ΚΥΔΩΝΙΕΣ ( ΑΪΒΑΛΙ ) 1918
Πρωινό Δευτέρας και ο Εμμανουήλ Αλεβιζάκης κατηφόριζε το σοκάκι, για την προκυμαία του λιμανιού, όπου στεγάζονταν τα γραφεία και οι αποθήκες τους με τα αρωματικά σαπούνια.
Πριν χρόνια ο πατέρας του ξεκίνησε, στις παρυφές της μικρής τους πόλης, μέσα στους καταπράσινους ελαιώνες, ένα μικρό εργαστήριο παραγωγής σαπουνιού.
Μέσα στα έλαια, τα αρώματα και τα χρώματα μεγάλωσε ο Εμμανουήλ.
Με αυτά έβαφε τα χέρια και το πρόσωπό του, κάνοντας τη μητέρα του να τον ψευτομαλώνει, όταν τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας του, υποκύπτοντας στα παρακάλια και τις υποσχέσεις του ότι θα είναι φρόνιμος και υπάκουος, μα όταν επέστρεφαν, το δειλινό, στο σπίτι, αγώνα μεγάλο έδινε η μάνα του να τον ξεβάψει, έτσι αγνώριστος, που γινόταν.
Με φωτεινά χρώματα και γλυκά αρώματα έβαφε και τα όνειρά του αργότερα, στην εφηβεία.
Το μικρό και άσημο, που ξεκίνησε ο πατέρας του, να το τρανέψει έλπιζε, να το κάνει το καλύτερο, το πιο ονομαστό στην περιοχή τους. Με τα δικά του σαπούνια ονειρευόταν ότι θα γέμιζε πολιτείες και χωριά, να καλλωπίζονται κορίτσια όμορφα και δροσερά, σαν τα νερά των πηγών, που έπεφταν από το μεγάλο τους βουνό, την άνοιξη.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο ο Εμμανουήλ θέλησε να ξεκουράσει τον πατέρα του, να αναλάβει πια εκείνος το τιμόνι της επιχείρησής τους και να την πάει ακόμη πιο ψηλά, να μην έχει σε τίποτα να ζηλέψει τα άλλα εργοστάσια σαπουνοποιϊας, που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή.
Αγαπούσε πολύ το δημιούργημα του πατέρα του, μα περισσότερο αγαπούσε τους γονείς του, που κόντρα στο κλίμα των άσχημων συγκυριών, δεν το έβαλαν κάτω. Μπορεί να μάτωσαν, να σύρθηκαν χάμω, κατάφεραν ωστόσο να σηκωθούν και να σταθούν και πάλι στα πόδια τους και ο Εμμανουήλ τους θαύμαζε πολύ για αυτή τους τη στάση.
Ψηλός, ευθυτενής, με καστανά, πυκνά μαλλιά, που πήρε από τη μάνα του και μάτια στο χρώμα του σμαραγδιού, κληροδότημα και αυτό του πατέρα του, όπως η σαπουνοποϊια, και με ένα καλά περιποιημένο μουστάκι, που είχαν όλα τα αρσενικά της εποχής, ανεξαρτήτου ηλικίας, δείγμα ανδρισμού και κομψότητας, ήταν ο Εμμανουήλ.
Περιποιημένος και ντυμένος στην τρίχα συνήθιζε να φεύγει από το σπίτι του κάθε μέρα, λίγο μετά την αναχώρηση του πατέρα του, για τη δουλειά. Δεν μπορούσε ποτέ να αποφύγει το πλούσιο πρωινό, που του ετοίμαζε η μάνα του, και πάντα καθυστερούσε στη δουλειά, γιατί δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι.
Αφού εκείνη τον σταύρωνε και επιτέλους έβγαινε από το σπίτι, με γρήγορες κινήσεις, ανάλαφρες και καλοζυγισμένες, προσπαθούσε να κερδίσει το χρόνο, που έχασε, και μόλις έφτανε καθόταν στην καρέκλα του, απέναντι από αυτή του πατέρα του.
Μπορεί ο γέρο Αλεβιζάκης να έδωσε τα κλειδιά της επιχείρησης στον μοναχογιό του, αλλά δεν υπήρχε μέρα, που να μην πήγαινε ο ίδιος στη δουλειά, και ας γκρίνιαζε η γυναίκα του, που ήθελε να τον έχει περισσότερες ώρες κοντά της.
<<Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά, γυναίκα. Τι δηλαδή, με το που ανοίγει και κλείνει με τα δικά του κλειδιά το μαγαζί, αυτό σημαίνει πως έγινε κύρης και αφέντης του! Άμαθος είναι και άψητος στα αλισφερίσια και τούτο θέλει καπετάνιο έμπειρο και γερό. Δίπλα μου μόνο θα καταφέρει να ανδρωθεί, θα μάθει να αποφεύγει τις κακοτοπιές και δεν θα έχει να φοβάται τίποτα αργότερα, γι’ αυτό και τον έχω από κοντά>>, της έλεγε και της ζητούσε να κάνει λίγη ακόμη υπομονή και μετά θα γυρίζανε μαζί τον κόσμο ολάκερο, όπως κάποτε της είχε υποσχεθεί, τότε που παλεύανε να σταθούν στα πόδια τους και κάνανε τη νύχτα μέρα, δουλεύοντας και οι δυο τους περισσότερο και από τα ζωντανά στο ζυγό.
Ντυμένος με λευκό κοστούμι και μαύρο λαιμοδέτη ήταν ο Εμμανουήλ εκείνο το Δευτεριάτικο πρωινό, ενώ τα μαλλιά του τα είχε περασμένα με αρκετή μπριγιαντίνη. Με το μπαστούνι του στο ένα χέρι και το ψάθινο καπέλο στο άλλο, όπως ακριβώς επίτασσε η μόδα της εποχής, περνούσε τη στράτα και όλοι, που τον γνώριζαν, έβγαιναν στα πεζοδρόμια των μαγαζιών τους, να τον χαιρετήσουν, Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι και Εβραίοι.
Δίπλα δίπλα είχαν τα καταστήματά τους και από μικρό παιδί, στα πόδια τους μεγάλωσε. Πότε ο ένας τον κέρναγε ένα κομμάτι σάμαλι από πλανόδιο πωλητή, πότε ο άλλος μαλλί της γριάς ή και κανένα παγωτό τα καλοκαίρια. Αλλά και εκείνος όλο το έσκαγε από το γραφείο στις αποθήκες, που τον έβαζε ο πατέρας του να καθίσει ήσυχα και με την παιδική, λεπτή φωνούλα του, περνούσε από όλους, να πει μια καλημέρα και δεν ξεχώριζε κανέναν τους.
Ακόμα και τις άγιες μέρες Ρωμιών, τα Χριστούγεννα και των Θεοφάνεια, πήγαινε σε όλους και έλεγε τα κάλαντα, κάνοντας τον πατέρα του να κοκκινίζει από ντροπή και αμηχανία και να τον μαλώνει, για την επιπολαιότητα και την αστοχία του.
<<Τι τον μαλώνεις, μπρε Δημητρό>>, του έλεγε ο γείτονας του στις αποθήκες, ο Φικρέτ.
<<Δεν κάνει τίποτα κακό το παιδί, ευχές μας δίνει. Ένας είναι ο Θεός και, όταν μεσολαβεί σε αυτόν μια αγνή ψυχή, όπως του παιδιού, πιότερο ο Θεός ακούει και δέχεται τις παρακλήσεις. Άσε το ήσυχο το παιδί, χαρά μας είναι και χαρούμενες οι μέρες αυτές για εσάς, τους χριστιανούς. Για άλλα πράματα να τον μαλώνεις και τώρα και αργότερα, μα όχι σήμερα>>, του έλεγε ο γείτονας και τον χτυπούσε φιλικά στην πλάτη.
Από τα μικράτα του λοιπόν τον ήξεραν όλοι στην αγορά και του χάιδευαν το κεφάλι και τα μάγουλα, όταν τον συναντούσαν και τον ρωτούσαν για το σχολείο και για το τι θα γίνει, όταν μεγαλώσει, και εκείνος με μια αφοπλιστική αφέλεια, τους απαντούσε, ότι θα γίνει σαν τον πατέρα του τον Δημητρό, καλός, άξιος και όμορφος. Και εκείνοι γελούσαν μαζί του και να τα κεράσματα, και να τα παινέματα και τα χαϊδέματα, τα παραπάνω.
Είχε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα κλείσει τα 22 του ο Εμμανουήλ και από τα 18 του, που ήταν και επίσημα πια το δεξί χέρι του Δημητρού Αλεβιζάκη και ο διάδοχός του δεν έλλειψε από το πόστο του ούτε μια μέρα.
<<Περισσότερο εσύ πρέπει να δουλεύεις παιδί μου και μετά οι εργάτες, για να προκόψεις. Εκείνοι δεν πονούν το βιος σου. Δανεικοί σου είναι. Αύριο μεθαύριο θα σου φύγουν ή και εσύ μπορεί να τους διώξεις. Κοίτα λοιπόν να γνωρίζεις τα πάντα και καλά, για να διαφεντεύεις και σωστά>>, ήταν τα πρώτα λόγια που του είπε ο πατέρας του, όταν του έδωσε ένα κλειδί για το γραφείο με το χρηματοκιβώτιο, ένα για τις αποθήκες και ένα για το εργοστάσιό τους.
Με τις δουλειές, που πήγαιναν καλά τα τελευταία χρόνια και με ένα δάνειο που πήραν, το μικρό εργαστήριό τους, έγινε πια ολόκληρο εργοστάσιο, όπως το ονειρευόταν από μικρός ο Εμμανουήλ. Και είχε και άλλα όνειρα ακόμη, αν το επέτρεπαν οι καιροί και ο Θεός, έλεγε στους γονείς του, και εκείνοι τον χαίρονταν και για αυτό που ήταν, και για αυτά που έλεγε, και τον καμάρωναν.
Μοναχοπαίδι τον είχαν ο Δημητρός και η Ελένη. Ξεριζωμένοι αυτοί από ένα χωριό, κοντά στη Σητεία της Κρήτης, το 1900 ήρθαν σε αυτή τη γωνιά της γης, το Αϊβαλί και μεγάλωσαν το σπλάχνο τους με δυσκολίες πολλές, αλλά με πιότερη αγάπη. Παρά τις αντιξοότητες, μετά τη φυγή τους, έκαναν την κακοτυχία τους δύναμη και πρόκοψαν και έδωσαν στον μοναχογιό τους, ό,τι εκείνοι στερήθηκαν, στο πολλαπλάσιο.
Όλα τα είχε ο Εμμανουήλ, χάρη, ομορφιά, νιάτα και το κυριότερο, δίψα να μεγαλουργήσει και να ξεπεράσει τις φιλοδοξίες, που είχαν οι γονείς του για εκείνον.
Η αλήθεια είναι πως στα τρυφερά του χρόνια γνώρισε το άσχημο πρόσωπο της ζωής, αυτό που του στέρησε τα πολλά και τα ωραία, αλλά και τον πείσμωσε να δουλέψει σκληρά και ασταμάτητα, όπως ακριβώς έκαναν και οι γονείς του στα νιάτα τους.
ΚΡΗΤΗ 1900
Ο Δημητρός δουλευταράς άνθρωπος ήταν, αλλά και πολύ αψύς. Καθώς ήταν το μεγαλύτερο κοπέλι της οικογένειας, από νωρίς μπήκε στα δύσκολα και τα βαθιά. Ζυμώθηκε με τη ζωή από μικρός και αυτό τον έκανε να γνωρίζει πως να κουμαντάρει τα πράγματα και να τα φέρνει στα μέτρα, τα δικά του. Καμάρι του πατέρα του και στήριγμα μεγάλο για τους γονείς του ήταν, όπως και για τις τρεις του αδερφές. Ήθελε να τις δει χαρούμενες και ευτυχισμένες, με τα δικά τους σπιτικά, να μεγαλώνουν τα μωρά τους μέσα και εκείνος να περνά πότε πότε ένα ποτήρι δροσερό νερό να πίνει από τα χέρια τους και να τις καλημερίζει.
Η σκλαβιά και οι αυθαιρεσίες των Τούρκων τον είχαν κάνει λιοντάρι ανήμερο στο κλουβί. Στην κρητική επανάσταση του 1897 έπιασε πρώτος τα όπλα και κίνησε μαζί και με άλλους να διώξουν τους Οθωμανούς από το νησί, όπως τόσες και τόσες φορές γίνονταν, από παλιά.
Στάθηκε πολύ τυχερός στις μεγάλες σφαγές, που ακολούθησαν. Τον έψαχναν οι Τούρκοι σκληρά να τον τιμωρήσουν, που μαζί με άλλους χριστιανούς σκότωσε σε ενέδρα τον καδή της περιοχής. Μεγάλες δυνάμεις από αυτούς κύκλωσαν και το δικό του χωριό, αναζητώντας όλους τους άντρες πάνω από τα δεκατέσσερα. Στο ξεροπήγαδο τον έκρυψε ο πατέρας του, κατεβάζοντάς τον με το σχοινί.
