικίας, όπου είχε τρέξει να προφυλαχτεί
. Με το ένα παπούτσι μόνο στο πόδι και το φουστάνι της σκισμένο, από τη μια μεριά, βγήκε στο δρόμο για το Πολυτεχνείο. Με δάκρυα στα μάτια, από το αποτρόπαιο θέαμα, φώναζε και ξαναφώναζε το όνομα του αγαπημένου της.
<< Μάνο, Μάνο, είμαι εδώ, είμαι καλά εγώ. Πού είσαι Μάνο μου! >>
Η φωνή της πνίγηκε, το φως έσβησε από τα μάτια της και εκείνη σωριάστηκε, ανάμεσα στα ζεστά ακόμα κορμιά των αδικοχαμένων φίλων, συμφοιτητών και συναγωνιστών της.
Ξύπνησε η Αλίκη την άλλη μέρα, μέσα σε ένα κατάλευκο, ήσυχο και φωτεινό δωμάτιο. Η νοσοκόμα, που ήταν δίπλα της, τη βοήθησε να καταλάβει πού βρισκόταν. Ένα ένα τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους τώρα και μια κραυγή συρτή, πόνου άφατου, πόνου ανείπωτου, έσκισε τη σιγή, τη νεκρική, γύρω της.
Τα γεγονότα των επόμενων ημερών υπήρξαν καταιγιστικά, με τη μορφή χιονοστιβάδας διαδέχονταν το ένα το άλλο. Διαδηλωτές, εργάτες, μαθητές, φοιτητές, υπάλληλοι, νοικοκυρές, επιχείρησαν να καταλάβουν το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, που απαγόρευε την κυκλοφορία, ωστόσο οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις συνεχίζονταν στο κέντρο της Αθήνας. Ανάλογα γεγονότα λάμβαναν χώρα και σε άλλες πόλεις, όπως τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα.
Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η κορυφαία πράξη του δράματος, στην Ελλάδα, με πρωταγωνιστές μια χούφτα αξιωματικών του στρατού, η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση, που ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ενορχηστρωτής αυτής της τραγωδίας, ανατράπηκε με πραξικόπημα από τον ταξίαρχο Ιωαννίδη, που επέβαλε ένα καθεστώς σκληρότερο από το προηγούμενο, αλλά κράτησε μόλις λίγους μήνες.
Η κατάρρευσή του ήρθε τον Ιούλιο του 1974, με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και τις προσπάθειες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μετά την επιστροφή του από το εξωτερικό του, να επαναφέρει στη χώρα τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Η μελανότερη όμως σελίδα όλων αυτών ήταν ο κατάλογος με τις 24 επώνυμες, αλλά και τις 16 ανώνυμες απώλειες, όπως αυτή του Μάνου Αλεβιζάκη, φοιτητή αρχιτεκτονικής, από το νησί της Λέσβου.
Ο Δημήτρης και η Μαργαρίτα έμαθαν για το χαμό του γιου τους, του μονάκριβού τους Μάνου, τρεις μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ένα τηλεγράφημα, που έφτασε στον Αστυνομικό Σταθμό της Μυτιλήνης, δυο σκούρες γραμμές σε κιτρινισμένο χαρτί έβαλαν Τελεία στην πολυκύμαντη ζωή τους.
< Ο Εμμανουήλ Αλεβιζάκης του Δημητρίου και της Μαργαρίτας, φοιτητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής, έχασε τη ζωή του σε οδομαχίες, στο χώρο του Πολυτεχνείου> έγραφε το αστυνομικό δελτίο.
Εχάθη ο κόσμος από τα μάτια των τραγικών γονιών. Εχάθη το σπλάχνο τους και μαζί εχάθηκαν και αυτοί. Ποια θάλασσα να πάρει τη θλίψη τους, να την ξεπλύνει, ποιος ουρανός να πάρει το φαρμάκι τους, να το χωρέσει, ποια σπηλιά να πάρει στα πηχτά της τα σκοτάδια το μαχαίρι, που την ψυχή τους ξέσκισε και μάτωσε και πλήγωσε, βαθιά να κρύψει! Πουθενά δε χώραγε η τόση απόγνωση και ο πόνος ο βαρύς, ο ατέλειωτος, ο ισοπεδωτικός.
Δεν άντεξε η καρδιά του Δημήτρη, έσπασε, χίλια κομμάτια έγινε και έσβησε, με τα χείλη του <Μάνο> να προφέρουν σιγανά, αδύναμα και ταπεινά.
Δυο ρίζες έχει ο κάθε άνθρωπος, μια αυτών, που τον φέρνουν στη ζωή, των γονιών του, και μια αυτή, που ο ίδιος αργότερα <πετάει>, για να τον κρατήσει στη ζωή, να δώσει αξία, νόημα και σκοπό στη ζήση του, και είναι των παιδιών του.
Την πρώτη την είχε χάσει, πριν μερικούς μήνες, καθώς έφυγαν από τη ζωή και οι δύο γονείς του, σχεδόν μαζί. Δεν άντεξε ο ένας το χαμό του άλλου και κίνησε, λίγο μετά τα σαραντάμερα, να τον βρει. Πόνεσε πολύ τότε, αλλά κατάφερε με τη βοήθεια των παιδιών και κυρίως του εγγονού του να συνέλθει και να συνεχίσει και πάλι να ζει.
Παππούδες ήταν και ο κύκλος τους έπρεπε να κλείσει, και έκλεισε, έτσι το είδε, έτσι το φιλοσόφησε. Κάθε άνθρωπος κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει, του έλεγε η κόρη του και εκείνος κουνούσε το κεφάλι του, στωικά και συγκαταβατικά.
Άλλωστε αυτή είναι η Μοίρα του ανθρώπου! Ο μόνος σίγουρος δρόμος στη ζωή του, από τη στιγμή, που γεννιέται είναι αυτός, που τον οδηγεί στο Θάνατο.
Άντεξε ο Δημήτρης, χρόνια τώρα, και τα βασανιστήρια και τα ξερονήσια και την ανθρώπινη απώλεια, όχι όμως το χαμό του σπλάχνου του.
Ο πρόωρος θάνατος ενός παιδιού, ποτέ δεν ξεπερνιέται.
Εκεί όμως που τα πράγματα ήταν χειρότερα, ήταν με τη μητέρα του συγχωρεμένου Μάνου, τη Μαργαρίτα, που είχε βυθιστεί σε ένα πένθος βαρύτερο και από τον θάνατο τον ίδιο.
Μετά τα νέα για το χαμό του παιδιού της, η χαροκαμένη μάνα, που τόσο βίαια ξερίζωσαν την καρδιά, από μέσα της, το σπλάχνο της το λατρευτό σκοτώνοντας, δεν έβγαινε από το δωμάτιό της, παρά μόνο όταν ήταν να επισκεφτεί, στο τελείωμα της κάθε μέρας, τους τάφους των δυο αντρών της πολυτάραχης ζωής της, του Δημήτρη και του Μάνου, του άντρα και του γιου της.
Δεν έκανε προσευχές, δεν έκανε γονυκλισίες, δεν έκανε ερωτήσεις, δε μιλούσε καν. Ποιον να ρωτήσει άλλωστε, τί και γιατί;
Ποιος με τη Μοίρα μπόρεσε ποτέ να τα βάλει! Όλοι ελπίζουμε μόνο για το καλύτερο να έρθει και, αν αυτό δεν είναι, όπως το περιμένουμε, ελπίζουμε μόνο να το αντέχουμε, και για όσο το αντέξουμε…..
ΑΘΗΝΑ 2018
<<Παρακαλείται ο γιατρός κ. Δημήτρης Παρμακέλλης να προσέλθει στο γραφείο των ιατρών>>, ακούστηκε από το μεγάφωνο του νοσοκομείου <Ευαγγελισμός>, η ανακοίνωση της προϊσταμένης του τμήματος της Παιδιατρικής.
<<Τι συμβαίνει, μόλις τελείωσε η βάρδια μου και ετοιμαζόμουν να φύγω>>, ρώτησε με φωνή εμφανώς ανήσυχη ο γιατρός, μπαίνοντας στο γραφείο, από το οποίο τον κάλεσαν.
<< Έχετε δίκιο κύριε Παρμακέλλη, όμως προέκυψε κάτι σοβαρό, και ο γιατρός που θα ξεκινούσε τη βάρδια του έχει καθυστερήσει, καταλαβαίνετε….>>, απάντησε η προϊσταμένη με ευγένεια και ηρεμία στην ερώτησή του.
<<Πριν από λίγο μας φέρανε ένα παιδάκι, προσφυγάκι, γύρω στα τέσσερα. Κατανάλωσε ισχυρή δόση απολυμαντικού και είναι…σοβαρά. Πρέπει να το αναλάβετε>>, συνέχισε να δίνει τις πληροφορίες η νοσοκόμα, που στεκόταν δίπλα του
Ο Δημήτριος-Εμμανουήλ Παρμακέλλης, ήταν ένας σαρανταπεντάχρονος παιδίατρος, μετρίου αναστήματος, με μαλλιά καστανά, που χρύσιζαν στις άκρες και με γκριζοπράσινα μάτια.
Τα δυο ονόματα, πράγμα όχι και πολύ σύνηθες τα χρόνια της βάφτισής του, τα πήρε από τον παππού του, από τη μεριά της μητέρας του, και από τον ένα και μοναδικό του θείο, που δυστυχώς δεν στάθηκε τυχερός, να γνωρίσει.
Ευπροσήγορος και αρκετά εντυπωσιακός στην όψη, παρά τα χρόνια που έφερε πάνω του, ομολογουμένως άφηνε τις καλύτερες εντυπώσεις σε όποιον τον γνώριζε. Είχε πρόσφατα επιστρέψει από την Ελβετία, όπου ζούσε εδώ και 17 χρόνια με τη γυναίκα του Σύνθια και την επτάχρονη κόρη τους Ελισάβετ.
Του είχε προταθεί η θέση του διευθυντή της παιδιατρικής πτέρυγας του νοσοκομείου < Ευαγγελισμός> στην Αθήνα και δεν μπόρεσε να αντισταθεί σε αυτή την πρόκληση-πρόσκληση.
Είχαν φύγει οι δυο τους αμέσως μετά το γάμο τους, για την Ελβετία, γιατί ο Δημήτρης ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του, πάνω στην ειδικότητά, που επέλεξε να ακολουθήσει, μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου σπουδών στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας. Συγκεκριμένα ήθελε να συνδυάσει την παιδιατρική με την ψυχολογία.
Έφυγαν για τέσσερα χρόνια και έμειναν εκεί τελικά παραπάνω από ό,τι υπολόγιζαν. Είχε βρει μια θέση, παράλληλα με τις σπουδές του, σε μια κλινική, παιδιατρική, της Γενεύης, ενώ η γυναίκα του, που σπούδασε οικονομικά και αυτή στην Αθήνα, δούλευε επίσης σε μια ελβετική τράπεζα. Μετά ήρθε και η γέννηση του πρώτου τους παιδιού, και θεώρησαν πως καλό θα ήταν, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον από τη γέννηση του, να μην κάνουν καμιά αλλαγή στη ζωή τους. Έτσι το θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα πάγωσε και πάλι.
Όχι ότι η ζωή τους στην Ελβετία δεν ήταν στρωμένη, ήρεμη έως και όμορφη. Είχαν ένα σπίτι πραγματικά υπέροχο, που καθρεφτίζονταν στα καθάρια νερά της λίμνης Λεμάν, νοτιοδυτικά της Γενεύης, ειδικά όταν αυτή πάγωνε και αστραποβολούσε, καθώς την άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου.
Τους άρεσε πολύ τα απογεύματα να κάνουν μια βόλτα στις όχθες της, για να καθαρίσουν τα πνευμόνια και τα νεύρα τους, από καθετί περιττό και τοξικό και να ταϊσουν τις χιονάτες πάπιες, που με τα συνεχή κρωξίματά τους, η μόνη παραφωνία στη βραδινή σιγαλιά, αποχαιρετούσαν τη μέρα, που έφευγε.
Στις χειμερινές διακοπές τους πάλι, στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, επέλεγαν κάθε φορά να ζήσουν για λίγο και σε ένα διαφορετικό χιονισμένο ελβετικό τοπίο. Επισκέπτονταν ένα από τα πολλά χιονοδρομικά θέρετρα, που διέθετε η Ελβετία και κάνοντας σκι, ήταν μάλιστα τόσο καλοί σκιέρ, που θα μπορούσαν να συναγωνιστούν ικανότατους αθλητές στο άθλημα αυτό, περνούσαν πολλές ώρες της μέρας έτσι και ένοιωθαν ευτυχισμένοι.
Όσο για τις νύχτες τους εκεί, τους άρεσε, με μια κούπα ζεστής σοκολάτας μέσα στις χούφτες τους, να βλέπουν άλλοτε τη λευκότητα του βουνού να συναντά τη φωτεινότητα του έναστρου ουρανού και άλλοτε τις πύρινες γλώσσες στο τζάκι, να αγκαλιάζουν τα ξερά, ροζιασμένα κούτσουρα, και αυτά από τη θέρμη τους την πολλή, να τριζοβολάνε.
Ακόμα και όταν γεννήθηκε η μικρή τους Ελισώ, δεν απαλλάχτηκαν από καμιά από τις συνήθειες τους. Άλλωστε τώρα είχαν και ένα λόγο επιπλέον, ήθελαν να ξαναζήσουν ό,τι τους άρεσε, όχι οι δυο τους, αλλά οι τρεις τους, ήθελαν να μοιραστούν τα πιο όμορφα μέρη του πλανήτη με το πιο όμορφο πλάσμα, που ήρθε και γέμισε τη ζωή τους, το παιδί τους.
Δημιουργούσαν έτσι τον κόσμο των αναμνήσεων. Αναμνήσεις γλυκές, ζεστές, όμορφα χρωματισμένες, που με νοσταλγία θα ανακαλούσαν στη μνήμη τους τα χρόνια, που θα έρχονταν, και θα γέμιζαν το κενό της απραξίας τους τότε, λόγω της φυσικής φθοράς του χρόνου, επάνω στα σώματά τους.
