fbpx
ΚοινωνίαΤελευταία Νέα

Η Ομιλία του Επίτιμου Αρχηγού Γ.Ε.Σ. Χαράλαμπου Λαλούση στην Μεσσηνία για τα 120 Χρόνια από την Έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα

Ο Στρατηγός ε.α., Επίτιμος Αρχηγός Γ.Ε.Σ. και τ. Υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Χαράλαμπος Λαλούσης μίλησε την Κυριακή 7 Ιουλίου 2024 στον Δήμο Γαργαλιάνων στην Μεσσηνία με θέμα: «120 Χρόνια από την Έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα 1904 – 2024. Η συνεισφορά του Μακεδονομάχου Καπετάν Άγρα».

Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του κ. Λαλούση:

Αποτελεί για εμένα ξεχωριστή τιμή και χαρά η δυνατότητα που μου δίνεται να συμμετάσχω ως κεντρικός ομιλητής στα «Αγαπήνεια 2024», με θέμα της ομιλίας μου τα «120 Χρόνια από την Έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα 1904-2024: Η συνεισφορά του Μακεδονομάχου Καπετάν Άγρα» και ευχαριστώ θερμά τον Δήμαρχο του Δήμου Τριφυλίας, κύριο Γεώργιο Λεβεντάκη, για την τιμητική αυτή πρόσκληση.

Συνάμα νοιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που βρίσκομαι ανάμεσα σε συντοπίτες μου και ευχαριστώ θερμά όλους εσάς για την παρουσία σας στη σημερινή εκδήλωση. Επιπλέον θέλω να ευχαριστήσω για την συνεισφορά τους στην οργάνωση της εκδήλωσης, την κυρία Φωτεινή Στυλιανού και τον Σχη εα κ. Νικόλτσιο Βασίλειο, ο οποίος ήλθε από την Θεσσαλονίκη και επιμελήθηκε την ιστορική έκθεση για τον Μακεδονικό αγώνα, στην Μπρίσκειο Βιβλιοθήκη Γαργαλιάνων, με υλικό από το Πολεμικό Μουσείο/Παράρτημα Θεσσαλονίκης αλλά και από την προσωπική του συλλογή κειμηλίων.   

Ο κύριος Νικόλτσιος για περισσότερα από 40 χρόνια ασχολείται με την ιστορική έρευνα και την μουσειολογία. Έχει συμβάλλει στη δημιουργία και αναβάθμιση πολλών μουσείων, ενώ έχει  συγγράψει 18 ιδιαίτερα αξιόλογα ιστορικά έργα.    Για όλα τα παραπάνω έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις.

Είμαστε λοιπόν όλοι εδώ, διότι εκδηλώσεις σαν την σημερινή, συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερήφανοι και γεμίζουν την ψυχή μας με το ιερό καθήκον προάσπισης της πατρίδας μας, αλλά και το χρέος που έχουμε να τιμούμε τους εθνικούς μας ήρωες, να μνημονεύουμε τις πράξεις τους.

Στο διάβα της ελληνικής ιστορίας υπάρχουν πρωταγωνιστές, οι οποίοι με τις πράξεις τους άφησαν ένα μοναδικό αποτύπωμα. Ιδιαίτερη, μάλιστα, μνεία αξίζουν εκείνοι που ηρωικά θυσιάστηκαν για την πατρίδα μας, καθώς αποτελούν αιώνια φωτεινά παραδείγματα για τις επόμενες γενεές.

Μια τέτοια προσωπικότητα είναι ένας δικός μας άνθρωπος, ο καταγόμενος από τους Γαργαλιάνους Σαράντος Ανδρέου Αγαπηνός, ο εθνομάρτυρας Μακεδονομάχος, ο οποίος έγινε γνωστός με το πολεμικό ψευδώνυμο Καπετάν «Τέλλος Άγρας»[1].

Εφέτος συμπληρώνονται 117 χρόνια από τον απαγχονισμό του μαζί με τον συναγωνιστή του Αντώνιο Μίγγα, στην Καρυδιά Έδεσσας. Επίσης αξίζει να αναφέρουμε ότι, το 2024 συμπληρώνονται 120 χρόνια από την έναρξη του Μακεδονικού αγώνα.

Οι Μακεδονομάχοι Τέλλος Άγρας και Αντώνης Μίγγας, ήταν δύο διαφορετικές προσωπικότητες, δύο άνθρωποι που μεγάλωσαν σε διαφορετικό περιβάλλον, όμως αυτό που τους ένωσε ήταν ότι  αγωνίστηκαν κι έπεσαν για να διασώσουν τον Ελληνισμό της Μακεδονίας.

Η προσπάθεια μου να μελετήσω την συνεισφορά ενός  από τους σημαντικότερους αγωνιστές του Μακεδονικού αγώνα, του Καπετάν Άγρα, εκτός από το ιστορικό ενδιαφέρον, είχε για εμένα και μια ιδιαίτερη συναισθηματική διάσταση. Πρώτον λόγω της κοινής μας ιδιότητας, αυτής του Έλληνα Αξιωματικού, καθώς αποφοιτήσαμε και οι δυο σε διαφορετικούς βέβαια χρόνους από τη Σχολή Ευελπίδων και δεύτερον λόγω της κοινής μας καταγωγής από την Τριφυλία.

Η ιστορία της οικογένειας των Αγαπηνών από τους Γαργαλιάνους και η συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, ήταν φυσικό να επηρεάσουν το νεαρό Σαράντο Αγαπηνό, του οποίου η οικογενειακή καταγωγή και η παιδεία αποτελούσαν θεμελιακά στοιχεία της όλης του προσωπικότητας.

 Έτσι από μικρός έτρεφε έντονα αισθήματα φιλοπατρίας και όταν τον ρωτούσαν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε με σιγουριά «θα γίνω αξιωματικός και θα πάω στον πόλεμο», ενώ ήταν ιδιαίτερα επιμελής ως μαθητής. Όνειρο του ήταν να γίνει άξιος, να αγωνιστεί και αυτός όπως οι πρόγονοί του για την Πατρίδα. Αξίζει επίσης να επισημάνω την σημαντική συνεισφορά των Γαργαλιανιωτών στην Ελληνική Επανάσταση.

Ο Σαράντος Αγαπηνός το 1896 εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, μεταξύ των πρώτων. Η μητέρα του προσπάθησε να τον αποτρέψει να φοιτήσει τη Σχολή, αλλά το πείσμα του Σαράντου υπερίσχυσε. Η επιλογή του αυτή ταίριαζε απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα του. Ένοιωθε πολύ υπερήφανος που φορούσε την τιμημένη στολή του Εύελπι, έλαμπε από την χαρά του.   

Στη Σχολή την πρώτη περίοδο το δυσκολότερο δεν ήταν η σωματική καταπόνηση, αλλά η καθημερινή ψυχική πίεση, σε ένα πολύ αυστηρό και ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον. Αυτό που πραγματικά βοήθησε τον Σαράντο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ήταν η ατελείωτη αγάπη που είχε για την πατρίδα και ο πόθος του να αγωνισθεί για αυτήν.

Μάλιστα η αφοσίωσή του για αυτό που είχε επιλέξει και η επιμέλειά του, τον ώθησαν ώστε να αριστεύσει τόσο στις θεωρητικές εξετάσεις, όσο και στη στρατιωτική εκπαίδευση. Στη Σχολή αναζωπυρώθηκαν τα εθνικά ιδεώδη µε τα οποία είχε ανδρωθεί και αναπτύχθηκαν οι προσωπικοί του δεσμοί µε τους συμμαθητές του.

Είναι γεγονός ότι η Σχολή Ευελπίδων άσκησε σημαντική επιρροή στον Σαράντο Αγαπηνό, διότι μεταλαμπαδεύτηκαν στη ψυχή του οι ηθικές αξίες και οι στρατιωτικές αρετές, δηλαδή τα απαραίτητα ψυχικά εφόδια για κάθε στρατιωτικό ηγήτορα, ενώ μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο, φαίνεται η πίστη του σε αυτές τις αξίες που τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή.

Και αυτή είναι η τεράστια προσφορά της Σχολής των Ευελπίδων μέχρι σήμερα, να αποτελεί αδιαλείπτως την κοιτίδα των «καλών ελπίδων του Έθνους και της Πατρίδας» όπως οραματίσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο ιδρυτής της το 1828, έτος έναρξης λειτουργίας της Σχολής.

Η Σχολή των Ευελπίδων ως λίκνο των μονίμων Αξιωματικών του Στρατού μας, στο διάβα των δύο αιώνων ένδοξης ιστορίας και προσφοράς, ταυτίστηκε με την υπόσταση, τις ελπίδες και τους αγώνες του έθνους.

Σε αυτούς τους αγώνες, η προσφορά της Σχολής είναι εξαιρετικά μεγάλη, καθόσον απόφοιτοι Αξιωματικοί σχεδίαζαν και διηύθυναν τις πολεμικές επιχειρήσεις και πότιζαν με το αίμα τους τα πεδία των μαχών. Πιστοί στο καθήκον εκατοντάδες Αξιωματικοί ακόμα και Ευέλπιδες, πριν αποφοιτήσουν, θυσιάστηκαν για την πατρίδα,  οδηγούντες γενναίους άνδρες εις τη νίκη.

Ο Σαράντος Αγαπηνός αποφοίτησε το 1901 από τη Σχολή Ευελπίδων με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού. Ένοιωθε πολύ υπερήφανος που ολοκλήρωσε την φοίτησή του τη Σχολή, αλλά και για τις γνώσεις και τα εφόδια που απόκτησε και τις αρχές και αξίες που διδάχθηκε.

Ως Αξιωματικός ήταν ενθουσιώδης, με ανοιχτή σκέψη, ρεαλιστής και ξεχώριζε μέσα στην υπέροχη στολή του. Το στρατό τον έβλεπε σαν ένα σχολείο του έθνους και πάντα ήταν ανήσυχο πνεύμα.

 Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή, τοποθετήθηκε στη φρουρά της Αθήνας στο 7ο Σύνταγμα. Καθώς ασφυκτιούσε στο γραφειοκρατικό και ανιαρό γι’ αυτόν, περιβάλλον της Φρουράς των Αθηνών, λίγους μήνες μετά ζήτησε από τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο να μετατεθεί στα σύνορα.

Έκπληκτος ο Διάδοχός τον μεταθέτει τον Φεβρουάριο του 1902 στο 2ο Σύνταγμα Ευζώνων στον Τύρναβο, τότε μεθοριακή πόλη, λέγοντάς του ότι πρώτη φορά του ζητά αξιωματικός τη χάρη να τον στείλει στα σύνορα. Στο συνοριακό φυλάκιο που υπηρέτησε έγινε ήρωας αρκετών επεισοδίων με τους απέναντι Τούρκους. 

Με το πέρασμα του χρόνου ο Σαράντος Αγαπηνός, άρχισε να ενδιαφέρεται για την εθνική υπόθεση της Μακεδονίας και επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη της λαογραφίας, των γλωσσικών ιδιωμάτων του χριστιανικού πληθυσμού του μακεδονικού χώρου και της γεωγραφικής δομής του. Επίσης ασχολήθηκε με την εκμάθηση της βουλγαρικής, διότι την τουρκική και τη γαλλική γλώσσα γνώριζε από παλιά

Ως προσωπικότητα ήταν προικισμένος με σπάνια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα και με βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, ενώ ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Ήταν σεμνός, ηθικός, ιδεολόγος, τολμηρός, ανδρείος, ένθερμος πατριώτης και αφοσιωμένος στο καθήκον. Το καθαρό του βλέμμα και τα φλογερά του μάτια ήταν χαρακτηριστικά και αντανακλούσαν την ισχυρή του θέληση να προσφέρει στην Πατρίδα του με πράξεις, όχι με λόγια.

Τα δεδομένα της εποχής για την Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, την επαύριον της οδυνηρής εμπειρίας τον ελληνο-τουρκικού πολέμου του 1897, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.

Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, απασχολημένες με τα σοβαρά εσωτερικά ζητήματα από την πρόσφατη ήττα και καταστροφή, δίσταζαν σε κάθε κίνηση για την Μακεδονία που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν πράξη εχθρική προς την Τουρκία και να κλονίσει τη συνθήκη που είχε υπογραφεί.

Μόνο από το 1901 και ύστερα δινόταν κάποια μικρή ενίσχυση στις ελληνικές κοινότητες στην Μακεδονία και αυτή για τα σχολεία και τις εκκλησίες που μόνες συντηρούσαν.

Όμως η κυβέρνηση Θεοτόκη, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, άρχισε να παίρνει ορισμένα μέτρα το χειμώνα του 1903-04 και όταν εκτιμήθηκαν οι συνέπειες της βουλγαρικής εξέγερσης του Ίλιντεν,[2] ενώ κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί πλέον σοβαρά η ελληνική ένοπλη εμπλοκή στη Μακεδονία.

Για το μέλλον της Μακεδονίας δεν υπήρχε, ούτε ήταν εφικτό με τα τότε δεδομένα να δημιουργηθεί, ανάλογη συναίνεση των μεγάλων δυνάμεων όπως έγινε στο θέμα της απελευθέρωσης της Κρήτης. Το μέλλον της ενδιέφερε, εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Αυστρία και την Ιταλία, εμμέσως δε και τη Ρωσία.

Από τη σκοπιά της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή, αν και είχε υπονομευτεί σοβαρά το δόγμα της ανάγκης να διατηρηθεί η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι μεγάλες δυνάμεις δεν συμφωνούσαν ως προς τον διαμελισμό της ευρωπαϊκής Τουρκίας.

Οι Οθωμανοί από την πλευρά τους είχαν εφαρμόσει επιδέξια μια πολιτική εκμετάλλευσης των διενέξεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών, ώστε να αποκλείσουν συμμαχίες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ευρωπαϊκή τους κυριαρχία.

Προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην αυγή του 20ου αιώνα ήταν οι δυο βασικές και συχνά αντικρουόμενες ανησυχίες της, η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών υπό Οθωμανική κυριαρχία και η παρεμπόδιση ων Βουλγάρων από το να κυριαρχήσουν στην Μακεδονία.  

Ο Μακεδονικός Αγώνας, ήταν επομένως ένας πολυμέτωπος «αμυντικός» αγώνας και απετέλεσε την τελευταία και πιο κρίσιμη φάση των εθνικών προσπαθειών να διασφαλιστούν τα εθνικά συμφέροντα, με την προστασία των ελληνικών κοινοτήτων από τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν προηγηθεί κατά τριάντα σχεδόν χρόνια στην προβολή των δικών τους εθνικών διεκδικήσεων στην περιοχή.

