fbpx
ΙστορικάΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 7ο: «Ρολόι τσέπης» (Σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  1972

<< Διώνη,  πάλι  άργησες,  κόρη  μου,  χθες  το  βράδυ.  Δεν  σου  είπαμε,  παιδί  μου,  να  είσαι  πίσω  πριν  τις δώδεκα;  Ακόμη  και  ο  αδερφός σου,  νωρίτερα  επέστρεψε. Τι  έπαθες  εσύ;  Πάντα  ήσουν  συνεργάσιμο  και  υπάκουο  παιδί.  Και  ο  πατέρας  σου  έχει  και  την  καρδιά  του,  δεν  τον  σκέφτεσαι;>>, προσπάθησε  με  το  καλό  η  Μαργαρίτα,  να  πλησιάσει  την κόρη της.

  Όσο  ήσυχος,  ώριμος  για  την ηλικία του   και  πολύ  καλός  μαθητής  ήταν ο  Μάνος  της,  τόσο  ατίθαση,  αποστομωτική  και  ευερέθιστη   ήταν  η  κόρη  της. Εκτός  από  τα   χρώματα,  που  πήρε  από  τον  παππού  της,  καστανά  μαλλιά  και  μάτια  κατάμαυρα,  σαν  τις  ελιές,  που  καλλιεργούσαν  στην  Κρήτη, πόδια  ψηλά  και  βάδισμα  ελαφίνας,  κούκλα  ζωγραφιστή,  είχε  πάρει  και το  πείσμα  του.

 Εκείνο,  που  είχαν  όλοι  οι  άνδρες  στην  Κρήτη,  από  όπου  έλκυαν  την  καταγωγή  τους,  αλλά ο  παππούς  Εμμανουήλ,  το  είχε  σε  ύψιστο  βαθμό. Ίσως  ο  βίαιος  εκτοπισμός  τους  από  τους  Οθωμανούς,  το  αίμα,  που  άδικα  χύθηκε  και  ο  αγώνας  της  επιβίωσής  τους,  τον  έκαναν  πιο  δυνατό,  πιο  επίμονο, πιο  παθιασμένο  και νευρώδη.

Αντίθετα  ο  Μάνος  της  είχε  πάρει  πολλά  από  την  ίδια,  τη  Μαργαρίτα,  τη μάνα  του.  Όχι  μόνο  στα  εξωτερικά  του   χαρακτηριστικά,  μαύρα  στιλπνά  μαλλιά  και  πράσινα  μάτια,  αλλά  και   στα  φερσίματα,   της  έμοιαζε  πολύ.

 Κανένα  από  τα  δυο  της  παιδιά  δεν  ξεχώριζε  η  Μαργαρίτα,  πως  είναι  αυτό  δυνατό  για  μια  μάνα!  Το καθένα  με  τα   χαρίσματα  και  την   τύχη  του  έλεγε. Μα  να,  με  το  Μάνο  της   τα  λέγανε  σαν  πιο  συχνά  και  πιο  καλά.

<< Πρώτον  είπαμε  θα με  λέτε  Ντένη. Διώνη   στο  σπίτι  υπάρχει  μία ,  και  άλλη,  δε λέε,ι   και   δεύτερον,  δεν  ήταν  και  τόσο  αργά  που  γύρισα.  Μια  μεγάλη  παρέα ήμασταν, όμορφα  περνούσαμε   και  δεν  ήθελα  να  τους  το  χαλάσω>>, αποστόμωσε  αμέσως  τη  μάνα  της  η   μικρή.

Είχαν  δώσει  πριν  λίγες  εβδομάδες  τα  δυο  αδέρφια   εισιτήριες  εξετάσεις,  για  την εισαγωγή  τους  στα  ανώτερα

 Εκπαιδευτικά  Ιδρύματα  της  χώρας  και  τώρα,  αναμένοντας  τα  αποτελέσματα,  περνούσαν  το  καλοκαίρι  τους  με  μπάνια, χορό  σε ντίσκο,  που  έκαναν  δειλά δειλά  την  εμφάνισή  τους  και  στην  πρωτεύουσα  του  νησιού  και ημερήσιες  εκδρομές,  μικρές  αποδράσεις,  παρέες  παρέες  σε  διάφορες  τοποθεσίες  του  νησιού,  είτε  φυσικής ομορφιάς  είτε  με  ιστορικό,  αρχιτεκτονικό και  άλλο  ενδιαφέρον. 

Οι  πυργίσκοι,  τα κάστρα,  τα  λιθόστρωτα  σοκάκια,  τα  παλιά  αρχοντικά  των  εύπορων   οικογενειών  από  μικρό  έλκυαν  τον  Μάνο.  Πού  τον έχαναν,  πού  τον  έβρισκαν  οι  γονείς  του,  όλο  επάνω  σε  χαλάσματα  τον  έβρισκαν  να  είναι  σκαρφαλωμένος,  να  παρατηρεί  και  κάτι  να  σχεδιάζει  στα  χαρτιά,  που  είχε  μαζί  του.

 Η  μόνιμη  συμφωνία,  που  έκανε  με  τη  γιαγιά  του, τη  Διώνη,  για  να  φάει  το  φαγητό  του,  ήταν  να  τον   κάνει  εκείνη   βόλτες  στα  χαλασματάκια,  όπως έλεγε  τα  κάστρα  και  τους  πύργους,  που  έστεκαν  φρουροί  αγέρωχοι, ακοίμητοι,  κοντά  στο  κτήμα,  το  δικό  τους.  Και  εκείνη,  έτσι  αδύνατος  που  ήταν,  κλαράκι  στον  άνεμο,  και  λιγόφαγος,  χατίρι  δεν  του  χαλούσε.

 Και  του  έλεγε  και  τι  δεν του  έλεγε  στις  βόλτες  τους  αυτές.  Για  ιππότες,  που  ερχόντουσαν  με  τα  άλογά  τους,  να  σώσουν  τη  φυλακισμένη  από  το  δράκο  πριγκίπισσα,  για  κουρσάρους  και  πειρατές  και  τα  σεντούκια  τους  να  ξεχειλίζουν  από  θησαυρούς   και  για  τη  γοργόνα, την  αδερφή του  Μ. Αλέξανδρου,  που   όλο ρωτούσε  τους ναυτικούς,  στη  θάλασσα,  για  τον  αδερφό  της,  αν  ζούσε  ή  όχι.

 Και  ανάλογα  με την  απάντηση,  που  της  έδιναν  εκείνοι,  άλλοτε  χτύπαγε  με  την  ουρά  της  τα  κύματα  και  εκείνα  σηκώνονταν θεόρατα  και  κατάπιναν  καράβια  και  πλήρωμα  μαζί,  και άλλοτε  τους  έδειχνε  το μέρος,  από  όπου  βγαίνει  το  ουράνιο  τόξο,  να  πάνε  να  πάρουν  το  μεγάλο  θησαυρό,  που  ήταν  κρυμμένος  εκεί.

 Άλλοτε  πάλι  του  έλεγε  ιστορίες  του  τόπου  τους,  για  το όμορφο  Αϊβαλί,  απέναντι,  στα  τουρκικά  παράλια,  την  άλλοτε  ξακουστή  και  όμορφη  Ιωνία.  Για  τις  νεράιδες,  που  έβγαιναν  κοντά  σε  κάτι  πηγές,  που  είχαν  και  εκεί,  έξω,  στην  εξοχή   του  Αϊβαλιού  και  χόρευαν  με  μαντίλια   χρωματιστά  στα  χέρια  και λουλούδια  στα  μαλλιά  και  έπαιρναν  το  λογισμό,  όποιου  τις  συναντούσε,  του  έλεγε  και  εκείνος  την  κοίταζε  με  το  στόμα  ανοιχτό  και  κατάπινε,  αμάσητο  σχεδόν,  ό,τι  του  έδινε  με  το  κουτάλι.

Και  για   το Μοσχονήσι,  του έλεγε,  στον  θαλάσσιο  όρμο  μέσα   ριγμένο  εκείνο,  με τα  αμέτρητα  ζουμπούλια   του,  που  το  άρωμά τους  έφτανε  ως  την  προκυμαία  του  Αϊβαλιού  και  ακόμα   πιο  μέσα  και  εύφραινε  τις  αισθήσεις  και  μεθούσε  τις  καρδιές.

  Όλες  τις  ιστορίες,  που  του  έλεγε  η  γιαγιά  του   τις  θυμόταν  με  κάθε  λεπτομέρεια  ο  Μάνος,  αλλά του  άρεσε  να  τις  ακούει  ξανά  και  ξανά.

 Το  ίδιο  έγινε  και  τη  μέρα  εκείνη,  που  ξεκίνησε  η  γιαγιά  του  πάλι  για την  πατρίδα  της   να  του  μιλά  και  θα  του έμεινε  αξέχαστη  για  πάντα.   Κυδωνίες  αποκάλεσε   εκείνη  την  πατρίδα  της   και  τράβηξε  το  ενδιαφέρον  του  εγγονού  της  μαζί  και  μια  μικρή  επίπληξη  από  μέρους  του.

<<Λάθος  κάνεις  γιαγιά  μου,  Αίβαλί  τη  λέγαν  την  πατρίδα  σου,  όχι  Κυδωνίες, έτσι  λένε  το  κτήμα  μας  μόνο>>,  την  αποπήρε.

 Και  βάλθηκε  η  δόλια  να  του  εξηγεί  πως   έτσι  αλλιώς  ονομαζόταν  το  όμορφο Αιβαλί.

<< Το  όνομα   Κυδωνίες  το  πήρε  από  τα  κυδώνια,  τους  κίτρινους,  γλυκόξινους  καρπούς,  που  χρύσιζαν  στις  εύφορες  κοιλάδες  και  από  τα  όστρακα,  κυδώνια  τα  λένε  και  αυτά,  που  ήταν  γεμάτη  η  θάλασσα  γύρω  του>>.