Πάντα όμως ήταν επιθυμία και των δυο τους να μπορέσουν να κάνουν μια νέα αρχή, όσο ακόμη ήταν νέοι, στην Ελλάδα.
Σε όλους συμβαίνει τελικά το ίδιο πράγμα, κατά έναν εντελώς ανεξήγητο τρόπο. Την πατρίδα, που δεν μπορέσαμε να γνωρίσουμε και να μας γνωρίσει και εκείνη, πάντα την κουβαλάμε μέσα μας, τη νοσταλγούμε. Είναι σαν το κομμάτι μας, που κάποτε χάσαμε και περιμένουμε με λαχτάρα την επανασύνδεση μαζί του. Είναι ο κρυφός πόθος και ο καημός καθένα που ζει, δημιουργεί, εργάζεται και προοδεύει σε χώματα άλλα, ξένα. Όμως ονειρεύεται πάντα να επιστρέψει στα χώματα τα άλλα, τα προγονικά, ακόμη και αν δεν έχει εκεί γονιό ή αδέρφια την επιστροφή του να εύχονται και να αναμένουν.
Όλα εκεί, πίσω, θαρρεί πως είναι καλύτερα, ακόμη και αν δεν είναι. Μια εξιδανίκευση, που θρέφει την υπομονή και το κουράγιο του να συνεχίσει εδώ, που τώρα βρίσκεται με τη θέλησή του ή και ακούσια. Κάποτε θα γίνει η επανασύνδεση, και με τη σκέψη και μόνο αυτή, το κουβάρι της ζωής του συνεχίζει να ξετυλίγεται.
Όταν πληροφορήθηκε ο Δημήτρης για τη θέση, που προέκυψε σε ελληνικό νοσοκομείο, έστειλε το βιογραφικό του, τον επέλεξαν και έτσι πια επέστρεψαν, για μόνιμη διαμονή, στην Ελλάδα.
Ήταν καλό και για το παιδί τους ο γυρισμός τους στην Ελλάδα, τη χρονική εκείνη στιγμή, σκέφτηκαν οι δυο τους, καθώς θα γραφόταν στην Α΄ Τάξη του Δημοτικού και θα μάθαινε έτσι και τα ελληνικά. Ήδη τα γερμανικά της μικρής ήταν σε ένα πολύ καλό επίπεδο μαζί με τα αγγλικά της και με τη βοήθεια δασκάλων των δύο αυτών γλωσσών, στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν θα έχανε τη επαφή της η μικρή Ελισώ, όπως την αποκαλούσαν, με τις δύο αυτές γλώσσες, αλλά και θα τις βελτίωνε.
Με την επιστροφή τους, νοίκιασαν ένα νεόδμητο οροφοδιαμέρισμα, κάπου στους Αμπελόκηπους, με άνετους χώρους, φωτεινό πολύ και που έβλεπε από τη μια μεριά, από τα ανατολικά, σε πάρκο και από την άλλη, σε μία μικρή πλατεία με πρασιές και ένα μικρό πέτρινο συντριβανάκι.
Η απόσταση για τις δουλειές και των δύο εκμηδενιζόταν με τη χρήση του μετρό, ενώ τη μικρή κάθε πρωί την παραλάμβανε το λεωφορείο του ιδιωτικού σχολείου, που την έγραψαν να φοιτά και αργά το απόγευμα την επέστρεφε πάλι το μικρό ιδιωτικό πουλμανάκι, την ώρα ακριβώς, που γύριζε από τη δουλειά της η μητέρα της, για να την παραλάβει.
Σύντομα βρέθηκαν και δυο κυρίες, που παρέδιδαν κατ΄ οίκον μαθήματα αγγλικών και γερμανικών, αντίστοιχα, και μέρα με τη μέρα η ζωή τους έστρωνε όλο και περισσότερο, όλο και καλύτερα.
Ο Δημήτρης με γλυκιά ανυπομονησία και προσμονή ξεκίνησε πια, ένα πρωί Δευτέρας, την εργασία του στο νοσοκομείο, ενώ η γυναίκα του, η Σύνθια, μετά την πρόσληψή της σε μια μεγάλη εταιρεία, με επενδυτικά προγράμματα και αμοιβαία κεφάλαια, άνοιξε και αυτή νέα σελίδα στη ζωή της. Ήταν πολύ ευχαριστημένοι οι δυο τους με τη νέα ρότα, που πήρε η ζωή τους, και μόνο η Ελισώ τους ήταν εκείνη, που δυσανασχετούσε κάπου κάπου, καθώς πάλευε στο ιδιωτικό σχολείο, που τη γράψανε, με τα δυο ο (ο,ω) και τα τρία ι ( ι,η,υ ).
Ήταν όμως τόσο έξυπνο, επίμονο και πειθαρχημένο παιδί, που πολύ σύντομα έπαιζε στα δάχτυλά της την ορθογραφία, όπως και την ανάγνωση, στα ελληνικά. Εκεί όμως, που τα πήγαινε εξαιρετικά καλά και ήταν σα να είχε βρει το στοιχείο της, ήταν οι αριθμοί.
Ώρες ατέλειωτες περνούσε, σκυμμένη πάνω στα πολύχρωμα τετράδια αριθμητικής, που της αγόρασαν οι γονείς της, όταν είδαν την κλίση του παιδιού τους. Οι καλύτεροι φίλοι της ήταν οι αριθμοί από το 0 έως το 9, με τους οποίους έκανε άπειρους μαθηματικούς συνδυασμούς και πράξεις.
Άβακες, κυβάκια, ράβδοι μικρές και χρωματιστές, μολύβια και σβήστρες είχαν την τιμητική τους, στο μεγάλο της γραφείο, επάνω, και καμιά φορά συντρόφευαν και το χαλί, που ήταν στρωμένο στο δωμάτιό της, μαζί με τα βιβλία με παραμύθια και τα άλλα παιχνίδια.
Ο γιατρός Παρμακέλλης μπήκε στο δωμάτιο, όπου έγινε η εισαγωγή του μικρού παιδιού, που όπως ενημερώθηκε νωρίτερα, είχε καταπιεί ισχυρή δόση απολυμαντικού. Ένα πλασματάκι τόσο δα ήταν, μελαμψό και λιπόσαρκο, ίσα που η ανάσα του έκανε το μικρό του στήθος να σαλεύει. Συνδεδεμένο με καλώδια και μόνιτορ, πάλευε να κρατηθεί στη ζωή.
Του είχε γίνει ήδη πλύση στομάχου, από τον γιατρό του προσφυγικού καταυλισμού της Μυτιλήνης, όπου διέμενε με την οικογένειά του, όμως για την περίπτωσή του, το εκεί νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε, πρότεινε την αεροδιακομιδή του σε άλλο, καλύτερα εξοπλισμένο. Οι ζωτικές του λειτουργίες είχαν υποστεί μεγάλο πλήγμα και πραγματικά τα επόμενα τουλάχιστον δύο εικοσιτετράωρα, θα ήταν κρίσιμα, για την εξέλιξη της κατάστασής του.
Πλησίασε στην άκρη του κρεβατιού και έλεγξε τις τιμές, που έδιναν τα διάφορα όργανα παρακολούθησης του οργανισμού του μικρού παιδιού. Γυρίζοντας προς την πόρτα, να φύγει, πρόσεξε μια φιγούρα λεπτή, μαυριδερή, κουλουριασμένη σε μια γωνιά του δωματίου, ίδια σκιά του εαυτού της . < Αυτή θα είναι η μητέρα του παιδιού>, σκέφτηκε και αλλάζοντας κατεύθυνση την πλησίασε.
Άγγιξε απαλά τον ώμο της και, όσο και να μην ήθελε να την ανησυχήσει, εκείνη τινάχτηκε φοβισμένη και προσπάθησε, με τα μάτια κυρίως, να εκφράσει την αγωνία της για το παιδί της, που κείτονταν ώρες τώρα, χωρίς τις αισθήσεις του. Της μίλησε στα αγγλικά, περισσότερο για να καθησυχάσει εκείνη και λιγότερο για να πληροφορηθεί ο ίδιος, του τι είχε συμβεί.
Εκείνο που προείχε ήταν να κερδίσει τη μάχη με το θάνατο το παιδί και όχι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το συμβάν. Όλα τα άλλα ήταν για μετά. << Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, τώρα πρέπει να περιμένουμε και να προσευχόμαστε>>, της εξήγησε, χτυπώντας την απαλά στην πλάτη, και κίνησε να φύγει, αλλά κάτι τον έκανε να σταθεί, λες και τα πόδια του καρφώθηκαν ξαφνικά στο πάτωμα. Τράβηξε τα επόμενα δευτερόλεπτα μια καρέκλα και κάθισε κοντά στο κρεβάτι του παιδιού, και μια κοίταζε εκείνο, μια την ταλαιπωρημένη και εξουθενωμένη μάνα, κουράγιο να δώσει έτσι και στους δυο προσπαθούσε και δύναμη να παλέψουν το μεγάλο θεριό, την ανθρώπινη απώλεια.
Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα χρονών, αλλά το ντύσιμό της, καλυμμένη εξολοκλήρου με μακριά ρούχα και μαντίλα, καθώς και η κούραση με την απόγνωση, αγκιστρωμένη στο βλέμμα, την έκαναν να δείχνει μεγαλύτερη. Ήταν και αυτή αδύνατη πολύ, όπως το παιδί της, με χέρια σκασμένα και πληγωμένα και με κάτι παπούτσια με λαστιχένιους πάτους, γδαρμένα και αυτά, και ίσως και μεγαλύτερα από το μέγεθος των ποδιών της.
Το κεφάλι το είχε, όση ώρα, έμενε στο δωμάτιο ο Δημήτρης, κατεβασμένο και με την άκρη της μαντίλας της σκούπιζε τα δάκρυά της.
<<Γιατρέ, πρέπει να έρθετε για λίγο. Ένας συνάδελφό σας, σας περιμένει στο γραφείο σας>>, τα λόγια της νοσοκόμας, που μπήκε, απέσπασαν την προσοχή του Δημήτρη από τη γυναίκα και τον έβγαλαν από τις σκέψεις του, σχετικά με τους ανθρώπους εκείνους, τους οικονομικούς μετανάστες, αλλά και τους πρόσφυγες, όπως ήταν αυτή η μάνα, που κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και επικίνδυνες συνθήκες, εγκαταλείπουν τη χώρα τους, για ένα καλύτερο αύριο, για αυτούς και τα παιδιά τους, και έρχονται σε μια άλλη, άγνωστη γωνιά του κόσμου, να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από την αρχή και με το τίποτα στη τσέπη.
<< Καλησπέρα Έκτορα, πώς από δω >>, μίλησε στον συνάδελφο του, που τον περίμενε στο γραφείο του.
<< Είπα να πιώ έναν καφέ μαζί σου, Δημήτρη, και να σε ρωτήσω για την κατάσταση του Ανδρεαδάκη, του μικρού με τα εκτεταμένα εγκαύματα. Ο πατέρας του έχει το ψιλικατζίδικο στη γειτονιά μου, τον γνωρίζω τον άνθρωπο, όπως και το αγοράκι. Είναι τραγικό αυτό, που τους συνέβη. Πυρκαγιά από ηλεκτρική θερμάστρα και να χαθεί και η μητέρα του παιδιού! Αυτή, ξέρεις, κατάφερε να σύρει λιπόθυμο το παιδί στο μπαλκόνι, για να το αρπάξουν οι πυροσβέστες, αλλά, δυστυχώς, η ίδια μετά δεν τα κατάφερε >>.
Με τη θλίψη έκδηλη στα γκριζοπράσινα μάτια του, που τώρα σκούραιναν, χάνοντας τη λάμψη του πράσινου, άκουγε ο Δημήτρης τα όσα του αποκάλυπτε ο συνάδελφός του.
Η ατμόσφαιρα για εκείνον είχε βαρύνει πολύ και δεν έπρεπε. Ένας γιατρός οφείλει να μένει, όσο αυτό είναι δυνατόν, ανεπηρέαστος στον πόνο του ασθενή, για να μπορεί, με καθαρότητα μυαλού και πλήρη επίγνωση, να του προσφέρει την καλύτερη θεραπεία. Αυτό ήταν από τα πρώτα, που τους δίδαξαν στα φοιτητικά έδρανα, θυμόταν, και προσπάθησε να αποτινάξει από πάνω του την κακή του διάθεση.
<<Ήρθα>>, φώναξε ο Δημήτρης, ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού του και, πριν κρεμάσει τα κλειδιά στην κλειδοθήκη, μια μικρή μαϊμουδίτσα, η Ελισώ του, κρεμάστηκε επάνω του, δίνοντάς του αμέτρητα γλυκά φιλιά.
<<Τι θα κάνω εγώ με εσένα, έτσι που με τρομάζεις κάθε φορά, που έρχομαι;>>, την ψευτομάλωσε, αφού πρώτα την έσφιξε πάνω του και στροβιλίστηκαν μαζί, σαν τις νιφάδες του χιονιού, πριν καταλήξουν κάτω, στο άσπρο χαλί.
<<Με τα λίγα ελληνικά της, για να δείξει και την πρόοδό της στην καινούργια γλώσσα, που μάθαινε, άρχισε να του μιλά για τη μέρα της, τη φίλη, την καινούργια, που έκανε, και για το ατύχημα, ευτυχώς, όχι σοβαρό ενός συμμαθητή της, στο προαύλιο του σχολείου.
Και την ώρα που έφτασε στο καλύτερο, να του δείξει το τετράδιο της ορθογραφίας με το μεγάλο Α που πήρε, ακούστηκε η φωνή της Σύνθιας, της μητέρας της, να τους καλεί στο τραπέζι.
<<Θα μου πεις και θα μου δείξεις τα υπόλοιπα μετά, αγάπη μου>>, της είπε ο Δημήτρης με ένα μεγάλο φιλί, να την αποζημιώσει, για τη μικρή της δυσαρέσκεια, που τους διέκοψαν.
