fbpx
ΙστορικάΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 4ο: «Ρολόι τσέπης» (Σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

ΜΥΤΙΛΗΝΗ,   ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  1940

Παραμονή  του  Αϊ  Γιάννη  του  Κλήδονα  ξημέρωνε  και  οι  φωτιές,  που  άναψαν  στις  γύρω  γειτονιές,  είχαν  από  ώρα  αρχίσει  τον  ξέφρενο  χορό  τους.

Νέοι  και  γέροι,  κορίτσια  και γυναίκες,  με τα  ξεραμένα  μαγιάτικα  στεφάνια  και  τα  παλιοκόφινα  στα  χέρια   τους,  βορά  και  σπονδή  στις  φλόγες,  τις  αδηφάγες,  ετοιμάζονταν  από  ώρα  πάνω  τους  να  πηδήσουν,  το  κακό   να  διαλύσουν. 

 Γέλια  και  χάχανα  πολλά  και  λόγια  μυστικά,  ερωτικά, τη  νύχτα  αυτή,  τη  μαγική  σιγοψιθύριζαν  όλοι  με  μια  φωνή, το   καλοκαίρι  καλωσόριζαν,  σα  να  ξέραν  πως  τέτοια  όμορφα  καλοκαίρια   θα  αργούσαν  πολύ,  για  να  ξανάρθουν. 

Παράμερα ο  Δημήτρης  τράβηξε   τη Μαργαρίτα,  λαχανιασμένοι  και  οι  δυο  από  το  πέταγμα  και  τον  χορό.  Ήθελε  την  απόφασή  του  να  της  ανακοινώσει  και  άλλο  δεν  βάσταγε  πια.  Δύσκολη  ήταν  η  απόφασή  του  αυτή  πολύ,  αλλά έπρεπε  έτσι  να  γίνει.

<<Φεύγω  σύντομα  για  την  Αθήνα,  Μαργαρίτα   μου,  θα  πάω  να  γίνω  γιατρός.  Μη  με  μαλώσεις,  μη  μου  θυμώσεις, σε  παρακαλώ, το  ξέρεις  πως  σε  αγαπώ.  Και  μόλις  τελειώσω,  γρήγορα  κοντά  σου  θα  έρθω,  τη  ζωή  μας,  την  κοινή,  μαζί  να  σχεδιάσουμε>>,  έβγαιναν  με  δυσκολία  τα  λόγια  από μέσα  του,  θαρρείς  και η  κάπνα,  που  απλώθηκε,  σύννεφο  μαύρο  και  πηχτό  από  πάνω  τους,  έφτασε  και  μέσα  στα  στήθη  του,  κόβοντας  τη δίοδο  για  το  οξυγόνο.

 Πονούσε  πιότερο  και  από  εκείνη,  αλλά   έπρεπε  να  κάνει το  μεγάλο  βήμα,  που  θα  τους  πήγαινε  και  τους  δυο   μπροστά,  αλλιώς,  το  ένοιωθε,  πάντα  κάτι  θα  του  έλειπε  στη  ζωή  του  και  δεν  θα  είχε  το  σθένος  ούτε  τον  εαυτό  του  να  συγχωρήσει,  που  πρόδωσε  το  όνειρό  του  ούτε  και  σε  εκείνη  να  δώσει,  όσα  της  άξιζαν  και  δεν  εννοούσε φυσικά   τις ανέσεις  και  τα  πλούτη.  Ανολοκλήρωτος  πάντα  θα  ένοιωθε  και  επομένως  λίγος  και  μικρός  για  εκείνην.

 Τι  να  πει  και  πώς η  Μαργαρίτα,  που  αγαπούσε  το  Δημήτρη  πολύ,  αλλά  ήξερε  και  αυτό,  που  εκείνος  αγαπούσε  πολύ,  να  γίνει  γιατρός.

  Το  δικό  της  όνειρο,  να  γίνει  δασκάλα,  πρόωρα  έσβησε,  όταν τη   μία  και μοναδική  φορά,  που  το  εκμυστηρεύτηκε  στους  γονείς  της,  της  το  ξέκοψαν  εκείνοι αμέσως.

<< Τα κορίτσια,  με  τα  γράμματα,  τεμπελιάζουν περισσότερο  και μετά  μένουν  στο  ράφι>>, της δώσανε  απάντηση  αποστομωτική,  μαζί  και οι δυο  τους.

 Ούτε  που  σκέφτηκε  η  Μαργαρίτα να  πάει  κόντρα  στη γνώμη των  γονιών της.  Τους  φοβότανε, να   φύγει,  να  πάει  πού,  μέρος  δεν  είχε,  χρήματα  επίσης δεν είχε. Και  η   αλήθεια  ήταν  πως  με  τόσα  στόματα,  δύσκολα  τα  έβγαζαν  πέρα εκείνοι,    τα  χέρια  της  τα  άξια  και  εργατικά,  αν  έλειπαν,  θα  στερούσαν  την  οικογένεια  από  αρκετά.

  Αυτά  σκέφτηκε  η  Μαργαρίτα  και έτσι  έθαψε  το όνειρό  της  βαθιά  μέσα της  και ούτε  που  κοίταξε  ξανά  προς  τα  εκεί. Μόνο  την  υπόσχεση,   ότι τα  δικά  της  παιδιά, ο κόσμος  ανάποδα  να  ερχόταν,  θα σπούδαζαν,  έλεγε  και  ξανάλεγε  στον  εαυτό  της,  μη  τυχόν  και  την  λησμονούσε.

Μετά  την  εισαγωγή  του   στην Ιατρική  Σχολή   έφυγε,  αρχές  Οκτώβρη,  για την Αθήνα,  ο  Δημήτρης.  Μαζί  του   πήγε  και  η Διώνη.  Ήταν η πρώτη  της  φορά,  που  επισκεπτόταν   εκείνη  την  πρωτεύουσα  της  Ελλάδας. 

Το  μέγεθος των  δρόμων  και το πλήθος  λογιών λογιών ανθρώπων,  μια  παλέτα  από  χρώματα  σε  χέρια  ζωγράφου  έμπειρου  και  ξακουστού, την εντυπωσίασαν  ευχάριστα.  Το  νησί τους  σίγουρα  ήταν μικρό,  αλλά  ούτε  στην  πατρίδα  της,  το  φημισμένο  Αϊβαλί,  ούτε  καν  στην κοσμοπολίτικη  και  πλανεύτρα   Σμύρνη  είδε   τέτοιο  νεύρο  και  ομορφιά.

Κτίρια  βγαλμένα   μόλις  από  το   καλύτερο  αρχιτεκτονικό γραφείο,  με  το  δικό  τους  ξεχωριστό  το  καθένα  στυλ  και ρυθμό,  σπίτια   δίπατα,  ψηλά και εντυπωσιακά, με  προσωπικότητα και  χάρη,  δρόμοι  καθαροί,   ασφαλτοστρωμένοι,  με  τους   φανοστάτες  και  τις  μεγάλες  τους  πλατείες,  όπου   κάτω  από  τα  κλαδιά  των  δέντρων  τους  έπαιρναν  την   ανάσα  τους  οι περαστικοί,  την  γοήτευσαν  και  την  έκαναν  να  αισθάνεται  σα  μικρό  παιδί,  που  το έφεραν  σε  κατάστημα  μέσα  παιχνιδιών.

 Όσο  για  τους  ανθρώπους  της  μεγαλούπολης,   τις  κυρίες  με  τα  μακριά  φορέματα, τα  ομπρελίνα  τους  και  τα  λογής  καπέλα,  να  συναγωνίζονται  η  μια την  άλλη  στο  σκέρτσο  και  το  νάζι  και  τους  κυρίους  με  τα  περιποιημένα  και  καλογυαλισμένα  μαλλιά  και  μουστάκια  και  το  φινετσάτο,  δυτικοευρωπαϊκού  στυλ  ντύσιμο,  την  έκαναν  να  αισθάνεται  πως   παρακολουθούσε  μια  ωραία  θεατρική  παράσταση  με  ηθοποιούς  πανέμορφους,  γοητευτικούς  και  λαμπερούς.

  Αυτή  βέβαια  ήταν  μια όψη  της  Αθήνας,  η  φωτεινή  και  αστραφτερή,  που  την  έβλεπαν  όσοι  έρχονταν  για  ταξίδι  αναψυχής  ή  ήταν περαστικοί.

Υπήρχε  όμως  και  η  άλλη  της πλευρά,  αυτή  που  είδε  η  Διώνη,  όταν  πήγαν  στην  Πλάκα, στο  Θησείο,  στο  Μοναστηράκι  με  τα  χαμόσπιτα  και  τις  μικρές  αυλές, γεμάτες   με  τενεκέδες  βασιλικό  και  δυόσμο   και  τα  γεμάτα  απλωμένα   σχοινιά,  έτοιμα  να  λυγίσουν  εκείνα  από  το  βάρος  των  πλυμένων  ρούχων,  με   τα  σοκάκια  γεμάτα  λασπόνερα  και τα  ξυπόλυτα  παιδιά  να  παίζουν  το  τσιλίκι  ή  και  πετροπόλεμο  ακόμα  και  την  έπιασε  ένα  σφίξιμο  στην  ψυχή  και  έχασε όλο  της  τον  ενθουσιασμό  και  την  καλή  της  διάθεση  να  περιπλανηθεί,  να  γευτεί  και  να  χαρεί.

Μέσα  Οκτώβρη  η Διώνη  επιστρέφει στο  νησί,  αφήνοντας το  γιο  της  σε  καλά  χέρια.   Η  σπιτονοικοκυρά  του  ήταν  μια  γυναίκα  παλιάς  κοπής,  κυρία    αστικής  τάξης,   με  καλούς  τρόπους,  ηθική  και  πρόσχαρη,  που  η  οικογένειά  της  έχασε  την  περιουσία  της  το  1932.

Τέλη  Απριλίου   ήταν  τότε,  που  ο  Βενιζέλος  προχώρησε σε υποτίμηση  της δραχμής και την  Πρωτομαγιά  εκείνη  του  ΄32,  από τα  έδρανα  της  Βουλής,  κήρυξε τη  χώρα  και  επίσημα  σε  χρεοκοπία. Το  αποτέλεσμα  ήταν  ότι  όχι  μόνο  έπαυσε  να  εξυπηρετείται  το  δημόσιο  χρέος  της  χώρας,  αλλά   αφού  τα  κρατικά   ταμεία   ήταν  άδεια,  προχώρησε  και σε  παύση  πληρωμών  των  δημοσίων  υπαλλήλων.

  Δικαστικός  ήταν ο πατέρας  της κ.  Ευτέρπης,  σπιτονοικοκυρά  του  Δημήτρη,   και  ύστερα  από  τη  μέρα  εκείνη  η  οικογένειά  της  πήρε  την  κάτω  βόλτα.  Χρήματα  στο  σπίτι  δεν έμπαιναν,  ξεπούλησαν  ό,τι  αξίας  είχαν  και  η  Ευτέρπη,  που  έμεινε  χωρίς προίκα,  προτίμησε  να  μείνει  γεροντοκόρη,  από τα  να  κάνει  ένα γάμο  γεμάτο  από   συμβιβασμούς  στα  θέλω  και  τις  φιλοδοξίες  της.

 Μετά  το  θάνατο  και  των  γονιών  της,  μια  και  το  σπίτι  διέθετε  παραπάνω  δωμάτια,  αποφάσισε  να  νοικιάσει  κάποια  από  αυτά  και  με  αυτόν  τον  τρόπο  να  συμπληρώνει  το  εισόδημά  της  από  τα  μαθήματα  αγγλικών,  που παρέδιδε  σε  κορίτσια  καλών  οικογενειών.

Οι  πρώτες  μέρες  χωρίς  το  Δημήτρη  ήταν  ανούσιες  και μουντές  για  τη  Διώνη.  Η  μια  ακριβές  αντίγραφο  της άλλης,  φτηνές  φωτοτυπίες.

 Το  πρωί  λίγες  δουλειές  στο  σπίτι,  πότισμα  των λουλουδιών  και  των λαχανικών  στη  συνέχεια, αφού  οι  ζέστες   μέρες  και  ο  καλός  καιρός στα  νησιά   έπαιρναν  πάντα  μια  μικρή  ή και  μεγάλη  παράταση,  και  μετά  μια  βόλτα  από  τη  δουλειά  του  άντρα  της,  που  είχε  εξελιχθεί  σε   μια  πρώτης  τάξης  επιχείρηση,  καθώς  περιλάμβανε  όλους  τους  κύκλους  παραγωγής του  ψωμιού,  από  το  άλεσμα  των  σιτηρών  μέχρι  και  τη  διάθεση  ψωμιών,  όλων  των  τύπων  και  ειδών,  καθώς  και  διαφόρων  αρτοποιημάτων,  σε  ολόκληρο  το  νησί.

 Για  τον  Εμμανουήλ  η  θλίψη  από  την  έλλειψη  της  παρουσίας  του  γιου  του  δεν  ήταν και  τόσο  έντονη  ή  τουλάχιστον  δεν  ήθελε  εκείνος  να  αφήσει  να  φανεί, αρκετά  υπέφερε  η  γυναίκα  του,  μην  της  το  έκανε  και  εκείνος  πιο  δύσκολο. Όποτε  είχε  λίγο  χρόνο  και  ξέφευγε  από  τις πολλές  υποχρεώσεις,  που τον  είχαν  σε  μαρκάρισμα  στενό,  έπαιρνε  τη  γυναίκα  του  και  κατέβαιναν  ως  τη  θάλασσα  για  κανένα ουζάκι,  που  ήξερε  πόσο  της άρεσε  ή  καμιά  βόλτα,  ανακαλύπτοντας όμορφα  τοπία  της  περιοχής. 

 Τα  καλύτερα  διαλείμματα  στη  μονότονη και  βαρετή  αυτή  ζωή  τους  ήταν  φυσικά   οι  επισκέψεις  της  Μαργαρίτας.  Πριν  φύγει  για  την  Αθήνα  ο  Δημήτρης,  φρόντισε να  τους  μιλήσει  περισσότερο  για  αυτήν  και  να  τους  τη  γνωρίσει.  Στη  μάνα  του  ήδη  είχε  εκμυστηρευτεί  το  ενδιαφέρον  του  για  αυτή  την κοπέλα, το  ίδιο  έκανε  και  με  τον  πατέρα  του  στη  συνέχεια.  Την  έφερε  λοιπόν  γρήγορα  και  στο  σπίτι,  κάνοντας  έτσι  σαφείς  και  ξεκάθαρες  τις  προθέσεις  του.  Μόλις  τελείωνε  τις  σπουδές  του  και  επέστρεφε  με  το  πτυχίο  του  γιατρού  στις  αποσκευές  του,  τα  δυο  παιδιά  σκόπευαν  να  παντρευτούν.

 Η αγαπημένη   του  γιου  τους  έγινε  και  δική  τους  αγαπημένη  και  άνοιξαν  διάπλατα  την  αγκαλιά  τους,  να  την  δεχτούν  στην  οικογένειά  τους.  Στην  οικογένεια της  Μαργαρίτας   φυσικά  δεν  ειπώθηκε  τίποτα  και  ούτε  υπήρχε  λόγος  να  μάθαιναν   εκείνοι  το  οτιδήποτε.  Η  στενόμυαλη  ηθική  τους δεν  μπορούσε  να  δεχτεί  έρωτες  και  ξεμυαλίσματα.  Όταν  θα  έφτανε  εκείνη  η  ώρα,  σκεφτόταν  οι  γονείς  της,  θα  της  έβρισκαν  ένα παιδί,  θα  την πάντρευαν  και έτσι  θα  έκαναν  το  χρέος  τους  στο  Θεό  και  την  κοινωνία. Τόσο  μικρή  και   απλή  ήταν  η  λογική  τους,  καθώς  και  ο  κόσμος  γύρω  τους.

<<Πόλεμος,  πόλεμος, οι  Ιταλοί  μας   κήρυξαν  τον  πόλεμο>>,  έτρεχε  ο  τελάλης  του  χωριού  από  τη  μια  γειτονιά  στην  άλλη,  εκείνο  το  Δευτεριάτικο  πρωινό  του Οκτώβρη  του  1940. Οι  καμπάνες  ολάκερου  του  νησιού  χτυπούσαν  σα  σε  μουσική  συμφωνία   και  το  βουητό  από  τον  κόσμο,  που  έτρεχε,  να  μάθει  περισσότερα,  ξύπνησαν  στον  Εμμανουήλ  και  τη  Διώνη  ένα  άλλο  βουητό,  αυτό  στην  πατρίδα  τους το   ‘ 22   και  δαγκώθηκαν  τόσο  πολύ,  που μάτωσαν  τα  χείλη  τους.

