του Ραφαήλ Μπαχτσεβανίδη
Το Πάσχα δεν είναι απλώς μια περιστασιακή επιστροφή στη γενέτειρα μας, αλλά η
υπόμνηση του ανήκειν μια νύξη ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι, ανάμεσα σε
ανθρώπους που δεν χρειαζόταν να μας εξηγήσουν την αγάπη τους. Είναι ένας ψίθυρος
βαθύς, γραμμένος στην ψυχή μας. Ένας δρόμος αόρατος, στρωμένος με σπαρμένα
βήματα προγόνων, που ενώνει το χθες με το σήμερα, το χώμα με το αίμα, τον τόπο με
την αιώνια μνήμη του.
Τα χωριά της Θράκης, από το ακριτικό Τρίγωνο ως τις εσχατιές του Νέστου, στέκουν
σιωπηλά, λες κι ακούν ακόμη τα γέλια που κάποτε γέμιζαν τις αυλές. Οι πέτρες τους,
λευκασμένες από τον χρόνο, φυλάνε ακόμα τις ιστορίες σαν προσευχές. Μπορεί να
μοιάζουν λησμονημένα, μα στα γερασμένα τους βλέφαρα τρεμοπαίζει η σπίθα της
μνήμης, όπως τρεμοπαίζει η λαμπάδα το σούρουπο του Μεγάλου Σαββάτου.
Κάθε Πάσχα, ο τόπος ξυπνά ∙ όχι με θόρυβο, αλλά με έναν ήχο εσωτερικό, σαν
τραγούδι της γης που ανασαίνει. Τα χελιδόνια γυρίζουν ∙ δεν ξεχνούν ποτέ τον τόπο
όπου άνοιξαν τα φτερά τους. Έτσι κι εμείς, φτάνουμε σαν προσκυνητές. Φέρνουμε το
σώμα μας στο χώμα που μας γέννησε και την καρδιά μας στους ανθρώπους που μας
περιμένουν. Στην αυλή με τις μνήμες, εκεί όπου οι παππούδες με λαχτάρα κάθονται
στο κατώφλι του χρόνου, για να ανταμώσουν με τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Τα μάτια τους περιέχουν εγκιβωτισμένη την ιστορία του τόπου. Μας αναμένουν όχι με
παράπονο, αλλά με βεβαιότητα. Η αγάπη τους δεν έχει όρους, είναι μια
αδιαπραγμάτευτη σταθερά της κοσμολογίας μας. Όταν μας αγκαλιάζουν, ο χρόνος
αναιρείται. Γινόμαστε και πάλι παιδιά, καταλύοντας την αυστηρή γραμμικότητα της
ηλικίας.
Η χαρά τους είναι σιωπηλή, όπως οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής. Είναι τα ιερά
εκείνα πρόσωπα, σαν εικόνες παλαιές, που τις προσκυνάς όχι με το σώμα αλλά με την
ψυχή. Μοιράζονται ιστορίες ∙ εκείνες που ειπώθηκαν χιλιάδες φορές και όμως πάντα
ακούγονται καινούριες. Κάποιος θα γελάσει, κάποιος θα βουρκώσει κοιτώντας την
κορνίζα στο σαλόνι, με τις φωτογραφίες των προγόνων από τα νιάτα τους. Τα πρόσωπα
που έφυγαν και όμως ζουν, μες στο φως του βλέμματος μας.
Η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, του λιβανιού και της άνοιξης, μπλέκεται με παιδικά
γέλια και βήματα στο χώμα. Καθώς το φως της Ανάστασης ανάβει, σαν άστρο που
κατεβαίνει να μας αγκαλιάσει, νιώθεις πως τίποτε δεν χάθηκε. Ο τόπος δεν μας
εγκαλεί. Μας περιμένει. Όπως η Ιθάκη τον Οδυσσέα. Δεν ζητά πολλά, παρά μόνο την
υπόσχεση της επιστροφής.
Το Πάσχα, λοιπόν, δεν είναι μόνο μια στιγμή λατρευτικής έξαρσης. Είναι η βεβαιότητα
ότι τίποτε δεν ξεριζώνεται. Είναι το χαμόγελο του παππού, η αγκαλιά της γιαγιάς, το
βλέμμα που αναγνωρίζει, ακόμη και μέσα από τα χρόνια. Είναι η αυλή που
καθαρίστηκε, ο τάφος που του ανάψαμε το καντήλι, το δάκρυ που κύλησε χωρίς να
ζητήσει άδεια. Είναι η μνήμη που ανθίζει, όπως τα ζουμπούλια τον Απρίλη. Είναι εκεί
στη γη που μας αγάπησε πρώτη και που ποτέ δεν σταμάτησε να μας αγαπά.
Καλή Ανάσταση λοιπόν
Σε όσους μένουν. Σε όσους γυρίζουν. Σε όσους, χωρίς να το ξέρουν, δεν έφυγαν ποτέ.

Βιογραφικό του αρθρογράφου: Ο Μπαχτσεβανίδης Ραφαήλ γεννήθηκε 1η Οκτωβρίου 2003 στο
Διδυμότειχο Έβρου και ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση στην
Ορεστιάδα. Το 2018 έλαβε μέρος στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Θεατρικού
Μονοπράκτου, όπου διακρίθηκε στη 2η θέση. Το θεατρικό έργο, με τίτλο
«Ελένη», συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του εγχειριδίου «Από το υλικό που είναι
φτιαγμένα τα όνειρα». Επιπλέον, συμμετείχε ενεργά στην ΚΔ’ Σύνοδο της Βουλής
των Εφήβων, διατελώντας τακτικός έφηβος βουλευτής. Από το 2021 φοιτεί στο
Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ. (Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης).
Κατά έτος 2021-2022 εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, ολοκληρώνοντας τις
υποχρεώσεις του προς τις Ένοπλες Δυνάμεις.