Και όταν το κακό πέρασε, ο Δημητρός καθόλου δεν ησύχασε, ούτε και μάθημα του έγινε αυτό, που κόντεψε να πάθει. Μάταια ο πατέρας του προσπαθούσε να τον συνετίσει. Γνώριζε καλά τον ευερέθιστο χαρακτήρα του γιου του, μύγα στο σπαθί δεν σήκωνε, και προσπαθούσε με νύχια και δόντια να τον προφυλάξει από την ώρα την κακιά.
Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει, λένε. Και δυστυχώς, και στην περίπτωση του Δημητρού, η λαϊκή ρήση επιβεβαιώθηκε με τον χειρότερο και πιο άδικο τρόπο.
Σαν ήρθε και η δική του ώρα να παντρευτεί, πήρε από τον πατέρα του ο Δημητρός ένα κτήμα με ελιόδεντρα και μερικές καρυδιές, λίγο έξω από το μικρό τους χωριουδάκι με τα μεσαιωνικά του χαρακτηριστικά έντονα να ξεχωρίζουν.
Όμορφο πολύ ήταν το χωριό του, με τα πέτρινα σπιτάκια του σκαρφαλωμένα σε μια πλαγιά και σα στέμμα στην κορυφή του το βενετσιάνικο κάστρο είχε. Και μέσα, στην καρδιά ακριβώς του χωριού η εκκλησιά με την τοιχογραφία της Παναγίας, της βρεφοκρατούσας, έστεκε όρθια και καμαρωτή. Απέναντί της έναν πύργος ψηλός και αγέρωχος ξεχώριζε, και δυο κρήνες κάτω από τη σκιά κυπαρισσιού πανύψηλου, με παραστάσεις ανάγλυφες όλο λουλούδια και πουλιά, ξεδίψαγαν κάθε περαστικό και ξενομερίτη.
Το αγάπαγε πολύ το χωριουδάκι του ο Δημητρός, και όταν ο πατέρας του τού είπε ότι θα του δώσει για δικό του το χωράφι, που του άρεζε πολύ, η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Το φρόντιζε καλά ο Δημητρός το χωράφι εκείνο. Παιδί του το έκανε. Φύτεψε και μπόλικα λαχανικά, που τα πότιζε από το πηγάδι, που είχε στη μέση, και αυτά ξεπετάγονταν γρηγορότερα και από τα κορίτσια, και είχαν τόση νοστιμιά, λες και ποτίζονταν με μέλι.
Τα πράγματα πολύ μπερδεύτηκαν, όταν πολλοί Οθωμανοί, θορυβημένοι από τα τελευταία γεγονότα, αποφάσισαν να πουλήσουν το βιος τους στα χωριά και να μετακινηθούν στις πόλεις, για μεγαλύτερη ασφάλεια, και τα κτήματα κάποιων από αυτούς, που συνόρευαν με το δικό του, τα αγόρασε ο Καταχεράκης.
Τσορμπασής μεγάλος και τρανός αυτός από τον πατέρα του ήταν, και καλά φτασμένος, αλλά και πολύ παραδόπιστος. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες όλο στο χωράφι, που γειτνίαζε με του Δημητρού βρισκότανε και άλλαζε θέση στα παλούκια. Μια εκείνος τα έβαζε πιο μέσα στο χωράφι του Δημητρού, μια ο Δημητρός πιο μέσα στο χωράφι του Καταχεράκη.
Αυτό τράβαγε μήνες τώρα και ο Δημητρός είχε απαυδήσει. Και σα να μην έφτανε μόνο αυτό, ο Καταχεράκης απείλησε πως θα πάει το θέμα στον φίλο του, τον καινούργιο Καδή, και εκείνος θα βρει την πρέπουσα λύση. Αυτό ξεχείλισε την οργή του Δημητρού. Δεν έφτανε που είχαν τους Οθωμανούς στο σβέρκο τους τόσα χρόνια, θα είχαν τώρα και τους δικούς τους, να τους κάνουν τους καμπόσους !
Και το κακό δεν άργησε να γίνει. Σε μια ακόμη συνάντηση, που είχαν οι δυο άντρες και διαπληκτίστηκαν για πολλοστή φορά, ο Δημητρός θολωμένος, τράβηξε μαχαίρι, εκείνο που ο παππούς του τού χάρισε, όταν έκλεισε τα δώδεκά του χρόνια, μαζί με την ευχή του, να το κρατήσει ως το τέλος της ζωής του και να μην το ατιμάσει ποτέ, και με μια και μόνο μαχαιριά έβαλε τέλος στη ζωή του Καταχεράκη.
<<Μη δώσει ο Θεός, όσα μπορεί ο άνθρωπος να αντέξει>>, είχε σκαλίσει ο παππούς στη λεπίδα αυτού του μαχαιριού και ένιωσε ο Δημητρός, τη στιγμή που την άγγιξε, σαν άλλος Μέγας Αλέξανδρος, έτοιμος να κόβει όλους τους γόρδιους δεσμούς, που θα έβγαιναν μπροστά του.
Εκείνη τη στιγμή όμως του μεγάλου φονικού, σα να χάθηκε η λάμψη του ονείρου με τον Μέγα Αλέξανδρο και ήταν η πρώτη φορά, που ο Δημητρός κατάλαβε τι σήμαινε αυτό. Με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα τράβηξε το μαχαίρι από την καρδιά του κακορίζικου και το ξανάμπηξε στο ζωνάρι του και ήταν σα να το έμπηγε και στην καρδιά τη δική του.
Η Ελένη, η γυναίκα του, τη ημέρα εκείνη, από την ώρα που έφυγε ο Δημητρός, ένιωθε σα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Με ό,τι και αν καταπιανόταν γρήγορα το παράταγε. Ούτε καν η φροντίδα του μικρού της παιδιού, του Εμμανουήλ μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή από το κακό προαίσθημα, που ένιωθε.
Ήταν και εκείνος ο καφές, βαρύ γλυκό τον πίνει ο Δημητρός και σήμερα ούτε καν μέτριο δεν του τον είχε φτιάξει. Ξεχάστηκε η καψερή να αγοράσει ζάχαρη, αλλά ο Δημητρός καμώθηκε πως ήταν ο καλύτερος καφές, που ήπιε από τα χέρια της. Δάκρυσε από χαρά η Ελένη και έδωσε υπόσχεση, πάντα ο Δημητρός της καφέ βαρύ γλυκό να πίνει, ο κόσμος ανάποδα να ερχόταν.
Έντρομος ο Δημητρός, την ίδια στιγμή έτρεξε κατά το σπίτι του. Είδε τη γυναίκα του, την Ελένη, να κανακεύει τον Εμμανουήλ και ένιωσε τη μαχαιριά πιο βίαιη από του Καταχεράκη. Τι να πει και πώς να πράξει!
Η Ελένη, σαν να δέχτηκε τσίμπημα οχιάς, σήκωσε τα μάτια και αντικρίζοντας το βλέμμα του άντρα της, κατάλαβε πως κάτι άσχημο πολύ είχε γίνει.
Έτρεξε σιμά του. Τα κατακόκκινα χέρια του αγκάλιασαν τους ώμους της και τα μάτια του βούλιαξαν στα δικά της, ψάχνοντας απεγνωσμένα από κάπου να κρατηθεί. Δεν είπαν πολλά, ήταν πλέον αργά. Εκείνος άρπαξε ό,τι από το βιος τους μπόρεσε και εκείνη τον μικρό Εμμανουήλ και με τα πόδια να ακουμπούν στην πλάτη, έτρεξαν, για το πατρικό του Δημητρού.
Βρήκαν τον πατέρα του κάτω από την κληματαριά, να παλεύει με ένα καλάμι, να του δώσει τη μορφή και τη χάρη φλογέρας.
<<Πρέπει να φύγουμε πατέρα, το κακό έγινε>>, μέσα από τα σφιγμένα χείλη του ξεστόμισε τα λόγια ο Δημητρός.
Πετάχτηκε όρθιος εκείνος παραμερίζοντας τα καλάμια, που ήταν χυμένα στην αυλή. Έβγαλε το όπλο, που είχε στο σεντούκι, κάτω από τα σκεπάσματα, καλά κρυμμένο και το έσφιξε στο χέρι του γιου του. Από ένα μονοπάτι κακοτράχαλο και απόκρημνο έφτασαν στο άνοιγμα της θάλασσας. Το ψαροκάικο του πατέρα του θα γινόταν το μέσο διαφυγής και σωτηρίας τους.
Φιλήθηκαν σταυρωτά πατέρας και γιος και κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια για τελευταία φορά. Θα περνούσαν απέναντι, στην καρδιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, να αποφύγει τη σύλληψη ο Δημητρός και ό,τι αυτό θα σήμαινε για τον ίδιο και την μικρή του οικογένεια.
Έφτασαν ύστερα από δυο ημερόνυχτα στα παράλια της Ιωνίας, έτσι άρεσε στον Δημητρό να αποκαλεί τις ακτές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πούλησαν το ψαροκάικο τους και με τα χρήματα, που πήραν, αλλά και με αυτά, που πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους, θα άρχιζαν τη ζωή τους από το μηδέν.
Αγόρασαν μια άμαξα και ξεκίνησαν. Όσο πιο μακριά, τόσο καλύτερα. Είχε ακούσει για το Αϊβαλί. Εκεί είχε χριστιανούς πολλούς, χωράφια με ελιές, που ήξερε καλά να φροντίζει, αμπέλια και σιτηρά, εργαστήρια και λιμάνι μεγάλο για τα εμπορεύματα. Κάπως θα έστρωναν εκεί τη ζωή τους. Στο Αϊβαλί λοιπόν……..τη νέα πατρίδα.
Η Ελένη έδεσε σφιχτά το μαντίλι στο κεφάλι της, πήρε στην αγκαλιά της τον Εμμανουήλ και κάθισε δίπλα στον Δημητρό, στην άμαξα. Από εδώ και στο εξής έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Ήξερε πως η θέση των γυναικών εδώ είναι περισσότερο επισφαλής, και εκείνη δεν έπρεπε με τη συμπεριφορά της να θέσει σε κίνδυνο την οικογένειά της. Όλα θα τα κανόνιζε ο Δημητρός, εκείνος ήξερε. Εκείνη θα ακολουθούσε, μένοντας στη σκιά του και θα φρόντιζε να μη προκαλέσει ποτέ με τη στάση της και την όλη συμπεριφορά της.
Το πρώτο βράδυ τους το πέρασαν σε ένα χάνι, με πολλούς πραματευτάδες, αγωγιάτες και περαστικούς, όπως εκείνοι. Καμιά άλλη γυναίκα δεν υπήρχε εκτός από τη γυναίκα του ιδιοκτήτη.
Το χάνι απλώνονταν σε μια τεράστια έκταση. Περιφραγμένη ήταν η αυλή του με έναν ψηλό, πέτρινο μαντρότοιχο και μια τοξωτή είσοδο. Ήταν λιθόκτιστο, δίπατο με δίριχτη κεραμοσκεπή. Πλήθος κάρα και ζώα των διερχομένων ήταν παραταγμένα στην αυλή. Δίπλα ακριβώς στην είσοδο της αυλής και σε τραπέζια αραδιασμένα πελάτες έπιναν το τσάι τους και συζητούσαν.
Μπαίνοντας μέσα στο χάνι, η μυρωδιά από το μαγειρείο τους ερέθισε ευχάριστα τη μύτη και τότε μόνο κατάλαβαν, πόσο πολύ πεινούσαν. Ο ιδιοκτήτης, που τους καλημέρισε, τους έδειξε ένα τραπέζι, να καθίσουν και στη συνέχεια τους έδειξε τη σκάλα για τον επάνω όροφο.
<< Το δεύτερο δωμάτιο, δεξιά της σκάλας >>, είναι το δικό σας, τους ενημέρωσε και γύρισε στη δουλειά του. Έμεινε η Ελένη με το μωρό στην κεντρική σάλα, ένα είδος τραπεζαρίας και έφαγαν λίγη σούπα, που σέρβιρε ο ταβερνιάρης. Μετά ανέβηκαν επάνω, να ξεκουραστούν.
Ο Δημητρός, με τη βοήθεια των οθωμανικών, που γνώριζε ευτυχώς καλά, προσπάθησε να συνεννοηθεί για τα απαραίτητα. Ξέζεψε τα ζώα από την άμαξα και ζήτησε τροφή και νερό για αυτά. Έφαγε και ο ίδιος στη συνέχεια στη μεγάλη σάλα μαζί με τους άλλους, έχοντας τα μάτια του ορθάνοιχτα στις όποιες κινήσεις και στις κουβέντες, που αντάλλασσαν.
Ο ίδιος δεν έπιασε κουβέντα με κανέναν και στις ερωτήσεις τους απαντούσε μονολεκτικά πως είναι έμπορος. που πάει στη Σμύρνη, για δουλειές.