<<Το  παιδί,  το  παιδί >> ήταν  οι  πρώτες  λέξεις   που  ξεστόμισε  η  Διώνη  μετά το  αρχικό  σοκ  της  είδησης.

<<Μη  φοβάσαι,  θα  έρθει,  θα  είναι  καλά>>,  προσπάθησε  ο  Εμμανουήλ  να  την καθησυχάσει  πιάνοντας  τρυφερά  τα  δυο της  χέρια  και  ακουμπώντας  τα  στα  χείλη  τα  δικά  του. Λίγο η  σταθερότητα   και  η  ηρεμία  στη  χροιά  της  φωνής  του,  λίγο  η  ζεστασιά  από  το  άγγιγμα  των  χειλιών  του,  η  καρδιά της  ξαναβρήκε  τους  χτύπους  και τα  πατήματά  της.  Βγήκαν  στο  δρόμο  βιαστικά,  να  μάθουν  και  εκείνοι  περισσότερα,  να  μιλήσουν με  τους  καπεταναίους,  να  δουν  ο  Δημήτρης  τους,  πότε  μπορούσε  να  έρθει.

Βρήκαν  τον  κόσμο  μαζεμένο  στην πλατεία  του  χωριού,  κάτω  από  τον μεγάλο  πλάτανο, και  τον  πρόεδρο,  να  τους  διαβάζει,  με  φωνή  τρεμάμενη  από το  ρίγος  της  συγκίνησης,  το  τηλεγράφημα  με  το    πρώτο   πολεμικό  ανακοινωθέν,  μετά  την  αποχώρηση  του  Ιταλού  πρεσβευτή,  ξημερώματα,  από  την  οικία  του  Μεταξά.

<<Αι  ιταλικαί  στρατιωτικαί  δυνάμεις  προσβάλλουσιν  από  τις  05.30   ώρας  της  σήμερον  τα  ημέτερα  τμήματα  προκαλύψεως  της  Ελληνοαλβανικής  Μεθορίου.  Αι  ημέτεραι  δυνάμεις  αμύνονται  του  Πατρίου  εδάφους>>.

 Όπως  έμαθαν   αργότερα,  είχε προηγηθεί  επίσκεψη  στην  οικία  του  Μεταξά,  πρωθυπουργού  της  χώρας,  του  Ιταλού προξένου Γκράτσι,  με  τελεσίγραφο  του δικτάτορα  Μουσουλίνι,  με  το  οποίο  ζητούσε  να  επιτραπεί  η  ελεύθερη διέλευση  ιταλικών  στρατευμάτων,  τα  οποία θα  καταλάμβαναν  <στρατηγικά  σημεία>  της  ελληνικής  επικράτειας. Ο  Μεταξάς  αρνήθηκε  το τελεσίγραφο, <<Alors,  c’ estlaguerre>>,  λοιπόν  έχουμε  πόλεμο.

Μια  άνευ  προηγουμένου  ακουστική  παραφωνία,  ένας   οξύς  και ενοχλητικός  βόμβος  σμήνους  μελισσών,  κατέκλυσε  την  πλατεία  ολάκερη  και  εξαπλώθηκε σα  δηλητηριώδες  νέφος  ηφαιστειακής  σκόνης  στο  νησί.

 Μάτια  με  τις  κόρες  διεσταλμένες  από  φόβο  και  πανικό,  σταυροκοπήματα,  γονυκλισίες   και  προσευχές,  αγκαλιάσματα  και  λόγια  παρηγορητικά  συνέθεταν  το  σκηνικό  του  δράματος,  που  παιζόταν  επί  σκηνής  εκείνη  τη  στιγμή.

Τα  μαθήματα  στο  πανεπιστήμιο,  όπως  ήταν  φυσικό  διακόπηκαν,  αλλά   ο  Δημήτρης  δε  γύρισε  στο  πατρικό  του,  όπως  περίμεναν οι  γονείς  του.  Μετά  το  διάγγελμα  του  Μεταξά  και  με  την  έναρξη  της  ιταλικής  επίθεσης  ο   ελληνικός  λαός, μέσα σε  κλίμα  άκρατου  ενθουσιασμού   και  ηρωικής  έξαψης,  ξεχύθηκε  στους  δρόμους της Αθήνας  και  πλημμύρισε τα  στρατολογικά   γραφεία,  να  καταταγούν  όλοι  ήθελαν  εθελοντές.

  Το  ποτάμι  αυτό  του  πατριωτικού  ζήλου  και  της   ψυχικής  ανάτασης  παρέσυρε και  τον  Δημήτρη,  που βρέθηκε  νωρίς,  εθελοντής,   στην  πρώτη  γραμμή  του  μετώπου  και  υπό  τις  υπηρεσίες  του  επικεφαλής  της   VIII  μεραρχίας  πεζικού,  Χαράλαμπου  Κατσιμήτρου.

  Ο  στρατηγός  αυτός  είχε  προς  τιμήν  του  διαγνώσει  έγκαιρα  τη  μεγάλη  στρατηγική  θέση  του  Καλπακίου  και  οργάνωσε   εκεί  αμυντική  γραμμή,   καθηλώνοντας  έτσι  στο  σημείο  εκείνο και  για  μεγάλο χρονικό διάστημα  τις  ιταλικές  δυνάμεις,  που  επιχειρούσαν  να  διεισδύσουν  στα  ηπειρωτικά  εδάφη  της  χώρας.

Νέα  του  Δημήτρη  οι  γονείς  του  είχαν  λίγο  πριν  τα  Χριστούγεννα,  όταν   έλαβαν  ένα  γράμμα  του,  το  καλύτερο  δώρο,  που  πήραν  ποτέ  στη  ζωή  τους.

<<Σεβαστοί  μου  γονείς,

 βρίσκομαι  εκεί,  όπου  η  πατρίδα  με  έχει  ανάγκη  και  με χρειάζεται, για  να   ξαποστείλουμε  τους  Ιταλούς  εκεί,  από  όπου  μας  ήρθαν.  Είμαστε λίγοι,  μα  το  σθένος  και  η  καρδιά  μέτρο  και ζύγισμα  δεν  έχουν.  Πρώτος και  μη  αναμενόμενος  αντίπαλος  μας  είναι  ο  καιρός, τους  άλλους,  δεν  τους  λογαριάζουμε.  Βρέχει  ασταμάτητα  από  τη  μέρα,  που  φτάσαμε  εδώ.  Χείμαρροι γίνονται  ποτάμια  ορμητικά   και  θαρρείς  και  αυτά  θέλουν  να  μας  δυσκολέψουν. Άνθρωποι  και  ζώα,  με  την  ψυχή  στο  στόμα,  πασχίζουμε  να  κινηθούμε  μες  τη  λάσπη.  Λίγο  το  ψωμί,  το  κρύο  πολύ,   μα  η  θέρμη  της  ψυχής  μας  όλα  τα  αντέχει. Λίγο  ακόμη  και  με  τη  βοήθεια  της  γλυκιάς  μας  Παναγιάς, θα τους  πετάξουμε  εκεί,  που  τους  αρμόζει,  στη   θάλασσα.  Οι  βόμβες  πέφτουνε  βροχή,  ευτυχώς  τα  χαρακώματα  είναι  βαθιά  και   μας  προφυλάσσουν  κάπως.  Μην  ανησυχείτε  για  εμένα,  είμαι  καλά.  Σας  αφήνω  τώρα,  γιατί  δόθηκε  εντολή  να   ξεκολλήσουμε   από  εδώ,  να   προχωρήσουμε  μπροστά,  όλο  και  πιο  μπροστά.

                                                                      Σας  γλυκοφιλώ,  ο  γιος  σας,  Δημήτρης

Πάγωσαν  με  το γράμμα  του  Δημήτρη  οι  δυο  γονείς.  Μια  σταλιά  ήταν  το  παιδί τους,  πως  το  ντύσανε  στο  χακί  και  το  στείλανε  μάλιστα  στην πρώτη  γραμμή! Εκείνοι  κατεβαίνανε  κάθε  αυγή  στο λιμάνι  και  περιμένανε  το  πλοίο,  που θα τον  έφερνε  από την  πρωτεύουσα  και  εκείνος  αναμετρόταν  με τους Ιταλούς!

  Ας  είναι  σημασία  είχε  που  ήταν  καλά,  όπως  έγραφε στο γράμμα  του.  Άλλωστε κατά  βάθος  έπρεπε  να  το περιμένουν,  τίποτα  λιγότερο  δε  θα μπορούσε  να  κάνει  ο  Δημήτρης  τους  από αυτό,  που  έπραξε.

 Από μικρός  είχε  τη  μεγαλοψυχία  και  το ήθος  για  οδηγό  στη  ζωή  του, είχε  μάθει πως  η πατρίδα  είναι  η   μόνη  στην οποία  οφείλουμε  και  πάντα  πρέπει  να  είμαστε  εκεί,  όποτε  εκείνη  μας  το  ζητήσει.

Σκούπιζε  με τις  παλάμες  και  των δυο  χεριών  του  τα  μάτια  του ο  Εμμανουήλ,  γιατί  το  σπλάχνο  του έκανε  εκείνο,  που  εκείνος  λόγω  ενός  σοβαρού  ατυχήματος  και  μιας  αναπηρίας μικρής,  που  ακολούθησε,  δεν  μπόρεσε να κάνει.   Ο  γιος  του  είχε  καταφέρει   να  σταθεί  και  για  τους  δυο  τους  στο ύψος των  περιστάσεων  και  η  καρδιά  του φούσκωνε,  πανάκι  θαλασσινό,  και  τον ταξίδευε  και  εκείνον  στις  χιονισμένες  βουνοκορφές  του  αλβανικού  μετώπου.

 Το  μεγαλύτερο  λάθος,  που μπορεί να κάνει  κανείς  είναι  το  να  μην κάνει  τίποτα, επειδή  μπορεί να κάνει  μόνο  λίγα, σκεφτόταν  ο  Εμμανουήλ  και  ήταν περήφανος,  καθώς  αυτό που έπραξε  ο γιος,  ο  δικός  του  ήταν  το  ελάχιστο,  που  θα  μπορούσε  εκείνες  τις  στιγμές  να κάνει ο  κάθε  Έλληνας.

Διάβαζε  και  ξαναδιάβαζε  η  Διώνη  το  γράμμα  του  γιου  της  και  προσευχόταν  σε  μια  άλλη  μάνα, την  Παναγία,  πονεμένη  πιότερο  αυτή,  το  παιδί το  δικό της  και  όλα  τα  Ελληνόπουλα  εκεί  πάνω,  στα  βουνά της Αλβανίας,  να  τα  έχει  γερά.

Από  τη  μέρα  εκείνη,  που  ήρθε  το πρώτο  γράμμα  του Δημήτρη  από  το μέτωπο  του  ελληνοϊταλικού  πολέμου  οι  καθημερινότητα  των  δυο  γονιών  άλλαξε.

Η  Διώνη  στρώθηκε  στο  πλέξιμο,  κάλτσες  μάλλινες,  φανέλες,  πουλόβερ,  γάντια, ό,τι  μπορούσε  να  φτιάξει  για  τα  παγωμένα  παλικάρια στα  ελληνοαλβανικά  χαρακώματα, ήταν  η καθημερινή  της  ενασχόληση.  Άλλοι  είχαν  το  όπλο  προέκταση  του  χεριού  τους,  η  Διώνη τις  βελόνες του πλεξίματος.

 Όσο  για  τον  Εμμανουήλ,  αν  και  τα  πράγματα  με  τον  πόλεμο  είχαν  δυσκολέψει, ζύμωνε  όλο  και  περισσότερο  ψωμί  και  το μοίραζε, πιστεύοντας  πως  έτσι  θα  χόρταινε  την  πείνα  και  του  δικού  του  παιδιού,  όπως  και  των  άλλων, που κάτω  από  συνθήκες  εφιαλτικές  πολεμούσαν  για την  ελευθερία  της  πατρίδας  και  των  Ελλήνων  όλων.

Τα  βράδια  πάλι  συναντιόταν  στο  σπίτι  του  προέδρου  με  άλλους  νησιώτες  και  αντάλλασσαν ό,τι  νέο  είχε ο  καθένας  μάθει  για  αυτούς,  που  πολεμούσαν. Δεν ήταν  μόνο  ο  Εμμανουήλ,  που  είχε το  παιδί  του  να  πολεμά, ήταν  και  άλλοι,  που  είχαν  και  δυο  και  τρία παιδιά  στην πρώτη  γραμμή.  Ποτέ  όμως  από  κανέναν  δε  βγήκε  ούτε  μια  στιγμή  ένα  παράπονο,  μια  υποψία  φόβου,  μια ενόχληση.

 Με  το  χαμόγελο  στα  χείλη  όλοι  τους  συναντιόντουσαν  και  τα  πρόσωπά  τους  έλαμπαν  σαν  των  αγίων  με  τα  φωτοστέφανα,   που  ήταν  ζωγραφισμένα   στις  ιερές  εικόνες,  κρεμασμένες  εκείνες  στους τοίχους  των  μοναστηριών  και  των μικρών  τους   εκκλησιών.

Οι  ελληνικές  δυνάμεις   ως  το  τέλος  του  Δεκέμβρη, είχαν  προωθηθεί  στο  αλβανικό  έδαφος  καταλαμβάνοντας  μία  μία  την  Κορυτσά,  τους  Άγιους  Σαράντα,  το  Αργυρόκαστρο,  τη  Χειμάρρα  και  το  Πόγραδετς.     Ένα  δεύτερο  γράμμα του  Δημήτρη έφτασε   στο  νησί,  ανήμερα  του  Ευαγγελισμού.

<< Αγαπημένοι  μου  γονείς,

Είμαι  καλά,  αν  εξαιρέσει  κανείς   το τσουχτερό  κρύο  και  τις  αδηφάγες  ψείρες,  που  μας  ταλαιπωρούν  χωρίς  ίχνος αιδούς.   Την πείνα  μπορώ  να την  αντέξω,  συνήθισα  πια,   αλλά  αυτές  οι  άτιμες  δεν  μας αφήνουν  ανάσα  να  πάρουμε,  ούτε  μέρα  ούτε  νύχτα.  Σας  γράφω  μέσα  από  μια  σπηλιά,  που  εδώ  και  μέρες  είναι το  καταφύγιό  μας,  και  μπορούμε  κάπως  να  προφυλαχτούμε  από  το  χιόνι,   που  πέφτει  ακατάπαυστα. Είμαστε  μέρες εδώ  έχοντας καθηλώσει  τα  ιταλικά  στρατεύματα,  που  ενισχύονται συνεχώς.

 Από  την  πρώτη  στιγμή  είμαι  δίπλα  δίπλα με  έναν  στρατιώτη  από  το  Βόλο.  Είναι  μεγαλύτερός  μου,  έχει  γυναίκα  και  μόλις  πριν  μερικές  μέρες  έμαθε  πως  έγινε  και  πατέρας.

 Για  το  γιο  μου  και  για  όλα  τα  παιδιά,  που  θα  γεννηθούν  αξίζει  και  να  πεθάνω  και  τούτη  ακόμα  τη  στιγμή>,  μου  είχε  πει,  όταν  μου  διάβασε  το  γράμμα,  που  του  έστειλε  η  γυναίκα  του  και  φώτιζε  το  σκοτάδι ολόγυρά  μας  το  λαμπερό  του  χαμόγελο  και  έκανε  και  εμένα  να  νοιώσω  μέσα  μου  μια  άγρια  χαρά,  που  έδωσε  η  Ζωή  και  βρέθηκα  εδώ  πάνω.

  Για  τέτοιους  ανθρώπους,  σαν  τον  Περικλή,  αυτό  είναι  το  όνομα  του  συμπολεμιστή  μου,  αξίζει,  σκέφτηκα  που  βρέθηκα  και  εγώ  εδώ  πάνω,  και  ήταν  η  πρώτη  φορά,  που  ένοιωσα  μέσα  μου  να  ψηλώνω  και  να  πετώ  πάνω  από  τα  αιματοβαμμένα  χαρακώματα,  εδώ  στην  ελληνική  εσχατιά.

Δεν  ξέρω  πότε  θα  είμαι  και  πάλι  κοντά  σας,  όμως  θέλω,  όταν   γυρίσω να    κοιμάμαι  στο  φούρνο  του  πατέρα,  πιο  ζεστά  δε  θα  βρω  πουθενά από  εκεί.  Μου  λείπετε  πολύ  και  εσείς  και  η  Μαργαρίτα. Να  τις δώσετε  τα  φιλιά  και  την  αγάπη  μου. Εύχομαι   ο  Θεός  και  η  Παναγία  να  με  φέρει  γρήγορα  κοντά  σας.

                                                                        Σας  φιλώ ,  ο  γιος σας,  Δημήτρης.

