Το Δ΄ Σώμα Στρατού διοργάνωσε εκδήλωση την Παρασκευή 16 Μαΐου 2025 στις 7 η ώρα το απόγευμα, στο Δημοτικό Αμφιθέατρο Ξάνθης, με ομιλητή τον Επίτιμο Αρχηγό ΓΕΣ, Στρατηγό ε.α. Χαράλαμπο Λαλούση για την 84 η Επέτειο από τη Μάχη της Κρήτης.
Στην εκδήλωση προβλήθηκε οπτικό ακουστικό υλικό ενώ η κρητική αδελφότητα Ξάνθης χόρεψε κρητικούς παραδοσιακούς χορούς. Μετά το πέρας της ομιλίας ακολούθησε έκθεση από τη συλλογή του Σχη (ΥΦ) ε.α. Βασίλειου Νικόλτσιου, στο φουαγιέ του αμφιθεάτρου.
Τα κειμήλια της έκθεσης θα διατίθενται στην λέσχη αξιωματικών φρουράς Ξάνθης από 17 έως 27 Μαΐου 2025.
Ακολουθεί βίντεο της εκδήλωσης:
Ακολουθούν φωτογραφίες:

















Ακολουθεί ο λόγος του Επίτιμου Αρχηγού ΓΕΣ, Στρατηγού ε.α Χ.Λαλούση:
«Η Σημασία της Μάχης της Κρήτης»
Αποτελεί για εμένα ιδιαίτερη τιμή και χαρά η δυνατότητα που μου δίνεται να συμμετάσχω στην εκδήλωση, με θέμα της ομιλίας μου «Η Σημασία της Μάχης της Κρήτης» και ευχαριστώ θερμά τον Δκτη του Δ΄ΣΣ Αντιστράτηγο κ. Καβιδόπουλο Παναγιώτη, για την τιμητική αυτή πρόσκληση.
Επίσης ευχαριστώ θερμά όλους εσάς για την παρουσία σας στη σημερινή αυτή εκδήλωση. Επιπλέον θέλω να ευχαριστήσω τον Σχη εα κ. Νικόλτσιο Βασίλειο, ο οποίος με μεγάλη εμπειρία στη μουσειολογία και ως βαθύς γνώστης των ιστορικών θεμάτων, επιμελήθηκε την ιστορική έκθεση.
Ειλικρινά νοιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας στην όμορφη και φιλόξενη Ξάνθη, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγάπησα και εισέπραξα πολλαπλά την αγάπη τους και την εκτίμησή τους, μετουσιώνοντας την ευγνωμοσύνη αυτή, σε ανιδιοτελή πράξη στήριξης αυτού του ξεχωριστού τόπου.
Η διοίκηση του Δ΄ ΣΣ στη Θράκη, ήταν για εμένα μια από τις σημαντικότερες περιόδους της στρατιωτικής μου πορείας, που υπηρέτησα με υπέρτατη αφοσίωση και υψηλό αίσθημα καθήκοντος.
Ο ηρωικός αγώνας της Ελλάδας εναντίον του Άξονα, κατά τους επτά συνολικά μήνες του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940 – 31 Μαΐου 1941) αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Έχει όμως και ιστορική σημασία ευρύτερη, γιατί επηρέασε πολλαπλά την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέβαλε κρίσιμα στην έκβασή του.
Επρόκειτο για πόλεμο τον οποίο η κυβέρνηση της χώρας αποδέχτηκε, επειδή έκρινε πως ο πόλεμος και η πτώση με τον λαό ενωμένο, εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του έθνους καλύτερα από τον σταδιακό ακρωτηριασμό της χώρας και έναν νέο διχασμό του λαού της.
Η Ελλάδα ήταν το μόνο βαλκανικό κράτος που δεν ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις με τους αντίπαλους συνασπισμούς για τη στάση που θα τηρούσε στον πόλεμο.
Η αξιοσύνη, η λεβεντιά και το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων, άσκησαν τεράστια επίδραση στην ψυχολογία των λαών και είναι από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ήταν το παράδειγμα μιας μικρής και φτωχής χώρας που πολέμησε για την τιμή και την αξιοπρέπειά της καθώς και για βασικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου.
Καθοριστικός παράγοντας των επιλογών της κυβέρνησης της Ελλάδος στο διπλωματικό επίπεδο ήταν η πρόταξη του γεωπολιτικού παράγοντα, υποστηρίζοντας ότι η κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας δεν ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ερήμην της σύμπραξης με τη Μ. Βρετανία.
Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας δεν ήταν ξεκάθαρη αρχικά και διαμορφώθηκε σταδιακά, σε σχέση με τις εκδηλώσεις των προθέσεων της Γερμανίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Άγγλων στρατιωτικών, η επέμβαση της Γερμανίας στα βαλκάνια θεωρούταν τότε πλεονεκτική για την Αγγλία, αφενός γιατί θα οδηγούσε στην διασπορά και φθορά των γερμανικών δυνάμεων και αφετέρου διότι η δημιουργία πολεμικού θεάτρου στα βαλκάνια θα μείωνε τη γερμανική πίεση στη μητροπολιτική Αγγλία.
Επιπλέον οι Άγγλοι δεν επιθυμούσαν τον τερματισμό του ελληνοιταλικού πολέμου, καθώς το αλβανικό μέτωπο είχε καθηλώσει σημαντικές ιταλικές δυνάμεις, που η Ιταλία θα μπορούσε να διαθέσει στη βόρεια Αφρική, με δυσμενείς συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Βρετανίας στη ζωτική αυτή περιοχή.
Τον χειμώνα του 1940 ο Ελληνικός στρατός απώθησε την ιταλική επίθεση, και με μια επιτυχημένη αντεπίθεση καθήλωσε τις εχθρικές δυνάμεις βαθιά μέσα στην ιταλοκρατούμενη Αλβανία. Μεταξύ της 6ης Απριλίου 1941 και του τέλους τον ίδιου μήνα οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, και οι βρετανικές, μαζί με ό,τι μπόρεσε να διασωθεί από τον ελληνικό στρατό, υποχώρησαν στην Κρήτη.
Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων των Γερμανών στην ηπειρωτική Ελλάδα, στις 2 Μαΐου κοινοποιήθηκε η απόφαση του Χίτλερ για την παροχή πλήρους ελευθερίας στους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες, που μέχρι τότε θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου.
Οι ελληνικές Μεγάλες Μονάδες, αφού παρέδωσαν τον οπλισμό τους, κινήθηκαν προς διάφορους χώρους, όπου και διαλύθηκαν. Έτσι έπεσε η αυλαία της τελευταίας πράξης του δράματος, όπως είχε εξελιχθεί το Έπος του ΄40, ο επίλογος του οποίου θα κορυφωνόταν με τη Μάχη της Κρήτης.