Πόσα  ήξερε  η  γιαγιά  του  και  του  έλεγε  και  πόσα  ακόμη  είχε  να  του πει  κάτω  από  τον  ίσκιο  των  αρχαίων   και  μεσαιωνικών  ερειπίων  του  νησιού  της  Λέσβου!

 Έτσι  κανένας  τους  δεν  παραξενεύτηκε, όταν  αργότερα,  που  μεγάλωσε  λίγο,  τους  είπε  ότι  ήθελε  να  σπουδάσει  αρχιτέκτονας,  να  χτίζει  και  αυτός  τους  δικούς  του  πύργους  και  τείχη,  μα  και  γέφυρες  και  σπίτια  και  βίλες  και  εξοχικά.

 Η αδερφή  του,  η  Ντένη,  χαϊδευτικό  της  Διώνης  αυτό,  αντίθετα  δεν ήθελε  ούτε  να  ακούει  για  πέτρες   και  χτισίματα.

<< Όλο  λάσπες  και  σκόνες,  πφ,πφ…. έχει  εκεί >>, τους  έλεγε εκείνη  και  τους  έκανε  να  γελούν  με  την  ψυχή  τους  για  την  παιδιάστικη  αφέλειά  της.

 Όταν  πάλι  μεγάλωσε,  για  ένα  φεγγάρι,  τους  έλεγε  πως  ήθελε  να  γίνει  δικηγόρος,  να  πηγαίνει  στο γραφείο  της   και  στα  δικαστήρια  με  τα   ωραία  ταγεράκια  και  τα  φουστανάκια  της,  με  τα  ψηλοτάκουνα  παπούτσια  και  τις  ασορτί  τσάντες,  με  τα  καλοχτενισμένα  μαλλιά  και  τα  περιποιημένα   νύχια  και  άλλοτε  πάλι   τους  έλεγε  πως  ήθελε  να  γίνει  μανεκέν.

 Το  καλοκαίρι    του  ΄72  δεν  ήταν  για  τη  Ντένη   μόνο  το  τελευταίο  της  σχολικής  της  ζωής,  ήταν  και  του  πρώτου  της  έρωτα. 

Γιος  ενός  ελληνοαμερικανού,  με  ρίζες  από  τη Λέσβο   ήταν  ο  Νικ,  που  γνώρισε  εκείνο  το  καλοκαίρι  και   ερωτεύτηκε  η  μικρή  των  Αλεβιζάκηδων  σφόδρα.  Νικόλας  ήταν  το  ελληνοχριστιανικό  του  όνομα,  αλλά  στην  Αμερική  όλοι  τον  ήξεραν  και  τον  φώναζαν  Νικ. 

Ωραίο  παιδί,  ψηλός,  μυώδης,  μάλλον  με  κάποιο  άθλημα  θα  ασχολούνταν  από  την παιδική  του  ηλικία, με  μαύρα  μαλλιά  και  γαλανά  μάτια  και  μια  κατάλευκη  και  ολόισια  οδοντοστοιχία, που  άστραφτε  στον  υπέροχο,  ελληνικό  ήλιο,  ήταν  εκείνος.  Τα  ελληνικά του  λίγα,  ίσα  ίσα  για  μια  υποτυπώδη  και  σε  πολύ  αρχικό  επίπεδο  συνομιλία,  αλλά  καθόλου  δεν  τον  εμπόδισαν  να  έρθει  κοντά  και  να  αγαπηθεί  με  την  Ντένη.

 Τι  να  τα  κάνει  ο  έρωτας άλλωστε  τα  λόγια  τα  πολλά, τα  σύνθετα, τις  δύσκολες  λέξεις  και   τις  μεγάλες  φράσεις.  Εδώ,  την  τιμητική  τους  έχουν  τα  μάτια  και  όχι  η  γλώσσα  του  στόματος  και  φυσικά  η  καρδιά.  Κεραυνοβόλος,  όπως  έλεγε  η  Ντένη,  ήταν  ο  έρωτας  των  δυο  τους. Εκεί, στη  θάλασσα, κάτω  από  τον ήλιο  τον  καυτό  και  τη δροσερή, θαλασσινή  αύρα,  συνδυασμός  μοναδικός,  εκρηκτικός,  τα  βλέμματά  τους  συναντήθηκαν  και  δεν  χώρισαν  ποτέ.

Δεν θέλησε να  ακολουθήσει  ο  Νικ  τους  γονείς  του,  πίσω,  στην  Αμερική.  Άλλωστε  δεν  είχε  εκεί  και  κάτι  να  τον  περιμένει,  ούτε  κοπέλα,  ούτε  δουλειά. Μόνο  τα  είκοσι  τέσσερά  του  χρόνια  είχε,  και  ήταν  στην αρχή  της  νιότης  του.  Και  αυτή  την  αρχή  ήθελε  να  την  ξεκινήσει  με  τη  Ντένη  του,  εδώ,  στο  νησί  που  αγαπήθηκαν.

Τέλη  Αυγούστου  ανακοινώθηκαν  τα  αποτελέσματα  των  Εισιτηρίων  Εξετάσεων  για  τα  ανώτερα  εκπαιδευτικά  ιδρύματα.  Ο  Μάνος  κατάφερε  να εισαχθεί,  από  τους  πρώτους  μάλιστα,  στην  Αρχιτεκτονική  Σχολή  του  Πολυτεχνείου  της  Αθήνας.

Το  ίδιο όμως  δεν  συνέβη  και  με την  Ντένη.  Οι  βαθμοί   της  δεν  ήταν ικανοί  να  της  εξασφαλίσουν  μια  θέση  στο  πανεπιστήμιο.  Αυτό  όμως  καθόλου  δεν  την πτόησε.

<<Εγώ  τον  δρόμο  μου  στη  ζωή  τον  έχω  βρει   και  αυτός  είναι  ο  Νικ.  Εκεί  τα  βήματα  του  με  οδηγούν,  και  μόνο  εκεί>>,  τους  είπε  με   αφοπλιστική άνεση  και  ειλικρίνεια,  όπως  μόνο  εκείνη  ήξερε  και  τους  αποστόμωσε.

 Αρχές  Οκτώβρη και   πριν ο  Μάνος  φύγει  για  την  Αθήνα  τελέστηκαν  οι  γάμοι  της  Διώνης,  της  νεότερης,  με  τον Νικόλα.  Νικόλα, στην  οικογένεια  Αλεβιζάκη όλοι  τον  αποκαλούσαν   και   όχι  με  το  αμερικάνικο   και  κουτσουρεμένο  Νικ,  και  βάλθηκαν  να  του  μάθουν  να  μιλά  ελληνικά.

Η  δεκαετία  του  ΄70  υπήρξε  η  τελευταία  δεκαετία   στην  Ελλάδα,  πριν  ο  καταναλωτισμός  και  η  εμπορευματοποίηση  εισβάλλουν στη  ζωή  των  Ελλήνων,  σε  κάθε    δυνατή  ευκαιρία. Η   ζωή  κινούνταν  σε  αργούς  ρυθμούς  και οι  άνθρωποι  ήταν  απλούστεροι  και  πιο  ειλικρινείς,  έως  και  αφελείς  καμιά  φορά,  και   στα  καλά  και  στα  λιγότερο  καλά,   και  φυσικά  οι  επιλογές  και  οι  ευκαιρίες,  που  ανοίγονταν  μπροστά  τους  ήταν  ελάχιστες.

Μια   από  τις  ελάχιστες  αυτές   ευκαιρίες   είδαν,  από  νωρίς, να  τους  δίνεται   η  Ντένη  με  τον  Νικόλα,  καθώς  και  στο  δικό  τους  νησί,  όπως  άλλωστε  συνέβαινε  και  σε άλλα  αιγαιοπελαγίτικα  νησιά,  ο  τουρισμός  άρχισε  δειλά  δειλά  να κάνει  τα  πρώτα  του  βήματα.

 Συνηθισμένος  στους  γρήγορους   ρυθμούς  της Αμερικής  και  αρκετά  οξύνους, όπως  ήταν, ο  Νικ  αμέσως  αντιλήφθηκε  πρώτος  τα  καλέσματα  της  εποχής. Σε  μια  συνάντηση  που  είχαν  οι  δυο  τους  με  τον  πεθερό του,  τον  Δημήτρη, του  ζήτησε  την  άδεια  και  την  στήριξή  του   φυσικά, κυρίως  οικονομική,  να  εκμεταλλευτούν  τουριστικά  με  τη  Ντένη  το  κομμάτι  από  τις  <Κυδωνίες>  με  τους  νερόμυλους  που  πια,  μετά  την  έλευση  των σύγχρονων  μεθόδων  σύνθλιψης  των  δημητριακών,  έχασκαν  ανενεργοί  και  σιωπηροί,  στο  πέρασμα  του  χρόνου.

Και  φυσικά ο  Δημήτρης  όχι  μόνο  δεν  είχε  κανένα  πρόβλημα  με  αυτή  την  επιχειρηματική  κίνηση  των  παιδιών  του,  αλλά  ήταν  κατενθουσιασμένος.  Και  εκείνος  στη  ζωή  του  υπήρξε  δραστήριος  και  τολμηρός  πολύ,  έπαιρνε  γρήγορα  αποφάσεις  και  πριν  ολοκληρώσει  το  ένα  του  βήμα,  ήδη  σκεπτόταν  το  επόμενο  και  τώρα  έβλεπε  τον  γαμπρό  και  την  κόρη  του  να  βαδίζουν  στα  χνάρια τα  δικά  του.  Άλλωστε  μέσα  του  τα  είχε  από  καιρό  τα  θέματα  με  την  περιουσία  του   ξεκαθαρισμένα, και  αυτό  που  του  ζητούσε  ο  γαμπρός  του  σε  τίποτα  δεν  θα  μπορούσε  να  θεωρηθεί  απειλή,  για  τα  συμφέροντα   του  Μάνου.