Τα  νέα  από  το  ελληνοαλβανικό  μέτωπο  τα πληροφορούνταν  στο  νησί  με  κάποια  καθυστέρηση,  αλλά  τα  πληροφορούνταν  και  φούσκωναν  οι  καρδιές  μέσα  στα  στήθη  τους   με  κάθε  επιτυχία  του  ελληνικού  στρατού.  Όλο  το  χωριό,  όλο  το  νησί,  όπως  και   η  χώρα  ολάκερη, σα   μια  γροθιά  σκληρή,  ήταν  έτοιμη,  να  χτυπήσει  δυνατά  στο  μαλακό  υπογάστριο  του  ιταλικού  στρατού.  Και  τα  χτυπήματα  δίνονταν  δυνατά  και σταθερά, κάθε  μέρα,  και  έκαναν   τον κόσμο  όλο  να υποκλίνεται  και  να παραληρεί   με  την  ελληνική  ψυχή.

Η  αντεπίθεση  των  Ιταλών το  Μάρτιο  του  1941  απέτυχε. Από  τις  12  Απριλίου  όμως  οι  ελληνικές  δυνάμεις  αρχίζουν  να  υποχωρούν,  για   να  μην περικυκλωθούν  από  τους  προελαύνοντες  Γερμανούς,  συμμάχους  των  Ιταλών.  Ακολούθησε  συνθηκολόγηση  με  τους   Γερμανούς  και  τους  ηττημένους  Ιταλούς.

 Ο  Ελληνοϊταλικός  πόλεμος  και  επίσημα  έλαβε  τέλος,  αλλά  ένας  άλλος  περισσότερο  σκληρός  και  απάνθρωπος άρχιζε  για τον  ελληνικό  λαό, η  ναζιστική  κατοχή.

Η  Πρωτομαγιά  του  1941 βρήκε  το  Δημήτρη  στο  νησί,  στην  αγκαλιά  των  αγαπημένων  του  και  τη  ζεστασιά  του  σπιτιού  του.

Μετά  τη  συνθηκολόγηση  γύρισαν από  τα  ελληνοαλβανικά  σύνορα  στην  Αθήνα  κατάκοποι  και  ταλαιπωρημένοι  οι Έλληνες  φαντάροι,  βαδίζοντας χιλιόμετρα, μέσα  από  πόλεις  και  χωριά,  κάμπους  και  βουνά.  Από  όπου  περνούσαν  ζητωκραυγές,  χειροκροτήματα  και  δάφνινα  στεφάνια  στόλιζαν  τα  ψειριασμένα  τους  κεφάλια.  Λουλούδια  του  Απρίλη  στα  χέρια  τους  βαλμένα,  ξύπναγαν  με  το  άρωμά  τους  αισθήσεις,  που  είχαν  σε  ύπνο για  πολύ  καιρό  βυθιστεί.

 Και  βάδιζαν,  όλο  βάδιζαν οι  φαντάροι  με  τα  μάτια  κόκκινα  από  την  ξαγρύπνια  και  να  γυαλίζουν  σαν  από  πυρετό,  με  τα  ρούχα  λερά  και  σκισμένα.  Ανάκατα  τα  μαλλιά   τους  και δάσος  απροσπέλαστο  και  πυκνό  τα  γένια  στο  πρόσωπο  τους.  Τίποτα  από  αυτά  δεν  ενοχλούσε κανένα,  μόνο  εκείνο  τους  έπεφτε  βαρύ, η  συνθηκολόγηση.  Αχ,  αυτοί  οι  Γερμανοί……          

 Από  το  λιμάνι  του  Πειραιά με  ένα  σακίδιο  στην  πλάτη,  βρήκε  μια  θέση ο  Δημήτρης   στο  κατάστρωμα  και  βολεύτηκε. Σαν  ταινία  από  τα  Επίκαιρα  περνούσαν  μπροστά  του  εικόνες  της  πορείας  στο  Μέτωπο,  σκηνές  ανθρώπινες  μα  και  άλλες  φρίκης  και  πανικού.  Σε  μια  μορφή  στάθηκε  η  σκέψη  του,  σπονδή  στη  μνήμη  του,  στο  παλικάρι   δίπλα  του,  που  έβγαζε  και  ξανάβγαζε από  τη  τσέπη του  στρατιωτικού  του  ρούχου,   κάθε  που  ξαπόσταιναν  λίγο, μια  τόσο  δα  μικρή, τσαλακωμένη  και  λερή  φωτογραφία.  Περικλή  τον  έλεγαν,  σαν  τον άλλο  που  τα  βιβλία  έλεγαν  πως  έζησε   τον  5ο  αι.  πριν τη  γέννηση  του  Χριστού,  τον  χρυσό αιώνα,  που   το  κράτος  της  Αθήνας  προόδευε, δημιουργούσε, καλλωπιζόταν  και  μεγαλουργούσε.

 Και  τώρα  αυτός,  αιώνες  μετά, ένας  άλλος  Περικλής, αντί  γεννημένος  για  τα μεγάλα  και  υψηλά, όπως  περιπαιχτικά  ο  ίδιος  έλεγε, κυλιόταν  στη  λάσπη,  ψωμολυσσούσε   και  πολεμούσε   τις  ψείρες  και  τους  κοριούς  πιότερο   και  από  τους  Ιταλούς.  Στο  μέρος  πάντα  της  καρδιάς  φύλαγε  τη  φωτογραφία  του  μικρού  του  γιου  και  τη  φιλούσε  και   την  καθάριζε  με  τα  δάκρυα  των  ματιών  του  και  την  σκέπαζε  προσεκτικά  μη  και  η   μυρωδιά  και  η  αγριάδα  του  αίματος  και  του θανάτου τη  μολύνει.

Μαζί  οι  δυο  τους  στα  χαρακώματα   μέσα,  μαζί  στην  πρώτη  γραμμή,  στα δυο  οι  κουραμάνα  και  οι  λίγες  σταφίδες,  την  πείνα  τους  να  ξεγελάσουν, να  τους  ζεστάνουν. Και  εκεί  που  μιλούσαν  για  το  τέλος  του  πολέμου και  γελούσαν  και  σχέδια  έκαναν για  τη  ζωή  τους  μετά τον  πόλεμο,  τότε  έγινε  το  μεγάλο  κακό.  Οβίδα   εχθρική  έπεσε  πολύ κοντά,  και  σάρκες,  ανάκατες  με  λάσπες  και   αίματα  και  κομμάτια  ρούχων, που  κάποτε σκέπαζαν  γερά  κορμιά, σκόρπισαν  άτακτα  παντού.  Σάρκες ανθρώπων  νέων,  που  σε  τίποτα  δεν  έφταιξαν  και  είχαν  τη  ζωή  όλη  μπροστά  τους  και  τους  αγαπημένους  τους  πίσω  να  τους  αναμένουν,  σάρκες  σαν  ……..του  Περικλή,  διαμελίστηκαν,  έγιναν  αέρας  και  καπνός,  τους  πήρε  ο  Θάνατος,  όχι  όμως  και  η  Λήθη.

Δάκρυσε  ο  Δημήτρης,  ήταν  η  πρώτη  φορά  στους  τόσους  μήνες  της  πολεμικής   φρίκης  που  ζούσε,  ούτε  όταν  χάθηκε  ο  Περικλής  και  τόσοι  άλλοι  άφησε την  καρδιά  του  και  τα  μάτια  του  να  εκφραστούν,  δεν  προλάβαινε  τότε.  Τώρα,  μακριά  από  το  πεδίο  των  μαχών  με  τη  Ζωή  να  του  γνέφει,  να  τη  χαρεί,  ο  Θάνατος  εκείνων  φάνταζε   ιδανικό,  αξία,  τιμή   και  τον έκανε  να  υπολογίζει  και  να  υπολήπτεται   τη  ζωή  ακόμη  περισσότερο.     

Με  πόση  λαχτάρα  και  χαρά  έπεσε  η  Διώνη  στην  αγκαλιά  του  μονάκριβού  της  γιου,  του  Δημήτρη,    και  δεν  έλεγε  να  τον  αφήσει,  να  ξαποστάσει  μη  και  της  φύγει  ξανά. Τα  ρούχα  του  πολέμου  και  του  θανάτου  πετάχτηκαν   αμέσως στη  φωτιά,  τίποτα  δεν  ήθελε  να  της  θυμίζει  τα  άσχημα  και  παλιά.

 Το  σώμα  περιορισμένο  ασφυχτικά  στο στρατιωτικό  αμπέχονο, ύστερα  από  μήνες  πολλούς,   ήρθε  και ξεδίπλωσε  επιτέλους  και  ανάσανε  και  με  ευχαρίστηση  και  ηδονή  δέχτηκε  το  ζεστό  νερό,  να  το καθαρίσει,  να  το  ξεκουράσει  και  να  το  εξαγνίσει. 

Φαγητό  σπιτικό  και  καλομαγειρεμένο  δάμασε την  άγρια  πείνα  και  την  χόρτασε  για  τα  καλά  και  το  γλυκόπιοτο  κρασί,  από  το  αμπέλι  τους  το  ιερό,  εύφρανε  την  ψυχή,  την παραδαρμένη,  και  την  γαλήνεψε  και  την εξανθρώπισε.

  Και  αφού  οι  αισθήσεις  όλες  αμείφθηκαν  και με  το  παραπάνω,  κάθισαν  οι  δυο  άντρες,  πατέρας  και  γιος  σιμά,  κάτω  από  τη  φουσκωμένη  τους  κληματαριά,  για  να  τα  πούνε,  αντρίκια  και χωρίς  τίποτα  να  φοβηθούνε  ή   και να  αποκρύψουν.

Της  Μαργαρίτας  μήνυσε  κρυφά η  Διώνη  στο  σπίτι  της  να  έρθει,  κάτι  που  είχε   τάχα  να  της  πει.  Την  είδε  ο Δημήτρης  ξαφνικά,  και  στα  μισά  του  δρόμου  ανταμώσανε  γλυκά,  και  φιληθήκανε  και  το υδάτινο ποτάμι  των  ματιών  της  Μαργαρίτας   τους  παρέσυρε  με  την  ορμή  του  και …..χαθήκανε.

Μάης  του  ΄41,  τέσσερις  του  μηνός   και  ξημέρωσε  άσχημα   πολύ  για  το  νησί.  Η  γερμανική  μπότα  πάτησε  και  τη  Μυτιλήνη,  καθώς  και  ολάκερη  τη  χώρα.

 Λίγες  μέρες  πριν,  στις  27  του  Απρίλη,  γερμανικά  στρατεύματα παρέλαυναν   στην  Αθήνα. Η  γερμανική  σημαία  κυμάτιζε  στον  ιστό  της  Ακρόπολης  και  ο  ραδιοφωνικός σταθμός   των  Αθηνών  εξέπεμπε  για  τελευταία  φορά  ελεύθερος,  προειδοποιώντας  τους  ακροατές  του,  να  μην  πιστεύουν  στο  εξής  τίποτα  από  τα  όσα  θα  μεταδίδονται,  γιατί  θα  είναι  ψεύτικα  και  προπαγανδιστικά.

Το  καλοκαίρι  πέρασε  και  με  το  φθινόπωρο  έκαναν  την  εμφάνισή  τους  οι  πρώτες  ελλείψεις  στα τρόφιμα.  Οι  νερόμυλοι  της  οικογένειας  Αλεβιζάκη  στο  νησί  σταμάτησαν  το  άλεσμα,  όπως  έγινε  φυσικά  και με  τους  άλλους   μύλους,  αφού  η  πρώτη  ύλη,  ο  χρυσός  καρπός,  ήταν  πια  ελάχιστος.

 Οι  Γερμανοί  μήνες  τώρα  κατέκλεβαν  τους  θησαυρούς  της  χώρας  και  τους  απέστελναν  με  τραίνα  στη  Γερμανία,  να  εφοδιάζουν  έτσι  τον στρατό  τους εκεί,  αλλά   και  αυτόν,  που  είχαν στην  Ελλάδα,  με τα  απαραίτητα.

 Μάταια  ο  Εμμανουήλ  με  τον  Δημήτρη,  πατέρας  και   γιος,  με  την  κούρσα,  που  είχαν  αγοράσει  και  έφεραν  στο  νησί  μερικά  χρόνια  πριν  τον  πόλεμο,  στις  καλές  μέρες,  όργωναν  τους  κάμπους  και  τα  χωριά, μήπως  και  βρουν   κάτι  για  την  επιβίωση  τους. Και  όταν  και  τα  καύσιμα  τέλειωσαν,  ξεκινούσαν  αχάραγα,  με  το  κάρο,  την καθημερινή  τους  διαδρομή,  αυτή  της  αναζήτησης  της  τροφής.

  Η  πείνα  όχι  μόνο  τους  χτύπησε  την  πόρτα,  αλλά  είχε  μπει  και  είχε  βολευτεί  στο  σπιτικό  τους  για  τα  καλά.  Το  ίδιο  φυσικά  συνέβαινε  και  στα  σπίτια  των  υπολοίπων,  στο  νησί,  όπως  και  σε  κάθε  γωνιά  της  υποταγμένης  στους  Γερμανούς,  στους  Ιταλούς  και  στους  Βουλγάρους,  Ελλάδας.

 Σε  μια  τέτοια  περιπλάνηση  ο  Δημήτρης  με  τον πατέρα  του,  τον  Εμμανουήλ,  προς  άγραν  τροφής, κοντά  στις  καλύβες των  λουόμενων   του  καλοκαιριού, που  για  κάποια  βράδια των  απαρχών  της προσφυγιάς  τους  στο  νησί,  πρόσφεραν  στην οικογένειά  τους  απλόχερα  την  φιλοξενία  και  έγιναν  το  καταφύγιό  τους,  μπροστά  στις  άγριες  διαθέσεις  των  στοιχειών  της  φύσης,  βρήκαν  βαθιά  πληγωμένο  και  ευτυχώς  μόνο  αναίσθητο,  έναν  άντρα.  Τον  σήκωσαν  με προσοχή  και  τον έβαλαν πάνω  στο  κάρο.

Τα  έχασε  η  Διώνη  με  τον  μουσαφίρη,  που  της  φέρανε,  προς  στιγμήν  μόνο,  γιατί  γρήγορα  σήκωσε  τα  μανίκια  εκείνη  και απευθυνόμενη  στους  δυο  άντρες της, έδωσε  οδηγίες  και  κατευθυντήριες  γραμμές,  που  αφορούσαν  στον  ξένο  και  ημιθανή   άνθρωπο.

 Αφού  περιποιήθηκαν  τις  πληγές,  που  είχε   στο   σώμα  και  καθάρισαν  το  πρόσωπο του  από την  κολλημένη  άμμο  και  τα ξερά  αλμυρίκια, τον  άφησαν  να  βυθιστεί  σε  έναν  ύπνο  ατέρμονο  και  ευεργετικό. Κάθε  τόσο  τον  άκουγαν  από  το  διπλανό  δωμάτιο  να  προφέρει  λόγια  μισά,  ακατάληπτα ,  να πετάγεται  και να  χτυπιέται,  σα καϊκι   σε  φουρτουνιασμένο  πέλαγο. Ο  πυρετός  και  ένα  άσχημο  πολύ  τραύμα,  στον  ώμο,  τον  δεξιό,   του  ανέβασε  τη  θερμοκρασία  του  σώματός  του  επικίνδυνα.

  Πάλευε  με  τις  ώρες  η  Διώνη  με  κομπρέσες  νερού και  ξιδιού  να  πάρει  την  κάψα  του  πυρετού  του. Δύο  μερόνυχτα ο  δόλιος ακροβατούσε  μεταξύ  ζωής και  θανάτου.  Η θέλησή  του  για  ζωή  ήταν  φαίνεται  πολύ  δυνατή  και  στην πάλη  αυτή  κατάφερε  να  βγει   νικητής.

Και  μετά  ένας  άλλος  αγώνας ξεκίνησε  για την  οικογένεια  Αλεβιζάκη,  να  μάθει  ποιος  ήταν  και  τι  είχε  συμβεί  στον άνθρωπο  εκείνο,  που  λίγο  έλειψε,  να  χάσει  τη  ζωή  του. Όταν  οι  λέξεις  βγήκαν  από  το  στόμα του  καθάριες,  χωρίς βογκητά  και με  σταθερότητα   στη  χροιά,  αντιλήφθηκαν  πως δεν  μιλούσε  ελληνικά,  αλλά  αγγλικά. Ευτυχώς,  όλοι  στην  οικογένεια  λίγο  πολύ  γνώριζαν  τη  γλώσσα  αυτή  και  έτσι  πληροφορήθηκαν  την  ιστορία  του  ανθρώπου,  όπως  ο  ίδιος  τους  την  αποκάλυψε.

