fbpx
ΠολιτισμόςΤελευταία Νέα

«Στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών, / βοήθα, Άγγελε του τραγουδιού, ν’ ανθίση ο άσπρος κρίνος  / των Ευαγγελισμών» Κ. Παλαμάς. Του Θανάση Μουσόπουλου

«ΑΝΘΗ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΙ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ»

  Οι πρόσφυγες πέρασαν πολλά σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις φάσεις. Σωματικά και ψυχικά τα τραύματά τους. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και  υποσιτίζονταν. Επιπλέον, ήταν ψυχικά τραυματισμένοι από την απώλεια συγγενών και φίλων, της πατρογονικής γης και του ευρύτερου κοινωνικού χώρου όπου είχαν ζήσει.

   Στη φάση της ένταξής τους στη νέα πατρίδα, πολυεπίπεδα τα προβλήματα. Υπήρχε ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία της γης και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Οι αντιβενιζελικοί και ο αντιβενιζελικός τύπος καλλιεργούσαν το μίσος εναντίον τους. Ενώ συχνά επικρατούσε «εχθρικό» κλίμα από τους εντόπιους, γεγονός που θυμίζει την αντίθεση στα μετεπαναστατικά χρόνια μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων. Σιγά σιγά άρχισαν να συνάπτονται μικτοί γάμοι, που με την πάροδο του χρόνου γίνονταν όλο και περισσότεροι.

  Ιδιαίτερα σημαντικές, παρά τα αρχικά κυρίως προβλήματα, είναι οι επιπτώσεις σε όλη τη δομή της νεοελληνικής κοινωνίας, από την άφιξη των προσφύγων, όπως  παρουσιάσαμε στο Καταληκτήριο Μάθημα στο Λύκειον Ελληνίδων της Ξάνθης, στις 17 Μαΐου 2022.

  Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922 έφτασαν στην Ελλάδα 900.000 πρόσφυγες. Με τις  συνθήκες και συμβάσεις που υπογράφονται μετά τη μικρασιατική καταστροφή, έχουμε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Τούρκοι από την Ελλάδα (πλην των μουσουλμάνων της Θράκης) πάνε υποχρεωτικά στην Τουρκία, ενώ ορθόδοξοι ρωμιοί (πλην Κωνσταντινουπόλεως) έρχονται στην Ελλάδα. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000 πρόσφυγες. Υπολογίζεται ότι συνολικά 1.500.000 είναι οι πρόσφυγες που κατέκλυσαν την Ελλάδα. 

  Αρχικά, ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 20% μεταξύ 1920 – 1928. Μεταβλήθηκε η εθνολογική σύσταση του πληθυσμού: το 1920 η Ελλάδα είχε 20%  μη Έλληνες ορθοδόξους, ενώ το 1928 μόλις 6%. Αυξήθηκε ο ελληνικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης και της Ηπείρου. Στη Μακεδονία το 1920 το ποσοστό των μη Ελλήνων ορθοδόξων ήταν 48%, ενώ το 1928 έπεσε στο 20%. Γενικά ενισχύθηκαν οι αραιοκατοικημένες παραμεθόριες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.

  Όσον αφορά την οικονομία, μεσοπρόθεσμα αυτή ωφελήθηκε από την εγκατάσταση των προσφύγων. Αναδιαρθρώθηκαν οι καλλιέργειες, η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε, στη δεκαετία  1922 – 1932 διπλασιάστηκε ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Οι αστοί μικρασιάτες πρόσφυγες υπερείχαν σε επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικές αντιλήψεις. Η θέση της γυναίκας αναβαθμίστηκε με την άφιξη του αναπτυγμένου γυναικείου πληθυσμού.

  Τέλος, στο επίπεδο πολιτισμού οι πρόσφυγες είχαν ζήσει σε  τόπους με πολιτιστική παράδοση πολλών αιώνων, την οποία μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα. Η λαϊκή μουσική αναδείχθηκε σε λαϊκή μουσική της πόλης (ρεμπέτικα), ενώ οι πρόσφυγες έκαναν αισθητή την παρουσία τους και στον πνευματικό χώρο, λογοτεχνία, μουσική, εικαστικά.