Μια  τέταρτη γενιά  Αλεβιζάκη,  κατά  το  ήμισυ  όμως,   γιατί  η άλλη  μισή  ονομαζόταν  Παρμακέλλη, θα  άνοιγε  τα  επιχειρηματικά  του  φτερά  και  από  τα  σαπούνια,  τους  νερόμυλους   και  τα ψωμιά,  θα  περνούσε  στον  παρθένο  τομέα  του  ελληνικού  τουρισμού.  Όλοι  ήταν  κάτι  παραπάνω  από  ενθουσιασμένοι,  τα  καινά  δαιμόνια  του  Σωκράτη  της  αρχαίας  Αθήνας  με  το αεικίνητο  πνεύμα  του  πολυταξιδεμένου  Οδυσσέα  από  την  αρχαία  Ιθάκη  ήρθαν  και  ενώθηκαν στο  πρόσωπο  ενός  Αμερικάνου,  με  ρίζες  όμως  βαθιά  ελληνικές,  και  μιας   νεαρής  Ελληνίδα  με  καταγωγή  από  την   λεβεντογέννα   Κρήτη  και  το  κοσμικό  και  ανεπτυγμένο  οικονομικά  και  πολιτισμικά  Αϊβαλί   της   Ιωνίας  των  αρχαίων  Ελλήνων.  Όλος  ο  κόσμος  μια  σταλιά,  όλος  ο  κόσμος  μια  γροθιά.

Όσο  για  την   επιχείρηση  με  τους  μύλους  και  τα  συναφή,  που  ξεκίνησε  ο  παππούς  Εμμανουήλ  Αλεβιζάκης,  θα περνούσε εκείνη  σε  έναν  άλλον  Αλεβιζάκη, τον  Μάνο,  το  εγγονό  του. Ας  πήγαινε  εκείνος  να  κάνει  το  μεράκι  του  με  τις  σπουδές  στην  αρχιτεκτονική.  Η ζωή είναι  αυτή  που  αποφασίζει  για  εμάς  στο  τέλος  και  χωρίς  εμάς,  και  εκείνος  αυτό  το  είχε  βιώσει   στο  πετσί  του  με  τον  πιο κραυγαλέο  και τραυματικό  τρόπο. 

Η  επιχείρηση  του  ψωμιού  θα  ήταν  πάντα  εκεί  και  σαν την  πιστή  Πηνελόπη  του  Ιθακήσιου  Οδυσσέα  θα  τον περίμενε  τον  εγγονό  του.

  Το  σπίτι  πάλι,  το  υπέροχο  αρχοντικό  που  διέμεναν  όλοι   μαζί  τώρα,  θα  περνούσε  και  εκείνο  στη  Ντένη  μαζί  με την  έκταση  με  τους  νερόμυλους,  θα  ήταν  η  προίκα  της  σαν  κορίτσι  που  ήταν,  καθώς  και  ένα  ουδόλως  ευκαταφρόνητο  για  την  εποχή  εκείνη  ποσό,  επίσης  θα  γινόταν  δικό  της,  να  το  διαθέσει, όπως  εκείνη  ήθελε.

 Να  μπερδέψει  και  τα  δυο  του  παιδιά  στην  ίδια δουλειά,  ο ίδιος ο  Δημήτρης  προσωπικά  δεν  το  ήθελε.  Εφάρμοζε  αυτό  που  συχνά  άκουγε  στο  χώρο  των  επιχειρήσεων  <  με  τους  δικούς  σου,  φάε, πιες,  αλλά  αλισβερίσι,  μην  έχεις>.  Αν  τώρα  ο  Μάνος,  αργότερα,  επέλεγε  μια  διαφορετική  προσέγγιση  στην  επιχείρησή  του,  αυτό  θα  ήταν  αποκλειστικά  δική  του  απόφαση  και  φυσικά  θα  έφερε  και  την  ευθύνη  των  πράξεων  του,  ολομόναχος.

Σήκωσαν  τα  μανίκια  το  νέο  ζευγάρι,  ο  Νικόλας  με  τη  Ντένη  και  έπεσαν  με  όλο  τους  το  είναι  στο  δικό  τους  όνειρο.  Να  δώσουν  πνοή  θέλησαν στους  παροπλισμένους νερόμυλους,  που  κράτησαν στη  ζωή  εκτός  από τις  δυο  γενιές  Αλεβιζάκηδων πολλούς  πεινασμένους,  κυνηγημένους   και  επικηρυγμένους,   παντρεύοντας  μάλιστα  στο  πρόσωπο  αυτών  την  παράδοση  με  τον  εκσυγχρονισμό.

Μηχανήματα  μεγάλα  και  φασαριόζικα  άναψαν  τις  μηχανές  τους  και  ο  χώρος  γύρω  από  τους νερόμυλους  καθαρίστηκε  και  φάνηκε  ακόμη  πιο  μεγάλος  και  πιο  ιδανικός  για  αυτό,  που  προορίζονταν. Ένα  τμήμα   από  τις  αποθήκες,  σκιές  εκείνες πια του εαυτού  τους,  που  στις  καλές  εποχές  φιλοξενούσαν  τον  πολύτιμο  καρπό, καθώς  εκείνος  περίμενε   υπομονετικά  τη  σειρά  του  για  το  άλεσμα,  αναπαλαιώθηκαν.

 Με  σεβασμό  στην  τεχνική  χτισίματος  και  στα  υλικά,  που  χρησιμοποιήθηκαν, έγιναν  οι  απαραίτητες  παρεμβάσεις,  ώστε  και  το  ύφος  του  κτίσματος  να  διατηρηθεί,  αλλά  και  ως  προς τη  χρήση  του,  δωμάτια  ξενοδοχειακά,  να  καταστεί   άνετο  και  με  μια  δόση  σιωπηλής  πολυτέλειας.  Ο  περιβάλλοντας  χώρος  διαμορφώθηκε  και  αυτός,  έτσι ώστε  το  πράσινο  της  γης  να  εναλλάσσεται  με  φιδίσια  δρομάκια,  που  έμπειροι  τεχνίτες  κέντησαν,  χρησιμοποιώντας  βότσαλα  πολύχρωμα,  από  τη  γειτονική  παραλία.

Σε  όλη  την  έκταση  τοποθετήθηκαν  γουστόζικα,  μικρά, λευκά,  φαναράκια,  και  έμοιαζε   τις  νύχτες   τα  αστέρια   από  τον  θρόνο  τους,   ψηλά  στο  στερέωμα,   να  έχουν  κατεβεί  κάτω,  στην  ταπεινή  τη  γη,  να  δουν  από  κοντά  εκείνους,  που  εκατομμύρια  χρόνια  βλέπουν  αυτά,  τα  μελετούν,  τα  ζωγραφίζουν,  τα  τραγουδούν.

Κάτω  από  τις  συστάδες  με  τις  μπουκαμβίλιες  τοποθετήθηκαν  μεταλλικά  τραπεζάκια  με πάνινες  καρέκλες,  τύπου   σεζλόνγκ,  και  ανάμεσά  τους  και  σε  εύλογες  αποστάσεις  υπήρχαν   διάσπαρτες  ξαπλώστρες,  για  αυτούς  που  λάτρευαν  να  περνούν  όλη  τη  μέρα  τους  κάτω  από  τον  ήλιο,   τον  γελαστό,  και  τις  νύχτες   τους,    ξαπλωμένοι  πάνω   σε  αυτές,  να  σχεδιάζουν  τα  επόμενα  ταξίδια   και  τις  περιπέτειες   τους  κάτω  από  τον  έναστρο   ουρανό.

 Γλυκιές  μελωδίες  του  Χατζιδάκη,  του  Θεοδωράκη  και  του  Ξαρχάκου  ξεχύνονταν  τα    βράδια  από  μεγάφωνα,  επιμελώς  κρυμμένα  στις  συστάδες  δέντρων, ελιών, επί  το  πλείστον,  δέντρα   ιερά  και  ευλογημένα  για  τον πολύτιμο,  χρυσοκίτρινο  χυμό  τους,  ενώ  τα  μεσημέρια  η  φωνή  του  Καζαντζίδη,  που  γινόταν  και  φωνή  κάθε  ξενιτεμένου,  βασανισμένου  και  βαθιά πληγωμένου,  τραγουδούσε  για  τον έρωτα,  τη  μάνα,  τη  δουλειά,  τη  γυναίκα,  πράγματα  δηλαδή  μικρά  και  ανθρώπινα,  που  καθένας  στη  ζήση  του  με  λαχτάρα  αποζητά.

 Και  οι  παλιοί  νερόμυλοι,  σαν  αναστάσιμα  τροπάρια  της  Λαμπρής,  συντρόφευαν  το  αργοκίνητο  βάδισμα  όλων   μέσα  στη  ζεστή  ραστώνη  του  καλοκαιριού  και έδιναν  μια  ξεχωριστή  πινελιά  στο  μαγευτικό  τοπίο,  έδιναν  έναν  άλλο  αέρα  και  ένα  ευχάριστα  απρόσμενο  για  τους  ένοικους  θέαμα.  Ήταν  ένα  είδος  ατραξιόν  της  περιοχής,  μαζί  με  τα  πανηγυριώτικα  γλέντια,  που  στήνονταν   σε  κάθε  χωριουδάκι    του  νησιού,  με  αφορμή  τη  γιορτή  ενός  Αγίου.

Όσο  για  τα  δωμάτια  της ξενοδοχειακής  μονάδας,  βαμμένα  εκείνα  στο  χρώμα  της  άμμου  του  νησιού  και  με  τα  κλινοσκεπάσματα  και  τις  κουρτίνες  τους   στο  χρώμα  των  καταγάλανων  νερών  της  θάλασσας, έμοιαζαν  με  καράβια  στο  πέλαγο  ριγμένα,   να  ταξιδεύουν  αυτόν,  που  ξάπλωνε  να  κοιμηθεί,  σε  κόσμους  μακρινούς, παραμυθένιους,  μαγικούς.