< Στις  20  Μαϊου  του  1941 επιχειρήθηκε  αεραπόβαση των  Γερμανών  σε  δύο  μέτωπα  στην  Κρήτη,   που  η  κατάληψής  της  θεωρούνταν  υψίστης  σημασίας,  για  την έκβαση  του  πολέμου.  Θα ήταν  το  εφαλτήριό  τους,  για  να  εξορμήσουν  στη  Βόρεια  Αφρική.  Το ένα  μέτωπο ήταν  στο  αεροδρόμιο  του  Μάλεμε  και το  άλλο στην  ευρύτερη  περιοχή  των  Χανίων.

 Την  Κρήτη  υπερασπίζονταν   Έλληνες  στρατιώτες   μαζί  με  μεγάλο  αριθμό  αμάχων,  που  ήταν  εξοπλισμένοι  με   ό,τι  όπλο  είχε  ο  καθένας  στη  διάθεσή  του,  από  μαχαίρια  και  σουγιάδες  ως  όπλα  από  την  εποχή  της  Κρητικής  Επανάστασης.  Κοντά  τους  ήταν  και  δυνάμεις  της  Βρετανικής  Κοινοπολιτείας ( Βρετανοί, Αυστραλοί  και  Νεοζηλανδοί  στρατιωτικοί ).

Στις  28   Μαϊου οι  Γερμανοί  είχαν  απωθήσει τις  συμμαχικές  δυνάμεις  προς  τα  νότια,  καθιστώντας  τον  αγώνα  μάταιο.   Έτσι το  Λονδίνο  αποφάσισε  την  απόσυρση  των  δυνάμεων  της  κοινοπολιτείας  από  την  Κρήτη   και  τη  μεταφορά  τους  στην  Αίγυπτο. Όσες  μονάδες  δεν  τα  κατάφεραν,  παραδόθηκαν  στους   Γερμανούς,  που  γιόρταζαν  την  πύρρειο  νίκη  τους,  αφού οι  απώλειες  τους, ειδικά  στα  πρώτα  κύματα των  αλεξιπτωτιστών  που  έπεσαν  στο  αεροδρόμιο  του  Μάλεμε,  ήταν σημαντικές.

 Ο Τσάρλς,  έτσι  ονομαζόταν,  όπως  τους  συστήθηκε, ο  ξένος  που  περιμάζεψαν  από  τους  βάλτους,  κοντά  στη  θάλασσα,  ήταν  μέλος  μιας  ομάδας,   που  αναπτύχθηκε  στην  περιοχή  Χανίων – Σούδας.  Άρχισαν  σφοδρότατοι  βομβαρδισμοί  και  συνεχείς  πυροβολισμοί  κατά  των  θέσεων  τους.  Σε  έναν  από  αυτούς  χτυπήθηκε  στον  δεξιό  ώμο  και  μεταφέρθηκε  σε  ένα  αυτοσχέδιο  χώρο  περιποίησης  τραυματιών,  όπου  και  ανάρρωνε. Δεν  πρόλαβε  να  επιστρέψει  στο  πεδίο  της  μάχης,  αφού  αυτή  έληξε  μόλις  δώδεκα  μέρες  μετά  την  έναρξή  της   και  άρχισε    η  αποχώρηση  των   βρετανικών  δυνάμεων.

  Ο  ίδιος  και  μερικοί  άλλοι  ελαφρώς  τραυματισμένοι,  φοβούμενοι  ότι  τα πλοία,  που  έφτασαν  για  την  εκκένωση  του  νησιού,  θα  τους  έφερναν  πίσω  στις  πατρίδες  τους, επιβιβάστηκαν  σε  ένα καϊκι,  με   προορισμό  την  Αλεξάνδρεια  της  Αιγύπτου, για   να  συνεχίσουν  τον  αγώνα  τους  εκεί.

 Τα   δυνατά  ρεύματα  και  οι  σφοδροί  άνεμοι,  που  έπλεαν  στην  περιοχή,  τους  παρέσυραν  βορειότερα,  τσακίζοντας  το  ψαροκάικό  τους,  σα  να ήταν  καρυδότσουφλο.

 Δεν  ξέρει  τι  απέγιναν  οι  σύντροφοί  του,  εκείνος  όμως  μακάριζε  την  καλή  του  τύχη,  που  από  όλο  αυτό  βγήκε  ζωντανός,  και  χάρη  στις  φροντίδες  αυτής της οικογένειας,  με  κίνδυνο  ακόμα  και  της  ίδιας   τους   της  ζωής,   ο  αγώνας  του  εναντίον  των  Γερμανών  θα  είχε  συνέχεια.

Τα  πράγματα  στο  σπίτι  της  οικογένειας  Αλεβιζάκη  ήταν  πραγματικά  πολύ  άσχημα.  Στην  πείνα  που  τους  ταλάνιζε,  όπως  και  όλους  στο  νησί,  προστέθηκε  και  η  αγωνία  να   μην  βρουν στο  σπίτι  τους  οι  Γερμανοί  τον  Τσαρλς.

Οι  αποθήκες,  οι  οποίες   στις  παλιές,  καλές  εποχές  ήταν  γεμάτες  ασφυκτικά  από  τα  σιτηρά,  που  οι  νερόμυλοί  τους  δέχονταν  ευχάριστα  στις  κοιλιές  τους,  για  να  τους  επιστρέψουν ως πολύτιμη  άσπρη  σκόνη,  αλεύρι,  άλλαξαν  χρήση  και  έγιναν  το  μυστικό  καταφύγιο  του  καταζητούμενου,  από  τους  Γερμανούς  του  νησιού,  Άγγλου  συμμάχου,  του  Τσαρλς.

 Σε  ησυχία  δεν  άφησαν  το νησί  οι  Γερμανοί  από  την  πρώτη  στιγμή,  που  πάτησαν  το  πόδι  τους.  Κατά  τις  προσφιλείς  τους τακτικές,  με  το  που  έκαναν  κατανοητό  ποιος  κάνει  κουμάντο  τώρα, οργανώνοντας  μια  μεγάλη  και  άκρως  εντυπωσιακή  παρέλαση  μηχανοκίνητης  φάλαγγας,  προς  επίδειξη  των  δυνάμεών  τους,  στράφηκαν αμέσως  στην επίταξη  σπιτιών.

 Αναζήτησαν  με  προσοχή  και  ζήλο  πραγματικό  σπίτια,  που ήταν  ικανά  να  κάνουν  τη  διαμονή  τους  άνετη  και   όσο  γινόταν ευχάριστη.

  Δεύτερο  μέλημά  τους,  για  το  οποίο  δούλεψαν  ακόμα  πιο  εντατικά  και  με  θέρμη,  ήταν η  δημιουργία  ενός  κυκλώματος   δωσίλογων   και  προδοτών,  για  τον  εντοπισμό   και  την   πάταξη   τυχόν  ανεξάρτητων  εστιών  αντίστασης  στο  νησί.

Το  σπίτι  της  Μαργαρίτας ήταν ανάμεσα  σε  εκείνα,  που  κρίθηκαν  κατάλληλα  για  επίταξη.  Βρισκόταν  στην  προκυμαία  και  ήταν δίπατο,  πράγμα  που  σήμαινε  ότι  η  οικογένεια  θα  περιορίζονταν  στον  έναν  όροφο  και  τον άλλον  θα τον είχε  στη  διάθεσή  του  ο  Γερμανός,  που  θα  εγκαθίστατο  εκεί.  Το  σημαντικότερο  δε  ήταν ότι  βρισκόταν  εκείνο  κοντά  στο  λιμεναρχείο  του  νησιού,  εκεί  όπου  οργανώθηκε  το  γερμανικό   στρατηγείο.

Με  κινήσεις  σπασμωδικές  και  άτσαλες  και   τα  χείλη  σφιγμένα,  οι  γονείς της  Μαργαρίτας  κατέβασαν  τα  πράγματά  τους  στον  κάτω  όροφο και  όπως όπως  τακτοποιήθηκαν.  Ήταν  ομολογουμένως   δύσκολα,  έξι  άτομα  να  βολευτούν  σε  δύο  δωμάτια,  ξέχωρα  από την  κουζίνα  και  την  τουαλέτα.  Το  ένα  δωμάτιο  το  πήραν  οι  γονείς  της  και  στο άλλο  θα  κοιμόντουσαν  τα  τρία  αγόρια.  Ευτυχώς  που  τα  δωμάτια  ήταν  τουλάχιστον  ψηλοτάβανα  και  ευρύχωρα.

 Στην  κουζίνα  βρήκε  μια  γωνιά  η  Μαργαρίτα  και  εκεί  έστρωσε  το  στρώμα  της,  δίπλα  στη  σόμπα  που  ήταν  και  πιο  ζεστά.

 Τον  άλλο  όροφο  του  σπιτιού,  τον  πήρε  ένας  Γερμανός  αξιωματικός,  από  αυτούς  που  πρόσφατα  είχαν  καταλύσει  στο  νησί  τους,  ως  κατακτητές  και  άρπαγες. Δυο  πράγματα  δεν  άντεχε  στο  σπίτι  τους  η  Μαργαρίτα  και  κοίταζε  συνέχεια  να  βρίσκεται  έξω,  το  σαρδόνιο  χαμόγελο  του  Γερμανού  με  την  προσποιητή  ευγένεια  και  την  υπόκλιση , όταν την έβλεπε,  και  τις  μουσικές  του  επιλογές.

  Όποτε  ήταν  στο  σπίτι  ο  Γερμανός,  από  τον  επάνω  όροφο  ξεχύνονταν  μελωδίες  κλασικής  μουσικής  τόσο  δυνατά,  που  σείονταν  οι  τοίχοι  του  σπιτιού  τους.  Αυτού  του  σπιτιού, που  άντεξε  σεισμούς  και  καταποντισμούς  και  τον  πόλεμο  ακόμα  και  τώρα  κινδύνευε  να  πληγεί  ανεπανόρθωτα  από  την  ηχορύπανση,  όπως   βέβαια  και  η  ακοή  τους.

 Οι  ίδιες πλάκες  γύριζαν στο γραμμόφωνο  ξανά  και  ξανά, από  το  πρωί  ως  το   βράδυ, μαζί  με  τα  νεύρα  της  Μαργαρίτας,  σαν  κακοπαιγμένο  ντουέτο.

Πώς  ήταν  δυνατόν  λαός,  που,   όπως  οι  ίδιοι  ισχυρίζονταν, διακατέχονταν  από  τόσο  ευγενή  αισθήματα,  όπως  η  αγάπη  για  τη  μουσική, τη  ζωγραφική,  τον  ελληνικό  πολιτισμό,  να  υποκύπτει  στη  διάπραξη  του  υπέρτατου  κακού  των  κακών,  τον πόλεμο!

Αυτή  η  ακούσια  συγκατοίκηση   είχε  βέβαια  και  την  θετική  της   πλευρά,  για την Μαργαρίτα  και  τον Δημήτρη,  γιατί  μπορούσαν  να περνούν  περισσότερες  ώρες  μαζί  και  να  οργανώσουν  τη  δική  τους,   διπλή,  αντίσταση.  Διπλή, γιατί  στο  νησί   όπως  βέβαια  συνέβη  και  σε  όλη  την  Ελλάδα  της   ναζιστικής  κατοχής των  ετών  1941-1944, εκτός  από  τον  ξένο  κατακτητή  είχαν  και  κάποιους,  ευτυχώς  λίγους,  που  διάλεξαν  τη  λάθος πλευρά,  και έπρεπε  αυτό  να  το  πληρώσουν.  Όταν  άλλοι  πέθαιναν  από  την  πείνα  και  το  κρύο  και  άλλοι  από  βασανιστήρια  φριχτά,  οι   συνεργάτες  των  κατακτητών  περνούσαν  τις  μέρες  τους  σαν  σε  γιορτή.

Το  κτήμα  της  οικογένειας  Αλεβιζάκη   με  το  σπίτι,  τους  νερόμυλους,  τις  αποθήκες  και  τα  εργαστήρια,  λόγω  της  απόμερης  τοποθεσίας  του  και  των  πολυδαίδαλων  χώρων  του,  μετατράπηκε  από  τους δυο  άντρες  της  οικογένειας,  συνεπικουρούμενοι  και  από  τη  Διώνη,  σε  έναν  πρώτης  τάξεως  χώρος  αντίστασης.

Ο  Τσαρλς  μέρα  με  την  ημέρα  δυνάμωνε όλο  και  περισσότερο  και  έβαζε  επί  χάρτου  στην  κυριολεξία,  το  σχέδιό  του,  για  τη  μεταφορά  του  στην  Αίγυπτο.

Ο  Εμμανουήλ  από  τις  πρώτες  μέρες,  που  τον  είχαν  κοντά  τους,  τού υποσχέθηκε  ότι  θα   είναι  δίπλα  του,  να  τον  συνδράμει,  με  όποιο τρόπο  μπορούσε. Και  τον τρόπο  τον  βρήκε, ευτυχώς  για  όλους,  γρήγορα. 

Υπήρχαν  άνθρωποι  στο  νησί,   που  από τη  πρώτη  στιγμή  της  εισόδου  των  Γερμανών  σε αυτό,  εξέφρασαν άμεσα   και  απερίφραστα την  απέχθεια  και  την  αγανάκτησή  τους. Κάποιοι από  αυτούς,  ψαράδες  στο  επάγγελμα, διέθεταν  πλεούμενα,  βάρκες  και  ψαροκάικα.  Σε  ένα  από  αυτά  θα  επιβιβαζόταν  ο  Τσαρλς,  όταν   όλα  θα  ήταν  έτοιμα  και  στην  παραμικρή  τους  λεπτομέρεια,  για  τη  φυγή  του.   Θα  έβγαινε  με  πλεούμενο  απέναντι  στα  παράλια  της  Μ.  Ασίας,  και  το  αγγλικό  δίκτυο,  που  βρισκόταν  καλά  οργανωμένο  και  απλωμένο  εκεί,  θα τον  έστελνε  στη  Μ.  Ανατολή.

Ο   Δημήτρης  με  την  Μαργαρίτα,  ακολουθώντας  τα  χνάρια  του  Εμμανουήλ,  πήραν  πολύ  ζεστά  το  θέμα  της  προσφοράς  στον  αγώνα  κατά  των  κατακτητών   της Ελλάδας.  Κρυμμένα  τα  δυο  παιδιά,  τα βράδια  στις  αποθήκες  του  κτήματος,  ετοίμαζαν  τα  δοχεία  με  τις  μπογιές  και  έβγαιναν  τις  ώρες,  που  ο  ύπνος  στα  κρεβάτια  τον  ανθρώπων  έρχεται  πιο  βαθύς  και γλυκός,  για  να  δώσουν  το  μήνυμα  της  αντίστασης  και  πάλης. 

Συμπαραστάτες  στον  αγώνα  τους  αυτό  είχαν  κάποια  από  τα  μεγαλύτερα  παιδιά,  από  τους  σαλταδόρους  του  χωριού,  γιατί  αυτά  που αναλάμβαναν  να κάνουν  είχαν  μεγάλο  ρίσκο  και  έπρεπε  να  είναι  πολύ  προσεκτικοί.  Το  διακύβευμα  ήταν  η  ίδια  τους  η  ζωή.

  Ήταν  παιδιά  που  η  ζωή  τους  έδειξε  από  την   τρυφερή  τους  ηλικία   το  πιο  σκληρό  της  πρόσωπο,   αυτό  της  πείνας  και  της  ανέχειας.  Δεν  ήταν  λίγες  οι  φορές  που με  το  χαμόγελο  στα  χείλη  εφορμούσαν,  λες  και  πήγαιναν  εκδρομή,  στα  φορτηγά   των  Γερμανών,   όταν  είχαν  πληροφορίες   ότι  μετέφεραν   αγαθά  και  ξύλα  για  τα τζάκια  και  τις  σόμπες.

    Και  επειδή  ήταν  παιδιά  αδύναμα  και  χωρίς καμιά  προστασία απέναντι  στους καλοταϊσμένους  ένοπλους  Γερμανούς  κατέφευγαν  σε  αυτό  που  ήξεραν  καλά  να  κάνουν,  στο τέχνασμα,  το  κόλπο,  το  θεατρικό  παιχνίδι.  Συνήθως  προσποιούνταν  την  ανέμελη  παρέα,  που  βολτάρει   κοντά  στα  φορτωμένα φορτηγά    και  ξαφνικά  κάτι  γίνεται  μεταξύ  τους  και  τάχα  έρχονται στα  χέρια  και  φωνάζουν  και  δίνουν  την    παράστασή  τους,  ενώ  κάποιοι  άλλοι, συνεννοημένοι   από  πριν,  όσο οι  στρατιώτες  κάνουν  χάζι  τούς…….ελαφρύνουν  το  φορτίο.