  Ο Ιωσήφ Στεφάνου, Οµότιμος Καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αναφερόμενος στην προσφορά του Μικρασιατικού πολιτισμού στη νεοελληνική πραγματικότητα, σημειώνει:

«Οι πρόσφυγες της Μ. Ασίας εγκατέλειψαν τη γη, τις περιουσίες και τα υλικά αγαθά τους, µετέφεραν όµως µαζί µε τα βιώµατα, τις µνήµες και τις εµπειρίες τους, τέχνη, τεχνογνωσία, συνήθειες, τρόπους ζωής και κυρίως πίστη, σθένος, εργατικότητα και αποφασιστικότητα για νέο ξεκίνηµα, για κοινωνική και οικονοµική άνοδο, για δράση και πολιτισµική προσφορά. Η σπουδαιότερη όµως προσφορά τους είναι αυτή της ηθικής τάξης. Είναι η θρησκευτική προσήλωση στην πίστη και η αγάπη για την πατρίδα. Έχοντας υποστεί κατατρεγµό, διωγµούς, σφαγές εξ αιτίας της Εθνικότητας και της πίστης τους και έχοντας δοκιµάσει τι σηµαίνει να χάσει κανείς αυτά τα ιδεολογικά και συναισθηµατικά στηρίγµατα, έδωσαν το παράδειγµα στους Ελλαδίτες, που αυτά τα θεωρούσαν πλέον δεδοµένα. Η ενίσχυση δεν ήταν µόνο ποσοτική, αριθµητική. Ήταν και ενίσχυση ποιοτική. Ο Μικρασιάτης πρόσφυγας ήταν εργατικός, ευφάνταστος, έξυπνος και πάνω από όλα προοδευτικός. Αυτά του τα προσόντα τα διέθεσε στη νέα πατρίδα και τη βοήθησε να ανέβει. Με αυτά ανάκαµψε και ο ίδιος και σε πάρα πολλές περιπτώσεις ανέβηκε ανέλπιστα ψηλά, επιβεβαιώνοντας για µια ακόµα φορά πως η φυλή των ελλήνων έχει σπουδαία χαρίσµατα».

  Θα προσεγγίσουμε συνοπτικά την προσφυγιά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία.

Η Μικρασιατική καταστροφή και η ακολουθήσασα προσφυγιά συμπίπτει με τη λεγόμενη  στη λογοτεχνία μας γενιά του ’30. Πολλοί λογοτέχνες και γενικότερα άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών είναι και οι ίδιοι πρόσφυγες. Όλοι τους συντέλεσαν στη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής ταυτότητας. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας – για να περιοριστούμε σε τρείς περιπτώσεις – είναι πρόσφυγες και στο έργο τους η μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά είναι στοιχεία κυρίαρχα.

Η θεματολογία, που μπορούμε να συναντήσουμε γενικά στα λογοτεχνικά έργα, αναφέρεται στις πατρίδες που εγκατέλειψαν, στον πόλεμο, αλλά και στις προηγούμενες ευτυχισμένες στιγμές, στη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, στη βίαιη μετακίνηση των προσφύγων, στην αντιμετώπισή τους από τους εντόπιους, στον αγώνα για επιβίωση και, στη συνέχεια – όταν πια έχασαν την ελπίδα της επιστροφής στις πατρίδες – στον αγώνα για δημιουργία νέου σπιτικού και προοπτικής ανάπτυξης στη νέα πατρίδα.

  Αυτό καθεαυτό το γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής αναλύεται σε τρεις φάσεις : 1) φάση του ξεριζωμού, 2) φάση του ερχομού και 3) φάση της εγκατάστασης και της προσπάθειας ενσωμάτωσης. Όσοι μιλούν για τα γεγονότα αυτά παίρνουν τη θέση του πρόσφυγα, ενώ η φωνή του ντόπιου διαθλάται μέσα στην προσφυγική ψυχολογία. Να σημειώσουμε ότι και στη σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία υπάρχουν ανάλογα έργα που αναφέρονται στους τούρκους πρόσφυγες που από την Ελλάδα μεταφέρθηκαν στη νεοσύστατη τουρκική δημοκρατία.

 Θα αναφέρουμε μερικούς από τους σημαντικότερους πεζογράφους.  Ο Στράτης Μυριβήλης (1892 – 1969) πήρε μέρος στους πολέμους της δεκαετίας 1912 – 1922. Με το μυθιστόρημά του «Η Ζωή εν Τάφω» καλλιεργεί ένα γνήσια αντιπολεμικό/αντιμιλιταριστικό πνεύμα, που επίσης συναντούμε στα διηγήματά του και στα  μυθιστορήματά του «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και «Παναγιά η Γοργόνα». Επικό και λυρικό στοιχείο στο πλούσιο έργο του Μυριβήλη καλύπτει όλες τις φάσεις της μικρασιατικής καταστροφής και προσφυγιάς.

Ο Στρατής Δούκας (1895 – 1983) έμεινε στη γραμματεία μας με την περίφημη νουβέλα «Η ιστορία ενός αιχμαλώτου», που αναφέρεται στην αληθινή ιστορία ενός μικρασιάτη έλληνα που πιάνεται αιχμάλωτος, προσποιείται τον τούρκο, έτσι στο τέλος καταφέρνει με χίλια βάσανα να σωθεί και να ρθει στην Ελλάδα.