Ο  Μάνος,  δεν άργησε  να   βρει  τα   νέα   του  πατήματα  στην  πλανεύτρα  πρωτεύουσα,  την  Αθήνα.  Έφυγε  αμέσως  μετά  το  γάμο  της  αδελφής  του,  μόνος  του ,  με  ένα  σακίδιο  στην  πλάτη  και  την  ευχή  των  δικών  του,  σα  σε  μαντίλι  λευκό  ξενιτεμένου  δεμένες,  να  κουβαλά  στη  δεξιά  τσέπη  του  σακακιού  του.

  Εγκαταστάθηκε  σε  ένα φωτεινό  και  άνετο  διαμερισματάκι   του  τρίτου  ορόφου  κάπου  κοντά  στα  Πατήσια.  Το  επίπλωσε  σύμφωνα  με το  γούστο  και  το  βαλάντιό  του,  που   και  τα  δύο  ομολογουμένως  ήταν  αναπτυγμένα σε  υπερθετικό  βαθμό  και  ξεκίνησε  για  το    ΕΜΠ,   το  Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

 Έτσι  ονομάστηκε  το  εκπαιδευτικό  αυτό  ίδρυμα,  προς   τιμή των  μεγάλων ευεργετών, Γεωργίου  Αβέρωφ, Νικολάου  Στουρνάρα,  Ελένης  Τοσίτσα και  Μιχαήλ Τοσίτσα, των  οποίων  η  γενέτειρα  ήταν  το  Μέτσοβο,  μια  μικρή  ιστορική πόλη,  κοντά  στα  χιλιοτραγουδισμένα  Γιάννενα.

 Χάθηκε την  πρώτη  μέρα  και  πελάγωσε.  Τόσα  κτίρια,  τόσοι  διάδρομοι  ανοιχτοί  και  άλλοι  τόσοι  περίκλειστοι  και  σκεπαστοί.  Αναζήτησε  σε  πρώτη  φάση  τη  Γραμματεία  της  σχολής  για την εγγραφή  του,  τα  υπόλοιπα  θα  τα  μάθαινε  σιγά σιγά.

 Περπατώντας  κάπως  απρόσεχτα  και  χαζεύοντας  αριστερά  και  δεξιά,  μήπως  και δει  κάποια  πινακίδα,  κάποιο  σημάδι  τέλος  πάντων,  που  να  τον  βοηθήσει  στην  αναζήτησή  του,  έπεσε  πάνω  σε  μια  παρέα  τριών  παιδιών,  δυο  αγοριών  και  ενός  κοριτσιού.

<< Φοιτητής;>>,  τον  ρώτησαν  και  οι  τρεις  τους  μαζί.

<< Φαίνεται, ε ε ε>>,  απάντησε  ο  Μάνος,  με  τα  μάγουλά  του να  δείχνουν  απροκάλυπτα  την  έξαψη  και  την  αμηχανία  της  στιγμής.

<< Εγώ  είμαι  ο  Ανδρέας>>,  συστήθηκε  ο  ένας.

<<  Εγώ  είμαι  ο  Πάτροκλος  και  από  δω  η  Αλίκη>>, είπε  ο  δεύτερος,  συστήνοντας  και  την  κοπέλα.

<<Είμαστε  φοιτητές  στην  Αρχιτεκτονική,  από  τα   Γιάννενα  και  οι  τρεις>>  ήταν  η  σειρά  της  κοπέλας  τώρα  να  μιλήσει,  με  το  χαμόγελο  να  έχει  αγκιστρωθεί  γερά,  πάνω  στα  δροσερά  της  χείλη.

 Οι  πρώτες   πληροφορίες  δόθηκαν  και  έμελλε  η  σειρά  του  νησιώτη, να  αυτοσυστηθεί.

<<Είμαι  ο  Μάνος από  το  νησί  της  Λέσβου, φοιτητής  και  εγώ  στην  Αρχιτεκτονική,  χαίρω  πολύ>>.

 Ολοκληρώθηκε  έτσι  η  πρώτη  τους  συνάντηση, που  έμελλε  όμως  να  εξελιχθεί  γρήγορα  σε  μια  βαθιά  φιλία  ανάμεσά  τους  και  κάτι  παραπάνω  από  αυτή. 

Ήταν  πολύ  συνεπής  στην  παρακολούθηση  των  μαθημάτων  ο  Μάνος.  Αφού  προμηθεύτηκε  τα   βιβλία  των  μαθημάτων,  που  θα  παρακολουθούσε  στο  πρώτο  εξάμηνο  και  αγόρασε,  όσα  ακόμη  χρειαζόταν  για  τα  σχέδια,  με  τα  οποία  θα  πάλευε  για  καιρό  πολύ,  από  εδώ  και  στο  εξής,  τρίγωνα,  μοιρογνωμόνια, διαβήτες, κόλλες, χάρακες, μολύβια, γομολάστιχες,  μελάνια  και  τα  συναφή,  δεν  άφηνε  παράδοση  για  παράδοση.

 Με  τη  βοήθεια  ενός ρολογιού,  που  οι  δείκτες  του  καταβρόχθιζαν   στο  καντράν,  με  περισσή  όρεξη,  λεπτά  και  δευτερόλεπτα,  χωρίς  κανένα  αναπαμό  και  ο  ήχος  του,  όταν  χτύπαγε,  ήταν  τόσο  διαπεραστικός   και  παρατεταμένος,  που  και  νεκρούς,  που  λέει ο  λόγος  θα  ξύπναγε,  ήταν  στο Πολυτεχνείο  πάντα  στην  ώρα  του.

<<Ε,  είναι  και  το  ακαδημαϊκό  τέταρτο,  που  έχουμε  στη  διάθεσή μας,  για  να  μην  είμαστε  και  τόσο  συνεπείς,  και  εσύ  πας  να  μας  το  καταργήσεις;  Είπαμε  πως  φαίνεσαι  μελετηρός  πολύ,  αλλά  μη  δίνεις  και  άλλο  νόημα  στη  λέξη,  από  αυτή  που  έχει>>,  τον  πείραζαν  οι  τρεις  του  φίλοι,  οι  πρώτοι  που  έκανε,  οι  πιο  καλοί  και  οι  παντοτινοί.  Μαζί  στη  Σχολή, μαζί  στη  Βιβλιοθήκη  για  διάβασμα,  μαζί  στο  κυλικείο  της  σχολής  για   καφέ.

 Ακόμα  και  τα  βράδια  τους,  παρέα  τα  περνούσαν,  πότε  συζητώντας,  πότε  βολτάροντας   στην  έναστρη  νύχτα  και  πότε  πηγαίνοντας  κανένα  σινεμά. Αχ αυτό  το  σινεμά,  με  τον  Κούρκουλο  να  κραυγάζει   <όχι  άλλο  κάρβουνο>, τη   Βουγιουκλάκη,  να  ποζάρει  όλο  σκέρτσο  και  νάζι  τραγουδώντας  το  <αχ  βρε  γατούλα  ή  το  έχω  ένα  μυστικό>,    τον  Βόγλη   με  το  < στάσου,  μύγδαλα >  και  τόσους  άλλους,  που  οι  ταινίες  τους  άφησαν  εποχή  και  παίζονταν  και  ξαναπαίζονταν  στους κινηματογράφους,  αφού  οι  εισπράξεις  κάθε  φορά  ήταν  και   περισσότερες.

Τα  πρώτα  του  Χριστούγεννα, ως   φοιτητής,  ο  Μάνος  τα  πέρασε,  όπως  ήταν  φυσικό,  στο  νησί  του,  με  όλη  την οικογένεια  να  τον  περιμένει  με  ανυπομονησία  και  την  αδελφή  του  με  ένα  τεράστιο  δώρο  στην  αγκαλιά,  στην  κοιλιά της  καλύτερα.

<<Θα  γίνεις  θείος,   Μάνο μου >>,  ήταν  το  καλωσόρισμα  της.

Ακολούθησαν  πολλές   ζεστές  και  μεγάλες  αγκαλιές  από  όλους.  Ένας  ένας,  με  τη  σειρά,  τον  φύλαγε,  χτυπώντας  χαϊδευτικά  τους  ώμους  και την  πλάτη  του  και  κάτι  νόστιμο  είχε  να  του  πει.   Με  γέλια,  πειράγματα  πολλά  και  ερωτήσεις  βροχή,  για  τη  νέα  του  ζωή,  στην  πρωτεύουσα,  ήταν  γεμάτη  η  πρώτη  του  μέρα  των  χριστουγεννιάτικων  διακοπών,  στο  νησί. 

Πολυπληθής   καθώς  ήταν  η  οικογένειά  του,  δεν  μπορούσε  να  φέρει  δώρα  για  τον  καθένα  τους   προσωπικά.  Ζωή  να  έχουνε  μακρά  και  χαρισάμενη,  τους  ευχήθηκε,  υψώνοντας  το  ποτήρι  του, στο  πρώτο  τραπέζι  που  στήθηκε,  όπως  και  για  το  νέο  μέλος, το ανίψι  του,  που  σε  λίγο  θα  ερχόταν,  ευχήθηκε  να  έρθει  γρήγορα  και  να  είναι  γερό  και  καλότυχο.

 Αφού  απόφαγαν  και  ευφράνθηκε  η  ψυχή  όλων,  σηκώθηκε  ο  Μάνος  και   μπήκε  για  λίγο  στην  κουζίνα  του  σπιτιού.  Επέστρεψε  με  ένα  μεγάλο  κουτί  στα  χέρια, ήταν  το  μόνο  που  έφερε,  ως  δώρο,  και  το  περιεχόμενό  του ήταν  ένα  γλυκό.  Προφιτερόλ  λεγότανε,  που  πρόσφατα  είχε  φτάσει  και  στην  Αθήνα   και  το  βρήκε  σε  ένα  από  τα  καλύτερα  ζαχαροπλαστεία,  κάπου στη  Νέα  Φιλοθέη  της  Αττικής.  Φημίζονταν  πολύ  για την  ποιότητα  του  συγκεκριμένου  γλυκού  αυτό  το  ζαχαροπλαστείο.