Ξημέρωσε η μέρα και μετά από ένα καλό πρωινό και λίγες προμήθειες για το δρόμο ξεκίνησαν και πάλι. Ο δρόμος κακοτράχαλος και στενός, λίγο έλλειψε να γκρεμοτσακιστούν, όταν ανταμώθηκαν με άλλη άμαξα, που ερχόταν από την απέναντι μεριά. Τα αντανακλαστικά του Δημητρού τους γλύτωσαν από τα χειρότερα. Δεν στάθηκαν όμως το ίδιο τυχεροί κατά τη διανυκτέρευσής τους στο επόμενο χάνι.
Με το που ξεπέζεψαν στην αυλή του, με μια γρήγορη ματιά είδαν πως επρόκειτο για ένα κακοσυντηρημένο οίκημα, με πολλές φθορές και βασικές ελλείψεις.
Για να ποτιστούν τα άλογα, έπρεπε να περπατήσουν έως μια πηγή, σε απόσταση αρκετή από το οίκημα. Προτίμησε ο Δημητρός να ξεζέψουν εκεί και να πάει τα ζώα μόνος ως το νερό. Άφησε την Ελένη με το παιδί να φάνε και να ξεκουραστούν και εκείνος έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μπαίνοντας μέσα η Ελένη, ένιωσε καρφωμένα επάνω της δυο μάτια, να την περιεργάζονται χωρίς καμιά αιδώ. Ενστικτωδώς τράβηξε το μαντίλι της να κρύψει καλά το πρόσωπό της και κάθισε με το παιδί σε μια γωνιά, περιμένοντας τον άνδρα της. Πριν προλάβει καλά καλά να απιθώσει κάτω τα λίγα υπάρχοντά τους, ένα χέρι την τράβηξε βίαια σε μια κάμαρη μέσα και επιχείρησε να ασελγήσει επάνω της. Με το στόμα φιμωμένο να σπαρταρά στα λερά χέρια του δημίου της, ένιωθε να χάνει τις αισθήσεις της.
Με μια κίνηση ένας ηλικιωμένος, που μόλις είχε μπει στο χάνι και είδε τι προηγήθηκε, όρμησε στο μέσα δωμάτιο, την απέσπασε από τα χέρια του άναντρου, την τράβηξε κοντά του μαζί με το παιδί και τη βοήθησε να ανακτήσει τις αισθήσεις της.
Όταν επέστρεψε ο Δημητρός, τίποτα δεν πρόδιδε τού τι είχε προηγηθεί και η Ελένη αποφάσισε να μην αποκαλύψει τίποτα στον άντρα της, για να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα, όπως πίστεψε, όμως…..ματαίως.
Αργά το βράδυ και λίγο πριν το πρώτο αχνό φως της αυγής, ένας θόρυβος έβγαλε τον Δημητρό από τη γλυκιά χαύνωση του ύπνου.
Χωρίς να πει τίποτα στην Ελένη και πατώντας στις μύτες των ποδιών του, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε, σαν από ένστικτο, στα άλογα και την άμαξά του.
Μια σκιά απέναντι έθεσε σε συναγερμό τα αντανακλαστικά του και με μια αστραπιαία κίνηση έπιασε το χέρι αυτού, που κρατούσε τα γκέμια των αλόγων του, έτοιμος να τα αρπάξει. Ακουμπώντας το μαχαίρι στο στήθος του επίδοξου άρπαγα, κατάφερε να τον απομακρύνει και να σώσει όχι μόνο τα μοναδικά περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά και να εξασφαλίσει την επιβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του.
Το μαχαίρι, αυτό το μαχαίρι που λίγες μέρες πριν είχε σηματοδοτήσει την απαρχή των κακών, που βίωναν, έμελλε τώρα να τους σώσει τη ζωή, σκεφτόταν αργότερα ο Δημητρός ξαπλωμένος στο στρώμα, δίπλα στη γυναίκα του και περιμένοντας το δυνατό φως της μέρας, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Μια ακόμη μέρα πέρασε με τους τρεις τους στο δρόμο, και επιτέλους κατάκοποι και βασανισμένοι φτάνουν στη μεγάλη πόλη. Έτσι φάνηκε στα μάτια τους το Αϊβαλί, σε σύγκριση με το μικρό τους χωριουδάκι. Η πρώτη έγνοια του Δημητρού ήταν να βρει κάπου να μείνουν, έστω και προσωρινά. Αναζήτησε κατά την προσφιλή του συνήθεια ένα χάνι καθαρό και φτηνό.
Το πρώτο βράδυ τους στην πολιτεία πέρασε με λίγο φαϊ και ύπνο πολύ. Καιρό είχε ο Δημητρός να κοιμηθεί τόσο καλά.
Η απαλή αύρα της θάλασσα του Αϊβαλιού όχι μόνο πήρε την κούραση από πάνω του, αλλά έκανε και την καρδιά του να σκεφτεί όμορφα πράγματα και να αισιοδοξεί ότι εδώ, όλα τώρα θα πήγαιναν καλά.
Αλλά και η Ελένη έπιασε τον εαυτό της εκείνο το πρώτο βράδυ στη νέα τους πατρίδα να κανακεύει το γιο της και να τον νανουρίζει με λόγια γλυκά, μελωδικά και τρυφερά.
Αχ πόσο της είχε λείψει να γέρνει το βράδυ στην κούνια του παιδιού της, αλαφρωμένη από τις έγνοιες και τον κάματο της μέρας! Πράγματα απλά, συνηθισμένα, που κάνει κάθε μάνα, σε κάθε γωνιά της γης, για εκείνη είχαν λησμονηθεί. Σαν να πέτρωσαν όλα μέσα της τη μέρα του φονικού και εκείνη απλά συνέχιζε να κινείται, να υπάρχει, αλλά να μη ζει.
Και τώρα λες και με ένα μαγικό ραβδί, όπως στα παραμύθια, που της έλεγαν μικρή, την ξύπνησαν και ήταν έτοιμη να προχωρήσει. Ήθελε τόσο πολύ τη ζωή της πίσω, και καλύτερη ακόμη, αν αυτό μπορούσε να συμβεί. Ήθελε, αλλά όνειρα και πάλι δε θέλησε να κάνει. Της έφταναν αυτά, που έβλεπε, γιατί ήταν όνειρα μπερδεμένα, ανήσυχα και μαυριδερά.
Φοβόταν σχεδόν από πάντα να φαντάζεται τη δική της οικογένεια, τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να ανδρώνονται, εκείνη σε ένα καλύτερο σπιτικό, τις αποθήκες τους ξέχειλες από τα δώρα της κρητικής τους γης, μη και η μοίρα προκληθεί και αντιδράσει σκληρά και φθονερά. Είχαν τους Οθωμανούς κατακτητές αιώνες τώρα να τους βασανίζουν και να τους απειλούν, η πατρίδα αιμορραγούσε και εκείνη θα σκεφτόταν τις ανέσεις και το αύριο, όταν η κάθε τους μέρα ήταν και ένας αγώνας θανατερός, για την επιβίωσή τους και μόνο!
Τα χρήματά τους λιγόστεψαν επικίνδυνα, έπρεπε να αφήσουν το χάνι. Δύο βράδια ήταν αρκετά για ξεκούραση και απολογισμό. Άμεσα έπρεπε να βρεθεί ένα κεραμίδι να βάλουν πάνω από το κεφάλι τους. Ο καιρός ψύχραινε περισσότερο και σε λίγο θα άρχιζαν οι βροχές και τα χιόνια τα πολλά.
Κάποιος άκουσε ο Δημητρός να λέει πως σε ένα μέρος κοντά στη θάλασσα, από παλιά, έχει κάποιες καλύβες. Ίσως εκεί να έβρισκαν κάτι να κουρνιάσουν, να μην είναι στους δρόμους, από κάπου να κρατηθούν. Αξημέρωτα την επόμενη μέρα κατευθύνθηκαν προς τη θάλασσα
Βρήκαν μια εγκαταλελειμμένη ψαροκαλύβα και αμέσως βάλθηκαν να την συμμαζέψουν, πριν τους προφτάσει η νύχτα και τους περονιάσει το τσουχτερό αγιάζι της θάλασσας.
Η Ελένη, κερί αναμμένο στον άντρα της δεν αντέδρασε στιγμή, ούτε όταν εκείνος την έσυρε στο ψαροκάικο, ούτε όταν επέλεξε να κάνουν νέα αρχή τόσο μακριά από τους αγαπημένους τους, και μάλιστα κοντά σε εκείνους, που ματώνουν και ξεσκίζουν τη δική τους πατρίδα, ούτε σε αυτό το αχούρι, που έπρεπε να στήσει τώρα το νοικοκυριό της και πάλι από την αρχή.
Τον αγαπούσε τον άντρα της και μακάριζε την τύχη της κάθε ξημέρωμα, κάνοντας την προσευχή της στο καπνισμένο τους εικονοστάσι. Δώρο της νονάς της, που ήταν άκληρη, ήταν εκείνο και της το χάρισε τη μέρα του γάμου της. Ανύψωνε τα μάτια της και ευχαριστούσε το Θεό, γιατί αυτή παντρεύτηκε έναν άντρα, που εκείνη θέλησε και δεν χρειάστηκε ούτε να πάει κόντρα στη θέληση του πατέρα της ούτε να συμβιβαστεί σε έναν γάμο άδειο και στεγνό.
Ο Δημητρός ήταν γιος του αδερφικού φίλου του πατέρα της, μεγάλωσαν δίπλα δίπλα και όταν η καρδιά της άνθισε, όλο το άρωμα, σαν από ώρα έτοιμο, ξεχύθηκε και τύλιξε εκείνον, τον έναν και μοναδικό, λες και ήρθε σε αυτή τη ζωή μόνο για να αγαπήσει εκείνον και να αγαπηθεί.
Γιατί και ο Δημητρός αγάπαγε δυνατά την Ελένη, αλλά και κρυφά και από εκείνη και από τον κύρη του.
Δεκαεπτά χρονών ήταν, τι να έλεγε που είχε τρεις αδερφάδες ανύπαντρες ακόμα και την οικογένειά του δύσκολα να τα βγάζει πέρα! Και ο έρωτας μέρα με την μέρα φούσκωνε και θέριευε, σαν το ζυμάρι που η μάνα του έπιανε στην ξύλινη σκάφη, και ενώ το άφηνε δυο φούχτες αργά τη νύχτα, το έβρισκε το ξημέρωμα ξεχειλισμένο, γεμάτο φουσκάλες, να περιμένει υπομονετικά να πάρει σχήμα από τα επιδέξια χέρια εκείνης.
Η Ελένη με τον Δημητρό γρήγορα άνοιξαν τις καρδιές τους και τις άφησαν να πουν τα πάντα, δίχως συστολή, δίχως να κρύψουν κάτι και χωρίς να ψάχνουν τις κουβέντες εκείνες, που δεν θα τους έκαναν να ντραπούν και να μετανιώσουν αργότερα.
Οι καρδιές δεν ξέρουν από όρους και προϋποθέσεις. Είναι ελεύθερες, δεν έχουν λογική, αλλά έτσι, με κάποιον τρόπο κάνουν το σωστό.
Η σχέση τους κρατήθηκε κρυφή τέσσερα χρόνια και άντεξε και δυνάμωσε. Όταν πια παντρεύτηκε και η τρίτη και τελευταία αδερφή του Δημητρού και νιώθοντας εκείνος πως τώρα πια ήρθε και η δική του ώρα, να φτιάξει την οικογένειά του, άντρας πια 21 ετών, έπιασε τον πατέρα του και του εξομολογήθηκε τον έρωτα του για την κόρη του παιδικού του φίλου.
Τα στεφανώματα έγιναν σύντομα και η Ελένη πετούσε στους δώδεκα ουρανούς. Με την γέννηση του παιδιού τους η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε, μέχρι που έγινε το κακό με τον Καταχεράκη, τον γείτονά τους στο κτήμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν μόνοι και κατατρεγμένοι σε μέρη, άγνωστα, εχθρικά, αλλά που έπρεπε τώρα να τα αποδεχτούν για μέρη δικά τους, και να τους αποδεχτούν και εκείνα, για μια νέα αρχή.
Κόντευε να βουτήξει για τα καλά ο ήλιος στο θαλασσινό νερό, που τα δάκρυα των δυο τους έκαναν πιότερο αλμυρό, όταν τελείωσαν με το καθάρισμα της μικρής καλύβας. Κοίταζαν γύρω τους προσπαθώντας κάτι να βρουν, να ζωντανέψουν τα πετρωμένα τους χείλη.
Τίποτα τη δεδομένη στιγμή δεν μπορούσε να μετριάσει τον πόνο τους. Ούτε ο μικρός Εμμανουήλ, που έπαιζε αμέριμνος με την άμμο και τα κοχύλια, τα ξεβρασμένα, ούτε το μάγεμα της φύσης την ιερή στιγμή, που το σκοτάδι θα κατάπινε το φως το αχνό και θα άναβαν τα πεφταστέρια, τα λαμπερά, ούτε τα χίλια χρώματα με τα οποία ήταν βαμμένος ο ορίζοντας, μπόρεσαν να πάρουν κάτι από το βάρος, που είχαν στα φυλλοκάρδια τους μέσα.
