ΑΘΗΝΑ 1946
Η εγκατάσταση του Δημήτρη και της Μαργαρίτας στην Αθήνα έγινε εύκολα και απρόσκοπτα. Αυτή τη φορά βρήκαν ένα μικρό, γουστόζικο σπιτάκι, μια μονοκατοικία με μικρή αυλή, όλη δική τους και κοντά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Πολλά δεν είχαν να κάνουν, τα βασικά το σπίτι τα παρείχε. Άλλωστε με λίγα ήταν μεγαλωμένη η Μαργαρίτα, δεν της έλειπαν τα περιττά. Αφού δεν τα είχε ποτέ της, πως να τα αναζητήσει λοιπόν και να τα απαιτήσει. Ούτε και ο Δημήτρης πολυασχολήθηκε με το νοικοκυριό.
Μπορεί κάποια χρόνια, πριν την κατοχή, το βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του να είχε βελτιωθεί σημαντικά, αλλά τα πρώτα χρόνια που είχαν έρθει ως πρόσφυγες στο νησί, θυμόταν, τα είχαν περάσει και εκείνοι πολύ δύσκολα, είπαν το ψωμί ψωμάκι. Ίσως για αυτό, σκεφτόταν αργότερα, ασχολήθηκαν οικογενειακά με το ψωμί και τα αρτοποιήματα γενικά, μην και τους λείψουν ξανά.
Ένα φρεσκάρισμα έγινε στο σπίτι, το καθάρισαν με σχολαστικότητα και υπομονή και την επομένη εγκαταστάθηκαν. Μάλιστα για να γιορτάσουν το ξεκίνημα της νέας τους ζωής, το πρώτο εκείνο βράδυ, πήγαν σε ένα ταβερνάκι, στην Πλάκα και ήπιαν για πρώτη φορά ρετσίνα.
Πολύ δροσιστική και εύγευστη την βρήκαν και την έβαλαν για τα καλά στη ζωή τους, χωρίς αυτό όμως να σήμαινε ότι αποκήρυτταν το εθνικό προϊον του τόπου τους, το μυρωδάτο ούζο. Με τη ρετσίνα γιόρταζαν τις χαρές τους στο εξής και σε αυτή έβρισκαν παρηγοριά στις αναποδιές και τις στεναχώριες.
Δυο πράγματα απαίτησε η Μαργαρίτα όσον αφορά στο σπίτι. Το ένα ήταν να αλλάξουν τις κουρτίνες, πάντα είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα υφάσματα. Της άρεσε πολύ, να πηγαίνει στα μαγαζιά, να τα κοιτάει, να αισθάνεται την υφή τους στο χέρι και το μάγουλό της, να τα μυρίζει. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος, που ασχολήθηκε, όσο ζούσε στο πατρικό της με το ράψιμο.
Μόνη της ξεκίνησε να ράβει, πρώτα πράγματα για το σπίτι τους, κουρτίνες, ντιβανοσκεπάσματα, μαξιλάρια για τις καρέκλες και μετά κανένα φόρεμα για την ίδια ή καμιά φούστα για τη μάνα της.
Το δεύτερο που απαίτησε ήταν να αγοράσουν γλάστρες με λουλούδια και αρωματικά φυτά, όπως είχαν στο χωριό. Να τα μυρίζει για να φτιάχνει η διάθεσή της, όποτε νοσταλγούσε τη ζωή της στο νησί, αλλά και για να φτιάχνει μόνη της, με αυτά τα ταπεινά υλικά, όλα τα φαγητά και τα γλυκά, που άρεσαν στον Δημήτρη της.
Χατίρι δεν της χάλασε ο Δημήτρης και ήρθε το σπίτι και η αυλή και μεταμορφώθηκαν και μοσχοβόλησε ο τόπος γύρω και άνθισε το χαμόγελο στα χείλη της Μαργαρίτας, που τις πρώτες μέρες, μέχρι να συνηθίσει το νέο τόπο, που ήρθαν, είχε μαραθεί εκείνο και είχε σβήσει.
Για τον Δημήτρη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, τα μέρη ήταν γνώριμα. Είχε έρθει εκείνος στην πρωτεύουσα, λίγο πριν το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, για σπουδές, που όμως άδικα και βίαια διέκοψαν τα τραγικά γεγονότα, που ακολούθησαν. Μάλιστα είχε μείνει και έναν μήνα περίπου τότε στην Αθήνα και είχε καταφέρει να γνωρίσει πολλές γωνιές της.
Όπως και τότε με την μητέρα του, τη Διώνη, που τον συνόδεψε, έτσι και τώρα, έπαιρνε τα απογεύματα, που ο καιρός και τα μαθήματα του το επέτρεπαν, την Μαργαρίτα και πήγαιναν μεγάλες βόλτες, για να της δείξει τις ομορφιές της πόλης, να την ξεναγήσει, για να μην πλήττει, αλλά και να τη μάθει να βγαίνει και μόνη της, χωρίς να κινδυνεύει να χαθεί.
Το πρώτο διάστημα της εγκατάστασής τους το περνούσαν πραγματικά όμορφα και ήταν τόσο, μα τόσο ερωτευμένοι!
Τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο τα παρακολουθούσε ο Δημήτρης ανελλιπώς και με μεγάλο ενδιαφέρον. Φοιτητική ζωή βέβαια δεν έκανε ποτέ με την έννοια, που την εννοούσαν και την έκαναν οι συμφοιτητές του, αλλά και η δική του, η ζωή ήταν υπέροχη και ακόμη τουλάχιστον ανέμελη.
Αφού εγκλιματίστηκαν πια για τα καλά στη νέα τους ζωή και έγιναν, όπως περιπαιχτικά έλεγαν, πρωτευουσιάνοι, και πέρασε και η εξεταστική του πρώτου εξαμήνου, ο Δημήτρης αποφάσισε να βρει μια δουλειά για τις ώρες, που δεν ήταν στο πανεπιστήμιο.
Η ζωή στην πόλη ήταν πολύ πιο ακριβή από ό,τι στο νησί τους και η αξιοπρέπειά του, άντρας πια είκοσι έξι ετών και με οικογενειακά βάρη, δεν του επέτρεπε να στηρίζεται άλλο στα χρήματα, που τους έστελναν οι γονείς του.
Όχι ότι τα στερούνταν εκείνοι, τα οικονομικά τους και πάλι ήταν πολύ ανθηρά, αλλά εκείνος δεν το άντεχε. Ήταν ο εγωισμός και ο ανδρισμός του, που του υπαγόρευαν να γίνει για αυτόν και τη γυναίκα του οικονομικά ανεξάρτητος.
Οι σπουδές του ήταν απαιτητικές, πολλές οι ώρες στο πανεπιστήμιο. Όποιος και να του έδινε δουλειά, σκεφτόταν, θα είχε την απαίτηση να δουλεύει τουλάχιστον οκτάωρο και αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα του στο κυνήγι, για μία θέση εργασίας. Η λύση δόθηκε από τον ίδιο. Αφού δεν μπορεί να πηγαίνει αυτός στη δουλειά, θα έφερνε τη δουλειά στο σπίτι.
Τα αγγλικά του ήταν ευτυχώς σε καλό επίπεδο. Θα αναλάμβανε λοιπόν να μεταφράζει λογοτεχνικά βιβλία από τα αγγλικά στα ελληνικά, καθώς και άρθρα του αγγλικού τύπου. Και είχε δίκιο. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες κατάφερε και πήρε δουλειά και από έναν εκδοτικό τύπο και από μια εφημερίδα.
Δεν είχε πλέον ώρα ούτε για να φάει, σκυμμένος πάντα πάνω σε μια σελίδα τον έβλεπε η Μαργαρίτα, στο σπίτι. Ούτε πια βόλτες κάτω από το βράχο της Ακρόπολης τις φεγγαρόλουστες νύχτες, που τόσο πολύ της άρεσε, ούτε περιήγηση στον εθνικό κήπο τις Κυριακές, ούτε ρετσίνα και γλυκιά μουσική στα ταβερνάκια της Πλάκας.
Και έτσι λίγο λίγο το χαμόγελο άρχισε να σβήνει στα χείλη της επάνω και να νιώθει μια απέραντη μοναξιά και μια θλίψη. Της έλειπε το νησί, της έλειπε ο Δημήτρης, της έλειπε η ζωή τους τον πρώτο καιρό, που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και ας είχαν δυσκολίες οικονομικές τότε. Ζούσαν ο ένας για τον άλλον, ζούσαν τη μέρα τους ως το τελευταίο λεπτό και σαν να ήταν η τελευταία τους μέρα πάνω στη γη. Τώρα ο καθένας ήταν κλεισμένος στις έγνοιες και τις δουλειές, τις δικές του. Ο Δημήτρης δηλαδή, γιατί εκείνη πάσχιζε να βρει καθημερινά τρόπους να γεμίζει τις πολλές ώρες μοναξιάς της.
Έπρεπε λοιπόν κάτι να κάνει, να αντιδράσει επιτέλους, γιατί η ζωή τους είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο και τους κατάπινε. Και αντέδρασε και ήταν ο πρώτος τους σοβαρός συζυγικός καβγάς.
<<Θέλω Δημήτρη, να βρω μια δουλειά και εγώ, να βγαίνω από σπίτι, πνίγομαι εδώ μέσα συνέχεια. Εσύ λείπεις πολλές ώρες και, όταν επιστρέφεις, πάλι δεν είσαι εδώ για μένα, για μας. Οι μεταφράσεις σου και εσύ, εγώ πουθενά, απούσα. Ξέρω, κυνηγάς το όνειρό σου, σπουδάζεις και δουλεύεις και καλά κάνεις, αλλά είμαι και εγώ εδώ.
Υπάρχω και εγώ και είχα και εγώ, όπως ξέρεις, κάποτε όνειρα, αλλά για εμένα έσβησαν εδώ και πολύ καιρό, όπως αργοσβήνω τώρα και εγώ.
Άφησε με να κάνω κάτι, να απασχολήσω το μυαλό μου, να γεμίσω τις ατέλειωτες κενές ώρες της μέρας μου. Και στην τελική θα βοηθήσω και εμάς. Θα φέρνω και εγώ χρήματα στο σπίτι και ίσως δεν θα χρειάζεται εσύ να δουλεύεις τόσο πολύ. Να πάρουμε τις ζωές μας πίσω, θέλω, Δημήτρη, μόνο αυτό>>.
Δεν ήταν θέμα ανδρικού εγωισμού ούτε κατάλοιπο κοινωνικό και μάλιστα κλειστής κοινωνίας, όπως ήταν το νησί τους, που δεν ήθελε ο Δημήτρης, να δουλεύει η γυναίκα του έξω από το σπίτι ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο αυτό, γιατί και άλλη φορά η Μαργαρίτα του το έφερε, απέξω απέξω, το θέμα της δουλειάς και εκείνος δεν συμφώνησε.
Ο μεγαλύτερος και πιο σοβαρός λόγος της άρνησής του ήταν η έκρυθμη εδώ και καιρό πολιτική κατάσταση στην Αθήνα και δεν ήθελε η γυναίκα του να κινδυνέψει ούτε στο ελάχιστο.
Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου δραματική κατάσταση, ένας στην κυριολεξία πόλεμος εν εξελίξει, με ανθρωποκυνηγητά, ένοπλες επιθέσεις, τρομοκρατία, υλικές καταστροφές και απώλεια ανθρώπινων ζωών. Στη νεότερη ιστορία η περίοδος αυτή θα έμενε ως Εμφύλιος Πόλεμος.
ΑΘΗΝΑ, 1946-1949 ( Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ )
Δεν είχαν ακόμη κρυώσει οι κάνες των όπλων ούτε και είχε κοπάσει ο αχός από τους κανονιοβολισμούς, τις σειρήνες και τις αεροπορικές επιδρομές στα σκοτεινά χρόνια του Β ΄Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής κατοχής, όταν σε κάθε γωνιά της χώρας ένα καινούργιο κακό εξαπλώθηκε, σα νέφος τοξικό που τους δηλητηρίασε, σάλεψε τα λογικά και έθρεψε το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό.
Όσο κοντά είχε φέρει τις ανθρώπινες καρδιές ο πόλεμος και η κατοχή, που ενώθηκαν σε μια γροθιά ενάντια στον εχθρό και χτυπούσαν σε έναν ρυθμό, αυτόν της ελευθερίας, τόσο γρήγορα, αιφνιδιαστικά και αναίτια, μέσα σε λίγες στιγμές, διαλύθηκαν εκείνες και σκόρπισαν, άχυρα ξερά στον άνεμο.
Διαιρεμένη η χώρα στους Εθνικόφρονες και τους Κομμουνιστές, έζησε, όσα φριχτά δεν πρόλαβε να ενορχηστρώσει ο Γερμανός κατακτητής. Οικογένειες διαλύθηκαν, φιλίες ετών τινάχτηκαν στον αέρα, αδέλφια μισήθηκαν και σαν άλλος Κάιν ο ένας έμπηξε το μαχαίρι στον άλλον, μάνες ξαναμαυροφορέθηκαν.