Σε μια εποχή που την πολιτική και τις βλέψεις των Βουλγάρων χαρακτήριζε ένας άκρατος και επεκτατικός εθνικισμός, μια ενδεχόμενη αδράνεια από μέρους των Ελλήνων για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον ελεύθερο κορμό του έθνους, ίσως επέβαινε μοιραία για το κομμάτι αυτό του Ελληνισμού.

Ο Μακεδονικός Αγώνας λοιπόν, ήταν μια ελληνική αντίδραση μεγάλης κλίμακας στο ενδεχόμενο να εξασφαλίσει η Βουλγαρία ερείσματα σε περιοχές της Μακεδονίας και γενικά να αποκτήσει πλεονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας στην αλύτρωτη χώρα, ώστε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της πιθανή αυτονόμηση της Μακεδονίας.

 Ορισμένοι Βούλγαροι πολιτικοί έβλεπαν, ύστερα από την ματαίωση του σχεδίου της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, την αυτονομία της Μακεδονίας ως προσωρινή μεταβατική κατάσταση που θα τους ευνοούσε και αργότερα θα έβρισκαν κάποια ευκαιρία για ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, όπως είχε γίνει με την ανατολική Ρωμυλία.

Ο Μακεδονικός αγώνας, άρχισε µε αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, και κυρίως με την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική διείσδυση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και εξελίχθηκε τελικά σε αδυσώπητο και εξοντωτικό ένοπλο αγώνα.[3]

Η διείσδυση αυτή μάλιστα αυξήθηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της κρίσης στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, από το 1896 και εξής, και με αφορμή την επανάσταση των Κρητικών, όταν η Βουλγαρία κατά κύριο λόγο, αλλά και η Σερβία έσπευσαν να εξασφαλίσουν εκκλησιαστικά δικαιώματα σε πολλά τμήματα της Μακεδονίας.

Από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, που στηρίχθηκε από την Πύλη, είχε δοθεί το δικαίωμα στους Βουλγάρους να επεκταθούν, με τη μορφή εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, σε αρκετά μεγάλη περιοχή, που σύντομα διευρύνθηκε από τα βόρεια προς τα νότια διαμερίσματα της Μακεδονίας.

Από την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα ότι Εξαρχικὸς σημαίνει Βούλγαρος, ενώ αντίθετα Πατριαρχικός Έλληνας. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση του ζητήματος  θα αποτελέσει τον άξονα γύρω από τον οποίο θα περιστραφεί αργότερα όλος ο αγώνας.

Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τα σχολεία. Προσπάθεια ειρηνική αρχικά για την εξάπλωση του βουλγαρικού σχολείου  στη Μακεδονία, και διωγμοί και φόνοι Ελλήνων δασκάλων ύστερα. Τότε αρχίζει να αφυπνίζεται ο Ελληνισμός και δίνεται περισσότερη  προσοχή στο σχολείο και στην εκπαίδευση στη Μακεδονία, για την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου.

 Η εκπαίδευση έπρεπε να εξυπηρετεί κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, την εθνική σκοπιμότητα, προτεραιότητα την οποία είχαν επιβάλει οι Βουλγάροι  και αργότερα οι Σέρβοι και οι Ρουμάνοι και λαμβάνοντας υπόψη ότι η γλώσσα αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των λαών.

Οι στατιστικές των σχολείων της Μακεδονίας στάθηκαν η καλύτερη απόδειξη της εθνογραφικής σύστασης του πληθυσμού και ήταν οι μόνες που δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ. Ο αριθμός των  ελληνικών σχολείων και η θέση της ελληνικής εκπαίδευσης αντιστοιχούσαν επακριβώς στη δύναμη του Ελληνισμού της Μακεδονίας.[4]

Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν και ο ρόλος των εκκλησιαστικών ποιμένων στις Μητροπόλεις της Μακεδονίας. Με τη φωτισμένη παρουσία του Ιωακείμ Γ’ στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, από τις αρχές του 1900 αρχίζουν να τοποθετούνται στη Μακεδονία νέοι, μορφωμένοι, δραστήριοι και ικανοί Ιεράρχες, όπως ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα (ο μετέπειτα εθνομάρτυρας Σμύρνης) και ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά. Το κράτος είχε την ανάγκη του μηχανισμού και των ερεισμάτων που διέθετε το Πατριαρχείο στη Μακεδονία, για να ανακόψει τη διείσδυση των Βουλγάρων.

Αν λοιπόν οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν να εργάζονται με αυτό τον αθόρυβο και συστηματικό τρόπο της ειρηνικής εκκλησιαστικής επέκτασης και της διάδοσης του Βουλγαρισμού με τα σχολεία, ίσως θα είχαν εξασφαλίσει με το χρόνο μια ισχυρή θέση, που δύσκολα θα μπορούσαν να χάσουν. 

Όταν όμως αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν μεθόδους τέτοιες, που όπως πίστευαν θα έφερναν γρήγορα αποτελέσματα και κατέφυγαν στη βία, προκάλεσαν την αντίδραση Σέρβων και Ελλήνων αλλά και την εχθρότητα του τουρκικού κράτους.[5]

Για την Τουρκία, η Μακεδονία αποτελούσε το ισχυρό βάθρο στο οποίο στηρίζονταν όλες σχεδόν οι εναπομένουσες κτήσεις του σουλτάνου στην Ευρώπη, ενώ  η βουλγαρική απειλή στη Μακεδονία  θεωρείτο μεγαλύτερη της αντίστοιχης ελληνικής. 

Επίσημα η Ελλάδα προσπαθούσε να υπονομεύσει το αίτημα των Βουλγάρων να παρασχεθεί από την Πύλη καθεστώς αυτονομίας στη Μακεδονία, κρίνοντας ότι τη συνέφερε να διατηρηθεί η κυριαρχία των Τούρκων ώσπου η Ελλάδα να βρεθεί σε θέση να διεκδικήσει και να κατοχυρώσει τη Μακεδονία δια των όπλων.

Αντίβαρο στην εχθρική συμπεριφορά της Βουλγαρίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι σχέσεις της Ελλάδας με την Πύλη, αλλά τέτοιες σχέσεις, όπως αυτές που είχε επιδιώξει ο Τρικούπης μία δεκαετία νωρίτερα, φαίνονταν ανέφικτες εξαιτίας της κατάρρευσης ουσιαστικά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε την πτώση του και η οποία οδήγησε στα τραγικά γεγονότα του 1897.

Τη συνεννόηση με την Τουρκία δυσχέραινε το βαρύ κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών που είχε αφήσει πίσω του ο ελληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897, αλλά και η παλαιά και αμοιβαία καχυποψία. Δεν ήταν εύκολη η συνεννόηση μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ελλάδος η οποία, περισσότερο από κάθε άλλη διάδοχη χώρα, είχε συμβάλει στη συρρίκνωση της ευρωπαϊκής επικράτειάς της.

Επιπλέον, μια εν δυνάμει ανταγωνιστική χώρα προς τη Βουλγαρία, ήταν η Σερβία, όμως εκείνη απέκλειε ουσιαστικά τη συνεννόηση με την Ελλάδα, επειδή πρόβαλλε αξιώσεις τις οποίες η χώρα μας θεωρούσε υπερβολικές και απαράδεκτες.

Το 1903 απετέλεσε μια καθοριστική χρονιά για το θέμα της Μακεδονίας, επειδή η δράση Βουλγάρων ανταρτών αφενός πέρασε υπό τον έλεγχο της Βουλγαρίας και αφετέρου ενέτεινε την αποστολή Ελληνικών σωμάτων, αλλά και για τον λόγο ότι το Μακεδονικό ζήτημα κίνησε το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων.