Ο Φώτης Κόντογλου (1895 – 1965) στο έργο του «Αϊβαλί η πατρίδα μου» θυμάται με νοσταλγία τις ευτυχισμένες στιγμές στην πατρίδα του και σχολιάζει τις σχέσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους καθώς και τα δεινά των Ελλήνων. Το ύφος του απλό, λιτό, λαϊκό συμβαδίζει με την ορθοδοξία και το βυζαντινό πνεύμα που και εικαστικά διακόνησε με τόση επιτυχία.

   Από το Αϊδίνι κατάγεται και η Διδώ Σωτηρίου (1911 – 2004) με το πολυμεταφρασμένο έργο της «Ματωμένα Χώματα» (1962) αναφέρεται στην καταστροφή της Μικράς Ασίας, την αιχμαλωσία και την προσφυγιά.  Ο Κοσμάς Πολίτης (1887 – 1974) στο περίφημο μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας» που κυκλοφόρησε το 1963 περιγράφει μια γειτονιά της Σμύρνης, σαράντα χρόνια πριν, όπως τη ζει μια παρέα παιδιών.  Η χαμένη πατρίδα και η χαμένη νεότητα κυριαρχεί στο αυτοβιογραφικό νοσταλγικό τούτο έργο του Πολίτη.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905 – 1966) στο έργο του «Λεωνής» μιλά για τα εφηβικά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, την πολυεθνική και κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα της Ανατολής.

 Τέλος, ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε στο Αϊβαλί στις 4 Μαρτίου 1904 και πέθανε στην Αθήνα 3 Αυγούστου 1973 – πριν κοντά πενήντα χρόνια. Η οικογένειά του το 1922 εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία, ενώ ο ίδιος δεν πρόλαβε να φύγει, αιχμαλωτίστηκε και για 14 μήνες τον έστειλαν στα τάγματα εργασίας. Στο μυθιστόρημά του «Το νούμερο 31328» αφηγείται τις σχετικές εμπειρίες. Αφού το 1923 απελευθερώθηκε, επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου ο Στράτης Μυριβήλης τον παρότρυνε να γράψει τα βιώματά του, όπως και έγινε. Μιλώντας για τη μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά, θα προσεγγίσουμε δύο μυθιστορήματα του Ηλία Βενέζη : «Το νούμερο 31328» και τη «Γαλήνη».

  Τα πρόσωπα των προσφύγων, άντρες και γυναίκες, αντιπροσωπεύουν ήρωες / αγωνιστές της καθημερινής ζωής και της επιβίωσης. Ο Ηλίας Βενέζης καταφέρνει να παρουσιάσει στα έργα του και το δάσος (τα προβλήματα της προσφυγιάς) και το δέντρο (τις ατομικές περιπτώσεις). Έτσι, θεωρώ ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος λογοτέχνης όσον αφορά τα θέματα του μικρασιατικού δράματος και της προσφυγιάς, και στη μορφή και στο περιεχόμενο.

  Εκτός από τη λογοτεχνία ιδιαίτερη είναι η παρουσία των προσφύγων στη μουσική (λόγια και λαϊκή) και στα εικαστικά.

  Δύο ξανθιώτες  συνδέονται με τη μουσική.  

   Η Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, (1895 – 1979) μουσικολόγος και λαογράφος, γεννήθηκε στην Ξάνθη και ο σύζυγός της Οκτάβιος Μερλιέ (Octave Merlier) συνέβαλαν τα μέγιστα στην καταγραφή βυζαντινής και δημοτικής μουσικής, δημιουργώντας το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

  Ο Μάνος Χστζιδάκις (1925 – 1994) στις 31 Ιανουαρίου του 1949 δίνει την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν. Με τη διάλεξή του ο Μάνος Χατζιδάκις επαναπροσδιορίζει τη θέση του ρεμπέτικου.  «Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. […] Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής […] Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους».

   Στα εικαστικά, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Φώτης Κόντογλου, γεννημένος στο Αϊβαλί το 1895, αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συγγράφοντας πολλά βιβλία και αγιογραφώντας με τον χαρακτηριστικό τρόπο του.  Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.

  Γράφει με την αξιοζήλευτη πνευματικότητα που τον διακρίνει «…Όλοι, τέλος πάντων, καταγίνονται με όλα, όσα μπορούνε να γίνουνε σε τούτον τον ντουνιά, για να ξεχάσουνε τον εαυτό τους, για να μην απομένουνε μοναχοί και δούνε τη γύμνια τους, τη μιζέρια τους, το χάος που τους ζώνει…».

*

  Πλούσια τα άνθη και οι καρποί  όλων των προσφύγων ανδρών και γυναικών στη νέα πατρίδα.  Τους οφείλουμε τόσα πολλά και ωραία, μέσα από τον Γολγοθά τους…

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΞΑΝΘΗ,  19 ΙΟΥΝΙΟΥ 2022

Σχετικά Άρθρα