Συμμοριτοπόλεμος, όπως αποκαλούνταν από την Εθνική Παράταξη ή Δεύτερο Αντάρτικο από την πλευρά των Κομμουνιστών, για να δημιουργηθεί η αίσθηση, ότι ήταν συνέχεια της αντίστασης ενάντια στην κατοχή και τις δυνάμεις της, αποτέλεσε την μελανότερη σελίδα της σύγχρονης ελληνική ιστορίας, τη δραματικότερη σκηνή στα τεκταινόμενα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Σαν βασικοί πρωταγωνιστές σε έργο θεατρικό το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ) με τον στρατιωτικό του σκέλος τον ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ ( Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) διεκδίκησαν το ρόλο του ρυθμιστή της παραπαίουσας πολιτικής ζωής του τόπου, αυτού που θα ανέτρεπε το καθεστώς των συντηρητών και συνεργατών της τριπλής κατοχής (γερμανικής, ιταλικής, βουλγαρικής), θα επέφερε την κάθαρση και θα αποκαταστούσε το πληγωμένο γόητρο της χώρας στο εσωτερικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Όλοι για το καλό αυτής της δόλιας χώρας αγωνιούσαν και αποφάσισαν να αποφασίζουν για αυτήν, χωρίς όμως αυτήν.
Πόση αγάπη για το έθνος ( εθνικός ο ένας, εθνικός ο άλλος) μπορεί να έχει στην ψυχή του κάποιος, που ακόμη και εμπρηστικές βόμβες Ναπάλμ μεταχειρίζεται εναντίον ανθρώπων, που κυλάει στις φλέβες τους το ίδιο αίμα και μπορεί στις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, να συγκαταλεχθούν μάνες με βρέφη στην αγκαλιά!
Η Συμφωνία της Βάρκιζας που επετεύχθη το 1945 μεταξύ της κυβέρνησης του Πλαστήρα και του ΕΑΜ έδωσε μια αχνή ελπίδα, πως θα σταματήσουν επιτέλους το θεριό, που στο πέρασμά του καταβρόχθιζε τα πάντα.
Αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αποκατάσταση πολιτικών ελευθεριών, αμνηστία πολιτικών αδικημάτων( αλλά όχι των ποινικών, κάτι που οδήγησε σε σύγχυση στη συνέχεια) και διενέργεια εκλογών προέβλεπε μεταξύ άλλων η συμφωνία αυτή. Δυστυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς ούτε οι οπαδοί της Αριστεράς αφοπλίστηκαν ολοκληρωτικά, ούτε οι Κυβερνήσεις προχώρησαν σε γενική αμνηστία.
Η δράση παρακρατικών οργανώσεων εναντίον πρώην μελών του ΕΛΑΣ, στην ύπαιθρο κυρίως, συνεχίστηκε. Οι μικρής κλίμακας αρχικά επιθέσεις, εξελίχθηκαν σε ολομέτωπη σύγκρουση. Οι δυο αντίπαλοι στρατοί στα βουνά της Ελλάδας, με το αίμα του έπους του ‘40 ακόμη να μην έχει στεγνώσει εκεί, πήραν θέσης μάχης.
Αξιωματικοί του προκατοχικού Στρατού, Σώματα Ασφαλείας, συντηρητικές, φιλοβασιλικές, και ακροδεξιές δυνάμεις ήταν σαν από πάλαι ποτέ έτοιμοι να αναμετρηθούν με τις δημοκρατικές, φιλελεύθερες, αντιβασιλικές, κομμουνιστκές και αντάρτικες δυνάμεις του τόπου, να ξεσκίσουν τις σάρκες τους και για μια ακόμη φορά να αιματοκυλιστούν.
Μόλις τον Οκτώβρη του 1949 οι αντάρτες του ΔΣΕ, ηττημένοι, ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό, δίνουν τέλος στον αιμοσταγή και αδηφάγο αδερφοπόλεμο. Και πάλι όμως ο ήλιος δεν ανέτειλε λευκός και ολοφώτιστος στη χώρα αυτή.
Έμελλε και μια ακόμη πράξη τραγική να παιχτεί, η τελευταία του δράματος. Στρατοδικεία έστελναν χιλιάδες φυλακισμένους στρατιώτες του ΔΣΕ στα ξερονήσια του Αιγαίου ( Αη Στράτη, Μακρόνησο, Γυάρο). Διωγμοί και συστηματικοί βασανισμοί αριστερών εξακολούθησαν για πολλά χρόνια και τελείωσαν ουσιαστικά με τη μεταπολίτευση, μετά την πτώση της χούντας, το 1974.
Το πείσμα, και η επιχειρηματολογία της Μαργαρίτας, καθώς και η μικρή δόση ενοχών που ένιωθε ο Δημήτρης, από την ακούσια παραμέληση της αγαπημένης του, έκαμψαν αυτή τη φορά τις αντιδράσεις του και συναίνεσε στο να εργαστεί η γυναίκα του.
Δεν έβρισκε τρόπους η Μαργαρίτα εκείνο το βράδυ να εκφράσει την έκπληξή της αρχικά, τη χαρά, την ανακούφιση και την ευγνωμοσύνη της στη συνέχεια, που οι τόσες προσπάθειές της, να πείσει τον άντρα της για κάτι ουσιώδες και λυτρωτικό για εκείνη, επιτέλους είχαν πιάσει τόπο. Ήταν σα να άνοιξαν οι ουρανοί και ένα φως εκτυφλωτικό τύλιξε την πλάση και αυτούς μαζί, κάτι σαν την Αποκάλυψη, που περιγράφεται στα Ιερά Βιβλία.
Οι μέρες βρήκαν και πάλι τους γνώριμους ρυθμούς της καθημερινότητας και κυλούσαν αργά και νωχελικά σα σε οντά χανουμισσών σε ανατολίτικα σαράγια. Η Μαργαρίτα μοίραζε πια τη μέρα της ανάμεσα στις δουλειές του σπιτιού και στο ράψιμο, και τις νύχτες της τις αφιέρωνε σε αυτήν και το Δημήτρη.
Δεν κόπιασε πολύ να βρει την καλύτερη ράφτρα των Αθηνών, την κυρία Νίνα, και να την επισκεφτεί αμέσως.
Ένα καλοδιατηρημένο οίκημα, στο λόφο του Αρδηττού, έτσι την πληροφόρησαν, που στα χρόνια, πριν τον πόλεμο, πρέπει να είχε δει μέρες δόξας και λάμψης, ήταν το σπίτι της κ. Νίνας.
Ο Δημήτρης υποσχέθηκε να τη συνοδέψει στην πρώτη της επίσκεψη εκεί.
Με τα χέρια τους σφιχτά δεμένα οι δυο τους ξεκίνησαν ένα απόγευμα του Μάη, για τον πευκόφυτο και ειδυλλιακό λόφο, όπου λίγα μέτρα πιο κάτω, στο σταυροδρόμι τεσσάρων δρόμων της πόλης, της Αθήνας, βρισκόταν η εκκλησία της Αγίας Φωτεινής Ιλισσού, και πίσω από αυτήν το σπίτι της κ. Νίνας.
Όλη τη διαδρομή την έκαναν σα σχολιαρόπαιδα, που πάνε εκδρομή και όταν εντόπισαν το σπίτι, ο Δημήτρης της πρότεινε να μπει εκείνη μέσα μόνη της, και εκείνος θα περνούσε την ώρα του κάνοντας μια βόλτα στις όχθες του ποταμού Ιλισσού, που ήταν εκεί κοντά.
Με τα στήθη φουσκωμένα από θάρρος περισσό η Μαργαρίτα χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Βήματα ακούστηκαν συρτά από μέσα και η πόρτα μισάνοιξε.
Στο μικρό άνοιγμα και στο ημίφως του χολ η Μαργαρίτα αμέσως ξεχώρισε μια γυναικεία φιγούρα, ψηλή, με πυρόξανθα μαλλιά, πιασμένα επάνω, και κάποιες αφέλειες να κινούνται παιχνιδιάρικα, για να αποφύγουν λες το συμμάζεμα και την τακτοποίηση, και με μάτια πράσινα, έντονα διαπεραστικά, που τα ένιωθε πάνω της εκείνη τη στιγμή σα να την περνούσαν ακτινογραφία.
Το πράσινο φόρεμα, που φόραγε, έδενε και τόνιζε υπέροχα το κόκκινο των μαλλιών της, ενώ ηλικιακά της όρια δεν πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα ετών.
<<Παρακαλώ, τι θα θέλατε>>, τα πρώτα λόγια της γυναίκας έβγαλαν τη Μαργαρίτα από τις λίγες στιγμές αμηχανίας, που βίωσε.
<<Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Μαργαρίτα Αλεβιζάκη και, αν δεν σας ενοχλώ, θα ήθελα να συζητήσουμε ένα, κάπως λεπτό, προσωπικό μου ζήτημα>>.
Κάτι από το γλυκό χαμόγελο, που της χάρισε η Μαργαρίτα, κάτι από την αγνότητα και αφέλεια, που απέπνεε το βλέμμα της και το όλο της παρουσιαστικό και στήσιμο, έξω από την ξένη πόρτα, ή και απλά η ανθρώπινη περιέργεια για το < λεπτό, προσωπικό θέμα>, έκαναν τη Νίνα, να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της στην Μαργαρίτα και να την οδηγήσει στο εσωτερικό του.
Κάθισε η Μαργαρίτα σε μια πολυθρόνα, που της υπέδειξε η Νίνα, και όση ώρα η ευγενική ομολογουμένως οικοδέσποινα έκανε να επιστρέψει με το τσάι και τα βουτήματα, βρήκε το χρόνο η Μαργαρίτα να βάλει σε τάξη και να θυμηθεί αυτά, που είχε σκεφτεί να πει, αλλά και να παρατηρήσει καλύτερα το όντως εντυπωσιακό και εξαίσιο εκείνο σπίτι.
Ήταν ένα από τα αρχοντικά, έτσι τα λέγανε, που είχαν κάποιοι χτίσει και στο δικό της νησί, στην Χώρα κυρίως του νησιού, αλλά και στις εξοχές, παλιά, πριν την κατοχή και ήταν τα αξιοθέατα του νησιού τους.
Όταν ήθελαν να δείξουν τον τόπο τους σε ξένους, που τους επισκέπτονταν, τους περνούσαν και από τα λεγόμενα <ανακτορικά> και γεμάτοι κομπασμό και καμάρι τους τα δείχνανε, μήπως και φανεί ότι και εκείνοι κάτι είχαν καταφέρει στο νησί τους και δεν υπολείπονται των άλλων τόσο πολύ.Είχαν και όμορφες αυλές εκείνα, κατάφυτες με λογιών λογιών λουλούδια, αναρριχητικά φυτά, ελιόδεντρα και ροδιές.
Το σπίτι βέβαια της Νίνας, σε γειτονιά αστική, δεν διέθετε τέτοιον κήπο, παρά μερικές γλάστρες με λουλούδια, τριανταφυλλιές στο χρώμα το κόκκινο, το άλικο, και ένα γιασεμί, το μόνο φυτεμένο στο χώμα, να στολίζει με τα λευκά του άνθη το μεταλλικό σκέπαστρο, πάνω από την είσοδο του σπιτιού.
Κάτι από τον αέρα των αρχοντικών του νησιού της της θύμισε το σπίτι της κ. Νίνας, αλλά εκείνο που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το εσωτερικό του σπιτιού.
Ψηλοτάβανο, με ανάγλυφες παραστάσεις από τοπία της φύσης στα ταβάνια, ξύλινα λουστραρισμένα πατώματα, μεγάλα παράθυρα και μια σκάλα ξύλινη με σκαλισμένη στις άκρες της την κουπαστή, που ανέβαινε στον πάνω όροφο, αλλά και κατέβαινε κάτω, μάλλον σε κάποιο υπόγειο, που απέξω δεν φαινόταν, έκαναν τη Μαργαρίτα να το χαζεύει με το στόμα ανοιχτό, μέχρι που ήρθε η Νίνα και διέκοψε την περιπλάνησή της στους τοίχους και τα έπιπλα του σπιτιού.
Κάθισαν η μια απέναντι στην άλλη και μετά από τις πρώτες γουλιές αρωματικού τσαγιού, πήρε το λόγο πρώτη η Μαργαρίτα.
<< Κατάγομαι από το νησί της Λέσβου, στην Αθήνα ήρθαμε με τον άντρα μου, πριν μερικούς μήνες. Όσο ήμασταν στο νησί, πολύ πριν παντρευτούμε, μου άρεσε να ράβω. Το αγαπώ το ράψιμο, με ελευθερώνει, μου αρέσει να δίνω ζωή σε ένα κομμάτι ύφασμα, να δημιουργώ κάτι από το τίποτα. Έψαχνα όλον αυτόν τον καιρό να βρω την καλύτερη μοδίστρα, να μάθω περισσότερα και καλύτερα κοντά της και…..αν μπορέσω να συνεισφέρω και στα έξοδα του σπιτιού>>.
<<Ναι, ήμουν και είμαι καλή μοδίστρα>>, παραδέχτηκε με ύφος η Νίνα και συνέχισε, χωρίς να έχει πάρει λεπτό τα μάτια της από την Μαργαρίτα, λες και μέσα στα μάτια εκείνης προσπαθούσε να διαβάσει, όσα η ψυχή της έκρυβε και δεν έλεγε. Γιατί για τη Νίνα, μόνο ένας, που έχει ψυχή μικρού παιδιού, μπορεί να δώσει ζωή και αξία σε κάτι υλιστικά ευτελές, όπως ένα ρούχο και να κάνει τον άνθρωπο, που θα το φορέσει να αισθανθεί υπέροχα και να χαρεί.
<< Εμπιστεύονται το ντύσιμό τους σε εμένα πολλές κυρίες του καλού κόσμου, όχι μόνο του κέντρου της Αθήνας, αλλά έρχονται και από άλλες περιοχές της Αττικής. Ποτέ δεν απογοήτευσα καμιά τους.