  Αρκετές  φορές  με την   παγίδα,  που  έστηναν,  άρπαζαν  κάτι  και  έφευγαν κερδισμένοι.  Υπήρχαν  όμως  και  φορές,  που παιδιά  ακόμη  και  κάτω  τον  δώδεκα  ετών,  στάλθηκαν  στο  εκτελεστικό  απόσπασμα,  με  την  κατηγορία  της  κλοπής  υλικού,  που  ανήκε  στον  γερμανικό  στρατό.  Και  όμως  ούτε  τα  βασανιστήρια  ούτε  οι  εκτελέσεις  έκαμψαν  το  ηθικό  αυτών,  που  μπορεί  να  ήταν  παιδιά  στα  χρόνια, που  μετρούσαν  πάνω  τους,  ήταν  όμως  γενναίοι  άντρες  στην  ψυχή.

Από  αυτή  την  πάστα  ήταν  ο  Σωτήρης, ο  Σταύρος, η  Μάγδα  και  ο  Πάρης  που  μπήκαν  στην ομάδα  του  Δημήτρη,  της  Μαργαρίτας  και  των  δίδυμων  αδελφών   της.

 Κάθε  βράδυ συναντιόντουσαν,  μετά  τα  μεσάνυχτα,  στο  κτήμα  των  νερόμυλων,  και  από  εκεί  με  πινέλα  και  κουβάδες  κόκκινης  μπογιάς,  ίδιο  με αυτό  του  αίματος  του  ελληνικού λαού, που άδικα  χυνόταν, ανέβαιναν  στην  ιππήλατη άμαξα  του  Εμμανουήλ,  και  έφευγαν  κάθε  φορά  και  προς  διαφορετική  κατεύθυνση.  Λίγο  έξω  από  κάθε  χωριό  του  νησιού, έκρυβαν  την  άμαξα,  έμπαιναν  στα  σοκάκια  και  τους  δρόμους  με  τα  πόδια,  και  σε  τοίχους λευκούς,  καθαρούς,  με  μεγάλα  γράμματα  ζωγράφιζαν  << ΘΑΝΑΤΟΣ   ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ  ΚΑΙ  ΣΤΟΥΣ  ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ  ΤΟΥΣ>>.

  Όλο  το  νησί  άνω  κάτω  το  έφερναν  οι  Γερμανοί,  για να  ανακαλύψουν  τους  υπαίτιους  αυτής  της  ντροπιαστικής  δολιοφθοράς. Έστηναν  μπλόκα, προσήγαγαν  κατοίκους  στα  γκεσταπίτικα  γραφεία τους  και  τους  ανέκριναν,  απειλούσαν   τους  προδότες  και  τους  δωσίλογους,  που  τους  παρείχαν  εκδούλευση, κάποιες  φορές  μάλιστα  τους  έταζαν  και  αμοιβές  ή  προνόμια,  αλλά  εκεί  που  κάθε  φορά  νόμιζαν  ότι  έβρισκαν   θησαυρό,  αυτός  αποδεικνυόταν  άνθρακας.

 Κάθε  φορά, εκτός  από  τη  μία  και  μοναδική,  που  κινδύνεψαν  πολύ  σοβαρά  η  Μαργαρίτα  με  τον  Δημήτρη  και  μαζί  τους  ολόκληρη  η  μικρή   οργάνωση,  να  συλληφθούν και  να  τιμωρηθούν  με εκτέλεση.

Μια  νύχτα,  κατά  τα  άλλα  συνηθισμένη,  έχοντας  επιστρέψει  από   την  αποστολή  της  ο  ομάδα,   ο  Δημήτρης  με  τη  Μαργαρίτα  έμειναν  στις  αποθήκες  να  τελειώσουν   κάτι  αντιστασιακές  προκηρύξεις.    Με  το  να  τις  πετούν  στους δρόμους,  αντί  να  γράφουν  συνθήματα  στους  τοίχους,  διέτρεχαν, πίστευαν,  λιγότερο  κίνδυνο  να  γίνουν  αντιληπτοί   και  να  συλληφθούν.  Τα  άλλα  παιδιά  τα  έδιωξαν,  να  πάνε  στα  σπίτια τους,  να  ξεκουραστούν.

 Όχι  πολλή  ώρα  αργότερα  και  αφού  τελείωσαν  με  τις  προκηρύξεις,  ο  Δημήτρης  συνόδευσε  τη  Μαργαρίτα  στο  σπίτι της. Για  κακή  τους  τύχη   όμως  έπεσαν  πάνω  σε  δυο  Γερμανούς,  που  έβγαιναν  από  το  πατρικό  της  Μαργαρίτας. Η   ώρα  της  απαγόρευσης  κυκλοφορίας  είχε  αρχίσει  εδώ  και  ώρες  και  εκείνοι  υπήρξαν  παραβάτες. Τους  συνέλαβαν  και  τους οδήγησαν  στο στρατηγείο  τους,  για  να  τους  ανακρίνουν.

 Η  Μαργαρίτα  με  περισσό  θάρρος  παραδέχτηκε   ότι  βγήκε  κρυφά  από  τους  γονείς  της,  για  να συναντήσει  τον  αγαπημένο  της  και  για  την  αλήθεια  του  πράγματος,  μπορούσαν  να   απευθυνθούν  στον  συνάδελφο τους,  από  το  σπίτι  του  οποίου  βγήκαν,  γιατί  ήταν  και  δικό  της  σπίτι.

  Η  επιβεβαίωση  έγινε. Εκείνοι  πείστηκαν  και  δεν  έκαναν  τίποτα  περαιτέρω. Δεν  εξελίχθηκαν όμως  το  ίδιο  ήσυχα  τα  πράγματα  και  στην  οικογένεια  της  Μαργαρίτας.  Οι  γονείς  της   έμαθαν  από  την  ίδια  για  τα    πραγματικά  <έργα και   ημέραι>,  τα κατορθώματά   της  δηλαδή,  όπως  και  των  αδελφών  της  και  φυσικά  και  για  τη    σχέσης  της  με  τον  Δημήτρη  Αλεβιζάκη.

 Όσο  για  το  κακό  και  παραλίγο  τραγικό  συμβάν  της  προηγούμενης νύχτας,  η   απορία  των  παιδιών   λύθηκε  από  τους  γονείς  της  Μαργαρίτας,  που  τους  αποκάλυψαν  ότι   είχε  γενέθλια  ο  < συγκάτοικός  τους > τη  μέρα  εκείνοι  και  ήρθαν   οι  άλλοι  δύο   Γερμανοί,  που  τους  συνέλαβαν,   να  του  ευχηθούν  και  να γιορτάσουν  μαζί  του.  Μάλιστα  είχαν  καλέσει  και  τους  ίδιους  στη  γιορτή,  αλλά  εκείνοι  αρνήθηκαν,  όσο  πιο  ευγενικά  μπορούσαν.

Το  περιστατικό  αυτό  καθόλου  δεν  έκαμψε  το  φρόνημα  της  ομάδας,  το  αντίθετο  μάλιστα. Το  γεγονός  ότι  κορόιδεψαν  τρεις  Γερμανούς,  και  τους  ξέφυγαν  κάτω  από  τη  μύτη  τους,  τους  εξιτάρισε  και  τους   έκανε  περισσότερο  παράτολμους. Ναι,  παράτολμους,  και  μάλιστα μέχρι  βλακείας.

 Είχε   από  μέρες η  ομάδα  της Μαργαρίτας  και  του  Δημήτρη  την  πληροφορία  ότι  και  στο  δικό  τους  χωριό,  όπως  βέβαια  συνέβαινε σε  όλο  το  νησί  και  ακόμα  παραπέρα,  υπήρχε  κάποιος,  που είδε την  τραγωδία,  που  βίωναν  εδώ  και  δύο  χρόνια  τώρα,  ευκαιρία  να θησαυρίσει  και  δεν  τους  χωρούσε  ο  τόπος,  έπρεπε  οπωσδήποτε  να  τον  ξετρυπώσουν  και  να  τον  τιμωρήσουν  ανάλογα.

<< Δημήτρη, Δημήτρη >>,  ακούστηκε  ένα  απόγευμα  πικρή  η  φωνή  του  Σωτήρη,  ενός  από  τα  παιδιά  της  ομάδας,  που  ήρθε    στους  νερόμυλους   λαχανιασμένος  και  κατακόκκινος  από  την  έξαψη  και  την τρεχάλα.

 Χρειάστηκε  δυο ποτήρια  νερό  με  ζάχαρη  να  χαλαλίσει  ο  Δημήτρης,  για  να  τον  ηρεμήσει  και   να  καταλάβει,  τι  του  έλεγε.

<<Έμαθα, Δημήτρη,  έμαθα,  ποιος  κάνει  αυτές  τις  βρομοδουλειές   στο  χωριό  μας.  Είναι  ο  Χρηστάρας,  ο  γιος  της  Βαρσάμως,  της  μαμής,  που  μένει  στο  σπίτι  απέναντι  από  τον  καφενέ του  Χαρίλαου.  Ήρθε  το  πρωί  η  Αγγελικούλα  του  Μηνά  του  καντηλανάφτη,  κόκκινα τα  μάτια  της από  το  κλάμα, φαρμάκι  έσταζαν  τα  χείλη  της.  Άγιο  και  Θεό  την  έκανα  να  μου  ανοιχτεί,  να  μου  μιλήσει,  να  ξαλαφρώσει>>.

Με  πόνο  ψυχής  ο  Σωτήρης  αφηγήθηκε  στο  Δημήτρη  το  δράμα,  που  βίωνε  η  Αγγελικούλα,   ξέχωρα  από  εκείνο  με  τους  Γερμανούς.

< Τι  να  σου  πω   Σωτήρη  μου,  μου  είπε  το  κορίτσι,   και  από  πού  να  πιαστώ,  να  κρατηθώ.  Θα  σκοτωθώ,  Σωτήρη, θα  σκοτωθώ. Αφού  μας  πήρε  ό,τι  είχαμε  και  δεν  είχαμε  αυτός  ο  Χρηστάρας,  άρχισε  να  μας  καλοπιάνει,  και  όλο  και  κατιτίς να  κουβαλάει στο  σπίτι.  Πότε  λίγη μπομπότα, πότε  καμιά  λαχανίδα  με  λίγο  λάδι,  πότε  δυο  δράμια  αλεύρι,  και  να  κλείνονται  μετά  με  τον πατέρα  μου,  με  τις  ώρες,  στο  καλό   μας  δωμάτιο.  Χθες  το  βράδυ  με  φώναξε  ο  πατέρας  πως  ήθελε κάτι  να  μου  πει.

  Ξέρεις  Αγγελικούλα,  μου  είπε,  βρέθηκε  ένα  πολύ  καλό  παλικάρι,  που  του  αρέσεις  λέει και  θέλει  να  σε  πάρει  για  γυναίκα του.  Θα  περάσεις  καλά  μαζί  του, θα δεις.

Τι  λες  πατέρα,   του  είπα  εγώ,  εδώ  ο  κόσμος  χάνεται,  πόλεμος, κατοχή,  θάνατος  και  εμείς  για  γάμους  θα μιλάμε,  άλλωστε  είμαι  μικρή  ακόμη, έχουμε  καιρό.

Θα  τον  πάρεις Αγγελική,  δε  γίνεται  αλλιώς, το   λόγο  μου  εγώ  μια φορά τον  έδωσα,  μου  είπε  και  έπεσε  να  κοιμηθεί.

 Από  τη  μάνα  μου  έμαθα  πως  τα  κανονίσανε  οι  δυο  τους  με  τον Χρηστάρα,   γιατί  λέει  μας  έφερνε  τόσο  καιρό  φαϊ,  να  μην  πεθάνουμε  και  τώρα  θέλει,  να  το  ισοφαρίσει,  και  θα  μας  φέρνει και  άλλο.

Δεν  τον   θέλω  Σωτήρη,  δεν  τον  θέλω  ούτε  για φίλο  μου,  άντρα  μου  θα  τον πάρω!  Αυτό  δε  γίνεται! Και  η  μάνα  μου  δε  θέλει,  γιατί  λέει  είναι  άνθρωπος  συμφεροντολόγος  και  άτιμος.

  Από  την  καημένη   την κυρά  Ασημίνα, την  γειτόνισσα  μέχρι  και  το πάπλωμα   και  την  καλή  της ρόμπα   της  πήρε,  για  ένα  σακουλάκι   ξερά  φασόλια  και  μισό  λίτρο   λάδι,  που  της  έφερε.  Μαυραγορίτης  και  παραδόπιστος  είναι,  μου  είπε,  αλλά  φοβάται  τον  πατέρα  της  και  δε  θέλει  να  του  πάει  κόντρα.>

  Όλη  τη  νύχτα  η ομάδα  συσκέπτονταν  για  τον  Χρηστάρα, πως  θα  έπαιρνε  το  μάθημά  του. Και   η  απόφαση  πάρθηκε  γρήγορα  και  ομόφωνα.  Θα   παρακολουθούσαν  τις  κινήσεις  του,  για  ένα  διάστημα,  και  θα μάθαιναν τις  ώρες,  που  συνήθως  έλειπε εκείνος  από  το  σπίτι.  Τα  υπόλοιπα θα  ήταν  εύκολα.

 Ύστερα  από  δυο  εβδομάδες  περίπου  παρακολούθησης  έφτασε  επιτέλους  η  στιγμή  της  εκδίκησης. Ο Χρηστάρας με τη  μάνα  του  πήγαν στην  αδελφή  του,  στο  Μόλυβδο,  που  ήταν  παντρεμένη. Τους  ειδοποίησαν,  ότι  ο  γαμπρός  του  είχε  ένα  ατύχημα  στο  χωράφι  με  τις  ελιές  και έπρεπε  να  την  βοηθήσουν  για  λίγο  με  τα  ζώα.

 Με  το  πρώτο  κύμα  της ίδιας  εκείνης  νύχτας  της  αναχώρησης  του  Χρηστάρα  και  της  μάνας  του,  όλη  η  ομάδα   κατευθύνθηκε  προς  το  σπίτι  του.

 Τα  κορίτσια  φύλαγαν  τσίλιες,  μήπως  φαινόταν  στο δρόμο   κανένας,   παρά  την  απαγόρευση  κυκλοφορίας,  και  οι άντρες  μπήκαν  στο  σπίτι.  Με  προσεκτικές  κινήσεις,  μέσα  στο  σκοτάδι, βρήκαν  την κάμαρή  του, άδειασαν  τα  συρτάρια  με  τα  ασπρόρουχά του  και  βγήκαν  στην αυλή. Με  κόκκινη  μπογιά  πάνω  στο  καθένα  τους  έγραψαν και  από  δυο  γράμματα.  Τα  άπλωσαν σαν  σε   μπουγάδα,  αφού  πρώτα  τα  έβαλαν  στη  σειρά,   έτσι  ώστε  να  βγαίνει  καθαρά  η  φράση < θάνατο  στον μαυραγορίτη>.  Το  κόκκινο  των  γραμμάτων  έκανε  χτυπητή  αντίθεση  με  το λευκό  των  ρούχων,  ώστε  μπορούσε  κανείς  να  τα διαβάσει  και  από  απέναντι,   από το  καφενείο.

  Όλες  τις  μέρες,  που  έλειπε  ο  Χρηστάρας  και  ήταν  πολλές,  δεν  υπήρχε άνθρωπος  που  να  μην  πέρασε  από  το  σπίτι  του  και  να  μην  έφτυσε  στο  χώμα  της  αυλής  του.

 Όταν  γύρισαν  ο  Χρηστάρας  με τη  μάνα  του και  είδαν  την  μπουγάδα,  πιότερο  φοβήθηκαν  παρά  ντράπηκαν για  το  κάζο,  που  τους  έγινε.  Πήρε   τη  μάνα  του  την   επομένη  και  έφυγαν  από το  χωριό,  και  ο  τόπος  σα  να  καθάρισε  λίγο,  όπως  οι  στάβλοι   με  την  κόπρο   του  Αυγείου,  που  καθάρισε  σε  έναν  άθλο  του  ο  Ηρακλής.

Η  άνοιξη  του 1942  ήρθε  και  κάθισε  στον  ανθοστόλιστο  θρόνο  της   και  από  εκεί   παρακολουθούσε  και  επέβλεπε  με  χάρη τα  πάντα,   ευωδιές  και  χρώματα,  κόντρα  στη  χαλεπότητα  των  καιρών. Ο  Τσαρλς  που  είχε  πια  κοντέψει  να  γίνει  αληθινός  Λέσβιος,  με  την  καλοσύνη  του  καιρού,  επηρεάστηκε  πολύ.  Ξύπνησε  έντονος  ο  πόθος  μέσα  του   για  το  ταξίδι   στη  Μ.  Ανατολή  και   δεν  κρατιόταν.