Η τελευταία λοιπόν μάχη του πολέμου της Ελλάδος δόθηκε στην Κρήτη, όπου είχε μεταφερθεί και η κυβέρνηση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, από τις 23 Απριλίου 1941.
Η νήσος Κρήτη έχει ιδιαίτερη στρατηγική αξία, διότι βρισκόμενη στο μέσο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, ελέγχει τις αεροπορικές και θαλάσσιες συγκοινωνίες, αποτελώντας ιδανική βάση αεροναυτικών επιχειρήσεων προς κάθε κατεύθυνση. Απόρροια της αξίας αυτής, ήταν να βρεθεί η Κρήτη από τις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τόσο των Γάλλων και Βρετανών, όσο των Ιταλών και κατόπιν των Γερμανών.
Αρχικά, στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1940, η οπτική των Βρετανών για τη Μεσόγειο ήταν άκρως απαισιόδοξη και έφτανε μέχρι σημείου επεξεργασίας σχεδίων εγκατάλειψης και μεταφοράς του Βρετανικού Στόλου στη Σιγκαπούρη.
Ωστόσο, τα σχέδια αυτά ανακόπηκαν εξαιτίας της αποφασιστικής στάσης του ναυάρχου του Στόλου της Μεσογείου, Cunningham και του πρωθυπουργού Winston Churchill. Αμφότεροι απέδιδαν μεγάλη σημασία στη στρατηγική θέση της Κρήτης και κύριος φόβος τους ήταν μη τυχόν και αυτή περιέλθει στα χέρια των Ιταλών σε περίπτωση που ξεσπούσαν εχθροπραξίες με την Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, και για τους τέσσερις εμπόλεμους, η Κρήτη στις διάφορες φάσεις του στρατηγικού σχεδιασμού, αποτελούσε το μέσο για την επίτευξη ενός άλλου, ευρύτερου, στρατηγικού στόχου, που συνήθως σχετιζόταν με τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που τα επιτελεία έστρεφαν το ενδιαφέρον τους προς την Ανατολική Μεσόγειο, αυτόματα το νησί καταλάμβανε περίοπτη θέση στα σχέδιά τους.
Η Κρήτη απασχόλησε σοβαρά τον Χίτλερ πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας. Ο Χίτλερ πίστευε ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε ταχεία επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο.Έτσι στις 25 Απριλίου 1941 εκδόθηκε η «υπ’ αριθμ. 28» διαταγή γενικών κατευθύνσεων με τη συνθηματική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», που αφορούσε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Την ευθύνη της επιχείρησης και τη διοίκηση των μονάδων θα αναλάμβανε η Luftwaffe. Η επίθεση – για πρώτη φορά στην ιστορία – θα γινόταν σχεδόν εξολοκλήρου από αλεξιπτωτιστές και αερομεταφερόμενες μονάδες.
Δυο είναι οι πιθανότεροι λόγοι που έπεισαν τον Χίτλερ να δώσει τη συγκατάθεσή του για μια από τις πιο ιδιότυπες επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή την επίθεση κατά της Κρήτης.
Ο ένας είναι η χρησιμότητα της Κρήτης, ως βάση για την προστασία των θαλάσσιων επικοινωνιών στο Αιγαίο από βρετανικές επιθέσεις με προέλευση την Αλεξάνδρεια και ιδιαίτερα για την προστασία των μεταφορών πετρελαίου από την Κωστάντζα, μέσω των Στενών, στην Ιταλία.
Ο άλλος λόγος, ελάχιστα «στρατηγικός» αλλά που δεν πρέπει να υποτιμάται, είχε σχέση με τις φιλοδοξίες της γερμανικής αεροπορίας ή καλύτερα τις φιλοδοξίες του αρχηγού της Γκαίρινγκ και σε μικρότερο βαθμό με εκείνες του διοικητή της επίλεκτης 7ης Μεραρχίας αλεξιπτωτιστών στρατηγού, Στούντεντ.
Λόγω της σχεδιαζόμενης επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση, ο Χίτλερ ζήτησε αρχικά να ξεκινήσει η επιχείρηση στην Κρήτη μέχρι τα μέσα Μαΐου. Ενόψει των μεγάλων προβλημάτων στην έγκαιρη συγκέντρωση των απαραίτητων στρατευμάτων και του εξοπλισμού σε μια δομικά αδύναμη και κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, η έναρξη της επίθεσης αναβλήθηκε για τις 20 Μαΐου 1941.
Για τη Βρετανία το κρίσιμο θέατρο επιχειρήσεων ήταν η Βόρειος Αφρική και επιθυμούσε να καθηλώσει και να φθείρει τη δύναμη που θα απειλούσε τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδίως στην Αίγυπτο. Η Κρήτη, που βρίσκεται περίπου 100 χιλιόμετρα νότια της ηπειρωτικής Ελλάδας, ήταν ένα σημαντικό αμυντικό φυλάκιο για την άμυνα της Κύπρου της Αιγύπτου και κατά συνέπεια της διώρυγας του Σουέζ.
Στην Κρήτη, δόθηκε μια από τις πιο ιδιότυπες και μοναδικές μάχες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, διότι για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία σημειώθηκαν επιχειρήσεις αλεξιπτωτιστών και αερομεταφοράς δυνάμεων σε τόσο εύρος. Για το λόγο αυτό η ανάλυση και η μελέτη της μάχης της Κρήτης έχει ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον.
«Σε πολλές από τις πτυχές της την εποχή που διεξήχθη η Μάχη της Κρήτης ήταν μοναδική. Τίποτα παρόμοιο δεν είχε ξανασυμβεί». Αυτά τα λόγια του Ουίνστον Τσόρτσιλ, καταδεικνύουν από μόνα τους πόσο σημαντική θέση κατέχει στα χρονικά του πολέμου, η μάχη της Κρήτης.
Η αγγλική και η Νεοζηλανδική βιβλιογραφία για την Μάχη της Κρήτης είναι εκτενέστατη. Σημαντικά βιβλία για το υπόψη θέμα είναι του Dan Davin συγγραφέα της επίσημης ιστορίας της Νέας Ζηλανδίας και του Ian Stewart, συγγραφέα του εξαίρετου έργου «The Struggle for Crete». Το έργο του Davin είναι το πιο λεπτομερές και το πιο εντυπωσιακό, διότι είχε λάβει μέρος στη μάχη, τραυματίστηκε και γνώριζε καλά τον στρατηγό Φράιμπεργκ, Διοικητή των Βρετανικών και Ελληνικών Δυνάμεων Κρήτης. Επίσης αξιόλογο είναι το βιβλίο του Antony Beevor, Crete: The Battle and the Resistance.
Επιπλέον, ιδιαίτερα αξιόλογες για την Μάχη της Κρήτης, είναι και οι εκδόσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ευθύνη ασφάλειας της Κρήτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέλαβε η Βρετανία, λόγω της στρατηγικής σημασίας που είχε η νήσος για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, καθώς και για να αποτραπεί αρχικά η κατάληψή της από τους Ιταλούς.