Είναι απαιτητικές και ιδιότροπες και καμιά φορά και προσβλητικές, αλλά πληρώνουν καλά, και εγώ με τα δυο κορίτσια, που έχω κοντά μου, ξέρουμε τα χούγια τους και πώς να τις αντιμετωπίσουμε, και τα πάμε περίφημα. Φοβάμαι πως για εσένα θα είναι πολύ δύσκολα, να ταιριάξεις με όλα αυτά>>.
<<Καταλαβαίνω, όσα μου λέτε, αλλά μπορείτε να δώσετε, θαρρώ, και σε εμένα και σε εσάς μια ευκαιρία, αυτό μόνο σας ζητώ, σας……παρακαλώ>>, της πρότεινε η Μαργαρίτα, που όση ώρα μιλούσε η Νίνα, κρεμόταν ουσιαστικά από τα χείλη της και παράλληλα έψαχνε μέσα της να βρει τι άλλο θα μπορούσε να της πει, για να την πείσει, γιατί το έβλεπε πως η γυναίκα απέναντί της ήταν μια σωστή κυρία. Ήξερε και πως να μιλήσει και να φερθεί στον άλλον, όπως ήξερε πολύ καλά και τη δουλειά της και δεν είχε ανάγκη κανέναν να την υποστηρίξει.
Αφού ζύγισε μέσα της τα λόγια της μικρής της επισκέπτριας η Νίνα και αναμετρήθηκε με το γλυκό πλην αποφασιστικό της βλέμμα, έδωσε την απάντησή της.
<< Θα ξεκινήσεις από το κόψιμο των κλωστών, που προεξέχουν από τα ρούχα, που ράβουμε, και θα μαζεύεις τις καρφίτσες από το πάτωμα και στη συνέχεια…..βλέπουμε. Και να ξέρεις, ευκαιρίες δεύτερες δεν δίνω σε κανέναν. Σε περιμένω, λοιπόν, αύριο το πρωί, στις 09.00.>>
Έδωσαν τα χέρια οι δυο γυναίκες και η Μαργαρίτα έφυγε.
Με δυσκολία κατέβηκε τα σκαλοπάτια, τα πόδια της τρέμανε και η καρδιά της συναγωνίζονταν την ταχύτητα του τρέμουλου αυτού. Προσπαθούσε να θυμηθεί, αν κατάλαβε καλά ή όχι. Δέχτηκε τελικά η ράφτρα να την πάρει στη δουλειά ή όχι; <Δέχτηκε>, φώναξε, και ένα ζευγάρι, που την προσπέρασε, γύρισε να την κοιτάξει.
Βρήκε τον Εμμανουήλ να την περιμένει στις όχθες του ποταμού. Από το βάδισμά της, το ανάλαφρο και χαρωπό, κατάλαβε εκείνος και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η χαρά της γυναίκας του ήταν και δική του χαρά, η επιτυχία της επιτυχία του και έπρεπε να τη γιορτάσουν. Το αγαπημένο τους ταβερνάκι, στην Πλάκα, με τη χρυσή ρετσίνα και τους νοστιμότατους μεζέδες, μοιράστηκε τις στιγμές ευφορίας ψυχικής και ανεμελιές, που ακόμη ζούσαν.
Σηκώθηκε αχάραγα εκείνη, την πρώτη μέρα, στη δουλειά της η Μαργαρίτα και αφού ετοίμασε τον καφέ και δυο φέτες ψωμί με βούτυρο και μέλι για τον Δημήτρη, ντύθηκε και ετοιμάστηκε, να φύγει.
<<Πού πας έτσι, χωρίς δυο μπουκιές ψωμί στο στόμα σου>>, τα λόγια του Δημήτρη τη σταμάτησαν στην πόρτα.
<<Νηστική δε γίνεται να φεύγεις, για τη δουλειά. Πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου, μην έχουμε άλλα μετά>>, την τράβηξε από το χέρι σιμά του ο Δημήτρης και την κάθισε στα γόνατά του, να την ταϊσει, όπως έκανε τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, που μοιράζονταν ακόμα και τα ψίχουλα.
Όσες φορές της πρόσφερε κάτι εκείνος τα δύσκολα χρόνια στο νησί, η Μαργαρίτα του έλεγε πως είχε φάει, γιατί ήξερε πως δεν περίσσευε και στο δικό του σπίτι το παραμικρό, μέχρι που μια μέρα στην προσπάθειά της να τον πείσει πως δεν πεινούσε, σωριάστηκε στα πόδια του και κόντεψε να την χάσει από την ασιτία. Έκτοτε την έβαλε να του υποσχεθεί πως θα τρώγανε πάντα μαζί, εκείνη τη μία φορά τη μέρα, που καθόταν στο τραπέζι, και θα μοιράζονταν ό,τι είχε ο καθένας μαζί του.
Είχε δίκιο, ο Δημήτρης, σκέφτηκε και κάθισε να πάρουν το πρωινό τους μαζί.
Έτσι και αλλιώς είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή της.
Με ένα φιλί πεταχτό στα χείλη, μισή ώρα αργότερα, αποχαιρέτησε το Δημήτρη η Μαργαρίτα και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω της.
Στις 09.00 ακριβώς ήταν έξω από το σπίτι και ραφτάδικο μαζί της κ. Νίνας και χτυπούσε την πόρτα. Της άνοιξε μια κοπέλα, νοστιμούλα, με κόκκινα βαμμένα χείλη, και σγουρά καστανά, μακριά μαλλιά. Είχε ενημερώσει η Νίνα τις δυο κοπέλες, που δούλευαν μαζί της, για την άφιξη της Μαργαρίτας και έτσι κατάλαβε εκείνη αμέσως ποια ήταν και την καλημέρισε με ένα χαμόγελο ζεστό.
<< Με λένε Σοφία και δουλεύω εδώ από τα δεκάξι μου, εδώ και επτά χρόνια δηλαδή. Πέρασε μέσα και ….καλώς μας ήρθες>>.
Ακολούθησε την κοπέλα η Μαργαρίτα στην ξύλινη σκάλα και την κατέβηκαν και οι δυο τους προσεχτικά. Θα γνώριζε λοιπόν το χώρο εργασίας. Η Νίνα την υποδέχτηκε εγκάρδια. Με άνεση και ζωηράδα στη φωνή και τις κινήσεις της, τη σύστησε και στην άλλη κοπέλα, την Κατερίνα.
Ήταν ένα κορίτσι η Κατερίνα αρκετά μικρότερο από τη Μαργαρίτα και με πρόσωπο, που η χλωμάδα και η ηρεμία του, της θύμισε τα ασκητικά πρόσωπα των Αγίων στις ζωγραφιές και στις εικόνες των εκκλησιών και αυτό την έκανε να θέλει να την προστατεύσει. Από τι, ούτε και εκείνη ήξερε.
Ξεκίνησε, όπως ακριβώς συμφώνησαν, με το να κόβει τις κλωστές, από τα ραμμένα ρούχα, και να μαζεύει τις καρφίτσες, από το πάτωμα, με ένα κομμάτι μαγνήτη.
Όταν της απόθεσε στα χέρια η Νίνα ένα μαύρο και σκληρό αντικείμενο, δεν ήξερε, τι ήταν και ποια η χρήση του. Δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Υπομονετικά και με μια υποψία χαμόγελου στα χείλη η Κατερίνα προσπάθησε να της εξηγήσει τι ακριβώς ήταν και πως να το χρησιμοποιεί.
Με την Κατερίνα φάνηκε από την πρώτη στιγμή να ταιριάζουν πολύ και ας μην είχαν την ίδια ηλικία, όπως με τη Σοφία, και την άκουγε η Μαργαρίτα σε ό,τι της έλεγε.
Λιγομίλητη και πρόθυμη η μικρή να κάνει το οτιδήποτε εκεί μέσα, πριν καν της το ζητήσουν, η Μαργαρίτα ένοιωσε ένα δέσιμο μαζί της. Όχι ότι με τη Σοφία τα πήγαινε άσχημα. Και με αυτή πέρναγε καλά, μόνο που εκείνη, επειδή ήταν πολλά χρόνια εκεί, σαν πιο πεπειραμένη, είχε έναν αέρα λίγο αφ΄ υψηλού και έκανε τη Μαργαρίτα να νιώθει ώρες ώρες κουμπωμένη και αμήχανα.
Και για τη σχέση της με την Νίνα, ούτε συζήτηση, δόξα τω θεώ, καλά λόγια είχε να λέει στον άντρα της, όταν τη ρωτούσε για τη δουλειά της. Σαν χαρακτήρας δεν ήταν βέβαια και ο πιο εύκολος. Θα ήθελε να είχε λιγότερα ξεσπάσματα, αλλά εκτιμούσε σε εκείνη η Μαργαρίτα τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με την οποία έκανε τη δουλειά της και κυρίως το πόσο νοιαζόταν να μάθουν τα κορίτσια της, να μην αρκούνται στη μετριότητα. Ήταν κατά κάποιον τρόπο ο μέντοράς τους, ο προστάτης για τα δυο κορίτσια και κυρίως μια πρώτης τάξης εργοδότρια. Πλήρωνε στην ώρα της και, αν μπορούσε, έδινε και κάτι παραπάνω.
Με την περίπτωση της Μαργαρίτας, η Νίνα, δεν έπεσε έξω. Πολύ γρήγορα εκείνη πέρασε από τις κλωστές στο ράψιμο γιακάδων και μανσετών στα φορέματα, και στο να παίρνει τα μέτρα από τις πελάτισσες. Πατρόν δεν ήξερε τι σημαίνει, όπως και με το μαγνήτη, πρώτη φορά είδε στης Νίνας.
Εκείνη αλλιώς τα έκανε στο νησί. Έβλεπε κάποιο φόρεμα, που της άρεσε πάνω σε κάποια ή σπάνια και σε κανένα περιοδικό, μετά που μεγάλωσε, και όπως το αποτύπωνε στο μυαλό της, το σχεδίαζε και στο ύφασμα. Γρήγορα όμως προσαρμόστηκε και άρχισε να κατανοεί τα γαλλικά πατρόν, που έφερνε κατά καιρούς η Νίνα.
Και έφτασε επιτέλους η μέρα, μετά από μήνες πολλούς, που μαζί με τα κορίτσια θα ετοίμαζαν ένα δύσκολο σχέδιο σε μαντό μιας καλής τους πελάτισσας.
Το πρώτο βάπτισμα έγινε, αυτό του πυρός που λένε, και η Μαργαρίτα όχι μόνο πέρασε από την πυρά και δεν κάηκε, μα τα κατάφερε εξαορετικότατα, προς μεγάλη χαρά της Νίνας, που δεν έπεσε έξω στην απόφασή της, να της δώσει μια ευκαιρία.
Από κει και πέρα, τα χέρια της Μαργαρίτας, έραβαν, κεντούσαν και πετούσαν. Ένα κομμάτι ύφασμα έπαιρνε και, όταν ξανασήκωνε το κεφάλι της, αυτό είχε μεταμορφωθεί σε τουαλέτα ή παλτό. Το πόδι της, κολλημένο στο πεντάλτης ραπτομηχανής, αποτελούσε τη φυσική του προέκταση, και τα χέρια της, φτερά ανοιγμένα σε πτήση, με ταχύτητα φωτός.
Αυτό που τρέλαινε στην κυριολεξία την Μαργαρίτα ήταν οι κυρίες του λεγόμενου καλού κόσμου, που ερχόταν για ράψιμο. Εκείνη έπιανε τη μεζούρα να μετρά στήθη και περιφέρειες και οι πελάτισσες το λακριντί. Αφήνονταν στα χέρια της Μαργαρίτας, χαλάρωναν, ξεχνούσαν τα <σεις> και τα <σας> και απελευθερωμένες από τα <πρέπει>, με τη γυναικεία τους φύση επιρρεπή στο κοινωνικό σχόλιο, το κουτσομπολιό, άρχιζαν τα δικά τους <ξηλώματα> και ραψίματα.
Έτσι έμαθε τι αρέσει και τι όχι στην καθεμία, πού έμεναν, πόσα παιδιά είχαν, τη δουλειά έκανε ο άντρας της καθεμιάς και τι δώρα τις κάνουν, πού πηγαίνουν ταξίδια και πού κάνουν τα μπάνια τους, το καλοκαίρι, και άλλα τέτοια.
Μα και εκείνες τη συμπάθησαν πολύ τη Μαργαρίτα. Τους άρεσε που ήταν υπομονετική μαζί τους, εξυπηρετική, διακριτική, ήρεμη, γλυκιά και αέρινη, μα κυρίως ευγενική και με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, λες και δεν είχε σαν άνθρωπος, που ήταν και εκείνη, προβλήματα, έγνοιες ή έστω διάθεση κακή. Η αλήθεια ήταν πως όλα τα άφηνε στο σπίτι η Μαργαρίτα, τραβώντας πίσω της την πόρτα, για να κλείσει, και δεν μίλαγε ποτέ για τα προσωπικά ή οικογενειακά της στη δουλειά.
Τη μόνη εξαίρεση, που έκανε, ήταν όταν βρίσκονταν μόνες με την Κατερίνα. Αυτό το εύθραυστο και σαν από βιβλίο με νεράιδες και αερικά βγαλμένο πλάσμα, της έφερνε στην επιφάνεια ένα αίσθημα προστασίας, υπεράσπισης και δοτικότητας.
