Επιμέλεια Μαίρη Δαληκριάδου
Μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης της ταλαντούχας Ξανθιώτισσας συγγραφέως Ιωάννας Καρακασίδου διαβάσαμε στο protothema.gr και την παρουσιάζουμε σήμερα στο xanthinews.gr
Ιωάννα Καρακασίδου: Φιλόλογος, συγγραφέας, πιστή στην Ξάνθη
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και αισιόδοξο να βλέπει κανείς στην Ελλάδα της κρίσης νέα παιδιά που προτίμησαν να παραμείνουν στη χώρα, να παρουσιάζουν καινούργια πράγματα και να ξεχωρίζουν σε διάφορους τομείς. Ανάμεσά τους, και η νεαρή Ξανθιώτισσα συγγραφέας, Ιωάννα Καρακασίδου. Η Ιωάννα γεννήθηκε στην όμορφη Ξάνθη το 1981.
Η Ιωάννα γεννήθηκε στην όμορφη Ξάνθη το 1981. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στη γενέτειρά της, την Ξάνθη, ζει και εργάζεται ως φιλόλογος και καθηγήτρια Aγγλικών στην ιδιωτική εκπαίδευση. Παράλληλα, έρευνα και γράφει. Στον ελεύθερο χρόνο της, διαβάζει αγγλική λογοτεχνία και συλλέγει παλιές και ξεχασμένες συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής.
Το 2016, από τις εκδόσεις Λιβάνη, κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Γλυκά Νερά» που αγαπήθηκε από το κοινό και συγκέντρωσε άκρως επαινετικά σχόλια από τους βιβλιοκριτικούς. Πριν λίγους μήνες, κυκλοφόρησε, πάλι από τις εκδόσεις Λιβάνη, το δεύτερο βιβλίο της, με τίτλο «Το Αίνιγμα της Σιωπής». Τα δύο αυτά μυθιστορήματα, η συγγραφέας τα εντάσσει σε μία τριλογία, η οποία θα ολοκληρωθεί με το τρίτο βιβλίο-μέρος της. Κεντρική ηρωίδα των βιβλίων της Ιωάννας Καρακασίδου, είναι η Ευγενία, μία νεαρή Κωνσταντινουπολίτισσα. Παρακολουθούμε τη ζωή της από το 1919 ως το 1925, σε χρόνια δύσκολα και ταραγμένα. Σαγηνευμένοι από τις ιστορίες της κυρίας Καρακασίδου, της ζητήσαμε μία συνέντευξη για το protothema.gr, κάτι που δέχθηκε με μεγάλη ευγένεια και προθυμία.
Έχουμε αναφερθεί εν συντομία στα βιβλία σας. Πείτε μας, αν θέλετε, περισσότερες λεπτομέρειες για το περιεχόμενό τους.
Ι.Κ.: Στα «Γλυκά Νερά» παρακολουθούμε την ιστορία ενός νέου κοριτσιού, της Ευγενίας, από τη στιγμή που χάνει τους γονείς της, το 1919, κατά τη φυγή τους από την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα, και οδηγείται στο χαρέμι του τελευταίου Σουλτάνου, στο Γιλντίζ της Κωνσταντινούπολης, και τις περιπέτειές της μέχρι να ορθοποδήσει και να φτάσει στο σημείο να παντρευτεί έναν Άγγλο αριστοκράτη και διπλωμάτη, με τον οποίο θα ζήσει με ασφάλεια και ευμάρεια. Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, στο «Αίνιγμα της Σιωπής», η Ευγενία είναι πλέον μία ολοκληρωμένη γυναίκα, που απολαμβάνει την ζωή και ταξιδεύει με κρουαζιερόπλοιο, το καλοκαίρι του 1925, από την Αγγλία στην Πόλη. Λόγω μίας σοβαρής μηχανικής βλάβης, θα αγκυροβολήσουν αναγκαστικά στον Μούδρο της Λήμνου, όπου θα αρχίσουν να συμβαίνουν πολύ περίεργα πράγματα, όπως ξαφνικές και ανεξήγητες εξαφανίσεις μικρών παιδιών. Η ηρωίδα μας θα θελήσει να εξιχνιάσει αυτό το μυστήριο, κάτι που θα φέρει απρόσμενες και συναρπαστικές εξελίξεις στην προσωπική της ζωή, και μία κατάληξη που κανένας αναγνώστης δεν φαντάζεται.
