fbpx
Γενική

Η υπερλιπιδαιμία μας αφορά όλους

Τρόποι αντιμετώπισης

Γράφει ο Βασίλειος Παπαδόπουλος – ιατρός ειδικός παθολόγος & μοριακός βιολόγος

Στενά συνδεδεμένη νοσολογική οντότητα με την αρτηριακή υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη είναι η υπερχοληστερολαιμία και η δυσλιπιδαιμία.
Η έκθεση των ασθενών σε υψηλά επίπεδα χοληστερίνης αλλά και τριγλυκεριδίων έχει σχετιστεί με σοβαρές αγγειακές παθήσεις και αυξημένη καρδιαγγειακή θνησιμότητα.
Εκτός από ποικίλους και όχι καλά διευκρινισμένους γενετικούς παράγοντες ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει η πλούσια σε ζωικά λιπαρά διατροφή, το σωματικό και ψυχικό stress, το κάπνισμα κ.λ.π. (για τη χοληστερίνη) και η υπερβολική πρόσληψη θερμίδων, η κατανάλωση αλκοόλ σε μεγάλες ποσότητες, ο αρρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός κ.λ.π. (για τα τριγλυκερίδια).
Θα ήταν ευχής έργον να συμπεριλάμβανε κανείς μέσα στον προληπτικό εργαστηριακό έλεγχο και μέτρηση χοληστερίνης (ολικής και «καλής») αλλά και τριγλυκεριδίων. Τιμές εκτός ορίων αντιμετωπίζονται με δίαιτα χαμηλή σε ζωικά λιπαρά και κατά περίσταση διόρθωση άλλων υποκείμενων αιτίων.
Τιμές εκτός ορίων θεωρούνται για τη μεν χοληστερίνη >160 mg/dl (το όριο αυτό μειώνεται στα >130 mg/dl αν υπάρχουν δύο ή τρεις παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και >100 mg/dl αν υπάρχει σακχαρώδης διαβήτης ή στεφανιαία νόσος), για τα δε τριγλυκερίδια >150 mg/dl.
Στην υπερχοληστερολαιμία που επιμένει μετά από δίμηνη διατητική αγωγή προτείνονται υποχοληστεριναιμικά φάρμακα. Οι στατίνες είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτών και έχει αποδειχθεί ότι προλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό καρδιαγγειακών συμβαμάτων με αποτέλεσμα να παρατείνουν τη ζωή. Τα φάρμακα αυτά απαιτούν έλεγχο με τρανσαμινάσες (AST, ALT) και κρεατινοφωσφοκινάση (CPK) τον πρώτο μήνα της χορήγησής τους και αυτό διότι σε μικρό μεν αλλά υπολογίσιμο ποσοστό (0,1%) μπορούν να προκαλέσουν αύξηση των ηπατικών ενζύμων και λύση των ραβδωτών μυών.
Εναλλακτικά φάρμακα για τη μείωση της χοληστερίνης περιλαμβάνουν την εζετιμίμπη (Ezetrol) και το νικοτινικό οξύ (Tredaptive) που, αν και δεν έχουν την ευρεία χρήση των στατινών, διατηρούν τις ενδείξεις τους.
Όσον αφορά την υπερτριγλυκεριδιαιμία, η πρώτη προσέγγιση πρέπει να περιλαμβάνει έρευνα για διαταραχές στο μεταβολισμό του σακχάρου, στη λειτουργία του θυρεοειδούς καθώς και λεπτομερές ιστορικό σε σχέση με την πρόσληψη θερμίδων και ειδικότερα αλκοόλ. Αν δεν υπάρχει κάτι από τα πιο πάνω, τότε συνιστάται διαιτητική αγωγή που επικεντρώνεται κυρίως στην ελάττωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων. Σε περίπτωση που ένας ασθενής με υπερτριγλυκεριδιαμία έχει φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος και δεν παρουσιάζει διαβήτη, υποθυρεοειδισμό και αλκοολισμό τότε κατά πάσα πιθανότητα πάσχει από γενετική διαταραχή.
Σε περίπτωση που η δίμηνη διαιτητική αγωγή δεν αποδώσει τότε προτείνονται φάρμακα. Πιο ασφαλή αν και σχετικά περιορισμένης εμβέλειας είναι τα φυσικά ή συνθετικά ωμέγα-3 λιπαρά. Σε περίπτωση που δεν αποδώσουν τα επιδιωκόμενα, προτείνεται εναλλακτικά μία φιμπράτη (π.χ. Lipidil) ή η εζετιμίμπη ή το νικοτινικό οξύ.

Σχετικά Άρθρα