Η βρετανική ναυτική υπεροχή στην περιοχή, αναμενόταν να ανατρέψει κάθε σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της Κρήτης. Η βεβαιότητα ότι η Βρετανία θα αναλάβει την άμυνα της νήσου, σε συνδυασμό με την έλλειψη μέσων, σύμφωνα με την επίσημη ελληνική ιστορία της Μάχης της Κρήτης, είχε οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση να μην κάνει κάτι ουσιαστικό για την παράκτιο άμυνα της νήσου.
Οι Βρετανοί βελτίωσαν τα τρία τοπικά αεροδρόμια στην Κρήτη και τις λιμενικές ευκολίες στον κόλπο της Σούδας, όπου εγκατέστησαν ναυτική βάση ανεφοδιασμού σε καύσιμα. Κατά τη διάρκεια της εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα, η Κρήτη χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως βάση ανεφοδιασμού των βρετανικών δυνάμεων που επιχειρούσαν στα Βαλκάνια και αργότερα ως βάση υποδοχής για τα περισσότερα στρατεύματα μετά την εκκένωσή τους από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Οι Βρετανοί, των οποίων οι κύριες βάσεις ανεφοδιασμού βρίσκονταν στην Αίγυπτο, ήταν σε πολύ δυσμενή θέση, από το γεγονός ότι ο μόνος κατάλληλος λιμένας στην Κρήτη ήταν ο κόλπος της Σούδας. Επιπλέον, η γεωγραφική διαμόρφωση της νήσου ευνοούσε τον επιτιθέμενο, καθώς οι ορεινές περιοχές της Κρήτης δεν άφηναν άλλη επιλογή στους Βρετανούς παρά μόνο να εγκαταστήσουν τα αεροδρόμιά τους πλησίον των εκτεθειμένων βόρειων ακτών.
Όσον αφορά τις στρατιωτικές δυνάμεις η V Μεραρχία των Κρητών, η οποία στάθμευε μέχρι τότε στην Κρήτη, επιστρατεύτηκε και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και χρησιμοποιήθηκε στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Ηπείρου. Για την απουσία της Vης Μεραρχίας από την μάχη της Κρήτης, ο Στιούαρτ (Ι. Stewart) στο βιβλίο του αναφέρει: «πόσο πολύτιμοι τώρα, μπορούσαν να είναι οι άντρες της φλογερής Μεραρχίας Κρητών, που γνώριζαν κάθε βράχο και κάθε κρυφή θέση κατά μήκος της ακτής».
Τον Μάρτιο του 1941 στις δυνάμεις υπεράσπισης του νησιού προστέθηκαν η Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής, συνολικής δύναμης 15 αξιωματικών και 900 οπλιτών, και το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου 8 τάγματα νεοσυλλέκτων οπλιτών (τα οποία μετονομάστηκαν σε συντάγματα) από τα κέντρα εκπαιδεύσεως της Πελοποννήσου, συνολικής δύναμης 85 αξιωματικών και 4.825 οπλιτών, χωρίς πολεμική πείρα, με υποτυπώδη εκπαίδευση και ελαφρύ οπλισμό.
Τέλος, στις 29 Απριλίου έφθασαν στο Κολυμβάρι Χανίων με δική τους πρωτοβουλία τριακόσιοι πρωτοετείς Ευέλπιδες με τους αξιωματικούς τους.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος και η Κυβέρνηση από τις πρώτες ώρες της άφιξής τους στο νησί κατεύθυναν τις προσπάθειές τους στον εξοπλισμό των διαθέσιμων δυνάμεων και την αύξηση της παρουσίας των βρετανικών τμημάτων.
Ο Πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε ως εξής: «Από τις 23 Απριλίου άρχισε η δουλειά για την άμυνά της. Δεν είχε ετοιμασθεί σχεδόν τίποτε και από την πρώτη ώρα κατάλαβα ότι δεν θα κρατούσαμε το νησί. Αδικαιολόγητη κατάστασις, ύστερα από εξάμηνη παρουσία σ’ αυτό βρετανικών δυνάμεων και τις φήμες ότι είναι τέλεια οχυρωμένο».
Έως τον Μάρτιο του 1941 λίγες βρετανικές μονάδες είχαν προωθηθεί στο νησί, καθώς θεωρούσαν επαρκή την κάλυψή του από την αναμφισβήτητη ακόμη κυριαρχία του Στόλου τους στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι όμως γεγονός ότι οι Βρετανοί δεν διέθεταν την εποχή αυτή ούτε τις δυνάμεις στην περιοχή ούτε τον χρόνο που απαιτούσε η αποτελεσματική άμυνα της Κρήτης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ο Τσόρτσιλ, με τηλεγραφήματά του προς τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ήντεν (Anthony Eden) και τη στρατιωτική ηγεσία στο Κάιρο, ζητούσε να γίνει η Κρήτη απόρθητο οχυρό και να αποτελέσει ένα νέο Σκάπα Φλόου (Scapa Flow) -που ήταν μία από τις σπουδαιότερες βάσεις του βρετανικού Στόλου στον Ατλαντικό.
Συγκεκριμένα, στις 29 Οκτωβρίου 1940 τηλεγραφούσε: «Επιτυχής υπεράσπισις της Κρήτης είναι ανεκτίμητος βοήθεια διά την άμυναν της Αιγύπτου. Εάν οι Ιταλοί καταλάβουν την Κρήτην, αυτό θα εσήμαινε επιδείνωσιν όλων των δυσχερειών μας εις την Μεσόγειον».
Ο Τσόρτσιλ ήταν αισιόδοξος για τη διαθεσιμότητα δυνάμεων και μέσων για την άμυνα της Κρήτης και πίεζε το θέμα με πολύ σθένος. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Βρετανικό Επιτελείο είχε επιφυλάξεις και δεν συμμεριζόταν την αισιοδοξία του Τσόρτσιλ σχετικά με την απομάκρυνση των δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή και τη μετατροπή του κόλπου της Σούδας σε βάση ανεφοδιασμού για τον στόλο της Μεσογείου.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, τη Διοίκηση των Βρετανικών και Ελληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ηςΝεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φράιμπεργκ. Ο Φράιμπεργκ διαπίστωσε αμέσως ότι η υπεράσπιση του νησιού ήταν αδύνατη με τα υπάρχοντα μέσα και εισηγήθηκε στον Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολης Ουέιβελ τη λήψη εσπευσμένων μέτρων. Ήταν όμως αργά καθώς η κυριαρχία των Γερμανών στον αέρα μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας, περιόριζε δραστικά τη δυνατότητα μεταφοράς των απαραίτητων πολεμικών εφοδίων στο νησί.