<<Μην κρυώσει και το φαγητό, η μαμά έχει κουραστεί για εμάς και μας περιμένει>>, της εξήγησε και εκείνος στα ελληνικά και τρέξανε και οι δυο, προς την κουζίνα, με την Ελισώ να προπορεύεται και να χαίρεται αυτή τη μικρή της νίκη. Τον είχε κερδίσει στο σύντομο αυτό τρέξιμο τους και είχε πάρει ήδη τη θέση της, στο τραπέζι.
Δύσκολη εξελίχθηκε η νύχτα για τον Δημήτρη. Μια η δηλητηρίαση του μικρού προσφυγόπουλου, μια τα εγκαύματα του άλλου παιδιού, μια οι άλλες περιπτώσεις των μικρών του ασθενών, που η καθεμία τους είχε ανάγκη διαφορετικής αντιμετώπισης, αλλά της ίδιας προσοχής και φροντίδας από μέρους του, τον έκαναν να στριφογυρίζει στο κρεβάτι, σαν το αρνί στη σούβλα, και να μην μπορεί να κλείσει μάτι.
Για να μην ενοχλήσει την Σύνθια, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και, αφού έριξε μια ματιά στο δωμάτιο της μικρής, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Έβαλε ένα ποτό και κάθισε στον καναπέ. Πήρε στα χέρια του το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης και την άνοιξε. Προσπάθησε να χαλαρώσει, μήπως και καταφέρει να κοιμηθεί κανά δυο ώρες. Έκανε ένα ζάπινγκ, χάζεψε λίγο στο ένα κανάλι, λίγο στο άλλο, αλλά, όλα για φυσικές καταστροφές μιλούσαν, για τροχαία, για επιθέσεις αυτοκτονίας, για πνιγμούς προσφύγων και λαθρομεταναστών.
Την έκλεισε, κουνώντας επικριτικά το κεφάλι και πήγε στο δωμάτιό τους, να προσπαθήσει να κοιμηθεί.
Με το <καλημέρα> στο νοσοκομείο, την άλλη μέρα, το πρωί, έτρεξε να δει πρώτα τα δυο μικρά παιδιά, που οι περιπτώσεις τους τον απασχόλησαν την προηγούμενη μέρα αρκετές ώρες και τον άγγιξαν βαθιά.
<< Δεν τα κατάφερε, γιατρέ, ο μικρός Ανδρεαδάκης>>, τον πρόλαβε στο διάδρομο η νοσοκόμα της πρωινής βάρδιας και τον ενημέρωσε σχετικά.
<< Είχε εισπνεύσει πολύ δηλητήριο, εκτός από τα μεγάλου βαθμού εγκαύματα , που έφερε σε όλο σχεδόν το κορμάκι του, δυστυχώς>>.
<<Δεν τα κατάφερε, δεν τα κατάφερε>>, επαναλάμβανε μέσα του ο Δημήτρης, έχοντας κλείσει τα μάτια του, λες και ήθελε να διώξει από μπροστά του την εικόνα με το νεκρό παιδί.
< Τρεις λέξεις μοναχά και κουβαλούν τόσο φορτίο>, αναλογίστηκε.
Έσκυψε το κεφάλι, γύρισε την πλάτη στη νοσοκόμα και έφυγε.
Κλεισμένος στο γραφείο του, για ώρα πολλή, και με τα μάτια αδειανά κοίταζε έξω και έβλεπε τη ζωή, που περνούσε. Έπρεπε να συνέλθει. Όσα χρόνια και να είχαν περάσει από τότε, που πρωτοφόρεσε την άσπρη μπλούζα, ποτέ του δεν είχε καταφέρει να διαχειριστεί το θάνατο ενός παιδιού, το ίδιο του συνέβαινε και εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε όμως τώρα να περάσει και από ένα άλλο παιδί, που έδινε το δικό του αγώνα, έπρεπε να κοιτάξει στα μάτια έναν άλλο γονιό, που είχε κρεμάσει τη ζωή του, ρούχο φτηνό, στα χέρια τα δικά του. Έπρεπε επομένως να μαζέψει τα κομμάτια του γρήγορα και να προχωρήσει μπροστά. Και τα μάζεψε.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του μικρού προσφυγόπουλου, με την καρδιά του να την αφουγκράζεται να χτυπά δυνατά. Ναι, επηρεασμένος από τα τραγικά νέα μ ε το άλλο παιδί, φοβόταν για αυτό που ίσως θα αντίκριζε. Όμως ίδια η σκηνή, ίδια τα πρόσωπα, ίδιο το σενάριο με χθες. Το παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι του και η μάνα στην καρέκλα καθισμένη, διπλωμένη στα δυο.
< Αλλαγή καμιά στο έργο, ευτυχώς> , είπε μέσα του και άφησε τον καυτό αέρα να βγει από το στέρνο του, να ανακουφιστεί, να λυτρωθεί.
Αλλαγή καμιά όμως και στην κατάσταση του παιδιού. Και αυτό μπορούσε να είναι κακό, μπορούσε να είναι όμως και καλό>, παρηγορήθηκε μέσα του και πλησίασε.
<<Δεν έχω να πω κάτι καινούργιο>>, μίλησε στη μάνα, που τον κοίταξε βαθιά και …..περίμενε.
<< Η κατάστασή του είναι τουλάχιστον σταθερή>>, ολοκλήρωσε τη φράση του, αλλά μέχρι εκεί.
Δεν τόλμησε να προχωρήσει σε κάποια εκτίμηση. Άλλωστε είναι πολύ καλύτερα να συμβαίνει κάτι καλό, αναπάντεχα, από το να προετοιμάζεται κάποιος για κάτι κακό. Αυτό ήταν το δικό του μότο.
<<Πώς τον λένε;>>, ρώτησε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του παιδιού.
<<Ρασίντ>>, απάντησε η γυναίκα και πρόσθεσε με δισταγμό, με φόβο.
<< Είμαστε από τη Συρία, πρόσφυγες>>.
ΣΥΡΙΑ 1916
Ο Μουχσίν, κατέβαινε το δρόμο, για το σπίτι του, στην πόλη Χομς, ή τέλος πάντων ό,τι έμεινε από το σπίτι του, τρέχοντας και με το κεφάλι κρυμμένο στα δυο του χέρια, για να το προστατέψει, από τα σίδερα και τα τσιμέντα, που εκσφενδονίζονταν. Οι σφαίρες από όλες τις μεριές έπεφταν βροχή και ο κρότος από τις βόμβες και τις νάρκες έσκιζαν τον αέρα, σαν τη λεπίδα το χαρτί.
Από το 2011 στη Συρία διεξάγονταν ένας ανηλεής πόλεμος, εμφύλιος πόλεμος. Το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ, που είχε την εξουσία από το 2000, διαδεχόμενος τον πατέρα του, μετά το θάνατό του, κατέστειλε αιματηρά τις ειρηνικές διαδηλώσεις, με αίτημα δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και έφερε τον κόσμο στα όρια του, πολλούς και έξω από αυτά. Αντικαθεστωτικοί και ακτιβιστές, αντιτιθέμενοι στον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ, πήραν τα όπλα και στράφηκαν εναντίον του. Το κακό γενικεύτηκε και ο πόλεμος μαίνονταν σφοδρός και σκληρός εδώ και πέντε χρόνια.
<<Μαμά, μαμά, γύρισε ο μπαμπάς>>, φώναξε ο εξάχρονος Τζαφέρ, ενώ ο δίχρονος Ρασίντ, ξαπλωμένος σε μια γωνιά, βύζαινε τον αντίχειρα του χεριού του.
<<Ήρθες Μουχσίν>>, είπε η γυναίκα του, δίνοντάς του παντόφλες, να φορέσει. << Βρήκες τίποτα, τουλάχιστον για τα παιδιά. Το τελευταίο ρύζι το έσβησα στη φωτιά, πριν από λίγο. Μετά τίποτα πια>>, κατέβασε το κεφάλι η Φάτιμα, να μη δουν τα παιδιά τουλάχιστον την υγρασία στα μάτια της.
<<Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να βρεθούν έστω λίγα φασόλια ή ρύζι. Οι τιμές έχουν εκτοξευθεί για τα ελάχιστα, που υπάρχουν. 1000 λίρες για μια χούφτα αλεύρι, είναι εξωφρενικό. Με αυτούς τους ρυθμούς δεν θα μας μείνει τίποτα, για να αγοράσουμε. Αν δεν μας σκοτώσουν οι σφαίρες, θα μας σκοτώσει η πείνα. Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ Φάτιμα. Όλη η πόλη ερείπια, ένα απέραντο νεκροταφείο>>, ήρθε η σειρά του Μουχσίν να κατεβάσει τα βουρκωμένα μάτια.
<<Τι θα κάνουμε;>>, έπιασε τα χέρια του η γυναίκα του, να πάρει δύναμη, να δώσει δύναμη.
<<Άλλη λύση δε βλέπω εγώ, Φάτιμα, πρέπει και εμείς να φύγουμε. Με ό,τι χρήματα μας απέμειναν, πρέπει να οργανώσουμε τη φυγή μας. Σε μια εβδομάδα, αν μείνουμε και άλλο εδώ, θα δώσουμε όλες τις οικονομίες μας για λίγο αλεύρι, και μετά τι; >>, ξεστόμισε επιτέλους αυτό, που μέρες τώρα κλωθογύριζε βασανιστικά στο μυαλό του.
<<Πού θα πάμε Μουχσίν, πώς θα πάμε;>>, με την απελπισία και την αγωνία έντονη στη φωνή, απόρησε η γυναίκα του.
<< Με ό,τι χρήματα έχουμε, θα φύγουμε Φάτιμα. Θα περάσουμε στην Τουρκία και ή θα μείνουμε εκεί ή ακόμη καλύτερα θα πάμε κάπου στην Ευρώπη. Εδώ δεν έχουμε ζωή. Αύριο κιόλας θα ψάξω τρόπο, να φτάσουμε στα σύνορα>>.
Νωρίς την άλλη μέρα ο Μουχσίν ξεκίνησε, με κάθε προφύλαξη, να πάει να βρει κάποιον που, όπως του είπαν, με ένα καλό ποσό, έβγαζε ανθρώπους από τη κατεστραμμένη πόλη τους και τους έφερνε με ασφάλεια ως τα σύνορα με την Τουρκία, αλλά μέχρι εκεί και τίποτα παραπάνω.
<<Είσαι ο Χασάν, πόσα θέλεις, να μας πάρεις από δω;>>, ρώτησε τον φαλακρό, ξεδοντιάρη, που είχε απέναντί του, ο Μουχσίν, χωρίς περιστροφές και λόγια περιττά.
<<Εξαρτάται για πού και πόσοι είσαστε>>, απάντησε ο άλλος, με το ίδιο κοφτό ύφος, που είχε ο Μουχσίν.
<< Είμαστε τέσσερις και θέλουμε να μας πάρεις από εδώ και να πας στα σύνορα>>, απάντησε ο Μουχσίν.
<< Για ποια σύνορα μιλάς;>>, θέλησε περαιτέρω εξηγήσεις ο Χασάν.
<<Στα σύνορα με την Τουρκία, εκεί να μας πας>>, του απάντησε ο Μουχσίν.
<<Θέλω τέσσερις χιλιάδες δολάρια εγώ, να σας πάω ως τα χερσαία σύνορα και άλλες τέσσερις χιλιάδες ο φίλος μου, να σας πάει με πλοίο στον κόλπο της Αττάλειας, αν φυσικά σας ενδιαφέρει, γιατί από εκεί φεύγουν πολλοί εύκολα για τα νησιά του Αιγαίου, σε ευρωπαϊκό δηλαδή έδαφος>>.
<<Εντάξει>>, είπε ο Μουχσίν, συνοδεύοντας τη θετική του απάντηση με ένα νεύμα του κεφαλιού και δώσανε τα χέρια, για το επισφράγισμα και την εγκυρότητα της συμφωνίας.
<< Θα γίνει μεθαύριο. Δώσε μου τώρα τη διεύθυνση του σπιτιού σου. Θα έρθω στις 04.00, τα ξημερώματα, να σας πάρω. Να είστε έτοιμοι, μην καθυστερήσουμε. Και τα λεφτά… μπροστά>>, του έδωσε τις λεπτομέρειες της αναχώρησης ο Χασάν και αποχώρησε.
Λίγο πριν δύσει ο ήλιος, αρχές Μαρτίου, που οι μέρες είχαν αρχίσει αισθητά να μεγαλώνουν, έφτασε ο Μουχσίν στο σπίτι του, έχοντας στην καρδιά του μια τόσο δα μικρή ελπίδα για το αύριο. Μπορεί και να υπήρχε τελικά γι΄ αυτόν και τα παιδιά του.
Όλα ήταν έτοιμα το επόμενο πρωί. Αχάραγα ακόμη ένα αυτοκίνητο, τύπου στρατιωτικού, έσβησε τη μηχανή μπροστά από το μισογκρεμισμένο σπίτι του Μουχσίν. Ήχος μετάλλου από πόρτα, που έκλεινε και άλλη, που άνοιγε ακούστηκε. Με ένα σάλτο ο Μουχσίν ανέβηκε στην καρότσα και ένα ένα τράβαγε επάνω και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένεια του.
Δεν ήταν οι μόνοι επιβάτες. Το κατάλαβε σχεδόν αμέσως, από μια στριγκλιά, που ακούστηκε δυνατά στη σιγαλιά της νύχτας. Κάποιον χτύπησε έτσι βιαστικά και άτσαλα, που ανέβαζε επάνω τους δικούς του.
<<Συγγνώμη, δεν κατάλαβα ότι δεν ήταν άδειο το φορτηγό>>, είπε σιγανά και με το φόβο έκδηλο στα μάτια, για το άγνωστο, που βάδιζαν.