Έπεσαν στα στρωσίδια, που άπλωσε κατάχαμα η Ελένη και αγκαλιασμένοι οι τρεις τους περίμεναν τον Μορφέα να τους γυρίσει στο σπίτι τους, το πέτρινο με το πηγάδι και το κλήμα το καταπράσινο, που άφησαν στην πατρίδα, τη γλυκιά και αγαπημένη.
Ξημέρωσε η πρώτη τους μέρα στην ακροθαλασσιά και ο Δημητρός με ένα ξεροκόμματο στο χέρι τράβηξε για τη χώρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να γυρίσει με κάτι φαγώσιμο, τουλάχιστον για το παιδί.
Ήταν πατέρας πάνω από όλα και ο κύρης του σπιτιού του. Δική του η απόφαση να αλλάξουν τη ρότα της ζωής τους και ο μόνος υπεύθυνος για αυτούς. Θα έκανε τα πάντα να σταθούν στα πόδια τους και να προκόψουν.
Το κρίμα της ψυχής του βέβαια, το φονικό, πάντα θα ήταν εκεί, κρυμμένο καλά μέσα του, να τον πονά, γιατί μάρτυς του ο Θεός ποτέ δεν ήθελε τα πράγματα να φτάσουν εκεί, που έφτασαν. Η κακιά ώρα ήταν και έπρεπε να πληρώσει.
Αυτός όμως, και μόνο αυτός, όχι η ακριβή του Ελένη ούτε και ο πολυαγαπημένος του Εμμανουήλ και θα έκανε τα πάντα για αυτούς. Με αυτές τις σκέψεις στο νου ούτε που κατάλαβε πως έφτασε στη χώρα.
Μια πολιτεία σωστή, πολύβουη και φανταχτερή ήταν το Αϊβαλί, με δρόμους καθαρούς και φαρδιούς, με μαγαζιά που πουλούσαν κάθε είδους πραμάτεια και μαγαζάτορες που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους από την έξοδο ακόμη των καταστημάτων ή και από τις άμαξες τους, και κόσμο, που πηγαινοέρχονταν πάνω σε κάρα, άμαξες, μα περισσότερο περπατώντας. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε δει κανείς τους τις δυο μέρες, που έμειναν εκεί, στο χάνι μέσα, με τον ερχομό τους. Να ξαποστάσουν ήθελαν τότε και να δουν ποια θα ήταν τα επόμενα βήματά τους. Πού διάθεση για χάζεμα και βόλτες!
Μαγεύτηκε ο Δημητρός από την πλανεύτρα, τη μάγισσα πόλη και θυμήθηκε τον δάσκαλό του στο χωριό, όταν τους μίλησε για τον Οδυσσέα, που ζήτησε από τους συντρόφους του να τον δέσουν στο κατάρτι και να του κλείσουν τα αυτιά με κερί, για να μην τον μαγέψουν λέει κάτι γυναίκες με μελωδική φωνή. Να δεις πως τις είχε πει, Σειρήνες, θυμήθηκε, και είχαν γελάσει πολύ τότε όλα τα κοπέλια. Πως γινόταν γυναίκες πράμα να κάνουν κουμάντο τη σκέψη άντρα, που τίποτα και κανέναν δε φοβήθηκε στη φωτιά του πολέμου τόσα χρόνια στη διαολεμένη Τροία! Απορούσαν και μαζί χαχάνιζαν τότε και έκαναν το δάσκαλό τους να χρησιμοποιήσει πρώτη φορά τη βέργα του πάνω στην πλάτη των ξύλινων θρανίων, ευτυχώς, και όχι στη δική τους.
Αυτά θυμήθηκε ο Δημητρός, και ντράπηκε που και αυτός είχε πάρει στο ψιλό εκείνη την μέρα το δάσκαλό τους, τον κ. Μιχάλη και συνέχισε την καζούρα και την επομένη.
<<Δημητρό, συγκεντρώσου….δεν είναι ώρα για χάζι και σουρτούκεμα, ψωμί και γάλα οπωσδήποτε για το παιδί>>, σκέφτηκε την ίδια στιγμή και επανάφερε τον εαυτό του στην πραγματικότητα.
Γρήγορα ο δρόμος τον έβγαλε στο λιμάνι και ένα βουητό, σαν από σμήνος μελισσών, του αφύπνισε όλες τις αισθήσεις. Χαμάληδες με τις πλάτες κυρτές και τα βλέμματα ακόμη πιο γυρτά όργωναν τον λιθόστρωτο δρόμο και ανέβαιναν ασθμαίνοντας στα δεμένα εμπορικά του λιμανιού.
<< Είσαι για 2-3 μεροκάματα, άνθρωπε >> άκουσε ξαφνικά μια φωνή από τα αριστερά του και πριν ακόμη προλάβει να εστιάσει το βλέμμα του στον άνθρωπο, που του απηύθυνε το λόγο, συνέχισε εκείνος να του εξηγεί πως χρειάζεται άμεσα χέρια, να φορτώσουν το εμπόρευμά του. Κασόνια με αρωματικά σαπούνια για την Τεργέστη του είπε και τη Βιέννη, φόρτωνε στα πλοία του.
Ο Δημητρός μόλις που πρόλαβε να γνέψει το κεφάλι θετικά και βρέθηκε σε μια αποθήκη πολύ κοντά στο λιμάνι, να ζεύεται κιβώτια και να τα αποθέτει στην αποβάθρα. Η σκέψη ότι θα έφερνε στην οικογένειά του το πρώτο ψωμί της νέας τους ζωής, έβαλε φτερά στα πόδια και τα χέρια του, και ούτε που κατάλαβε που ο ήλιος άρχισε να χάνει την κάψα του και να ξεθωριάζει, παίρνοντας το δρόμο για την προσωρινή του ανάπαυλα.
<<Θα σε χρειαστώ και αύριο >> του είπε ο καλοντυμένος κύριος της πρωινής τους συνάντησης, βάζοντάς του στη χούφτα του το πρώτο μεροκάματο.
<<Ναι, βέβαια>> απάντησε γρήγορα ο Δημητρός, μην αλλάξει γνώμη ο συνομιλητής του.
Ποτέ πριν ο Δημητρός δεν ένιωσε την ψυχή του τόσο ανάλαφρη και γελαστή. Πάντα είχε τον πατέρα του αποκούμπι και στα δύσκολα και στα εύκολα και ήταν η πρώτη του φορά, που μόνος του βρήκε τη λύση σε ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, όπως να φέρει χρήματα στην οικογένειά του, μετά από τη μέρα του φονικού. Δεν τα κατάφερα και άσχημα συλλογίστηκε και αμέσως έψαξε κάποιο μαγαζί για τρόφιμα.
<<Εδώδιμα και Αποικιακά >>, μια μεγάλη και πολύχρωμη πινακίδα τράβηξε την προσοχή του. Και του πουλιού το γάλα υπήρχε εκεί μέσα, αλλά ο Δημητρός έπρεπε να είναι προσεχτικός και φειδωλός στις αγορές του. Τα βασικά και σε μικρές ποσότητες, για να μην τους χαλάσουν.
Η Ελένη μόλις είχε τελειώσει τις δικές της δουλειές και χάζευε το δρομάκι, που πήρε το πρωί ό άντρας της. Στοχάζονταν πώς στο άψε σβήσε οι ζωές τους πήραν τα πάνω κάτω. Μόλις χθες τελείωνε μια υπέροχη δαντέλα για τον μπουφέ του σπιτιού τους. Την παίδεψε πολύ το σχέδιο, όμως τα κατάφερε. Ήταν το πρώτο εργόχειρό της, δικό της δημιούργημα και το αγάπαγε πολύ. Όχι πως είχε ανάγκη από τέτοια, να είναι καλά τα δυο χέρια της μάνας της, της κυρά Γεωργίας, που την είχε προικίσει με τόσα και τόσα όμορφα κεντήματα και πλεκτά. Όμως είναι διαφορετικό, όταν κάνεις κάτι μόνος σου και βάζεις όλη την τέχνη, την αγάπη και το μεράκι σου.
Είναι ένα μικρό κομμάτι δικό σου, που βρίσκεται εκεί να σου θυμίζει τις στιγμές χαλάρωσης που πέρασες μαζί του, όταν το παιδί καλοταϊσμένο κοιμόταν στο ζεστό του κρεβατάκι, το φαγητό ξεκουραζόταν στη φωτιά, ύστερα από την πολύωρη πάλη του με τη βράση και όλα γύρω ήταν παστρικά και τακτοποιημένα και εσύ ανέμενες τον κύρη σου να του πάρεις την κούραση και τις έγνοιες και να ακούσεις μια κουβέντα γλυκιά καθώς και τα νέα εκείνα, που μόνο οι άνδρες συνηθίζουν μοιράζονται αναμεταξύ τους.
Άρχισε η μέρα να σώνεται, σκέφτηκε η Ελένη, και ξανακοίταξε το δρομάκι με περισσότερη προσοχή, αδημονώντας για την επιστροφή του Δημητρού.
Και ενώ όλη την ημέρα με τη φροντίδα του μικρού Εμμανουήλ και το συμμάζεμα της ψαροκαλύβας, που τόσο απλόχερα τους δέχτηκε στην αγκάλη της, ο νους της δεν ξεστράτησε πολλές φορές στον Δημητρό της, τώρα είχε αρχίσει να ανησυχεί πραγματικά. Σε λίγο εκεί στην ερημιά θα τους τύλιγε με το σκοτεινό της πέπλο η νύχτα και τα πράγματα για αυτούς θα δυσκόλευαν πολύ.
<<Γυναίκα, γυναίκα, γύρισα>>, ακούστηκε ζωηρή και ευδιάθετη η φωνή του Δημητρού.
Τον είδε να κατηφορίζει με τα χέρια όχι στις τσέπες, όπως το πρωί, που έφυγε, αλλά να κρατάνε πακέτα τυλιγμένα, κάθε μεγέθους. Απίθωσε ο Δημητρός τα πράγματα στο αυτοσχέδιο τραπέζι τους, τέσσερις ψαροκασέλες όλες και όλες, η μία πάνω στην άλλη, και έκλεισε στην αγκαλιά του την αγαπημένη του Ελένη. Έβαλαν δυο μπουκιές ψωμί στο στόμα και μοιράστηκαν τα νέα της μέρας.
Η νύχτα που γρήγορα έπεσε, ήταν ουσιαστικά η πρώτη νύχτα μετά το μεγάλο τους ταξίδι, που έβλεπαν πιο φωτεινά, πιο γελαστά τα άστρα στον ουρανό. Μα πιο πολύ τις καρδιές τους ένιωθαν πιο ήρεμες και με μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας να τις φωτίζει. Μπορεί τελικά και να τα κατάφερναν!
Όπως υποσχέθηκε ο Δημητρός, ήταν στο λιμάνι και πάλι νωρίς το επόμενο πρωί και περίμενε.
Σε λίγο έφταναν και άλλοι και άλλοι και σιγά σιγά ολόκληρο το λιμάνι ξαναζωντάνεψε σαν την ωραία κοιμωμένη, που το φιλί του πρίγκιπα της έδωσε πνοή και θέση πάλι στη ζωή.
Ο κύριος που του έδωσε δουλειά την προηγούμενη μέρα ήρθε τελευταίος, κατεβαίνοντας από μια πολυτελή άμαξα και αφού τους καλημέρισε, κατευθύνθηκε στην αποθήκη και ξεκλείδωσε.
Τους μίλησε ξεκάθαρα και αντρίκεια. Σήμερα ήθελε να βάλουν τα δυνατά τους και να φορτώσουν όλο το εμπόρευμα, που είχε απομείνει στην αποθήκη του, και φυσικά εκείνος ήταν διατεθειμένος, να αποζημιώσει και με το παραπάνω τον περίσσιο μόχθο των εργατών.
<< Πρέπει το καράβι να αποπλεύσει αύριο ξημερώματα, για να προλάβουν να εφοδιαστούν τα εμπορικά καταστήματα της Τεργέστης, της Βιέννης και της Λόντρας εν όψει των γιορτών των Χριστουγέννων, που πλησιάζουν>>, τους είπε και τους κέρασε από ένα ζεστό σιμίτι από τον πλανόδιο κουλουρτζή, που περνούσε την ώρα εκείνη από το λιμάνι.
Δούλευαν και δούλευαν χωρίς αναπαμό. Ο ιδρώτας χρύσιζε στα γυμνά τους μπράτσα, κάτω από το φως του ήλιου, και τα πόδια τους με τα ανασηκωμένα μπατζάκια, τα γεμάτα ξέφτια και χώματα, λες και είχαν βγάλει φτερά και πετούσαν.
Γρήγορα έφτασε το δείλι και ο καθένας τους στήθηκε στη σειρά, για το μεροκάματο.