Οι κύριες αδυναμίες της κατάστασης που αντιμετώπισε ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ, προέκυψαν από την τοπογραφία του νησιού και την ανεπάρκεια της προετοιμασίας, καθώς και από την συγκυρία ότι το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης που έπρεπε να πολεμήσει είχε μόλις εκκενωθεί από την Ελλάδα.
Ο Φράιμπεργκ όταν ανέλαβε τη διοίκηση σχημάτισε την εντύπωση, σύμφωνα με την ανάλυση των πληροφοριών, ότι η εχθρική εισβολή θα ήταν αερομεταφερόμενη αλλά και θαλάσσια. Ως εκ τούτου, επάνδρωσε με τη Μεραρχία της Νέας Ζηλανδίας την τοποθεσία κατά μήκος της ακτής, δυτικά των Χανίων μέχρι το Μάλεμε, κυρίως στραμμένη προς τη θάλασσα. Πεποίθησή του ήταν ότι η πραγματική απειλή προερχόταν από τη θάλασσα.
Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά από ενίσχυσή της και από δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν περίπου σε 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς (Άγγλους, Ουαλούς Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς). Αν και ο αριθμός των ανδρών φαινόταν επιβλητικός, μειονεκτούσε σε θέματα εξοπλισμού, πυρομαχικών και εφοδίων.
Πρέπει να επισημανθεί ότι τα βρετανικά στρατεύματα που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη κατά την εκκένωση της Ελλάδας ήταν ταλαιπωρημένα, αποδιοργανωμένα και εξοπλισμένα μόνο με ελαφρά όπλα. Επίσης αρνητικά επέδρασαν και οι αλλεπάλληλες αλλαγές των Βρετανών στην ηγεσία της στρατιωτικής δύναμης Κρήτης. Συγκεκριμένα ανέλαβαν διαδοχικά επτά Διοικητές με τελευταίο τον Φράιμπεργκ.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η πρώτη αεροκίνητη επιχείρηση των Γερμανών στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 1941, όπου έγινε ρίψη αλεξιπτωτιστών στην περιοχή του ισθμού της Κορίνθου, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της ομώνυμης γέφυρας και τον αποκλεισμό των βρετανικών στρατευμάτων που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Επιπλέον κατά τη διάρκεια του Μάϊου 1941, η βρετανική αεροπορική δύναμη στην Κρήτη ποτέ δεν υπερέβη τα τριάντα έξι αεροσκάφη, από τα οποία λιγότερα από τα μισά ήταν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Επομένως, η οργάνωση της άμυνας της Κρήτης παρουσίαζε όλα τα μειονεκτήματα μιας εσπευσμένης προσπάθειας με ανεπαρκή μέσα σε πολεμικό υλικό, σε ένα ιδιαίτερο γεωγραφικά νησί που δεν ευνοούσε τον αμυνόμενο. Οι δυνατότητες των υπαρχουσών δυνάμεων στη μεγαλόνησο να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα ήταν περιορισμένες, συνθήκη που δεν μπορούσε να αναπληρώσει η γενναιότητα των ανδρών που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την ισχυρή γερμανική επίθεση.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις Κρήτης, με βάση τη σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων της νήσου, κατανεμήθηκαν στους Τομείς Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αποστολή τους ήταν η άμυνα της νήσου, απαγορεύοντας στον εχθρό τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και λιμένων της. Η έλλειψη όμως μεταφορικών μέσων κατέστησε ανέφικτη την οργάνωση μιας ταχυκίνητης εφεδρικής δύναμης.
Οι Βρετανοί ανέμεναν την επίθεση στην Κρήτη. Τα αντίμετρά τους βασίζονταν στην παραδοχή ότι μία αεροκίνητη επιχείρηση δεν μπορούσε να στεφθεί με επιτυχία, χωρίς την αποβίβαση από τη θάλασσα βαρέων όπλων, ενισχύσεων και εφοδίων. Απαγορεύοντας τις ενέργειες αυτές με το ναυτικό τους, πίστευαν ότι η έκβαση του αγώνα θα έκλινε προς το μέρος τους.
Από πλευράς Γερμανών για την επιχείρηση κατά της Κρήτης διατέθηκαν μονάδες καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες, με την πλήρη υποστήριξη της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Τις δυνάμεις αυτές μετέφεραν στην Κρήτη αεροπλάνα και μικρά πλοία, με την υποστήριξη καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στην Κρήτη, η οργάνωση της Γερμανικής διοίκησης ήταν ενιαία και για πρώτη φορά ένας Πτέραρχος ανέλαβε τη γενική διοίκηση των αεροπορικών, χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων. Ο Πτέραρχος Λερ, ο Διοικητής της 4ης Αεροπορικής Δυνάμεως, είχε εγκαταστήσει το Στρατηγείο του στην Αθήνα.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, 1.370 αεροπλάνα και 70 πλοία. Την επιχείρηση υποστήριξε και μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα αποβιβαζόταν από τη Δωδεκάνησο στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η ενέργεια αυτή τελικά, πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της νήσου είχε ήδη κριθεί.
Η γερμανική υπεροχή βασιζόταν στην αεροπορία, αντίθετα όπως προαναφέρθηκε η βρετανική αεροπορία δεν είχε ισχυρή παρουσία στον αέρα.
Επιπλέον το Γερμανικό Ναυτικό δεν είχε ούτε ένα πολεμικό ή μεταγωγικό πλοίο στα ελληνικά χωρικά ύδατα και κατά την αυτοσχέδια μεταφορά ενισχύσεων χρησιμοποιήθηκαν καΐκια τα οποία υποστηρίζονταν από ιταλικές τορπιλακάτους.
Το σχέδιο επιχειρήσεων «ΕΡΜΗΣ» προέβλεπε αρχικά την απόκτηση και διατήρηση της αεροπορικής υπεροχής και στη συνέχεια την κατάληψη των αεροδρομίων της Κρήτης, εστιάζοντας την κύρια προσπάθεια στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Θα ακολουθούσαν αεραπόβαση μονάδων Ορεινών Κυνηγών για τη δημιουργία προγεφυρώματος και ενίσχυση των δυνάμεων στο Μάλεμε με μονάδες που θα μεταφέρονταν με πλωτά μέσα.
Η τήρηση μυστικότητας της επιχείρησης των Γερμανών ήταν αδύνατη, καθώς η μαζική κινητοποίηση στρατευμάτων, μεταφορικών μέσων και μαχητικών αεροσκαφών στα αεροδρόμια της νότιας Ελλάδας, είχε εντοπιστεί από την βρετανική αεροπορία. Τις τελευταίες ημέρες πριν την ενέργεια στην Κρήτη, οι Βρετανοί βομβάρδισαν τις περιοχές συγκέντρωσης, αλλά προκάλεσαν λίγες ζημιές.
Αυτό που απασχολούσε ιδιαίτερα τους Γερμανούς ήταν η βρετανική ναυτική υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο και μία επιχείρηση θαλάσσιας απόβασης στην Κρήτη δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν δεν είχε προηγουμένως εκμηδενισθεί ο βρετανικός Στόλος.