Οι ιστορίες σας διαδραματίζονται στα ταραγμένα χρόνια απ’ το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή έως το 1925. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό;
Ι.Κ.: Επέλεξα να τοποθετήσω την ιστορία μου στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Μικρά Ασία, ακριβώς επειδή η ιστορική πορεία αυτής της πολύ ιδιαίτερης κοσμόπολης υπήρξε διαφορετική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκείνη την ταραγμένη περίοδο. Από το Νοέμβρη του 1918 μέχρι τον Οκτώβρη του 1923 η Πόλη τελεί υπό Συμμαχική Κατοχή. Στην ήδη πολυπολιτισμική πραγματικότητά της έρχονται τώρα να προστεθούν οι Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί στρατιώτες-νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, δίνουν μία άλλη νότα στην καθημερινότητα της πόλης και μία ατμόσφαιρα κεφιού και ανεμελιάς τις νύχτες. Οι εθνικιστές του Κεμάλ δεν έχουν καμία εξουσία στην πρωτεύουσα της υπό κατάρρευση οθωμανικής αυτοκρατορίας, στο τελευταίο προπύργιο του κοσμοπολιτισμού. Αυτή την εξωπραγματική ατμόσφαιρα προσπάθησα να «αιχμαλωτίσω» στις σελίδες του πρώτου βιβλίου.
Θα βρούμε και αμιγή ιστορικά στοιχεία μέσα στα έργα σας ή η ιστορία περνά σε δεύτερη μοίρα και εστιάζετε κυρίως στα πρόσωπα και τις «περιπέτειές» τους;
Ι.Κ.: Στα «Γλυκά Νερά» υπάρχουν πολλά ιστορικά και πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία όμως δεν «βαραίνουν» το κείμενο ούτε κουράζουν τον αναγνώστη, γιατί δίνονται με απλό τρόπο, κυρίως μέσα στους διαλόγους. Στο «Αίνιγμα» το ιστορικό πλαίσιο δίνεται με συντομία στην αρχή του βιβλίου και μπαίνει πολύ γρήγορα σε δεύτερο πλάνο, γιατί η Λήμνος βρίσκεται μακριά από τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Εκεί εστιάζω περισσότερο στην υπόθεση του μυστηρίου και σε όσα συμβαίνουν στην προσωπική ζωή της ηρωίδας μου.
Πολλές και πολλοί συνάδελφοί σας δηλώνουν ότι όσο θυμούνται τον εαυτό τους, γράφουν. Εσείς ανήκετε σε αυτή την κατηγορία ή η συγγραφή προέκυψε με το πέρασμα του χρόνου;
Ι.Κ.: Ανήκω στην κατηγορία των συγγραφέων που δεν έγραφαν πεζά ή ποίηση από την παιδική ηλικία. Για μένα οι δρόμοι της γνώσης είναι πιο σημαντικοί. Διάβασα, έψαξα, ερεύνησα, συνέλεξα εμπειρίες, ώσπου στα 33 μου θεώρησα ότι ήρθε η ώρα να πω μια ωραία ιστορία. Το πρώτο μου μυθιστόρημα, τα «Γλυκά Νερά», υπήρξε και η πρώτη μου συγγραφική απόπειρα.
Μια νέα συγγραφέας όπως εσείς, εκδίδει τα δύο πρώτα έργα της σε έναν από τους μεγαλύτερους και ιστορικότερους εκδοτικούς οίκους της χώρας, τον «Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη», πράγμα όχι πολύ συνηθισμένο. Πώς έγινε αυτό;
Ι.Κ.: Είναι πράγματι περίεργο, γιατί εξαρχής έγραψα τα «Γλυκά Νερά» για μένα. Ήταν το βιβλίο που έψαχνα χρόνια να διαβάσω, όπως είπε κάποτε και η Μαρία Ιορδανίδου για την «Λωξάντρα». Όχι μόνο δεν σκεφτόμουν το ενδεχόμενο της έκδοσης, αλλά κράτησα το μοναδικό χειρόγραφο για ένα χρόνο στο συρτάρι μου. Να φανταστείτε ότι από την μυστικοπάθεια και την κρυψίνοια που έχω, όλον εκείνο τον χρόνο το έδωσα μόνο στην μητέρα μου να το διαβάσει, κι αυτό γιατί ο χαρακτήρας της Ευγενίας βασίστηκε πάνω σε μία γηραιά προθεία της, που ξαφνικά μια μέρα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήρθε από την Άγκυρα να ζήσει κοντά μας, όταν πέθανε ο Άγγλος σύζυγός της, που ήταν διπλωμάτης στην τουρκική πρωτεύουσα. Θυμόμουν ότι την αγαπούσε πολύ εκείνη την θεία. Ήμασταν επομένως οι μόνες που γνωρίζαμε το περιεχόμενο. Ώσπου ένα πρωί, στα τέλη του 2015, η μητέρα μου άρχισε να μου μιλάει για «εκείνο το ωραίο βιβλίο που έγραψα» και να με ενθαρρύνει να το στείλω σε κάποιον εκδότη. Αποφάσισα να της κάνω το χατίρι και έτσι, τα Χριστούγεννα του 2015 το ταχυδρόμησα στον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη. Μέσα σε τρεις μήνες είχε περάσει όλα τα στάδια της αξιολόγησης με επιτυχία, μέχρι που στα τέλη Μαρτίου του 2016 μού τηλεφώνησαν για να μου αναγγείλουν την τελική έγκριση των εκδοτών μου. Νιώθω πολύ τυχερή και ευγνώμων, όπως καταλαβαίνετε.