<<Καλά,  πολύ  καλά  σε  βλέπω  αγόρι  μου  και  χαίρομαι  γι΄  αυτό πολύ>>,  ήταν  τα  πρώτα  λόγια  της  μάνας  του,   της  Μαργαρίτας,  όταν  βρέθηκαν για  λίγο  μόνοι.

<<Ναι,  μάνα, προσαρμόστηκα  στη νέα  μου  ζωή,  έχω φίλους καλούς, η  σχολή  μου  μού  αρέσει  πολύ,  ήταν  ό,τι  ονειρευόμουν  και  ανυπομονώ   να  έρθει  ο  καιρός,  που  θα  επιστέψω  με  το  πτυχίο  στα  χέρια,  να  ανοίξω το  δικό  μου   αρχιτεκτονικό  γραφείο. Μου  λείπετε εσείς,  το  νησί,  αλλά  λέω  στον εαυτό  μου  ότι είναι  για  λίγο  και  θα  ξαναγυρίσω,  και  έχω  και  ανθρώπους  εκεί,  που  δεν με  αφήνουν  μόνο,  και  περνάμε  καλά>>,  με χαμόγελα   πολλά   και  ζεστά   ο  Μάνος   διασκέδαζε  τις  όποιες ανησυχίες  της  μητέρας  του.

<< Αχ  πόσο  όμορφη  είναι  η  Αθήνα,  μητέρα,  λαμπερή  τη  νύχτα, φωτεινή  και   ζωηρή  τη  μέρα,  και  γεμάτη  εκπλήξεις  και  μυστικά,  που  ένα ένα  μου   αποκαλύπτονται,  κάτω  από  το  λευκό  φως  του  ήλιου  και  των  λευκών  της  μαρμάρων  της. Μάγισσα,  πλανεύτρα  και  Γαλλίδα  ερωμένη  είναι,  όλα  αυτά  μαζί >>.

<< Ξέρω  αγόρι  μου,  ξέρω ,  έζησα  και  εγώ  με  τον  πατέρα  σου  για  κάποια  χρόνια  εκεί.  Και  είδα  όλες  αυτές  τις  ομορφιές,  που   μου  αναφέρεις,  αλλά  είδα  και   έζησα  και  άλλα,  που  με  πόνεσαν πολύ  και που   ακόμα,  όταν  τα  ανακαλώ στη  μνήμη  μου,  τα  αναθεματίζω,  τα  αποκηρύσσω  και  εύχομαι  άνθρωπος,  να  μην  τα  ζήσει  ποτέ.  Βέβαια  τώρα  οι  καιροί  έχουν  αλλάξει,  αλλά  και  πάλι να  προσέχεις  αγόρι  μου,  να  προσέχεις  πολύ. Τίποτα  δεν  είναι  αυτό,  που  φαίνεται,  ούτε  και  διαρκεί  για  πάντα.  Το  είπες  και  μόνο  σου,  μάγισσα  και  πλανεύτρα  είναι  η  Αθήνα και  πως  να  της  αντισταθείς! >>,  και  με  τα  τελευταία  αυτά  λόγια  της   σηκώθηκε  η  Μαργαρίτα,  να  ετοιμάσει  το  γιορτινό  τραπέζι  της  Παραμονής  των  Χριστουγέννων..

 Όμορφα, με  ευχές πολλές, γέλια,  φαί  και  πιοτό,  κύλησε  η  Παραμονής  των Χριστουγέννων  του  1972.  Ο  μελωδικός  ήχο,  που  ακουγόταν,  από  τα  γεμάτα   ποτήρια με  το  κόκκινο  υγρό,   που  ευφραίνει,  όπως  λένε  τις  καρδιές  των  ανθρώπων  και  τις ψυχές  τους  ζεσταίνει,  καθώς  το  ένα  ακούμπαγε  ευγενικά  το  άλλο,  επισφράγισε   το  κλίμα  της  ευφορίας  και  της  ευτυχίας,  που  πλανιόταν  γύρω  τους.

Μπορεί  τα  πράγματα   στο  σπιτικό  του  Εμμανουήλ  Αλεβιζάκη  να   πήγαιναν  από  το  καλό  στο  καλύτερο   τα  τελευταία  χρόνια,  με  την επιστροφή  του  μονάκριβού  του  γιου  Δημήτρη  και  τη  γέννηση  των  δύο  του  εγγονιών του,  η  κατάσταση,  η  πολιτική  στην  Ελλάδα  όμως,   εδώ  και  πέντε   σχεδόν  χρόνια,  από  τον  Απρίλη  συγκεκριμένα  του  1967,  ήταν  επιεικώς  δύσκολη  και  ταραγμένη. 

Στις  21 Απριλίου   1967,  με  στρατιωτικό  πραξικόπημα επιβάλλεται  στην  Ελλάδα  στρατιωτική  δικτατορία. Η  περίοδος  της  δικτατορικής  διακυβέρνησης  διήρκησε  μέχρι  τον  Ιούλιο  του  1974, δηλαδή  επτά  ολόκληρα  χρόνια.

  Η  Χούντα   των  Συνταγματαρχών, όπως  αλλιώς  ονομαζόταν, αμέσως  μετά  την  επιβολή  του  καθεστώτος  τους,  κατάργησε  ατομικές  ελευθερίες, διέλυσε  τα  πολιτικά  κόμματα  και  άρχισε  να  πραγματοποιεί  χιλιάδες  συλλήψεις,  νύχτα  συνήθως  και  χωρίς  εντάλματα.

 Τα  πρόσωπα  που  συλλαμβάνονταν,  στην  πλειονότητά  τους,  κρατούνταν  στα  υπόγεια  κελιά   της  Ασφάλεια. Στη  συνέχεια,  άλλοι  οδηγούνταν  σε  έκτακτα  Στρατοδικεία  και  άλλοι  εκτοπίζονταν. Ξυλοδαρμοί, φάλαγγες, εκφοβισμοί  και  κάθε  είδους  βασανιστήρια  λάμβαναν  χώρα  σε  ημερήσια  διάταξη. 

Τα  κολαστήρια  της  Μακρονήσου,  του  Αη  Στράτη,  της  Γυάρου  και  άλλων  περιοχών  άνοιξαν  πάλι,  να  δεχτούν  τους  πολίτες  και  τους   πολιτικούς,  που  διώκονταν,  για  τις  πολιτικές  τους  πεποιθήσεις.

Οι  γιορτές    πέρασαν  και  μαζί  και  οι  χριστουγεννιάτικες  διακοπές του  Μάνου. Παίρνοντας  το  καράβι  από το λιμάνι   της  Μυτιλήνης,  την  πρωτεύουσα  του  νησιού  της  Λέσβου,  έφτασε  βράδυ  πια  στο  σπίτι  του,  στα  Πατήσια, στην  Αθήνα. Έπεσε  κατάκοπος  να  κοιμηθεί.

Νωρίς πολύ  εκείνη  την Κυριακή,  που  ξημέρωσε,  τον  ξύπνησε  η  φωνή  του  εφημεριδοπώλη,  που  ξελαρυγγίζονταν,  κάτω  από  το  μπαλκόνι  της  πολυκατοικίας  του. << Έκτακτη  είδηση,  αποφασίστηκε  Δημοψήφισμα, ραγδαίες  οι  εξελίξεις>>.

Δεν  έδωσε καμία   σημασία  στην  είδηση  αυτή  ο  Μάνος, δεν  ασχολούνταν  άλλωστε  με  τα  πολιτικά  τεκταινόμενα   της  χώρας,  όπως  κάποιοι  από  τους  συμφοιτητές  του,  και  γύρισε  πλευρό,  να  συνεχίσει  τον  ύπνο  του.

 Τα  πολιτικά  θέματα  σίγουρα  δεν  ενδιέφεραν  τον  Μάνο,  όχι  όμως  και  η   Αλίκη. Αυτή  του  είχε  λείψει  περισσότερο  από  όλους  αυτές  τις  δυο  εβδομάδες, που  πέρασε  στο  νησί.

 Η πρώτη  του  εξεταστική  στο  Πολυτεχνείο,  ήρθε  γρήγορα   και  έδωσε  τον  καλύτερό  του  εαυτό,  να  πάει  καλά,  και  πήγε  περίφημα.  Και  τα  μαθήματά  του  τα πέρασε  όλα  και  με  καλούς  βαθμούς  και  με  την  Αλίκη,  με  αφορμή  την καλύτερή  τους  προετοιμασία,  για  τις  εξετάσεις,   ήρθαν  πολύ  κοντά.

 Το βράδυ  της  Τσικνοπέμπτης,  σε  ένα  γραφικό  ταβερνάκι,  κάπου  στο  Θησείο, ανάμεσα  στο   γλυκόπιοτο  κρασί  και  τις πολύχρωμες,  σπειροειδείς  σερπαντίνες,  έδωσαν  το  πρώτο  τους  φιλί,  όχι  όμως  και  το  τελευταίο.  Ήταν  πια  μαζί,  πιασμένοι  χέρι  χέρι  μοιραζόταν  τα  φοιτητικά  έδρανα  και  την  καθημερινότητά  τους.  Και  τους  άρεσε  τόσο  πολύ  αυτή  τους  η  καθημερινότητα!