Κρίσιμο στοιχείο και για τις δυο πλευρές ήταν ο χρόνος, για αυτό η επιχείρηση ξεκίνησε πολύ νωρίς αν και καμία δεν είχε ολοκληρώσει την προετοιμασία της.
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα κατά της Κρήτης εκδηλώθηκε το πρωί της 20ης Μαΐου 1941.Μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων – Μάλεμε. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα. Οι περισσότεροι από τους αλεξιπτωτιστές, πήδηξαν από τα αεροπλάνα από χαμηλό ύψος, συχνά λιγότερο από 200 μέτρα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η στολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που είχε προβλεφθεί για τη Νορβηγία, αποδείχθηκε ακατάλληλη για το ζεστό κλίμα της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια των μαχών πολλοί άνδρες υπέφεραν από εξάντληση και από τη ζέστη.Λόγω των συγκεντρωτικών πυρών των αμυνομένων, πολλοί Γερμανοί αλεξιπτωτιστές δεν ήταν σε θέση να ανοίξουν τις συσκευασίες των όπλων και εφοδίων και υποχρεώθηκαν να βασισθούν στα πιστόλια τους, σε τέσσερις χειροβομβίδες και σε ένα μεγάλο μαχαίρι που έφεραν.
Οι γερμανικές αεροπορικές αναγνωρίσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της εισβολής ήταν ανεπαρκείς και η εικόνα των πληροφοριών που παρουσιάσθηκε δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση της νήσου. Οι Βρετανοί είχαν επιτύχει να αποκρύψουν τις οχυρώσεις τους και να παραλλάξουν τις θέσεις των όπλων τους.
Οι Γερμανοί συνάντησαν την σθεναρή αντίσταση των αμυνομένων, που περίμεναν τον εχθρό στα σημεία ακριβώς της επίθεσης, καθώς οι Βρετανοί γνώριζαν πλήρως το σχέδιο της γερμανικής επιχείρησης. Έλληνες, Άγγλοι, Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί στρατιώτες, καθώς και όσοι από τους κατοίκους διέθεταν όπλα, αποδεκάτισαν με τα πενιχρά τους μέσα, τα πρώτα κύματα των επιτιθεμένων, ενώ οι αμυνόμενοι αιφνιδιάσθηκαν από τη μανία και τη σφοδρότητα της επίθεσης των Γερμανών.
Οι Βρετανοί διέθεταν εκ των προτέρων ακριβή στοιχεία για την Επιχείρηση «ΕΡΜΗΣ» των Γερμανών για την κατάληψη της Κρήτης, επειδή οι ειδικές υπηρεσίες του βρετανικού στρατού είχαν αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα με τον οποίο επικοινωνούσε το Ανώτατο Στρατηγείο της Γερμανίας με τα στρατεύματα της χώρας ανά τον κόσμο.
Παράλληλες προσπάθειες των Γερμανών να αποβιβάσουν στρατεύματα από την θάλασσα εξουδετερώθηκαν από τον αγγλικό στόλο, πού έπλεε γύρω από το νησί.
Στις περιοχές Ρέθυμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας, όμως οι αλεξιπτωτιστές σε αυτές τις περιοχές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμία επιτυχία, ενώ σημαντικό μέρος του οπλισμού τους περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων. Έτσι, αρκετοί Κρήτες εξοπλίστηκαν με γερμανικά τυφέκια, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες, όλμους και πολυβόλα.
Η γερμανική επίθεση εναντίον της Κρήτης εξελίχθηκε σε δύο φάσεις, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά μεταγωγικά αεροσκάφη για να επιτεθούν ταυτόχρονα και στους τέσσερις στόχους. Επίσης η ελλιπής υποστήριξη από αέρος έδωσε στους αμυνομένους τη δυνατότητα να καταφέρουν τεράστια πλήγματα στους αλεξιπτωτιστές, ενώ το γερμανικό σχέδιο επίθεσης λίγο έλειψε να αποτύχει.
Στον τομέα του Μάλεμε οι Γερμανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στο ανατολικό τμήμα του ποταμού Ταυρωνίτη, καθώς η περιοχή δεν είχε επανδρωθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα και να καταλάβουν τις πρώτες βραδινές ώρες ένα τμήμα του ζωτικού υψώματος 107 που δέσποζε του αεροδρομίου. Η επιτυχία της επιχείρησης των Γερμανών στο Μάλεμε εξαρτάτο από την ταχεία κατάληψη του αεροδρομίου, έτσι ώστε οι ενισχύσεις να μπορέσουν να προσγειωθούν χωρίς καθυστέρηση.
Εάν είχε καταληφθεί η περιοχή δυτικά του Ταυρωνίτη, τα πράγματα θα εξελίσσονταν όπως και στα άλλα τρία σημεία και το αεροδρόμιο θα ήταν αδύνατον να καταληφθεί. Το σημαντικότερο ίσως λάθος και η αρχή της ήττας ήταν η μη κατάληψη των υψωμάτων δυτικά του Ταυρωνίτη και στη συνέχεια η απώλεια του υψώματος 107.
Ωστόσο, παρόλο που οι γερμανικές δυνάμεις αδυνατούσαν να συνεχίσουν τις νυχτερινές ώρες τις επιθετικές τους ενέργειες, η έλλειψη επικοινωνίας και συντονισμού του αμυνόμενου στο αεροδρόμιο του Μάλεμε 22ου Νεοζηλανδικού Τάγματος με την 5η Ταξιαρχία στην οποία υπαγόταν, οδήγησε στην εγκατάλειψη ενός εξαιρετικά ζωτικού χώρου.
Την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων η γερμανική διοίκηση είχε ηττηθεί σε τακτικό επίπεδο, αφενός γιατί ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει και αφετέρου γιατί κανένας από τους αντικειμενικούς σκοπούς, της κατάληψης δηλαδή των τριών αεροδρομίων, δεν είχε επιτευχθεί.
Όμως, παρά την θετική για τα συμμαχικά στρατεύματα εξέλιξη, η νύχτα της 20ης /21ης Μαΐου αποδείχθηκε καθοριστική για την τελική έκβαση της αναμέτρησης. Η αναφορά της πρώτης ημέρας των επιχειρήσεων του Φράιμπεργκ, προδίδει την ελλιπή ενημέρωσή του και συνεπώς την αδυναμία του να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης. «Μια εκατοντάδα ασύρματοι θα είχαν σώσει την Κρήτη», δήλωνε ο επιτελής του Φράιμπεργκ, συνταγματάρχης Σίνγκλετον (Peter Singleton).