Η μέρα προχωρούσε και μαζί της και εκείνοι προς τη σωτηρία τους, αυτό τουλάχιστον έλπιζαν και ευχόντουσαν. Στο φως της μέρας, που χάραξε για τα καλά, μέτρησε ο Μουχσίν άλλους δέκα νοματαίους, ξέχωρα από τη δική του οικογένεια. Ήταν τέσσερις άντρες, δύο γυναίκες και τέσσερα παιδιά, περίπου στην ηλικία των δικών του, κορίτσια όλα τους. Πολλά λόγια δεν αντάλλαξαν, ποιος είχε όρεξη για κουβέντα τέτοιες ώρες.
Φαίνεται πως είχαν ξεμακρύνει αρκετά από την πόλη και μπήκαν σε χωματόδρομο, γιατί άρχισε το αυτοκίνητο να πηγαίνει πάνω κάτω, καθώς αναπηδούσε στις πέτρες και σε καθετί σκληρό, που συναντούσε στο διάβα του.
Ώρες πολλές μετά, επιτέλους έμοιαζε να κόβει ταχύτητα το φορτηγό, ώσπου σταμάτησε σε ένα μέρος άγνωστο σε όλους και αφιλόξενο. Άγριο και πετρώδες το τοπίο γύρω τους. Ούτε ίχνος ζωής, μόνο κάτι μαύρα πουλιά με κρωξίματα, αντί φωνές, πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους.
<<Ως εδώ πάει το μηχάνημα, μπροστά σας ξεκινάει το βουνό, θα το περάσετε με τα πόδια. Μετά από εκεί, θα σας βρει κάποιος, ονόματι Κεμάλ, είναι ενήμερος. Καλή τύχη>>, ήταν τα τελευταία λόγια, που άκουσαν από τον Χασάν, πριν εκείνος ανεβεί στο φορτηγό και τον καταπιεί ο κουρνιαχτός, που σήκωναν οι ρόδες του.
<<Αδύνατο, δεν μπορούμε να περάσουμε τα βουνά περπατώντας, δεν συμφωνήσαμε έτσι, έχουμε και γυναίκες με μικρά παιδιά>>, ακούστηκε βραχνή και δυνατή η φωνή ενός από τους άντρες, αλλά ο Χασάν ήταν ήδη πολύ μακριά με το φορτηγό του, για να ακούσει.
<<Τι κάνουμε τώρα>>, έσπασε την αμηχανία της στιγμής ο Μουχσίν.
<<Θα συνεχίσουμε, δώσαμε τόσα χρήματα>>, είπαν με μια φωνή οι δυο άντρες, που ήταν μόνοι, χωρίς οικογένεια.
Η Φάτιμα κοίταξε με σπαραγμό στα μάτια τον άντρα της. Έσκυψε το κεφάλι και έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά της. Κατάλαβε ο Μουχσίν, θα συνέχιζαν και εκείνοι. Σωσμό έτσι και αλλιώς δεν είχαν και να επέστρεφαν. Πήραν θέση ο ένας πίσω από τον άλλον, σα σε στρατιωτική παρέλαση, και ανέβαιναν.
Στην αρχή, αν εξαιρέσει κανείς το κακοτράχαλο του εδάφους, η πλαγιά δεν ήταν και τόσο απότομη και το ανέβασμα φτουρούσε. Τα μεγάλα παιδιά, τα είχαν οι άντρες περασμένα στους ώμους τους, σαν το βοσκό τα αρνιά, ενώ τα μικρότερα οι μάνες σφιχτά στην αγκαλιά.
Τέσσερις μέρες βάδιζαν σχεδόν ασταμάτητα, όχι όμως και αγόγγυστα. Σταματούσαν να ξαποστάσουν για λίγο, όπου το έδαφος ήταν κάπως ομαλό και φιλόξενο, να πιούν μια γουλιά νερό και να βάλουν στο στόμα τους δυο μπουκιές ψωμί. Τα παιδιά, σα να καταλάβαιναν τον αγώνα και την αγωνία των γονιών τους, κρατιόντουσαν να μη γκρινιάξουν, να μη ρωτήσουν, να μη ζητήσουν τίποτα.
Βάδιζαν όλη τη μέρα, αλλά όταν ο ήλιος άρχιζε να χαμηλώνει, έψαχναν να βρουν ένα μέρος απάνεμο και κάπως προστατευμένο από τα στοιχειά της φύσης και επίπεδο, να απλώσουν κάποιο σκέπασμα, για τη νύχτα. Φρόντιζαν με βάρδιες να επιβλέπουν τη φωτιά, μη και τους σβήσει. Κάτω από τον έναστρο ουρανό και με τις σκιές των βράχων να τους συντροφεύουν λίγο λίγο άρχιζαν να γνωρίζονται και να φέρονται ανθρωπινά.
Οι γυναίκες, όλες μαζί και με ό,τι είχε στο μποξά της η καθεμία, ετοίμαζαν πάνω στη φωτιά κάτι να φάνε και οι άντρες καπνίζοντας λίγο από τον καπνό, που και αυτόν άρχισαν να τον μοιράζονται, άνοιγαν λίγες χαράμαδες στις ζωές τους, τις δύσκολες και σκληρές, να βγουν και αυτές στο φως της φλόγας και του φεγγαριού, να ξεθυμάνουν.
Το κρύο στο υψόμετρο ήταν άγριο, αδίστακτο. Κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλον και με τα παιδιά στη μέση, προσπαθήσουν να κρατηθούν ζεστοί. Ένας άρρωστος αυτή τη στιγμή, θα ήταν ό,τι χειρότερο.
Πλησίαζαν πια στην κορυφή κάποια στιγμή και αναθάρρησαν. Το κατέβασμα θα ήταν σίγουρα ευκολότερο. Όση ανάταση ψυχική και αισιοδοξία ένιωθαν στα τελευταία ανοδικά τους βήματα, τόση απογοήτευση και πανικός τους κατέλαβε, όταν πάτησαν την κορυφή. Αντί για την πλαγιά, που η κατάβασή της θα τους έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στη σωτηρία, μια γιγάντια, κατάλευκη οροσειρά( τον Μάρτη οι ψηλές βουνοκορφές πάντα ασπρισμένες τον ανταμώνουν), απλώνονταν ξεδιάντροπα μπροστά τους και τους….καλωσόριζε.
Με δάκρυα απόγνωσης στα μάτια και τα χέρια ανυψωμένα στον ουρανό, σα σε στάση προσευχής, ξεφύσηξαν ξέπνοα και δυνατά και συνέχισαν. Επιλογή δεν υπήρχε. Και περπατούσαν και περπατούσαν και όλο και το χιόνι γινόταν περισσότερο. Βούλιαζαν τα πόδια τους σε κάθε βήμα όλο και πιο βαθιά στο μαλακό, παχύ, άσπρο χαλί.
Τα παιδιά ήταν τα μόνα, που το διασκέδαζαν, και αυτό τις πρώτες ώρες. Μετά, το τσουχτερό κρύο πάγωσε τα χέρια και τις μύτες τους, που δεν προλάβαιναν κάθε τόσο να σκουπίζουν, όπως και το χαμόγελο στα χείλη τους, επάνω. Τα τρόφιμα λιγόστευαν επικίνδυνα. Για νερό μόνο δεν είχαν λόγο να στεναχωριούνται, ευτυχώς. Μια χούφτα από χιόνι σε τενεκεδάκι, πάνω στη φωτιά, και έρρεε αυτό άφθονο στο στόμα τους, τη δίψα τους να ανακουφίσει.
Να ξαπλώσουν τις νύχτες πάνω στο χιόνι, ούτε να το σκεφτούν. Άλλος αγώνας τώρα, να βρουν ένα άνοιγμα, μια κόχη, να την καθαρίσουν και να την σκεπάσουν από πάνω με ό,τι ρούχα κουβαλούσαν μαζί τους, αυτό ήταν το κύριο μέλημά τους, με το που έπεφτε το σούρουπο. Ευτύχημα μεγάλο ήταν, που στο διάβα τους έπεφταν πάνω σε σπηλιές. Αυτές γινόταν τις νύχτες σπίτι και κρεβάτι τους.
Μετά και το τελευταίο τους δείπνο, πήραν πολύ σοβαρές αποφάσεις, για την επιβίωσή τους. Δεν θα έκαναν βήμα από εδώ και στο εξής, αν πρώτα δεν είχαν εξασφαλίσει και το φαγητό της αυριανής τους μέρας, μαζί με το μέρος, που θα έβγαζαν τη νύχτα.
Εκείνο που μπορούσαν να κάνουν στις συνθήκες, που βρισκόντουσαν, ήταν να γίνουν αυτό, που ήταν ο άνθρωπος, όταν πρωτοεμφανίστηκε στη γη, να γίνουν δηλαδή κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Και αυτό έκαναν.
Οι άνδρες ροβολούσαν τις πλαγιές, να πετύχουν κάποιο ζώο ή να βρουν παραχωμένες στο χιόνι ρίζες και βλαστούς και οι γυναίκες φρόντιζαν τα παιδιά, τροφοδοτούσαν τη φωτιά με ξερόκλαδα, που έβρισκαν γύρω, και έλιωναν χούφτες χιονιού πάνω στις φλόγες.
Τη μια μέρα εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους και την άλλη έρχονταν όλο και πιο κοντά στη σωτηρία τους. Τη μια μέρα κυνηγούσαν, έσκαβαν, μάζευαν και την άλλη προχωρούσαν και όλο προχωρούσαν άλλοτε ανοδικά και άλλοτε παίρνοντας την κατιούσα.
Άλλες δώδεκα μέρες πέρασαν έτσι, ζώντας σαν αγρίμια στα βουνά. Μόνο που αυτοί, αντίθετα με τα θεριά, τη μέρα έψαχναν για τροφή και το βράδυ, γύρω από τη φωτιά, ξεκουράζονταν και έπαιρναν δυνάμεις, για το περπάτημα της επομένης.
Διανύοντας και τα τελευταία μέτρα της πλαγιάς, ίδιοι homosapiens στο παρουσιαστικό, πάτησαν επιτέλους σε χορτάρι πράσινο και χώμα μαλακό. Ψυχή ζώσα πουθενά.
<<Ας μείνουμε εδώ, να περιμένουμε αυτόν, που μας είπε ο Χασάν, είμαστε και κουρασμένοι πολύ, πως να συνεχίσουμε >>, πρότεινε κάποιος και οι άλλοι έστρεξαν μαζί του.
Έστρωσαν, όπως μέρες τώρα πάνω στα βουνά έκαναν, τα λιγοστά υπάρχοντά τους και άρχισαν να τακτοποιούνται. Να τακτοποιηθούν όμως πώς και πού; Μια απέραντη κοιλάδα ξεδιπλώνονταν μπροστά τους, χωρίς ένα σημείο φιλόξενο, να απαγκιάσουν. Ο παγωμένος αέρας, που κατέβαινε από τα χιονισμένα βουνά, ξύριζε τα πάντα, σαν τη λεπίδα σε αντρικό πηγούνι. Κάτι ξύλα μακριά και χοντρά, που βρήκαν, τα έμπηξαν βαθιά και βιαστικά στη γη και πάνω τους άπλωσαν, σαν σε παρδαλή μπουγάδα, ό,τι σε ύφασμα είχαν μαζί τους. Τέσσερις υποτυπώδεις σκηνές ξεφύτρωσαν στο μέσον του πουθενά, να στεγάσουν προσωρινά, και όπως όπως τα κεφάλια, μα και τα όνειρά τους.
Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, και εκεί που οι ελπίδες τους ότι κάποιος θα ερχόταν, να τους συναντήσει, άρχισαν να εξανεμίζονται, να και κάνει την εμφάνισή του, ένας άντρας, ψηλός, με την κοιλιά να προεξέχει, σαν επίτοκος σε κρεβάτι μαιευτηρίου, και με πέντε τρίχες, για μαλλιά. Ό,τι όμως του έλειπε στην κεφαλή, το συμπλήρωναν οι τρίχες των χεριών του. Αγριωπός στην όψη πολύ ήταν και τρόμαξε τα παιδιά. Αφού τους πλησίασε, ασθμαίνοντας και με μια δυσκολία στο βάδισμα, έδωσε τις πρώτες πληροφορίες.
<<Είμαι ο Κεμάλ, θα περπατήσουμε μαζί ως τη θάλασσα. Εκεί, πιο κάτω έχω κρυμμένο ένα καϊκι. Θα πλεύσουμε κατά τον κόλπο της Αττάλειας. Εκεί θα αποφασίσετε, αν θα μείνετε ή θα συνεχίσετε, όχι πάντως με μένα.
Εγώ μέχρι εκεί θα σας πάω, και πρώτα τα λεφτά>>, με μια ανάσα ξεστόμισε ό,τι είχε να τους πει ο λαθροδιακινητής και έτσι ξεκαθάρισε τη θέση του απέναντί τους.
<<Θα σου τα δώσουμε, μόλις ανεβούμε στο καϊκι σου>>, του απάντησε πρώτος ο Μουχσίν και οι άλλοι συμφώνησαν.
Και πάλι φορτώθηκαν, σαν υποζύγια, τα πράγματά τους και ξεκίνησαν. Μπροστά ο Κεμάλ, πίσω εκείνοι. Βάδιζαν με τα κεφάλια κάτω, από το βάρος, που κουβαλούσαν, αλλά και από την κούραση και τις πολλές και αρνητικές σκέψεις, που έκαναν. Τα παιδιά δεν ησύχαζαν λεπτό. Κάτι στο παρουσιαστικό αυτού του ανθρώπου, κάτι στα φερσίματα, τα έκαναν να φέρονται ανήσυχα.
Είναι αλήθεια αυτό που λένε για τα ζώα και τα μικρά παιδιά. Από την αρχή κάποιον ή που θα τον συμπαθήσουν ή όχι. Διανυκτέρευσαν σε μια παράγκα. Ο καινούργιος της συντροφιάς, ήξερε καλά τα κατατόπια. Κατά πως φαινόταν αυτή τη διαδρομή την έκανε πολλές φορές. Αυτή ήταν η < δουλειά > του. Ευτυχώς είχε μαζί του ο Κεμάλ κάποιες προμήθειες, για τον εαυτό του, ήξερε πού πήγαινε και ήταν καλά προετοιμασμένος, και τις μοιράστηκε μαζί τους. Ευτυχώς, γιατί ……δεν τους είχε απομείνει ούτε στάλα νερό, ούτε ψίχουλο.
