Τα ερωτήματα τού Ποιητή Γεωργίου Σουρή
Αθανάσιος Τσακνάκης
Καθηγητής Ξένων Γλωσσών
Συγγραφέας
Περίπου ένας αιώνας έχει παρέλθει από την ημέρα θανάτου τού Γεωργίου Σουρή (1853-1919), τού φιλελεύθερου και διορατικού κωμικού ποιητή, που υπήρξε ένας από τους πλέον αξιόλογους πνευματικούς δημιουργούς τής Πατρίδας μας. Η γλώσσα του απλή, δημοτική, ο στίχος του λιτός, εύστοχος, η θεματολογία του ζωντανή, καθημερινή, και ο στοχασμός του επίκαιρος, δημοκρατικός, φιλολαϊκός. Με τέτοιας σπάνιας ποιότητας χαρακτηριστικά, θα περιμέναμε σήμερα το έργο τού Γεωργίου Σουρή να ήταν μόνιμο σημείο αναφοράς και αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες ολόκληρου τού Ελληνικού λαού, όπως επίσης και για εκείνη την μερίδα των «διανοουμένων» που, ενώ απορρίπτουν με περισσή ευκολία και πλεονάζοντα λαϊκισμό τα βαθυστόχαστα και ενίοτε όντως δυσπρόσιτα για τον απλό λαό πνευματικά δημιουργήματα άλλων στοχαστών, εν τέλει δεν έχουν να αντιπροτείνουν τίποτε ή σχεδόν τίποτε στους Νεοέλληνες. Αντίθετα, στις μέρες μας, ο Γεώργιος Σουρής δεν διαβάζεται με την απαιτούμενη θέρμη ούτε προβάλλεται με τον αναγκαίο ζήλο, αλλά γίνεται αντικείμενο πρόχειρης και ευκαιριακής εκμετάλλευσης από εκείνους τους διαμορφωτές τής κοινής γνώμης, οι οποίοι προτιμούν να έχουν απέναντί τους έναν παθητικό λαό, που είτε κλαίει είτε γελά με το θλιβερό κατάντημά του, παρά έναν γενναίο λαό, εκούσια διατεθειμένο να προβεί σε αυστηρή αυτοκριτική και να αρχίσει να διορθώνει αποφασιστικά τα «κακώς κείμενα». Διαβαίνοντας μέσα από τις πολυάριθμες σελίδες τού ποιητικού έργου τού Γεωργίου Σουρή, εντοπίζουμε πλήθος στίχων που κρίνουν καυστικά, αλλά δίκαια, την ελληνική πολιτική και κοινωνική κατάσταση τής εποχής του. Αφού, όμως, αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν πριν από έναν αιώνα, εύλογο είναι να αναρωτηθούμε εάν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «επίκαιρα» ή όχι. Εάν όχι, απάντηση που μάλλον θα ήταν η αναμενόμενη μετά από έναν αιώνα εθνικών, δημοκρατικών, κοινωνικών και λαϊκών αγώνων, τότε ας τους θεωρήσουμε απλώς ως μία ιδιαίτερη ιστορική πηγή γιά εκείνη την μακρινή εποχή. Εάν ναι, τότε οπωσδήποτε «κάτι δεν πάει καλά» με τον λαό μας και, σε αυτήν την περίπτωση, πού θα έπρεπε, άραγε, να αποδίδαμε την ανησυχητική ομοιότητα τού τότε με το τώρα; Χωρίς να θέλουμε να προκαταβάλουμε κανέναν αναγνώστη, παραθέτουμε, στην συνέχεια, ορισμένους από αυτούς τους στίχους τού μεγάλου ποιητή, και ας αποτελέσουν και αυτοί, κοντά σε τόσα άλλα αφυπνιστικά κείμενα, ένα είδος ερωτημάτων προς τον εαυτό μας. Το φλέγον ερώτημα, ωστόσο, παραμένει ένα: λήθη και ηλίθιο χαμόγελο ή αυτοκριτική και αμετακίνητη αποφασιστικότητα;
Ποιός είδε κράτος λιγοστό,
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να ’χει κλητήρες γιά φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε,
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν,
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν,
δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και γιά καφέ
το «δε βαριέσαι» κι «ωχ, αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς,
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.