Το χειρότερο ήταν ότι δεν διέταξε τη διενέργεια άμεσης νυκτερινής επίθεσης στο Μάλεμε, την ώρα που ο Στούντεντ, ο οποίος καθοδηγούσε την επιχείρηση από ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα, είχε αποφασίσει την αναστολή της σε αυτό το ενδεχόμενο. Έτσι, την επόμενη μέρα οι Γερμανοί διέθεσαν όλη την εφεδρική δύναμη των αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Μάλεμε για την κατάληψη του αεροδρομίου.
Εάν οι συμμαχικές δυνάμεις κατάφερναν να εξουδετερώσουν τους αλεξιπτωτιστές που ήταν στην περιοχή του αεροδρομίου, η Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ θα έφθανε στο τέλος της. Όμως, δύο παράγοντες εμπόδισαν τη βέβαιη νίκη σε αυτήν την πρώιμη φάση της Μάχης της Κρήτης, η ανεπαρκής επικοινωνία στους αμυνόμενους και η πεποίθηση της ηγεσίας τους ότι επίκειται αμφίβια επίθεση.
Ο Φράιμπεργκ, εξαιτίας μη έγκαιρης ενημέρωσής του από το Διοικητή της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, αγνοώντας την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον τομέα Μάλεμε, βράδυνε να επέμβει για την αποκατάσταση της τοποθεσίας. Έτσι, η αντεπίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 03.30 της 22ας Μαΐου για την ανακατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και του υψ. 107, από το οποίο ελεγχόταν η ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου, δεν ήταν έγκαιρη και με αρκετές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να αποτύχει.
Έτσι σφραγίστηκε η ήττα. Με την κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, οι Γερμανοί είχαν πλέον τη δυνατότητα να μεταφέρουν στην Κρήτη στρατεύματα και υλικό, γεγονός που μετέβαλε τον χαρακτήρα της μάχης.
Στη δίκη των εγκληματιών πολέμου ο Στούντεντ ανέφερε σχετικά για τη νύχτα της 20/21 Μαΐου: «Η νύχτα αυτή ήταν κρίσιμη για μένα. Εάν ο εχθρός είχε επιχειρήσει μία καθολική προσπάθεια τη νύχτα της 20ης προς 21ης ή το πρωί της 21ης Μαΐου, τότε τα κουρασμένα υπόλοιπα του Συντάγματος δυνατόν να είχαν σαρωθεί».
Ύστερα από αυτή την αποτυχία και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων γερμανικών δυνάμεων προς τα βορειοανατολικά, οι εκεί βρετανο-ελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν τη νύχτα 23ης /24ης Μαΐου σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα.
Από την ημέρα εκείνη η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Παρόλα αυτά, ο αγώνας συνεχίσθηκε μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις, η οποία ολοκληρώθηκε το βράδυ της 31ης Μαΐου.
Η εκκένωση αυτή θα μπορούσε να καταλήξει στην αιχμαλωσία του μεγαλύτερου μέρους των Βρετανικών δυνάμεων. Την εξέλιξη αυτή απέτρεψε η αντίσταση των Ελληνικών μονάδων, που δεν επέτρεψε στους Γερμανούς ορεινούς κυνηγούς να καταλάβουν την οδό που κατέληγε στα Σφακιά.
Η επιτυχία των Γερμανών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αδιαμφισβήτητη γερμανική αεροπορική υπεροχή. Οι Βρετανοί αξιωματικοί οι οποίοι είχαν πολεμική εμπειρία, εξέφρασαν την άποψη ότι ο βομβαρδισμός τον οποίο υπέστησαν τα στρατεύματα στην Κρήτη, ήταν σφοδρότερος και μεγαλύτερης διάρκειας από οτιδήποτε άλλο είχαν ζήσει.
Εύλογα γεννάται το ερώτημα, πώς μπόρεσαν οι Γερμανοί να οργανώσουν μια τόσο πολύπλοκη επιχείρηση μέσα σε τρεις μόνο εβδομάδες, από τη στιγμή που συμπληρώθηκε η κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδος. Η αλήθεια είναι όμως, πως χρειάστηκαν όχι μόνο τρεις βδομάδες αλλά μάλλον οκτώ χρόνια. Οκτώ χρόνια εντατικής εκπαίδευσης και εργασίας εξασφάλισε άφθονο πολεμικό υλικό, εξειδικευμένα στρατεύματα, λεπτομερή σχέδια και την άρτια τεχνική κατάρτιση και πείρα χωρίς την οποία δεν θα κυρίευαν ποτέ την Κρήτη.
Η ανάλυση ενός αξιωματικού του Ναυτικού των ΗΠΑ τονίζει τα εξής: Κάθε μάχη έχει ένα σημείο αναφοράς. Στην Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ αυτό ήταν τα αεροδρόμια. Τον Φράιμπεργκ δεν τον απασχολούσε η αεροαποβατική επιχείρηση αλλά η αμφίβια. Παρά την κυριαρχία του Βρετανικού Ναυτικού στη θάλασσα ο Φράιμπεργκ δεν ήταν διατεθειμένος να μετακινήσει τις δυνάμεις που φύλασσαν την ακτογραμμή, οι οποίες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την άμυνα στο αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Η επίθεση από αέρος εναντίον την Κρήτης υπήρξε μια μοναδική επιχείρηση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάτι παρόμοιο δεν είχε γίνει στο παρελθόν και δεν επαναλήφθηκε στο μέλλον. Δεν επρόκειτο για αεροπορική επίθεση, αλλά για εισβολή από αέρος.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, είχε η εθελοντική συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Κρήτη ενός τμήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Οι πρωτοετείς Ευέλπιδες (300 άνδρες), μαζί με τους αξιωματικούς τους, αφού παρέλαβαν τη σημαία της Σχολής, ξεκίνησαν με δική τους πρωτοβουλία παραβαίνοντας εντολές. Έτσι κάτω από δραματικές και αντίξοες συνθήκες, διέσχισαν τη Πελοπόννησο και στις 29 Απριλίου 1941 έφτασαν με πλοία στο Κολυμπάρι Χανίων, για να δώσουν το παρόν και σ΄ εκείνον τον αγώνα και να λάβουν μέρος – αυτοί προπάντων – στην τελευταία μάχη κατά των Γερμανών.
Με την άφιξή της στην Κρήτη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων με Δκτη τον Αντισυνταγματάρχη Λουκά Κίτσο, υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι. Κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων το Τάγμα Ευελπίδων έλαβε το «βάπτισμα του πυρός», δεχόμενο αλλεπάλληλες επιθέσεις από τμήματα του II Γερμανικού Τάγματος Εφόδου, τις οποίες και απέκρουσε με θάρρος και αποφασιστικότητα, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους.
Στο Γαλατά, αυτοί που θάψανε τον Εύελπι Πιπέρη είπαν το εξής συγκινητικό: Του βρήκαν, λέει, στα ξυλιασμένα χέρια του μια καρτούλα γραμμένη με ένα ψιλό ξυλαράκι και με το αίμα του η οποία έγραφε: «Πεθαίνω από αιμορραγία!.. Πηγαίνετε στην οδό (τάδε στα Χανιά). Παρακαλέστε τους να στείλουνε τα πράγματά μου στο σπίτι… Και να τους πούνε ότι πέθανα για την Πατρίδα… Στην Κρήτη…».
