Του Δημήτρη Κωνσταντάρα
Είμαι από τα παιδικά μου χρόνια φίλαθλος, ποδοσφαιρόφιλος και Ολυμπιακάκιας. Μεγάλωσα διαβάζοντας αθλητικές εφημερίδες και – ανεξαρτήτως ομάδας- θαυμάζοντας αυτούς που σύμφωνα με τους παλιούς αθλητικούς συντάκτες, «ίδρωναν» και «μούσκευαν» τη «φανέλα» της ομάδας τους και σε πολλές ευκαιρίες, την «μάτωναν» κι όλας. Τη «φανέλα». Την «ομάδα» τους. Την «ιδέα», είτε αυτή ήταν ο «Κόκκινος Έφηβος», είτε το «Πράσινο Τριφύλλι», είναι ο «Κιτρινόμαυρος Δικέφαλος». Φυσικά πάντα προτιμώντας τον «Θρύλο». Αλλά και την Εθνική Ελλάδος. Πολλά «στραβά» συνέβαιναν και τότε. Αλλά πάντα υπερίσχυε η μαγεία, η ατμόσφαιρα, ο «παιχταράς» , η «ψυχή της ομάδας», οι ιαχές, τα γκολ, ακόμα και οι αποδοκιμασίες.
Άρχισα να πηγαίνω στο γήπεδο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με το μπαμπά μου που επειδή ήταν ΑΕΚτζής, με πήγαινε στη Νέα Φιλαδέλφεια, τότε που είχε ξύλινες εξέδρες. Αλλά μια Κυριακή πρωί, η μαμά μου μού είπε ότι ο μπαμπάς δεν μπορούσε να με πάει στο γήπεδο αλλά θα μπορούσα να πάω με ένα φίλο της, τον Γιώργο Καρυοφίλη που ήταν Ολυμπιακός. Χάρηκα γιατί επιτέλους θα έβλεπα τον Ολυμπιακό που τον ήξερα από τις αθλητικές εφημερίδες. Και τον είδα. Αλλά στο γήπεδο του Παναθηναικού γιατί ο Ολυμπιακός δεν είχε γήπεδο. Περίεργο μού φάνηκε που η πρώτη ομάδα που έπαιρνε τα πρωταθλήματα συνέχεια τίποτε, δεν είχε γήπεδο. Είχε όμως φιλάθλους. Μισοί- μισοί στο γήπεδο. Χαμός. Και ο Ολυμπιακός είχε νικήσει.
Σήμερα δεν υπάρχει πια «φανέλα» παρά μόνο για να διαφημίζει τον σπόνσορα. Ούτε «ιδέα» παρά μόνο το σύνθημα «Αγοράζουμε Φτηνά- Πουλάμε Ακριβά». Οι ομάδες δεν ανήκουν στους φιλάθλους τους αλλά σε επιχειρηματίες. Και οι παίκτες παίζουν μια στον ένα σύλλογο και μια στον άλλον. Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει. Όπως έχουν αλλάξει τα πάντα. Από τη μπάλα, μέχρι τη μουσική, το θέατρο και τα σχολεία, μέχρι τα λιμάνια και την πολιτική. Έχουν όλα «περάσει» στον «Κύκλο του Επιχειρείν».
Ο κόσμος παρακολουθεί βέβαια και ποδόσφαιρο και μπάσκετ και μουσική και θέατρο, πάει στο σχολείο αλλά και ψηφίζει. «Φανέλα που ιδρώνει» ή «ματώνει» δεν υπάρχει. Ο χθεσινός «ήρωας» είναι πια ο σημερινός «προδότης» μέχρι που και αυτό ξεχνιέται. Και οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι δεν πανηγυρίζουν επειδή η ομάδα τους πήρε έναν καλό παίκτη αλλά γιατί «πούλησε ακριβά» έναν δικό της. Και καλοί ποδοσφαιριστές που πέρασαν τα 30 τους χρόνια, προσπαθούν να βρουν ομάδα να τους αποκτήσει με τίτλο τιμής το ότι έχουν παίξει ΚΑΙ στον ΠΑΟΚ ΚΑΙ στον Παναθηναικό ΚΑΙ στην ΑΕΚ ΚΑΙ στον Ολυμπιακό.
Το ποδόσφαιρο έχει γίνει ένα πολύ ακριβό χόμπι για επενδυτές που αγοράζουν ομάδες και παίκτες αλλά όχι «ιδρωμένες φανέλες» και μετά, «πουλάνε» για να αποκτήσουν ρευστότητα. Γι αυτό και ουσιαστικά έχει «φτηνύνει». Και το ποδόσφαιρο είναι η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας. Όπως και η μουσική- που έχει πλέον αφελληνιστεί εντελώς. Όπως και το θέατρο- που ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Όπως και τα σχολεία- που διαφημίζουν ως μέγα προσόν τους το ότι κάνουν τα μαθήματα και στα Ελληνικά και στα Αγγλικά. Όπως και η πολιτική που έχει απεκδυθεί την έννοια της «πολιτικής ευθύνης» και καταδικάζει την «αντίθετη άποψη».
Καλή επιτυχία στον άριστο νεαρό ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Κώστα Τσιμίκα που πήρε μετεγγραφή για τη σπουδαία Λίβερπουλ έναντι σεβαστού ποσού πώλησης που θα εισπραχθεί από την ομάδα του. Μέχρι εκεί. Αλλά να πανηγυρίζουν και οι οπαδοί που η ομάδα τους πούλησε τον καλύτερό της παίκτη αντί να διαμαρτύρονται;