<<Μη  βιάζεσαι,  θα  γίνει  κατά  πως  το  επιθυμείς,  λίγο  χρόνο  δώσε  μου  ακόμα,  να  ημερέψουν κι άλλο  τα  νερά  και  να ζεστάνουν  κομμάτι  και  …έφυγες>>, τον  καλόπαιρνε ο  Εμμανουήλ,  όπως  τα  μικρά  παιδιά,  που  πεισμώνουν  και  θέλουν  να  περάσει  το  δικό  τους.

 Δεν  ήταν  ότι  φοβόταν  να  βγάλει  τον  Άγγλο  από την  κρυψώνα του  ο  Εμμανουήλ,  ούτε  ότι  δεν  τα  είχε  ακόμη  κανονισμένα  με  τον  καπετάνιο,  τον Γιακουμή. Άλλο  πράγμα  τον  απασχολούσε  και  τον  κράταγε  ξύπνιο  τις  νύχτες.

 Ένα  βράδυ  όμως  εκεί  που  καθότανε  και τα  λέγανε  με  τη  Διώνη,  τη  γυναίκα  του,  το  αποφάσισε  και   το  έβγαλε  από  μέσα  του,  και  ένιωσε  ένα  πετάρισμα,  σα  να ήτανε  αερικό.

<< Θέλω  κάτι  να  σου  πω  Διώνη  μου,  και  γνώμη  μη  προσπαθήσεις  να  μου  αλλάξεις.  Σκέφτηκα,  ο  καπετάν  Γιακουμής  να  πάει   με το  καϊκι  του   τον  Τσάρλς  απέναντι,  να  τον  αφήσει,  να  πάρει  το  δρόμο  του  πια  ο άνθρωπος,  αλλά  θέλω  να  πάω  και  εγώ  μαζί  τους.  Πάνε  είκοσι  χρόνια  από  τότε,   που  φύγαμε  κυνηγημένοι  από  τους  τσέτες  και  τον οθωμανικό  στρατό.  Λέγαμε  θα  ξαναγυρίσουμε,  αλλά  αυτό  δεν  έγινε  και  ούτε  το  βλέπω  να  συμβαίνει  γρήγορα.  Η  μοναδική  μου  ευκαιρία  είναι  αυτή  και  δε  θέλω  να  πάει  χαμένη.

 Τα  πράγματα  εκεί  είναι  αλλιώτικα τώρα,  ήρεμα, και  εγώ  στους  προσωπικούς μου  λογαριασμούς  τελεία  δεν  έβαλα  ακόμη  και  αυτό  με  έχει  αφήσει  άνθρωπο  μισό>>.

Είπε  ο  Εμμανουήλ,  όσα  μέσα  του  είχε  κρατημένα  τόσο  καιρό  και  ούτε  που  περίμενε  την  αντίδραση  της  γυναίκας  του,  άλλωστε,  κατά  πως  της  μήνυσε,  την  απόφασή  του  την  είχε  πάρει  και  κανείς  δεν θα  του  την  άλλαζε.

 Σηκώθηκε  από  κοντά  της και  κίνησε  για  την  κάμαρη  του  Τσάρλς.  Στο  αχνό  φως  ωστόσο   της  γκαζόλαμπας  πρόλαβε  και  είδε  την  υγρή  λάμψη  των  ματιών  της    και  θεώρησε  πως  την  είχε  πληγώσει,  που  έδειξε  πως  πια  δεν  την  λογαριάζει  για  συμβία  του  και  παίρνει  αποφάσεις  ερήμην  της,  αλλά  καθόλου  δεν  μετάνοιωσε,  για  όσα  είχε  ξεστομίσει.

 Αν  καθόταν όμως  λίγο  παραπάνω  δίπλα  της  θα  άκουγε  τους  χτύπους  της  καρδιάς  της,  πόσο  υπερήφανη  ήταν  εκείνη  για  τον  άντρα της,  που  μέσα  στον    εφιάλτη  της  γερμανικής  κατοχής    και  του  θανάτου,  εκείνος  ήθελε  να  είναι  για  μια  φορά  εντάξει  με  τον  εαυτό  του  και  τη  συνείδησή  του,  να  κάνει  το  χρέος  του  στους  ανθρώπους,  που  αναγκάστηκαν  να  αφήσουν  πίσω  τους,  ζωντανούς  ή  νεκρούς, όπως  και  το  σπίτι   τους,  που  βόλεψαν   μέσα  του  την  αγάπη  τους  και  γεννήθηκε  το  παιδί  τους.

Πράγματι  οι  σχέσεις  των   δύο  χωρών  από  τη  δεκαετία  του  ΄30  είδαν  σημάδια  βελτίωσης.  Υπογράφτηκαν  συμφωνίες  φιλίας,  περιορισμού  των  εξοπλιστικών  καθώς  και  εμπορικές. Μάλιστα  κατά  τη  διάρκεια  της  κατοχής  και   στο  μεγάλο   λιμό  του  1941-1942  ήρθε  ανθρωπιστική  βοήθεια  στην  Ελλάδα  από  εκεί  και  αποδείχτηκε  σωτήρια  για πλήθος  κόσμου,  που  γλίτωσε  από  βέβαιο  θάνατο.

  Ήξερε  η Διώνη  πως  ο  άντρας  της  είχε  καλά  πολλά  και  τον  λάτρευε  και  τον  αγαπούσε,  αλλά  ήξερε  και  το  πείσμα  του,  γονίδιο  κρητικό,  και το  αγαπούσε  και  αυτό,  και  ας  μη  της  άρεσε   κάποιες  φορές,  γιατί  φοβόταν  για  εκείνον,  μη  και  του  συμβεί  κάτι  κακό,  έτσι  παράτολμος  και  περιπετειώδης,  που  ήταν.

  Τον  περίμενε  να  βγει  από  την  κάμαρη  του  Τσάρλς,  για  να  του  μιλήσει.

 Πάντα  έτσι  κάνανε.  Κάθε  φορά  που  ο  ένας  έδειχνε  να  μην  συμφωνεί  με  τον  άλλον,  έλεγε  αυτό  που  ήταν  να πει,  και  αποχωρούσε.  Άφηνε  το  χρόνο  να  δουλέψει  για  εκείνους.  Διαλέγονταν  ο  καθένας  μόνος  του  με τον εαυτό  του,  έμπαινε  και  στη  θέση  του  αλλουνού  και  πιο  ήρεμοι  και  με  πιο  καθαρό  μυαλό  επανερχόταν  στην  αρχική  τους  κουβέντα  και  σίγουρα  κάπου  καταλήγανε, που  να  ικανοποιούσε  και  τους  δυο.

<Αν  μπορώ  να εμποδίσω  έστω  μια  καρδιά,  για  να  μη  ραγίσει,  τότε  δε  θα  είναι  μάταιη  η  ζωή  μου>, αυτό  είχαν  υποσχεθεί  ο  ένας  στον  άλλον,  το  πρώτο  κιόλας  βράδυ  του  γάμου  τους,  που ο  ένας  έπεσε  στην  αγκαλιά  του  άλλου.

Έτσι  και  εκείνο  το  βράδυ,  με  το  που  άφησε  ο  Εμμανουήλ  τον  Τσάρλς  και  μπήκε  στην  κάμαρά  τους  μέσα,  τον  πλησίασε  η  Διώνη  και  πιάνοντας  τον  από  τους  ώμους,  του  μίλησε.

<< Την  απόφασή  σου   δεν  θα  προσπαθήσω  να  σου  την   αλλάξω,  Εμμανουήλ,  μια  άλλη  όμως  θα  σου πω,   που  εμένα  μου  αρέσει.  Θέλω  και  εγώ  μαζί  σου  στο  ταξίδι  αυτό  να  έρθω  και  μη  με  σταματήσεις,  γιατί  έχω  πείσμα  και  εγώ  περίσσιο.  Έχω  και  εγώ  λογαριασμούς,  που  πρέπει  να  κλείσω,  και  αυτό  είναι  που  τόσα  χρόνια  με  κρατά  στη  ζωή,  ανασαίνω  και  πορεύομαι,  μια  μέρα  πίσω  να  γυρίσω,  στους  δρόμους,  που  οι  δυο  μας  ανταμώναμε,  να  ξαναπερπατήσω,  για  τον  πατέρα  μου  μήπως  κάτι  βρω,  έναν  τάφο  ίσως,  λίγο  λάδι  στο  καντήλι  του  να  βάλω, σαν  κόρη  του  που  είμαι  και  όμως  δεν  μπόρεσα  τίποτα  να  του  προσφέρω>>.

Λύγισε  η  Διδώ  και  τα  δυο  χέρια  του  Εμμανουήλ  γίνανε  δίχτυ  προστατευτικό  και την  κρατήσανε μέσα.

Όλα  ήταν  έτοιμα  για  το ταξίδι   της  επιστροφής,  σε  αυτό  που  λένε  ρίζες.  Ο  Δημήτρης  συνόδευσε  και  τους  τρεις  στον  κόλπο  του  Μακρύ  Γιαλού. Από  εκεί,  που  είκοσι  χρόνια  πριν  ξετυλίχτηκε  σαν  άλλος  μίτος της  Αριάδνης  η  ζωή  τους,  και  ήρθαν  και  απάγκιασαν  και  ρίζωσαν  εδώ,  από  εκεί  θα  ξεκινούσε  σε λίγο  ένα  άλλο  ταξίδι,  ταξίδι  αναζήτησης  και  αυτοπροσδιορισμού.

 Ο  καπετάν  Γιακουμής  με  μεγάλες  προφυλάξεις  και  επιδέξιες  κινήσεις έφερε  το πλεούμενο  σε  νερά  ήρεμα  και  αβαθή. Επιβιβάστηκαν  και  οι  τρεις  και  σε  όλο  το  ταξίδι  ζήτημα  αν  ειπώθηκαν  μεταξύ  τους  δυο  λέξεις.  Με  συντροφιά  ο  καθένας  τις  δικές  του σκέψεις  και  την  καρδιά  φουσκωμένη,  σαν  τα πανιά  του  καϊκιού  από  αισθήματα  πολλά και  διφορούμενα,  αγνάντευαν  την  ομορφιά  της   θάλασσα,  που  πότε  ήταν  ήρεμη   και  αγγελική  και  πότε  μπουρινιασμένη.

Το  ταξίδι   στη θάλασσα  δεν κράτησε  πολύ,  τελείωσε,  και  έδωσε  τη σκυτάλη του σε  ένα άλλο, μεγαλύτερο  και  δυσκολότερο,  αυτό  της  περιπλάνηση  στα  στοιχειωμένα  από  τόσες  αναμνήσεις  μέρη.

 Προσάραξαν  σε  ένα  σημείο  απόμερο,  έξω  από  την  πόλη  του Αϊβαλιού. Κατέβηκαν  οι  τρεις  τους,  αφού  πρώτα  μίλησαν με  τον καπετάν  Γιακουμή,  για  την  ώρα,  που  πίσω   θα  ερχόταν να  πάρει  τον  Εμμανουήλ  με  τη  γυναίκα του.  Στα  μισά του  δρόμου  αντάμωσαν δυο  συντρόφους  από  το δίκτυο,  το  αγγλικό,  που  ήταν  οργανωμένο  στην  περιοχή  και   αυτοί  πήραν μαζί τους  τον  Τσάρλς. Έδωσαν  τα  χέρια  σφιχτά  οι  δυο άντρες, τον  χαιρέτησε  θερμά  και  η  Διώνη  και   με την ευχή  να ξανανταμώσουν  σε  έδαφος  ελεύθερο ελληνικό  πια,  αποχωρίστηκαν.

 Ο   Εμμανουήλ  και  η  Διώνη  προχώρησαν  κατά  τη  μεριά  της πόλης,  που  τους έζησε  και  τη  ζήσανε,  για  ένα  μεγάλο κομμάτι  της  ζωής  τους.

 Η  προκυμαία  του  Αϊβαλιού  τους  υποδέχτηκε  πρώτη  και  με  θέρμη  πολλή.

 Φαρδιά,  πλακόστρωτη,  με  τα  ζαχαροπλαστεία  και  τα καφενεία  της, τα  αραδιασμένα  τραπεζάκια  με  θέα  το  απέραντο  γαλάζιο  της    θάλασσας   και  τις  ψαρόβαρκες, να  λικνίζονται  απαλά  στο  χορό  των  κυμάτων.

Άμαξες  ιππήλατες,  αλλά  και αυτοκίνητα  κουβαλούσαν   τον κόσμο  για  δουλειά  ή  και ψυχαγωγία. Φωνές   λογιών  λογιών,  κορναρίσματα,  καμτσικιές,  που  έσκιζαν  τον αέρα, αρώματα και  μυρωδιές. Ένα  συνονθύλευμα  εμπειριών,  που  θα  ζήλευε  και  η  πιο  πλούσια  παλέτα  ζωγράφου.

Ανακατευτήκανε  στο  πλήθος   προσπαθώντας,  να  μη  δώσουν στόχο  με  την  παρουσία  τους  σε  κανένα,  και  πήραν  το  δρόμο τον  κεντρικό. Πρώτος  τους  προορισμός  το  σπίτι,  που  γεμίσανε  με τα  όνειρα,  τις  χαρές  και  τις  έγνοιες  τους,  το  δικό  τους  το  σπίτι.

 Ναι,  εκεί  ήτανε,  έστεκε  στητό  και  υπερήφανο,  όπως  το  φτιάξανε  και  το  διακοσμήσανε  οι  δημιουργοί  του,  εκείνοι  δηλαδή,  και  ας  είχε  περάσει  τώρα σε  άλλα χέρια. Τίποτα  πάνω  και  γύρω  του  δεν  είχε  αλλάξει, με  τα  αετώματά  του, τα  μπαλκονάκια  του,  τις  αψίδες  με  τους  κίονες, τις  δίδυμες  αυλές, τις κατάμεστες  από  λουλούδια,  τα  παρτέρια  και  φυσικά  το  αίθριο.

 Μόνο  τα  δέντρα  στην  πίσω  αυλή  δεν υπήρχαν  πια,  ίσως  έπεσαν  μόνα  τους  από  τον  καιρό  ή  και  χαλάσανε  από  κάποια  αρρώστια  ή  και  τα  κόψανε  και  στη  θέση  τους  υπήρχε  ένα  μικρό  σπιτάκι  με  μποστάνι,  δυο  κούνιες  και  μια  ποτίστρα πουλιών.

   Πόσα  είχαν  περάσει  σε  αυτό  το  σπίτι,  στα  λίγα  χρόνια  που  έμελλε να το  χαρούν! Ας  είναι,  και  τώρα  καλά  ήταν,  τα  καταφέρανε  σε  σχέση με  πολλούς  άλλους,  που  χάθηκαν. Άλλωστε τα  σπίτια  πράγματα  είναι  ετερόφωτα,   την  αξία τους  στους  ανθρώπους,  που  τα  αγαπούν  και  τα  νοιάζονται,  τη  χρωστούνε.

  Προχώρησαν  κατά  την άλλη  γειτονιά,  για  το  πατρικό  του  Εμμανουήλ.  Εκείνο,  δυστυχώς,  δεν το  βρήκανε  κατά  πως  το   άφησαν.  Παλιό  ήταν,   όταν  το  αγοράσανε  οι  γονείς  του,  αλλά  το  αγαπήσανε τόσο  πολύ,  που   ήρθε  και  έλαμψε  και  ομόρφυνε και έγινε  το  πιο  όμορφο  του  κόσμου,  το   παλατάκι  τους  ήταν,  έτσι το  λέγανε.  Σα  να  μαράζωσε  όμως  φαίνεται,  όταν  εκείνοι φύγανε  και  το  αφήσανε,  δεν  είχε  πνοή  να  ζήσει  παραπέρα  και  έτσι  το θάψανε   και  πάνω  του  καινούργιο  οικοδομήσανε.  Και  δεν  ήταν  μόνο  το  σπίτι  που  δεν  βρήκαν  στη  θέση  του,  ολόκληρη  η  συνοικία  είχε  αλλάξει.   Παλιά  ήταν  όλα  εκεί  και  καινούργια  τα  φτιάξανε,   και  δρόμους  μεγάλους  αντί  σοκάκια  σχεδιάσανε,  και  μαγαζιά  πολλά  ανοίξανε.

Περπατούσαν  κάτω από  το  φως  του  ήλιου,  το  λευκό,  και  όλα αστράφτανε   σα  διαμαντικά, όχι  όμως  και  η  ψυχή  τους,  αφού  τα  πάντα   τους  θυμίζανε  πως κάποτε  εκεί  ζούσαν   Ρωμιοί  με  την  χιλιόχρονη  ιστορία  τους  και τον  πολιτισμό τους. Επιγραφές  με  ονόματα  ελληνικά  δεν  υπήρχαν  πια,  σβηστήκανε,  εκκλησιές  ερημωθήκανε  και   σκεπασμένες  από  περιττώματα  ζώων  και  πουλιών  έχασκαν  ολομόναχες,  καταμεσής  του  χρόνου,  μάρτυρες  μιας  εποχής, που  έφυγε  ανεπιστρεπτί.