Εξαιτίας όμως των απωλειών της και της έλλειψης πυρομαχικών, η Σχολή υποχρεώθηκε τη νύχτα 20ης /21ης Μαΐου να συμπτυχθεί προς την περιοχή του χ. Δελιανά, όπου εγκαταστάθηκε αμυντικά. Το Τάγμα Ευελπίδων, μετά την κατάληψη των Χανίων, μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα.
Πριν από τα Σφακιά ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσο για να φύγουν από την Κρήτη, τους είπε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλυόταν.
Αξίζει να κάνω ιδιαίτερη μνεία στη συμμετοχή του αείμνηστου Στρατηγού Κωσταντίνου Κόρκα στη μάχη της Κρήτης ως πρωτοετή Εύελπι και να εξάρω την ιδιαίτερη ζέση και ικανότητά του να μας περιγράφει κάθε φορά με ένα μοναδικό τρόπο και ψυχή, τις εμπειρίες του και τα γεγονότα που έζησε εκείνη την εποχή, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και στην Μέση Ανατολή και στα νησιά του Αιγαίου ως Ιερολοχίτης.
Ευχαριστούμε τον αείμνηστο και γενναίο Στρατηγό για την τεράστια και πολύτιμη προσφορά του προς την Πατρίδα. Μετά το τέλος της ομιλίας μου θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα σύντομο βίντεο, το οποίο περιλαμβάνει την ομιλία του Στρατηγού Κόρκα για την Μάχη της Κρήτης, στη Σχολή Ευελπίδων το 2017, που είχα την τιμή να είμαι Διοικητής, καθώς και την ομιλία πρωτοετή Εύελπι, κατά τις εκδηλώσεις στην Κρήτη το 2018 για την ομώνυμη μάχη.
Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι αρκετοί διάσημοι Βρετανοί ήταν παρόντες στη μάχη της Κρήτης, όπως ο συγγραφέας ΄Ιβλιν Γουό, και ο ιστορικός της αρχαιότητας Νίκολας Χάμοντ.
Η πτώση της Κρήτης ήταν το τελευταίο επεισόδιο του πολέμου της Ελλάδας εναντίον του Άξονα. Η αποτυχία των Βρετανών να προετοιμάσουν την άμυνα της νήσου οδήγησε στο θλιβερό αποτέλεσμα, ενώ η συμμετοχή των Κρητών πληρώθηκε με εκατόμβες εκτελέσεων μετά την κατάληψη της νήσου.
Τα θύματα των Γερμανών στη δεκαήμερη επιχείρηση ξεπερνούσαν τις απώλειές τους σε ολόκληρη την επιχείρηση κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος. Αν συνυπολογίσουμε δε ότι επρόκειτο για επίλεκτα τμήματα, τότε η σημασία της αντίστασης στην Κρήτη αυξάνεται κατακόρυφα.
Για πρώτη φορά στον πόλεμο οι γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις Ο Στούντεντ στο βιβλίο του «Έτσι κατέλαβα την Κρήτη», καταλήγει στη διαπίστωση ότι το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να χάσει πολλούς και πολύτιμους αλεξιπτωτιστές, που τους θεωρούσε σαν παιδιά του, αλλά και να εκλείψουν πλέον οι σχηματισμοί αλεξιπτωτιστών που ο ίδιος είχε δημιουργήσει.
Έτσι ο Στούντεντ αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η Κρήτη υπήρξε «ο τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Συνολικά μετά από αγώνα δέκα ημερών σημειώθηκαν οι παρακάτω απώλειες:
– Ελλήνων: Νεκροί 336 και μεγάλος αριθμός τραυματιών και αιχμαλώτων. Βλέπε ΓΕΣ/ΔΙΣ.
– Βρετανών: Νεκροί 1.742, τραυματίες 1.737 και αιχμάλωτοι 11.835. Επίσης βυθίστηκαν 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά και απωλέσθηκαν πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες.
–Γερμανών: Νεκροί 1.990, αγνοούμενοι 1.995 και σοβαρός αριθμός τραυματιών. Συνολικά οι απώλειες του επίλεκτου σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 6.000 άνδρες. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές. Αυτό είχε ως συνέπεια να μη τολμήσουν οι Γερμανοί μέχρι το τέλος του πολέμου παρόμοια επιχείρηση.
Αξίζει να αναφέρω ότι στους Έλληνες νεκρούς, συμπεριλαμβάνονται 14 στρατιώτες οι οποίοι κατάγονται από την Θράκη.
Κατά μεγάλο ποσοστό οι απώλειες των Γερμανών οφείλονταν στις ελλιπείς πληροφορίες που είχε η Γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Επιπλέον υπήρχε εσφαλμένη εκτίμηση για την στάση, την αποφασιστικότητα και την αγωνιστικότητα που θα τηρούσε ο Κρητικός λαός έναντι των επιτιθεμένων.
Στα παραπάνω σφάλματα πρέπει να αποδοθούν και οι υπεραισιόδοξες επιδιώξεις του γερμανικού σχεδίου, που προέβλεπαν μέσα στην πρώτη ημέρα, κατάληψη των αεροδρομίων και των πόλεων Χανίων – Ρεθύμνου και Ηρακλείου.
Η διάλυση του Σώματος των Αλεξιπτωτιστών επέφερε και άλλες ευνοϊκές συνέπειες για τις συμμαχικές δυνάμεις. Η υποβάθμιση της χρησιμότητάς του είχε άμεσο αντίκτυπο στο θέατρο επιχειρήσεων της ανατολικής Μεσογείου, αφού η Γερμανία αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τις σχεδιαζόμενες επεμβάσεις στην Κύπρο, τη Μάλτα και την Αίγυπτο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κρήτη προστάτευσε τις παραπάνω περιοχές από ενέργεια των Γερμανών.
Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των υπερασπιστών της Κρήτης, Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών, και φυσικά των ίδιων των Κρητικών, ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτες.
Εκείνες οι ημέρες στα τέλη Μαΐου 1941 μπορεί να έβαλαν τέλος στην ανεξαρτησία της Ελλάδας για τέσσερα χρόνια, αλλά δεν τελείωσαν το ηρωικό και ανεξάρτητο πνεύμα των Κρητικών, ούτε την υποστήριξη των Συμμάχων. Η Κρητική αντίσταση ξεκίνησε την ημέρα της εισβολής των Γερμανών και συνεχίστηκε αμείωτη μέχρι την αποχώρηση των τελευταίων δυνάμεων κατοχής.
Οφείλουμε τεράστια ευγνωμοσύνη σε όλους αυτούς τους γενναίους υπερασπιστές της λεβεντογέννας κρητικής γης.