Την άλλη μέρα, κάπως πιο ξεκούραστοι, αφού πέρασαν τη νύχτα τους κάτω από κεραμίδι, ξεκίνησαν και πάλι. Και να που ο αέρας άρχιζε να αλλάζει, ένα δροσερό, χαϊδιάρικο αεράκι τους ανακάτευε τα ρούχα, γέμιζε ευεργετικά τα πνευμόνια τους. <<Μυρίζει ιώδιο>>, είπε η Φάτιμα και μια υποψία χαμόγελου στάθηκε στα ξεραμένα χείλη της.
Καϊκι περίμεναν οι άμοιροι να δουν, μια ξύλινη, σκοροφαγωμένη βάρκα αντάμωσαν.
<<Πώς θα χωρέσουμε τόσοι νοματαίοι εδώ μέσα, θα βουλιάξουμε>>, φώναξαν με ένα στόμα, σα συνεννοημένοι, όλοι τους.
<<Μην ανησυχείτε, ξεγελάει η άτιμη. Ξέρετε πόσες φορές πήγε πέρα δώθε! Ανεβείτε, μα πρώτα τα λεφτά. Είστε δεκατέσσερα άτομα, τρεις οικογένειες και δυο μπεκιάρηδες, το σύνολο 11.000 δολάρια>>, άπλωσε ο Κεμάλ το χέρι, να εισπράξει.
Βολεύτηκαν ο ένας επάνω στον άλλο και το ταξίδι ξεκίνησε. Το αεράκι φυσούσε απαλά και η βάρκα γλιστρούσε εύκολα, σκίζοντας στα δύο τα νερά.
Ό ήχος της μηχανής σκέπαζε τις ομιλίες τους και την ορμή των κυμάτων, που έσκαγαν στα πλευρά του σκαριού. Η ατμόσφαιρα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του ανέμου να την φρεσκάρει, μύριζε έντονα βενζίνη σε σημείο, που κάποια από τις γυναίκες εμφάνισε τάσεις λιποθυμίας. Βέβαια δεν ήταν η μυρωδιά της βενζίνης η μόνη άσχημη σε εκείνον τον στενό χώρο, αν αναλογιστεί κανείς, πόσες μέρες είχε να γευτεί νερό το ξερακιανό κορμί τους.
Όλα πήγαιναν για ώρες καλά και ο καπετάνιος τους επιβεβαίωνε, από την εμπειρία του, ότι σε λίγες ακόμη ώρες θα έφταναν στον προορισμό τους. Τι ήθελε και το είπε. Έτσι, σαν από το πουθενά, σύννεφα βαριά, σκούρα και γεμάτα βροχή στάθηκαν από πάνω τους. Το ήπιο αεράκι θύμωσε ξαφνικά και άρχισε να ξεσπάει επάνω τους με ορμή. Νερό από κάτω, νερό από πάνω και στη μέση αυτοί.
Ουσιαστικά έρμαιοι των δυνάμεων της φύσης ήταν και όχι της μηχανοκίνητης βάρκας τους. Μες στη μαυρίλα, που απλώθηκε γύρω τους, σαν τον χυμένο καφέ σε τραπέζι κουζίνας, κανείς δεν μπορούσε να δει που πήγαιναν, πίσω ή μπροστά. Σε μια απέλπιδα κίνηση και χωρίς να τους ενημερώσει ο Κεμάλ έπιασε το πηδάλιο της βάρκας και το έστριψε δεξιά, κατά ενενήντα μοίρες. Μετά από πολύωρη και δύσκολη μάχη με τα κύματα, σα να πήρε το μάτι τους τα πρώτα μέτρα μιας ακτής.
<< Δόξα να έχει ο Αλλάχ>>, είπαν όλοι τους και χωρίς να ψάξουν να βρουν κατά που πέφτει η Μέκκα, πήραν θέση, αν είναι δυνατόν, μέσα στη στενή τη βάρκα, για ναμάζι.
Πάτησαν επιτέλους στην ακτή και, μισοπεθαμένοι καθώς ήταν, σωριάστηκαν χάμω, και για ώρα δεν κουνήθηκαν καθόλου. Άκουγαν μόνο τον παφλασμό των κυμάτων, που έρχονταν και έφευγαν, σε ένα αέναο και ατελέσφορο ταξίδι και κάτι από τα λόγια του Κεμάλ, αλλά δυσκολεύονταν να καταλάβουν και να σηκωθούν.
Αντίθετα από εκείνους, αυτός είχε σηκωθεί αμέσως και κίνησε να φύγει.
<< Δεν είναι ο κόλπος της Αττάλειας εδώ. Δεν ήρθαμε εκεί, που έπρεπε. Να σωθούμε κοίταξα και όπως να ΄ναι. Θα πάω με τη βάρκα γιαλό γιαλό, μήπως και καταλάβω, πού βγήκαμε. Περιμένετέ με εδώ>>, ήταν τα τελευταία λόγια, που άκουσαν από εκείνον και ούτε και τον ξανάδαν ποτέ. Μάταια τον περίμεναν στην ακτή μέχρι, που βράδιασε και κατάλαβαν ότι τους είχε παρατήσει στο έλεος του Θεού.
Ό,τι έκαναν, όταν κατέβηκαν από το βουνό, το ίδιο έκαναν και τώρα. Μάζεψαν, πριν πέσει το σκοτάδι για τα καλά, ξύλα ξεπλυμένα στην αλμύρα της θάλασσας. Τα μεγάλα τα έμπηξαν στα σπλάχνα της γης, για να απλώσουν πάνω τους ό,τι ρούχο και σκέπασμα είχαν, να στεγνώσει, και με τα μικρότερα άναψαν φωτιά να ζεσταθούν.
Η υγρασία της θάλασσας δεν αστειευόταν και ας ήταν αρχές άνοιξης. Ήξερε καλά να περονιάζει τα κόκαλα. Για φαγητό ούτε λόγος. Την πείνα τους εκείνο το βράδυ προσπάθησαν να την ξεγελάσουν με ιστορίες πολλές και με κάτι μικρά, λεία πετραδάκια στο στόμα, λέγοντας πως είναι καραμέλες.
Με το φως της μέρας κοίταξαν να βρουν κανένα μονοπάτι, να τους πάρει μακριά από τη θάλασσα. Tον Κεμάλ πια δεν τον περίμεναν. Μόνο να μάθαιναν, που τους έβγαλε, ήθελαν, και αυτός και η θάλασσα. Βρήκαν ένα δρομάκι φιδίσιο, ανηφορικό, και το ανέβηκαν. Βγήκαν σε έναν δρόμο μεγαλύτερο, ασφαλτοστρωμένο, μα άδειο εντελώς.
<<Η γνώμη μου είναι να χωριστούμε και ο καθένας να τραβήξει το δρόμο του. Και να θέλει κανείς να σταματήσει, να μας βοηθήσει, δε γίνεται, είμαστε πολλοί. Λίγοι λίγοι να περπατάμε στην άκρη της δημοσιάς, κάτι μπορεί να καταφέρουμε>>, τους μίλησε ο Μουχσίν και αφού τους αποχαιρέτησε πήρε την οικογένειά του και προπορεύτηκε. Προχωρούσαν στην άκρη του δρόμου, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ένα γύρω η ματιά τους, δεν συνάντησε ούτε ζωντανό, ούτε άψυχο πράγμα.
Μια κοιλάδα όλη και όλη με τον δρόμο να τη διαπερνά, σα τόξο ζωγραφισμένο πάνω σε μία καρδιά, και χωρίς τίποτα, έτσι σαν ψεγάδι να χαλά την αφόρητη μονοτονία της. Ούτε ένα δέντρο, ένας βράχος, ή ένα χάλασμα.
Τα πόδια τους άναψαν από το περπάτημα και το στομάχι τους στένεψε, πέτρωσε, αφού είχαν να ρίξουν κάτι μέσα του εδώ και τουλάχιστον τριάντα ώρες.
<<Να είχαμε μαμά, εκείνο με το αλεύρι, που μας έκανες και λίγη ζάχαρη μέσα, και εμείς δεν θέλαμε, να το φάμε. Πού το πέταγες τότε μαμά, να πάμε, να το πάρουμε;>>, τραβώντας το φουστάνι της Φάτιμα, τη ρώτησε ο εξάχρονος Τζαφέρ, μη μπορώντας να κατανοήσει, ούτε αυτά που γίνονταν τώρα, ούτε αυτά που γίνονταν τότε. Ο χρόνος γι΄ αυτόν ήταν μια ίσια γραμμή, χωρίς παρόν, παρελθόν και μέλλον.
Και ξανά πάλι το σκοτάδι άρχισε απειλητικά να τους προσεγγίζει και δεν είχαν, πού να σταθούν, πού να στηριχτούν. Και να, ως θαύμα, μια συστάδα χαμηλών δέντρων, θάμνοι οι περισσότεροι, εμφανίστηκαν μπροστά τους.
<<Μέσα σε αυτούς, θα περάσουμε τη νύχτα. Με τα φυλλώματά τους κάπως θα προστατευτούμε από το αγιάζι και την υγρασία>>, είπε στη γυναίκα του ο Μουχσίν και έσπρωξε πρώτα τα δυο παιδιά τους, να χωθούν ανάμεσα στα κλαδιά και να ξαπλώσουν.
Πως οι χωρικοί θάβουν τις νύχτες το τελευταίο ξύλο της φωτιάς μέσα στις στάχτες της, για να το βρουν την άλλη μέρα άκαυτο και με ένα τους φύσημα εκείνο να θεριέψει και να θρέψει πάλι τη φωτιά, έτσι και ο Μουχσίν με τη Φάτιμα πέρασαν τη νύχτα εκείνη, σιμά στα παιδιά τους μέσα στα κλαδιά και τα φυλλώματα.
<<Μουχσίν, ξύπνα Μουχσίν>>, έσπρωξε τον άντρα η Φάτιμα, να ξυπνήσει.
<<Ήχος φτάνει, από μακριά, στα αυτιά μου φορτηγού, που έρχεται >>, του εξήγησε η γυναίκα, όταν εκείνος σάλεψε δίπλα της.
Προσεχτικά, να μην ξυπνήσουν τα παιδιά, σηκώθηκαν και με γρήγορα βήματα έφτασαν στο δρόμο. Μια λάμψη αχνή, από απέναντι, είδαν να έρχεται, στο φως μέσα της χαραυγής και αναθάρρησαν.
<<Ναι, αυτοκίνητο έρχεται>>, είπε ο Μουχσίν και βάδισε πιο μέσα στο δρόμο.
<<Εσύ μείνε εδώ>>, είπε στη Φάτιμα, τη γυναίκα του, και πήρε και τα δυο του χέρια, φτερά ανεμόμυλου, να ανεβοκατεβάζει. Το φορτηγό πλησίαζε και φαινόταν τεράστιο και απειλητικό και όλο και έφτανε στον Μουχσίν. Πάγωσε το αίμα στις φλέβες της Φάτιμα.
<Και αν δεν τον δει, αν δεν προλάβει να σταματήσει>, έκλεισε τα μάτια της και προσευχόταν.
Η νταλίκα σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας μεσαίου αναστήματος, νέος σε ηλικία και μάλλον αγουροξυπνημένος και αυτός, όπως και εκείνοι, κατέβηκε και στάθηκε στη μέση του δρόμου.
<<Ποιοι είστε εσείς, στη μέση του πουθενά>>, τους ρώτησε στα τουρκικά. Πιο πολύ από το ύφος του και όχι από τα λεγόμενά του, κατάλαβε ο Μουχσίν τι τους έλεγε και με τα λίγα αγγλικά του προσπάθησε να εξηγήσει την κατάστασή τους. Σε όλα αναφέρθηκε, τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού προσπαθούσαν να συνεννοηθούν σε μια γλώσσα, που κανείς από τους δυο δεν γνώριζε καλά.
Και για τον πόλεμο, που μαίνονταν στη χώρα του, και για τα χιονισμένα βουνά, που περπάτησαν, και για τη θάλασσα, που πέρασαν και που παραλίγο να πνιγούνε, και για την μπαμπεσιά του Κεμάλ, και φυσικά για το ότι δεν είχαν πια χρήματα και ήταν νηστικοί, ούτε θυμόταν από πότε, του είπε, σε μια προσπάθεια να διεγείρει το φιλότιμό του και να τους πάρει εκείνος μαζί του.
<< Είμαι ο Χαλίλ και ο προορισμός μου είναι το Αϊβαλί. Πηγαίνω να φορτώσω από εκεί πλάκες σαπούνια, λάδια και ελιές. Είναι ένα ταξίδι δυο ημερών >>, συστήθηκε ο οδηγός, που τα είχε χαμένα με όσα τον βρήκαν, πριν ακόμη ξεκινήσει καλά καλά το ταξίδι του.
<< Πού βρισκόμαστε >>, ρώτησε ο άνδρας μαζί με τη γυναίκα του.
<<Είστε έξω από τη Μερσίνη, μια πόλη, στα νότια της Τουρκίας>>.
<< Τι μπορώ να κάνω για εσάς>>, ρώτησε ο οδηγός.
<<Όπως σου είπα, ερχόμαστε από πολύ μακριά, έχω δυο μικρά απιδιά, δεν έχω χρήματα και έχουμε να φάμε τρεις μέρες. Ούτε να περπατήσουμε άλλο αντέχουμε, ούτε ξέρουμε προς τα πού να πάμε. Πάρε μας, σε παρακαλώ, μαζί σου. Δεν θα σε ενοχλήσουμε καθόλου. Ό,τι μας πεις θα κάνουμε. Μόνο πάρε μας από εδώ>>, ικέτευε το νέο άντρα ο Μουχσίν. Στα πόδια του έπεσε και έκλαιγε. Από κοντά και η γυναίκα του, τα χέρια του οδηγού, να πιάνει και να γλυκοφιλά.