Έφερνε μαζί της πολύ συχνά τη συζήτηση στον άντρα της, τον Δημήτρη, στο πόσο κουράζονταν, ξέχωρα από τις σπουδές, να φέρει ψωμί στο σπίτι και να πληρώσει τα έξοδα, και που αναγκάστηκε και αυτή να έρθει σε ξένη δουλειά, για να τον βοηθήσει.
Σιγά σιγά κέρδισε την καρδιά και την εμπιστοσύνη του κοριτσιού και έτσι έμαθε για την αναπηρία του πατέρα της, παράσημο του ελληνοϊταλικού πολέμου, αφού τίποτα άλλο δεν του δόθηκε για την αυτοθυσία του, τη μάνα της που από την αυγή ως τη δύση του ηλίου έπλενε, σκυμμένη σε μια ξύλινη σκάφη ό,τι της έφερναν για πλύσιμο τα δυο μικρά αγόρια, που έπαιρναν σβάρνα τα πλουσιόσπιτα και μάζευαν άπλυτα για μπουγάδα. Όσο για τη μικρή της αδερφή, αυτή ήταν εσωτερική σε ένα σπίτι και ανήκε στο υπηρετικό του προσωπικό.
Της είπε κι άλλα κι άλλα η Κατερίνα, για τα δυο δωμάτια που νοίκιαζαν σε μια αυλή με ανθρώπους πιο φτωχούς από τους ίδιους, για τον ήλιο που δεν έφτανε εκεί ποτέ, για την αγωνία τους κάθε που έμπαινε ο μήνας, να έχουν λεφτά για το νοίκι. Πέτρωναν τα λόγια του κοριτσιού το στομάχι της Μαργαρίτας και ένας κόμπος στο λαιμό έφραζε τη φωνή της. Κάτι πήγαινε να πει, έτσι για λίγη παρηγοριά, κατά πως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν το κατάφερνε ποτέ.
<<Ποτέ δεν θυμάμαι, Μαργαρίτα, το ψωμί να περισσεύει στο τραπέζι, όταν σηκωνόμασταν από αυτό, ούτε και μια βόλτα κάτω από τον ήλιο ή τα αστέρια. Πάντα με θυμάμαι σκυμμένη, με μια βελόνα στο χέρι, να μου τρυπάει τα δάχτυλα, και το κεφάλι ακόμα πιο κάτω, γιατί είμαι φτωχή πολύ, μόνη περιουσία η τιμή μου, όπως λέει η μάνα μου>>, οι κουβέντες της, οι τσουχτερές, έφερναν δάκρυα στα μάτια και των δυο τους.
Ευτυχώς, που είχαν τη Σοφία, και τις συνέφερνε με τις φωνές της και τις δύο, όχι γιατί σκιζόταν και η δική της καρδιά να ακούει για τη φτώχεια και την ανέχεια, μπόλικη από δαύτη είχε και εκείνη άλλωστε, όσο για τα υφάσματα, να μη τα λεκιάσουν με τα δάκρυά τους και ποιος άκουγε μετά τη Νίνα και δεν τη φοβόταν!
Μπήκε το 1947 και τίποτα δεν έδειχνε πως τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν, το αντίθετο μάλιστα. Λες και όσες περισσότερες ευχές δινόταν, τόσο αυτές με ένα μοναδικά μαγικό τρόπο γύριζαν το καλό σε κακό. Σε Αθήνα και Πειραιά τα μπλόκα ήταν σε καθημερινή διάταξη, όπως και οι επιθέσεις σε τμήματα Χωροφυλακής.
Μαζικές ήταν και οι εκκαθαρίσεις από τις ένοπλες δυνάμεις του ΕΔΕΣ, όσων ήταν ύποπτοι για τα αριστερά τους φρονήματα, ενώ ήδη από τον Φεβρουάριο, πολλοί αριστεροί στρατεύσιμοι εκτοπίζονταν στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό. Βόμβες, που έσκαγαν και έκοβαν στα δυο τη σιγαλιά της νύχτας σαν το μαχαίρι, που κόβει το παχύ γιαούρτι, σφυρίγματα, χτυπήματα, βρισιές, άγριο κυνηγητό και πιστολίδι συνέθεταν την καθημερινότητα των πολιτών. Φόβος, αγωνία, καρδιοχτύπι και μίσος, δάγκωναν τις ψυχές και το μέλλον διαγράφονταν ζοφερό και αβέβαιο.
Άνοιξη πια. Οι μέρες μεγάλωσαν αισθητά και ο ήλιος έκανε πολύ φιλότιμες προσπάθειες, να ζεστάνει την πλάση, καθώς και τις καρδιές των ανθρώπων. Το κρύο ωστόσο παρέμενε τσουχτερό και οι καμινάδες από τις ξυλόσομπες και τα τζάκια μουτζούρωναν τον αττικό γαλανό ουρανό, ενώ στην ατμόσφαιρα διαχέονταν έντονα μια εσάνς καμένου ξύλου και κάπνας. Η φύση δειλά δειλά είχε ξεκινήσει το στήσιμο του πανηγυριού, αλλά οι καρδιές των ανθρώπων αδυνατούσαν να συμμετάσχουν σε αυτό.
Έφτασε η Μεγάλη Εβδομάδα, η υψηλότερη μορφή της άνοιξης, και οι κοπέλες στο ραφτάδικο κοίταζαν τους δείκτες του ρολογιού και δεν καταλάβαιναν, αν ήταν δύο το μεσημέρι ή τα ξημερώματα, χωμένες στο υπόγειο του ραφτάδικου της Νίνας. Ήταν πολλές οι παραγγελίες τους αυτό το Πάσχα και όλες οι κυρίες βιάζονταν, να τα φορέσουν στην Ανάσταση.
<<Κουράγιο κορίτσια και κοντεύουμε, θα ξεκουραστούμε και εμείς σαν άνθρωποι, σε λίγες μέρες και θα γιορτάσουμε>>, προσπαθούσε η Νίνα να ενθαρρύνει τις κοπέλες, να αντέξουν και να συνεχίσουν. Αυτό το καταλάβαινε η Μαργαρίτα και αδημονούσε να χαλαρώσει και εκείνη, όπως και τα κορίτσια, για να κυλάει και η δουλειά σαν το νεράκι. Μόνο η ευχή < να γιορτάσουν>, την ξένιζε και της έφερνε μια γεύση στα χείλη στιφή.
Να γιορτάσουν, τί; Το αδελφικό αίμα, που ασταμάτητα χυνόταν, τα βασανιστήρια στα κρατητήρια, τις γυναίκες, που βίαια τράβηξαν από τις αγκάλες τους μέσα τους άντρες τους και τους πέταξαν σα σάκους με πατάτες στα ξερονήσια ή το μίσος, που φώλιασε στις καρδιές όλων και έγινε μόνιμος νοικάρης τους, και μάλιστα κακοπληρωτής και φασαριόζος!
Γιορτή της αγάπης το Πάσχα, που πλησίαζε, της χαράς, της επικράτησης της ζωής στο φόβο του θανάτου! Μα γιατί δεν ερχόταν η επικράτηση αυτών των αισθημάτων και στις ψυχές των ανθρώπων, να αναστηθούν και αυτές, όπως ο Θεάνθρωπος! Ποιο το νόημα της μαρτυρικής θυσίας Εκείνου, όταν υπάρχει στον κόσμο τόσος εγωισμός, έπαρση, απληστία, φθόνος, που κατακυριεύουν και κυβερνούν το μυαλό και την καρδιά των ανθρώπων, και αντί να πασχίζουν όλοι μαζί για τα μεγάλα και τα υψηλά, κυλιούνται στη λάσπη και το αίμα!
Πότε αυτή η θυσία θα πιάσει τόπο, Θεέ μου, πότε, αναλογιζόταν η Μαργαρίτα, και η βελόνα, που την τρύπησε, έδωσε τέλος άδοξο σε αυτόν τον εσωτερικό της διαλογισμό.
Ξημέρωσε η 11η του Απρίλη, Μ. Παρασκευή.
Ο Δημήτρης έφυγε νωρίς, να παραδώσει κάτι μεταφρασμένα διηγήματα στον εκδοτικό οίκο, ενώ τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, λόγω των διακοπών του Πάσχα, είχαν σταματήσει. Από πίσω του και η Μαργαρίτα, ξεκίνησε και εκείνη για το ραφτάδικο της Νίνας. Αργά το απόγευμα κατάφεραν επίτέλους να ολοκληρώσουν τις παραγγελίες τους και να πετάξουν την ποδιά του ραψίματος.
Πήραν το φάκελο και οι τρεις τους με το βδομαδιάτικο και μάλιστα λίγο παραπάνω φουσκωμένο από τις άλλες φορές, η Νίνα ήξερε να απαιτεί, αλλά ήξερε και να επιβραβεύει, και αφού ευχήθηκαν για την Ανάσταση του Κυρίου, που θα γιόρταζαν σε λίγες ώρες, έφυγαν η καθεμιά για τα σπίτια τους.
Είχε πέσει για τα καλά το πρώτο σούρουπο, όταν βγήκε η Μαργαρίτα στο δρόμο. Την πρόλαβαν ήδη οι πρώτες καμπάνες, που καλούσαν τους πιστούς να συμμετέχουν στο Θείο Δράμα. Γυναίκες, άλλες με μικρά στεφάνια στα χέρια και άλλες με λίγα λουλούδια από τους τενεκέδες των αυλών τους, την προσπερνούσαν, με το κεφάλι κατεβασμένο και μαυροφορούσες. Κορίτσια με μοβ κορδέλες στα μαλλιά και καλαθάκια στα χέρια με ροδοπέταλα, βάδιζαν βιαστικά για το <Η ζωή εν Τάφω>.
Και φυσικά στρατιώτες σε κάθε γωνιά και σταυροδρόμι, με τα όπλα υπό μάλης, να περιφέρονται και να παρακολουθούν.
Έφτασε στο σπίτι, η σόμπα σβησμένη και κρύα και ο Δημήτρης έλλειπε. Δεν ανησύχησε, < ίσως σταμάτησε να ανάψει κανένα κεράκι και να προσκυνήσει>, σκέφτηκε. Ήταν πολύ κουρασμένη, να βγει να τον συναντήσει στην εκκλησιά, που συνήθως λειτουργούνταν. Έκανε ένα μπάνιο και μπήκε στην κουζίνα, να ετοιμάσει το λιτό, νηστίσιμο δείπνο τους.
Η ώρα περνούσε, άκουγε τον απόηχο από τις ψαλμωδίες της περιφοράς του επιταφίου στη γειτονιά της και για πρώτη φορά άρχισε να νιώθει τα πρώτα σημάδια ανυπομονησίας, για την επιστροφή του, και να ανησυχεί. Βγήκε στο δρόμο αναζητώντας τον, τίποτα, κανένα ίχνος του πουθενά.
Επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι. Δεν ήταν καλό, να κυκλοφορεί τέτοιες ώρες έξω. Όχι γιατί ήταν γυναίκα και μόνη, αλλά με το στρατό και τους αντάρτες σε συνεχή ένοπλη αντιπαράθεση, ήταν σχεδόν αυτοκτονικό.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό μόδας, για να αποσπάσει τις σκέψεις της από τον Δημήτρη και να τιθασεύσει τους χτύπους της καρδιάς της. Κουρασμένη όπως ήταν από τους δυνατούς και γρήγορους ρυθμούς δουλειάς των τελευταίων εβδομάδων την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε αχάραγα και, όταν ένιωσε τη θέση δίπλα της στο κρεβάτι κρύα και αδειανή, την έπιασε πανικός. Οι ώρες για την εμφάνιση των πρώτων ακτίνων του ήλιου περνούσαν βασανιστικά αργά.
Κάποτε ξημέρωσε και αφού δεν είχε κανένα δικό της άνθρωπο στην Αθήνα, εκτός από τη Νίνα, έτρεξε για το σπίτι της. Χτύπησε παρατεταμένα το κουδούνι, για να την ακούσει, μέρα και ώρα που ήταν.
<<Τι συμβαίνει Μαργαρίτα>>, τη ρώτησε η Νίνα, με την αγωνία έντονη στα μάτια, που ακόμη δεν είχαν συνηθίσει το φως του ήλιου, που ανέτειλε.
Πέρασε βιαστικά μέσα η Μαργαρίτα και ακόμη πιο γρήγορα άρχισε να μιλάει. << Ησύχασε, καλή μου, κάθισε και πες μου με ηρεμία και αργά, αυτό που σου συμβαίνει>>, της είπε η Νίνα δίνοντάς της ένα ποτήρι νερό, να σβήσει το λαχάνιασμά της.
Άκουσε πολύ προσεχτικά, όσα της είπε η Μαργαρίτα και κρατώντας την ανησυχία μέσα της γερά και μόνο για τον εαυτό της, με φωνή ήρεμη και σταθερή και ύφος σχεδόν ανέμελο και φυσιολογικό, προσπάθησε να την καθησυχάσει. << Μη βάζεις στο νου σου το κακό, Μαργαρίτα μου.
Στον εκδοτικό οίκο είπες πως θα πήγαινε. Ίσως δεν τους άρεσαν κάτι στη μετάφρασή του και τον έβαλαν να την ξαναγράψει, καθυστέρησε εκεί και επειδή είναι επικίνδυνο να τριγυρνά κανείς τις νύχτες στους δρόμους, ξέμεινε στον εκδοτικό οίκο. Τώρα που ξημέρωσε, θα δεις, όπου να ‘ναι θα γυρίσει, αν ήδη δεν έχει επιστρέψει>>.