Δύο από αυτές, η Αυστρία και η Ρωσία, οι οποίες θεωρούνταν πως βρίσκονταν «εγγύτερα» στο ζήτημα, εκπόνησαν το 1903 πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για τη Μακεδονία, γνωστό ως Σχέδιο της Βιέννης.

Ανάλογες μεταρρυθμίσεις προσπαθούσε την ίδια εποχή να εφαρμόσει και ο σουλτάνος, αλλά η εφαρμογή τους προσέκρουε στην αδυναμία ή την άρνηση των τοπικών οργάνων της διοίκησης. 

Περισσότερη επιτυχία σημείωσε νέο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο εκπόνησαν πάλι η Ρωσία και η Αυστρία με τη συναίνεση και των άλλων δυνάμεων και έμεινε γνωστό ως Πρόγραμμα της Μυρστέγης.

Αλλά και αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να ανακόψουν τη δράση των ανταρτών στη Μακεδονία, διότι το πρόβλημα ήταν πολιτικό.

Οι μεταρρυθμίσεις που αποτελούσαν δημιούργημα της ανταγωνιστικής πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων στα Βαλκάνια, καθώς και οι  σχεδιαζόμενες εξελίξεις που αφορούσαν σε διοικητικές μεταβολές στην Μακεδονία, κατόπιν πρωτοβουλίας της Οθωμανικής διοίκησης, οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να συνταχθεί όλο και περισσότερο με τις απόψεις εκείνων οι οποίοι από καιρό τόνιζαν τον κίνδυνο που διέτρεχε ο ελληνισμός στη Μακεδονία.

Αυτή η πρωτοβουλία των μεταρρυθμίσεων ερμηνευόταν από τους Βούλγαρους κυρίως, αλλά και από Έλληνες και Σέρβους, ως επιδίωξη να διαχωριστούν οι εθνικότητες σε έναν ενδεχόμενο μελλοντικό διαμελισμό, με αποτέλεσμα την προσπάθεια των ενδιαφερομένων να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους.

Το Φεβρουάριο του 1904 η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στην Μακεδονία ομάδα τεσσάρων αξιωματικών[6] µε σκοπό να διερευνήσει υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να αναληφθεί ένοπλη δράση.

Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Λοχαγός ΠΖ Αλέξανδρος Κοντούλης και µέλη της, ο Ανθυπολοχαγός ΠΒ Παύλος Μελάς, ο Υπολοχαγός ΠΖ Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο Λοχαγός ΠΖ Ανα­στάσιος Παπούλας.[7]

Ο θάνατος του Μελά στις 13 Οκτωβρίου 1904 κατά την τρίτη έξοδό του στην Μακεδονία, επηρέασε καταλυτικά τις εξελίξεις στο Μακεδονικό ζήτημα.

Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμιά άλλη δύναμη δεν είχε  κατορθώσει, δείχνοντας στον κόσμο ολόκληρο ότι ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρής τότε χώρας δεν είχε χαθεί και παρακινώντας πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς, να δράσουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατό του.

Έτσι το 1906 ο Σαράντος Αγαπηνός, ακολουθώντας το παράδειγμα του Παύλου Μελά, πηγαίνει εθελοντικά στη Μακεδονία κατόπιν επανειλημμένων δικών του προσπαθειών, καθώς οι ανώτεροι του δεν του έδιναν άδεια, ενώ φλέγεται από τον πόθο να αγωνιστεί για την απελευθέρωσή της.

Επισήμως κατεγράφη ότι ζήτησε άδεια από τον Στρατό για να μεταβεί στο εξωτερικό.

Το πόσο ανεπτυγμένο ήταν μέσα του το συναίσθημα προς τον Θεό και την Πατρίδα αποδεικνύουν τα διασωθέντα στοιχεία, από τον φιλόλογο Θεόδωρο Κανελόπουλο από τα Φιλιατρά, ο οποίος για να συγγράψει το εξαιρετικό βιβλίο «Καπετάν Άγρας, Τέλλος Αγαπηνός, Εθνομάρτυς (1880-1907)» διενήργησε πραγματική ιστορική έρευνα, με επισκέψεις στην περιοχή της δράσης και της θυσίας των Άγρα και Μίγγα, συνεντεύξεις με τη χήρα του Μίγγα και με πολλούς Μακεδονομάχους και με την πολυχρόνια και επίπονη μελέτη αρχείων.

Στο εν λόγω πόνημα του Κανελοπούλου αναφέρεται η επιστολή την οποία απέστειλε ο Άγρας προς τον θείο του Χρήστο Ταβουλαρίδη την παραμονή της αναχώρησης του για την Μακεδονία:

«Αγαπητέ μου θείε, αύριο αναχωρώ δι’ ιστιοφόρου για τον αγώνα δι’ όν προωρίσθην. Εύχομαι να επανέλθω όπως πρέπει και να σας ίδω όλους όπως επιθυμώ. Η σημερινή ημέρα είναι δι’ εμέ η σκληροτέρα και συγχρόνως η γλυκυτέρα τοιαύτη. Δεν υπάρχει γλυκύτερον, υψηλότερον και τιμητικώτερον του να συναισθάνεται τις ότι προώρισε τη ζωή του προς υπεράσπισιν των αδίκως και βαρβάρως καταπατουμένων δικαίων της πατρίδος μας. Εύχομαι ίνα ο Θεός με βοηθήση και με συνδράμη εις τον αγώνα εις τον οποίον αποδύομαι… Σας φιλώ όλους Τέλλος Αγαπηνός».

Μια σημαντική πτυχή του μακεδονικού αγώνα κατά το 1906 ιδίως και μετά, ήταν η προσπάθεια Ελλήνων και Βουλγάρων για επικράτηση στη λίμνη των Γιαννιτσών. Η λίμνη αύτη γνωστή ως «Βάλτος», η οποία σχηματίζονταν από τα νερά του Λουδία, της Νάουσας και της Έδεσσας, ήταν μία τεράστια περιοχή 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων νότια των Γιαννιτσών.  

Όλοι οι δρόμοι που συνέδεαν τη Θεσσαλονίκη με τα μεγάλα αστικά κέντρα, Γιαννιτσά, Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα, Μοναστήρι καθώς και την Δυτ. Μακεδονία περνούσαν δίπλα από την λίμνη, η οποία  δεν είχε ακόμη αποξηραθεί και αποτελούσε ιδανικό πεδίο για ανταρτοπόλεμο, όπως απαιτούσε η πολεμική ιδιομορφία του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Βάλτος ήταν γεμάτος νησίδες και πυκνό ψηλό καλάμι, ραγάζι (τοπικό χόρτο), μαζί με βούρλα. Τα φυλλώματα των φυτών ήταν τόσο πυκνά που δεν έβλεπες πέρα από λίγα μέτρα.

Από πολύ νωρίς οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν τον στρατηγικό χαρακτήρα της περιοχής. Γύρω από τη λίμνη, ιδιαίτερα στη νοτιοδυτική άκρη της ήταν αρκετά χωριά εξαρχικά.

Οι κομιτατζήδες είχαν βρει καταφύγιο στον Βάλτο και από αυτό το ασφαλές ορμητήριο δυνάστευαν τα γύρω χωριά και έλεγχαν τους δρόμους, ενώ είχαν κάνει κατοχή σε μικρές καλύβες ψαράδων και κατασκεύασαν αργότερα και άλλες δικές τους, ιδιαίτερα στα δυτικά της λίμνης.  