<<Ανεβείτε πίσω, έχω κάτι κιβώτια άδεια, αν σταματήσω φρενάροντας απότομα σημαίνει ότι πρέπει να κρυφτείτε, όσο καλύτερα μπορείτε. Και τα παιδιά, που λέτε ότι έχετε, να μη βγάλουν τσιμουδιά>>, ενέδωσε στα παρακάλια τους ο οδηγός και τους άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, πίσω, να ανεβούν. Τα παιδιά, που είχαν ξυπνήσει και αυτά, βρισκόταν ήδη κοντά στη μητέρα τους και της κρατούσαν σφιχτά το χέρι.
Δυο ζευγάρια μάτια μαύρα και λαμπερά, σαν κάρβουνα αναμμένα, κρεμάστηκαν από το βλέμμα του οδηγού και τον έκαναν να αισθανθεί πως δεν είχε πάρει τη λάθος απόφαση. Πήγε στη θέση του, μπροστά, άνοιξε μια πάνινη τσάντα και από μέσα έβγαλε ό,τι είχε και δεν είχε, σάντουιτς, φρούτα, νερό, ως και μια σοκολάτα, που γυάλιζε το ασημόχαρτό της.
Τους τα έδωσε απλόχερα, να χορτάσουν την πείνα τους. Ο Τζαφέρ άρπαξε τη σοκολάτα και προσπάθησε να σκαρφαλώσει, πατώντας στη μια ρόδα της νταλίκας και πιάνοντας με το άλλο του χέρι, αυτό που είχε ελεύθερο, ένα σίδερο, που προεξείχε, από τα δεξιά της.
Ανέβηκαν και οι άλλοι και το φορτηγό πήρε μπροστά, σαν αφινιασμένο άτι. Ένα ακόμη ταξίδι για την οικογένεια από τη Συρία, προς τη σωτηρία, ξεκινούσε.
Χρειάστηκε να διανυκτερεύσουν σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ, αλλά αυτό δεν τους ένοιαξε καθόλου. Είχαν χορτάτες τις κοιλιές τους, ήταν ζεστά μέσα στο φορτηγό και ένοιωθαν πως βάδιζαν σωστά, για τον προορισμό τους.
Τελικά πόσα πράγματα χρειάζεται ο άνθρωπος, για να νιώσει αληθινή και όχι επίπλαστη ευτυχία; Κανά δυο μόνο. Τα άλλα, τον μπερδεύουν περισσότερο, παρά του δίνουν λύσεις.
Κατά το απόγευμα της άλλης μέρας και λίγα χιλιόμετρα, πριν την είσοδο στην πόλη, το φορτηγό σταμάτησε.
<<Τι να συμβαίνει άραγε >>, αναρωτήθηκαν οι δυο γονείς και, παίρνοντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους, λούφαξαν σε μια σκοτεινή γωνιά της καρότσας. Έριξαν από πάνω τους και ό,τι σκέπασμα βρήκαν μέσα και περίμεναν.
Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και, αφού τους καθησύχασε, τους είπε ότι ήταν καλύτερα να κατεβούν εκεί, για να μην έχει πρόβλημα με τον εργοδότη του. Κατέβηκαν προσεχτικά και ευχαριστώντας τον για πολλοστή φορά, για όσα είχε κάνει για εκείνους, πήραν το δρόμο και πάλι περπατώντας.
Φτάνοντας σε ένα σταυροδρόμι, προσπάθησαν να προσανατολιστούν και να αποφασίσουν την κατεύθυνση, που θα ακολουθούσαν, προς την πόλη, μέσα, ή προς τη θάλασσα, να βρουν κάποιο λιμάνι με πλεούμενα. Και ακολούθησαν το δρόμο προς τη θάλασσα, προς την ελευθερία……
Όσο βάδιζαν, τόσο η αύρα της θάλασσας ξύπναγε τις ανθρώπινες αισθήσεις τους και μαζί τους φόβους και τις ανησυχίες τους.
<< Ωραία, πες και φτάνουμε στο νερό, τι κάνουμε από εκεί και πέρα>>, ήταν η μοναδική φορά από την ώρα, που ανέβηκαν στο φορτηγό, που η γυναίκα του, η Φάτιμα τον κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα, τόσο διαπεραστικά και μίλησε δυνατά και με στόμφο. Όλη η ταλαιπωρία, όλη η κακοτυχία τους, χείμαρρος έγιναν στην ψυχή της, που την έπνιγε και άλλο δεν άντεχε να υπομένει.
<<Μην απελπίζεσαι. Δύσκολα είναι, αλλά τουλάχιστον φύγαμε από εκεί, κερδίσαμε μια ευκαιρία, για κάτι καλύτερο. Ήδη αυτό, που καταφέραμε ως τώρα, είναι μια μεγάλη νίκη και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Νίκη ζωής. Άλλωστε πόσο χειρότερα μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα για εμάς!>>, της είπε αργά και σε τόνο ήρεμο, να μην τρομάξουν τα παιδιά.
<<Μπαμπά, κάποιος είναι εκεί>>, διέκοψε τη συνομιλία του αντρόγυνου ο εξάχρονος Τζαφέρ. Μια σκιά, μαύρη κουκίδα σε λευκό χαρτί, διακρινόταν αχνά στην απεραντοσύνη, μπροστά τους.
<<Δεν μου φαίνεται για ανθρώπινη φιγούρα>>, μίλησε ο Μουχσίν.
<<Περιμένετε εσείς εδώ, θα πλησιάσω πρώτος εγώ>>, τους είπε και επιτάχυνε το βήμα του.
Ένα τόσο δα καλυβάκι, με την σκεπή του ευτυχώς ανέπαφη, ορθωνόταν μπροστά του. Είχε τα χάλια του, αλλά στη μέση του πουθενά, ήταν μια κάποια βοήθεια.
<Κάποια παράγκα ψαράδων θα είναι, που την παράτησαν όμως εδώ και πάρα πολύ καιρό >, σκέφτηκε, και άρχισε να την περιεργάζεται καλύτερα. Σε λίγο έφτασαν και τα παιδιά με τη γυναίκα του, και πριν προλάβει εκείνη να πει το οτιδήποτε, της έπιασε το χέρι και μπήκαν μέσα. Αυτό που είδαν, τους αποκαρδίωσε εντελώς. Τα πράγματα στο εσωτερικό ήταν πολύ χειρότερα από αυτό, που φαντάζονταν.
<<Δεν έχουμε άλλη λύση, προς το παρόν τουλάχιστον, εδώ θα βγάλουμε τη νύχτα>> της είπε και την έσφιξε πάνω του. Και βάλθηκαν να αδειάζουν το μέρος με ό,τι έπρεπε να πεταχτεί. Καθάρισαν όπως όπως το πάτωμα και έστρωσαν κάποια ρούχα τους, να καθίσουν τα παιδιά, που είχαν τα χάλια τους. Με αυτά, που έβγαλαν έξω, άναψαν μια φωτιά.
Το αγιάζι της θάλασσας και η υγρασία ήταν οι εχθροί τους προς το παρόν και έπρεπε να τους αντιμετωπίσουν.
<<Πηγαίνω μια βόλτα εδώ γύρω, να βρω και άλλα ξύλα, για να κρατήσουμε τη φωτιά, όσο γίνεται περισσότερο>>, τους είπε και απομακρύνθηκε. Η Φάτιμα μπήκε μέσα, να δει τα παιδιά της. Τα είχε πάρει ο ύπνος και τα δυο. Κατάκοπα και ταλαιπωρημένα και αυτά με όσα πέρασαν εδώ και πολλές πολλές ημέρες, κάτω από κάτι ασφαλέστερο και πιο ζεστό από τον παγωμένο έναστρο ουρανό ή την καρότσα ενός φορτηγού εν κινήσει, βυθίστηκαν σε έναν ύπνο ήρεμο επιτέλους και βαθύ.
Στο φως της άλλης μέρας, από νωρίς το πρωί και ενώ τα παιδιά κοιμόντουσαν, ο άνδρας με τη γυναίκα ξεκίνησαν να στρώνουν την καθημερινότητά τους.
Συνειδητοποίησαν, η Φάτιμα πρώτη, ότι η διαμονή τους στην παράγκα θα κρατούσε περισσότερο από μερικά εικοσιτετράωρα και έπρεπε να τακτοποιηθούν, όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούσαν. Από το βράδυ είχαν πάρει ήδη κάποιες αποφάσεις και τώρα θα περνούσαν στην πραγμάτωσή τους.
Εκείνος θα έφευγε στην πόλη να έβρισκε φαγητό, που όπως τους είπε ο νταλικέρης ήταν κοντά, και εκείνη θα φρόντιζε τα παιδιά και θα έβρισκε ξύλα, να έχουνε για τη φωτιά το βράδυ. Είχε πολύ καιρό, χρόνια τώρα, να αισθανθεί ο Μουχσίν πώς είναι να περπατάει κανείς με το κεφάλι ψηλά και όχι να τρέχει, με τους ώμους σκυφτούς, να προφυλαχτεί από σφαίρες ή οτιδήποτε εκσφενδονίζονταν. Να περνά δίπλα από ανθρώπους, που πηγαίνουν για ψώνια ή στη δουλειά και να βλέπει μαγαζιά και σπίτια, ολόκληρα, χωρίς πληγές, περιποιημένα, να υποδέχονται το φως της μέρας ή να λούζονται στο φεγγαρόφωτο.
Ακόμη και αυτή η φασαρία με τα κορναρίσματα, τις βρισιές, τις φωνές, τις τσιριχτές και τις άλλες, τις εκκωφαντικά βροντερές, πόσο ευεργετικά ηχούσε στα αυτιά του.
Ο αχός από τους συνεχείς πυροβολισμούς είχε γίνει εδώ και χρόνια ένα με την ανάσα του. Σα μόνιμοι και ενοχλητικοί ένοικοι αυτοί, μέσα στο κεφάλι του, τον τυραννούσαν με τους πονοκεφάλους τη μέρα και τον έκαναν να πετάγεται, κάθιδρος, τα βράδια. Οι μόνες νύχτες, που θυμόταν, να ήρθαν στον ύπνο του όνειρα, ήταν, αν είναι δυνατόν, αυτές που κοιμόταν δίπλα στα θηρία, στα βουνά και στα λαγκάδια, στην προσπάθειά τους να φύγουν από την πληγωμένη τους πατρίδα.
Μπήκε σε ένα μαγαζί με χρυσαφικά. Πούλησε τα βραχιόλια, που οι γονείς της γυναίκας του, τού έδωσαν στο γάμο. Για μια ώρα δύσκολη τους είχαν πει. Αν δεν ήταν αυτή η ώρα η δύσκολη, τότε ποια ήταν, σκέφτηκαν το προηγούμενο βράδυ, και αποφάσισαν να τα πουλήσουν.
Με κόπο πολύ και με ακόμη περισσότερο φόβο κατάφεραν να τα διασώσουν αυτά τα βραχιόλια. Ραμμένα στο στρίφωμα του φουστανιού της τα είχε η Φάτιμα και όλο προσπαθούσε να βαδίζει σιγά και να μην κάνει περιττές και άσκοπες κινήσεις, μη και ο θόρυβος από τα μεταξύ τους αγγίγματα, προδώσει και αυτά και εκείνους μαζί.
Πήρε καλά χρήματα από την πώληση.
Η επόμενη κίνηση του ήταν να ξοδέψει ένα μικρό ποσό, για κάποια τρόφιμα. Τελευταία φάγανε, το προηγούμενο απόγευμα, ό,τι για μια ακόμα φορά τους έδωσε ο Κεμάλ, ο οδηγός, αφήνοντάς τους έξω από την πόλη του Αϊβαλιού.
Επέστρεψε στην παράγκα, που η γυναίκα του όλη τη μέρα πάλευε μαζί της να την καθαρίσει και να την κάνει κατοικήσιμη. Έφαγαν έξω, κάτω από τον ήλιο, που ήδη όμως είχε αρχίσει δειλά δειλά να διπλώνει τις ακτίνες του. Τις έκλεινε προσεχτικά, για να τις βρει γερές και άθικτες την επομένη και να τις ξανανοίξει. Χάρηκαν τόσο πολύ που, μετά από καιρό, έτρωγαν πια μόνοι τους, σαν οικογένεια, στο λευκό, φυσικό φως και ήταν ωραία και γευστικά πολύ αυτά, που έτρωγαν. Μα περισσότερο χάρηκαν τα παιδιά, που μετά το φαγητό τους περίμενε και από μια σοκολάτα στον καθένα, μέσα σε ένα κατακόκκινο χαρτί περιτυλίγματος.
<<Πρέπει να κάνω κάτι Φάτιμα, να βγάλουμε χρήματα, αυτά που πήραμε από τα βραχιόλια θα φύγουν σύντομα, και μετά τι; Τη ζωή μας πως θα τη στρώσουμε; Είτε μείνουμε εδώ, σε αυτή τη χώρα, είτε προχωρήσουμε και άλλο, χρειαζόμαστε χρήματα. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω, όμως πρέπει να προσπαθήσω>>, της έλεγε ο άντρας της με πόνο ψυχής, όλο το βράδυ.
Έφυγε ο Μουχσίν το άλλο πρωί ξανά για την πόλη. Αυτή τη φορά πήρε το δρόμο όχι για το κέντρο, αλλά για το λιμάνι. Μπερδεύτηκε με το πολύβουο πλήθος, ώστε κανείς να μην τον προσέξει, να μην του δώσει σημασία, και κοιτούσε γύρω του. Να βρει τι; Ούτε και εκείνος ήξερε καλά καλά. Παρατήρησε όμως άντρες, με σηκωμένα τα παντελόνια και τα μανίκια να πηγαινοέρχονται, σα το στρατό των μυρμηγκιών, κουβαλώντας σακιά και κιβώτια.
Τους ακολούθησε και έφτασε σε μια τεράστια αποθήκη. Με τα κουτσουρεμένα αγγλικά του ρώτησε, τι έκαναν. Κανένας τους δεν του απάντησε. Ξένη η γλώσσα του, δεν τον καταλάβαιναν.