 Τι  και  αν  οι  άλλοι  όλο  δυσανασχετούσαν  και  ξεφυσούσαν  και  διαμαρτύρονταν,  για  την  καταπάτηση  των  ατομικών  ελευθεριών,  για τις  διώξεις,  για  τα  βασανιστήρια, για  τα  δημόσια  έργα,  που  πραγματοποιούνταν  ως  προπαγάνδα  για  να  κερδίσουν  οι  συνταγματάρχες την  εμπιστοσύνη  του  λαού, για τα  κακόγουστα,  φολκλορικά  θεάματα,  που  οργάνωναν  συχνά  πυκνά  οι  <Απριλιανοί>  και  τα  τσιράκια  τους,  διορισμένοι  δήμαρχοι,  όπως  ο Σκυλίτσης,  δήμαρχος  Πειραιά!

Ολόκληρη  φιέστα   είχε  οργανώσει  ο  πιο  επικοινωνιακός  Δήμαρχος  του  καθεστώτος  των  Συνταγματαρχών,  Αριστείδης  Σκυλίτσης.

< Ομαδικός  γάμος  απόρων  κορασίδων>,  ανακοινώθηκε  με  τυμπανοκρουσίες,    στο  πλαίσιο  των  εορτασμών  της  5ης  επετείου  της  21ης  Απριλίου .

 Για  να  τιμηθεί   το  χουντικό  τρίπτυχο  < πατρίς,  θρησκεία, οικογένεια >,  μια  πομπή   θα  περνούσε  από  τους   δρόμους  της  Αθήνας  με  54  νύφες, 54  γαμπρούς και  ισάριθμους  κουμπάρους  και  συγκεντρωμένο  πλήθος  θα  παρακολουθούσε   το  ασυνήθιστο  θέαμα.

Το  καλοκαίρι  τους   πρόφτασε  και  αυτό,  παρά  τις  έντονες  και  συνεχείς  διαμαρτυρίες  του  κόσμου,  που  εντάθηκαν   μάλιστα  ακόμη  περισσότερο  μετά  την   προσπάθεια  επιφανειακής   φιλελευθεροποίησης  του  καθεστώτος   με  το  λεγόμενο  Δημοψήφισμα,   που  προκηρύχτηκε  για  τα  μέσα   Ιουνίου  και την  πρωτόγνωρη  και  ηρωική απόφαση,  που  πήρε  το  πολεμικό  μας  πλοίο  Βέλος, να  αποχωρήσει  από την άσκηση του  Ν.Α.Τ.Ο. και  να  καταπλεύσει  στο  Φιουμιτσίνο  της   Ιταλίας.

Εκεί,  σύσσωμο το  πλήρωμά  του ζήτησε  πολιτικό  άσυλο,  σε  ένδειξη  διαμαρτυρίας  και  στα  πλαίσια  της  προσπάθειας  να  πέσει  η  χούντα. 

Το  συζήτησαν  με  την  Αλίκη  και  αποφάσισαν  κάποιες  μέρες   των καλοκαιρινών  τους  διακοπών,  να  τις   περάσουν  στα  Γιάννενα.

 Με  μεγάλη  χαρά  άκουσε  ο  Μάνος  την  Αλίκη  να  μιλά  για  τις  διακοπές  τους,  τις  κοινές  τους  διακοπές  και  να  τον  προσκαλεί   εκείνη  στη  γενέτειρά  της,  την  πόλη  της  κυρά  Φροσύνης  και  του  Αλή  Πασά,  όπως  της  άρεσε  να  αποκαλεί  τα  Γιάννενα.

 Δέχτηκε  περιχαρής  την  πρόσκληση  και  περίπου  στα  μέσα  Ιουνίου,  με  το  που  τελείωσε  και  η  εξεταστική  του  εαρινού  εξαμήνου,  με  τα σακίδια  στις πλάτες,  βρέθηκαν  ένα  κυριακάτικο  πρωινό  στα  ΚΤΕΛ  του   Κηφισού.

Αργά το  απόγευμα  και  ύστερα  από  ένα πολύωρο,  κουραστικό,  αλλά  και  με  μια  πρωτόγνωρη  και  ενδιαφέρουσα   διαδρομή  για  τον  Μάνο, ταξίδι  έφτασαν  στα  Γιάννενα.  Το  πρακτορείο,  με την  ακαταστασία,  τη στενότητα  και  τη μουντότητά  του, σίγουρα  δεν  τον  υποδέχτηκε,  όπως  θα  περίμενε,  αλλά  και  δεν  τον ένοιαξε  καθόλου. Εκείνος  είχε  πάει  εκεί,  για  να  είναι  με  την  αγαπημένη  του,  τα  υπόλοιπα  δεν  τον  αφορούσαν. 

Ο  Μάνος  κατέλυσε  σε ένα  ξενοδοχείο,  στο  κέντρο  της πόλης,  και η  Αλίκη  κατευθύνθηκε  για  το πατρικό  της,  που  έβλεπε  από  τη  μια του  πλευρά  στη λίμνη.

 Κατά τις  22.00  το  βράδυ   θα  συναντιόντουσαν,  για   μια  πρώτη  γνωριμία  με  την  πόλη.

 Μετά  από  ένα  ντους  και  λίγη  ξεκούραση,  ανανεωμένος  και  καλοντυμένος,  πήρε  το  δρόμο,  για το  ρολόι  της  πόλης,  κοντά  στο ονομαστό  <Μπαλκόνι> των  Ιωαννίνων,  τα  Λιθαρίτσια.   Εκεί  θα  τον  περίμενε  το  κορίτσι  του.

Περπάτησαν  για  λίγο στον  κεντρικό  δρόμο  και  μετά  κάθισαν  σε  ένα  μικρό  ταβερνάκι,  κοντά  στην  πύλη  του  δυτικού  προμαχώνα  του  κάστρου.

 Για  ώρα  ο   Μάνος,  που  τόσο  του  αρέσουν οι  κατασκευές  και  μάλιστα  αυτές  με  χιλιόχρονη  ιστορία  στην  πλάτη  τους,  κοίταζε  εκστασιασμένος    την  τοξωτή  πύλη,  με  τα λιθανάγλυφα  δεξιά  και  αριστερά  του  τόξου  και το αψίδωμα,  που  την  στεφάνωνε.  Παρακάλεσε  την  Αλίκη, την  επομένη,  όταν  ο   φυσικός  φωτισμός  θα  ήταν   κάτι  από   παραπάνω  επαρκής,  να  έρθουν ξανά  στο  σημείο,  για  να  τραβήξει  και  φωτογραφίες.

 Η  επόμενη  μέρα  ξεκίνησε  για  τον  Μάνο  με  ένα  γερό  πρωινό. Η  Αλίκη  τον  είχε  ενημερώσει  από  το προηγούμενο  βράδυ  ότι  θα  είχαν την  άλλη  μέρα  πολύ  περπάτημα  και  έπρεπε  εκείνος  να  πάρει  δυνάμεις  και  ενέργεια  περισσή.

  Με την  φωτογραφική   του  μηχανή  περασμένη  στο  λαιμό  του  κατευθύνθηκε  μόνος  του  για  την Παμβώτιδα  λίμνη. 

Άλλωστε  ένας  δρόμος  ευθύς  ήταν  όλη  η  διαδρομή  και  θα  έφτανε.  Η  Αλίκη  θα  τον  περίμενε  έξω  από το  ταβερνάκι,  που  είχαν  καθίσει  το  προηγούμενο βράδυ.

<<Καλημέρα,  πως  κοιμήθηκες;>>,  τον  ρώτησε  πρώτη.  Ήταν  δροσερή  και  κεφάτη.  Με  ένα  λευκό,  μακρύ  φόρεμα,  αμάνικο  τελείως  και  άσπρα  με  δυο  κόκκινες  γραμμές  αθλητικά  παπούτσια,  έμοιαζε  να  βγήκε  μόλις  από  τον  αφρό  των  νερών,  που  έσπαζαν  στον  μόλο.

<<Καλά  κοιμήθηκα,  ήμουν και  κουρασμένος  από  το  πολύωρο  ταξίδι,  ήπιαμε  και  το  κρασάκι  μας  το  βράδυ,  λίγο  και  το  περπάτημα,  γύρισα  και  βυθίστηκα  αμέσως  στον ύπνο. Δεν  ξέρω,  αν  γύρισα καθόλου  πλευρό,  γιατί  ξύπνησα  από  την  μεριά  που  πρωτοέγειρα  στο  κρεββάτι>>, της  απάντησε  εκείνος  και  ταυτόχρονα  προσπαθούσε  να  απομακρύνει  μια  δέσμη  από  τα  μαλλιά  της,  που  μπήκαν  μπροστά  στο  πρόσωπό  της,  επίτηδες  λες  για  να  κρύψουν  τη  λάμψη   των  ματιών  της,  που  τη  ζήλεψαν.

<<Τι  περιλαμβάνει  το πρόγραμμα  για  σήμερα,  γλυκέ  μου  ξεναγέ >>, την  πείραξε,  κλείνοντας  το  μάτι  του.

<<Λέω,  μια  και  είμαστε   εδώ,  να  ξεκινήσουμε   από  το  μεσαιωνικό μας  κάστρο, να  και  η  κεντρική  του  πύλη >>, και  πριν  ο  Μάνος  προλάβει  να  πει  οτιδήποτε  τον  τράβηξε  από  το  χέρι  και  χάθηκαν  στα  στενά  της  καστροπολιτείας  και  ταυτόχρονα  την  άκουγε  να  λέει  και  να  λέει.

<<…….  η  καρδιά  της  πόλης  των Ιωαννίνων έως  τις αρχές  του  17ο  αι. χτυπούσε  εδώ  μέσα.  Η  πρόσβαση  επιτρεπόταν  μόνο  από  την πύλη,  που  μπήκαμε. Έξω  από  αυτή,  στα  βυζαντινά  χρόνια  υπήρχε  ένυδρη  τάφρος.

 Στο  κέντρο  του  μεγάλου,   διπλού  τόξου,  πάνω  από  τη  θύρα,  σώζεται  εντοιχισμένη  επιγραφή –  μάρτυρας……>>.