Οι καλύβες αυτές δεν ήταν μονές τους αλλά η μία προστάτευε την άλλη και δεν ήταν δυνατόν να πλησιάσει κανείς παρά μόνο μέσα από διαδρόμους υγρούς κομμένους μέσα στα καλάμια. Η συγκοινωνία γινόταν με πλάβες, δηλαδή ξύλινες βάρκες χωρίς καρίνα.

Η ζωή στο Βάλτο ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το καλοκαίρι δεν υπήρχε κάτοικος της λίμνης που να μην έχει προσβληθεί από  ελώδη πυρετό. Γι’ αυτό κανένας Μακεδονομάχος, λένε, δεν είχε αντέξει να μείνει στη λίμνη των Γιαννιτσών πάνω από έξι μήνες, εκτός από τον ντόπιο οπλαρχηγό, τον Καπετάν Γκόνο Γιώτα, που άντεξε μέσα εκεί όλα τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.

Από το 1905 ήδη οι Έλληνες είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία του Βάλτου και επιχείρησαν να ελέγξουν την περιοχή.  Η ελληνική παρουσία στο Βάλτο έγινε αισθητή όταν έφτασε εκεί ο Ανθυποπλοίαρχος Δεμέστιχας Ιωάννης (Νικηφόρος) και άρχισε ο αγώνας, ο οποίος  ήταν ιδιαίτερα σκληρός στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών.

Η γενική ιδέα ήταν να χρησιμεύσει το βορειοανατολικό μέρος της λίμνης ως βάση επιχειρήσεων και να κρατηθεί η οδός ανεφοδιασμού της  Θεσσαλονίκης ανοικτή. Από  τις καλύβες τα ελληνικά σώματα περιπολούσαν τη νύχτα στα χωριά και την ημέρα προσπαθούσαν να βρουν δρόμους για να αναγνωρίσουν τις βουλγαρικές καλύβες.

Αυτή ήταν η κατάσταση στο Βάλτο όταν το γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης, το Κέντρο της Θεσσαλονίκης όπως ονομαζόταν, με πρόταση του Κωνσταντίνου Μαζαράκη που είχε γυρίσει στην Αθήνα, επέλεξε τον Καπετάν Άγρα για να δράσει στην περιοχή της Νάουσας με βάση του τη λίμνη των Γιαννιτσών και να εκδιώξει τους κομιτατζήδες από τον Βάλτο.

Αξίζει να αναφερθεί η καταλυτική συνεισφορά των ελληνικών Προξενείων, τα οποία απετέλεσαν τα λίκνα του Μακεδονικού αγώνα και ειδικά του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης με τους προξένους Ίωνα Δραγούμη και Λάμπρο Κορομηλά αντίστοιχα. 

Ειδικά με την άφιξη του Κορομηλά στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα με υψηλή μόρφωση και διπλωματική ικανότητα, άρχισε η συστηματική οργάνωση για την άμυνα του ελληνισμού και το ελληνικό προξενείο έγινε κέντρο του αγώνα.  Ο Κορομηλάς ζήτησε και τοποθετήθηκαν με ψευδώνυμα ως υπάλληλοι του προξενείου επίλεκτοι αξιωματικοί οι οποίοι άρχισαν την οργάνωση του Μακεδονικού αγώνα.

Ο Άγρας πορεύεται στη λίμνη των Γιαννιτσών όπου αναλαμβάνει την αρχηγία σώματος, προβαίνει σε αναγνώριση προσώπων και πραγμάτων, συγκεντρώνει πληροφορίες και άμεσα κατανοεί πλήρως την τακτική κατάσταση.

Η αμυντική πολιτική που εφάρμοζαν οι προκάτοχοι του Άγρα, δεν ταίριαζε με τις δικές του απόψεις για άμεση και δραστική επίθεση στους Βούλγαρους. Ο ορμητικός και τολμηρός χαρακτήρας του δεν άργησε να γίνει γνωστός στους κομιτατζήδες.

Δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα με τους άνδρες του, ανοίγοντας διάδρομους στις καλαμιές της λίμνης και κατασκευάζοντας καλύβες ώστε να ελέγχει την περιοχή, ενώ οι κομιτατζήδες έστηναν καθημερινά ενέδρες να τον εμποδίσουν και πολλές φορές ερχόταν σε συμπλοκή με τα βουλγαρικά τμήματα, με αποτέλεσμα  να τραυματιστεί δυο φορές.  Κατάφερε μάλιστα  να καταλάβει την περίφημη Καλύβα των Βουλγάρων, γνωστή με το όνομα Κούγκα.

Η συχνή φράση του Άγρα που τη συνοδεύει πάντα με ένα γλυκό μειδίαμα είναι «εμπρός παιδιά ή εμείς ή εκείνοι».  Γνώριζε ότι με την απόφασή του, υλοποιούσε πολλές φορές επιχειρήσεις που εξέθεταν τον εαυτό του και τους αφοσιωμένους ευζώνους σε μεγάλους κινδύνους, αλλά η φύση του εθνικού αγώνος απαιτούσε τέτοιες θυσίες.

 Δεν αισθανόταν την κόπωση από την ένταση, τις εργασίες και τη συνεχή αϋπνία, ως τολμηρός και ριψοκίνδυνος περιφρονούσε τον θάνατο, αγνοούσε τις δυσκολίες, ενώ ζητούσε συνεχώς, μέσα από παράτολμες πράξεις, την επιτυχία και τη νίκη.

  Λόγω των ιδιαίτερα δύσκολων συνθήκων του Βάλτου, ο Άγρας  είχε προσβληθεί από πυρετούς και παρά την επιμονή του να μείνει στη λίμνη, διατάχθηκε από το Κέντρο της Θεσσαλονίκης να μεταβεί εκεί για να νοσηλευτεί και για τα τραύματά του.

 Σε μια εβδομάδα  όμως γύρισε  πίσω στη λίμνη, αν και άρρωστος δεν σταμάτησε τις προσβολές στις βουλγαρικές καλύβες. Ο Άγρας ήταν αρχηγός με ακατάβλητη αγωνιστική διάθεση και παρά την κλονισμένη υγεία του και τα τραύματα, του ήταν αδιανόητο ν’ αφήσει την ιερή αποστολή του Μακεδονομάχου, αφού για τον αυτόν υπεράνω όλων ήταν το χρέος του προς την  Πατρίδα.

Η πίστη του στον αγώνα και η αγάπη του για τη Μακεδονία δεν του επέτρεπαν τέτοια ενέργεια, την οποία θεωρούσε εγκατάλειψη του αγώνα.

Επίσης ο χειμώνας του 1906 -1907 στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών ήταν εξαιρετικά δριμύς και η διαβίωση εκεί των ελληνικών σωμάτων έγινε ιδιαίτερα επίπονη. Όταν πάγωσε η λίμνη ήταν υποχρεωμένοι να σπάσουν τον πάγο για να κινούν τις πλάβες, κι άλλοτε ήταν αναγκασμένοι να παραμένουν ώρες ημιβυθισμένοι στα παγωμένα νερά.

Επιπλέον τα σώματα της λίμνης ταλαιπωρούσαν φοβερά οι πλημμύρες, οι οποίες ξεκινούσαν μόλις έπνεε νότιος άνεμος, οπότε έλιωναν τα χιόνια κι οι πάγοι με αποτέλεσμα να υψώνεται επικίνδυνα η στάθμη της λίμνης.

Τότε πλημμύριζαν τα πατώματα στις καλύβες κι οι άνδρες ήταν αναγκασμένοι να παραμένουν συνεχώς μέσα στα παγωμένα νερά. Κανένας δεν είχε τη δυνατότητα να ξεκουραστεί, έστω και καθιστός με αποτέλεσμα να μειώνεται εντελώς η μαχητική ικανότητα των σωμάτων.

Με τον καιρό όμως ο Άγρας βλέποντας και τις δυσκολίες του αγώνα έκανε σκέψεις για μια άλλη προσέγγιση της κατάστασης. Τον Φεβρουάριο του 1907, άρρωστος με πυρετούς πείστηκε από τον Νικηφόρο να βγει από την λίμνη και να φροντίσει την υγεία του πηγαίνοντας στη Νάουσα. Από εκεί εξακολούθησε τον κοινωνικό του έργο, συγχρόνως δε είχε έλθει σε επαφή με παλιούς εξαρχικούς.

 Ως ιδεολόγος που ήταν είχε σχηματίσει την άποψη ότι θα μπορούσε να θέσει τέρμα σε αυτό τον αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Κρίνοντας από τον εαυτό του πίστευε ότι και οι άλλοι, που βρίσκονταν απέναντι του, συμμερίζονταν τους οραματισμούς του.

Στα απομνημονεύματά του ο Δεμέστιχας δικαιολογεί τον Άγρα  καθώς θεωρεί ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τερματιστούν οι συγκρούσεις.  Ο Άγρας αγνός και ειλικρινής πίστευε ότι μόνο με την ελληνοβουλγαρική συνύπαρξη θα μπορούσε να αποτιναχθεί ο τουρκικός ζυγός. Έτσι, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τα βουλγαρικά σώματα που δρούσαν στην περιοχή του Βερμίου.

Μετά από συνεχείς ήττες, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν καμφθεί από πλευράς ηθικού, σε σημείο ώστε κάποιοι από αυτούς σκέφτονταν να προσχωρήσουν στην Ελληνική πλευρά. Μεταξύ αυτών και ο «περιβόητος» βοεβόδας του Βουλγαρικού Κομιτάτου Ζλατάν, κύριος αντίπαλος του Καπετάν Άγρα στον Βάλτο των Γιαννιτσών, ο οποίος καταγόταν από ένα χωριό στα περίχωρα της Νάουσας και, μάλιστα, είχε φοιτήσει σε Ελληνικό σχολείο.

Θεωρώντας ότι οι προθέσεις του Ζλατάν ήταν κατά βάση ειλικρινείς, ο Καπετάν Άγρας αποφάσισε να συνεννοηθεί μαζί του για να πάνε από κοινού στην Αθήνα, προκειμένου έτσι να «επισημοποιηθεί» η προσχώρησή του στην Ελληνική πλευρά.

Άλλωστε πολλοί αρχηγοί και μέλη βουλγαρικών συμμοριών είχαν προσχωρήσει μέχρι την εποχή εκείνη στα ελληνικά σώματα και είχαν από τότε διακριθεί στον ελληνικό αγώνα. Τέτοιες προσχωρήσεις είχαν και την έγκριση του Προξενείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με οδηγίες του προέτρεπε τα σώματα να αποσπούν οπαδούς των βουλγαρικών συμμοριών.

Ο Άγρας επιθυμούσε, πριν αποχωρήσει από τη Μακεδονία να επισφραγίσει την πολυσχιδή δράση του εκεί, με τη θεαματική προσχώρηση στην ελληνική υπόθεση μεγάλης ομάδας κομιτατζήδων, η οποία ασφαλώς θα αποτελούσε το αποκορύφωμα των ελληνικών επιτυχιών την εποχή εκείνη.

Άλλωστε το ίδιο είχε πετύχει προ ολίγων ετών ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης με των πρώην βουλγαρίζοντα Καπετάν Κώττα, ο οποίος θυσιάσθηκε τελικά για την Ελληνική ιδέα.

Όλοι όμως προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Άγρα γνωρίζοντας την κακοπιστία και την δολιότητα των Βουλγάρων. Με επιμονή όμως και ευπιστία συνεχίζει τις συνεννοήσεις και αφού συμφώνησε να συναντηθεί με τους αντιπάλους του, πήρε μαζί του το Αντώνιο Μίγγα και έφτασε στο σημείο συνάντησης χωρίς συνοδεία, γεγονός που οδήγησε σε τραγικό αποτέλεσμα.

Ο Άγρας φορούσε τη στρατιωτική του στολή κι είχε ένα περίστροφο, ενώ πάνω σε ημίονο είχαν φορτωθεί διάφορα τρόφιμα και ποτά για το γεύμα που θα δινόταν προς τιμή αυτών που θα προσέρχονταν στον ελληνισμό.

Αρχικά τους υποδέχτηκαν καλά, αλλά κατόπιν αθετώντας κάθε συμφωνία και ενεργώντας κατά δόλιο τρόπο τους αφόπλισαν, τους έδεσαν και για τέσσερα ολόκληρα εικοσιτετράωρα τους βασάνισαν, τους έσερναν ξυπόλητους και τους διαπόμπευσαν σε όλα τα χωριά της περιοχής, για να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων.

Τέλος το βράδυ της 7ης Ιουνίου 1907 ημέρα Πέμπτη, κρέμασαν τον Καπετάν Άγρα και τον Μίγγα σε μια υψηλή καρυδιά, ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο και Βλάδοβο.

Χωριά, τα οποία μετέπειτα μετονομάσθηκαν, αντιστοίχως, σε Καρυδιά και Άγρας, για να μένει η ιερή μνήμη του Καπετάν Άγρα άσβεστη, ως Εθνομάρτυρα Μακεδονομάχου. Το δέντρο που κρέμασαν τον Άγρα δεν υπάρχει, αλλά είναι κατάλληλο μνημείο υποδεικνύει το σημείο όπου βρήκε τον θάνατο αυτός ο ανυπότακτος πατριώτης.

 Είναι χαρακτηριστικό για τον θάνατο του Άγρα το αυτοσχέδιο μοιρολόι από τις απλοϊκές γυναίκες της περιοχής:

Δεν έχεις μάνα γλυκό μας τέκνο να σε κλάψει,

Δεν έχεις αδερφή να σε πενθήσει,

Πώς σας γέλασαν,

Πως σας έφεραν να σας κρεμάσουν στην καρυδιά,

Να σας φέρουν σε ξένο μέρος,

Ξένες μάνες να σας κλάψουν,

Ξένες αδελφές να σας μοιρολογήσουν.  

Όταν συνελήφθησαν ο Άγρας ζήτησε να αφήσουν ελεύθερα τα παλληκάρια του, αφού αυτόν ήθελαν να βασανίσουν και να φονεύσουν. Αλλά ο Μίγγας δεν το δέχθηκε, λέγοντας τα συγκινητικά αυτά λόγια: «Μαζί ήρθαμε, μαζί θα πεθάνουμε, σαν θέλει ο Θεός και όπου θα πεθάνει ο αρχηγός μου, εκεί θα πεθάνω κι εγώ».

 Ο Μίγγας ήταν και εκείνος ιδεολόγος, αγνός και αυθόρμητος. Προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, κοντά στον αρχηγό του Τέλλο Άγρα. Τον ακολούθησε στον Γολγοθά του και τον συντροφεύει και μετά θάνατο ακόμη, αφού κοιμούνται μαζί σε τάφους αδελφωμένους, που τους περιβάλλει το ίδιο κιγκλίδωμα.

Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει σε μια ομιλία του για τους δύο ήρωες ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Μακαριότατος κ.κ. Ιερώνυμος, «ο δεσμός της αγάπης, της πιστότητας και της φιλίας των δύο ανδρών έμεινε παροιμιώδης.

Μόνο όσοι έχουν υψηλά ιδανικά, όπως είναι αυτά της λατρείας προς τον Θεό και της φιλοπατρίας, μπορούν να αναπτύξουν τέτοια φιλία ανιδιοτελή και θυσιαστική μέχρι θανάτου».

Η θυσία του καπετάν Άγρα συγκλόνισε τους Έλληνες και αντί να τους φοβίσει, αντίθετα προκάλεσε την αγανάκτηση και τους ξεσήκωσε. Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα.

Η είδηση του θανάτου του βύθισε την Αθήνα και όλη την  Ελλάδα σε βαρύ πένθος. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν πένθιμα και διαδίδουν το θλιβερό μήνυμα για τον θάνατο του γνωστού παλικαριού που θυσιάστηκε για την ελευθερία της Μακεδονίας, ενώ τελούνται μνημόσυνα στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες. 

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή του Τέλλου Άγρα στις σκληρές μάχες για την εκκαθάριση της λίμνης των Γιαννιτσών, η οποία είχε καταστεί από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες απροσπέλαστο οχυρό. Παράτολμος, αψηφώντας κινδύνους, πολέμησε πρωτοστατώντας στις συμπλοκές με τους αντιπάλους του, δίχως να τον καταβάλουν οι τραυματισμοί, οι ασθένειες και οι πυρετοί του Βάλτου.

Ταπείνωσε τους Βουλγάρους και τα θρυλικά του κατορθώματα σκόρπισαν τη χαρά και την ανακούφιση στον τοπικό  πληθυσμό και πολλά χωριά της περιοχής επανήλθαν στο Πατριαρχείο.

Στη μνήμη του Τέλλου Άγρα, «του ιδανικού ήρωα», όπως τον χαρακτηρίζει, η Πηνελόπη Δέλτα αφιερώνει το βιβλίο της «Στα μυστικά του Βάλτου», που πρωτοεκδόθηκε το 1937, με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές.

Συγκεκριμένα αναφέρεται στη δράση του Άγρα, την οξυδερκή στρατιωτική του αντίληψη και τη σημασία που είχε η παρουσία του για τις ελληνικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στο Βάλτο, στην προδοσία και στη δολοφονία του, μαζί με τον αχώριστο φίλο του Αντώνη Μίγγα.

Στα 1908, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Άγρα κυκλοφόρησε το «Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1908». Σ’ αυτό, ο φίλος του Άγρα, Μακεδονομάχος και αυτός, ο Κων. Μαζαράκης – Αινιάν (καπετάν Ακρίτας) γράφει νεκρολογία με τίτλο «Καπετάν Άγρας». Εκεί αναφέρει ότι ο σκοπός του Άγρα ήταν «να γυρίσει με τους Έλληνες τους κομιτατζήδες» και «να παραδώσει εις την πίστιν (του Ελληνισμού) τα δηλητηριασμένα χωριά» όπως ονομάζει τα χωριά εκείνα των οποίων οι κάτοικοι είχαν παρασυρθεί από την Εξαρχική – Βουλγαρική προπαγάνδα.

Ο νεαρός Τέλλος Άγρας ήταν ένας πραγματικός ήρωας, που απαρνήθηκε την εύκολη ζωή στην Αθήνα και με ηθικά όπλα τον πατριωτισμό και την παλικαριά του, πήγε πρώτα να υπηρετήσει στα σύνορα και κατόπιν κυνήγησε με αυτοσυνειδησία το όνειρό του στο Βάλτο των Γιαννιτσών, σε μια προαποφασισμένη μαρτυρική πορεία προς τη θυσία, ενώ έγινε ένα µε τους αγωνιστές της Μακεδονίας.

Η συμβολή του στον Μακεδονικό αγώνα ήταν πολύ σημαντική.  Έγινε θρύλος και εμβληματική φιγούρα. Το όνομά του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στο πάνθεο των ηρώων της νεότερης ελληνικής ιστορίας…

Όλοι μας νοιώθουμε τεράστια ευγνωμοσύνη, για τον ήρωα Άγρα  που πρόωρα, ήταν μόλις 27 ετών, μα δοξασμένα έδωσε την ζωή του για την Μακεδονία και είμαστε πολύ περήφανοι που κατάγεται από τους Γαργαλιάνους.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ανδριάντας του Τέλλου Άγρα στους Γαργαλιάνους, είναι έργο του γνωστού γλύπτη Κώστα Γεωργακά από το Σιδηρόκαστρο Τριφυλίας, του οποίου τα  αποκαλυπτήρια έγιναν 9 Μαΐου 1951.

Επιπλέον αξίζει να αναφερθεί ότι, ο Αξιωματικός Δημήτριος Κάκκαβος, ο οποίος κατάγεται από τα Φιλιατρά,  υπηρέτησε από το 1904 μέχρι το 1909, στο γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης, φέροντας τον βαθμό του υπολοχαγού, με το ψευδώνυμο Δημήτριος Ζώης.

Από τη θέση αυτή προσέφερε ένα πολύ σημαντικό εθνικό έργο για την υπόθεση της Μακεδονίας, αναλαμβάνοντας διάφορες εμπιστευτικές αποστολές, ο οποίος  στη Σχολή Ευελπίδων ήταν συμμαθητής με τον Παύλο Μελά.  

Η μεγάλη σημασία του Μακεδονικού αγώνα για τον ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη. Ο ιδιόμορφος αυτό αγώνας, ο οποίος τερματίστηκε το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων, ουσιαστικά με ένα είδος άτυπης εκεχειρίας, υπήρξε απόλυτα εθνωφελής.

Στον αγώνα αυτό η προσωπικότητα των αρχηγών έπαιξε κύριο ρόλο, γιατί ήταν αγώνας επιρροής και επικράτησης των ψυχών και όχι των όπλων. Η συμβολή εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα των Κρητών, ήταν σημαντική, αλλά τίποτα δεν θα είχε γίνει χωρίς τη θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων της Μακεδονίας.

Για τη στρατιωτική υπεροχή των ελληνικών σωμάτων δεν υπάρχει αμφιβολία. Τούτο οφείλεται κατά πολύ στην ικανότητα των αρχηγών και τον εθελοντισμό  όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στον αγώνα.

Ο αριθμός τους ποτέ δεν ξεπέρασε τους 2.000 άνδρες σε όλη τη Μακεδονία. Αυτή όμως η σχετικά μικρή δύναμη πολεμιστών υποστηριζόταν από μια καλή οργάνωση των ντόπιων σε πόλεις και χωριά και σε ένα καλό δίκτυο πληροφοριών σε όλη  τη Μακεδονία.

Σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού οι νεκροί και εξασφαλισθέντες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλαρχηγοί ανέρχονται στους 70 και οι οπλίτες 570. Στις παραπάνω απώλειες δεν περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός αγωνιστών κυρίως από την Μακεδονία.

Τον μεγαλύτερο φόρο αίματος στον αγώνα εκείνο, πλήρωσε εκτός από την Μακεδονία, η μεγαλόνησος Κρήτη. Οι Κρήτες νεκροί αγωνιστές ανέρχονται στους 136. Επίσης θυσιάστηκαν στον Μακεδονικό αγώνα, γενναίοι αγωνιστές από Πελοπόννησο, Ρούμελη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Θράκη και Μ. Ασία.         