Τελευταίος και αγχωμένος, γιατί αύριο δεν ήταν σίγουρος, αν υπήρχε μεροκάματο, πλησίασε και ο Δημητρός.
Ένιωσε το βλέμμα του άντρα απέναντι του να στέκεται πάνω του παραπάνω αυτή τη φορά, και αυτό τον έκανε να αισθανθεί περισσότερη αμηχανία και ταραχή.
<<Είμαι ο Γεώργιος Αποστολίδης. Με τον πατέρα και τον άλλο αδερφό μου έχουμε μια βιοτεχνία παραγωγής αρωματικών σαπουνιών και αυτές είναι οι αποθήκες μας. Εσένα πρώτη φορά σε είδα χθες, να στέκεσαι στο λιμάνι, αλλά κάτι επάνω σου με έκανε να σε πλησιάσω και να σου δώσω δουλειά. Μετρημένος και τίμιος μου φάνηκες, και αυτό ξέρεις μετράει πολύ, ειδικά στο χώρο και το σινάφι μας, και θωρώ πως δεν έπεσα έξω για εσένα.>>
Ο Δημητρός νιώθοντας τα μάγουλά του να φλογίζονται, καθώς δεν περίμενε μέσα σε λίγες μόνο μέρες, από τότε που ήρθαν στα μέρη τα ξένα, να ακούσει λόγια τόσο ξάστερα και ενθαρρυντικά και μάλιστα από έναν τέτοιο άνθρωπο, σήκωσε το καθάριο βλέμμα του και ευχαρίστησε τον κ. Αποστολίδη, όσο πιο απλά και ειλικρινά μπορούσε.
Παίρνοντας στα χέρια το μεροκάματο στράφηκε στην έξοδο της αποθήκης ευχαριστώντας για άλλη μια φορά και αποχαιρετώντας όσους ακόμη ήταν γύρω του.
Όπως και την προηγουμένη, έτσι και τώρα πέρασε από το ίδιο κατάστημα προμηθειών. Αυτή τη φορά όμως τα βήματα του δεν ήταν τόσο ανάλαφρα και ζωηρά. Ίσως ήταν η τελευταία του επίσκεψη στο μαγαζί αυτό.
Τι θα γινόταν την επομένη και από δω και στο εξής! Πίστευε ότι τον αχθοφόρο στο λιμάνι θα τον έκανε για περισσότερο διάστημα και θα κατάφερνε να μαζέψει λίγα χρήματα, μέχρι να βρει την επόμενη δουλειά του.
Μάλλον βιάστηκε να αφήσει την καρδιά του να αναθαρρήσει και ήταν και η Ελένη του, δεν ήθελε γυρίζοντας και λέγοντάς της τα νέα, να θρέψει και πάλι το σκοτάδι της ψυχής της.
Έκανε βαρύθυμα τις λιγοστές αγορές του και πλησίασε να πληρώσει. Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού και μπήκε ο κ. Αποστολίδης,.
<<Καλησπέρα, Αντώνη, όλα καλά, η οικογένεια>>, απευθύνθηκε ο άντρας στον μαγαζάτορα.
<< Καλησπέρα κ. Αποστολίδη, όλοι είμαστε καλά, ευχαριστώ, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω>>
<< Α, Δημητρό, και εσύ εδώ; Έχεις παιδιά Δημητρό, βλέπω το γάλα και τη σοκολάτα στα χέρια σου !>>, απευθύνθηκε με μια υποψία έκπληξης στα μάτια ο Αποστολίδης στο Δημητρό.
<< Έχω ένα αγοράκι τεσσάρων ετών, κ. Αποστολίδη.>>
<<Όπως σου είπα και πριν, πρώτη φορά σε είδα χθες, και εγώ ζω χρόνια σε αυτή την πόλη. Τώρα ήρθατε, από πού, πού μένετε; >>
<< Είναι μεγάλη ιστορία κ. Αποστολίδη και σας περιμένει η οικογένειά σας>>
<<Ξέρεις Δημητρό το έχω συνήθειο, όταν τελειώνω μια δουλειά να περνάω από ένα ταβερνάκι και να βρέχω την επιτυχία, έτσι για το καλό, με λίγο κρασάκι και θα ήταν ωραίο αυτή τη φορά να το μοιραστώ με κάποιον, αν φυσικά το θέλεις και εσύ >>
Τι να πει ο Δημητρός. Από τη μια τα λίγα χρήματα, που απέμειναν στην τσέπη του και δεν ήθελε να τα ξοδέψει, από την άλλη να μη χάσει την ευκαιρία να συναναστραφεί με έναν άνθρωπο αυτού του εκτοπίσματος, όπως του Αποστολίδη, υπέκυψε στην πρόσκληση του Αποστολίδη, αλλά και στην επιθυμία τη δική του του να συνεχίσει την βραδιά του με την συντροφιά ενός τόσο αξιόλογου ανθρώπου.
Άλλωστε, όπως του έλεγε ο πατέρας του, ο αληθινός πλούτος είναι οι άνθρωποι που έχουμε γύρω μας. Με αυτούς μοιραζόμαστε και τα καλά και τα άσχημα και από αυτούς πολλές φορές πηγάζουν και οι χαρές και τα σκοτάδια.
Το ένα ποτηράκι έφερε το δεύτερο, το τρίτο και οι ψυχές ζεστάθηκαν και αυτές, όπως τα σωθικά τους και η γλώσσα και των δυο τους λύθηκε και άρχισαν να βγάζουν από μέσα τους έγνοιες, ντέρτια και χαρές.
Και είχε τόση ανάγκη ο Δημητρός εκείνο το βράδυ κάπου να ακουμπήσει τη δαρμένη του ψυχή! Μόνο για το φονικό δεν είπε, όχι γιατί φοβήθηκε τις συνέπειες, αλλά γιατί ντρεπόταν πολύ τον εαυτό του. Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με αυτή την πλευρά του εαυτού του, δεν του το συγχώρησε αυτό και ούτε ποτέ θα το έκανε.
Ο θάνατος έχει δικαιολογία μόνο στον πόλεμο και εκείνος, δεν έχυσε αίμα του εχθρού. Με αυτόν τον καημό θα πορεύονταν στο υπόλοιπο της ζωής του, έτσι να τον καίει και να τον πονάει, σαν μια δικαίωση της πράξης του.
Όταν έφτασε ο Δημητρός στην αναφορά στο γιο του, σα χείμαρρος το νερό που κράταγε στην ψυχή του, φούσκωσε, βρήκε το δρόμο εκείνο προς την έξοδο και έκανε την εμφάνισή του στα μάτια του. Πρόλαβε με μια κίνηση να αφαιρέσει τα δάκρυα και να αφήσει μόνο την λάμψη μέσα τους, κοφτερό λεπίδι εκείνη, δεν υπακούει εύκολα.
Όταν πρωτοπήρε, θυμόταν, στα χέρια του το γιο του, έδωσε βαρύτιμη υπόσχεση, η ζωή του να είναι ζωή στρωτή, ήσυχη με τα πάνω και τα κάτω της. Πολλά πράγματα, δεν θα είχε να του αφήσει, άλλωστε όλοι λίγο πολύ ελάχιστα είχαν και μοιράζονταν στο χωριό, αλλά εκείνος του υποσχέθηκε ότι τα δύσκολα θα ήταν λιγότερα και, αν ποτέ θα ερχόντουσαν, θα είχε εκείνον, τη μάνα του, τους ανθρώπους γύρω του που τον αγαπούσαν και τον νοιάζονταν, να τα αντιμετωπίσει.
Και τώρα τεσσάρων χρονών παιδί, το ξερίζωσε βίαια από τον τόπο του και όσα πρόλαβε να αγαπήσει, και το έφερε σε έναν τόπο άγριο, αφιλόξενο και να τους λείπουν ακόμη και τα βασικά.
Ο Αποστολίδης ρούφαγε τα όσα του εκμυστηρεύονταν ο Δημητρός με περισσότερη βουλιμία από ότι το περιεχόμενο του ποτηριού. Κάθε άνθρωπος και ένα ριζικό, σκεφτόταν, και ο καθένας μόνος του πρέπει να το κουμαντάρει.
Ο Δημητρός σαν πιο ανάλαφρος πια σηκώθηκε να φύγει.
Η νύχτα εδώ και ώρα ύφαινε το πέπλο της και η φύση υποκλινόμενη στο μεγαλείο της για άλλη μια φορά σιωπούσε, αναμένοντας την έλευση του κίτρινου δίσκου, να λύσει τα μάγια και να σκορπίσει φως και ζωή στην πλάση. Και… η Ελένη του θα ανησυχούσε…ήταν αργά. Δεν έκανε δυο βήματα και ακούει πίσω του κάποιον να τον φωνάζει.
<< Δημητρό, αυτή είναι η διεύθυνση του εργοστασίου μας, αν χρειαστείς κάτι>> και του έτεινε την κάρτα με τα στοιχεία του και συνέχισε
<< Να προσέχεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου. Καλές γιορτές σε εσένα και στους αγαπημένους σου>>.
Ο Δημητρός έκρυψε την κάρτα στον κόρφο του και άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού να φύγει.
<< Καλές γιορτές και ο καινούργιος χρόνος να σας φέρει όλα τα καλά >>, του αντιγύρισε την ευχή και χάθηκε στο μαύρο σκοτάδι.
Πλησιάζοντας στο φτωχό τους καλυβάκι, σήκωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανού και μιλώντας στα άστρα παρακάλεσε να μεταφέρουν σε Εκείνον, που θα γεννιόταν σε λίγο, την ευχή του να αξιωθεί σύντομα να προσφέρει στη μικρή του οικογένεια ένα μέλλον καλύτερο. Και η ευχή του αυτή έμελλε να πραγματοποιηθεί, αλλά όχι χωρίς τίμημα.
Έτσι τα έχει κανονισμένα Εκείνος και η Μοίρα, όλα στη ζωή να είναι ζευγαρωμένα για την τάξη και την ισορροπία, το φως με το σκοτάδι, το χρήμα με τη φτώχεια, τα νιάτα με το γήρας, το καλό με το κακό.
Οι μέρες περνούσαν και όσο και να πάσχιζε ο Δημητρός τίποτα δεν έβρισκε για να βγάλει μεροκάματο. Ήταν η Ελένη του που του έδινε κάθε πρωί κουράγιο για το ψάξιμο και το βράδυ παρηγοριά και θάρρος για το αυριανό πάλεμα.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Πιο έρημα και φτωχικά ποτέ δεν τα είχαν περάσει στη ζήση τους, όσο εκείνες τις μέρες. Οι μνήμες ξεχύθηκαν, έτοιμες να τους πνίξουν και ήταν πάλι η Ελένη που πρότρεψε τον άντρα της να κάνει ένα πέρασμα από την πόλη και το λιμάνι, έτσι για να ξεδώσει.
Μην ακούτε που λένε τους άνδρες φύλο ισχυρό. Λεύκες περήφανες είναι, που στο πρώτο γερό φύσημα γέρνουν και λυγίζουν εύκολα και καμιά φορά και σπάνε. Η γυναίκα αντίθετα, που την είπαν αδύναμη και ισχνή, και να λυγίσει και να πέσει, γρήγορα θα ξανασηκωθεί. Είναι που η ανθρώπινη φύση τη χρειάζεται για την επιβίωση και τη συνέχισή της.
Η ψυχή της όμως το ξέρει πόσο πολύ και δυνατά παλεύει καθημερινά να σταθεί βράχος, όχι για εκείνη, αλλά για όσους την αναζητήσουν, να ξαποστάσουν στον ίσκιο της και να ορθοποδήσουν.
Περπάταγε με τα χέρια στις τσέπες ο Δημητρός και το κεφάλι σκυφτό. Η αγορά δεν είχε κίνηση. Μόνο κάτι χαμίνια τριγύριζαν στους δρόμους κλωτσώντας πέτρες στρογγυλές, για να ξεγελούν την ώρα τους.
Τριγύριζε και εκείνος μπαίνοντας άλλοτε σε στενοσόκακα και άλλοτε βγαίνοντας και πάλι στη δημοσιά και παρατηρώντας μήπως κάποιος χρειαζόταν ένα χέρι βοήθειας, να κάνει έτσι κανένα μεροκάματο. Πέρασε και από το λιμάνι, άδειο εκείνο από τα βαριά και μεγάλα σκαριά, κάτι βαρκούλες ίσα που λικνίζονταν στα γαλανά νερά.
Το λιόγερμα έφτασε και ο Δημητρός σκυφτός και στεναχωρημένος πήρε το δρόμο της επιστροφής, για μικρό τους καλυβάκι.