Κάποιος άλλος όμως, από πίσω του, άκουσε να του απαντάει, στα αγγλικά, πως ήταν εργάτες του λιμανιού και έκαναν αγώγι, αποθήκη-λιμάνι-αποθήκη.
<< Τους νοίκιασα για δυο εβδομάδες, να φορτώσουν σε καράβια, που περιμένουν, για την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Ρωσία>>, συνέχισε την κουβέντα ο άγνωστος και καλοντυμένος άντρας. Δε σκέφτηκε λεπτό ο Μουχσίν και τα επόμενα λόγια πέταξαν, πουλιά ταξιδιάρικα, αβίαστα από το στόμα του:
<< Δεν έχω χαρτιά, δε θέλω πολλά, μπορώ και εγώ να κουβαλήσω;>>
<<Θα έρχεσαι τα βράδια, να σφραγίζεις τελάρα και να τα μετράς. Αυτό μπορώ να σου δώσω και για λίγες μέρες>>, άκουσε με έκπληξη να του λέει ο άλλος. Χάρηκε πάρα πολύ με αυτή την εξέλιξη και λίγο έλειψε, μετά τη χειραψία, να πέσει στην αγκαλιά του άγνωστου άντρα.
Δούλεψε όσο πιο δυνατά, όσο πιο σκληρά μπορούσε. Του έδωσαν δουλειά, πράγμα που δεν περίμενε να του συμβεί τόσο σύντομα και ήθελε με τον τρόπο του, με την εργασία του δηλαδή, να τους το ανταποδώσει. Πρώτος ξεκίναγε τη βάρδια του, το βράδυ, τελευταίος έφευγε, με το που ερχόταν οι πρωινοί. Τίποτα δεν έλειψε από την οικογένειά του, κατάφερε να βάλει και ένα μικρό ποσό χρημάτων στην άκρη και ήταν πολύ χαρούμενος για αυτό. Η αποθήκη όμως μέρα με την ημέρα άδειαζε, πράγμα που σήμαινε πως η δουλειά έφτανε στο τέλος της, και αυτό άρχιζε να τον αγχώνει. Θα έβρισκε άραγε σύντομα άλλη δουλειά!
<<Ξύπνα Μουχσίν>>, άκουσε τη γυναίκα του, αχάραγα ακόμη, να του μιλά και να τον σκουντά.
<<Τι συμβαίνει, κάτι με τα παιδιά;>>, ρώτησε εκείνος ανήσυχος.
<<Ακούω ομιλίες, κάπου εδώ γύρω, κάποιοι βρίσκονται>>, του μίλησε η γυναίκα του και έκανε να σηκωθεί.
<<Περίμενε, δεν ξέρουμε ποιοι είναι και τι θέλουν>>, την κάθισε αμέσως κάτω εκείνος. Οι ομιλίες συνεχίζονταν και κάπου κάπου ακουγόταν και κλάματα μωρών.
<<Να, έχουν και παιδιά μαζί τους, πάει να πει πως είναι οικογενειάρχες άνθρωποι και ίσως κάτι τους συμβαίνει>>, μίλησε η γυναίκα του και τα λόγια της τον παρακίνησαν να σηκωθεί, να δει τι συνέβαινε.
Άνοιξε όσο πιο αθόρυβα γινόταν την πόρτα και προχώρησε στο σκοτάδι και προς την πλευρά, από όπου ακουγόταν οι ομιλίες. Μια παρέα από καμιά εικοσαριά άτομα, άντρες και γυναικόπαιδα ήταν καθισμένοι στην αμμουδιά και δυο άντρες, όρθιοι, κάτι τους έλεγαν και κούναγαν και τα χέρια τους.
Πλησίασε λίγο ακόμη, αλλά οι άντρες, που ήταν όρθιοι, τον πήραν είδηση και κινήθηκαν προς το μέρος του. Τα πόδια του πέτρωσαν και η καρδιά του αισθανόταν μέσα του, έτοιμη να πεταχτεί έξω από τα στήθη. Τόσος ήταν ο τρόμος του. Περίμενε χωρίς καν να ανασαίνει. Τον έφτασαν. Ο ένας κρατούσε όπλο, που το ακούμπησε ίσια, καρφί, στο μέτωπό του. Κάτι του είπαν, τον ρώτησαν μάλλον, αλλά δεν καταλάβαινε. Λίγο η ξένη γλώσσα, λίγο το αγουροξύπνημα, μα πιο πολύ ο φόβος, μπλόκαραν τους νευρώνες του εγκεφάλου του και δεν μπορούσε να επεξεργαστεί καμιά πληροφορία.
Η βροντερή φωνή του άλλου άντρα σα να τον ξύπνησε από το πνευματικό του τέλμα και κατάφερε κάτι να αρθρώσει, στα αγγλικά και με φωνή τρεμάμενη.
<< Μη με πειράξετε, μένω πιο κάτω, εκεί, σε μια παράγκα, ώσπου να μπορέσω να περάσω απέναντι. Άκουσα ομιλίες και βγήκα>>.
Μετά την πρώτη έκπληξή του, κατάλαβε ότι επρόκειτο για διακινητές, που έστελναν ανθρώπους, σαν και εκείνον και την οικογένειά του, απέναντι, στην Ελλάδα. Με το μυαλό να παίρνει στροφές με ταχύτητα φωτός και με θάρρος, ούτε που κατάλαβε από που το αντλούσε, είπε και τη δεύτερη κουβέντα του.
<< Έχω μαζί μου την γυναίκα μου και δυο μωρά και έχω και τέσσερις χιλιάδες δολάρια, μας παίρνετε και εμάς μαζί σας;>>.
Ευχάριστα ήχησαν στα αυτιά των διακινητών οι τρεις λέξεις < τέσσερις χιλιάδες δολάρια>, λεφτά δηλαδή από το πουθενά, και κατέβασαν το όπλο.
Η συμφωνία κλείστηκε εν ριπεί οφθαλμού. Ήταν ίσως η πιο σύντομη και για τόσο σοβαρό θέμα συμφωνία, που έγινε ποτέ. Τα χρήματα από την πώληση των χρυσών βραχιολιών έπιασαν τόπο. Ιερός ο σκοπός τελικά, για τον οποίο πέρασαν εκείνα σε άλλα, ξένα χέρια.
Ακούστηκε μηχανή από το βάθος της θάλασσας, να πλησιάζει, και στο πρώτο φως της μέρας φάνηκε το περίγραμμα ενός πλεούμενου.
Για πότε γύρισε ο Μουχσίν στη γυναίκα του, που τον περίμενε άγρυπνη και φοβισμένη πίσω από την πόρτα, για πότε ξύπνησαν τα παιδιά τους, για πότε έκλεισαν, σα μωρά φασκιωμένα, τα λίγα υπάρχοντά τους σε δυο πολυκαιρισμένες κουβέρτες, για πότε βρέθηκαν στη θάλασσα με άλλους είκοσι περίπου, ούτε που το κατάλαβαν.
Τα χέρια του Μουχσίν δούλευαν σα χέρια ρομποτικά και γρηγορότερα ακόμη, μα πιο γρήγορα δούλευε το μυαλό του.
Ένιωθε σα σε υπερένταση, μαινάδα σε έκσταση, με τα μάγουλα φλογισμένα, παρά το τσουχτερό κρύο της αυγής, τους χτύπους της καρδιάς του δυνατούς και σε αρρυθμία και τα μάτια του, να σαρώνουν γύρω τη μικρή τους κάμαρη, μη και ξεχάσουν κάτι.
Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις, σκιές του μυαλού του, φαντάσματα της ψυχής. Σκέψεις για αυτά, που πριν λίγο έγιναν, σκέψεις για αυτά, που τους περίμεναν ακόμη.
Τα χρήματα αποδόθηκαν στους τελευταίους δικαιούχους τους, τους διακινητές και μια πλαστική βάρκα, χωρητικότητας δώδεκα ατόμων το πολύ, γέμισε με φορτίο υπερδιπλάσιο, αυτού που έπρεπε και αυτού, που άντεχε. Γυναίκες στριμώχτηκαν δίπλα στους άντρες τους και παιδιά κούρνιασαν στις αγκαλιές των γονιών τους. Κάποια ελάχιστα, πορτοκαλί σωσίβια, που υπήρχαν στον πάτο της βάρκας, οι γονείς τα πέρασαν κολιέ στα παιδιά τους.
Η βάρκα έστριψε με έναν επικίνδυνο ελιγμό, σα σε διαγωνισμό παράτολμων ασκήσεων και πήρε φόρα ίσια μπροστά.
<<Θα σας κατεβάσουμε σε ένα σημείο απόμερο, αλλά γνωστό σε κάποιους, που θα σας περιμένουν εκεί, να σας πάρουν. Αν συμβεί το οτιδήποτε, δεν μας γνωρίζετε, ούτε φυσικά ξέρετε και πώς και με ποιους φτάσατε εκεί>>, ήταν τα πρώτα και τελευταία λόγια, που άκουσαν μέσα στη βάρκα, από τους δυο διακινητές.
Ο Μουχσίν, τα έμαθε αυτά από έναν, που καθόταν δίπλα του. Του έκανε τη μετάφραση, αφού ήξερε και μιλούσε τσάτρα πάτρα τα τουρκικά.
Η θάλασσα ευτυχώς τους δέχτηκε μέσα της με ευγένεια και σεβασμό, υποκλινόμενη ίσως στη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, που όσο και να τη ρίχνουν στη λάσπη, εκείνη σηκώνεται και συνεχίζει να προχωρά, να παλεύει, να ζει.
Κανείς δεν είχε διάθεση να πει μια κουβέντα, κοίταζαν μόνο γύρω τους και περισσότερο μπροστά, αυτά που τους περίμεναν. Μόνο τα βρέφη, όπως επιτάσσει η φύση τους, όταν πεινούν, στρίγκλιζαν και έψαχναν στο στήθος της μάνας τους τη θηλή, να τα κρατήσει στη ζωή.
ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2016
Έφτασαν στον προορισμό τους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, αν εξαιρέσει κανείς κάποιο μεγάλο σκάφος, του ελληνικού λιμενικού πρέπει να ήταν, που είδαν στα αριστερά τους, αλλά σε απόσταση, και προς στιγμήν αγχώθηκαν. Έμπαιναν παράνομα πάλι σε μια άλλη χώρα. Μπορεί το δίκιο να ήταν με το μέρος τους, πρόσφυγες ήταν, κυνηγημένοι από τις εστίες τους, αλλά και πάλι, δεν πήραν την άδεια κανενός, σε ξένες χώρες να εισβάλλουν. Και υπήρχαν και οι άλλοι, και ήταν οι πιο πολλοί αυτοί, οικονομικοί μετανάστες, που είδαν τον πόλεμο, που μαίνονταν αλλού, ως μια ευκαιρία, μαζί με τους πρόσφυγες, τους αληθινούς, κάπου αλλού και αυτοί να φτιάξουν τη ζωή τους.
Ο Μουχσίν τα έβλεπε αυτά, τα γνώριζε, και κάπου βαθιά μέσα του ένιωθε κάτι σαν αιδώ, σαν μια μικρή ενόχληση, όμως μέχρι εκεί. Η επιβίωση της οικογένειά του ήταν αυτό, που προεξείχε και μόνον αυτή.
Πράγματι, πατώντας στη στεριά, κάποιοι ήταν εκεί και τους περίμεναν. Η βάρκα τραβήχτηκε στο χώμα και τρύπες από σουγιά έβγαλαν βίαια την πνοή από τα σωθικά της. Τα σωσίβια πετάχτηκαν στα πόδια ενός πορτοκαλιού σωρού, σα στεφάνι σε μνημείο Άγνωστου Αγωνιστή και ένα τραγούδι μελωδικό, ένιωσε ο Μουχσίν, να φτάνει αχνά στα αυτιά του:
<<Ήλιε μου, το φως σου το λευκό,
ψυχές μικρών παιδιών, μελαμψών
ζεστά αγγίζει, αλλά και πληγώνει.
Οι μάνες, μη μπορώντας
στην αγκαλιά τους παιδιά να νανουρίζουν,
γονατίζουν στο δικό σου μεγαλείο,
και εκλιπαρούν, λίγη συμπόνια να γευτούν.
Μη παρακαλώ σε, αέρα βοριά,
τα γυμνά πόδια αυτών,
που το δρόμο ψάχνουν, για τη ζωή,
δώσεις μοίρα σκληρή, και γίνουν βαριά.
Τι θα πει ξένος, τι λευκός,
Εβραίος ή σοφός.
Τα δάκρυα, γυάλινες χάντρες, σε κομπολόι μικρό,
τους χτύπους της καρδιάς μετρούν,
όνειρα, ελπίδες γεννούν.
Για ένα αύριο, χωρίς το χρώμα το πορτοκαλί.
Αυτό, που στα παγωμένα νερά,
θάνατο χαρίζει, αντί τη ζωή.
Και συ, Ανθρώπου Ψυχή,
όχι αυτού, που το μίσος σκορπά,
ή λαούς, σα πραμάτειες,
σε παζάρι Ανατολής, ξεπουλά,
γίνε η Ελπίδα, γίνε το Καλό,
γέννημα μήτρας Θεϊκό,
ξόρκισε καθετί ποταπό.
Κάνε άνθρωπε, τον ίσκιο ξενοφοβίας,
που κοντοζυγώνει,
ασπίδα θάρρους και τιμής,
στο ύψος σου, στάσου, το μπορείς.
<<Πού μας πάνε >>, διέκοψε τον άντρα της η Φάτιμα, που τόση ώρα τη μελωδία αφουγκραζόταν.
<<Δεν κατάλαβα, ούτε εγώ καλά. Ας τους ακολουθήσουμε, και θα δούμε>>, της είπε εκείνος και πήρε τον Τζαφέρ στην αγκαλιά του.
