Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Οι αντιδράσεις , κυρίως του ΚΚΕ αλλά και άλλων «αριστερών πολιτικών δυνάμεων», θεωρώ ότι είναι δικαιολογημένη και ότι το αντίθετο θα ήταν το παράξενο που θα μας έβαζε σε σκέψεις.
H ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία, που υπεγράφη από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών, συνοδευόταν και από επιστολή του Άντονι Μπλίνκεν προς τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, με την οποία οι ΗΠΑ διακήρυσσαν την ανάγκη σεβασμού της κυριαρχίας, της ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Με δυό λόγια, οι ΗΠΑ δεσμεύονται για την προστασία εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας .
Τώρα, όσον αφορά στην αποτίμηση της συμφωνίας από διπλωματικές πηγές που εστίαζαν στην « αναγνώριση της Ελλάδας ως «πυλώνα σταθερότητας και περιφερειακού ηγέτη», με συγχωρείτε αλλά αυτά τα έχουμε ξανακούσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στο παρελθόν χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι «θέσεις» αυτές τηρήθηκαν. Και μπορεί οι ΗΠΑ να λένε ότι επιθυμούν η χώρα μας να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην περιοχή, τόσο με την προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων όσο και ως παράγων σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά ταυτόχρονα και παράλληλα, η επιστολή επιβεβαίωνε τις άριστες διμερείς σχέσεις, οι οποίες «φτάνουν σε νέα ύψη».
Κι αυτό είναι πολύ λογικό. Όσο αυξάνεις τις δραστηριότητές σου ως «πελάτης» του προσφερόμενου αμερικανικού στρατιωτικού «προιόντος», τόσο γίνονται και πιο άριστες οι διμερείς σχέσεις. Δυναμώνεις τις άμυνές σου απέναντι σε προκλήσεις και διαφαινόμενες κρίσεις, ενισχύεις τις φιλικές σχέσεις αλλά παράλληλα και την εξάρτησή σου από τον «προμηθευτή». Θέλουμε και χρειαζόμαστε οι ΗΠΑ να δεσμεύονται για την προστασία εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας; Φυσικά. Αλλά αυτό έχει κάποιο… αντίτιμο.
Γι αυτό το αντίτιμο αντιδρά παραδοσιακά το Κ.Κ.Ε. και αυτό το αντίτιμο δίνει αντιπολιτευτικά ατού στους αντιπάλους της κυβέρνησης. Μην εκπλήττεστε συνεπώς από τη σφοδρότητα των επικρίσεων. Οι επικριτές δικαιολογημένα επικρίνουν γιατί αλλιώς δεν θα ήταν αντίπαλοι. Παραδοσιακοί αντίπαλοι όπως το Κ.Κ.Ε. και συγκυριακά αντίπαλοι οι άλλες κοινοβουλευτικές και πολιτικές δυνάμεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήξερε πολύ καλά ότι θα υπήρχαν αυτές οι αντιδράσεις και οι «χοντρές» κατηγορίες .
Ήξερε ότι το ΚΚΕ θα μιλούσε για:
- «Έναν επικίνδυνο κρίκο εμπλοκής της χώρας μας στα πολεμικά σχέδια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή»,
- Για μια προσφορά της Ελλάδας στον πόλεμο στο Αφγανιστάν, που «προδιαγράφει πολλά και νέα ‘Αφγανιστάν’ με την ενεργό ελληνική συμμετοχή» και
- Για το ότι «ολόκληρη η ελληνική επικράτεια μετατρέπεται σ’ ένα απέραντο αμερικανο-ΝΑΤΟϊκό ιμπεριαλιστικό ορμητήριο. Και άλλα πολλά. Γιατί αυτή είναι παραδοσιακά η θέση του Κ.Κ.Ε.
Περίμενε την πλήρη αντίθεση του Σύριζα στη συμφωνία γιατί ο κ. Τσίπρας , στην πολύ κακή κατάσταση που βρίσκεται, αναζητούσε ένα νέο ατού στην αντιπολιτευτική τακτική του. Ήξερε ότι ο Σύριζα θα έλεγε ότι « με τη υπογραφή της συμφωνίας με τις ΗΠΑ ο κ. Μητσοτάκης γίνεται ο πρώτος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που εκχωρεί επ’ αόριστον στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε ελληνικό έδαφος».
Ήξερε ότι ο κ. Τσίπρας θα «χτυπούσε» στην ευαισθησία του μέσου Έλληνας λέγοντας ότι μια τέτοια συμφωνία «δεν ταιριάζει ανάμεσα σε δυο ισότιμους εταίρους και σε μια Ελλάδα με ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια και εθνική κυριαρχία».
Τα ήξερε όλα η κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης. Αλλά προχώρησε στη συμφωνία, έστω και με τα «γκρίζα» σημεία της γιατί στη σημερινή συγκυρία, ο εχθρός είναι προ των συνόρων μας. Και όπως συμφώνησε προ μηνός με τον Μακρόν – και καλά έκανε-, συμφώνησε ( ό,τι συμφώνησε τέλος πάντων) και με την Ουάσιγκτον. Βλέπατε εσείς κάποια καλύτερη λύση τις μέρες μας;