Είχε ανάγκη η Μαργαρίτα τα λόγια αυτά της Νίνας, πως δεν τα σκέφτηκε αυτά η ίδια, και τρόμαξε τόσο πολύ και αναστάτωσε μέρα, που ήταν, και τη γυναίκα την……… ξένη γυναίκα θα έλεγε κάποιος άλλος στη θέση της, αλλά η Μαργαρίτα, δεν την αποκάλεσε έτσι μέσα της.
Φίλη της πια την αισθανόταν εκτός από εργοδότριά της. Δεν είμαι μόνη μου, σκέφτηκε, και ένα αχνό χαμόγελο τόλμησε να αλώσει την αγωνία του προσώπου της.
<<Φεύγω>>, της είπε βιαστικά και εξαφανίστηκε. Ίσα που πρόλαβε να ακούσει τις τελευταίες λέξεις της Νίνας, < Να με ενημερώσεις, θα περιμένω>, της είχε φωνάξει εκείνη.
Ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού της και μπήκε σαν τον βοριά, που στο πέρασμά του αναποδογυρίζει τα πάντα. Σάρωσε με το βλέμμα της σε δευτερόλεπτα όλο το σπίτι. Σιγά τα πολλά τετραγωνικά δηλαδή, αλλά ίχνος του άντρα της, του Δημήτρη, κανένα. Κάθισε σε μια καρέκλα με τα χέρια να κρατούν το κεφάλι της, που πήγαινε να εκραγεί από τις σκέψεις και την αγωνία. Περίμενε, περίμενε, περίμενε………
Λίγο μετά το μεσημέρι, δεν άντεξε άλλο, ξαναχτύπησε την πόρτα του ραφτάδικου. Σαν η Νίνα να ήταν κολλημένη στην πόρτα, της άνοιξε αμέσως και με την ανησυχία διάχυτη επάνω της τη ρώτησε.
<<Τίποτα Μαργαρίτα μου ακόμη, δε φάνηκε>> και κουνούσε το κεφάλι πέρα δώθε, να συνοδεύσει έτσι τον πανικό και την απόγνωση, που και εκείνη αισθανόταν.
Ήταν η πρώτη φορά από την ώρα, που ξεκίνησε αυτό το μαρτύριο, που η Μαργαρίτα άφησε τα δάκρυα να τρέξουν χείμαρρος στο πρόσωπό της, ανάκατα με λόγια πόνου και απελπισίας. Έπεσε στην αγκαλιά της Νίνας της και έκλαιγε και έκλαιγε, και τα αναφιλητά της παράσερναν και την άλλη γυναίκα και την ξεσήκωναν και την αναστάτωναν.
Και όσο το χέρι της Νίνας χάιδευε τα μαλλιά και τους ώμους της Μαργαρίτας, τόσο εκείνη το εκλάμβανε σα σήμα, να κλάψει και άλλο, να ξεσπάσει, να ξεπλύνει στην αλμύρα των δακρύων της το κακό, να το γυρίσει σε καλό.
Πρώτη μάζεψε τα κομμάτια της ψυχής της η Νίνα, βρήκε τη φωνή της, που είχε και αυτή θρυμματιστεί και μίλησε.
<<Άκουσε με, Μαργαρίτα μου, νομίζω πως δεν πρέπει να καθόμαστε άλλο εδώ, να κλαίμε και να περιμένουμε. Την κ. Ζερβουδάκη, τη θυμάσαι; Αυτή με τα δύο φορέματα και το μαντό, που μας παρήγγειλε ο άντρας της, δώρο για τη γιορτή της, του Ευαγγελισμού; Αυτηνής, λοιπόν, ο άντρας, κιμπάρης κύριος, σοβαρός και μετρημένος, κατά πως τον έκοψα, όταν ήρθε εδώ, είναι στρατιωτικός, στρατηγός θαρρώ, έχει τα μέσα, κάτι θα μάθουμε από αυτόν. Εσύ περίμενέ με εδώ, εγώ θα πάω στο σπίτι τους, Mισή ντροπή δική μου, μισή δική τους, μέρα που είναι, να μιλήσω στη γυναίκα του, να μας βοηθήσει, να μάθουμε τι έχει συμβεί στο Δημήτρη.>>
Ούτε που σάλεψε η Μαργαρίτα από την αγκαλιά της Νίνας ούτε και είπε κάτι, μόνο τα μάτια της σήκωσε, τα κατακόκκινα και πληγωμένα, και την κοίταξε σαν τον πεινασμένο, που του βάζουν μπροστά του το πιάτο με το αχνιστό κοκκινιστό.
Έφυγε η Νίνα και η Μαργαρίτα απλά περίμενε και πάλι.
Τα πρώτα αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό, που σε λίγες ώρες θα βαφόταν πολύχρωμος από τα πυροτεχνήματα της πρώτης Ανάστασης, όταν επέστρεψε η Νίνα.
<< Τους βρήκα και τους δυο στο σπίτι, μίλησα με τον ίδιο τον στρατηγό, μου υποσχέθηκε πως θα μάθει και θα με ειδοποιήσει. Τώρα θα περιμένουμε Μαργαρίτα μου, κάτι άλλο δεν μπορούμε να κάνουμε, μόνο να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο, να είναι καλά να ευχόμαστε >>, είπε η Νίνα και σηκώθηκε να μπει στην κουζίνα.
Την μιμήθηκε η Μαργαρίτα, αλλά προς άλλη κατεύθυνση αυτή, κατά την πόρτα του σπιτιού, κίνησε να πάει.
<<Δεν έχεις να πας πουθενά, μαζί θα την περάσουμε αυτή τη βραδιά, μόνη σου δεν σε αφήνω στην κατάσταση που είσαι, παρέα θέλω άλλωστε και εγώ, έναν άνθρωπο να μοιραστώ την πρώτη αναστάσιμη ευχή>>.
Όταν ο άνθρωπος είναι ζωντανός, όλα τα κάνει, έστω από συνήθεια ή και μηχανικά. Είναι κάτι σαν άμυνα του οργανισμού, σαν αντίδραση στο κακό, που γίνεται.
Και έφαγαν μαζί οι δυο γυναίκες μαγειρίτσα εκείνο το βράδυ και τσούγκρισαν τα κόκκινα αυγά και με το κρασί ζέσταναν τις καρδιές τους τις παγωμένες.
Ευφράνθηκαν οι ψυχές και ήρθε η σειρά της Νίνας να αφήσει τα συναισθήματα, να την κατακλύσουν, να ξεχυθούν από μέσα της, να την αλαφρώσουν. Άνοιξε την καρδιά της, που ήταν χρόνια τώρα σαν άγουρο όστρακο, κλειστό, στη Μαργαρίτα και της αποκαλύφτηκε:
<< Με λένε Νίνα, από το Ιωσηφίνα, Σαλτέλη το επίθετό μου, από το Σαλτιέλ, και ναι, είμαι εβραία. Είχα και εγώ μια οικογένεια, όμορφη, δεμένη πολύ και ακόμα πιο πολύ ευτυχισμένη. Ο πατέρας μου, ο Ελισσά, ήταν τραπεζικός υπάλληλος και η μητέρα μου, η Μάρθα, φρόντιζε εμάς, το σπίτι και της άρεσε να κάθεται στο πιάνο και να μας παίζει μουσική. Βλέπεις εκείνη τη σκιά στον τοίχο, απέναντι, εκεί ήταν κάποτε η θέση του.
Πολλές φορές, τα βράδια, που όλα γαληνεύουν και αναπαύονται, νιώθω να φτάνουν στα αυτιά μου ήχοι απόκοσμοι, απαλοί, από τις μελωδίες που ξεδίπλωνε με χάρη εκείνη στα πλήκτρα, και με ανατριχιάζουν, ξυπνούν αναμνήσεις και με τυραννούν.
Η ζωή μας κυλούσε όμορφα, με τις καθημερινές μας συνήθεις, τους φίλους, τις γιορτές, τα μελωδικά νυχτέρια. Αδέρφια δεν είχα. Είχα τα βιβλία μου και δυο καναρίνια, που τα φρόντιζα, και εκείνα με αποζημίωναν και με το παραπάνω με το γλυκό τους κελάηδημα. Και το όνειρο που ζούσα ξαφνικά χάθηκε, έσβησε σαν τη φλόγα στο πρώτο δυνατό φύσημα. Ο ανεμοστρόβιλος του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, που μας χτύπησε, τα διέλυσε όλα.
Ακόμα θυμάμαι να καθόμαστε με τη μητέρα μου, κάτω από το αχνό φως της γκαζόλαμπας, να ράβουμε φανέλες και πουκάμισα, για τους στρατιώτες μας στο ελληνοαλβανικό μέτωπο.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, τον Απρίλη 1941, όλα βάφτηκαν στο χρώμα το μουντό του ουρανού, πριν την καταιγίδα. Από τα τραπεζικά καταστήματα ζητήθηκαν ονομαστικές καταστάσεις όλου του προσωπικού. Μήνες μετά, ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους , που συνελήφθη. Δώσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε και τον ελευθέρωσαν.
Στο σπίτι πια δεν απέμεινε τίποτα. Ρούχα, κοσμήματα, έπιπλα, πίνακες μαζί με το πιάνο και τη ραπτομηχανή μας δόθηκαν για λίγο λάδι, κάρβουνο για τη σόμπα και μερικές οκάδες όσπρια.
Μας υποχρέωσαν να ράψουμε κίτρινο αστέρι στα ρούχα μας και έτσι να βγαίναμε για τις ουρές στα συσσίτια, να ξεχωρίζουμε εμείς οι Εβραίοι, σαν τη μύγα στο ζυμάρι, που κανείς δε θέλει να καθίσει επάνω του και την κυνηγούν.
Και μας κυνήγησαν, εμάς τους Εβραίους, και μας πέταξαν κατά γης με δύναμη, με μίσος, και βάλθηκαν να μας εξαφανίσουν από προσώπου γης.
Αρρώστησα πολύ, κινδύνεψα. Ένιωθα τους γονείς μου στο προσκέφαλό μου νυχθημερόν, αλλά δεν μπορούσα, από τη θολούρα του πυρετού, να τους δω ούτε και καταλάβαινα τίποτα. Μέρες μετά που συνήλθα, απόρησα που δεν άκουγα τα γλυκά μου καναρίνια. Με το κεφάλι γερμένο στη γη και τη φωνή σπασμένη από τον πόνο και την αδυναμία, μου είπαν πως έγιναν η σούπα, που με έφερε πίσω στη ζωή.
Έκλαψα, έκλαψα τόσο πολύ, που νόμισα ότι έτσι δεν θα έκλαιγα ποτέ στη ζωή μου ξανά. Αλλά, δυστυχώς, διαψεύστηκα με τον πιο φριχτό τρόπο.
Τον πατέρα μου τον συνέλαβαν ξανά και δεν τον ξαναείδα. Πήρε και αυτός με τόσους και τόσους, όπως έμαθα, το δρόμο για τα στρατόπεδα του Άουσβιτς, με τα βαγόνια του θανάτου, και από εκεί στα κρεματόρια.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, πρόλαβε και με τη βοήθεια του διοικητή της τράπεζας, (είχε δοθεί πριν διαταγή από τον τότε Διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας, Άγγελου Έβερτ, να εκδώσουν τα αστυνομικά τμήματα ψεύτικες ταυτότητες σε όσους Εβραίους το επιθυμούσαν), με εφοδίασε με καινούργια ταυτότητα, κρύβοντας έτσι μισονόμιμα και σωτήρια την εβραϊκή μου καταγωγή.
Ο ίδιος ο διοικητής της τράπεζας που δούλευε ο πατέρας μου, μετά τη σύλληψή του, ήρθε στο σπίτι μας και μας πήρε με τη μητέρα μου, να είναι καλά ο άνθρωπος, και μας έκρυψε στο δικό του σπίτι.
Μια κόχη τόση δα μέσα στη ντουλάπα, στο υπνοδωμάτιό τους, έγινε για μένα και τη μητέρα μου, για μήνες πολλούς, το καταφύγιό μας. Σε κάθε χτύπημα της πόρτας, εκεί χωνόμασταν, να κρυφτούμε. Ούτε τον ήλιο βλέπαμε, ούτε και τα άστρα του ουρανού. Τη βροχή μόνο ακούγαμε, από τα χτυπήματά της, στα κεραμίδια, και τον βοριά να σφυρίζει, από τις χαραμάδες στην ξύλινη στέγη. Κρύο έξω, κρύο μέσα, κρύο και στις καρδιές μας. Η μητέρα μου δεν άντεξε, έσβησε ένα πρωινό παγωμένο του Φλεβάρη του 1944.
Δεν έφτανε ο πόνος από την απώλειά της, είχα και την αγωνία της ταφής της. Εβραία αυτή, πού να ταφεί και κατά πώς έπρεπε στο εβραϊκό νεκροταφείο, και πως να ξεμυτίσουμε!
<Μη στεναχωριέσαι γι’ αυτό κορίτσι μου. Τη μάνα, που έχασες μόνο να κλάψεις, και τις ζωές μαζί όλων μας, που χαλάστηκαν έτσι. Ο Θεός ένας είναι, και αγαπά, και συγχωρεί>, βάλσαμο στην ψυχή μου, καλοδεχούμενο την ώρα εκείνη, ήταν τα λόγια της γυναίκας του διοικητή της τράπεζας.
Το ίδιο βράδυ, κρυμμένοι στο πηχτό σκοτάδι, ανοίξαμε, όσο αθόρυβα γινόταν, έναν τάφο, στην πίσω πλευρά του σπιτιού, και την παραχώσαμε τη μάνα μου. Δυο λόγια για την ανάπαψη της ψυχούλα της και για τις δικές μας, να παρηγορηθούμε, πάλι η συνετή γυναίκα του διοικητή της τράπεζας είπε, και πέσαμε, να κοιμηθούμε.
Ήμουν πια ορφανή και από τους δυο μου τους γονείς, έκλαψα και πάλι πολύ, έπνιξα στα δάκρυά μου το μαξιλάρι, ξαλάφρωσα. Σήκωσα τα μάτια ψηλά τότε και είπα < κι όμως, εγώ, θα ζήσω>, και λίγο πριν το πρώτο φως της ημέρας φανεί, βυθίστηκα σε έναν ύπνο ήσυχο, ατάραχο, ευεργετικό.
Έκανα τον πόνο μου δύναμη, κρατήθηκα στη ζωή με νύχια και δόντια και τα κατάφερα. Και ήμουν από τους πρώτους, που ξεχύθηκαν στους δρόμους, και γέλαγα και πανηγύριζα και έψελνα τον ύμνο τον εθνικό, με μια χαρά άγρια, μεγάλη, πρωτόγνωρη και δυνατή, όταν έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός από την Αθήνα>>.
Όταν τελείωσε τη διήγησή της η Νίνα, το πρόσωπό της ήταν κόκκινο πολύ, όχι τόσο από το κρασί, που όλο γέμιζε τα ποτήρια, κατά την αφήγησή της, και όλο τα άδειαζαν, όσο από την έξαψη και την προσπάθεια, όλα να βγουν επιτέλους στο φως. Δάκρυα στα μάτια της έλαμψαν, αλλά, όπως διαβεβαίωσε την Μαργαρίτα, ήταν η πρώτη φορά μετά από εκείνα τα σκοτεινά χρόνια. Την υπόσχεσή την είχε κρατήσει. Άλλη φορά δεν ξανάκλαψε από τη μέρα του θανάτου της μητέρας της, η σημερινή μέρα αποτελούσε εξαίρεση. Τα δάκρυα ήταν για τον Δημήτρη και τον πανικό, που προκάλεσε η εξαφάνισή του, όχι για τον εαυτό της.
Εκείνη χαιρόταν πολύ, γιατί τα είχε καταφέρει. Και έζησε, και το σπίτι της πήρε πίσω, ενώ πολλοί άλλοι, που τα εμπιστεύτηκαν και με χαρτιά ακόμη σε μεσεγγυούχους, διαχειριστές δηλαδή και επιτρόπους της περιουσίας τους, δεν κατάφεραν να τα πάρουν πίσω, και απέκτησε φήμη με τη βελόνα της, και ζει και πολύ καλά.
Λόγο το λόγο τους πρόλαβε το ξημέρωμα και η Μαργαρίτα, θέλοντας κάτι να προσφέρει και εκείνη στο σπίτι και την παρέα, που απλόχερα της δόθηκε, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Έφτιαξε δυο μερακλήδικα καφεδάκια, που το άρωμά τους ξύπνησαν για τα καλά τις αισθήσεις, έκοψε και λίγο από το τσουρέκι, που έφτιαξε η Νίνα ( τα χρόνια που κρυβόταν σε σπίτι χριστιανικό, έμαθε τις συνήθειες των χριστιανών και τις υιοθέτησε, και στο εξής τις ακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Δεν ήθελε άλλωστε το μυστικό της να αποκαλυφτεί) και τα απόθεσε στο τραπέζι, δίπλα στο άδειο μπουκάλι κρασί και τα αποτσίγαρα.
Κάπνιζε η Νίνα από χρόνια, η μόνη συντροφιά και παρηγοριά στη μοναξιά της, αλλά βαρύς φόρος τιμής στη γυναικεία της φιλαρέσκεια, αφού το δέρμα της έχασε πρόωρα τη λάμψη του και έδειχνε σαραντάρα, ενώ ήταν μόλις τριάντα δύο ετών.
Στο τέταρτο τσιγάρο της Νίνας, από την ώρα που ο ήλιος σηκώθηκε για τα καλά, μαζί με τη Δευτερανάσταση, ήρθε και η είδηση.
Ο στρατηγός, πιστός στο λόγο που έδωσε στη Νίνα, αν και βραδιά αναστάσιμη εκείνη, που προηγήθηκε, έκανε τις κινήσεις του και έμαθε. Ένας φάκελος με τη διεύθυνση του σπιτιού της Νίνας έφτασε με το κορίτσι, που είχαν στο σπίτι και βοηθούσε στις δουλειές και με αποστολέα τον στρατηγό. Το πήρε με λαχτάρα η Μαργαρίτα στα χέρια της, που έτρεμαν από την αγωνία και το φόβο και το άνοιξε.
Δυο γραμμές όλο κι όλο έχασκαν, σαν κόχες μαύρες, σε λευκό τοίχο.
< Αλεβιζάκης Δημήτριος του Εμμανουήλ και της Διώνης, ετών 25, Φοιτητής της Ιατρικής, κρατείται από τη 11η Απριλίου, στις φυλακές Συγγρού>.
Δεν πρόλαβε η Νίνα να πιάσει τη Μαργαρίτα και αυτή σωριάστηκε στο πάτωμα. Με την άκρη του ματιού της πρόλαβε και διάβασε το γράμμα, που έπεσε δίπλα και φαρμακώθηκε. Με γρήγορες και σταθερές κινήσεις προσπάθησε να σηκώσει την πεσμένη κοπέλα και να την στυλώσει στην πολυθρόνα.
Ένα πέρασμα της κολόνιας, με άρωμα λεμόνι, κάτω από τη μύτη της, και η Μαργαρίτα συνήλθε. Ξαναπήρε το χαρτί στα χέρια της, μη και δεν είχε διαβάσει καλά, αλλά οι λέξεις παρέμειναν καρφωμένες και ασάλευτες, ίδιες με πριν. <<Πρέπει να πάω εκεί, να μάθω τι συμβαίνει, γιατί τον πιάσανε, ποιοι , τί έκανε>>.
Έλεγε και ξανάλεγε η Μαργαρίτα, προσπαθώντας να καταλάβει και σηκώθηκε να φύγει. Η Νίνα την ακολούθησε, ήταν αδύνατο να την αφήσει ολομόναχη. Αυτή η κοπέλα της θύμιζε πολύ τον εαυτό της, ήξερε τι ήθελε από τη ζωή της και αγωνιζόταν να το κερδίσει, όπως ακριβώς έκανε και εκείνη, και ήθελε να ευτυχίσει πραγματικά και θα ευτυχούσε μόνο με τον Δημήτρη στο πλάι της. Πήραν το τραμ, μέχρι ένα σημείο, και από εκεί μέχρι τις φυλακές συνέχισαν με τα πόδια.
Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απριλίου, και ο Δημήτρης, όπως είπε στη γυναίκα του, έφυγε για τον εκδοτικό οίκο, να παραδώσει και τις τελευταίες μεταφράσεις, που περίμεναν. Στο σταυροδρόμι, δυο στενά πριν τον εκδοτικό οίκο, ένα φορτηγάκι με τα φρένα να στριγγλίζουν, σταμάτησε δίπλα του, και πριν προλάβει να δει το οτιδήποτε, δυο άντρες τον άρπαξαν και τον πέταξαν μέσα.
Ο συνοδηγός του πέρασε ένα μαντίλι στα μάτια και τα έδεσε σφιχτά. Μετά από αρκετό ταρακούνημα, μάλλον είχαν φύγει από ώρα από τον κεντρικό δρόμο και βάδιζαν σε χωματόδρομο με πέτρες και λακκούβες, το αυτοκίνητο σταμάτησε. Όταν του έλυσαν τα μάτια, είχε πια νυχτώσει για τα καλά και δεν ξεχώριζε τίποτα, εκτός από δυο σκιές δίπλα του, αυτών που τον απήγαγαν. Τον έσπρωξαν και με μια κίνηση των χεριών τους και του υπέδειξαν ένα κτίσμα, στο οποίο έπρεπε να κατευθυνθεί.
<<Ποιοι είστε, τι θέλετε από μένα, γιατί με φέρατε εδώ, τι θα με κάνετε;>>
Οι ερωτήσεις του Δημήτρη έπεφταν βροχή, αλλά καμιά τους δεν είχε την τύχη να απαντηθεί. Μόνο, όταν άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, άκουσε κάποιον να του απευθύνει το λόγο.
<<Πλησίασε, ξέρουμε ότι σπουδάζεις γιατρός, παρακολουθούμε αρκετούς γιατρούς και φοιτητές ιατρικής, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου>>, είπε ο άντρας που καθόταν σε μια γωνιά, δίπλα από ένα ντιβάνι, πάνω στο οποίο ένας άλλος άντρας ήταν ξαπλωμένος και ακίνητος.
Από τα λίγα που πρόλαβε να δει, όταν μπήκε μέσα, ήταν ένας άδειος ουσιαστικά χώρος, ένα ντιβάνι, ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες όλο και όλο η επίπλωσή του, κρύος, ημισκότεινος και με μια βαριά μυρωδιά, οικεία στο Δημήτρη, από τα εργαστήρια του πανεπιστημίου και τις κλινικές επισκέψεις στα νοσοκομεία, αυτού του ξεραμένου αίματος.
<<Τι ακριβώς θέλετε από μένα>>, ρώτησε τον άντρα με το στρατιωτικό αμπέχονο, τα ανάκατα, λερά μαλλιά και τα μακριά γένια. Αυτή ακριβώς την εμφάνιση πρόσεξε ότι είχαν όλοι οι άντρες εκεί μέσα, λες και ήταν η νέα τάση της μόδας και έσπευσαν όλοι να την υιοθετήσουν, για να βαδίζουν με την εποχή τους.
Η ψυχραιμία και η αυτοκυριαρχία, που είχαν σημάνει συναγερμό μέσα του τον βοήθησαν να καταλάβει πως βρισκόταν σε ένα κρησφύγετο ανταρτών.
Με συνοπτικές διαδικασίες του εξήγησαν τι ακριβώς έπρεπε να κάνει και του έφεραν και τα χρειαζούμενα, πετσέτες, οινόπνευμα, γάζες, λαβίδα, μαχαίρι, μέχρι και ζεστό νερό. Δεν θα έκανε πολλά, μια σφαίρα από τον ώμο του άντρα, που ήταν ξαπλωμένος, θα αφαιρούσε και του υποσχέθηκαν ότι θα τον επέστρεφαν πίσω. Εμπειρία από τέτοια ο Δημήτρης δεν είχε καμιά, όμως έπρεπε να δείξει ότι θα τα καταφέρει.
Αφού καθάρισε προσεκτικά την πληγή και οι άλλοι έβαλαν ένα κομμάτι ξύλου στο στόμα του λαβωμένου, να δαγκώνει και να πνίγει έτσι τα ουρλιαχτά του πόνου, απολύμανε τη λαβίδα και το μαχαίρι και ρίχτηκε στη μάχη, για την αφαίρεση της σφαίρας. Ήταν βαθιά και αυτό τον δυσκόλευε πολύ. Έσκισε με το μαχαίρι την τρύπα στον ώμο και με τη δεύτερη προσπάθεια κατάφερε να πιάσει τη σφαίρα με τη λαβίδα και να τη σύρει έξω.
Με το που ακούστηκε ο ήχος από το μικρό σιδερικό να πέφτει σε ένα μεταλλικό τάσι, η πόρτα του δωματίου έπεσε και αυτή κάτω με πάταγο και τέσσερις πάνοπλοι στρατιώτες χύμηξαν μέσα με τα όπλα τους προτεταμένα και τραβώντας τους τούς έβγαλαν όλους έξω.
Δεν παρακολουθούσαν φαίνεται μόνοι αυτοί γιατρούς και φοιτητές ιατρικής, υπήρχαν και οι Άλλοι που παρακολουθούσαν αυτούς. Σε ένα καμιόνι φορτωμένοι όλοι τους, μαζί με τον τραυματία, επέτρεψαν τουλάχιστον στον Δημήτρη να του δέσει την πληγή, μεταφέρθηκαν βράδυ Μεγάλης Παρασκευής, σαν άλλος επιτάφιος, γήινος, ανθρώπινος, ένα μάτσο κόκκαλα αντί λουλουδιών, στις Φυλακές Συγγρού. Όλοι στην εμφυλιακή Αθήνα ήξεραν τι σήμαιναν οι φυλακές Αβέρωφ και οι φυλακές Συγγρού και τρόμαζαν και μόνο στο άκουσμά τους.
Το κτίριο, με τις σκιές γύρω του να το μεγαλώνουν, φάνταξε τεράστιο στο Δημήτρη, δράκος με το στόμα ανοιχτό, έτοιμος να τον καταπιεί. Πέρασαν την πόρτα της αυλής και το καμιόνι σταμάτησε ακριβώς μπροστά από την κεντρική είσοδο του κτιρίου. Ήταν διώροφο.
Τους ανέβασαν επάνω, εκεί που κρατούνταν τα κομμουνιστικά στελέχη του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Τους πέταξαν σε ένα κελί βρώμικο, κρύο, με τέσσερις κουκέτες δίπατες. Στο λιγοστό φως είδαν μέσα ξαπλωμένους δυο έγκλειστους να προσπαθούν να κλείσουν τα μάτια τους, μήπως και καταφέρουν έτσι και δραπετεύσουν, έστω και νοερά.
Μουδιασμένος από όσα έζησε το τελευταίο εικοσιτετράωρο κάθισε ο Δημήτρης στο κάτω μέρος μιας κουκέτας και προσπάθησε να μαζέψει τα κομμάτια του, να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει, να σκεφτεί. Το επόμενο πρωινό τον βρήκε στην ίδια ακριβώς θέση, άυπνο και τρομοκρατημένο.
Όλη τη νύχτα άκουγε κλειδαριές να ξεκλειδώνουν, πόρτες να ανοίγουν, βήματα βαριά να σέρνονται στο δάπεδο και κυρίως κραυγές, πολλές πικρές κραυγές,
κραυγές πόνου αφόρητου, εξαντλητικού και χτυπήματα. Σιδερικά κροτάλιζαν και γλώσσες δερμάτινες σφύριζαν στον αέρα, πριν προσγειωθούν σε σάρκες σακατεμένες, ανοιχτές, μια άμορφη μάζα εκείνες.
Κανείς δεν είχε κουράγιο σε εκείνο το βρώμικο, ανήλιαγο κελί να πει κάτι, να κάνει κάτι. Παρατήρησε διακριτικά τους δυο έγκλειστους, που βρήκαν μέσα, όταν πέταξαν και εκείνους εκεί, το προηγούμενο βράδυ.
Τα χείλη τους ήταν σκισμένα και το αίμα γύρω τους ξεραμένο, σαν καύκαλο ξερό που προεξείχε, δεν είχαν το κουράγιο ούτε για καλημέρα. Τα σώματα τους ήταν σκελετωμένα, καμπουριασμένα, με ένα υπόλοιπο υφάσματος πάνω τους να στέκει και να προσπαθούν απεγνωσμένα να σκεπάσουν τη γύμνια τους. Τα χέρια τους σαν γυμνά, κατάξερα κλαδιά, πεταμένα στο έδαφος, απλά υπήρχαν και τα πόδια τους με τα σκισμένα μπατζάκια παντελονιών, όμοια με ένα κουβάρι από συρματόπλεγμα.
Οι τοίχοι, γκρίζοι, πρασινισμένοι, με τα νερά να τους διατρέχουν σε κάποιες γωνιές, αλγεινό θέαμα των ματιών του, έκαναν το χώρο να μοιάζει ακόμη πιο μικρό και η έλλειψη καθαρού οξυγόνου πονούσε τα πνευμόνια και πλήγωνε το μυαλό του.
Οι πόρτες σε όλα τα κελιά άνοιξαν και το πρωινό συσσίτιο ξεκίνησε. Τσάι χλιαρό με μια φέτα ψωμί και τρεις ελιές, όσες και ο τριαδικός θεός.
<Πού είναι Αυτός ο Θεός, που την ανάστασή του σε λίγες ώρες θα βιώσουμε! Αυτός που θανατώθηκε, για να ζήσει ο Άνθρωπος, όχι εκείνος του < εγώ>, του
< θέλω>, του <δικού> μου, αλλά ο άλλος του < εμείς>, του <πρέπει>, του <δικά> μας>, σκεφτόταν με όση δύναμη εσωτερική είχε ο Δημήτρης.
<Πώς γίνεται, λίγα μόλις χρόνια πριν, όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος, ένα χέρι οπλισμένο, μια καρδιά γενναία, να δώσαμε τον αγώνα τον υπέρτατο, αυτό της ελευθερίας, και τα καταφέραμε και τώρα που ήρθε η στιγμή να γευτούμε τους καρπούς των προσπαθειών, των κόπων και των τόσων θυσιών μας, να τα πετάμε στη λάσπη, όπου και οι ίδιοι κυλιόμαστε και να χύνουμε αίμα αδερφικό!>
Αυτά αναλογιζόταν ο Δημήτρης, όταν ένα χέρι σκελετωμένο και παγωμένο ακούμπησε διστακτικά στον ώμο του επάνω.
Βγήκε απότομα από το λογισμό του και γυρίζοντας το κεφάλι, είδε δυο μάτια, κάρβουνα αναμμένα σε μαύρες κόχες, να τον κοιτούν, και δυο χείλη να προσπαθούν με κόπο να σχηματίσουν φθόγγους, συλλαβές και λέξεις, τη μοναξιά του έτσι να σπάσει, νέα από τον έξω κόσμο να μάθει.
<< Είμαι ο Στέφανος, από το Δίστομο, κοντά στη Λειβαδιά, αν έχεις ακουστά, από το τραγούδι<σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά πάνε για να πατήσουνε την Τροπολιτσά> και είμαι εδώ μέρες τώρα, έχασα το λογαριασμό. Να έχεις δύναμη, να αντέξεις, μην τους δώσεις τη χαρά να σε τσακίσουν. Τα κόκαλα, οι σάρκες σου δικά τους, την ψυχή σου, όμως να μην τη δώσεις σε κανέναν, ούτε θεό ούτε διάολο, δική σου να είναι μονάχα, δική σου>>.
Τα έχασε ο Δημήτρης. Πως ήταν δυνατόν εκείνο το αποδεκατισμένο κορμί να εκφραστεί με τέτοιο νεύρο, πείσμα και δύναμη, εσωτερική μαζί. Στύλωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο του ανθρώπου που του μιλούσε και απλά τον κοιτούσε και ….τον θαύμαζε. Εκείνος μόλις λίγες ώρες βρισκόταν εκεί μέσα και ένοιωθε να βυθίζεται και να βουλιάζει. Πως θα άντεχε τις μέρες, μα πιο πολύ τις νύχτες, σαν την προηγούμενη, που πέρασε, και δεν θα έχανε τα λογικά του!
Ο Στέφανος ήταν, όπως αποδεικνυόταν, μέρα με τη μέρα, πολύ σκληρό καρύδι. Η κορμοστασιά και το παράστημά του, ξέπνοα πράγματα, άδεια σακιά, ξεγελούσαν. Η ψυχή του όμως ηφαίστειο ενεργό. Πύρινα τα λόγια του για τις θέσεις του κομμουνισμού. Άνοιγε το στόμα του και έβγαινε ένας αλλιώτικος Στέφανος από μέσα, όλο πάθος και πυγμή.
Αγρότης στο επάγγελμα, όπως και ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του. Τριάντα πέντε ετών, αλλά ο ήλιος της υπαίθρου, το αλβανικό μέτωπο που πολέμησε, η κατοχή και τα τελευταία χρόνια με τον αδελφοκτόνο πόλεμο, τον έκαναν να δείχνει μεγαλύτερος. Γράμματα πολλά δεν ήξερε, μόλις τις μικρές τάξεις του σχολείου γνώρισε και αυτές όχι όλες τις μέρες της εβδομάδας. Ο λόγος του όμως μαχαίρι κοφτερό, ρήτορας σαν εκείνους τους αρχαίους, που μαζεύονταν στο λόφο της Πνύκας και απευθύνονταν στο συγκεντρωμένο πλήθος, έτσι και εκείνος ξεχώριζε μέσα στο κελί και οι άλλοι τον μετρούσαν για μορφωμένο πολύ και ξύπνιο.
<< Στην κατοχή έχασα από πείνα και τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Έμεινα μόνος με την αδερφή μου, όμορφη κοπέλα και προκομένη. Αντί να τη φροντίζω εγώ, σα μεγαλύτερος που ήμουν, με φρόντιζε εκείνη. Σε μια ενέδρα, που έστησαν τάχα πατριώτες σε γερμανική περίπολο, που περνούσε από το χωριό μας, σκοτώθηκαν Γερμανοί στρατιώτες. Αυτά άκουσα να ισχυρίζονται οι ίδιοι, για να δικαιολογήσουν τις αποτρόπαιες πράξεις τους.
Για αντίποινα, οι υπόλοιποι Γερμανοί, εκτέλεσαν άνδρες, βίασαν και μετά σκότωσαν γυναίκες, αποκεφάλισαν παιδιά. Κρέμασαν μέχρι και τον παπά του χωριού μαζί με άλλους. Η σφαγή σταμάτησε τη νύχτα και αφού έβαλαν φωτιά, επέστρεψαν στη Λειβαδιά. 228 ΨΥΧΕΣ έσβησαν άδικα, αργά και μαρτυρικά.
Ο ίδιος έλειπα, είχα στο μαντρί, που είχε ένας θείος μου, ψηλά σε μια πλαγιά, να φέρω λίγο γάλα, μέρες είχαμε να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Βρήκα στην επιστροφή το χωριό μου πνιγμένο στο αίμα, ψυχή ζώσα πουθενά. Ανθρώπινα μέλη, καμένες σάρκες, πτώματα τουμπανιασμένα να κρέμονται από τα δέντρα, και σπίτια να καπνίζουν ακόμη από τη φωτιά, που τα κατάκαψε. Κόντεψα να χάσω τα λογικά μου.
Πήρα τα βουνά, τριγύριζα σαν άγριο θηρίο και παραμιλούσα. Τα έβαλα και με τον ίδιο το θεό και με τον διάβολο μαζί. Έπεσα σε μια χαράδρα και έμεινα εκεί, να με φάνε τα τσακάλια, να γλυτώσω.
Κάλλιο με εμένα να χορτάσουν ζωντανά, λύκοι και ύαινες και τσακάλια, παρά να χορτάσει το μάτι του και τη δίψα της ψυχής του ο Γερμανός με αίμα ελληνικό, σκέφτηκα, και έκλεισα τα μάτια να κοιμηθώ και να μην ξανασηκωθώ. Η ώρα μου φαίνεται δεν είχε έρθει ακόμη, έμελλε να τραβήξω πολλά.
Μια ομάδα του ΕΔΕΣ με βρήκε, με περιποιήθηκε και με ρώτησε, αν ήθελα, να πήγαινα μαζί τους. Ποιος με περίμενε, σκέφτηκα, και έτσι τους ακολούθησα. Αυτοί έγιναν η οικογένειά μου, για αυτούς και τη ζωή μου θα έδινα ανά πάσα στιγμή. Τα υπόλοιπα, για το πώς βρέθηκα εδώ, μπορείς να τα φανταστείς>>.
Όλη την ιστορία της ζήσης του είπε απνευστί εκείνη την πρώτη μέρα γνωριμίας τους ο Στέφανος στο Δημήτρη και αντί να χάνει δυνάμεις από την πολύωρη κατάθεση ψυχής, σαν τον άνεμο που φυσά και αναζωπυρώνει και την πιο μικρή εστία φωτιάς, εκείνος έδειχνε πιο ζωντανός, πιο δυνατός, πιο ακμαίος από ποτέ.
Η Μαργαρίτα με τη Νίνα έφτασαν και οι δυο τους, ξέπνοες και λαχανιασμένες από το τρέξιμο και το έντονο καρδιοχτύπι, στις φυλακές, όταν ο ήλιος δυνατός και με το πάλευκο φως του κοίταγε αφ’ υψηλού την πλάση και τα έργα των ανθρώπων.
Ζήτησαν τον διοικητή. Μετά από ώρα πολλή η πύλη άνοιξε. Ένας στρατιώτης τις οδήγησε σε ένα θάλαμο του ισογείου. Πίσω από το δρύινο γραφείο, το μόνο εντυπωσιακό εκεί μέσα, καθόταν ένας κοντοκουρεμένος, μάλλον ευτραφής άντρας με γυαλιά μυωπίας και με στρατιωτική στολή, σκυμμένος στα χαρτιά, που είχε απλωμένα μπροστά του.
Στο άνοιγμα της πόρτας, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε με βλέμμα έντονα εξεταστικό τις δυο γυναίκες.
<< Παρακαλώ, τι θα θέλατε>>, τις απηύθυνε το λόγο.
<<Είμαι η γυναίκα του Αλεβιζάκη Δημήτρη, τον συνέλαβαν και τον έφεραν, έμαθα, εδώ. Γιατί; Ο Δημήτρης, σπουδάζει γιατρός, δεν έχει κάνει τίποτα, γιατί βρίσκεται εδώ;>>.
Έκανε μεγάλη προσπάθεια η Μαργαρίτα να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της, για να μιλήσει στον άντρα απέναντι της.
<<Ο σύζυγός σας συνελήφθη σε μια οργανωμένη έφοδο, που έγινε σε κάποια αγροικία στο Κορωπί, μαζί με τρεις αντάρτες του ΕΑΜ>>, οι πρώτες κουβέντες του διοικητή, χτύπησαν σαν τσουχτερό χαστούκι τη Μαργαρίτα.
<<Κάποιο λάθος πρέπει να έγινε, ο άντρας μου έφυγε την Παρασκευή, το πρωί, για τον εκδοτικό οίκο στη Φιλελλήνων, να παραδώσει κάποια μεταφρασμένα κείμενα, τι δουλειά είχε στο Κορωπί. Τι δουλειά είχε με τον ΕΑΜ. Ο άντρας μου δεν ασχολείται με τέτοια πράγματα. Ο άντρας μου πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο. Ο άντρας μου αγωνίστηκε στην κατοχή κατά των κατακτητών. Ο άντρας μου………>>, έσπασε η φωνή της Μαργαρίτας καθώς και τα πόδια της και ίσα, που πρόλαβε να πιαστεί από μια καρέκλα δίπλα της, για να μη σωριαστεί στο πάτωμα.
<<Λυπάμαι, κυρία μου, αυτά είναι τα γεγονότα και αυτή είναι αλήθεια>>, η φωνή του άντρα δίπλα της, την συνέφερε.
<<Και τι θα τον κάνετε, τι θα γίνει από εδώ και πέρα;>>, παρενέβη η Νίνα, που μέχρι τώρα άκουγε τα καθέκαστα αποσβολωμένη.
<<Ό,τι προβλέπεται σε αυτές της περιπτώσεις>>, κοφτά και ανέκφραστα βγήκαν τα λόγια του διοικητή.
<< Και τώρα , σας παρακαλώ, πηγαίνετε>>, συμπλήρωσε εκείνος και ξανάπεσε με τα μούτρα στα χαρτιά, που είχε στο γραφείο του, πάνω
Άνοιξαν την πόρτα και με βήμα αργό και συρτό έφυγαν οι δυο γυναίκες. Βάδιζαν μηχανικά, αρρωστιάρικα, χωρίς σκοπό. Για πότε έφτασαν στο σπίτι της Μαργαρίτας, ούτε που το κατάλαβαν, κάθισαν στις καρέκλες, η μια απέναντι στην άλλη και προσπαθούσαν η καθεμιά τους να επεξεργαστεί τις πληροφορίες, που έλαβαν και να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις.
<<Θα πάω στον στρατηγό>>, έσπασε τη σιωπή η Νίνα.
<< Θα του ζητήσω να μεσολαβήσει, να εξηγήσει για τον Δημήτρη, ότι έγινε παρεξήγηση, ότι τον μπέρδεψαν με άλλον, κάτι τέλος πάντων>>.
Η Μαργαρίτα κούνησε το κεφάλι σε μια κίνηση απελπισίας και σηκώθηκε να βάλει ένα ποτήρι νερό. Η πόρτα πίσω της ακούστηκε να κλείνει, η Νίνα ήδη βρισκόταν μέτρα μακριά. Η επίσκεψη στο σπίτι του στρατηγού, μέρα λαμπρής γιορτής, μέρα του Πάσχα, δυστυχώς δεν κατάφερε να φωτίσει και να ξεδιαλύνει τα πράγματα. Ο στρατηγός ήταν σαφής, να έμεναν καλύτερα μακριά από όλα αυτά, για να μην της παρέσυρε και εκείνες, τις ίδιες, το θολό ποτάμι και τις έπνιγε.
Ο Δημήτρης με τον Στέφανο και τους δυο, που τον απήγαγαν και τον έμπλεξαν σε όλο αυτό, ( ο τρίτος, ο λαβωμένος που του αφαίρεσε ο Δημήτρης τη σφαίρα δεν τα κατάφερε να ζήσει ) και μερικούς άλλους, μεταφέρθηκαν, αρχές του 1949, στη Μακρόνησο.
Η δημιουργία στρατοπέδων στη Μακρόνησο συνδεόταν με την επιχείρηση εκκαθάρισης του στρατού από <ύποπτους> στρατιώτες και αξιωματικούς, ώστε να διαφυλαχτεί το αξιόμαχο του Εθνικού Στρατού, που πολεμούσε εκείνη την εποχή κατά του Δημοκρατικού Στρατού.
Όσοι είχαν αριστερά φρονήματα ή είχαν συμμετάσχει στην Εαμική Αντίσταση, θεωρούνταν <ύποπτοι> και συγκεντρώνονταν στη Μακρόνησο από το καλοκαίρι του 1946. Από την άνοιξη του 1949 μέχρι το καλοκαίρι του 1950, έφτανε εκεί και ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός πολιτών, προληπτικώς συλληφθέντες, άνδρες και γυναίκες, πολιτικοί εξόριστοι. Το κολαστήριο της Μακρονήσου έμελλε να κλείσει το 1955.
Ένα καϊκι στη θάλασσα, κοντά στο Λαύριο, τους περίμενε, ένα παγωμένο πρωινό Μαρτίου του 1949. Επιβιβάστηκαν με τη συνοδεία στρατιωτών, που είχαν τα όπλα τους υπό μάλης. Το κρύο, ανοιχτά της θάλασσας έτσουζε στα μάγουλά τους, τους περόνιαζε τα κόκαλα. Τα λεπτά ρούχα, που φορούσαν, με τίποτα δεν μπορούσαν, να τους προφυλάξουν από το φαρμακερό αγιάζι και τη διαπεραστική αλμύρα της θάλασσας. Τα κύματα σε κάποια σημεία ξεπερνούσαν το ένα μέτρο και φαινόταν έτοιμα να καταπιούν το σκοροφαγωμένο πλεούμενο, ενώ πολλοί, μην αντέχοντας το δυνατό σκαμπανέβασμα, άρχισαν να ξερνάνε χολή πράσινη και μερικοί και αίμα.
Οι τραγικές συνθήκες κράτησης, μήνες τώρα στα σκοτεινά και υγρά κελιά των φυλακών, μαζί με την κάκιστη σίτισή τους, έπληξαν ανεπανόρθωτα πολλά πνεμόνια.
<<Τουλάχιστον αναπνέουμε λίγο καθαρό, θαλασσινό αέρα, πείτε ότι πάμε μια εκδρομή>>, έβγαλε το Δημήτρη και τους άλλους, για λίγο από τις σκέψεις τους ο Στέφανος. Κανένας δεν είπε τίποτα. Τα λόγια λες και πάγωσαν και εκείνα στο στόμα όλων, όπως και τα κορμιά τους.
Κάποια στιγμή έπιασαν ακτή. Κατέβηκαν ένας ένας και με τα μάτια σάρωσαν τον τόπο, να ξέρουν με τι είχαν να κάνουν. Ξεραήλα και Άγιος ο Θεός. Τσιμέντο και πέτρα. Όπου και να έστρεφαν τα μάτια τους, η αντανάκλαση από το λευκό φως του ήλιου τους τύφλωνε.
Τους έδειξαν που θα έμεναν. Από εκεί και πέρα θα ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για τους εαυτούς τους, έως και ελεύθεροι θα μπορούσε να το εκλάβει κάποιος, αν ήταν συνηθισμένος στο μαύρο χιούμορ.
Γιατί που μπορούσαν να πάνε με τη θάλασσα γύρω τους, τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο στη φύλαξη!
Τακτοποιήθηκαν στους θαλάμους. Ξέχωρα οι άντρες από τις γυναίκες, κάποιες και με παιδιά στην αγκαλιά.
Πρόσωπα με τα μάγουλα τραβηγμένα προς τα μέσα, μέτωπα ρυτιδιασμένα και κορμιά σκελετωμένα ήταν όλοι οι ένοικοι σε αυτό το αφιλόξενο μέρος.
Και η συγκατοίκησή τους εκεί ξεκίνησε.
Μια αξίνα και ένα φτυάρι ήταν τα <δώρα> τους, για το καλωσόρισμα. Τους πήγαν σε ένα βουνό από πέτρες.
<< Θα τις σπάζετε και θα τις κουβαλάτε, απέναντι, το καταλάβατε;>>, τα λόγια του στρατιώτη ακούστηκαν ανατριχιαστικά, όπως ο ήχος από το γδάρσιμο με τα νύχια μιας επιφάνειας, όπως το σκάσιμο των κυμάτων πάνω στα βράχια.
Όλη μέρα οι ίδιες κινήσεις, και όσο και να έσπαζαν, ο σωρός δεν έλεγε να χαμηλώσει. Με τη δύση του ήλιου, μοιράστηκε το συσσίτιο, νερό με λίγα φασόλια μέσα. Έπεσαν κατάκοποι να κοιμηθούν.
<<Τι θα τις κάνουν τόσες πέτρες, που σπάζουμε, όλο το νησί θα χτίσουν, πόσους ακόμη θα τραβολογάνε εδώ, οι αναθεματισμένοι>>, έσκυψε ο Στέφανος και ψιθύρισε στο Δημήτρη.
<<Κοιμήσου, αύριο, μας περιμένει μέρα δύσκολη>>, απάντησε εκείνος και γύρισε πλευρό στο κατάξερο στρώμα, να κοιμηθεί. Μα που να κλείσει μάτι. Μπορεί το σώμα να επιζητούσε την ξεκούραση, ο νους όμως από τις έγνοιες, που τον τυραννούσαν, με προεξάρχοντα τη μορφή της Μαργαρίτας, της γυναίκα τους, δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι.
Και εκεί που σαν να άρχισε να νιώθει την πρώτη γλυκιά χαλάρωση και να ηρεμεί, βήματα δυνατά ακούστηκαν και φωνές.
<< Μπρος, σηκωθείτε, μην τεμπελιάζετε, έχουμε δουλειά>>.
<<Τι δουλειά, μες τα άγρια σκοτάδια>>, μια φωνή από απέναντι φώναξε, μα γρήγορα έσβησε κάτω από το χτύπημα μιας βουρδουλιάς.
Βγήκαν έξω, στην τσουχτερή υγρασία της νύχτας. Να γιατί με τις αξίνες το πρωί τους είχαν δώσει και φτυάρια, λύθηκε η απορία του Δημήτρη και των υπολοίπων, τους διέταξαν τώρα να σκάψουν τάφους.
Οι δικοί μας τάφοι, είναι άραγε, αναρωτήθηκε ο Δημήτρης και το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Μια βουρδουλιά τον συνέφερε, έπιασε το φτυάρι και άρχισε να σκάβει. Όταν στον ορίζοντα φάνηκε η πρώτη ανοιχτόχρωμη λουρίδα ουρανού, τους άφησαν, να πάνε να ξαπλώσουν.
Σε λίγες ώρες όμως και πάλι με τις αξίνες στα χέρια ξεκίνησαν, για τα βράχια, αυτή τη φορά.
<<Αφήστε κάτω τις αξίνες>>, τους πρόσταξε ο στρατιώτης, που τους συνόδευε. Σήμερα δε θα σπάσετε πέτρες, θα κουβαλήσετε τις σπασμένες από απέναντι, που τις πήγατε χθες, εδώ>>.
Κοιτάχτηκαν όλοι αναμεταξύ τους. Τι πάει να πει αυτό, γιατί να φέρουν πέτρες στη θάλασσα, ό,τι χτίζεται στην άμμο, το κύμα το καταπίνει γρήγορα, εκτός και αν ήταν μια μέθοδος να κάμψουν το ηθικό τους και να τους εξοντώσουν, σκέφτηκαν οι πιο ψύχραιμοι.
<<Δεν ακούσατε, τι σας είπα>>, φώναξε ο ίδιος στρατιώτης και με την κάνη του όπλου του χτύπησε και έριξε κάτω τον άντρα, που στεκόταν δίπλα του.
Όλοι έτρεξαν στις πέτρες, να τις αγκαλιάζουν και να τις σηκώνουν.
<<Νερό, λίγο νερό>>, τα σκασμένα χείλη εκλιπαρούσαν. Έφτασε έναν γκαζοτενεκές, έπεσαν 4-5 επάνω του με βουλιμία. Την επόμενη στιγμή, έφτυναν και ξερνούσαν.
<<Βρωμάει πετρέλαιο αυτό το πράγμα, δεν πίνεται >>, προειδοποίησαν τους άλλους.
Το σουρούπωμα τους βρήκε γύρω από μια φωτιά, να τρώνε ό,τι τους φέρανε, νερό με φασόλια. Κατά τα μεσάνυχτα, νιαουρίσματα γάτας, ξύπνησαν το Δημήτρη, πάντα κοιμόταν εκείνος ελαφρά. Παραξενεύτηκε, δυο μέρες τώρα ούτε είδε, ούτε άκουσε ζώο, γάτα ή σκύλο. Βγήκε έξω και αυτό που είδε, θα τον στοίχειωνε για πάντα.
Κάτω από το φως του φεγγαριού, ένα τσουβάλι, γεμάτο και δεμένο στην άκρη σειόταν πέρα δώθε και από μέσα ακούγονταν νιαουρίσματα γάτας σε παροξυσμό, ανάκατα με ανθρώπου σπαρακτικές κραυγές.
Ύστερα από ώρα, το σακί άνοιξε και από μέσα πετάχτηκαν με ορμή δυο γάτες σε κατάσταση αλλοφροσύνης, και ένας άντρας, που αδυνατούσε να σταθεί στα πόδια του και να προσανατολιστεί. Οι στρατιώτες τον έμπασαν στον απέναντι θάλαμο και εξαφανίστηκαν.
Γύρισε και ο Δημήτρης στον δικό του θάλαμο, έπεσε στο στρώμα του επάνω και έκλαψε. Έκλαψε εκείνη τη δεύτερη νύχτα σε αυτή την κόλαση, που τον έφεραν, πολύ, για τον Άνθρωπο, που μεταμορφώνεται στο πιο άγριο θηρίο της πλάσης όλης, που καταλύει κάθε αξία και εξανδραποδίζεται, που χάνει τον αυτοσεβασμό και κάθε ίχνος ανθρωπιάς μέσα του και αυτοκαταστρέφεται.
Στους άλλους το επόμενο πρωί δεν είπε τίποτα, αρκετά ταλαιπωρημένοι και κουρελιασμένοι σωματικά και ψυχικά ήταν.
Το πρόγραμμα τη μέρα εκείνη, όπως τους ενημέρωσε ένας στρατιώτης, περιλάμβανε παράχωμα και κατήχηση. Με τα φτυάρια ανά χείρας ξεκίνησαν να γεμίζουν τους λάκκους, που είχαν σκάψει την προηγούμενη νύχτα. Δεν ρώτησαν, δεν απόρησαν, δεν σχολίασαν τίποτα. Μήπως είχε λογική και το να σπάνε βράχια και να μεταφέρουν τις πέτρες από τη θάλασσα στο εσωτερικό και το αντίστροφο! ΚΑΜΙΑ.
Συνεχίζεται…
Εύα Χορόζη