Με τους Βαλκανικούς Πόλεμους του 1912-13, η απελευθέρωση της Μακεδονίας δικαίωσε τους Μακεδονομάχους αγωνιστές. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτέλεσαν τη σημαντικότερη προσπάθεια του Ελληνισμού για την εθνική αποκατάσταση, μετά την Επανάσταση του 1821.

Με θαυμαστή ομοψυχία, ιδιοφυή πολιτική και διπλωματική αντιμετώπιση, άρτια στρατιωτική προετοιμασία, γενναιότητα και αυτοθυσία, οι Έλληνες κατόρθωσαν να ελευθερώσουν το μεγαλύτερο τμήμα του υπόδουλου Ελληνισμού και διπλασίασαν την Ελληνική επικράτεια.

Τελικά τι θα πρέπει να μας μείνει από αυτή την εκδήλωση, ποια είναι η ιστορική κληρονομιά και παρακαταθήκη του ήρωα Τέλλου Άγρα, για όλους εμάς, ακόμα και σήμερα.

Ο Τέλλος Άγρας, με την συνειδητή επιλογή του, μας δίδαξε με έναν αυθεντικό τρόπο, την έννοια του καθήκοντος και της χωρίς όρια προσφοράς προς την πατρίδα. Μας απέδειξε με τη ζωή και τον θάνατό του, ότι το ιερότερο πράγμα είναι να αγωνίζεσαι για τα ιδανικά σου. Μέσα από τις σπουδαίες πράξεις του, υπερβαίνοντας τα στενά όρια της θνητότητας, κατόρθωσε να υπηρετήσει τα πιστεύω του, με ανιδιοτέλεια, πατριωτισμό και μια σεμνότητα, που ταιριάζει μόνον σε ήρωες.

Τι άλλο όμως μας εμφύσησε το παράδειγμα του; Μας έδειξε ότι πρέπει να ζούμε τη ζωή μας με πάθος, να έχουμε στόχους, να τολμούμε και να επιδιώκουμε τη νίκη σε κάθε αγώνα, γιατί αυτή είναι για τους γενναίους και αποφασισμένους ανθρώπους, ενώ μας έμαθε με τον πιο δυνατό τρόπο, πόσο απελευθερωτικό για την ψυχή του ανθρώπου είναι να πολεμά για την ίδια την ελευθερία.

Μας επιβεβαίωσε με την θυσία του, τα λόγια  του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά ότι «η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».  

Ας αναλογιστούμε λοιπόν, όλοι εμείς σήμερα στη δική μας εποχή, ποιο είναι το χρέος μας προς την πατρίδα, πόσο σωστά το εκπληρώνουμε και κατά πόσο είμαστε αντάξιοι της παρακαταθήκης και της κληρονομιάς του Τέλλου Άγρα. 

Δυνάμεθα, άραγε, να χαλκέψουμε τον χαρακτήρα μας με γενναιότητα, ήθος και αρετές, να αφιερώσουμε το πνεύμα μας και την ψυχή μας στην πατρίδα μας;

Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορούμε. Αρκεί να το πιστέψουμε βαθιά και αυθεντικά, αρκεί να το αποφασίσουμε και να το υπηρετήσουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας.

Κάθε γενιά, σύμφωνα με τις προκλήσεις της εποχής της, έχει καθήκον να προσφέρει τα μέγιστα στην Πατρίδα και να δίνει συνειδητά τον δικό της αγώνα, με όραμα και ενθουσιασμό, για την ασφάλεια, την πρόοδο, την ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας μας.

Κι αυτό θα το κατορθώσουμε, μονάχα αν δε λησμονεί κανείς να απαντά με αυστηρότητα, σοβαρότητα και κυρίως ειλικρίνεια στο ερώτημα τι έκανε η δική μας γενιά για το χρέος προς την πατρίδα, προσβλέποντας στο μέλλον μέσα από το σεβασμό του ένδοξου παρελθόντος.

Η ιστορία και ο χρόνος δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ τη μνήμη του Καπετάν Τέλλου Άγρα, γιατί πράγματι ήταν ένας αληθινός ήρωας, ένας γνήσιος Μακεδονομάχος.

Έχουμε χρέος να γνωρίζουμε και να μην λησμονούμε, διότι έτσι  δικαιώνονται οι θυσίες των ηρώων μας.

Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου για τον Τέλλο Άγρα διαβάζοντας  τους σχετικούς στίχους του Γεωργίου Σουρή:

“Το νέο μάρτυρα θρηνώ

Τον Τέλλο τον Αγαπηνό

Και ποιος, και ποιος δεν πόνεσε για τον Αγαπηνό;

Μάρτυρες εφτερούγισαν από τον ουρανό

κι επήραν στις φτερούγες των το νέο παλληκάρι

στην πρώτη του την άνθιση, στην πρώτη του τη χάρη …….

Και μαχητή και μάρτυρα τον έκλαψε το γένος’

κι είπα κι εγώ στα κόλλυβα μπροστά γονατισμένος:

Σαν βγαίνουν τέτοιοι πρόδρομοι μεγάλοι λευτεριάς

και γίνονται μνημόσυνα τέτοιας παλληκαριάς,

τότε μπορεί να μη γενή μνημόσυνο μια μέρα

και για την πανελεύθερη των εκλογών μητέρα”.

Αιωνία η μνήμη του ήρωα Τέλλου Άγρα – Αγαπηνού.

Σας ευχαριστώ


[1] Επισημαίνεται ότι οι Μακεδονομάχοι από την υπόλοιπη Ελλάδα πήγαιναν υπό άκρα μυστικότητα στην τουρκοκρατούμενη τότε  Μακεδονία και μάχονταν με ψευδώνυμα, αφού η Ελλάδα δεν συμμετείχε επισήμως στις πολεμικές επιχειρήσεις.

[2] Η εξέγερση απλώθηκε σε ένα αριθμό πόλεων και χωριών στην δυτική Μακεδονία πριν τελικά καταπνιγεί από τον οθωμανικό στρατό.

[3] Το πεδίο δράσης του αγώνα είχε αφετηρία την περιοχή της Καστοριάς και επεκτάθηκε μέχρι το 1908 σε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία. Η συμμετοχή στα ένοπλα σώματα εθελοντών και διακεκριμένων προσωπικοτήτων, προσέδωσε στον αγώνα πανελλήνιο χαρακτήρα. 

[4] Γύρω στα 1900 υπήρχαν πάνω από 1.000 ελληνικά σχολεία στη Μακεδονία με 70.000 μαθητές, ενώ την ίδια εποχή τα βουλγαρικά δεν υπερέβαιναν τα 590 με σύνολο 30.000 μαθητές στα τρία βιλαέτια (Θεσσαλονίκη – Μοναστήρι – Κόσσοβο).

[5] Πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις παραμονές του ένοπλου αγώνα οι Βούλγαροι είχαν πετύχει σοβαρή διείσδυση στα όρια του Ελληνισμού, έτσι ώστε να πιστεύουν πια πως ολόκληρη η Μακεδονία μπορούσε να αποτελέσει μέρος της Βουλγαρίας.

[6] Αυτοί οι τέσσερις αξιωματικοί εφοδιάστηκαν με πλαστά διαβατήρια, με τα ονόματα Σκούρτης, Ζέζας, Τάσος και Πάνος.

[7] Τα µέλη της αποστολής αναχώρησαν σε ξεχωριστές ημερομηνίες για να µην κινήσουν υποψίες.

Σχετικά Άρθρα