Πλησιάζοντας μια γλυκιά μυρωδιά τον έκανε να επιταχύνει το βήμα του και ανοίγοντας την πόρτα ανοιγόκλεισε και τα μάτια του, για να πιστέψει αυτό που είχε μπροστά του. Το αυτοσχέδιο, ψαροκάσελο τραπέζι με ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα είχε μεταμορφωθεί στο πιο πλούσιο και λαμπερό τραπέζι του κόσμου, όπως το αχυρένιο παχνί, που δέχτηκε Εκείνον σε βασιλική κούνια. Η Ελένη του σα να σκόρπισε χρυσόσκονη μέσα στην καλύβα τους και εκείνη ξαφνικά άλλαξε και όλα έδειχναν μέσα της διαφορετικά. Με τα λίγα υλικά , που είχε στη διάθεσή της, έφτιαξε όμορφα πράγματα, αντάξια της άγιας νύχτας και της αγάπης, που πλημύριζε το σπιτικό της.
<< Όλα καλά θα πάνε Δημητρό μου, θα το δεις. Ο Χριστός που γεννιέται απόψε, μας φέρνει την ευλογία και την αγάπη του, δεν θα μας αφήσει ολομόναχους και καταφρονεμένους. Είναι μεγαλόθυμος παρά το κακό που έκανες άθελά σου, και θα μας συγχωρέσει, πρέπει για το παιδί μας…. >>
Ήταν η σειρά τώρα του Δημητρού να ανυψώσει τη γυναίκα του, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, ειδικά για τα όσα αυτή την νύχτα, την ιερή, την πιο μεγάλη του χρόνου, με αγάπη ετοίμασε εκείνη για αυτούς.
Μετά την πρωτοχρονιά ο Δημητρός αποφάσισε να επισκεφτεί τον κ. Αποστολίδη. Τα έθιμα όμως και οι συνήθειες του τόπου του, ξύπνησαν μέσα του και του τριβέλιζαν το μυαλό. Πώς θα έκανε βίζιτα χωρίς τίποτα στα χέρια του!
Η γυναίκα του που από πολύ νωρίς έμαθε να διαβάζει και να κατανοεί τα σημάδια του προσώπου του, με το που της είπε για τα σχέδιά του να επισκεφτεί τον Αποστολίδη, κατάλαβε. Την επομένη κιόλας του έχει έτοιμη την πιο νόστιμη χορτόπιτα, που έφτιαξε ποτέ της.
Αξημέρωτα ακόμη είχε σηκωθεί εκείνη από το στρώμα και με ένα μαχαιράκι στο ένα χέρι και το πανέρι στο άλλο ξεκίνησε για τα χωράφια, πέρα στα ανατολικά.
Το κελάρι της φύσης είναι πάντα γεμάτο με όλα τα καλά του Θεού, αρκεί ο άνθρωπος να έχει τα μάτια του στο ύψος, που πρέπει, για να μπορεί να τα διακρίνει και να τα εκτιμήσει.
Ως το μεσημέρι το καλυβάκι τους μοσχοβόλησε υπέροχα και πριν καλά καλά το αντιληφθεί ο Δημητρός, το δισάκι με το πολύτιμο αγαθό ήταν έτοιμο και τον περίμενε, ως μπαξίσι, για την μεγάλη επίσκεψη.
Βρήκε εύκολα το εργοστάσιο του Αποστολίδη και εκείνον στο γραφείο του, όπως έλπιζε. Για καλή του τύχη ο Αποστολίδης τον θυμόταν και δεν χρειάστηκε να υπεισέλθει σε περεταίρω εξηγήσεις και με χαρά διαπίστωσε ο Δημητρός ότι το ταπεινό καλούδι, που είχε μαζί του, έγινε ευχάριστα αποδεκτό.
Μίλησαν αρκετή ώρα για τα τυπικά και συνηθισμένα, που λένε οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις, ώσπου ο Αποστολίδης αιφνιδιάζοντάς τον του πρότεινε να δουλέψει στα σαπούνια τους, όπως χαρακτηριστικά του είπε. Μετά την πρώτη του έκπληξη ο Δημητρός του εξομολογήθηκε πως κάτι τέτοιο είχε στο νου του, όταν έπιασε στα χέρια του εκείνη τη μικρή κάρτα, που του είχε δώσει τη βραδιά, που ανοίξανε τις καρδιές τους, στο μικρό ταβερνάκι. Συμφώνησε αμέσως στην πρόταση, που μόλις του έγινε και έδωσε το χέρι του στον Αποστολίδη με ευγνωμοσύνη και απέραντη ανακούφιση.
Από την άλλη κιόλας μέρα η ζωή τους πέρασε σε νέα διάσταση και τα πάντα έρρεαν γρηγορότερα και από το γάργαρο νερό μιας πηγής.
Ο Δημητρός προκομμένος και δουλευταράς όπως ήταν, αλλά κυρίως γιατί ήθελε να αποδειχτεί αντάξιος της ευκαιρίας, που του δόθηκε, έκανε τη νύχτα μέρα στη δούλεψη του Αποστολίδη.
Το γεγονός ότι μεγάλωσε μέσα στις ελιές, στο χωριό του, και γνώριζε ό,τι είχε σχέση με αυτές, έκανε τον Αποστολίδη γρήγορα να τον ξεχωρίσει από τους άλλους εργάτες του. Συχνά εκείνος τον έπαιρνε μαζί του, όταν όργωναν τα γύρω χωριά, προκειμένου να αγοράσουν την καλύτερη πρώτη ύλη για τα σαπούνια τους, τις καλύτερες ελιές.
Γρήγορα ο Δημητρός με τις γνώσεις και το αλάνθαστο ένστικτό του αποδείχτηκε πολύτιμος για τον Αποστολίδη και μάλιστα από ένα σημείο και μετά εκείνος τον εμπιστευόταν τόσο πολύ που πλέον τον έστελνε μόνο του να κλείνει δουλειές με τους ελαιοπαραγωγούς. Και ο Δημητρός φυσικά έκανε τα πάντα να μένει ευχαριστημένο από αυτόν το αφεντικό του.
Χάριν της εργατικότητας και θυμούμενος την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του το βράδυ των πρώτων Χριστουγέννων στο νέο αυτό τόπο, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να προσφέρει στην οικογένειά του ό,τι στερήθηκαν εξ αιτίας του, όπως έτσι πίστευε όλα αυτά τα χρόνια, που ακολούθησαν την αποφράδα εκείνη μέρα του φονικού στο νησί του. Σύντομα κατάφεραν να φύγουν από την ψαροκαλύβα και να μετακομίσουν μέσα στην πόλη.
Η Ελένη είχε επιτέλους να φροντίζει και να στολίζει ένα δίπατο, μικρό, αλλά γουστόζικο σπίτι στην πόλη, που το αγόρασαν με αιματηρές οικονομίες και ένα δάνειο, που τους έδωσε ο Αποστολίδης, και το κρατούσε από το μισθό του Δημητρού.
Το σπίτι τους σαν κτίριο είχε βέβαια τα κακά του χάλια και χρειαζόταν πολλά να γίνουν, για να το επαναφέρουν στην αρχική του χρήση, αυτή της οικίας, αλλά ήταν τέτοια η χαρά τους που επιτέλους είχαν κάτι δικό τους, που δεν τους ένοιαξε καθόλου. Ήταν άξιοι και ικανοί εκείνοι να το ξανακάνουν από την αρχή και το έκαναν.
Βρισκόταν σε χριστιανική συνοικία, όπως και το επιθυμούσαν, και μάλιστα κοντά στην εκκλησία των Ταξιαρχών.
Ο κάτω όροφος μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη σάλα με τα παράθυρά του να βλέπουν και στους δυο δρόμους μια και το σπίτι ήταν γωνιακό.
Η σάλα επικοινωνούσε με την κουζίνα, που η Ελένη την ήθελε ευρύχωρη και φωτεινή. Εκεί μέσα θα ζύμωνε και θα σιγοέψηνε τις λιχουδιές, για τους αγαπημένους της. Η συγχωρεμένη η γιαγιά της, θυμόταν, συχνά της έλεγε πως όταν έχεις ημερέψει το στομάχι ενός ανθρώπου, τότε έχεις γιατρέψει την ψυχή και το μυαλό του.
Το κελάρι του σπιτιού, συνέχεια αυτό της κουζίνας, ήταν από τα πρώτα που φρόντισε να γεμίσει η Ελένη. Οι δυσκολίες και η πείνα που πέρασαν τα πρώτα χρόνια τους σε αυτόν τον τόπο την έκαναν ανασφαλή και ευαίσθητη πολύ στο θέμα των προμηθειών. Ήθελε όλα τα ράφια να είναι γεμάτα και ας ήξερε πως τρία άτομα ήταν όλο και όλο και δεν χρειάζονταν τόσες ποσότητες. Αν κάτι έλλειπε, πολύ γρήγορα, με μια επίσκεψη στο μαγαζί με τα εδώδιμα, θα τις έλυνε το πρόβλημα, αλλά εκείνη, ενώ η λογική της της τα εξηγούσε απλά και με τρόπο κατανοητό όλα αυτά, επέμενε για το αντίθετο. Και φυσικά ο Δημητρός ούτε που προσπάθησε να της αλλάξει για τίποτα γνώμη, καταλάβαινε και το σεβόταν.
Το επόμενο πράγμα που με συγκίνηση έκανε η Ελένη, ήταν να βγάλει από τις λίγες αποσκευές τους τη δαντέλα τη μία και μοναδική, που μόνη της έπλεξε τις ήσυχες και όμορφες εκείνες μέρες στο νησί, ούσα νιόπαντρη και περιμένοντας το παιδί τους να γεννηθεί.
Ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα που πρόλαβε να πάρει μαζί της εκείνη τη μαύρη μέρα, που ο Δημητρός τους έμπασε άρον άρον στο ψαροκάικο του πατέρα του και τους έφερε σε αυτόν τον ξένο τόπο.
Ύστερα από πολύ καιρό εκείνη η δαντέλα είχε βρει επιτέλους τη θέση της, πάνω σε έναν δρύινο μπουφέ, και ξάπλωσε σαν τη χορτασμένη χανούμισσα στον οντά της.
Στο επάνω πάτωμα που βρίσκονταν άλλα δυο δωμάτια, η Ελένη έφτιαξε το δωμάτιό τους καθώς και το δωμάτιο του Εμμανουήλ και φρόντισε να δώσει όλη την ψυχή της σε εκείνο, για να το κάνει το ομορφότερο δωμάτιο του κόσμου. Ώρες ατέλειωτες γύρναγε στην αγορά, για να διαλέξει κρεβάτια, σκεπάσματα, κουρτίνες και μαξιλάρια.
Ήθελε χρώματα φωτεινά και ήρεμα, που να χαλαρώνουν τον άνθρωπο, και μετά έτσι αποχαυνωμένος όπως είναι να τον ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους, για να ξεχνά τις έγνοιες και την κούρασή του.
Πού την έχανες πού την έβρισκες, από το πρωί έπαιρνε αράδα η κυρά Ελένη τα μαγαζιά στην προκυμαία και καμμιά φορά και σε άλλες γειτονιές, για να ανακαλύψει αυτό που θα μπορούσε να κάνει τη φωλίτσα τους ακόμη πιο ζεστή, πιο όμορφη.
Νέα και όμορφη ήταν η Ελένη και τώρα που τα πράγματα πήραν τον καλό δρόμο ήρθε και άνθισε και ευωδίασε σαν το γιασεμί στον τοίχο του πατρικού της, που πότιζε κάθε δειλινό και μιλούσε μαζί του και του έλεγε για τον άντρα της, τον Δημητρό και για τα όνειρα, που έκανε για εκείνους.
Αυτό το άσπρο του γιασεμιού αλλά και το κίτρινο των τριανταφύλλων ήταν τα αγαπημένα της χρώματα. Κίτρινο έντονο και με τις σταγόνες της πρωινής δροσιάς ακόμη επάνω του ήταν το τριαντάφυλλο, που της έδωσε ο Δημητρός, εκείνη την πρώτη φορά που της εξομολογήθηκε τον έρωτά του.
Δεκαεπτά χρονών αυτός, αμούστακο παιδί ακόμη, που ήξερε όμως πολύ καλά τι ήθελε από τη ζωή του. Λες και γεννήθηκε γνωρίζοντας μόνο αυτός όλες τις λύσεις στα μυστήρια της ζωής, έλεγε ο πατέρας του, όταν συζητούσαν με τη μάνα του για εκείνον και τον καμάρωνε κρυφά για αυτή του τη σύνεση και την ωριμότητα.
Συνομήλική του ήταν εκείνη, τον αγάπησε και τον πόνεσε από τα μικρά της χρόνια. Δεν υπήρχε στη σκέψη, στην καρδιά της άλλος πάρεξ αυτός. Τι χαρά, τι ευτυχία, όταν της ζήτησε να βρεθούν νωρίς πολύ κάποιο πρωινό, πριν ξυπνήσει το χωριό και αφήσουν οι κάτοικοί του τα ζεστά τους κρεβάτια. Με πόση λαχτάρα περίμενε εκείνη το πρώτο φως της αυγής. Βασανιστική πολύ, λες και επίτηδες δεν έλεγε να πάρει το δρόμο του φευγιού, της φάνηκε η νύχτα εκείνη.
Πόναγε η ψυχή της που το σκοτάδι ήταν ακόμη πηχτό και ο χρόνος άστοργος πατέρας στις κόρες του, τις ώρες, αφού δεν νοιαζόταν να γυρίσουν στο σπίτι τους αυτές.