Είναι δύσκολο για μια νέα συγγραφέα να ζει στην Ξάνθη, μια πόλη μεγάλη μεν αλλά μακριά από την Αθήνα, κυρίως, και τη Θεσσαλονίκη; Πιστεύετε ότι αν ζούσατε π.χ. στην Αθήνα, θα ήσασταν περισσότερο γνωστή;
Ι.Κ: Πραγματικά δεν το πιστεύω καθόλου αυτό. Ο/Η συγγραφέας μπορεί να ζει και να γράφει όπου θέλει. Η αναγνωρισιμότητα και η φήμη –εάν υποθέσουμε ότι κάποιος που γράφει στοχεύει σε αυτά- έρχονται σταδιακά και μόνο εφόσον συνεχίσεις να δίνεις στο έργο σου την ίδια αγάπη, ποιότητα και αυθεντικότητα συναισθημάτων.
Οι κριτικές για τα βιβλία σας είναι σχεδόν στο σύνολό τους θετικότατες. Σημαίνει κάτι αυτό για σας
Ι.Κ.: Σημαίνει πολλά αλλά κυρίως ένα πράγμα: μεγάλη ευθύνη. Ευθύνη για όσα θα γράψω στη συνέχεια.
Οι δημόσιες σχέσεις είναι απαραίτητες για την προώθηση και την ανάδειξη των έργων σας; Θεωρείτε ότι ένας λογοτέχνης δεν θα πρέπει να γίνεται «μαϊντανός» για να προβληθεί;
Ι.Κ.: Οι λογοτέχνες είμαστε άνθρωποι και κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Αυτό που αρέσει σε κάποιον, σε άλλον μπορεί να φαντάζει χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Για μένα ο βασικός στόχος είναι να παραμείνω συγκεντρωμένη πάνω στα διαβάσματα και στις έρευνές μου. Στην αναζήτηση της γνώσης, σε αυτό που αγαπώ περισσότερο δηλαδή.
Όπως ίσως γνωρίζετε, έχω γράψει αρκετά ιστορικά άρθρα στο protothema.gr τα οποία σημειώνουν ιδιαίτερη επιτυχία. Γενικότερα, υπάρχει μια «στροφή» του κόσμου σε ιστορικά βιβλία και άρθρα. Πού το αποδίδετε, και ως ιστορικός, αυτό;
Ι.Κ.: Έχω παρατηρήσει κι εγώ την στροφή μεγάλης μερίδας του κόσμου προς την αναζήτηση αληθινών γνώσεων και την πνευματικότητα, και χαίρομαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Είναι ίσως το μόνο ευχάριστο σύμπτωμα της βαθύτατης κρίσης την οποία βιώνουμε σε όλα πλέον τα επίπεδα. Πρόκειται για ανθρώπους ευαίσθητους και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που έθεσαν πιο σωστές προτεραιότητες, έκλεισαν την τηλεόραση, απομάκρυναν οτιδήποτε ψεύτικο και περιττό από την ζωή τους, και πορεύονται απελευθερωμένοι από βαρίδια σε πιο φωτεινά μονοπάτια. Μία θετικότατη εξέλιξη.