 Ένιωσαν  ένα  κύμα  να  ξεκινά  από  μέσα  τους  με διαθέσεις  απειλητικές,  έτοιμο  να  τους  πνίξει  και  αυτό  δεν έπρεπε  να αφήσουν  να  συμβεί,  όχι  τουλάχιστον  εκεί  και  εκείνη  τη  στιγμή.

Για να  μην προδοθούνε,  τράβηξαν  κατά  το  μέρος,  που  ήσυχα  μπορούσαν  να  εκφραστούν,  κανένα  να  μην  ενοχλήσουνε  και  κανείς  να  μην  τους  πειράξει,  στο  χριστιανικό  νεκροταφείο. Και  εδώ η  εικόνα,  που  αντίκρισαν  ήταν  αποκαρδιωτική.  Θλίψη,  πόνος,  απελπισία.  Τάφοι,  που το  λευκό  τους  μάρμαρο   έμοιαζε   με  ρούχο  γαργιασμένο,  σταυροί  θρυμματισμένοι,  που  κείτονταν  στο χώμα,  άτακτα  σκορπισμένοι,  αγριόχορτα  σε  σύρματα  πλεγμένα, ήταν  μερικές  από  τις  εικόνες   που  δεν  θα  ξεχνούσαν  ποτέ.  Όπου   κι  αν κοίταζαν   ήταν  σαν  όλα  να  υπήρχαν  εκεί  μόνο  για  να  τους  πληγώσουν.  Κόπιασαν  πολύ  να  βρούνε  τον  τάφο  του  Δημητρού,  μέσα  στις  βατσινιές, τις  πέτρες  και  τα  σπασμένα   μάρμαρα.

Υπήρχαν  δίπλα  του και  άλλοι  τάφοι,  που  έστεκαν σα  στόματα  ανθρώπων  ανοιχτά.  Ποιο  μυαλό   διαταραγμένο,  ποια ψυχή  σατανική μπορούσε  να είχε κάνει  ένα τόσο φριχτό  και  ειδεχθές  έγκλημα,  μονολογούσαν και μοιρολογούσαν  οι  δυο  τους. Το θέαμα  ήταν  αποτρόπαιο,  φριχτό. Να  μην  αφήνεις  τον  δικαιωμένο  ήσυχα  να  αναπαυθεί!

  Άφησαν  πια  ελεύθερα  τα  δάκρυα να  ξεχυθούν  από  μέσα  τους,  την  πίκρα  και  την  οργή  να  βγει,  να  μην  τους  φαρμακώσει,  να  ξαλαφρώσουν,  να  λυτρωθούν. Χρόνια  μέσα  τους  η  πληγή  μάζευε  μάζευε  για  όσα  άδικα  περάσανε  και  έγινε  απόστημα  μεγάλο,  που  τώρα  έσπασε,  για  να  μη  κακοφορμίσει.  Δεν  τους άξιζε  άλλο  δηλητήριο  πια,  μόνο  από  τη   χαρά  και την ευτυχία  είχαν  να  περιμένουν  μερτικό  και  αυτό  ήταν  υπόσχεση,  που  έδωσαν  τα  μάτια   τους  πιο πολύ,  αφού  τα  χείλη  τους  η  πίκρα  τα  είχε  σφραγίσει  και  αγκαλιάστηκαν  εκεί,  πάνω  στους  συλημένους  τάφους.

Και  αφού  η  καρδιά  τους  χόρτασε  από το  λυτρωτικό  της  ξέσπασμα,  έβγαλε  ο  Εμμανουήλ  ένα  μικρό,  υφασμάτινο  σακουλάκι, ένα  πουγκί,  που  είχε  μαζί  του  πάρει και  το  γέμισε  με  χώμα,  από  τον τάφο  του  πατέρα  του.

<< Τώρα  κλείνω  τους  προσωπικούς  μου  λογαριασμούς>>,  είπε  και  το  έχωσε  βαθιά  στην  τσέπη,  στο  μέρος της  καρδιάς.

  Καθάρισαν  όπως  μπόρεσαν  το  μνήμα   και  όσα  ήταν  γύρω,  φίλησαν  ό,τι  έμεινε  από  το  μαρμάρινο  σταυρό  του  τάφου  του  πατέρα  του  και  πιότερο  ανάλαφροι  από  πριν,  πήραν  το  δρόμο  της  επιστροφής,  να  ανταμώσουν  τον  καπετάν Γιακουμή  και  το  καϊκι  του.

 Τον  βρήκαν  να  τους  περιμένει  στο  σημείο,  που  ορίσανε  και  αφού  ανέβηκαν  πάνω   πήραν το  δρόμο,  που  χάραξαν  στη  θάλασσα  τα  χρώματα  του  δειλινού.

Για  τον  Εμμανουήλ  το  ταξίδι  στη  γενέτειρά  του υπήρξε  κομβικό,  σημαδιακό,  σχεδόν  καρμικό.  Μετά  από  αυτό άλλαξε, ένιωσε  σα  να  βρήκε  το  νόημα  της ζωής  του  και  έθεσε  νέους  στόχους.

 Επισκέφτηκε  πρώτα,  αμέσως  μετά  την  επιστροφή  του,  τον  τάφο  της  μάνας  του,  πάνω  στον  οποίο  σκόρπισε  το  χώμα,  που  έφερε  από  τον τάφο  του πατέρα  του.

<<Δεν  τα  κατάφερες  μητέρα  να  ξαναπάς  πίσω  σε  αυτά,  από  τα  οποία  σε  διώξανε    μακριά, έφερα  όμως  εγώ   κάτι  από  εκεί,  και  από  αυτό  που  αγάπησες  πιο  πολύ,  τον  πατέρα.  Κοιμηθείτε τώρα  μαζί  εν  ειρήνη>>, ήταν  τα  λόγια,  που   βγήκαν  από  το  στόμα του,  όπως  τα  ένιωσε  εκείνη  τη  στιγμή  και  χαϊδεύοντας  το  μνήμα  της  για  πολλοστή  φορά  σηκώθηκε  και  έφυγε.

Από  εκεί  κατευθύνθηκε  στο  σπίτι του  καπετάν Γιακουμή.  Η  γυναίκα  του  τού  είπε  ότι  θα  τον  έβρισκε  στη  Σκάλα,  κάποια   δίχτυα  του  σκιστήκανε  και πήγε  να  τα  μπαλώσει.  Τον βρήκε σκυμμένο  να  κλείνει  με  τη  βελόνα  τις τρύπες,  που  άνοιξαν   στα  δίχτυα  του  τα  δελφίνια.

 Καλησπερίστηκαν  και  κάθισαν  αντικριστά  και  με  τον  ήλιο  να  χαϊδεύει  τις πλάτες  τους. Μετά  τα  δυο  τυπικά,  που  λένε οι  άνθρωποι  σε  αυτές  τις  περιπτώσεις, ο  Εμμανουήλ  μπήκε  αμέσως στο  φλέγον  θέμα.

<< Τις μέρες  που  μοιραστήκαμε,  καπετάν  Γιακουμή,  στο  ταξίδι  με  τον  Άγγλο είδα  την  έξαψη  και  στα    δικά  σου μάτια,  από  την  αγανάκτηση  και  την  οργή,  για  τα  όσα  κακά  παθαίνει  το  νησί  μας. Είδα  τη  θέληση και το  θάρρος,  με  κίνδυνο  τη  ζωή σου,   να  βοηθήσεις  έναν  ξένο,  που  αγωνίζεται  για  την  πατρίδα,  τη  δική  μας  και τα  εξετίμησα   πολύ. Βρίσκομαι  εδώ  σιμά  σου  τώρα,  για  να  σου κάνω  μια  πρόταση>>, και  χωρίς  να αφήσει  τον  συνομιλητή  του  να  αντιδράσει  συνεχίζοντας  του  είπε.

<< Αυτό  που  κάναμε  για  τον  Τσαρλς  θέλω, αν  φυσικά  και  εσύ  το επιθυμείς,  να  το  κάνουμε  και  με  άλλους. Πίστεψέ, με,  είναι  πολλοί  αυτοί, που  μας  χρειάζονται  και  εδώ  στο  νησί μας   και  από  πιο  μακριά>>.

 Και  ο  Εμμανουήλ  είχε  απόλυτο  δίκιο. Όσο  το   κύμα  της  αντίστασης  κατά  του  κατακτητή  φούντωνε  και  θέριευε,   τόσο  μεγάλωνε  και  το  μένος  των Γερμανών,  όπως   και  γινόταν   πιο  εφευρετικά  και  απάνθρωπα  τα  μέσα  και  οι  πρακτικές,  που  μεταχειρίζονταν.  Δεκάδες  εκατοντάδες  πατριώτες  συλλαμβάνονταν  καθημερινά και  περνούσαν  μαρτυρικά  στα  υπόγεια  της  γκεστάπο.

 Πολλοί  κατέληγαν  στα  εκτελεστικά  αποσπάσματα, όπου  η  σφαίρα από  τη  θαλάμη  του  εκτελεστή  ή  η  αγχόνη,  που  στήνονταν  αυτοσχέδια σε  ένα  κλαδί  δέντρου  ή   σε δυο  δοκούς, ήταν  λύτρωση  από  τα  όσα  φριχτά  περνούσαν,  για να  ομολογήσουν  τις πράξεις  τους,  τις  ηρωικές, και  κυρίως  τους  συνεργάτες  τους  ή  για  αντίποινα,  για  κάποιο  σαμποτάζ  κατά  του εχθρού,  που  έκαναν.

  Υπήρχαν  όμως  και  κάποιοι,  που  κατάφερναν  να  ξεφύγουν  από  τα  μπλόκα,  που  έστηναν  οι  κατακτητές  ή  διασώζονταν  την  τελευταία  στιγμή  από  τους  συναγωνιστές  τους,  και  έπρεπε,  να  φύγουν  μακριά,  για  να  γλυτώσουν  τη  σύλληψη  μια  και  καταζητούνταν  και  πολλές  φορές  και  επικηρύσσονταν,  και  πλέον  δεν  μπορούσαν  να κυκλοφορούν σε  μέρη  γνώριμα  και  οικία.

 Για   αυτούς  μονόδρομος  ήταν  η  φυγή  τους,  με  οποιοδήποτε  τρόπο,  στη  Μ.  Ανατολή.  Εκεί   υπήρχε  οργανωμένο  δίκτυο  και  μπορούσαν να  συνεχίσουν  την αντιστασιακή   τους  δράση  και  να  προσφέρουν  στον  αγώνα,  για  την  ελευθερία της  πατρίδας.

Τον  άκουγε όλη  αυτή  την  ώρα  ο  καπετάν  Γιακουμής  καρφώνοντάς  τον ίσια στα  μάτια  και  χωρίς  να  τον διακόπτει.  Μόνο,  όταν κατάλαβε  πως  ο  Εμμανουήλ  απόσωσε   την  κουβέντα  του  και  μπορούσε  να  μιλήσει  εκείνος,  χωρίς  πολλά  πολλά  του  απάντησε  αναλόγως.

<<Κατά  πως  κατάλαβα,  Εμμανουήλ,  βάλθηκες να  μπούμε  για τα  καλά σε  μπελάδες  οι  δυο  μας. Χαλάλι  σου  όμως  και  χαλάλι  της  δόλιας  της  πατρίδας,  της  πολυβασανισμένης  και  χαλάλι  των παιδιών  μας,  που  δε  βαστώ  άλλο,  να  βλέπω,  να  τους  κλέβουν  τη  ζωή  και  το  μέλλον.

  Σε  αυτό  που  σκέφτεσαι,  το  λοιπόν,  είμαι σύμφωνος  και  εγώ,  και  χαίρομαι  πολύ,  αλλά  να  είμαστε  προσεχτικοί,  γιατί  έχουμε  φαμίλιες,  που  δεν  πρέπει  να  υποφέρουν   για  τα  εμάς  και τις  αποκοτιές  μας>>.

 Άστραψε  από  ικανοποίηση  το  πρόσωπο  του  Εμμανουήλ  ύστερα  από  τα  λόγια, τα  ενθαρρυντικά,  που  άκουσε  από  τον  καπετάν Γιακουμή  και έφυγε  για  το  σπίτι  πιλαλώντας  τις  στράτες   σα  δεκάχρονο,  που  του  χάρισαν  το  παιχνίδι,  που  μήνες   ολάκερους  γλυκά  αγκάλιαζε  με  το  βλέμμα  του  στη  βιτρίνα του  παιχνιδάδικου.

Είχε  πολλές   νύχτες  ο  Εμμανουήλ,  μετά  το  ταξίδι  στο Αϊβαλί,   να  βυθιστεί  σε  έναν  ύπνο  βαθιά  ευεργετικό,  και  τη  νύχτα  εκείνη  τα  κατάφερε.  Ήρθε ο  Μορφέας  και  του  γλυκοψιθύρισε  στο  αυτί,   σαν  το  νανούρισμα  της  μάνας  του,  το  βρεφικό  και  τον  μάγεψε  και  τον  αποκοίμισε.

Από  εκεί και πέρα  οι μέρες  του  Εμμανουήλ απέκτησαν  άλλη  ουσία, ενδιαφέρον  και  βαρύτητα. Όργωνε  το  νησί με  την  άμαξά  του  αξημέρωτα  ακόμη,  ρωτούσε,  συζητούσε,  μάθαινε  για  πρόσωπα, τοποθεσίες, μεθόδους, πρακτικές.  Σκαρφιζόταν  λύσεις,  έκανε  σχεδιαγράμματα, κατάρτιζε  προγράμματα,  οργάνωνε  τη  μικρή  τους ομάδα  και  έφερνε  σε  αυτή  και  άλλους  πατριώτες.

 Έτσι  μπόρεσε  και  το  άλλο  κάρβουνο,  εκτός  από αυτό  της  προσφυγιάς,  που  πάντα  σιγόκαιγε  μέσα  του  και  τον  τυραννούσε,  αυτό  που  δεν  πήγε  στο  μέτωπο,  να πολεμήσει,   να  χάσει   κάτι  από  την  κάψα  του  και   η  αντάρα  μέσα  του  να  κοπάσει.

 Λίγο  πριν  ξεσπάσει  ο  πόλεμος,  παρουσιάστηκε  πρόβλημα  σε  έναν  από  τους  νερόμυλούς  του  και  κοίταξε,  αν  μπορούσε  να  το  διορθώσει.  Η  φτερωτή  του  κάπου  έπιασε  και  δεν  γυρνούσε  πια.  Άπλωσε  το  χέρι  του,  το  καλό,  το  δεξί,  να  την  ταρακουνήσει  λίγο, μήπως  και   ξεμπλοκάρει, και  αυτή  σα  φίδι  που  του  πάτησαν  την  ουρά,  πετάχτηκε  και  του  έφαγε  τα  τρία  από  τα  πέντε  δάχτυλα  του  χεριού  του. Αυτή  του  η  αναθεματισμένη  αναπηρία  τον  κράτησε  μακριά  από  το  θέατρο  του  πολέμου,  καθιστώντας  τον,  και  με επίσημο  χαρτί,  απλό  θεατή  και   μάλιστα  των  τελευταίων  καθισμάτων.  Πόλεμος  ήταν   όμως  και  αυτό  που  ξεκινούσαν   τώρα,  και  εκείνος  θα  ήταν  στην   πρώτη  γραμμή,  και  ήταν  χαρούμενος  για αυτό,  σχεδόν  ευτυχισμένος.

Τα  επόμενα   ζοφερά  χρόνια  της  γερμανικής   κατοχής,  αλλά  και  της  αντίστασης, πέρασαν  για  τον  Εμμανουήλ  και  την  οικογένειά  του  με  δράση  πολλή,  καρδιοχτύπι,  μα  και  χαρά  και  ανακούφιση,  όταν  όλα  έβαιναν  καλώς.

 Σύσσωμη  η  οικογένεια  είχε  ταχθεί  στο  πλευρό  του  Εμμανουήλ, από  τη  γυναίκα  του  μέχρι  το  γιο  τους,  αλλά  και  τη  Μαργαρίτα  και  των  δίδυμων  αδελφών  της,  και  χωρίς  φυσικά  να  υστερούν  σε  απόδοση  και  στην  άλλη  τους ενασχόληση, να  γράφουν  αντιστασιακά συνθήματα  σε  τοίχους  ή  να  πετούν  προκηρύξεις  τις  νύχτες  και  να  <ανταμείβουν>  αναλόγως,  όσους  προσέφεραν  τις υπηρεσίες  τους  στον  κατακτητή  και  όχι  στη  χώρα.