 Δαιδαλώδη  τα   σοκάκια  της καστρινής  πολιτείας,  πετροβαλμένα  και  στενά,   με  τα   χαμηλά  τους  σπιτάκια  ή  και  διώροφα  στις  δυο  τους  πλευρές,  πετρόκτιστα  και  αυτά.  Δυο  ακροπόλεις  δέσποζαν   σε  δυο ελαφρά  υπερυψωμένα  σημεία,  η  βορειοανατολική  με  το  Ασλάν  τζαμί  και  η  νοτιοανατολική   ή  αλλιώς Ιτς  Καλέ με  το  Φετιχέ  τζαμί.   Μέσα  σώζονταν   και  τα  ερείπια  του  σεραγιού του  Αλή  Πασά  και  λίγο   παραδίπλα   ο  τάφος  του,  μάρτυρες  όλα  της  πολύχρονης  οθωμανικής  παρουσίας

.<<Αν ακουμπήσω  το  αυτί  μου  στα χαλάσματα,  νομίζω  πως  θα  ακούσω    ποδοβολητά  αλόγων,  να ηχούν  στις  πέτρες  και  κραυγές   κοριτσιών,  που  τρέχουν,  να  γλυτώσουν  τον  εξευτελισμό  και  το  θάνατο>>,  είπε  ο  Μάνος,  εκστασιασμένος  από  το  θέαμα.

 Όταν  βγήκαν  από  την  παλιά  και  περίτεχνη  πόλη  των  Ιωαννιτών, ο  ήλιος  είχε  πέσει  αρκετά  χαμηλά  και  μια  αύρα  απαλή,  που  ερχόταν  από  τη  λίμνη,  ακούμπαγε  δροσιστικά  στα  μέτωπα  και  στους  γυμνούς  τους  ώμους.

<<Νομίζω  πως,  αν  δεν  βάλουμε  κάτι  στο  στόμα  μας  αμέσως, θα   πέσουμε  κάτω,  ύστερα  από  τόσο  περπάτημα  και ….έπεται  και  συνέχεια>>,  πέρασε  τη  συζήτηση  η Αλίκη  γρήγορα  σε  πιο  πεζά  και  πρακτικά  ζητήματα.

 Μετά  από  ένα  καλό  γεύμα,  ξεκίνησαν  για  μια  βόλτα  γύρω  από  τη  λίμνη. Με  συντροφιά  τις  σκιές  από  τα  αιωνόβια  πλατάνια  να σχηματίζονται  στο  δρόμο,  καθώς  ο  ήλιος  έπεφτε,  περπάτησαν  δίπλα  στα  γαλαζοπράσινα  νερά,  ανάσαιναν  το  δροσερό  αγέρι,  που  φυσούσε  και  γελούσαν  με  τα  αστεία  μακροβούτια,  που  έκαναν  οι  πάπιες,  δεινοί  βουτηχτές  και  ψαροκυνηγοί  της  Παμβώτιδας λίμνης.

<<Είναι  μια  υπέροχη  εμπειρία  να  αφήνεται  κανείς  στη  δύναμη  του  νερού  και να  χαίρεται  την  ηρεμία  της  φύσης  αυτή  την ώρα>>, έσπασε  τη   δημιουργική  σιωπή  τους  η  Αλίκη.

Αργά  το  βράδυ,  με  τη  γεύση  ακόμη  έντονη  στα  χείλη  τους  από  τον  γιαννιώτικο  μπακλαβά, που  γεύτηκαν   σε  παλιό  και  ονομαστό  ζαχαροπλαστείο  του  κέντρου  της  πόλης,  χωρίστηκαν,  ανανεώνοντας  το  αυριανό  τους  ραντεβού,  για  μια  ακόμη  υπέροχη  διαδρομή,  αυτή  τη  φορά  εν  πλω.

Τα   καραβάκια,  άλλα  με  σκέπαστρο  για  τον ήλιο  ή  τη  βροχή   και άλλα  ξεσκέπαστα και  γυμνά,  περίμεναν  υπομονετικά τους  επιβάτες, να  τους  περάσουν  απέναντι,  στο  μικρό  νησάκι,  που   διέμεναν  αρκετές  οικογένειες,  δίπλα  από  την   τελευταία κατοικία  του  Αλή  Πασά. 

 Από  το  ψάρεμα  και  το  κυνήγι  της  πάπιας,   μέσα  στις  καλαμιές  της  λίμνης,  ζούσαν  οι  άνθρωποι,  εκεί. Ένας πευκόφυτος  βράχος ήταν  το  νησί  των Ιωαννίνων, μέσα  στη  λίμνη  Παμβώτιδα.

 Στις  ακτές  του,  αλλά  και  μέσα,  στο  εσωτερικό  του,   χτισμένα  το  ένα  δίπλα  στο  άλλο   παραδοσιακά  σπιτάκια,  ασβεστωμένα,   με  τους  όμορφους  κήπους  και  τις  χαρακτηριστικές  στέγες  από  σχιστόλιθο,  στενά  πλακόστρωτα  σοκάκια,   καθώς  και  τα  επτά   βυζαντινά  μοναστήρια,  συνέθεταν  έναν  παραδοσιακό  οικισμό,  καμωμένο  εξ  ολοκλήρου  από  πέτρα  και  ξύλο.

 Περπατούσαν  χέρι  χέρι  και κάθε  τόσο  σταματούσαν  να  αφουγκραστούν  όλα  εκείνα,  που  τα  πάντα  γύρω  τους  τους  ψιθύριζαν  για  όσα,  αιώνες  τώρα,  διαδραματίστηκαν  σε  αυτή  τη  μικρή  γωνιά της  Ελλάδας, με  τους  Οθωμανούς  και  τους  Ρωμιούς   να  συμβιώνουν  άλλοτε  με  ηρεμία  και  άλλοτε   πληρώνοντας  οι  δεύτεροι  φόρο  σκληρό,  φόρο  αίματος.

Άρχισε  να  νυχτώνει,  όταν  τα  δυο  παιδιά  ανέβηκαν  στο  τελευταίο  καραβάκι,  να  επιστρέψουν  στην  πόλη.  Ήταν  μαγική  η  πόλη  εκείνη  την  ώρα,  βγαλμένη  από  παραμύθι  η  εικόνα  της,  όπως  την έβλεπαν  από  απόσταση,  μέσα  από  τη   θάλασσα. Σαν  αρχόντισσα  με  όλα  της  τα  τζοβαϊρια  στολισμένη,  καθρεφτιζόταν  στα  φωτισμένα   από  το φεγγάρι  και  τα  φαναράκια  του  μόλου   νερά  της  λίμνης  και  έκανε  αυτό,  που  ήξερε  καλά,  σαν  από  πάντα, να  γοητεύει. 

<< Αύριο  θα  πάμε  κάπου  πολύ  δροσερά  και  απόμερα,  απόκρυφα  και  μυστικιστικά>>,  του  είπε  η  Αλίκη  καληνυχτίζοντάς  τον  με  ένα  φιλί.

<< Δεν  θα  σου  πω  πού,  κάτι  να  έχεις  να  σκέφτεσαι,  εκτός   φυσικά  από  μένα,  μέχρι  να  κοιμηθείς>>,  του  έλυσε  το  χέρι  και  έφυγε.

Η  μέρα  ξημέρωσε  ηλιόλουστη  και  φωτεινή.  Η  πρωινή  θερμοκρασία  πρόκρινε  πως  η  μέρα  θα  εξελίσσονταν  πολύ  ζεστή. Αδημονούσε  ο  Μάνος  να  επισκεφτούν  το  δροσερό  και  απόκρυφο  μέρος,  που  του  υποσχέθηκε  η  καλή  του.  Πήρε  όπως  όπως  το  πρωινό  του  στην  τραπεζαρία  του ξενοδοχείου  και  με  τη  φωτογραφική  μηχανή, κρεμασμένη  στον  ώμο,  βγήκε  στον  δρόμο,  τον  κεντρικό,  με  κατεύθυνση  το  σημείο  συνάντησής  τους.

<<Περπατάμε  τόση  ώρα  και  δεν  μου  δίνεις  ένα  στοιχείο,  μα  πού  με  πας  και  δεν  μπορώ  ούτε  να προσανατολιστώ>>, έκανε  πως  της  παραπονιέται  τάχα  ο  Μάνος,  αλλά η  Αλίκη  συνέχιζε  να  προχωρά,  χωρίς  να  δίνει  ούτε  ένα  στοιχείο  από  την  έκπληξη,  που  τον  περίμενε,  το  αντίθετα  μάλιστα.

<<Φτάνουμε,  θα  δεις,  θα  σε  αποζημιώσει  πλουσιοπάροχα  αυτό,  που  σε  λίγο  θα  σου  αποκαλυφθεί>>, του  έδωσε  κουράγιο  μόνο, να  συνεχίσει.  Και  επιτέλους, ύστερα  από  τόσο  περπάτημα,  έφτασαν  στον  προορισμό  τους. Από  μια  πρώτη  ματιά,  ο  Μάνος  δεν  είδε  κάτι,  να  του  κλέβει  τις  εντυπώσεις,  δεν  είπε  τίποτα  όμως  στην  Αλίκη  και  απλά  την  ακολούθησε.

Μέσα  από  ένα πέτρινο  πέρασμα  βρέθηκαν  ξαφνικά  σε  μια  υπόγεια, κρύα  και  υγρή  αίθουσα,  που  την διαδέχονταν άλλες  αίθουσες  και  διάδρομοι  με  σταλακτίτες,  σταλαγμίτες,  κουρτίνες από νερό  παγωμένο  και  εντυπωσιακές  κολώνες,  σε  συμπλέγματα.  Επρόκειτο  χωρίς  αμφιβολία  για  το  φημισμένο  σπήλαιο  του  Περάματος, πλάι  στη  λίμνη,  και  μόλις  τέσσερα  χιλιόμετρα  από  την πόλη.