H σημαντικότερη ίσως παράμετρος που καθιστά τη Μάχη της Κρήτης ως μία από τις κυριότερες συγκρούσεις στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ανδρεία με την οποία οι Κρήτες αντιμετώπισαν την πανίσχυρη γερμανική πολεμική μηχανή. Ο κρητικός λαός υπήρξε αναμφίβολα ο κύριος συντελεστής των απρόβλεπτων απωλειών που υπέστη η επίλεκτη γερμανική Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών.
Από την πρώτη ημέρα της εισβολής σύσσωμος ο Κρητικός πληθυσμός έσπευσε στο πεδίο της μάχης. Γέροι, νέοι και γυναίκες έδωσαν το εθνικό παρόν με όποιο μέσο διέθεταν. Χρησιμοποιώντας παλιά τυφέκια, πρωτόγονα δίκαννα, μαχαίρια και κάθε είδους αγροτικά σύνεργα, εξόντωσαν κυριολεκτικά τα πρώτα κύματα αλεξιπτωτιστών.
Τελικά η κατοχή της Κρήτης, ως βάση επιχειρήσεων, αποδείχθηκε μικρής αξίας για τις Δυνάμεις του Άξονα, γιατί στη συνεχεία οι εξελίξεις τις εμπόδισαν να εκμεταλλευθούν την επιτυχία τους. Για τους Γερμανούς, η Κρήτη δεν αποτέλεσε ένα σκαλοπάτι προς το Σουέζ και τη Μέση Ανατολή, παρά μάλλον την κατάληξη της εκστρατείας στα Βαλκάνια.
Συνολικά τα στρατηγικά οφέλη που αποκόμισαν οι Γερμανοί από την επιχείρηση κατά της Ελλάδος γενικά ήταν μικρά σε σχέση με τις δυνάμεις και το χρόνο πού διέθεσαν. Η αντίσταση της Ελλάδας συνέβαλε πολλαπλά και ουσιαστικά στη συμμαχική προσπάθεια κατά του Άξονα, γιατί καθυστέρησε και απασχόλησε ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής πολεμικής μηχανής.
Στον ηθικό τομέα, η ελληνικός αγώνας έπαιξε σημαντικό ρόλο και χαιρετίστηκε με εκδηλώσεις θαυμασμού τόσο από τους ελεύθερους ακόμη λαούς όσο και από εκείνους πού είχαν υποκύψει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον Άξονα. Ήταν αγώνας τιμής και χρέους.
Εφέτος που συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη λήξη του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη βαλκανική χώρα που στάθηκε αδιάλειπτα στο πλευρό των Συμμάχων από την αρχή έως το τέλος του πολέμου. Η συμμετοχή της αυτή δεν ήταν συμβολική, καθώς διέθεσε το σύνολο των στρατιωτικών της δυνάμεων της: είκοσι ένα μεραρχίες για χρονικό διάστημα επτά μηνών και μία μεραρχία στη Μέση Ανατολή.
Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτησή της από τον Άξονα, η Ελλάδα βρέθηκε σε δεινή κατάσταση. Η οικονομία της ήταν εξαρθρωμένη, ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεων βρισκόταν στα πρόθυρα του φοβερότερου λιμού που γνώρισε ποτέ η χώρα, ενώ χιλιάδες ανάπηροι και θύματα του πολέμου περίμεναν χωρίς ελπίδα περίθαλψη από το κράτος.
Το τίμημα του αγώνα του χρέους και της τιμής ήταν τρομακτικό. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δέχθηκε επίθεση από την Ιταλία και την Γερμανία, ενώ το έδαφός της βρέθηκε υπό τριπλή κατοχή, γερμανική, ιταλική και βουλγαρική. Οι θυσίες όμως του ελληνικού λαού για τη συμμαχική υπόθεση, που συνεχίσθηκαν και μετά την κατάληψη της χώρας, αποτελούσαν τα αδιαμφισβήτητα πιστοποιητικά του Έθνους για τη θέση του μεταξύ των νικητών.
Τελικά, όμως, τι θα πρέπει να μας μείνει από αυτή την εκδήλωση, ποιο είναι το δίδαγμα της Μάχης της Κρήτης.
Οι μαχητές της Κρήτης και ειδικά ο Κρητικός λαός, μας δίδαξαν εμπράκτως, την έννοια του καθήκοντος, μας απέδειξαν με το μεγαλείο ψυχής τους και την θυσία τους, ότι το να αγωνίζεσαι για την τιμή και την αξιοπρέπειά σου, δε σε κάνει απλώς γενναίο, σε κάνει ήρωα.
Και αυτή η τεράστια εθνική τους προσφορά, μας κάνει πολύ υπερήφανους σήμερα, ενώ παράλληλα αποτελεί για εμάς τους συγχρόνους Έλληνες, ηθική παρακαταθήκη και χρέος να φανούμε αντάξιοί των αν ποτέ απαιτηθεί.
Και αν έλθουμε στο σήμερα, διαπιστώνουμε ότι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε σε ένα πλήθος προκλήσεων, όπου το παγκόσμιο περιβάλλον ασφάλειας είναι όλο και πιο περίπλοκο και ασταθές, καθώς αμφισβητούνται θεμελιώδεις αρχές και αξίες.
Η ιστορία μας δείχνει ότι το κόστος της άμυνας και της αποτροπής είναι πάντα μικρότερο από το κόστος που απορρέει από την αστάθεια και τις συγκρούσεις.
Όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να επωφεληθούμε από τη σχετική ειρήνη και την αυξανόμενη ευημερία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουμε καθήκον να δράσουμε ώστε να μην παρασυρθούμε σε έναν πόλεμο λόγω της αποτυχίας να τον αποτρέψουμε, δηλαδή πρέπει «να κερδίσουμε τον πόλεμο πριν από τον πόλεμο». Επομένως εναπόκειται στον καθένα μας να διασφαλίσει ότι δεν θα βρεθούμε ποτέ να κάνουμε αυτή τη μάταιη ερώτηση, «θα έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα;».
Οι Έλληνες ποτέ δεν είμαστε πολλοί. Για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε τον πόλεμο πριν ξεσπάσει, χρειάζεται να έχουμε πίστη ο ένας στον άλλον και στην κοινή μας αποστολή. Η εθνική ενότητα, η εγρήγορση και η αποφασιστικότητά μας είναι η πρώτη γραμμή άμυνας. Δεν αρκεί μόνο η ισχύς των όπλων – χρειάζεται και η δύναμη της ψυχής, το αίσθημα ευθύνης και η συνείδηση του τι διακυβεύεται.
Έχουμε λοιπόν χρέος να διασφαλίσουμε ότι αν ποτέ ο στρατός μας κληθεί να πολεμήσει για λογαριασμό του Ελληνικού λαού, να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένος. Γιατί αυτός είναι ο Στρατός που αξίζει στο έθνος μας και στην ιστορία μας.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας