fbpx
ΙστορικάΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 6ο: «Ρολόι τσέπης» (Σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

Η  Μακρόνησος  δεν  ήταν  απλώς  ένας  τόπος  εξορίας  με  κάκιστες   συνθήκες  διαβίωσης  και  σκληρής  μεν, ατελέσφορης  δε  εργασίας,  για  τιμωρία  των  αντιφρονούντων  της  Αριστεράς.  Η ψυχολογική  πίεση, που  τους  ασκούνταν  σε   συνδυασμό  με  τα κάθε  είδους  σκληρά  και  ευφάνταστα  βασανιστήρια,  σκοπό  είχαν  να  κάμψουν  την  συνείδηση  και  το  φρόνημα  των  κρατουμένων,  να  αποκηρύξουν  τα  αριστερά  τους  φρονήματα  με  τις  γραπτές  δηλώσεις  μετανοίας.

 Στα  πλαίσια  αυτά  υποβάλλονταν  συστηματικά  σε μια  προσπάθεια  κατήχησης  από  κληρικούς  και αξιωματούχους,  για  να  δημιουργήσουν   κλίμα  λύτρωσης  και  μετατροπής  τους  σε  πρότυπο  Έλληνα  πολίτη. Έτσι, αναμορφωμένοι  κοινωνικά, πολιτικά  και  εθνικά  θα   επέστρεφαν, ως  υγιή  πια μέλη,  στην  ελληνική  κοινωνία.

  Και  για  του  λόγου  του  αληθούς,  επιστολές,  που  θα  συνέτασσε  ο  <αναμορφωθείς>,  ο  <ανανήψας>,    με  την  ομολογία  της  πίστη  του  στα  ιδανικά  της  πατρίδας  και  την αποκήρυξη  του  κομμουνισμού,  θα  έφταναν  πριν  από  αυτόν,  στις  αρχές  του  τόπου  του, τον  δάσκαλο, τον   παπά, τον  κοινοτάρχη  και  τον  χωροφύλακα, σαν  τους  τρεις  σωματοφύλακες  του  μυθιστορήματος  του Γάλλου  συγγραφέα  Αλέξανδρου  Δουμά,   που  στην  πραγματικότητα  ήταν  τέσσερις.

Φθινόπωρο  του  ‘ 49,  Σεπτέμβρη  μήνα, η  Μαργαρίτα  έλαβε  το  πρώτο  γράμμα  του  εξόριστου  Δημήτρη:

<< Αγαπημένη  μου,

 Είμαι  καλά. Μας  μετέφεραν  σε ένα  νησί  όμορφο, με  ήλιο  πολύ  και  καθαρό  αέρα. Ο  βήχας,  που  απέκτησα  στο  κελί  της  φυλακής,  υποχώρησε  αισθητά. Είμαι  με  φίλους.  Τα  πράγματα  δεν  είναι  και  τόσο  άσχημα  εδώ.  Δουλεύουμε  σε  κάτι  έργα  αντιπλημμυρικά  και  στον  ελεύθερο  χρόνο  μας  μιλάμε  και  ακούμε  ιστορίες. Να  προσέχεις  αγάπη  μου,  μου  λείπεις…….

                                                                                 Σε  φιλώ

                                                                                 Δημήτρης

Τι  μπορούσε  να  γράψει  στο  γράμμα; Για τον  καυτό  ήλιο  ή  το  ανεμοβρόχι, κάτω  από τα  οποία  έπαιρναν  φωτιά  στα  χέρια  τους  η  αξίνα  και  το  φτυάρι,  για  τις  πέντε  κουταλιές   νερό  με  τρία  όσπρια  μέσα,  για  το  νερό  που  δεν  πινόταν, για  τα  εφιαλτικά  ξενύχτια,  για το  ξύλο  και  τα   άλλα  μαρτύριά  τους  ή  για  τις  ψείρες,  όπως  και   τότε  στο  μέτωπο,  που  ρούφαγαν   αχόρταγα το  αίμα  τους,  και  εκείνοι  με  τα  βρώμικα  νύχια  τους  έξυναν  και  μάτωναν  τις  σάρκες  τους;

  Μα  τότε,  εκεί στα  βουνά στην  Αλβανία,  βουτηγμένοι  ως  το  γόνατο  και  πιο  πάνω  στη  λάσπη  και   καταπονημένοι, το  καταλάβαινε  να  περνούν  όσα  περνούσαν, η  πατρίδα  τους  χρειαζόταν  και  ζούσαν  την  κάθε  στιγμή  σαν  σε  γιορτή, σαν  σε  πανηγύρι. Τώρα  ποια   χρεία  απαιτούσε   να  γίνονται  όλα  αυτά. Ποιος  νους,  ποια  ψυχή  αρρωστημένη  και  σατανική  τα  είχε  σχεδιάσει;

Σαν  ταξιδάκι  αναψυχής,  για  το  καλό  του,  αλλά  και  για  τη  Μαργαρίτα  του,  να  μη  στεναχωριέται,  παρουσίαζε  ο  Δημήτρης  την  πολύχρονη  διαμονή  του  στο  νησί,  σε  όλα  τα  γράμμα,  που  τις  απέστειλε.

Ήξερε  ότι  η  αλληλογραφία όλων  περνούσε  από  εξονυχιστική  εξέταση. Γράμματα,  που  έκαναν  αναφορά  στις  άθλιες  συνθήκες  διαβίωσής  τους και  στα  βασανιστήρια, θα έπλητταν  το  κύρος  και  την  αξιοπιστία  αυτού  του  εγχειρήματος  της  ηθικής ανάπλασης,  όπως  οι  εμπνευστές  του  το  χαρακτήριζαν,  και  όχι  μόνο  δεν  θα έφταναν  ποτέ  στον  προορισμό  τους,  αλλά  θα  στοχοποιούσαν   τον  αποστολέα  τους  και   θα  τον  εξέθεταν  σε  μεγαλύτερους  και  φρικιαστικότερους  κινδύνους.

Ένα  χρόνο  μετά,  και  συγκεκριμένα το  καλοκαίρι  του  ΄50  τον  μετέφεραν  τον  Δημήτρη,  με  άλλους  πολιτικούς  εξόριστους,   από  τη  Μακρόνησο  στον Άγιο  Ευστράτιο.

 Στο  ίδιο  έργο  θεατές  και  εκεί.  Ίδιες  οι  συνθήκες  διαβίωσης,  ίδιες  οι  μέθοδοι   σωφρονισμού,  ηθικής  εξόντωσης  και  τρομοκράτησης.  Ίδιοι  οι  πρωταγωνιστές,  οι  κομπάρσοι  και  ο  υπόλοιπο ς  θίασος.

 Στην   Αθήνα  ο  Δημήτρης  επέστρεψε   το  1953, τέσσερα  χρόνια  ήταν  εκτοπισμένος,  σαν  τον  συνονόματό  του  παππού  και  την οικογένειά  του. Μόνο  που  εκείνους  τους ξερίζωσε  χέρι  ξένο, εχθρικό, αλλόθρησκο, αγαρινό.  Αυτόν;

Χτυπήματα  δυνατά  ακούστηκαν,  ένα βράδυ,  στην πόρτα του  σπιτιού  της  Μαργαρίτας.  Δεν  είχε  ώρα  πολλή,  που  είχε  επιστρέψει  από  το  ραφτάδικο  της   Νίνας,    και  ετοίμαζε  κάτι  στην  κουζίνα,  να  τσιμπήσει. Δεν  έδωσε  σημασία,  καμιά  φορά περνούσαν  από  το  δρόμο  της  παιδιά,  που  σπρώχνονταν  και  κυνηγιόντουσαν,  και  συνέχισε  να  πλένει  τις  τομάτες,  για  τη  σαλάτα.

 Το  χτύπημα  τώρα  ξανακούστηκε  και  μάλιστα  εντονότερο.  Παραξενεύτηκε,  σκούπισε  τα  χέρια  στην  πετσέτα  και  τράβηξε  κατά  την  πόρτα.  Ανοίγοντάς  την,  μια  φυσιογνωμία  οικία,   έκανε  την  καρδιά  της  να  σκιρτήσει. Έμεινε  να  κοιτάει  τον ξένο  αμήχανα  και  πιο  προσεχτικά.

<<Ο Δημήτρης  είμαι  Μαργαρίτα  μου, με  άφησαν>>,  άκουσε τη  γνώριμη,  αλλά  με  ένα  γρέζι  από  τη  συγκίνηση,   φωνή  του  άντρα  της.

  Έπεσαν  ο  ένας  στην  αγκαλιά  του  άλλου  και  δεν  έλεγαν  να  ξεκολλήσουν. Όταν  κάθισαν,  η Μαργαρίτα  πήρε  να  τον  περιεργάζεται,  χαϊδεύοντας  το πρόσωπο,  τους  ώμους, τα  μαλλιά  του.

  Αυτά  τα  μαλλιά,  τα  καστανόξανθα,  που  τόσο  τις  άρεσε  να  ανακατεύει  και  μετά  σαν  καλό  κορίτσι,  να  στρώνει  και να τακτοποιεί!  Και  τώρα   αυτά  είχαν  πέσει,  έφυγαν,  φτερά στον άνεμο,  και τα  λίγα, τα  εναπομείναντα,  βουνοκορφές  πασπαλισμένες  ήταν  με  το  πρώτο  χιόνι. Αδύνατους  μα  σκληρούς  πολύ  ένιωσε  τους ώμους,  τα  χέρια  και  το  λαιμό  του.  Μαυρισμένος  στο  δέρμα,  ξερακιανός και  με  το  βλέμμα  χαμένο  λες  και  απλανές, τον  ένοιωθε  να  κοιτάζει  στο  πουθενά. Και  τα  χείλη  του,  εκείνα  τα  χαμογελαστά  πάντα  και  γλυκά του  χείλη, σε μια γραμμή  μεταμορφώθηκαν  ίσια,  μικρή  σχισμή  σκουρόχρωμη,  σα  λάμα  στα  χέρια  ασίκη, στο  αίμα  βουτηγμένη.

Αφού  τον κανάκεψε  ώρα  πολλή,  ζέστανε  νερό,  να  πλυθεί  και  μπήκε  στην κουζίνα,  κάτι  καλό να  μαγειρέψει.  Κατάκοπος  και  βασανισμένος  είχε  γυρίσει  ο  άντρας  της,  μετά  από τέσσερα  χρόνια,  πεινασμένος  σαν  τον  λύκο  θα  ήταν,  που  δεν  βρήκε  θήραμα  στο χιόνι,  για  μέρες  πολλές.

Η πρώτη  του  νύχτα  σε  στρώμα  μαλακό  και  με  φρεσκοπλυμένες   πιτζάμες,  να  μυρίζουν  λεβάντα,  όπως  και  η  μάνα  του  τού  ετοίμαζε  κάθε  βράδυ,  πέρασε  κάπως  περίεργα   και  καθόλου ήρεμα  για  τον Δημήτρη.

Κάθε  λίγο  ξύπναγε,  να  βεβαιωθεί   ότι  ήταν  στο  σπίτι  του  και  όχι  σε  θάλαμο  με  άλλους  πενήντα,  και  τις  ελάχιστες  ώρες,  που  ταξίδευε  με  τα  φτερά του  Μορφέα,  πεταγόταν  κάθιδρος,  λες  και η  πτήση   του  είχε  αναταράξεις  τρομακτικές,  λόγω  κενού  αέρος.

Η  Μαργαρίτα  τον φρόντιζε,  σα  να  ήταν  το  μωρό,  που  δεν  απέκτησαν  και  όλο τον  τάιζε,  και  του  πουλιού  το  γάλα,  που  λέει ο  λόγος  και  του  μιλούσε.  Για  τα  πάντα  του  έλεγε,  τα  πιο  σημαντικά,  αλλά  και  τα  καμίας  αξίας  γεγονότα,  σαν  τις  άχρηστες  πληροφορίες  της  μέρας.  Ήθελε  να  ξαναπιάσουν  μαζί  το  κουβάρι  της  ζωής  τους  από  εκεί, που  το  έχασαν,  να  καλύψουν  το  κενό  τόσων χρόνων,  να  νοιώσουν  ότι  δεν  είχε  περάσει  ούτε  μια  μέρα,  που  ο  ένας  έμεινε  χωρίς  τη  συντροφιά  του  άλλου.

 Ζήτησε  από  τη  Νίνα  λίγες  μέρες  άδεια  η  Μαργαρίτα.

<<Όχι  λίγες  μέρες,  πολλές  Μαργαρίτα  μου, θα  πάρεις.  Τις  έχεις  ανάγκη  και τις  δικαιούσαι, και  οι δύο  τις  έχετε  ανάγκη.  Χρόνια  τώρα, με  ήλιο,  με  βροχή,  εδώ ξημεροβραδιάζεσαι,  με  τη  μεζούρα  στο  χέρι,  και  για  να  μη  βαριέσαι,  πιάνεις  και  τα  βελόνια.  Πολλά  αξίζεις,  κοπέλα  μου,  πάρα  πολλά,  τι  είναι  λίγες  μέρες άδεια,  μπροστά  στην  αιωνιότητα>>.

Το  1953  μετρούσε  τις τελευταίες  του  στιγμές,  μια  καινούργια  χρονιά  με  χαρές, αγάπη,  ομόνοια και  περισσότερο  φως  στη  ζωή  τους  ευχόντουσαν  οι  άνθρωποι  και  προσπαθούσαν  να  χαμογελάσουν.

<<Αίσιον  και  ευτυχές  το  νέον  έτος,   και  πάντα  μαζί >>,  ευχήθηκαν  το   βράδυ  της  πρωτοχρονιάς,  τσουγκρίζοντας  τα  ποτήρια  με  το  κοκκινέλι,  που έφερε  ο  Δημήτρης  από  την  αγαπημένη  τους  ταβέρνα,  στην  Πλάκα,  που  τόσο  είχε  λείψει  και   στους  δυο.  Αυτές  τις  γιορτές  η  Μαργαρίτα  ήθελε  να  τις  ζήσουν  ονειρικά, σαν  βγαλμένες  από  παραμύθι.  Στόλισε  νωρίς  νωρίς  το  δέντρο,  που  αγόρασε,  το  άλλο  που  είχαν  ήταν  μικρό,  δεν  έβρισκε  θέση  πια  στα  όνειρα  της,  ένα  καινούργιο,  μεγάλο  και  φουντωτό  ήταν  το  λιγότερο,  που  τους  άξιζε.

Έψαξε  σε όλη  την   αγορά και  βρήκε  τις  πιο  μεγάλες  και  γυαλιστερές  μπάλες,  κόκκινες  και  χρυσαφιές και  ένα  άστρο,  για  την  κορυφή  του  δέντρου,  ακτινωτό  και  ολόχρυσο,  ίδιο  με  της   Βηθλεέμ,  που  οδήγησε  τους  τρεις  μάγους, να  προσκυνήσουν  το  νεογέννητο  θείο  βρέφος.

 Έφτιαξε μελομακάρονα  και  δίπλες  και  κουραμπιέδες  με  βούτυρο  φρέσκο  και άχνη.  Μοσχοβολούσε  για  μέρες  η  κουζίνα,  αλλά  και  το  σπίτι  ολάκερο,  μαχλέπι, γαρύφαλλο  και  κανέλλα. Πήρε  δώρα  για τον  άντρα  της,  τη  Νίνα,  τα  κορίτσια,  στο  ραφτάδικο,  και  για  το  σπίτι.

 Για  τον εαυτό  της  πήρε  κάτι  μικρό  και  ασήμαντο,  έτσι  για το  έθιμο  και  το  καλό, ένα  ζευγάρι  λεπτές  νάιλον κάλτσες,  η  τελευταία  τάση  της  μόδας,  η  τελευταία  πινελιά  στο  γυναικείο  ντύσιμο.  Το  άλλο,  το  μεγάλο,  το  καλύτερο  και  σημαντικό,  τον  Δημήτρη  της,  της  το  είχε  φέρει   η  ίδια η  ζωή.

Άνοιξαν  διάπλατα  το  σπιτικό  τους  και  άκουσαν  τα  κάλαντα  από  χείλη  παιδικά,  αλλά   και  από  μεγαλύτερους,  που  είναι  όμως  στην καρδιά  παιδιά, λειτουργήθηκαν στην εκκλησία  της Αγίας Φωτεινής,  στη  γειτονιά  με  το  ραφτάδικο, στη  γειτονιά  που  είδαν τη  ζωή  τους  να  ξεκινά από  την  αρχή,  μετά  την  κατοχή  και  πριν τον  εμφύλιο.

Περπάτησαν  πολύ,  πιασμένοι  χέρι  χέρι,  στα στενά  της  Πλάκας, στο  Θησείο,  στο  βράχο  κάτω  από  την  Ακρόπολη,  που  στερήθηκαν  τόσα  χρόνια,  γέλασαν  και πέρασαν  πραγματικά  πολύ  όμορφα,  ευτυχισμένα,  όπως  τα  σχεδίασε  και  τα  ονειρεύτηκε  η  Μαργαρίτα.

 Τι   είναι  άλλωστε η   ευτυχία,  απλά  πράγματα,  μικρά,  συνηθισμένα,  που  εμείς  με την  αγάπη,  τη  στοργή  και  τη  φροντίδα  μας,  τα   πασπαλίζουμε  χρυσόσκονη  και  τα  κάνουμε   να  λάμπουν  και  να   φωτίζουν  την  ψυχή  και  τη  ζωή μας!

Οι   γιορτές  πέρασαν  και  ο  Δημήτρης  έκανε  κάποιες  σκέψεις,  σοβαρές,  για  το  μέλλον   τους,  τις  οποίες    και   δε  δίστασε  να  μοιραστεί   με  τη  γυναίκα  του.

<< Θα  περάσω αύριο,  Μαργαρίτα  μου,  από   τον  Εκδοτικό  Οίκο   και  την  Εφημερίδα,  που  μετέφραζα   βιβλία  και άρθρα. Θέλω  να  ασχοληθώ  πλέον  όχι  μόνο με  τις  μεταφράσεις,  αλλά  και   να  γράψω,  εγώ,  ο  ίδιος.  Όλα  αυτά,  που  έζησα   και  υπέφερα  εγώ  και  τόσοι  άλλοι,  και  ακόμη  πολλοί  περνάνε,  θέλω  να  τα  γράψω,  να  μην  ξεχαστούν,  να τα  μάθει  ο κόσμος  και  οι  επόμενες  γενιές.

  Όταν  κάτι  το  θυμόμαστε,  δεν  το  επαναλαμβάνουμε   και,  αν βρεθούμε   ποτέ  σε  παρόμοια  κατάσταση,  αποφεύγουμε   τουλάχιστον  να  κάνουμε   τα  ίδια  λάθη>>.

<<Και  το  πανεπιστήμιο  Δημήτρη  μου,  οι  σπουδές,  το  όνειρό σου>>,  τον  αντέκρουσε  η  Μαργαρίτα,  που  μόλις  τώρα  είδε  τη  ζωή  τους  να  παίρνει  και  πάλι  μπροστά  και   άλλες  αλλαγές  και  εκπλήξεις,  δεν  ήθελε  να  ζήσει,  όχι  τουλάχιστον  ακόμα.

<<Ο  κόσμος  είναι  γεμάτος  από  ονειροπόλους  και  ιδεολόγους,  δε  χρειάζεται  έναν  ακόμη.  Η  καθημερινότητα, το  σήμερα,  χρειάζεται  ανθρώπους  να  σηκώσουν  τα  μανίκια  και  να  δουλέψουν,  να  το  τακτοποιήσουν,  να  το  διορθώσουν,  να  το  κάνουν λίγο  καλύτερο.  Σκαφτιάδες  και σιδεράδες  χρειάζεται  ο  κόσμος,  όχι υποκριτές  και  φαρισαίους.  Και  επιστήμονες  βέβαια,  όπως  είναι  οι  γιατροί.    Δεν  είναι  της  τύχης  μου  γραφτό ως γιατρός  να   αγωνιστώ  στον  κόσμο  αυτό.  Από  άλλο  μετερίζι   μπορώ,  και  θα  το  πράξω.  Κανένας  μας  δεν  περισσεύει,  άλλωστε  είμαι  κάπως  μεγάλος  πια  για  φοιτητής,  δε  νομίζεις;>>,  αγκάλιασε  τη  γυναίκα  του  και  σηκώθηκε να  βάλει  δυο ούζα να  πιουν  στην υγειά  τους  και  στο  ΑΥΡΙΟ.

Πριν  καν  το  καταλάβουν,  με  τις  δουλειές  στο  ραφτάδικο,  που  από  το  καλό  πήγαιναν  στο  καλύτερο,  και  τον  Δημήτρη  να  μοιράζεται  ανάμεσα  στις  μεταφράσεις  και  τη  συγγραφική του  πένα,  ήρθαν  και  οι  πρώτες  ζέστες  του  καλοκαιριού.   Ο  Ιούνης  μπήκε  με  άγρια  καυτές  διαθέσεις  και  έκανε  ανθρώπους,  ζώα  και  φυτά  να  βιάζονται  για  το  πέρας  της  μέρας,  να  βραδιάσει  αδημονούσαν  όλα  και  όλοι,  να  αρχίσει  κάπως  να  δροσίζει.

 Και  το  μικρό  τους  σπιτάκι ήταν  πράγματι  πολύ  ζεστό  κάτι  τέτοιες  μέρες,  και  ελάχιστα  μέσα  μπορούσαν  να  σταθούν.  Η  Μαργαρίτα  στο  υπόγειο  του  ραφτάδικου  δεν  καταλάβαινε  την  κάψα,  ούτε  την  άπνοια  μαζί  με την  υγρασία,  που  έκαναν  την  ατμόσφαιρα  πιο  αποπνικτική  και  ανυπόφορη,  ενώ ο  Δημήτρης,  τις  ώρες  που  ήταν  στο  σπίτι,  είχε  μετακομίσει  στη  μικρή  τους  αυλή,  κάτω  από  την  πλούσια  και  δροσερή  κληματαριά  και  έγραφε,  όλο……..έγραφε.

<<Μαργαρίτα  τι  θα έλεγες  φέτος,  να πηγαίναμε  λίγες  μέρες  στο  νησί; Να  δούμε  τους  δικούς  μας,  να  αλλάξουμε   παραστάσεις  και  να   δροσιστούμε,  τι  λες;>>, εξέφρασε την  επιθυμία  του  ο  Δημήτρης,  ένα  από  εκείνα τα   ζεστά  βράδια  του  Ιούνη.

 Τα  τελευταία  χρόνια   που  ο  Δημήτρης….έλειπε,  η  Μαργαρίτα  είχε  αραιώσει  την επικοινωνία  με  το  νησί,  με τους  γονείς   της,  αλλά  κυρίως  με τα  πεθερικά  της.  Δεν  ήθελε  να  φορτώσει  ψυχικά  τους  ανθρώπους σε  αυτή  την  ηλικία  με  την  πέτρινη  ζωή,  που  περνούσαν  εκείνη  στην  Αθήνα  και  ο Δημήτρης  εξορισμένος  σε  κάποιο  αιγαιοπελαγίτικο  νησί.

  Οι   γονείς  του Δημήτρη  δεν  έμαθαν ποτέ  ότι  το  παιδί  τους  πέρασε  τέσσερα  χρόνια  εξορισμένος  σε  ξερονήσια.  Τις  λίγες  φορές,   που  τους  έγραψε  η  Μαργαρίτα  τους  έλεγε  ότι  είναι  καλά,  και  πως  στο  νησί  δεν κατεβαίνουν,  άλλοτε   γιατί ο  Δημήτρης  είχε  διάβασμα  και  επισκέψεις  σε   νοσοκομεία  και  κλινικές, στα  πλαίσια των  μαθημάτων  του,  άλλοτε   γιατί  δεν  μπορούσε  να  λείψει  από  τη  δουλειά  του  στην  εφημερίδα  και  τον  εκδοτικό  οίκο,  και  άλλοτε  γιατί  δεν  μπορούσε  να  πάρει  άδεια  από   τη  δουλειά  της  εκείνη  ή  κάποιος  από  τους  δυο  ήταν  αδιάθετος  την  περίοδο  της  καλοκαιρινής  τους  άδειας.

  Δικαιολογίες,  δικαιολογίες,  κάθε  φορά  πολλές,  για  λόγο όμως καλό. Ο  σκοπός  άλλωστε  αγιάζει  τα  μέσα,  έτσι  δε λένε,  και  στη  συγκεκριμένη  περίπτωση όλα  γίνονταν για  την  προστασία  της  ψυχικής  υγείας  και  ηρεμίας των  ανθρώπων,  που  άφησαν  πίσω  τους, στο   νησί. 

Τώρα  όμως,  που  ο  Δημήτρης  ξαναβρήκε  τον  εαυτό  του  και   σε  τίποτα  δε  θύμιζε  τον  καχεκτικό  και  χωρίς  νεύρο  και  ζωή  μέσα  του άντρα,  που  ήταν,  όταν  γύρισε  από  την  εξορία,  δεν  είχαν  κανένα  λόγο να  μην  έκαναν  αυτό  το  ταξίδι, που  αποδείχτηκε  ταξίδι   ζωής.

 Η Μαργαρίτα  όχι  μόνο δεν είχε καμία  αντίρρηση,  αλλά  πέταξε από  τη  χαρά  της, στην  κυριολεξία,  όταν  της  το  πρότεινε  ο  Δημήτρης. Ήταν  σαν  κάποιος να  τράβηξε από  μπροστά της  το  πανί,  που  είχε  πέσει  και  έκανε  τη  ζωή  τους  άχαρη και  σκοτεινή,  σα  να  απόκτησαν  πια  νόημα  και  αξία, όσα  είχαν  και  όσα ακόμη  θα  ερχόντουσαν.  Η  επιστροφή  στις  ρίζες,  έστω και για  λίγες  μόνο  μέρες,  έθεσε  τη  ζωή  τους  σε  νέα  βάση.

 Η  ημερομηνία  που  ορίστηκε  ήταν  για  τις αρχές  Αυγούστου,  για  να  γιορτάσουν  όλοι  μαζί  τη  γιορτή  της  Μεγαλόχαρης,  το  Δεκαπενταύγουστο. Με  χαρά  και  μεγάλη  προσμονή  περίμεναν  τη  μέρα  της  επιβίβασής  τους  στο  καράβι,  στον  Πειραιά.  Με   ενθουσιασμό   και  ανυπομονησία  δούλευαν  και  οι  δυο  τους  πολύ  τις  τελευταίες  μέρες,  για  να  μην  αφήσουν εκκρεμότητες.

Και  φυσικά  δεν  ξέχασαν  να  πάρουν  δώρα  για  όλους,  στις  οικογένειές  τους,  που  είχαν  τόσα  χρόνια,  να  ανταμώσουν. Για τον  Εμμανουήλ  πήραν  ένα  κομπολόι  κεχριμπαρένιο. Ο  ήχος  από το  χτύπημα  των  χαντρών  του,  να  συνοδεύει  τα  βράδια  του  και  να  τον  νανουρίζει.  Για  τη  Διώνη  μια  μεταξωτή  εσάρπα,  να  ρίχνει  στους  ώμους  της  τα  καλοκαιριάτικα  βράδια,  που  της  άρεσε  με  τις  ώρες  να  κάθεται  κάτω από  τα  αστέρια,   και  έβγαζε  ψύχρα.

 Για τον  πατέρα  της  ένα  πουλόβερ  ζεστό  με  γιακά  ζιβάγκο,  να  πιάνει  και  το  λαιμό  του,  γιατί  από  πάντα  τον  θυμάται  να  ξεροβήχει  τους  χειμώνες  και  να  διαμαρτύρεται  για  πονόλαιμο. Στους  δίδυμους  αδερφούς  της  Μαργαρίτας πήραν  από  ένα  δερμάτινο  μπουφάν,  σε  μαύρο  και  σοκολατί   χρώμα,   και  στον  μεγάλο  της  αδερφό,  τον  Πετρή,   που  εκείνη  φρόντιζε,  όσο  ήταν  στο  νησί,  πήραν  ένα  τραντζιστοράκι,  να  κάνει  πιο  υποφερτή  τη  μοναξιά  του.

Και η  πολυπόθητη  μέρα  έφτασε.   Με  δυο  βαλίτσες  και  μια  τσάντα  μεγάλη,  που  είχε  τα  δώρα,  ανέβηκαν  σε  ένα  ταξί  και  έφτασαν  στο  λιμάνι  του  Πειραιά.

Θεέ  μου,  πόσο  πλήθος,  πόση  κίνηση,  τι  φασαρία!  Άλλος  κόσμος  εδώ,  διαφορετικός  από  τη  μικρή  και  ήσυχη  γειτονιά τους,  σκεφτόταν ο Δημήτρης  που,  μετά  την  επιστροφή  του  από  την  εξορία,  περνούσε  τη  ζωή  τους  μέσα  στους  τέσσερις  τοίχους  του  σπιτιού  τους  και  τη  μικρή  τους  αυλή.  Κάτι  σαν  φόβος  να  συγχρωτιστεί  με  το  πλήθος,  ένοιωθε  βαθιά  μέσα  του  και  έκανε  τεράστιες  προσπάθειες  να  μη  χαλάσει  το  χατίρι  της  Μαργαρίτας,  να  μην  την  απογοητεύσει  και  πάλι, κάθε  φορά  που  εκείνη  του  ζητούσε να  κάνουν  μια  βόλτα  οι  δυο  τους.

 Περιδιάβαιναν  μικρά  και  ανήλιαγα  στενά,  έπαιρναν  τα  δρομάκια,   που  δεν  περπατούσε  κόσμος  πολύς  και  κατέληγαν  στο  πιο  μοναχικό  και  απόμακρο  τραπεζάκι,  στην  ταβέρνα  που  αγαπούσαν,  κάτω  από  τη  σκιά  του  ιερού  βράχου  της  Ακρόπολης.

 Αυτοκίνητα,  κορναρίσματα, σφυρίγματα  καραβιών, κόσμος  που  αποχαιρετούσε  αυτούς  που  έφευγαν, και άλλος,  που  καλωσόριζε,  όσους έρχονταν.  Ζευγάρια  νέων πιασμένα  από  το  χέρι,  να  φεύγουν  για  λίγες μέρες  μακριά  από  την  πρωτεύουσα,  μα  και  οικογένειες  με  παιδιά,  καροτσάκια,  ποδήλατα,  ακόμη  και  κλουβιά  με  πουλιά  μελωδικά,  μια  πολιτεία  ολόκληρη  σε  αναβρασμό.

  Ανέβηκαν  στο πλοίο  και  βρήκαν  δυο  θέσεις  με  δυσκολία. Ήταν  η  καρδιά  καλοκαιριού,  Αύγουστος  μήνας,  που  η  πλειοψηφία   του  κόσμου  έπαιρνε  την  καλοκαιρινή  του  άδεια,  και  όλο  και  για  κάπου  κινούσε.  Βγήκαν  από  το  λιμάνι  και  τα  μαλλιά  τους  ανέμιζαν  ελεύθερα.

 Τι  ωραία  που  είναι  η  αίσθηση ελευθερίας!  Όταν  μάλιστα  την  έχεις  στερηθεί,  τότε  γεύεσαι  κάθε  της  στιγμή  με  όλο  σου  το είναι.

 Τα  πνευμόνια  τους  γέμισαν  ιώδιο   και  τα  μάτια  τους   έλαμψαν,  κλέβοντας  λιγάκι  από  το   λαμπερό  γαλάζιο  της  θάλασσας  και  του  ουρανού.

 Τότε  ήταν  που  είδε  η  Μαργαρίτα  στα  μάτια  του  Δημήτρη,  να  ξεπροβάλουν  κάποιες  σκιές.

<< Είσαι  καλά,  αγάπη  μου>>,  τον  ρώτησε  με  κάποια  ανησυχία στη  φωνή.

<<Καλά είμαι,  απλώς  αυτό  το ταξίδι  μου  θύμισε  τη  μέρα  εκείνη,  που  μας  ανέβασαν  σε  ένα  παλιό  ψαροκάικο,  κάπου  στο  Λαύριο  πρέπει  να  ήταν,  και   μετά  μας   κατέβασαν  στη  Μακρόνησο.  Είχε  μια τέτοια   θαλασσοταραχή,  που λίγο  έλειψε να  πνιγούμε.  Άλλος  έβγαζε νερό  από  το  στόμα  του, άλλος  χολή  και  άλλος  τα  σωθικά  του  στην  κυριολεξία.  Και  από  πάνω  και ο   φόβος  του  αγνώστου.  Πού  μας  πήγαιναν,  τι  θα  μας  έκαναν…>>. 

Έκλεισε  ο  Δημήτρης  τα  μάτια  και  τα   ξανάνοιξε,  σα  να  ήθελε  να διώξει  από  μπροστά  του  τις  άσχημες  εικόνες.  Οι  μνήμες  μετά  από  καιρό,  που  προσπαθούσε  να  ξεχάσει,  ξύπνησαν  και  τον  κεντούσαν,  σαν  τη  βουκέντρα  σε  πλάτη  αλόγου. << Θα  το ξεπεράσω,  δεν  θα  με  πληγώνει  τίποτα  πια >>, είπε  και   αγκάλιασε  τη Μαργαρίτα  του,  τον  ανθό  της  ζωής  του.

 Η  θάλασσα  ήταν απαλή  σα  χάδι, σα  δέρμα μωρού,  και  τους  χάρισε ένα πολύωρο,  όμορφο  ταξίδι. Τα  θαλασσοπο,ύλια  κάθονταν  αναπαυτικά   στην  πρύμνη  του  καραβιού  και  περίμεναν  τα  αφρόψαρα,  να  πεταχτούν,  καθώς  η προπέλα   γύριζε  και  ανατάρασσε  τα  νερά,  έτοιμη  λεία  δηλαδή,  φαγητό  στο  πιάτο  τους,  ενώ  τα  παιδιά  επιδίδονταν  με  ενθουσιασμό  στο  προσφιλές  τους  παιχνίδι,  να τους  πετούν  λιχουδιές  μέσα  από  χρωματιστά  σακουλάκια.

 Κάποιοι από  τους  ταξιδιώτες  φαινόταν  ότι  πήγαιναν  για  πρώτη  φορά  σε  αιγαιοπελαγίτικο  νησί  και  άλλοι  πως  έκαναν  αυτό  το ταξίδι  για πολλοστή   φορά.

 Άλλοι  έβγαζαν  φωτογραφίες,   άλλοι  διάβαζαν  κάποιο  βιβλίο  ή  περιοδικό,  για  να  περάσει  η  ώρα,  άλλοι  άκουγαν  μουσική  από  το  τραντζιστοράκι  τους  και  άλλοι,  μανάδες  ως  επί  το  πλείστον,  φώναζαν  στα  παιδιά  τους,  να  μην  τρέχουν  και  να  μην  σκύβουν  από  την  κουπαστή  του  πλοίου.

Ο  ερχομός  τους   στο  πατρικό, ύστερα  από  τόσα  χρόνια, ήταν  για  τις  ψυχές  όλων  τους  σαν  την όαση,  που  αποζητά  και  βρίσκει  ο  κουρασμένος,  στην έρημο. Αγκαλιές,  φιλιά,  δάκρυα  χαράς  και  ανακούφισης, ταχταρίσματα  και  κανακέματα  πολλά.  Αχ  αυτές  οι  μάνες!

  Αν  οι  γυναίκες  ήρθαν  στον  κόσμο αυτόν,  για  να  γίνουν  μάνες,  και  μόνο  για  αυτό,  αυτός  θα  ήταν  σίγουρα  ένας  πολύ  καλός  λόγος  από  μόνος  του.  Κανείς  ποτέ  δεν  μπόρεσε  να  εκφράσει, να  αποτυπώσει  όλο  το  μεγαλείο  της  μητρικής  αγάπης.

 Για τη  μάνα  έγραψαν  ποιητές,  από  αυτήν  εμπνεύστηκαν  ζωγράφοι,  τη  μορφή  της  σκάλισαν  γλύπτες,  πάνω  σε  κατάλευκο  μάρμαρο,  μα  όσα  ποιήματα,  πίνακες  και  αγάλματα  γίνονταν,  πάντα  κάτι  έλλειπε,  πάντα  κάτι  με  την τέχνη  τους  σε  αυτήν  αναζητούσαν,  να  το  αποδώσουν,  και  ποτέ  δεν  το  έβρισκαν. Άπατη  η  προσφορά  της,  αιώνιο  το  μεγαλείο  της,  αέναη  η  μορφή  της.

Έμειναν  στο   παλιό  τους  δωμάτιο,  αυτό  που  είχαν  και  τα  πρώτα  χρόνια  του  έγγαμου  βίου  τους,  στο  νησί. Κοίταζε   το  δωμάτιο   αυτό  στην  Ανατολή  και  έτσι  κάθε  πρωί  έβλεπαν  στη  λάμψη  του  ήλιου  να  αντικατοπτρίζεται  η  χαρά  όλης  της  πλάσης,  και  όταν  αυτός  έμενε  κρυμμένος  πίσω  από  τα  σύννεφα,  έβλεπαν  εκείνα,  σαν  καραβάκια, σαν  αετοί, σαν  πλατανόφυλλα  ή  ό,τι  άλλο  σχήμα  έπαιρναν,  να  ταξιδεύουν  στον  ουρανό,  για  άλλους  τόπους  ξένους  και αλαργινούς,   και  μαζί  τους  ταξίδευαν  και  εκείνοι.

Το  καλύτερο  από  όλα  όμως,  και  αυτό  που  λάτρευαν  να  βλέπουν  και  να  ακούνε,  ήταν  το  καθάριο  νερό,  που  έτρεχε  κελαριστό   στους  μύλους  και  με  τη  δύναμή  του  τους  έδινε   ζωή,  τους  έδινε ψυχή.  Αυτό  το  γνώριζε  η Διώνη  γι΄  αυτό  και  είχε  ζητήσει  από  τον  Εμμανουήλ  να  φτιάξει  ένα  αίθριο,  δίπλα  στη  λιμνούλα με τα νερά  και  το  γιασεμί,  που  έπλενε  τα  πόδια  του   εκεί  και  σκορπούσε  απλόχερα  τη  γλυκιά  του  ευωδιά  και  τη  λευκή  του  ομορφιά.

  Το  αίθριο  είχε   γίνει,  από  χρόνια  πριν,   αλλά  δεν είχε  ποτέ  μέχρι  τώρα  την  ευκαιρία να  χρησιμοποιηθεί  και  να  αγαπηθεί,  όπως  του έπρεπε.  Τώρα,  με  τον  ερχομό  του  Δημήτρη  και  της  Μαργαρίτας,  ήταν  σα  να είχε   βρει  και  εκείνο το  νόημα της ύπαρξής  του.

 Όλα  τα   πρωινά των  διακοπών  τους  σε  εκείνο  το  αίθριο  τα  περνούσαν,  εκεί έπαιρναν  τον  καφέ  τους  με  τις  λιχουδιές,  που  έβγαζε  ο  φούρνος  αξημέρωτα   και   τους  έσπαγε  τη  μύτη,  αλλά  και  τα απογεύματα,  όταν  έκοβε  η  κάψα  της  μέρας,  από  εκεί  έβλεπαν  τα  πρώτα  χρώματα  του  δειλινού,  να  βάφουν  τον  ουρανό.

Ένα μικρό  ξωκλήσι,  ανάμεσα  στις  πηγές  και  στο  σημείο  ακριβώς,  που  είχε  γίνει  η  βάφτιση  του  Δημήτρη,  λίγο  μετά τη  δύση του  ηλίου,  νύφη  και  πεθερά συνήθιζαν  να επισκέπτονται  και να  ανάβουν  το  καντηλάκι  με  λάδι αγνό,  από  τις  ελιές  του  κτήματος,  για  να  ευχαριστήσουν  το  Θεό για  τη  μέρα,  που  τους  δανείστηκε  και  πέρασαν  υπέροχα,  αλλά  και   για  να  φωτίζει  η  φλογίτσα  του  τη  ζωή  και  τα  όνειρά  τους.

Στον   Άγιο   Δημήτριο,  μεγάλη  η  χάρη  του,  ήταν  αφιερωμένο  το  μικρό  εκείνο πέτρινο  εκκλησάκι  και  έστεκε,  εκεί,  φρουρός  ακοίμητος  της  ύπαρξής  τους,  μάρτυρας  της  ιερής  τους  πίστης. Το  όνομα του  Αγίου,  που  είχε  ο  πατέρας  του  και πήρε  στη  συνέχεια,  παράδοση  είναι  αυτή  και  πως  να  της  εναντιωνόταν, ο  γιος  του,  διάλεξε   ο  Εμμανουήλ,  να  δώσει  στο  μικρό  ξωκλήσι.

Οι  μέρες  περνούσαν  ξένοιαστα  και  ανέμελα  στο  νησί. Πολλές  ώρες  της μέρας  τους  άρεσε  να  κάνουν  βόλτες  και  περιπάτους  στο  κτήμα  τους,  μέσα,  τις  <Κυδωνίες>, όπως  ήταν  το  όνομά του,  ένα  κτήμα  που  ο  Εμμανουήλ  με τη  Διώνη  είχαν  μετατρέψει  σε  επίγειο  παράδεισο.

 Επρόκειτο  για  μια  έκταση,  που  αποδείχθηκε  τεράστια  τελικά,  όταν καθαρίστηκε  από  τα  αγριόχορτα   και  τις  καλαμιές,  και  μετατράπηκε  γρήγορα  από  καταφύγιο  της  οικογένειας,  όπως  ήταν τα  πρώτα  χρόνια  της  προσφυγιάς  τους,  σε  ένα όμορφο,  ζεστό  σπιτικό,  αλλά  και  σε  χώρο  δημιουργίας  και  προσφοράς  τους.

 Με  σκληρή  δουλειά  των  δυο  τους  ή  μάλλον  των  τριών  τους  ( έζησε  για  κάποια   χρόνια  κοντά  τους  και  η  μητέρα  του  Εμμανουήλ, η κ. Ελένη) κατάφεραν  το  χαμόσπιτο  κυριολεκτικά,  που  τους  πούλησε  ο  Λέσβιος  Καμπάνης,  φίλος  και  συνεργάτης  του  Εμμανουήλ,  όχι  μόνο  να  το  αναστήσουν   και  να  το  μετατρέψουν  σε  ένα  πρώτης  τάξης  οίκημα,  όπως  ήταν  τα  καλά σπίτια  του  νησιού,  αλλά  να  στήσουν,  δίπλα  στα  νερά των  πηγών,  που  υπήρχαν  στη γύρω  περιοχή,  άλλα θερμά  και  άλλα  κρύα,  τη  δική  τους  επιχείρηση.

 Στο  κτήμα  φυτεύτηκαν  κάθε  είδους  δέντρα,  που  ευδοκιμούσαν στο  νησί, ελιές,  ροδιές,  λεμονιές,  συκιές,  χουρμαδιές. Δίπλα  σε  μια  πηγή,  ξέχωρα  από τις  άλλες,  μια  λιμνούλα  σχηματίστηκε  και  στα  γαλαζοπράσινα  νερά  της  έπαιζαν  και  πλατσούριζαν  πάπιες  και  χήνες  και  καμιά  φορά  και  κανένα πετούμενο  του  ουρανού, που  κατέβαινε  να  ξεκουραστεί  και  να  παίξει,   βλέποντας  και  ζηλεύοντας  τα  παιχνίδια  των άλλων. Οικόσιτα  ζώα, κότες,  κουνέλια,  κατσίκες, γάτες  και  δυο  μαλλιαροί  σκύλοι,  πιστοί  σύντροφοι  και  φύλακες  οι  δυο  τους,  περιπλανιόταν  ελεύθερα  και  ανέμελα  σε  όλη  την  έκταση.

  Το  καμάρι  όμως  όλων,  ανθρώπων  και  ζωντανών,  ήταν  ένα  πουλάρι,  που  χάρισε ο  Καμπάνης  στο  μικρό  Δημήτρη,  με  το  που  εγκαταστάθηκαν  στο  κτήμα,  που  τους  πούλησε.  Άσπρο  ήταν  το  πουλάρι,  με  ένα  σημάδι  καφετί  στα  καπούλια  του,  που  έμοιαζε  με  κεφάλι  βοδιού,  σαν  αυτό  που  είχε ο  Βουκεφάλας  του  Μ.  Αλέξανδρου.  Έτρεχε  όλη  τη  μέρα  υπερήφανο  εκείνο  από  τη  μια  άκρη  του  κτήματος   μέχρι  την άλλη,  από  την  αυγή  μέχρι  το  λιόγερμα. 

 Γρήγορα  μεγάλωσε ο  Δημήτρης  και  ήταν  σα  να   ήρθαν  στον  κόσμο  οι  δυο  τους  μόνο  για  να συναντηθούν.  Τόσο  πολύ ταίριαξαν  από  την  πρώτη  στιγμή  και  περνούσαν υπέροχα. Έμαθε  να το  ταϊζει,  να το  χαϊδεύει,  χωρίς  να το  φοβίζει,  να του χτενίζει  τη  χαίτη,  να  του  μιλάει,  και  εκείνο  νιώθοντας  τη  φροντίδα  και  την  αγάπη,  που  του  πρόσφερε  ο  Δημήτρης,  γρήγορα  αφέθηκε  να  το  ιππεύσει  και  να  κάνουν  μαζί  τις  βόλτες  και  τους  περιπάτους  τους.  Όχι  μόνο σύντροφος  στα  παιχνίδια  ήταν  το  άλογο  εκείνο   αλλά  και  προστάτης  μεγάλος  για  τον  Δημήτρη,   όπως  αποδείχτηκε  τη  μέρα  που,   οκτώ  χρονών  αγοράκι  εκείνος,  πλησίασε  μια  συστάδα  χόρτων,  από  όπου  ακουγόταν  σαν  ένα  μικρό  γατάκι,  να  νιαουρίζει.

 Φτάνοντας  εκεί  και  απλώνοντας  το  χέρι  του  να  τραβήξει  τα  χόρτα,  για  να  δει,  τι  συνέβαινε,  άκουσε  το  άλογό  του  να   πλησιάζει  και να   χτυπά  το  μπροστινό  του  πόδι  με  δύναμη  στο  έδαφος,  ξανά  και  ξανά,  και να  χλιμιντρίζει,  σαν  σε  μοιρολόγι. Ένα   φίδι  πετάχτηκε  από  τα  χόρτα  ξαφνικά,   και  πριν  ο  Δημήτρης  προλάβει  να  το   δει,  εκείνο  δάγκωσε  το  πόδι  του  αλόγου.

 Ευτυχώς  το  φίδι  ήταν  λαφιάτης,  δεν  είχε  δηλητήριο,  που  αμύνθηκε,  γιατί  ήταν  έτοιμο  να  καταβροχθίσει  έναν  ποντικό   και  εκείνοι   του  διέκοψαν  το  γεύμα.

Ερμή   φώναζε  το  άλογό  του  ο  Δημήτρης  και  έτσι  τον  σύστηνε  σε  όλους.

<<  Αυτός  είναι  ο  Ερμής,  σαν  το  θεό  του  Ολύμπου,  που  έβαζε  σανδάλια  με  φτερά  στα  πόδια  του,  και  πετούσε  να  φέρει  στους  ανθρώπους  τις  βουλές  του μεγάλου  Δία,  πατέρα  θεών  και  ανθρώπων.  Σαν  αυτόν  είναι   το  άλογό  μου,  βγάζει  φτερά  και  με  πάει  γρήγορα  παντού>>, έλεγε  σε  όλους  και  καμάρωνε  για  τον  πιστό  του  φίλο.

Όλοι  και  όλα  τώρα  σα  να  ξαναβρήκαν  τη  θέση  τους  σε  εκείνη  τη  γωνιά του  νησιού  και  τα  άξια  χέρια  των  δύο  γυναικών,  της  Διώνης  και  της  Μαργαρίτας,  πεθεράς  και  νύφης,  ήξεραν  καλά  να  περιποιούνται  και  με  ζήλο  θαυμαστό  να    κοσμούν. 

 Παρτέρια  με  λουλούδια,  που  τα  χρώματά  τους  θύμιζαν  ουράνιο τόξο  μετά  τη  βροχή,  γιασεμιά,  που  με  το  άρωμά τους  μεθούσαν  τη  ζωή  γύρω  τους  και  μπουκαμβίλιες,  καθιστές   σε  συστάδες  και  άλλες  αναρριχόμενες   έδιναν  τις  δικές  τους  χρωματικές  πινελιές.  Μια  πανδαισία  χρωμάτων,  μια   οσφρητική  συμφωνία  και  ένα  ψηφιδωτό  οπτικό,  απαράμιλλης  τεχνοτροπίας  και  ομορφιάς,  τα  πάντα  γύρω  τους  ήταν.    Αλλά  και  λαχανόκηπους  και  μποστάνια  και  ζαρτινιέρες  με  λογής λογής  αρωματικά  φυτά   είχε  φυτεμένα  η  Διώνη,  ώστε  τίποτα  να  μη  λείπει  από  το  οικογενειακό  τους  τραπέζι.  

Πόσο  είχαν  λείψει  στο  Δημήτρη,  αλλά  και   στη  Μαργαρίτα,  όλα  αυτά!

Στην  Αθήνα νόμιζαν  πως  ζούσαν  καλά  και  δεν  είχαν  κανένα παράπονο,  όσο  η  ζωή  τους   βέβαια   βάδιζε  πάνω  στις ράγες  και  δεν  είχε  εκτροχιαστεί  και  σημαδευτεί  με  τα  ξερονήσια  του  Αιγαίου. 

Εδώ,  όμως, η  ζωή  είχε  άλλη  γεύση!  Ήταν   πολύ  γλυκό και  εξαιρετικά   ευεργετικό  να  ξεκινούν  τη  μέρα  τους  με  το  κελάηδημα  των   πουλιών  και  να την  κλείνουν   με  το  αγνάντεμα  του  έναστρου  ουρανού.  Να  περπατούν  με  τις  ακτίνες  του  ήλιου  να  χαϊδεύουν  τους   ώμους  και  μαλλιά  τους  και οι   καλημέρες   και  τα  χαμόγελα  των  ανθρώπων,  γύρω   τους,  να ζεσταίνουν  τις  καρδιές  τους.  Να αισθάνονται  το  βρεγμένο  χώμα,  μετά το  πέρασμα  της  βροχής,  και  το  κομμένο  χορτάρι  να  στέλνουν  σήματα  στην  όσφρησή  τους   δυνατά,  να  την  ξυπνούν  ευχάριστα,  σχεδόν  ηδονικά.

 Αυτά  σε  κάνουν  άνθρωπο, συνάνθρωπο,  συνοδοιπόρο  και  δημιουργό,  σκεφτόταν  και  οι  δύο  και  ήταν  τόσο  χαρούμενοι  και  ευτυχισμένοι  με  την  απόφασή  τους  να  επισκεφτούν  το  νησί   τους   και  να   περάσουν  λίγες  εβδομάδες  χαλάρωσης  και  ξεγνοιασιάς  εκεί.  Το  είχαν  τόση  ανάγκη!

Δεν  υπήρχε  μέρα  που  να  μην  έφευγαν  από  το  κτήμα,  για  να  επισκεφτούν  και  το  υπόλοιπο  νησί,  δεν άφηναν  γωνιά  για  γωνιά,  που  να  μην  την   περπατούσαν  και  να μην  την  εξερευνούσαν,  που  να  μην  ζούσαν   ξανά  από  την  αρχή  την  έκπληξη  του  αναπάντεχα  γοητευτικού,  τη  χαρά  της  περιπλάνησης, τον  ενθουσιασμό  του  συναπαντήματος  με  το  οικείο,  πλην  όμως  διαχρονικά  εξαίσιο  και  μοναδικό.

  Περπατούσαν   ξανά  και  ξανά  στους   γραφικούς  οικισμούς  του  Μόλυβδου,  με  τα   εντυπωσιακά  πέτρινα  τείχη  και  τα  δαιδαλώδη  λιθόστρωτα  καλντερίμια  του.

  Επισκέπτονταν  την  Αγιάσο,  που  σαν  αρχόντισσα  σε  θρόνο  στημένο  ψηλά,  αγνάντευε   την  καταπράσινη  κοιλάδα  και  καμάρωνε  για  την  παραδοσιακή αρχιτεκτονική  των  οικημάτων  της.

  Περνούσαν  από  το  απολιθωμένο   δάσος  και  προσπαθούσαν  να  αφουγκραστούν  τους  ήχους  του,  πριν  η λάβα  τους  καταπνίξει.

 Περιπλανιόταν   στα  διάσπαρτα  τμήματα  των  μεσαιωνικών  καστροπολιτειών,  στους  κλειστούς  κόλπους  της  Καλλονής  και  της  Γέρας,  στους  απέραντους  ελαιώνες  με  τις  υπεραιωνόβιες ελιές,  που  αν  στεκόσουν  ώρα  πολλή  δίπλα  τους,  θα  σου  έλεγαν  ιστορίες  παλιές,   όσο  εκείνες,  και  μυστικά  καλά  κρυμμένα  στο  πέρασμα  του  χρόνου.

Και  στο τέλος   κατέληγαν  στην  προκυμαία  της  Μυτιλήνης,  να  αγναντεύουν  πέρα  το  Αϊβαλί,  τις  άλλες  Κυδωνίες,  από  όπου  άλλα  τελείωσαν  και  άλλα ξεκίνησαν,  πριν   από  χρόνια  πολλά.  

Και  αφού  χόρταιναν  από  όλα  εκείνα,  που  τόσο  τους  είχαν λείψει,  τα  εξαίσια  και  μαγικά,  αποφάσιζαν  να  ασχοληθούν  και  με  πιο  πεζά  και συνηθισμένα  πράγματα. Άρχιζε  η  Μαργαρίτα  τις  επισκέψεις  σε φίλους  και  γνωστούς  και  φυσικά  στην  οικογένειά  της.  Περισσότερο  από  όλους  της  είχε  λείψει  ο  μεγάλος  της  αδελφός,  ο  Πετρής. Συνυφασμένη  η  ύπαρξη   του  Πετρή  ήταν   με  τα  παιδικά  και  εφηβικά  της  χρόνια.

Συναντούσε  τις  δυο  καλές  της  φίλες  και  μάθαινε  για  τις  οικογένειες,  που  οι  ίδιες   δημιούργησαν,  για  τους  άντρες,  τα  παιδιά  τους.  Αυτό  το  τελευταίο  πάντα  προκαλούσε  μια  αναστάτωση,  μια  τρικυμία  στην καρδιά  της  Μαργαρίτας.

 Δυστυχώς  ακόμη  η  δική  της  κοιλιά  δεν  τα  είχε  καταφέρει να  καρπίσει.  Αυτός ήταν  ο  μικρός,  αν  όχι  ο  μεγάλος  καημός  της.

<< Καλά  να  είμαστε  με τον  Δημήτρη,  και  αν έρθει  το  μωρό,  θα  χαρούμε  πολύ, αν  όχι,  απλά  θα  παραμείνουμε  ευτυχισμένοι>>,  έλεγε  μέσα  της  κάθε  φορά,  που  το  σκεφτόταν,  αλλά  και  δεν  απελπιζόταν.

 Και  ο Δημήτρης,  όποτε  έλειπε  η  Μαργαρίτα,  φρόντιζε  να  περνά  ώρες  πολλές    στους  νερόμυλους,  στους  φούρνους  και  τις  υπόλοιπες  εγκαταστάσεις  και  να  μιλά  με  τους  εργάτες,  τους  προμηθευτές,  αλλά   και  με  τον  πατέρα  του,  για   δουλειές  και  για  το  νησί  τους.

  Ένα  απόγευμα,  σκυμμένος  καθώς  ήταν  στα  χαρτιά  και  τα  μολύβια  του, έξω,   στο αίθριο,  και  με  την  κούπα  του   καφέ,  να  μοσχοβολά    δίπλα  του,  τον  πλησίασε  ο  πατέρας  του.  Ήταν  τόσο  απορροφημένος  εκείνος  σε  αυτά,  που  έγραφε, που  δεν αντιλήφθηκε  την  παρουσία  του  και  μόνο,  όταν  προσπάθησε  να  καθαρίσει  ο  Εμμανουήλ  τη  φωνή  του,  πριν  του  απευθύνει  το  λόγο,  ο  Δημήτρης  σήκωσε  το  κεφάλι  και  τον  χαιρέτησε  πρώτος.

 Γενικά   δεν  το  συνήθιζε  ο  Εμμανουήλ  να  ενοχλεί  τον  γιο  του  τις  ώρες,  που  εκείνος   βρισκόταν  με  τα  βιβλία  του,  πάλευε  με  τα  χαρτιά  και  τα  μολύβια  του  να  δώσει  σάρκα  και  οστά   στις  σκέψεις  του  και  στους  προβληματισμούς  του. 

<<Καλησπέρα,  πατέρα,  έλα,  κάθισε,  να  τα  πούμε  λιγάκι,  μόλις  τελείωνα  τώρα και  εγώ  με  αυτά,  που  διάβαζα>>, τον  καλωσόρισε  ο  Δημήτρης  και  μάζεψε  σε  σωρό  τα  χαρτιά,  στο  πλάι  του,   στο  τραπέζι  επάνω.

Μιλούσαν   αρκετή  ώρα  για  πράγματα  απλά  και  τετριμμένα,  ώσπου  και  πάλι  ο  Εμμανουήλ  αιφνιδίασε   τον  Δημήτρη   πηγαίνοντας   τη   συζήτηση  στο  πανεπιστήμιο  και  τις  σπουδές  του,  που  λογικά,  θα  έπρεπε,  αν  όχι  να  της  είχε  τελειώσει,  σίγουρα  να  διάβαζε  τα  τελευταία  μαθήματα,  για  το  πτυχίο.  Μετά  την  πρώτη  ταραχή  και  αμηχανία,  ο  Δημήτρης  αποφάσισε  να  μιλήσει  ανοιχτά  στον  πατέρα  του,  λέγοντάς  του  την  αλήθεια.  Όχι  όμως  όλη,   το  κομμάτι  με  την  εξορία  και  όσα  πλήγωσαν  βαθιά το  σώμα,  αλλά  κυρίως  την  ψυχή  του, ήθελε  να  το  κρατήσει   μόνο  για  εκείνον. Αυστηρά  για  εκείνον  και  τη  γυναίκα  του.

<<Θέλω  πολύ  και  εγώ,  πατέρα,  να  μιλήσουμε  οι  δυο  μας  για το  μέλλον  μου  και  θεωρώ πως  τώρα  είναι  μια  καλή  στιγμή,  όμως,  σε  παρακαλώ,  θέλω  να  με  ακούσεις,   χωρίς  να  με  διακόψεις. Τις σπουδές  μου,  τις  σταμάτησα,  πατέρα,  εδώ  και  τέσσερα  χρόνια.   Τα  γεγονότα,  που  σημάδεψαν  όλους  μας,  στον  πόλεμο  και  μετά,  με  έκαναν  να  συνειδητοποιήσω  πράγματα,  που  μέχρι  τότε  αγνοούσα  και  να  δω  τη  ζωή  από  άλλη  οπτική.

 Είχα  επηρεαστεί  από  τους  ανθρώπους  του νησιού  μας,  που  υπέφεραν  και  πονούσαν  και  κανείς  δεν  υπήρχε  να  τους  σταθεί,  να τους  γιατρέψει  τα  τραύματα  και  τις  πληγές  και  θέλησα  εγώ  να  είμαι αυτός,  που  θα  τους  ανακουφίζει,  θα  τους  γιατρεύει,  θα  τους  συνδράμει.  Όμως, αν πρώτα  δεν  γιατρευτεί  η  ψυχή  του  ανθρώπου,  το  σώμα,  παρά τις  όποιες  προσπάθειες,  θα  συνεχίσει να  νοσεί  και  γρήγορα  θα  φύγει. Και  η  ψυχή  του  ανθρώπου   είναι   περισσότερο  απαιτητική  από  το  σώμα.  Ειλικρίνεια, θάρρος, ελευθερία  και  αγάπη  χρειάζεται  να  πάρει  και  να  δώσει,   που  είναι  δυσεύρετα  πολύ  αυτά  και  καμιά  φορά  και  τείνουν  να εκλείψουν.

 Με  αγνά  αισθήματα  τρέφεται  αυτή  και  με  πράξεις,  που  φέρνουν τον άνθρωπο  ένα  σκαλοπάτι  πιο  ψηλά,  αντρώνεται  και  θεριεύει. Αυτό  θέλω  να προσπαθήσω,  να  φτάσω  στα  πιο  βαθιά  και  σκοτεινά  νερά  της  ανθρώπινης ψυχής, τα  ανταριασμένα,  να  τα  βοηθήσω,  να   τα  ησυχάσω>>. 

<<Δηλαδή,  από  ό,τι  κατάλαβα,  αντί γιατρός,  ψυχολόγος  θα σπουδάσεις>>,  του  αντιγύρισε  την  κουβέντα ο  πατέρας   του.

<<Σου  είπα,  πατέρα,  πως  τις  σπουδές  τις  σταμάτησα.  Ασχολούμαι   με  το  γράψιμο   τώρα.  Μεταφράζω  από  τα  αγγλικά,  λογοτεχνία  και  άρθρα  εφημερίδων  και  περιοδικών.  Εργάζομαι  για  έναν  εκδοτικό  οίκο  και  μια  εφημερίδα.  Έπρεπε  κάπως  να  βγάζουμε  τα  έξοδα  της  επιβίωσής  μας  και  η  Μαργαρίτα ασχολείται  με το  ράψιμο. Με  τις  καλοκαιρινές  μας  άδειες  είμαστε  εδώ  και,  το  πολύ  στα  μέσα  Σεπτέμβρη,  θα  γυρίσουμε  πίσω  στην  Αθήνα  και  στις  υποχρεώσεις  μας,  τις  επαγγελματικές>>,  έδωσε  κάποιες  πληροφορίες  στον  πατέρα  του,  για  τη  ζωή  τους  στην  Αθήνα  και  πριν συνεχίσει,  τον άκουσε,  σε  τόνο  μάλλον  ανθρώπου  ενοχλημένου να  του  λέει  εκείνος.

<<Γιατί  παιδί  μου  όλα  αυτά.  Εμείς,  όταν  φύγατε,  σας  είπαμε,  πως  θα σας  στηρίζουμε  οικονομικά.  Για  ποιον  είναι  θαρρείς  όλα  αυτά, που βλέπεις  και  ακόμα  περισσότερα. Γιατί  περνάς  και  εσύ  και  η  γυναίκα  σου  με  δυσκολίες  και  στερήσεις  τα  νιάτα σας.  Δε  με  νοιάζει  το  τί  θα  σπουδάσεις  και  αν  θα  σπουδάσεις. Για  μένα  καλύτερα  να  μένατε  κοντά  μας,  χαρά  στα  μάτια  μας,  το  βιος  μας  να  διαφεντεύεις>>.

<<Συγγνώμη,  πατέρα,  δεν  ήθελα  να  ακουστεί  ούτε  να  φανεί  πως  δε  λογαριάζω  και  δεν  εκτιμώ,  όσα  εσύ  και  η  μάνα  κάνατε  και  συνεχίζετε  να  κάνετε  για  εμένα. Σας αγαπώ  και  σας  σέβομαι, όμως  σέβομαι  και  τον εαυτό  μου, όπως  εσείς   μου  μάθατε. Είμαι  άντρας  και  όχι  σχολιαρόπαιδο,  έχω  ευθύνες  και  υποχρεώσεις,  μόνος  μου  πρέπει  να τις  διευθετώ.  Τον εαυτό  μου  και  τη  ζωή  μου  πρώτα  να  μάθω  να  διαφεντεύω  και μετά  τα  υπόλοιπα>>, του  αντιγύρισε  το  λόγο ο  Δημήτρης  και  συνέχισε.

<< Πέρα  όμως  από  τις μεταφράσεις,  άρχισα  και  εγώ  να  γράφω  πράγματα  δικά  μου,  βγαλμένα  από  τα βάθη  της  δικής  μου  ψυχής  και  τις  δαιδαλώδεις  σπείρες  του  μυαλού  μου,  για τον κόσμο,  για τους  ανθρώπους,  για τα  ωραία  μα  και  τα δύσκολα,  τα  μικρά  και  τα  σπουδαία,  τα  κρυφά  και  τα  ξάστερα.

  Οι άνθρωποι,  όσα  περισσότερα  ξέρουν,  τόσο  δε  μένουν  στα  σκοτεινά  και  τα  χαλασμένα,  και  παλεύουν  να  καλυτερεύσουν  τον  κόσμο  γύρω  τους  για  τους  ίδιους  μα  και  για  τους  επόμενους,  που  θα  έρθουν>>, ολοκλήρωσε   τα  λόγια  του,  με μια  έξαψη  στα  μάτια  ο  Δημήτρης,  που  δεν  διέφυγε  της  προσοχής  του  Εμμανουήλ. 

Προτίμησε  όμως  ο  δεύτερος   να  μη  πει  τίποτα  περισσότερο.  Κάτι  άρχιζε  να  κλωθογυρίζει  στο  μυαλό  του,  αλλά  μέχρι  να ξεκινήσει  η  ύφανση  και  να  απλωθεί  το  υφαντό  της  σκέψης  του,  σα  πραμάτεια  διαλεχτή,  είχε  δρόμο  πολύ  ακόμη.  Μόνο  ο  χρόνος  να  ήταν  σύμμαχός  του,  ευχόταν  μέσα  του,  να  προλάβαινε.

Του  Σταυρού  ανήμερα,  15  του Σεπτέμβρη,  στρώθηκε  κάτω  από  τις  πέργκολες  με  τα  γιασεμιά  και  το  αγιόκλημα,  το  γιορτινό  τραπέζι, τη  μέρα  να  τιμήσουν, αλλά  και  το  τέλος  των πραγματικά  υπέροχων, καλοκαιρινών τους  διακοπών,  που  τράβηξαν  λίγο  παραπάνω. Άλλωστε  στα  νησιά  πάντα ο ψυχρός  καιρός  έρχεται  με  βήματα  αργά,  μικρά και  ασθμαίνοντας.

 Και  τι  δεν  είχε  εκείνο  το  τραπέζι!

 Η Διώνη,  αρχόντισσα  στην  καρδιά  του  Εμμανουήλ  και  του  σπιτιού  τους,  ξεδίπλωσε  όλη  την  αξιοσύνη  και  το  μεράκι  της.  Λευκό  τραπεζομάντιλο με  κεντημένα  σχέδια  ανθισμένης  αμυγδαλιάς στο  κέντρο  και  ανθάκια  περιμετρικά  του  τελειώματός του,  σερβίτσιο από  πραγματική  πορσελάνη  και  λουλούδια  φρεσκοκομμένα  από  τον κήπο τους,  να  στολίζουν  κρυστάλλινα  βάζα,  είχαν την τιμητική  τους  εκείνη  τη  μέρα.

 Πίτες  όλων  των  ειδών, αλμυρές  και  γλυκές,  κοτόπουλο  γεμιστό, αρνάκι με  δεκατρία  υλικά,  όπως  το  έκανε  και  η  συγχωρεμένη  πεθερά  της, η  Ελένη, σαλάτες  με    δροσερά  λαχανικά  του  μποστανιού  τους,  καζανντιπί, κιουνεφέ  πολίτικο και  μπακλαβά  ξέχειλο από  σιρόπι,  το  αγαπημένο  γλυκό  των  δυο  αντρών  της  ζωής  της,  περίμεναν  τους  τέσσερις  τους  να  τα  γευτούν,  να  ευφρανθεί  η  ψυχή  τους.

 Ξεκίνησαν  με  ούζα, αλλά  γρήγορα  τη  σκυτάλη  την  πήρε  το   γλυκόπιοτο  κρασί,  παραγωγή  δική  τους  και  εκείνο,  και  που  έρρεε  άφθονο,  σαν τα  μπερεκέτια  από  το  κέρας  της  Αμάλθειας, της  αίγας  που  απλόχερα  πρόσφερε  το  γάλα της  στο  Δία,   στο Ιδαίο  άντρο  της  Κρήτης, όταν  βρέφος  εκείνος  έπρεπε  να  κρυφτεί  εκεί  από  τον  πατέρα  του,  τον Κρόνο,  που  έτρωγε  τα  παιδιά  του.

Και  εκεί  που  γελούσαν και  έτρωγαν  και  τσούγκριζαν  τα  ποτήρια  τους,  η  Μαργαρίτα, πριν προλάβει, να  τους  ειδοποιήσει, σωριάστηκε  από  την  καρέκλα της   στο  πάτωμα.  κάτω. Έντρομοι  όλοι  τους  πετάχτηκαν  όρθιοι,  και  πρώτος  ο Δημήτρης.  Παίρνοντάς  τη  στα  χέρια   του   προσεχτικά,   μπήκε  μέσα  και την  ακούμπησε στο  μεγάλο  τους  κρεββάτι. Με  μια  κολόνια, με  άρωμα  λεμόνι,  κάτω  από  τη  μύτη  της  Μαργαρίτας,  προσπαθούσε  η  Διώνη να  την  συνεφέρει.

  Μεγαλύτερη  όμως  από  αυτή  της  την  προσπάθεια,  ήταν μια άλλη,  αφού με  κόπο προσπαθούσε  να  κρατήσει  τα   χείλη  της  σφιχτά,  να  μη  χαμογελάσουν,  μη  την κακοχαρακτηρίσουν   με  τη  στάση της  αυτή.

 Η ζωή,  για  μια  ακόμη φορά,  επαναλαμβάνεται,  συλλογίστηκε,  ενθυμούμενη  τη  δική  της  εγκυμοσύνη  και  τη  δική  της  πεθερά,  να  προσπαθεί  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο,  να  τη  συνεφέρει. Καλύτερα,  όμως,  να  μην πω  τίποτα,  δεν  ξέρεις  καμιά  φορά…., είπε  μέσα  της  και  άρχισε  με  μια  βεντάλια  να  κάνει  αέρα μπροστά  στο  χλωμό  πρόσωπο  της  νύφης  της. Η  Μαργαρίτα  ανέκτησε   σχετικά  γρήγορα τις  αισθήσεις  της,  αλλά  η  χλωμάδα  και  η  εμφανής  αδυναμία  της,  έκαναν  τον  Δημήτρη  να  φύγει  από  κοντά  της  και  να  επιστρέψει  με  έναν  γιατρό,  που  βρήκε  στην  πόλη  της  Μυτιλήνης.

<<Δεν   είναι  τίποτα>>, τους είπε  ο γιατρός,  όταν βγήκε  από  το   δωμάτιο.

<<Συμβαίνει  συχνά  σε  τέτοιες  περιπτώσεις. Ξεκούραση,  ύπνο,  καλό  φαγητό  και  λίγη  παραπάνω  προσοχή, χρειάζεται  η   γυναίκα,   και  όλα  καλά  θα  πάνε>>,  συμπλήρωσε  δίνοντας  κάποιες  οδηγίες  του.

<< Μα  τι  ακριβώς  συμβαίνει,  δεν  καταλαβαίνω>>,  μίλησε  πρώτος  ο  Δημήτρης,  που δεν είχε  καταλάβει  το  παραμικρό.

<<Μα  είναι  έγκυος, αγαπητέ  μου>>,  αναφώνησε  ο  γιατρός  και  κίνησε να  φύγει. Δεν  θυμόταν   ο  Δημήτρης   εντονότερη  και  ευτυχέστατη  στιγμή   στη  ζωή  του,  με  ένα  πέρασμα γρήγορο   που  έκανε  στα  δαιδαλώδη  μονοπάτια  της  ζήσης  του.  Ακόμα  και  εκείνα  τα  σκοτεινά, τα  μαρτυρικά  μονοπάτια, που  δεν  ήθελε  ούτε  να  θυμάται,  ούτε  να  αναφέρεται  ποτέ  σε  αυτά,  ως  δια  μαγείας  έχασαν το  απειλητικό  μαύρο  του  θανάτου  χρώμα  τους  και   ένοιωθε  να  μην  τον  πληγώνουν  πια,  όσο  πριν.  Υπήρχαν  μεν,  αλλά  δεν  τον  αφορούσαν  πια. Το  χαρμόσυνο  νέο  είχε  εξαϋλώσει  τα  πάντα  στο  πέρασμά  του.

 Με  μάτια  υγρά   και  φωνή,  που  φανέρωνε  την  ψυχική  του  φόρτιση,  στράφηκε  στους  γονείς  του.

<<Είναι  ένα  θαύμα για  εμάς, τόσα  χρόνια,…..  είχαμε  απογοητευτεί. Και  τώρα,  εδώ,  στο  μόνο  μέρος  που  νιώθω  ασφαλής  και  είμαι  ο  εαυτός  μου,  επέλεξε  η  ζωή, να  μου στείλει  αυτό  που  πραγματικά  θα  με  ολοκληρώσει  σαν  άνθρωπο  και  θα  αποτελέσει  τη  συνέχεια  τη  δική  μου  και  των προγόνων  μου.>>

Ούτε  και ο  Εμμανουήλ με τη  Διώνη  θυμούνταν  να  έζησαν,  από  τότε  που  ήρθαν  στο  νησί,  τέτοια  ευφορία  και  ανάταση  ψυχική.  Χαρές  γιόρτασαν,  επιτυχίες  χάρηκαν, μα  το  σημερινό  ξεπερνούσε  κάθε  τους  προσδοκία.  Φούσκωσε  η  ψυχή  τους,  πανί  θαλασσινό  έγινε  και  τους  ταξίδευε.  Έβλεπαν  εκείνοι  ήδη  το  εγγόνι  τους  να  πλατσουρίζει  στα  νερά,  να  κυλιέται  στα  χώματα,  να  κυνηγά  τα  ζωντανά  του  κτήματος  και  εκείνοι  από  κοντά,  να  τρέχουν  να  το  πιάσουν  και  να  γίνονται  ένα,  στο  παιχνίδι,  στην  ξενοιασιά.  Χόρευε  σε  ρυθμούς  ξέφρενους  η  καρδιά  τους, παράταιρους  από  τους  συνηθισμένους,  και  ένιωθαν  καλά,  πολύ  καλά  και  γινόταν  αερικά  και  πετούσαν. 

<< Δε  σου έλεγα  γυναίκα  πως  ο  Σεπτέμβρης  είναι  ο  μήνας,  που  σημαδεύει  με έναν  περίεργο  τρόπο  τις  ζωές  μας! >>, μοιραζόταν  το ίδιο  βράδυ   τις  σκέψεις του  ο  Εμμανουήλ   με   τη  γυναίκα  του.

<< Σεπτέμβρη  χάσαμε  τον  πατέρα.  Σεπτέμβρη  μήνα  φτάσαμε,  κυνηγημένοι,  εκπατρισμένοι,  σε  αυτό  το  νησί  και  ξεκινήσαμε  και  πάλι  τη  ζωή  μας  από  την  αρχή,  από  το  τίποτα.   Σεπτέμβρη   έφυγαν οι  Γερμανοί,  οι  τρισκατάρατοι,   από  το  νησί  μας.  Σεπτέμβρη  βαφτίσαμε, σε  αυτό  το   μέρος,  που  ήρθαμε,  το  γιο  μας  και  είναι  με  το  όνομα,  που  του  δώσαμε,  σα  να  φέραμε  και  τον  πατέρα  μου κοντά  μας,  γιατί   Σεπτέμβρη  μήνα  είχε  φύγει  από  κοντά  μας,  ο  μονάκριβός  μου,    και  τον  στερηθήκαμε  για  χρόνια  πολλά  και  πάλι  Σεπτέμβρη  η  ζωή  θέλησε,  να  μας  επιστρέψει  όσα  μας  στέρησε,  με  τα νέα  για τον  ερχομό  του  πρώτου  μας  εγγονιού>>.

Μετά  τα  ευχάριστα, όπως  ήταν  φυσικό,  το  ταξίδι  τους  αναβλήθηκε  για  λίγες  μέρες,  ώσπου  η  Μαργαρίτα  να συνέλθει  πλήρως, να  αισθανθεί  δυνατή   και  να  ταξιδέψει. Μα  περισσότερο αυτή  την  αναβολή  την είχε  ανάγκη  ο  ίδιος  ο  Δημήτρης.

 Στη  ζωή  τους  ανοιγόταν ένα  νέο  κεφάλαιο,  το  σημαντικότερο,  σε  λίγους  μήνες  θα  γινόταν  γονείς.  Θα  γινόταν  πατέρας  και  ένας  πατέρας  όφειλε  να  κάνει  πολλά, πριν έρθει  στον  κόσμο  το  παιδί  του  και  να  μπορεί  να  κάνει ακόμη  περισσότερα,  όταν  με  το   καλό  αυτό  ερχόταν.

 Αγάπη  πολλή  πρωτίστως  χρειάζεται  ένα  παιδί  να  πάρει  και  φροντίδα,  όπως   φροντίδα,  νερό  και  χώμα  είναι  αυτά,  που  κάνουν  ένα  λουλούδι  να ανθίσει,  να  μοσχοβολά. Έτσι  έβλεπε  και  το  παιδί  του, ο  Δημήτρης,  σαν  το  πιο  σπάνιο  τριαντάφυλλο  του   κόσμου.  Αλλά  και   ένα  σταθερό  και  ασφαλές  περιβάλλον  χρειάζεται  ένα  παιδί, για  να   μπορέσει  μετά  να  σταθεί  στα  δικά  του  πόδια,  και   αυτό  ο  Δημήτρης  δεν  ήταν  σίγουρος,  αν  έτσι,  που  ήταν  η  τωρινή  τους  ζωή,  μπορούσε  να  του  το  προσφέρει.