  Είχε  δει  φωτογραφίες  του  και  είχε  διαβάσει   παλιά  γι΄  αυτό ο  Μάνος  και  είχε  εντυπωσιαστεί  τότε.  Και  στο  νησί  τους  έχουν  σπήλαια,  αλλά  αυτό  ξεπερνούσε σε  έκταση  και  μεγαλοπρέπεια  κάθε  άλλο,  που  τολμούσε  να  συναγωνιστεί μαζί  του.

 Θυμόταν,  είχε  διαβάσει  παλιότερα,  ότι  είχε  ανακαλυφθεί το  σπήλαιο  εκείνο  εντελώς τυχαία,  το  1940,  κατά  τη  διάρκεια  δηλαδή  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου, από  κατοίκους  της πόλης,  που  προσπαθούσαν να  βρουν  καταφύγιο από  τους  βομβαρδισμούς των   ιταλικών   αεροπλάνων. 

 Μετά  το  τέλος  του  πολέμου,  φωτογραφήθηκε  και  φυσικά  άρχισε  η  συστηματική  εξερεύνηση  και  χαρτογράφηση του. Πράγματι  το  θέαμα  υπήρξε  μοναδικά  εντυπωσιακό, απερίγραπτα  μαγικό.

Το  υπέροχο  ταξίδι  στα  Γιάννενα,  τέλη  Ιούνη  έλαβε  τέλος,   και  οι  δυο  νέοι  αποχωρίστηκαν  ο  ένας  τον άλλο,  με  την  υπόσχεση  για  πολλά   ακόμη   ταξίδια,   που   είχαν   μπροστά  τους,  να  ζήσουν  και  να  χαρούν.

 Η  Αλίκη  παρέμεινε  στην  πόλη  της,  κοντά  στην  οικογένειά  της  και ο  Μάνος έφυγε,  να περάσει  το  υπόλοιπο  των  θερινών  του  διακοπών,  στη  Λέσβο,  τη  δική  του  γενέτειρα.

 Άλλωστε  ο  Ιούλιος,  που  ερχότανε  με  βήμα  ταχύ  και  με  την  κάψα  στο  απόγειο  της,  ήταν  ο  μήνας,  που  θα  έφερνε  η  ακριβή  του  Ντένη,  η  αδερφή  του,  το  πρώτο  της  παιδί  στον κόσμο  και  ήθελε  να  είναι  και  εκείνος  δίπλα  της.

Η  Λέσβος,  ριγμένο πλατανόφυλλο  καταμεσής  του  πελάγους,  τον  υποδέχτηκε  με  όλη  της  τη  λαμπρότητα,  κάτω  από  τον αιγαιοπελαγίτικο,  λευκό  της  ήλιο.

 Έσφυζε  από  ζωή  το  νησί  με  τους  ντόπιους,  αλλά  και  τους  τουρίστες, να  τρέχουν  πέρα  δώσε.  Έμοιαζε  με πολύβουη  κυψέλη  μελισσών,  σε πλήρη  εργασιακό  οργασμό.

Ωθούμενος ο  Μάνος,  από  μια  ακατανίκητη  επιθυμία,  να  βιώσει  κάθε  κύτταρο   του  τη  λεσβιακή  γη,  που  τον  γέννησε,  λες  και  ήταν  η  τελευταία  φορά,  που  την  έβλεπε,  έπαιρνε  από  νωρίς  το  πρωί  τις  στράτες  και  τα  μονοπάτια,  με  μια  βέσπα,  και  περιπλανιόταν,  ώρες  ατέλειωτες,  στα  μαγευτικά  τοπία  του  νησιού.

  Άλλοτε  επισκεπτόταν  τους  δυο κλειστούς κόλπους  του  νησιού,  αυτόν  της  Καλλονής  και  τον  άλλον  της  Γέρας,  με  τις  βάρκες  δεμένες  να  λικνίζονται  στα  καθάρια,  σμαραγδένια  νερά  τους  και  άλλοτε  έμπαινε  μέσα  στους  διάσπαρτους σε  όλο  το  νησί,  σα  διαμαντόπετρες  στέμματος,  οικισμούς  και  μεσαιωνικές  καστροπολιτείες.

 Τον  μάγευε  ο  Μόλυβδος,  κάθε  φορά  που  τον  επισκεπτόταν,  με  τα  εντυπωσιακά  πέτρινα  τείχη,  κληροδότημα  των  ηγεμόνων της  Γένουας,  και  τα  δαιδαλώδη,  λιθόστρωτα  καλντερίμια  και  δεν  χόρταινε  να  τον  φωτογραφίζει.

 Αγαπούσε  πολύ  και την   Αγιάσο,  την  τοποθετημένη  σε  υψόμετρο, με  την  καταπράσινη  φύση  και  τα  πυργόσπιτα της  να  συναγωνίζονται  σε  χάρη  και  ομορφιά   τα  αρχοντικά  των  αστών. Τον  γοήτευε   επίσης  και  η  Ερεσό, η  βραχώδη  περιοχή,  που  θύμιζε  αρκετά  αυτή  της  Μάνη.  Όσο  για την  χτισμένη  πάνω  σε  επτά λόφους Μυτιλήνη,  λιμάνι  και  πρωτεύουσα  του  νησιού,  αυτή  την  επισκεπτόταν  ανελλιπώς  κάθε  απόγευμα,  την  ώρα  του  δειλινού.

 Καθόταν  σε  ένα  μικρό  καφενεδάκι,  με  θέα  το  λιμάνι  και  έβλεπε  τον  ουράνιο  θόλο,  να  σκουραίνει  και  να  γίνεται  ένα  με  τη  θάλασσα,   και  τον  ήλιο,  να  βουτά,  για  να  δροσιστεί, ύστερα  από  το  αδιάκοπο  ταξίδι  του  μέσα  στη   μέρα,  οργώνοντας  τον  ουρανό  από  τη  μια  άκρη  στην άλλη.

Αρκετές  φορές  πάλι  επέλεγε  να  περιηγηθεί  σε  τοπία  ήρεμα  και  μαλακά,  δημιουργήματα   αποκλειστικά  εκείνα  της  φύσης,  όπως  ήταν  οι  ελαιοφυτείες,  οι  πευκώνες  και   το  απολιθωμένο  δάσος,  ενώ  άλλες  φορές  του  άρεσε  να  πηγαίνει  σε  τοπία  άγρια,  βραχώδη  και  ποτισμένα  από  το  ιώδιο της  θάλασσας  και  άλλοτε  στις  χρυσόξανθες  ακτές  και  τα δαντελένια  ακρογιάλια,  με  τις  εξοχικές  βίλες  και  τις  νεογέννητες  πλαζ.

 Εκείνο  όμως,  που  έκλεβε  τις  εντυπώσεις  και  μονοπωλούσε  το  ενδιαφέρον  του,  ήταν   τα δημιουργήματα  ικανότατων  και  επιδέξιων  ανθρώπινων  χεριών, τα  οικήματα. Επρόκειτο  στην  κυριολεξία  για  ένα  μοναδικό  ψηφιδωτό  διαφορετικών  αρχιτεκτονικών  ρυθμών  και   τεχνοτροπιών.

 Οι  εμπορικές  συναλλαγές  των  κατοίκων  με  την  Οθωμανική  Αυτοκρατορία, τη  Ρωσία, την  Αίγυπτο   και  την  Ευρώπη,  δεν  είχαν  αποφέρει  μόνο  χρήμα  και  οικονομική  ανάπτυξη  στο  νησί,  αλλά  και  πολιτισμικές  επιρροές,  που  αποτυπώνονταν  στα  οικοδομήματά  τους.

Τα  πυργόσπιτα των  αρχόντων,  τα  <τούρκικα  σπίτια>  με  τα  σαχνισιά  τους  στον  πρώτο  όροφο,  τα  αρχοντικά  με  τις  τοιχογραφίες, τα  ξυλόγλυπτα  ταβάνια, τα  γύψινα  φατνώματα,  όλα,  απέπνεαν  μια   συμμετρία  και  αυστηρότητα  και  μια   μεγαλοπρέπεια,  που   δικαιολογημένα  το  νησί  αποτελούσε  το  πιο  αντιπροσωπευτικό  δείγμα  της  αιγαιοπελαγίτικης  συμφωνίας,  το  σημείο  όπου  το  μεγαλείο  της  φύσης  συναντούσε  αυτό  της  ανθρώπινης  δημιουργίας.

<<Ξύπνα  Μάνο,  αγόρι  μου>>,  ακούστηκε  απαλή,  αλλά  και  με  μια  υπολανθάνουσα  ανησυχία  στη  χροιά  της,  η  φωνή  της  μητέρας  του,  έξω  από  την  πόρτα  του  δωματίου  του. Το  δυνατό   χτύπημα  πάνω  στη  σανίδα  τον  ξύπνησε  για  τα  καλά.

<<Πηγαίνουμε  την  αδελφή  σου  στο  νοσοκομείο,  έσπασαν  τα  νερά,  γεννάει>>.

 Πριν  απομακρυνθεί  η  Μαργαρίτα  από  την  πόρτα  του  γιου  της,  εκείνος είχε  φορέσει  το  παντελόνι  του  και  έτρεχε  να  τους  προλάβει.

 Σχετικά  γρήγορα  και  χωρίς  να  ταλαιπωρήσει  ιδιαίτερα τη  μητέρα  του,  ήρθε  στον  κόσμο  ο  ανιψιός  του  Μάνου,  ξημερώματα  της  31ης  Ιουλίου  του  1973,  ο  Δημήτρης  Παπαμαρκέλλης,  όπως  ονομάστηκε,  γιος  της  Ντένης  και  του  Νικόλα  Παπαμαρκέλλη.

Συνεχίζεται…

Εύα Χορόζη

Σχετικά Άρθρα