Οι συνέταιροι στο κρεοπωλείο…
Δύο Πόντιοι ανοίγουν συνεταιρικά κρεοπωλείο. Θέλοντας να κάνουν πρόβα πριν από τα εγκαίνια, βγαίνει έξω ο ένας για να ξαναμπεί παριστάνοντας τον πελάτη. Μπαίνει μέσα και ζητάει δυο κόκα- κόλες. Καλά, του λέει ο άλλος, κρεοπωλείο είμαστε, κόκα- κόλες θα πουλάμε; Κάτσε εσύ εδώ να κάνω εγώ τον πελάτη. Μπαίνει τώρα ο δεύτερος Πόντιος μέσα και ζητάει ένα κιλό κιμά. Και ο άλλος:- Έφερες τα μπουκάλια;
Η ωραία και το ανέκδοτο
Ρωτάει ο Τοτός τον έμπειρο πατέρα του τι κοινό έχει μια πάρα πολύ όμορφη γκόμενα κι ένα ανέκδοτο.
Ο πατέρας του απεγνωσμένα ψάχνει να βρει απάντηση και αφοπλιστικά ο Τοτός του λέει ότι και τα δύο για να τα ευχαριστηθείς πρέπει να τα πιάσεις.
Ω θεέ μου, τελειώνω, σβήνω!
Μια μέρα ο Γιαννάκης είδε τη μητέρα του με τα στήθια έξω και…
– Μαμά, μαμά, τι είναι αυτά; ρώτησε.
– Αυτά, γιόκα μου, είναι σωσίβια. Όταν πεθαίνεις, φουσκώνουν και σε ανεβάζουν στον παράδεισο.
Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, ο μικρός Γιαννάκης την πίστεψε (κατά μάνα, κατά κύρη, δε λέμε;) Σε κάνα- δυο μέρες όμως τρέχει στη μάνα του και φωνάζει:
– Μαμά, μαμά, έλα γρήγορα. Πεθαίνει η θεία Λίζα.
– Τι έκανε, λέει; βάζει τις φωνές και η μαμά.
– Είναι στο υπόστεγο του κήπου, ξαπλωμένη κάτω, και τα δυο της μπαλόνια είναι έξω, ο μπαμπάς τα φουσκώνει και η θεία φωνάζει: «ω Θεέ μου, ω Θεέ μου, τελειώνω, σβήνω!».
Γυναικείες συζητήσεις…
Δύο φανατικές «φίλες» συζητούν:- Απόψε είδα στον ύπνο μου ένα φοβερό όνειρο. Είδα ότι με καταβρόχθισε το θηρίο που φοράω τη γούνα του.- Έλα δα καημένη- της λέει η άλλη- μπορεί να σε φάει ένα κουνέλι;