Κυριακή απόγευμα, δυο  μέρες  μετά  τα  χαρμόσυνα,  ήταν  η  σειρά  τώρα  του  Δημήτρη  να  αναζητήσει  τη  συντροφιά  του   πατέρα  του.  Είχε  μαζί  του  να  κάνει  μια  πολύ  σοβαρή  συζήτηση.  Την ίδια  αυτή  συζήτηση  είχε  κάνει την  προηγουμένη  και  με  τη  Μαργαρίτα  και  έχοντας  πάρει  την έγκρισή  της,  για  αυτά  που  αποφάσισε,  ήταν  πιο  σίγουρος  και  πιο  ξαλαφρωμένος  από  ποτέ. Τον  βρήκε  τον  πατέρα  του στο  μποστάνι,  να  ποτίζει  τομάτες,  πιπεριές  και  τα  υπόλοιπα  ζαρζαβατικά.

Κάθισαν  κάτω  από  το  αίθριο,  δίπλα  στις  πηγές,  ο  ένας  απέναντι  στον  άλλον.

<<Τσιγάρο  δεν πίνουμε  κανένας  από  τους  δυο,  ένα  ουζάκι  όμως,  ώρα  που  είναι,  με  κανένα  μεζεδάκι  από  αυτά  τα  όμορφα,  που  τα γυναικεία  χέρια  του  σπιτιού κάνουν,  ευχαρίστως  θα  το  κατέβαζα>>,  έπιασε  πρώτος  την  κουβέντα  ο  Εμμανουήλ  και συνέχισε  κοιτάζοντας  το  γιο  του,  με  μια  υποψία  χαμόγελου.

<<  Και  δύο  μου  σου  πω>>, συμφώνησε  ο  Δημήτρης  και  πήγε  στην  κουζίνα  για  τα  καθέκαστα.

 Μετά  το πρώτο  τσούγκρισμα, με  την  κάψα  ακόμη  του  πιοτού  στο στόμα,  ο  Δημήτρης  άνοιξε  την  κουβέντα.

<< Πήραμε  με  τη  Μαργαρίτα  κάποιες  αποφάσεις,  πατέρα,  και  θέλω  να  τις  μοιραστώ  μαζί  σου  και  φυσικά  να ακούσω  και  τη  γνώμη  τη  δική  σου. Το ξέρεις  πια,  στην Αθήνα  ασχολούμαι  ερασιτεχνικά  με  τη  δημοσιογραφία  και  τις  μεταφράσεις. Θα μπορούσα  και  στο  νησί  να  αρθρογραφώ  σε  κάποια  εφημερίδα,  στην  πόλη,  και  συνάμα  να  αφοσιωθώ  στη  συγγραφή,  που  τόσο  με  ενδιαφέρει  και  με  γεμίζει.  Εκείνο  όμως  που  δεν ξέρω   είναι  αν   μπορώ  και  αν  φυσικά  το  θέλεις  και  εσύ,  να  σε  βοηθώ  και  στις  επιχειρήσεις  σου.  Θέλουμε  να μείνουμε εδώ,  πατέρα, να  ζήσουμε  κοντά  σας  και  εδώ  να  μεγαλώσουμε  το  παιδί  μας >>.  Βγήκαν  τα  λόγια  με  μια  μόνο  ανάσα  από  το  στόμα  του  Δημητρού  και….περίμενε.  Όχι  βέβαια  αυτό,  που  ακολούθησε.

 Με  ένα  σάλτο,  λες  και  ήταν  κανένα  δεκάχρονο,  ο  Εμμανουήλ  βρέθηκε  σιμά  στο  γιο  του,  να  τον  αγκάλιαζε  και  τον  φιλούσε.   Με δάκρυα   καυτά  έβρεχε  τα  καστανόξανθα  μαλλιά  και  τα  χέρια  του  παιδιού  του,  που    μάταια  προσπαθούσε,  να  τον  ηρεμήσει.

<< Είναι  καλύτερα  όσα  άκουσα,  παιδί  μου,  από  αυτά  που   δεν  τολμούσα,  ούτε  να  ονειρευτώ.  Την ευχή του  Θεού  και  της   Παναγίας  να  έχετε,  για τις   χαρές  που  μας  δώσατε>>, ήταν  τα  λίγα  λόγια,  που μέσα  από  τη  συγκίνηση  της  στιγμής,  μπόρεσε  να  αρθρώσει, ο   ευτυχής  πατέρας.

<<Διώνη,  Μαργαρίτα,  Διώνη….>>,  φώναζε  ο  Εμμανουήλ  τις  γυναίκες  να  βγουν  έξω,  χωρίς  να  αφήνει  λεπτό  από  την  αγκαλιά το  γιο  του.

Τρία  γράμματα  έφτασαν  στην  Αθήνα,  το  αμέσως  επόμενο  χρονικό  διάστημα,  να  φέρουν  τα  νέα,  για  την  καινούργια  σελίδα,  που  άνοιξε  στη  ζωή του  το  αγαπημένο  ζευγάρι.  Το  ένα  στην  εφημερίδα,  που απασχολούνταν  ο Δημήτρης,  το  δεύτερο  στον  εκδοτικό οίκο,  που  παρέδιδε  μεταφράσεις  και  το  τρίτο,  της  Μαργαρίτας,  στο  ραφτάδικο  της  Νίνας.

<< Σπρώξε  καλή  μου,  μια  φορά  ακόμη,  δυνατά,  όσο  πιο  δυνατά  μπορείς>>,  έλεγε  η  Διώνη  στη Μαργαρίτα,  καθώς  προσπαθούσε,  να  βοηθήσει  την κ.  Ευτέρπη,  τη  μαμή,  που  την  ξεγεννούσε.

<< Να,  πιάσε το  χέρι  μου  και  σπρώχνε.  Ήδη  το  παιδί  πήρε  θέση  και  βλέπω  το  κεφαλάκι  του. Μη  σταματάς,  καλή  μου, σπρώχνε>>.  Με  μια  δυνατή  στριγκλιά  ελευθερώθηκε η  Μαργαρίτα  και  ακούστηκε  αμέσως  το  κλάμα  του  μωρού,  σα  να την  ευχαριστούσε  εκείνο,  με  τον ένα  και  μοναδικό  τρόπο,  που  ήξερε,  γιατί  το  έφερε  στον  κόσμο,  και   μάλιστα  με  πόνο  τόσο  πολύ.

 Δυο  ημερόνυχτα  κοιλοπονούσε   η  Μαργαρίτα  και  το  μωρό  δεν  έλεγε  να  βγει  από  μέσα  της. Δίπλα  της,  όλες  αυτές  τις  ώρες,  είχε  τον  άντρα  της  και  την  πεθερά της,  άγρυπνοι  και  ψύχραιμοι   εκείνοι   προσπαθούσαν  να  την  ανακουφίσουν,   να  πάρουν  λίγο  από   τον  πόνο  της.

 Βότανα  έβραζε  η  Διώνη,  άλλα  να  τα  πιει  η  νύφη  της  και  άλλα   κατάπλασμα  στην  κοιλιά  της,  επάνω,  να  ζεσταθεί,  να  γλιστρήσει πιο  εύκολα το  παιδί.  Κομπρέσες  με  δροσερό   νερό   ακουμπούσε  ο  Δημήτρης  στο  κάθιδρο  πρόσωπό  της.

Ώσπου  το  θαύμα έγινε,  το  μωρό  βγήκε  και  είδε  το  φως  το  λευκό,  όσο  μπορούσε  να δει  δηλαδή  και  να  αισθανθεί.

<< Ελευθερώθηκε  κ.  Ευτέρπη,  αλλά  η  κοιλιά  της  δεν  κατέβηκε  εκατοστό,  τι  συμβαίνει;>>,  ρώτησε  με  αγωνία  η  Διώνη  τη  μαμή. 

<< Σαν  και  άλλο  παιδί  να  έρχεται  κυρία  Διώνη  μου>>,  αποκρίθηκε  η  μαμή  και  πήρε  θέση,  να  βγάλει  και  το  άλλο  παιδί.

Αγόρι  το  πρώτο,  κορίτσι  το  δεύτερο,  με  διαφορά  ούτε  πέντε  λεπτών,  ήταν  τα  παιδιά,  που  έφερε  στον κόσμο  η Μαργαρίτα,  εκείνο  το  απριλιάτικο  μεσημέρι  του  1954.  Διπλή  η  χαρά,  διπλή  η  γιορτή  στις  <Κυδωνιές>>  των  Αλεβιζάκηδων,  διπλά  και  τα   τραταρίσματα  και  τα  γλυκίσματα,  να έρθουν  οι  Μοίρες   οι  καλές,  και  αφού   μελώσουν,  υγεία,  μακροημέρευση  και  τύχη  καλή  για  τα  μωρά   στα  κατάστιχά  τους  να σημειώσουν,  έλεγε  από  μέσα  της  η  Διώνη,  μα  κάτι  τα  στήθη  της,  σα  να  τα πλάκωνε.

  Ένα  χέρι  δυνατά  την  καρδιά  της  ένοιωθε  να  σφίγγει,  τι  ήταν,  δεν  ξεχώριζε,  αλλά  ήταν  εκεί  και  σκίαζε  τη  χαρά  της.  Εκείνη  πάντως,  σαν  καλή  και  σωστή  μάνα,  που  ήταν,  γιατί  έτσι  την  ένοιωθε  η  νύφη  της,  η Μαργαρίτα,  όλα  σωστά  και  κατά  πως   έπρεπε  και  ήξερε  τα   είχε  κάνει,  και  κανείς  δεν  μπορούσε  να  της  προσάψει το  παραμικρό.  Και  βαμβάκι  άσπρο,  για  να  είναι  εύκολη  και  μακρά  η  ζήση  τους,  και  ζάχαρη  γλυκιά,  για  όμορφη  και  ευτυχισμένη  ζωή   και  νόμισμα  χρυσό, για  ευημερία   και   αφθονία,  είχε  βάλει  με  σπουδή  και  χάρη   στις  κούνιες  των  δύο  μωρών,  των  δύο  εγγονιών  της.

 Εμμανουήλ   ο  δεύτερος  και  Διώνη,  ήταν  τα  ονόματα  που  πήραν  τα  μωρά,  όχι  γιατί  έτσι  συνηθίζεται,  τα  εγγόνια  να  παίρνουν  το όνομα  των  παππούδων,  αλλά,  γιατί  πρώτη  η  Μαργαρίτα,  με το  που  τα  αντίκρισε,  έτσι  τα είπε. Την   όμορφη   οικογένεια,   που  μόλις  είχε  αποκτήσει,  σαν  από  θαύμα   αληθινό,  σε  εκείνους  ένιωσε   πως  τη  χρωστούσε,   στην  αγάπη,  τη  ζεστασιά,  την  ηρεμία  και  την  ευγένεια  της  ψυχής  τους  αισθανόταν  πως  τα  όφειλε  όλα.   Ένα  όνομα, πράγμα  τόσο  δα  μικρό,  ήταν  το  λιγότερο,  που  μπορούσε  και  εκείνη  να  δώσει   για  αυτούς.

Συνεχίζεται…

Εύα Χορόζη

Σχετικά Άρθρα