Από την άλλη πλευρά, ερχόμενος σε επαφή με νέα παιδιά, μαθητές -μαθήτριες και φοιτητές-φοιτήτριες ακόμα, διακρίνω δυστυχώς, άγνοια για σημαντικά ιστορικά γεγονότα που αφορούν τη χώρα μας. Ως… μάχιμη εκπαιδευτικός, συμμερίζεστε τη διαπίστωσή μου ότι υπάρχει όντως έλλειψη βασικών ιστορικών γνώσεων στους νέους;
Ι.Κ.: Και βέβαια το διαπιστώνω, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό και κάτι που συνέβαινε πάντοτε. Η Ιστορία ήταν ανέκαθεν ένα «βαρύ» γνωστικό αντικείμενο για τους έφηβους, γιατί δεν έχει τίποτα το μοντέρνο ή ενδιαφέρον, με τον τρόπο τουλάχιστον που διδάσκεται στα σχολεία. Αργότερα πολλοί νέοι άνθρωποι θα καταλάβουν την αξία της ιστορικής γνώσης, τουλάχιστον αυτοί που διαθέτουν σωστή αντίληψη.
Ζείτε σε μια ακριτική, εθνικά ευαίσθητη περιοχή, τη Θράκη. Έχετε επηρεαστεί από αυτό στα έργα σας;
Ι.Κ.: Έχοντας γεννηθεί εδώ κάποιος, αρχίζει σύντομα να αντιλαμβάνεται την Θράκη ως σταυροδρόμι πολιτισμών και θρησκειών. Ναι, υπάρχουν ευαίσθητα εθνικά θέματα στην περιοχή μας, που απαιτούν προσεκτικούς χειρισμούς. Στους Θρακιώτες όμως δίνεται από νωρίς η δυνατότητα να ζήσουν μέσα σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, με άκρως ενδιαφέρουσες αποχρώσεις και ανταλλαγές. Μπορεί υποσυνείδητα αυτό να με επηρέασε στο έργο μου, έχετε δίκιο. Ίσως τελικά μια Θρακιώτισσα μπορεί να καταλάβει καλύτερα το πολυσύνθετο της ιστορικής και κοινωνικής τοιχογραφίας της Πόλης των αρχών του περασμένου αιώνα.
Στο βιογραφικό σας διαβάζουμε ότι ασχολείστε στον ελεύθερο χρόνο σας με τη συλλογή παλιών και ξεχασμένων συνταγών μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Κάποιες από αυτές τις συνταγές υπάρχουν και στα βιβλία σας. Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον αυτό;
Ι.Κ.: Η ενασχόλησή μου με τις συνταγές και την γαστρονομική κουλτούρα του παλιού κόσμου γύρω από την Μεσόγειο ξεκίνησε παράλληλα με την συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματος. Μου φαινόταν κάπως μη ρεαλιστικό να ρίχνεται η ηρωίδα μου σε τέτοιες περιπέτειες χωρίς να κάνει ποτέ ένα διάλειμμα για φαγητό. Και στα δύο βιβλία μου θα βρείτε μία πληθώρα γευστικότατων προτάσεων από την πολίτικη, μικρασιατική και αραβική κουζίνα μέχρι την αγγλική και τη γαλλική. Ολόκληρα μενού, απολαυστικά γλυκίσματα, τρόποι σερβιρίσματος και εγκάρδιες συναντήσεις γύρω από το τραπέζι θεωρώ πως δημιουργούν μία πιο ζεστή και γλυκιά ατμόσφαιρα.
Φανταζόμαστε ότι σχετικά σύντομα θα εκδοθεί και το τελευταίο από τα βιβλία της τριλογίας σας. Τι να περιμένουμε στη συνέχεια από εσάς;
Ι.Κ.: Μετά την τριλογία θα περάσω σε τελείως διαφορετικά θέματα, ιστορική περίοδο και προσωπικότητες. Δεν μπορώ να πω πολλά, μόνο ότι το τέταρτο βιβλίο θα έχει περισσότερο καλλιτεχνικό και ευρωπαϊκό άρωμα.
Παρά την οικονομική κρίση διαρκείας που βιώνει η χώρα μας, υπάρχει έκδοση πληθώρας βιβλίων. Πόσο δύσκολο είναι για μία νέα συγγραφέα όπως εσείς να ξεχωρίσει;
Ι.Κ.: Έχω διάθεση για πολλή δουλειά και τον μεγαλύτερο εκδοτικό οργανισμό της χώρας μας πίσω μου, να με κατευθύνει και να με στηρίζει. Επιλέγω να βλέπω μόνο θετικούς κι ενδιαφέροντες συνεργάτες, φίλους και ανθρώπους γύρω μου, παρά δυσκολίες και εμπόδια. Να βιώνω μόνο χαρά και συγκίνηση για αυτή την όμορφη πορεία στον κόσμο του βιβλίου, παρά άγχος «να ξεχωρίσω» ή να πετύχω κάτι περισσότερο. Είναι οι στιγμές που μετράνε, όχι κάποιος τελικός σκοπός.
protothema.gr