Γερμανίδα ή όχι;
Καλοκαιράκι. Δύο φίλοι στην παραλία, ξαπλωμένοι στην αμμουδιά απολαμβάνουν την ηρεμία της θάλασσας.
Την γαλήνη του τοπίου έρχεται να διαταράξει μια ξανθιά εντυπωσιακή κοπέλα η οποία εκείνη τη στιγμή σηκώνεται από την πετσέτα της, περνάει μπροστά από τους δύο τύπους και… βουτάει μέσα στην θάλασσα.
Οι δύο τύποι άφωνοι εντελώς την κοιτάζουν και έχουν χαζέψει…
– Τι γυναικάρα είναι αυτή;; Είναι σίγουρα Γερμανίδα.
– Τι λες ρε συ, αυτή είναι σίγουρα από Αυστρία, ίσως Ολλανδία, πάντως όχι Γερμανίδα.
– Τώρα τι μας λες ρε μεγάλε ότι και καλά έχεις εμπειρία και μπορείς να ξεχωρίσεις τις Γερμανίδες από τις Ολλανδέζες;;
– Φυσικά, δεν είναι Γερμανίδα αυτή με τίποτε. Οι Γερμανίδες είναι άχαρες. Δες αυτήν. Κοίτα κούνημα μέσα στο νερό, δες χάρη.
Εκείνη τη στιγμή η κοπέλα σηκώνει το χέρι της και το κουνάει χαιρετώντας ένα ξανθό τύπο που κάθεται έξω στην παραλία και λέει όλο χάρη και νάζι:
– Χάνς! Χάνς!
Ο τύπος που υποστήριζε ότι είναι Γερμανίδα:
– ΤΟ ΕΙΔΕΣ; ΣΤΑ ‘ΛΕΓΑ ΕΓΩ!!! Γερμανίδα είναι και φωνάζει τον Γερμανό φίλο της!
Και η κοπέλα συνεχίζει:
– Χανς Παναή! Του νιρό είνι υπέρουχου.
Παντόφλες
Ο Τοτός με τον πατέρα του κάθονται στο σαλόνι. Λέει ο μπαμπάς στον Τοτό:
– Πήγαινε στο υπνοδωμάτιο και φέρε μου τις παντόφλες μου.
Στο υπνοδωμάτιο κάθονται η αδερφή του Τοτού και μια φίλη της. Μπαίνοντας μέσα λέει ο Τοτός
– Ο μπαμπάς μου είπε να σας δείρω και τις δύο!
Η αδερφή του:
– Φύγε από δω ρε κωλόπαιδο!
– Δε με πιστεύεις; Ακου!
Φωνάζει στον πατέρα του:
– Πατέρααα! Την μίαααα;
– Και τις δύο ρε βλάκα!
Έλα πες την αλήθεια!
Ένας πελαργός πετάει και αντί να κουβαλάει ένα μωρό κουβαλάει έναν γέρο. Πετάει ο πελαργός, πετάει, πετάει οπότε πετάγεται ο γέρος και λέει:
– Έλα πες την αλήθεια, χαθήκαμε έτσι;
Ο μπιντές
Δύο τύποι πίνουν καφέ απ’ έξω από μια εκκλησία. Τελειώνει η λειτουργία και ο παπάς περνάει έξω από το καφενείο κουτσαίνοντας.
Ο ένας από τους δύο:
– Παπά έλα να σε κεράσουμε καφέ.
– Δεν μπορώ τέκνο μου, γιατί έπεσα και χτύπησα στο μπιντέ και δεν μπορώ να κάτσω. Μια άλλη φορά ευχαριστώ.
– Στο καλό να πας παπά.
Φεύγοντας ο τύπος ρωτάει τον φίλο του:
– Ρε συ, τι είναι ο μπιντές;
Και ο φίλος του:
– Ξέρω ‘γω μωρέ μ… 40 χρόνια έχω να πάω στην εκκλησία.