 Όχι  μόνο  Λέσβιους  πολλούς,  κυνηγημένους  και  καταδικασμένους,  που   κατάφεραν  να  ξεφύγουν από  τα  χέρια  των  γκεσταπιτών,  διέσωσε  η  ομάδα  του  Εμμανουήλ   και  μετέφερε  με  το  πλεούμενο  του ο  Γιακουμής,  απέναντι,  στα  παράλια  της  Μ. Ασίας,  αλλά χάρη  σε  αυτούς  και  πολλοί  σύμμαχοι,  Βρετανοί  στη  συντριπτική  τους  πλειοψηφία,  βρήκαν  καταφύγιο  στο  σπίτι   των Αλεβιζάκηδων  και  από  εκεί  πέρασαν στη  συνέχεια  στα  απέναντι  παράλια  και  μετά  στην  Αλεξάνδρεια  της  Αιγύπτου.

Η  διαδρομή  ήταν  μία  και απείρως  δοκιμασμένη. Καϊκι  από  το  Λαύριο  έμπαινε  στον κόλπο  της  Καλλονής,  ξεφόρτωνε  το  ανθρώπινο  φορτίο  και από  εκεί  με κάποιο  μέσο  μεταφέρονταν  στο  κτήμα  του  Εμμανουήλ,  γνωστό  εκείνο με  το  όνομα < Κυδωνιές>.

 Αφού  ξεκουράζονταν  κάποιες  μέρες  οι  κατατρεγμένοι  και  οργανώνονταν  το  ταξίδι  προσεχτικά  και  με  κάθε  λεπτομέρεια  και  κάτω  από  τη  μύτη  των Γερμανών,  απέπλεαν   από  τον  όρμο  του  Μακρύ Γιαλού  και   σε  δυο  μέρες  το  πολύ  έφταναν  απέναντι, έξω  από  το  Αϊβαλί  ή  αλλιώς  Κυδωνίες.

 Από  εκεί  και  πέρα  η  ευθύνη  έφευγε από  πάνω  τους,  καθώς  και  το  χρέος,  όχι  όμως  και  η  αγωνία  για  την τελεσφόρηση  της  επιχείρησης.  Δεν  ήταν λίγες  οι  φορές,  που  οι  φυγάδες   σύμμαχοι  συλλαμβάνονταν   στα  μικρασιατικά παράλια  από  τις  τουρκικές  αρχές  και  παραδίδονταν  στους Γερμανούς,  με  τους  οποίους  οι  Τούρκοι  είχαν  αναπτύξει  εγκάρδιες  και  φιλικές  σχέσεις.

Οι  καμπάνες  του  νησιού  ηχούσαν  δυνατά  και  ασταμάτητα  εκείνο  το  πρωινό  της  10ης  Σεπτεμβρίου  του  1944,  σημαίνοντας,  σε  μια  πανδαισία  ήχων,  το  τέλος  της  γερμανικής  κατοχής  στη  Λέσβο.

<<Φεύγουν,  οι  Γερμανοί  φεύγουν, ο  πόλεμος  τελείωσε>>.  Βουνά  και   λαγκάδια  έπαιρναν  τη  φράση  αυτή  και  με  ταχύτητα  αστραπής  τη  μετέφεραν  σε  κάθε  γωνιά  του  νησιού.

 Όλοι,  μικροί,  μεγάλοι,  ξεχύνονταν  στους  δρόμους  με  γέλια  με  χαρές,  να  δουν  με  τα  ίδια  τους τα  μάτια  τους τρισκατάρατους,  να  ξεκουμπίζονται,  για  να το  πιστέψουν,  μη  και  τους  κάνει  κανείς από  δαύτους,  καμιά  κακόγουστη  φάρσα,  στα  πλαίσια  των μεθόδων συμμόρφωσης  και  διαπαιδαγώγησής  τους,  προς  αποφυγήν,  όπως έλεγαν,   λανθασμένων  ενεργειών.

Και  πριν  καλά  καλά  επιβιβαστεί  και  ο  τελευταίος  Γερμανός  στα  φορτηγά  πλοία, που  ήρθαν  να  τους  πάρουν,  παράθυρα  σπιτιών  άνοιξαν  διάπλατα,  να  μπει  ο  αναζωογονητικός αέρας της   ελευθερίας.   Ελληνικές  σημαίες,  που  χρόνια τώρα ήταν  φυλακισμένες  σε  ερμητικά  κλειστά  μπαούλα,  ξεδιπλώθηκαν  και στήθηκαν  στα  μπαλκόνια,   υπερήφανες  για  τη  μέρα,  που  ξημέρωσε. Και  οι  άνθρωποι  φόρεσαν  τα  γιορτινά  τους,  να  εκκλησιαστούν,  να  δοξάσουν  και  να  ευχαριστήσουν  το  Θεό,  που  τους  αξίωσε,  να  ζήσουν  τέτοιες  στιγμές.

  Και  μετά  το  χρέος  σε  Εκείνον  ήρθε  και  το  χρέος   στον  Άνθρωπο.  Τον  Άνθρωπο,  που  τον  κυνήγησαν,  καταπάτησαν  την αξιοπρέπειά  του,  βασάνισαν, τυράννησαν  τα  παιδιά  του, ατίμασαν  την  οικογένειά  του, εκμεταλλεύτηκαν  την  ανάγκη  και  την  ανέχειά  του,  τον  έστησαν  στο  απόσπασμα  και  την  αγχόνη.

  Για  τη μνήμη  όλων  αυτών,  ξεχύθηκαν  σα μαινάδες  σε  έκσταση, τα  πλήθη  και  μπήκαν  σε  γραφεία,  σε  σπίτια, σε  κάθε  γωνιά,  όπου  είχαν  αφήσει  το  αποτύπωμά  του  οι  Γερμανοί  και  όσα  δικά τους  βρήκαν,  που  δεν τα  πήραν  μαζί  τους εκείνοι,  τα  έριξαν  στην  πυρά.

 Εκεί,  στις πλατείες,   στους  δρόμους,  στα  χοροστάσια,  όπου  έστηνε  γλέντι  η  ζωή   στις  παλιές,  όμορφες  εποχές,  άναψαν  φωτιές,  που  τις   τροφοδοτούσαν  με  τα  γερμανικά  σκουπίδια  και πηδούσαν  από  πάνω  τους, όπως  στις φωτιές  του  Αι  Γιάννη  του  Κλήδονα,  για  να  ξορκίσουν  θαρρείς  το  κακό,  να φύγει  από  πάνω  τους  και  να  μην  ξαναγυρίσει.  

Ανάλογες  υπήρξαν και  οι  αντιδράσεις  του  κόσμου σε  άλλες  πόλεις  και  ειδικά   στην  Αθήνα,  με  την  είδηση  της αποχώρησης  των  Γερμανών  από  την  Ελλάδα.  

Χαρακτηριστικό  ήταν  το  περιστατικό  που  έλαβε  χώρα  την  12η  Οκτώβρη  του  1944,  στην  Αθήνα,  όταν  είχε  πια  ολοκληρωθεί  η  εκκένωση  της  πρωτεύουσας  από  τους   Γερμανούς.

  Ο επικεφαλής  των  λίγων  εναπομείναντων Γερμανών  μετέβη  με  τον  κατοχικό (διορισμένο) δήμαρχο  στο  μνημείο  του  Άγνωστου  Στρατιώτη  για  κατάθεση  στεφάνου.  Με  το  που  αποχώρησαν αυτοί, το  πλήθος  που  ήταν  συγκεντρωμένο  στο  Σύνταγμα,  ποδοπάτησε  το  στεφάνι  και  ξέσπασε σε  αλαλαγμούς  χαράς.  Στη   συνέχεια  κατευθύνθηκαν  στον ιερό  βράχο  της  Ακρόπολης,  όπου η γερμανική  σβάστικα  υπεστάλη  από  Γερμανό  στρατιώτη,  χωρίς  καμιά  επισημότητα.

Με  την  γαλανόλευκη  στα  χέρια  αλληλοασπάζονταν  ο  κόσμος,  αναφωνώντας   Χριστός  Ανέστη και  από  άκρη  σε  άκρη  γινόταν η  ανάκρουση  του  εθνικού  ύμνου. Επιτέλους,  ύστερα  από  τριάμισι  χρόνια  ο  Ελληνικός  Λαός ανάπνεε  τον  μεθυστικό  αέρα  της  Λευτεριάς.

Αυτός  ο  μεθυστικός  αέρας  των  ημερών  συνεπήρε  για τα  καλά  τον  Δημήτρη  και   τη  Μαργαρίτα  και  αποφάσισαν  την  πρώτη  Κυριακή  της  Ελεύθερης  Λέσβου,  να  τελέσουν  το  μυστήριο  του γάμου  τους. Γάμος  που όλοι  στο  χωριό  θα  θυμόταν  για  χρόνια  πολλά,  αργότερα,  γιατί  με  τη  χαρά  των  νεόνυμφων  ένωσαν   και  τη  δική  τους  χαρά,  που  επιτέλους  ήταν  και  πάλι  ελεύθεροι.

 Το  μυστήριο  τελέστηκε  με  τον ίδιο  παπά,  που  βάφτισε  τον  Δημήτρη,  στο  κτήμα  τους,  δίπλα  στην  πηγή  με  το  καθάριο,  σαν το  γυαλί  νερό.

 Η  Μαργαρίτα  με  ένα κατάλευκο  φόρεμα  και  λίγα  αγριολούλουδα  στα  μαλλιά έμοιαζε  με  νεράϊδα  βγαλμένη  από  παραμύθι.  Τα  στέφανα,  φτιαγμένα  από το γιασεμί,  που  χρόνια τώρα  στόλιζε  την  πύλη  της  αυλής  τους,  τα  άλλαξαν και  οι  δυο  μαζί  αδερφοί  της Μαργαρίτας.

 Πάντα  μαζί  και  αχώριστοι  οι  δυο  τους, όλα  τα μοιράζονταν,  και  τα  άσχημα  και τις  χαρές,  και  αυτή  τους  τη  συνήθεια  δεν ήθελαν, να  τους  τη χαλάσουν  η  Μαργαρίτα  και  ο Δημήτρης  και   έτσι  από  κοινού  αποφασίστηκε  κουμπάροι τους  να γεννούνε. Αλλά  στα  βαφτίσια  των  παιδιών  τους,  από  τώρα  το  είχανε  κανονίσει,  ξέχωρα  νονοί  να  γίνουν.  Πρώτος  αυτός  που  βγήκε  και  πρώτος  από  την  κοιλιά  της  μάνας  του, θα  γινόταν  νονός,  η  τάξη  μη  χαλάσει,  μετά  θα  ακολουθούσε  ο  δεύτερος  και αν  έρχονταν  και  άλλα,  τότε….βλέπανε.

 Τα   πρωτοβρόχια  ήρθαν  γρήγορα  τη  χρονιά  εκείνη  και  αυτό  πιάστηκε  για  καλό  σημάδι.  Έπρεπε  τα  χωράφια  να  οργωθούν  καλά,  για  να  καρπίσει  και  ο  σπόρος  που  θα  έπεφτε.  Τι  χαρά  που  φέτος  κανείς   δε  θα  έβαζε   χέρι στον  κόπο  τους  και  θα  χόρταιναν   ψωμί τα  παιδιά  τους!  Χαιρόταν  και  ο Εμμανουήλ  και  ο  Δημητρός  πολύ  με τη  χαρά  των  συγχωριανών  τους.  Χωράφια  αυτοί  δεν είχαν  δικά  τους,  η  χαρά όμως  ήταν  κοινή.

 Όλα  είχαν  μάθει  να  τα  μοιράζονται  και  επιπλέον  είχαν  και  αυτοί  το  λόγο  το  δικό   τους.  Αν  κάρπιζαν  οι  αγροί  στην  ώρα  τους  και καθώς  πρέπει,  τότε  και  οι  μυλόπετρες  στους  νερόμυλούς τους  θα  ζωντάνευαν  και  πάλι.  Μαρμάρωσαν  και  εκείνες  τα  χρόνια  της  γερμανικής  κατοχής,   σαν  το  βασιλιά   της  Νίκαιας, τον  Ιωάννη  τον  Βατάζη,  που  περιμένει,  κρυμμένος σε  ένα  σπήλαιο,  μακριά  από  τα  μάτια  των  Οθωμανών,  και  που  μόνο  ένα  τάγμα  Ελλήνων  κρυπτοχριστιανών  γνωρίζει  το  μυστικό  μέρος  και   το  σύνθημα  να  δώσει,  να  πιάσει  εκείνος  το  σπαθί  του,  πίσω  να  πάρει,  όσα  έχασε  και  ακόμα  παραπάνω.

 Ζωή  θα  έπαιρνε  έτσι  το  κτήμα  τους   και  εκείνοι  τη  δική  τους  πίσω.

Άρχισε  σιγά  σιγά  το  νησί  να  επανέρχεται  στους  προκατοχικούς  ρυθμούς  του. Οι  δουλειές  όλων   πήγαιναν  όλο  και  καλύτερα,  και  στις  <Κυδωνιές>,  το  κτήμα  των  Αλεβιζάκηδων,    η  δουλειά  μαζί   με  τη  ζωή,  όψεις  του  ίδιου  νομίσματος,  κύλαγαν  σαν  το  νερό  στους  μύλους  τους.

 Μπορεί  οι  μέρες  να  έφευγαν  με  εισιτήριο  άνευ  επιστροφής,  το  όνειρο  όμως  του  Δημήτρη,  ούτε  έφυγε,  ούτε  ξεχάστηκε.  Θάφτηκε  προσωρινά  στις   στάχτες  του  πολέμου  και  της  κατοχής,  όπως  θάβουν τη  δάδα  μέσα  στις  στάχτες,  για να  χρησιμοποιήσουν  την  καύτρα  τους   το  επόμενο  πρωί,  οι  χωρικοί.

 Με   το  που  έλαμψε  ο  ήλιος  της  ελευθερίας  και η   ζωή  τράβηξε  την  ανηφόρα,  το  όνειρο   χτύπησε  την  πόρτα   του  Δημήτρη  πιο  δυνατά,  πιο  επιτακτικά  από  ποτέ. Στο  ίδιο  έργο  θεατές,  συλλογίστηκε  και  χαμογέλασε. Αυτή τη  φορά  την  πρωτιά  στην  εξομολόγηση   των  εσώψυχών  του  είχε  η  γυναίκα  του.  Με  τους γονείς  του  θα  τα  μοιράζονταν  μετά.

 Και  πάλι  η  Μαργαρίτα,  όπως  στα  χρόνια  της  αντίστασης,   γνήσιος  συνοδοιπόρος  και  πιστή  σύντροφος,  στάθηκε  δίπλα  του,  αλλά  και  περπατώντας  στα  βήματα  της  πεθεράς  της.  Σαν  άλλη  Διώνη  εκείνη,  διεκδίκησε  μερίδιο  στο  όνειρο  του  άντρα  της,   όχι  μεγάλο,  μάλλον  συμβολικό,  ζήτησε  να  τον  ακολουθήσει  στην  Αθήνα.

 Όταν  θέλει  η  νύφη  και  ο  γαμπρός,  λέει  ο  θυμόσοφος  λαός,  εδώ βέβαια  το  πράγμα  δεν  είχε  να κάνει  με  γάμο,  αυτός  είχε  γίνει ήδη,  τι  να  έλεγαν  οι  γονείς  του, όταν  τους  μίλησε.  Είχαν  σεβαστεί  την  απόφασή του  να  σπουδάσει  στην  Αθήνα,  όταν ήταν δεκαοχτώ  χρονών,  τώρα,  άντρας  ολόκληρος  και  με  γυναίκα,  θα  του  στέκονταν   εμπόδιο!  Την  ευχή  τους  τούς  έδωσαν  και  τους  κατευόδωσαν,  εκείνο  το  πρωινό  του  Σεπτέμβρη,  όταν  ανέβηκαν στο  καράβι,  που  θα  τους  έφερνε  στην Αθήνα.  Μόνος  όρος  απαράβατος,  να  τους  επισκέπτονται  όσο  πιο  πυκνά  μπορούσαν.

  Κατά  έναν  παράξενο  τρόπο  ο  μήνας  Σεπτέμβριος  είχε   ένα  ξέχωρα  μαγικό  δέσιμο  με  την  οικογένεια  Αλεβιζάκη, ασκούσε  μια  έλξη  επάνω  τους,  ήταν  σα  να   βίωναν  τότε  εκείνοι  πιο  βαθιά,  πιο  δυνατά,  και  τα  όμορφα  και  τα  δύσκολα,  που  τους  κλήρωνε   η  ζωή.  

Συνεχίζεται…

Εύα Χορόζη

Σχετικά Άρθρα