Και όταν της άνοιξε την καρδιά και την αγκάλη του, όλα μέσα της σα να φώτισαν ξαφνικά, σα να γαλήνεψαν, όπως τα κύματα, όταν επιτέλους σταματά να φυσά ο βοριάς. Το κίτρινο τριαντάφυλλο, που της χάρισε, έγινε ο ήλιος, που ζέστανε στο πρωινό αγιάζι τα χέρια και την ψυχή της μαζί και το άρωμά του, γλυκό και μεθυστικό, την έκανε να τον λατρέψει ακόμα πιο πολύ. Χίλιες νύχτες βασανιστικές να πέρναγε σαν την χθεσινή, και πάλι θα το άντεχε, αν μια τέτοια γεύση, όπως αυτή των χειλιών του είχε να την περιμένει να γευτεί.
Εκείνο το τριαντάφυλλο η Ελένη το φύτεψε στον κήπο, κάτω από το παράθυρό της, και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έσκυβε να το καληνυχτίσει. Και το τριαντάφυλλο από την τόση αγάπη, ρίζωσε, έβγαλε κλώνους και τράνεψε και άνθισε σαν την αγάπη τη δική τους.
Αυτό την πόνεσε περισσότερο από όσα άφησε πίσω της η Ελένη και βάλθηκε να στολίσει το μικρό μπαλκόνι του σπιτιού τους με γιασεμιά και κίτρινες τριανταφυλλιές.
Όλοι στη γειτονιά είχαν να λένε για την ευγένεια και την νοικοκυροσύνη της και δεν άργησε το σπιτικό της να γίνει από τα αγαπημένα της γειτονιάς. Εκεί μαζεύονταν οι νοικοκυρές μετά τις δουλειές τους, τις πρωινές, και στο διάλειμμά τους μέχρι την ώρα που θα έβαζαν το τσουκάλι στη φωτιά, για το καφεδάκι και για να δώσουν την καθημερινή αναφορά τους, για όσα έγιναν το τελευταίο εικοσιτετράωρο όχι μόνο στη γειτονιά, αλλά και στην πόλη τους ολάκερη.
Όσο για την Ελένη, τι γλυκά του κουταλιού, τι κρητικές λιχουδιές, τι μπουρεκάκια και τσουρέκια έβγαζε και γέμιζε το τραπέζι, να συνοδεύουν οι κυράδες τον καφέ και το λακριντί τους, μη και χάσουν δύναμη και δεν μπορέσουν να συνεχίσουν.
Όλα όμορφα φάνταζαν στα μάτια της Ελένης. Τον αγάπησε αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Εβραίους, Αρμένηδες. Ως και στα λίγα τσιγγανόπουλα που βρίσκονταν εκεί και της χτυπούσαν την πόρτα για λίγο ψωμί, απλόχερα τους πρόσφερε από τα αγαθά του σπιτιού της. Ακόμη και με ρούχα και παπούτσια του δικού της παιδιού τα έντυνε, γιατί την ανέχεια την έζησε και εκείνη για τα καλά στο πετσί της. Κατατρεγμένοι και πονεμένοι όλοι τους σαν και την οικογένειά της, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, έτσι τους λογάριαζε μα περισσότερο τους αισθανόταν.
Σε αυτό το μαγκανοπήγαδο, που λέγεται ζωή, όλοι τραβάνε και υποφέρουν και, όταν μάλιστα αυτά συμβαίνουν και σε μια χώρα, που δεν φημίζεται για την ανεκτικότητά της στη διαφορετικότητα, τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο.
Κάτι είχε πάρει το αυτί της Ελένης εκείνη τη μέρα για κάποια γεγονότα, που είχαν γίνει, όμως ούτε κατάλαβε καλά ούτε και θέλησε να μάθει περισσότερα. Όταν όμως βαρύθυμο και σκεφτικό είδε τον άντρα της, τον Δημητρό, να επιστρέφει εκείνο το απόγευμα του 1909, δε θέλησε να αφήσει πια τα αυτιά της και άλλο κλειστά, απαίτησε να τα μάθει όλα.
Το είχε από πάντα η Ελένη, τίποτα να μη ρωτά τον άντρα της, αν πρώτα αυτός δεν έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπό του και δεν έβαζε μια μπουκιά στο στόμα. Έτσι αφού φάγανε και ο μικρός Εμμανουήλ ανέβηκε στο δωμάτιό του να μελετήσει, έφερε η Ελένη τον καφέ τους, όπως συνήθιζε μετά το μεσημεριανό, και κάθισε απέναντι στο Δημητρό να μάθει εκείνα τα νέα, που οι γειτόνισσες δεν μπόρεσαν καλά να της εξηγήσουν.
<<Τι συμβαίνει Δημητρό και μη μου πεις τίποτα, γιατί ξέρεις δα πως ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον και υπό την Ελένην>>
<<Σαν πολύ ανακατεύεται η τράπουλα Ελένη μου, και από όσα ακούω, πολλά δεν θα είναι για καλό. Αυτοί οι Νεότουρκοι, όπως τους αποκαλούν άρχισαν να δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Με το Ισότης-Αδελφότης-Δικαιοσύνη πήραν το μυαλό των ανθρώπων το προηγούμενο διάστημα και όλο έλεγαν πως οι μειονότητες θα ωφεληθούν.
Κύριοι πλέον της κατάστασης έχουν γίνει αυτοί μετά την εκθρόνιση του Αβδούλ Χαμίτ και παίρνουν μέτρα, για να επιβάλουν το συγκεντρωτικό κράτος, που επεδίωκαν. Θέλουν να μεταβάλουν τις μη μουσουλμανικές μειονότητες σε νομιμόφρονες Οθωμανούς. Ξεκίνησαν με τον περιορισμό των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και σκέφτονται να επιβάλλουν την υποχρεωτική στράτευση των χριστιανών >>.
<<Μη σεκλετίζεσαι άντρα μου, εμείς κανένα δεν πειράζουμε, τίμιοι και ήσυχοι άνθρωποι είμαστε, που κοιτάμε τη δουλειά μας μόνο, και κανείς εδώ που είμαστε, δεν θα μας πειράξει. Όλο κάπου ξύνονται αυτοί οι Οθωμανοί και μια μέρα, θα το φάνε το κεφάλι τους. Τι παραπάνω θα μας κάνουν! Ξέρουν πως χωρίς τους Ρωμιούς ζωή μισή έχουνε. Το χρήμα το έχουμε εμείς. Και αυτό δίνει δύναμη σε όποιον το κατέχει. Σκυλιά που γαβγίζουνε και δεν δαγκώνουν είναι. Άσε τους να φωνάζουν λοιπόν.
Μήπως όμως είναι και κάτι άλλο, και δε μου το λες, γιατί και αφηρημένο αυτές τις μέρες σε νιώθω και σκεφτικό πολύ >>, του έπιασε τα χέρια η Ελένη μέσα στα δικά της, πιότερο κοντά της εκείνος να την αισθανθεί και να της μιλήσει.
<< Έχεις δίκιο Ελένη μου, κάτι μου τριβελίζει το μυαλό εδώ και κάμποσο καιρό. Παράπονο από τη ζωή δεν έχω. Σταθήκαμε στα πόδια μας μετά από τότε και ακόμη καλύτερα. Φτιάξαμε ένα όμορφο σπιτικό. Έχω μια πολύ καλή δουλειά. Ο Αποστολίδης πίνει νερό στο όνομά μου και εγώ σέβομαι και εκτιμώ και αυτόν και το ψωμί, που μας δίνει. Το αγόρι μας καταφέραμε να το αναστήσουμε και να του δώσουμε, όσα στα πρώτα χρόνια της ζωής του, του έλλειψαν, και είναι πραγματικά ένα πολύ καλό παιδί. Συνετό, μας σέβεται και μας αγαπάει. Τιμά το λόγο και τις πράξεις μας. Δεν είναι απτάλικο και κακομαθημένο. Παίρνει και τα γράμματα και θαρρώ πως θα με ξεπεράσει και φουσκώνω από περηφάνεια.
Όμως να, τι μέλλον έχει αυτό το παιδί σε αυτόν τον τόπο. Αύριο μεθαύριο θα γυρίσει και θα μου πει κατά πως συνηθίζεται να λένε τα κοπέλια, με έφερες στον κόσμο πατέρα, με ανάθρεψες καλά και σωστά, ολόκληρο άντρα με έκανες και πρέπει τώρα εσύ να ξεκουραστείς. Αναλαμβάνω τώρα εγώ. Τι και πώς θα αναλάβει Ελένη μου; Μη δα και έχουμε ένα κτήμα με ελιές, όπως έδωσε σε έμενα ο κύρης ο δικός μου ή τίποτα ζωντανά, να τα αυγατίσει; Μεροκάματο θα κυνηγάει και αυτός σαν και μένα, και πότε θα το βρίσκει και πότε όχι.
Πρέπει να κάνει ένα βήμα πάρεξ και από εμένα. Αυτή είναι η λαχτάρα όλων των γονιών, να δουν τα κοπέλια τους ένα σκαλοπάτι πιο πάνω από δαύτους. Αυτά σκέφτομαι τελευταία, Ελένη μου, και πήρα μια απόφαση και θέλω να την μοιραστώ μαζί σου , γιατί ξέρεις, η γνώμη σου για μένα έχει δύναμη και αξία. Την λες πάντα με σύνεση και αγάπη>>, τα έβγαλε από μέσα του εκείνος και την κοίταξε βαθιά και με ζεστασιά στα μάτια, την απόκρισή της περιμένοντας.
<<Ναι, Δημητρό μου, έτσι είναι και σε ευχαριστώ που εσύ με θωρείς συμβία σου σε όλα, και όχι μοναχά νοικοκυρά και μάνα. Συμφωνώ με όσα σκέφτεσαι, αλλά και τι μπορούμε άλλο να κάνουμε πέρα από το να ευχόμαστε και το παιδί μας να σταθεί τυχερό στη ζωή του, όπως εσύ με τον Αποστολίδη, εκτός αν κάτι άλλο έχεις κατά νου, γι’ αυτό και μου άνοιξες αυτήν την κουβέντα και ακόμη δεν μου το έχεις πει. Πες μου Δημητρό μου, θέλω πολύ να μάθω.>>
<< Ζούμε όμορφα, Ελένη μου, τα τελευταία χρόνια. Τίποτα δε μας λείπει και έχουμε και ένα καλό κομπόδεμα στην άκρη, για τα δύσκολα, αν ποτέ αυτά μας βρούνε. Αυτό λοιπόν το κομπόδεμα λέω να το χαλαλίσω για τον Εμμανουήλ μας. Τη δουλειά στον Αποστολίδη την παίζω πια στα δάχτυλα, σκέφτηκα το λοιπόν να ξεκινήσω σιγά σιγά κάτι αντίστοιχο, δικό μας. Ένα μικρό εργαστήρι, για αρχή, να φτιάχνουμε το δικό μας σαπούνι. Αύριο μάλιστα λέω να μιλήσω στον Αποστολίδη, για αυτή μου την ιδέα, γιατί θεωρώ πως είναι άτιμο να φύγω από τη δούλεψη του, σαν τον κλέφτη, και χωρίς να του δώσω κάποια εξήγηση.>>
<<Ξέρω σε, Δημητρό μου, ότι ζύγιασες πολύ καλά μέσα σου, όσα μου είπες τώρα δα και χαίρομαι και καμαρώνω και για την προκοπή τη δική σου και για τα σχέδια, που κάνεις για τον Εμμανουήλ μας. Σωστά κρένεις να μιλήσεις πρώτιστα με τον κ. Αποστολίδη και να λάβεις σοβαρά τα όσα σου πει εκείνος. Είναι άνθρωπος ντόμπρος, τίμιος, νοικοκύρης και γνωρίζει πολύ καλά τη δουλειά, που πας να ξεκινήσεις. Η γνώμη του μετράει και εγώ δίπλα σου στήριγμα και αποκούμπι θα είμαι, σε ό,τι και αν αποφασίσεις.>>
Πρωί πρωί την άλλη μέρα ο Δημητρός, πριν φτάσει στο εργοστάσιο του Αποστολίδη, ένιωσε την ανάγκη να περάσει από την εκκλησία, που ήταν κοντά στο σπίτι του. Το έκανε τακτικά αυτό, αλλά σήμερα είχε περισσότερη ανάγκη να κουβεντιάσει με Εκείνον και να ζητήσει τη χάρη και την ευλογία του, για το εγχείρημα, που θα αποτολμούσε.
Η συνάντησή του με τον Αποστολίδη θα έκρινε πολλά, το μέλλον το δικό του, μα περισσότερο του παιδιού του, του Εμμανουήλ. Παίρνοντας μερικές ανάσες βαθιές έφτασε έξω από την πόρτα του γραφείου του Αποστολίδη, τη χτύπησε, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να τιθασεύσει τους χτύπους της καρδιάς και το ελαφρύ τρέμουλο των χεριών του και περίμενε.