Τους πήγαν σε ένα χώρο περιφραγμένο, με κοντέινερς και σκηνές. Λεφούσι ο κόσμος εκεί μέσα. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, στην κυριολεξία. Τους έδειξαν μια άδεια σκηνή, να μπούνε μέσα. Μπήκαν και τακτοποιήθηκαν όπως όπως. Ήρθε κάποιος και τους έδωσε ένα κινητό τηλέφωνο και ένα χαρτί. Κάτι σαν οδηγίες τους φάνηκαν, και έφυγε.
Το βράδυ άκουσαν έναν ήχο οξύ, σαν συναγερμό. Τα παιδιά χώθηκαν κάτω από τις φτερούγες της μάνας τους, της Φάτιμα, και ο Μουχσίν ξεπρόβαλε το κεφάλι του από τη σκηνή, να δει τι συνέβη.
<<Φαγητό, μοιράζουν φαγητό>>, του είπε ένας ομοεθνής του. Ενημέρωσε τη γυναίκα του, να μην ανησυχεί, και πήγε και αυτός και στάθηκε στην ουρά. Το συσσίτιο είχε ήδη ξεκινήσει.
Όμως και η βροχή ξεκίνησε, και εκείνη δεν έπεφτε με φειδώ, όπως το νερό με τα φασόλια στις καραβάνες, αλλά με μένος, με δύναμη, με ορμή.
Ορμητικά νερά εισέβαλαν μέσα στις σκηνές, όπως και στη σκηνή του Μουχσίν, μουσκεύοντας τα πάντα. Σε μια γωνιά, όταν ύστερα από ώρα και με τη βοήθεια άλλων τα νερά έφυγαν, όπως και ο πρώτος τους πανικός, μαζεύτηκε ένα κουβάρι η Φάτιμα, και μη αντέχοντας άλλο, άρχισε κρυφά να κλαίει και να μοιρολογεί.
Ένα μικρό, ζεστό χεράκι, έπιασε το μάγουλό της και ένα άλλο ακούμπησε στα μαλλιά της, επάνω, που ξεδιάντροπα ξεπρόβαλαν, από τη μαντίλα.
<<Μην κλαις μαμά, κοίτα, δεν έχουμε τώρα νερά>>, της είπε ο μικρός Τζαφέρ και ο Ρασίντ, που έτρεξε από πίσω του, και ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά της. Έπιασε σφιχτά τα δυο παιδιά της η μάνα, δύναμη να αντλήσει και απαντοχή. Και τότε το ένοιωσε.
Στα χέρια της, μέσα, είχε ακουμπήσει ο γιος της, ο μεγάλος, ένα κουτάκι τόσο δα.
<<Κοίτα μαμά, για σένα το κράτησα, είναι δικό σου τώρα>>, της είπε, δίνοντάς της το. Το κράτησε μέσα στις χούφτες της εκείνη και το περιεργάστηκε, να δει, τι ακριβώς ήταν. Τα χέρια της κατάφεραν, παρά το τρέμουλό τους, και το άνοιξαν. Ένα πραγματάκι μικρό, στρόγγυλο, γυαλιστερό, άστραψε μπροστά της, με κάτι να έχει γραμμένο, στη μια του πλευρά.
<< Πού το βρήκες αυτό, παιδί μου >>, ρώτησε και το βλέμμα της, το γεμάτο περιέργεια, ακούμπησε στα μάτια του μικρού παιδιού της.
<< Σε ένα συρτάρι, μαμά, εκεί που μέναμε, στο σπιτάκι, στη θάλασσα, το βρήκα. Το έκρυψα, δεν ήθελα να με μαλώσετε>>, είπε ο Τζαφέρ, κατεβάζοντας το κεφάλι.
<<Τι συμβαίνει>>, ρώτησε ο Μουχσίν, μπαίνοντας στη σκηνή, με τα δοχεία φαγητού μισογεμάτα, και βλέποντας και τους τρεις τους, σαν σε κουβάρι, μπερδεμένους και σφιχτά αγκαλιασμένους.
<<Τίποτα Μουχσίν μου, τίποτα, μόνο αυτό >>, του είπε και άπλωσε το χέρι της, που κρατούσε το βελούδινο κουτάκι. Με τα μάτια καρφωμένα επάνω του ο Μουχσίν το πήρε και το άνοιξε. Η λάμψη από το κρύο μέταλλο συνάντησε τη γυαλάδα των ματιών του και ένας θαυμασμός ξέφυγε από τα χείλη του.
<< Είναι υπέροχο, πώς βρέθηκε εδώ, μέσα στη λάσπη>>, απόρησε και έπιασε το κουμπάκι στο πλάι, να το γυρίζει, μπρος πίσω. Σε δευτερόλεπτα, το ρολόι τσέπης σα να ανάνηψε. Οι δείχτες του έτρωγαν αχόρταγα την απόσταση μπροστά τους.
<<Λειτουργεί, είναι το μόνο καλό πράγμα, που μας έγινε, από τη μέρα της φυγής μας>>, πρόφερε τις λέξεις με συστολή και ταπεινότητα, και είδε τα γυαλισμένα, από την υγρασία των δακρύων μάτια του, να καθρεφτίζονται στη στιλπνή του επιφάνεια.
<<Είδες Φάτιμα, ο χρόνος μετρά υπέρ μας. Όλα καλά θα πάνε, είναι σημάδι αυτό, σημάδι φωτεινό, σημάδι από το Θεό>>, της είπε και έκρυψε το μικρό πολύτιμο πράγμα μέσα στην τσέπη του παντελονιού του. Ευχήθηκε η λάμψη του την ψυχή του να φωτίζει, καθώς και τις ζωές τους.
Η μια μέρα διαδέχονταν την άλλη στον καταυλισμό, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό. Όλα ίδια και απαράλαχτα και όλο περίμεναν και περίμεναν. Πολλοί ήθελαν να φύγουν για άλλες χώρες.
Θέλουν εργατικά χέρια στη Γερμανία, έλεγε ο ένας, στη Σουηδία έλεγε ο άλλος, αλλά ο Μουχσίν δεν είχε ακόμη αποφασίσει. Καλού κακού όμως έκανε εκείνος και μια αίτηση, να τους δοθεί άσυλο στην Ελλάδα. Αν μπορούσαν να μείνουν σε αυτή τη χώρα, που τους φέρθηκε τόσο καλά, τόσο το καλύτερο, σκεφτόταν. Άλλωστε ο πρώτος σπόρος σε αυτή τη γη είχε πέσει, το μικρό ρολόι, που μόλις τους αποκαλύφτηκε, σα να έβγαλε ρίζες και τις άπλωσε, σα να τους έλεγε να μείνουν στη γωνιά εκείνη της γης, που είχαν φτάσει.
Και η μέρα, που έγινε το κακό και έδωσε μια και γκρέμισε τα όνειρα και τις ελπίδες τους, δεν άργησε, δυστυχώς, να φτάσει.
Ο μικρός Ρασίντ έχοντας διαφύγει της προσοχής του αδελφού του, του Τζαφέρ, βρήκε το μπουκάλι με το απολυμαντικό, στη σκηνή τους μέσα, και φέρνοντάς το στο στόμα του θέλησε να το δοκιμάσει, όπως σε αυτή την ηλικία κάνουν όλα τα μωρά.
Ο γιατρός του καταυλισμού, που έσπευσε γρήγορα, όταν άκουσε τις πικρές κραυγές της Φάτιμα, ήταν ξεκάθαρος και σαφής. Το παιδί έπρεπε να μεταφερθεί σε μεγάλο νοσοκομείο, που να έχει την υποδομή και τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε τόσο σοβαρά περιστατικά. Έπρεπε να γίνει άμεσα η αεροδιακομιδή του παιδιού στην Αθήνα. Ο χρόνος για τον μικρούλη είχε αρχίσει ήδη να μετράει αντίστροφα.
Η πόρτα του δωματίου στο νοσοκομείο <Ευαγγελισμός> άνοιξε και ένας άντρας με ένα παιδάκι, πιασμένο από το χέρι, επτά με οκτώ χρονών, μπήκαν μέσα. Το αγόρι έτρεξε προς τη μεριά της μάνας του και ο άντρας πλησίασε τον γιατρό.
<< Είμαι ο πατέρας του παιδιού>>, είπε και με τα μάτια έδειξε τον μικρό, που πάλευε για τη ζωή του, στο κρεββάτι, απέναντι.
<<Πώς είναι, γιατρέ>>, ρώτησε με αγωνία και χαμηλόφωνα, σεβόμενος το χώρο, που βρίσκονταν.
<<Είναι ακόμα τα πράγματα θολά, ελπίζουμε πάντως και προσπαθούμε, για το καλύτερο>>, απάντησε ο γιατρός και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα στήθη του.
<< Θα είναι άδικο πολύ να μου φύγει έτσι, μετά από όσα περάσαμε, για να φτάσουμε ως εδώ>>, μόλις που ψέλλισε ο πικραμένος πατέρας.
Και σαν να είχε απέναντί του έναν παλιό του γνωστό, με τον οποίο η ζωή τους χώρισε και τώρα τους έφερε πάλι κοντά, άρχισε να απαριθμεί τα βάσανα και τους καημούς τους, έναν έναν.
Τα μάτια άλλο δε βάσταγαν πια τη λύπη του να κρατάνε και δάκρυα καυτά στα μάγουλα άρχισαν να κυλάνε. Για το παιδί του έκλαιγε ο δόλιος πατέρας και για αυτά που ζήσανε, μα περισσότερο για όσα φοβόταν, πως είχαν σειρά να έρθουν.
Με μια κίνηση τράβηξε το μαντίλι, που είχε στη τσέπη του, φυλαγμένο, και μαζί με αυτό κάτι μικρό, με θόρυβο, έπεσε στα μάρμαρα, τα λευκά. Έσκυψε ο γιατρός να πιάσει το μέταλλο, που κύλησε, και ο χρόνος σα να πάγωσε απότομα, όπως και όλα γύρω του. Σαν αστραπή, που σκίζει κατακαλόκαιρο τον φορτωμένο με σύννεφα ουρανό και τον φωτίζει, ένοιωσε στα μάτια του να φτάνει η λάμψη του μικρού αντικειμένου. Μια λέξη, Αλεβιζάκη, πρόλαβε ίσα ίσα να διαβάσει από αυτά, που ήταν χαραγμένα στη μια πλευρά του ρολογιού, και καρφώθηκε εκείνη στην ψυχή του, επάνω.
Μετά το πρώτο σοκ, έπιασε να περιεργάζεται το αντικείμενο και να διαβάζει ολόκληρη την αφιέρωση, < Στον Δημητρό μου, με αγάπη…. Ελένη Αλεβιζάκη>.
<<Πού το βρήκες αυτό>>, ήταν τα πρώτα λόγια του γιατρού Δημήτρη Παρμακέλλη, που με δυσκολία και συγκίνηση κατάφερε να αρθρώσει.
Με όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσε, ο Μουσχίν αποκάλυψε στο γιατρό, όσα έγιναν με το που έφτασαν στο Αϊβαλί της Τουρκίας έως και τη σκηνή τους, στον καταυλισμό, στη Μυτιλήνη.
<<Αλεβιζάκη είναι το επώνυμο της μητέρας μου και η Ελένη Αλεβιζάκη, που γράφει εδώ πάνω ήταν η προγιαγιά μου. Έφτασαν με ένα καϊκι, πριν πολλά χρόνια, από την Κρήτη στο Αϊβαλί και από εκεί, πρόσφυγες και αυτοί όπως εσείς, ήρθαν στην Ελλάδα πίσω ξανά, στη Μυτιλήνη, και έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή. Δεν το πιστεύω που μετά από τόσα χρόνια και με αυτό τον τρόπο έφτασε στα χέρια μου κάτι δικό τους, κάτι τόσο προσωπικό >>, ήταν η σειρά τώρα του γιατρού να μιλήσει για τις περιπέτειες της δικής του οικογένειας, που είναι περιπέτειες και ολόκληρου του κόσμου.
Δεν ήξερε τι να πει και πώς να αντιδράσει ο Μουχσίν. Είχε μείνει άναυδος και εκστασιασμένος με τα παιχνίδια της ζωής, τα περίπλοκα και με το τέλος το πικρό, αλλά και εκείνα, που το τέλος τους είναι αίσιο και με κατάληξη ευτυχή, όπως αυτό, που συνέβη στο γιατρό, που είχε απέναντί του.
<<Νομίζω γιατρέ πως τα δικά σας χέρια είναι η θέση, που του αρμόζει. Είναι σαν η ζωή να σας πήρε κάτι και τώρα σας το φέρνει πίσω, σας το επιστρέφει>>, του είπε ο Πρόσφυγας και απόθεσε στις χούφτες μέσα του γιατρού το ασημένιο ρολόι.
<<Έτσι έλεγε και η μητέρα μου, πως η ζωή μάς δανείζει. Μας δανείζει ανθρώπους, μας δανείζει αντικείμενα, μας δανείζει χρόνο, μας δανείζει τόπο. Και όταν εκείνη το αποφασίσει τα παίρνει πίσω και άλλοτε πάλι τα ξαναεπιστρέφει. Αυτό γίνεται απ’ απαρχής του κόσμου. Δεν ξέρω, γιατί, εμείς, οι άνθρωποι, ακόμη πιανόμαστε στα χέρια και διεκδικούμε πράγματα, που ποτέ δεν ήταν δικά μας και ποτέ δεν θα γίνουν>>.
Τα λόγια του γιατρού έκαναν και πάλι τα μάτια του Πρόσφυγα να υγρανθούν, αλλά αυτή τη φορά από συγκίνηση και ανάταση ψυχική και όχι από θλίψη και πόνο.
Ο Άνθρωπος, σε αυτό το ταξίδι της ζωής, το αέναο και το μοναχικό, σαν άλλος Έλληνας Οδυσσέας, πρέπει να καταλάβει ότι αυτά, που του δόθηκαν είναι για να τον φέρουν κοντά στους άλλους και όχι, για να τον απομακρύνουν. Και είναι πολλά τελικά αυτά, που πραγματικά ενώνουν τους ανθρώπους. Ένα από αυτά είναι και οι θάλασσες, οι μεγάλες, οι γαλάζιες, οι πλατιές……..
Τέλος
Εύα Χορόζη