Ο Αποστολίδης, όπως κάθε πρωί έλεγχε τις καταστάσεις μεταφοράς των εμπορευμάτων στις αποθήκες, τις καινούργιες παραγγελίες και τα χρονοδιαγράμματα εκτέλεσης αυτών των παραγγελιών. Χάρηκε με την παρουσία του Δημητρού και δεν ήταν καθόλου προσποιητή αυτή του η αντίδραση. Κάθε φορά χαιρόταν και απολάμβανε τη συνομιλία μαζί του.
Ένοιωθε πως ο Δημητρός, με την καθαρότητα του λόγου και της ψυχής του, σαν να τον αποφόρτιζε και τον ηρεμούσε. Κάτι στο βλέμμα του σήμερα όμως έκανε τον Αποστολίδη να σκεφτεί, πως κάτι σοβαρό ήθελε εκείνος να συζητήσει μαζί του, άφησε λοιπόν τα χαρτιά του στην άκρη, παρήγγειλε δυο γλυκούς βραστούς, και σε αυτό συμφωνούσαν τα χούγια τους, και κάθισε απέναντί του, να τον ακούσει προσεχτικά.
<<Κ. Αποστολίδη, χρωστάω πολλά εγώ και η οικογένειά μου σε εσάς, για την ευκαιρία που μας δώσατε σε αυτόν το νέο τόπο, να ξαναβρούμε τα πατήματά μας, για την εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλετε το πρόσωπό μου και για όσα μέχρι τώρα καλά σκεφτήκατε και πράξατε για εμάς.
Η ευγνωμοσύνη και η εκτίμηση στο πρόσωπό σας είναι κάτι παραπάνω από βεβαία. Τα όσα σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας, επουδενί δεν θέλω, να νιώσετε πως επισκιάζουν τα πραγματικά μου αισθήματα.
Θέλω να γνωρίζετε, πως η απόφαση που έχω πάρει και ήρθα να τη μοιραστώ μαζί σας, απορρέει έως έναν βαθμό και από τον θαυμασμό μου στο πρόσωπό σας.
Έχω απέναντι μου έναν άνθρωπο, που μου στάθηκε σαν αδερφός στα δύσκολα που μου έμαθε όσα γνωρίζω πάνω στη δουλειά, αλλά και να γίνομαι καθημερινά καλύτερος και να πασχίζω να προσφέρω σε αυτούς που αγαπώ όλο και περισσότερα πράγματα. Για αυτή την οικογένεια, αξία ανεκτίμητη, θα ήθελα να σας μιλήσω και εγώ σήμερα.
Είμαι κοντά σας οκτώ χρόνια τώρα. Ζούμε καλά με την οικογένειά μου και έχω βάλει και κάποια χρήματα στην άκρη. Θεωρώ πως ήρθε η στιγμή, να κάνω ένα βήμα παραπέρα. Θέλω να ξεκινήσω κάτι δικό μου και κυρίως για τον γιο μου. Να μη νιώσει ποτέ αυτός το φόβο και την ανασφάλεια, όπως τη νοιώσαμε εγώ και η μητέρα του, όταν η μοίρα μας μάς έφερε σε αυτόν τον ξένο τόπο, που τώρα όμως ομολογώ πως τον αισθάνομαι και δικό μου. Σκέφτομαι λοιπόν να ασχοληθώ και εγώ με την παραγωγή σαπουνιών>>, ήταν σα να πέταξε τη χειροβομβίδα και περίμενε την έκρηξη.
Ο Αποστολίδης νόμισε πως δεν άκουσε καλά και έσκυψε στη μεριά του Δημητρού να ακούσει καλύτερα. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα και το ελαφρύ τσίμπημα στην καρδιά, διατηρώντας όμως την ψυχραιμία του, προσπάθησε να επεξεργαστεί τα λόγια του Δημητρού με τη δύναμη του μυαλού του.
Σε αυτό στηρίζονταν πάντα σε ό,τι είχε να κάνει με τις δουλειές του, και όχι στα συναισθήματα. Δεν θα άφηνε και τώρα την καρδιά του να τον παρασύρει σε δρόμους περίεργους και σκοτεινούς, όπως η ζήλεια και η αντιπαλότητα.
Ναι, αυτό που του ξεστόμισε ο Δημητρός δεν το περίμενε. Ναι, ήταν σαν να του δαγκώνουν το χέρι, με το οποίο εκείνος πρόσφερε ψωμί. Ναι, ήταν δυνατό το χτύπημα κάτω από τη ζώνη, όμως πουθενά δεν γράφει ότι, όπου καθείς βρεθεί εκεί και πρέπει να παραμείνει ούτε φυσικά ότι απαγορεύεται να πασχίζει ο κάθε άνθρωπος να βελτιώσει τη θέση του και να αγωνίζεται για τα υψηλά και τα ωραία.
Από πότε αυτό ήταν προνόμιο μόνο των λίγων, των εκλεκτών, αυτών που δεν ξεκίνησαν από το μηδέν, αλλά από την οικονομική ασφάλεια της οικογένειάς τους! Από πότε μόνο όσων οι πατεράδες τους τούς κληροδότησαν περιουσίες, μόνο αυτοί αξίζουν να πάνε ένα επίπεδο παραπάνω! Αντίθετα υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες όχι παραπάνω, αλλά ούτε στα ίδια έμειναν, αφού η κατρακύλα πολλών βασιλογεννημένων ήταν απρόσμενη και σφοδρή.
Ο Δημητρός σίγουρα ήταν από την πάστα εκείνη των ανθρώπων, που γεννήθηκαν για να δώσουν και όχι να ευτελίσουν την ύπαρξή τους. Στο κάτω κάτω η ζωή είναι ένας στίβος και όλων έρχεται η σειρά κάποια στιγμή να παλέψουν για να την τιμήσουν ή και όχι. Ο καθένας ας δοκιμάσει και ας δοκιμαστεί κατά πως του πρέπει. Με αυτές τις σκέψεις ο Αποστολίδης σηκώθηκε και έσφιξε το χέρι του Δημητρού.
Η αξιοπρέπειά του δεν του υπαγόρευε κάτι λιγότερο. Μάλιστα, κάνοντας ένα βήμα στην μεγαλοψυχία και την ανωτερότητά του και επισημαίνοντας πως λυπάται πολύ που θα χάσει έναν τέτοιο υπάλληλο, του έδωσε το λόγο του πως στο βαθμό που θα χρειαστεί κάτι από αυτόν, θα ήταν στη διάθεσή του.
Για τον Δημητρό η σημερινή μέρα ήταν από τις δυσκολότερες, αλλά και πιο ανακουφιστικές της ζωής του. Αγκαλιάστηκαν σα φίλοι καλοί και παλιοί, που είχαν χρόνια να ιδωθούν και η συνάντηση τους λειτούργησε σα βάλσαμο σε πληγή ανοιχτή.
Με την καρδιά πούπουλο και τη σκέψη ξάστερη από σκιές και υπόνοιες, ο Δημητρός πήρε το δρόμο για το σπίτι. Έπρεπε πολλά να γίνουν και ήθελε τη γυναίκα του δίπλα του περισσότερο από ποτέ, και κυρίως να μοιραστεί μαζί της την ανθρώπινη αντιμετώπιση του Αποστολίδη.
Η Ελένη δεν είχε σταματημό τη μέρα εκείνη. Για να απασχολεί το μυαλό της έστρωσε και ξέστρωσε το σπίτι τους ξανά και ξανά. Δεν ήταν και λίγο αυτό, που θα ξεκίναγε ο Δημητρός της. Είχε εμπιστοσύνη στον κύρη της, αλλά καμιά φορά η ζωή σκαρώνει τέτοια παιχνίδια, που ο νους του ανθρώπου ούτε καν μπορεί να φανταστεί. Και εκείνη έζησε στο πετσί της για τα καλά, τι θα πει ήρθαν τα πάνω κάτω.
Και τώρα τα πράγματα, αν χαλούσαν, θα πονούσαν περισσότερο, γιατί μια στρωτή και άνετη ζωή, που κανείς την έχει συνηθίσει δεν συγκρίνεται με το όποιο στραβοπάτημα στην αρχή της ζήσης του. Η ζωή είναι για τους νέους και τους τολμηρούς λένε. Εκείνοι τόσο νέοι δεν ήταν πια και είχαν και ένα παιδί, που έμαθε στα όμορφα και δεν είχαν το δικαίωμα να του γκρεμίσουν ξαφνικά, όσα με κόπους και θυσίες έχτισαν γύρω του, για την ασφάλεια και την βολή του.
Και ενώ με τέτοιες σκέψεις γέμιζε το μυαλό και τις άδειες ώρες της, άκουσε το κλειδί στην κλειδωνιά και πετάχτηκε, λες και ήταν ρεύμα ηλεκτρικό αυτό, που διαπέρασε το κορμί της, και όχι ο ήχος ενός συνηθισμένου τριξίματος.
Ο Δημητρός την πήρε στα χέρια του και την στροβίλιζε σαν τη θημωνιά, που ο αέρας ανεβοκατεβάζει στα σοκάκια, όπου φυσάει, και αφού την απίθωσε τρυφερά σα να ήταν κούκλα πορσελάνινη σε ράφι βιτρίνας, της είπε με κάθε λεπτομέρεια , όσα αντάλλαξαν οι δυο άντρες πριν, από λίγη ώρα.
Ανακουφισμένη η Ελένη που ο Αποστολίδης δεν παρεξηγήθηκε με την κίνηση αυτή του Δημητρού και συμμεριζόμενη τον ενθουσιασμό του άντρα της, έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει εκείνο το γλυκό, που τόσο αρέσει στο Δημητρό και στον αγαπημένο της Εμμανουήλ, τους άντρες της ζωής της, γαλακτομπούρεκο με φρέσκο βούτυρο και άχνη από πάνω, πασπαλισμένο.
Πριν ξημερώσει καλά καλά ο Θεός τη μέρα και οι άντρες αφήσουν τις ζεστές αγκαλιές, για να ξεκινήσουν το κυνήγι, για τον επιούσιο, ο Δημητρός έπινε ήδη μόνος του τον πρώτο καφέ της ημέρας.
Σηκώθηκε αξημέρωτα, ύπνος δεν του κολλούσε, είχε τόσα πολλά να κάνει και η μέρα έμοιαζε πολύ μικρή, για να χωρέσει τα σχέδιά του. Πατώντας στις μύτες των ποδιών του, για να μην ξυπνήσει την καλή του, κατέβηκε στην κουζίνα και ετοίμασε τον γλυκύ βραστό του καφέ. Όλη τη νύχτα ο νους του ύφαινε με κάθε λεπτομέρεια, όσα έπρεπε να γίνουν από εδώ και πέρα και φυσικά πόσο θα στοίχιζαν.
Έπρεπε να σκέφτεται δυο και τρεις φορές την κάθε του κίνηση και να ξοδεύει την κάθε λίρα των κόπων τους με σύνεση και φειδώ.
Αρχικά έπρεπε να βρεθεί ένας χώρος μικρός, για να στεγάσει τα πρώτα του επιχειρηματικά βήματα, να αγοραστούν καζάνια, μηχανές διαλογής, συμπιεστές, ιμάντες, όλα όσα τέλος πάντων απαιτούνταν για την παρασκευή σαπουνιών.
Έπρεπε να έρθει σε επαφή με ελαιοπαραγωγούς και εμπόρους, που θα του προμήθευαν τις πρώτες ύλες και το πιο βασικό, αγορά που θα απορροφούνταν το τελικό προϊόν και φυσικά εργάτες, για τον χειρισμό των μηχανημάτων. Τα υπόλοιπα σιγά σιγά, ένα βήμα τη φορά θα πήγαινε, για να μη βαλτώνει ούτε και να πισωγυρίζει.
Τα λεφτά του, με έναν πρόχειρο υπολογισμό, επουδενί δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν αυτό του το άνοιγμα. Σίγουρα θα χρειαζόταν και ένα δάνειο, μόνο που τώρα δεν θα τον δάνειζε ο Αποστολίδης, από κάπου αλλού έπρεπε να βρει τα χρήματα.
Είχε ακούσει πως υπήρχαν σαράφηδες, που όχι μόνο χαλούσαν λίρες και αγόραζαν ό,τι πολυτιμότερο είχε κανείς σε αξία αριθμητική, αλλά έδιναν ποσά με ενέχυρο ακίνητα, όπως κτήματα, μαγαζιά ή και σπίτια.
Εκείνος όμως δεν ήταν μόνος του, για ένα τόσο πολύ σοβαρό θέμα έπρεπε να μιλήσει με τη γυναίκα του. Αυτό ήταν, που όλη τη νύχτα βασάνιζε τη σκέψη του και δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι.
Πώς μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο το μόνο περιουσιακό τους στοιχείο, που με αίμα κατάφεραν να αποκτήσουν και να νοιώσουν για πρώτη φορά ότι επιτέλους πατούσαν γερά στα πόδια τους!
Αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και το έχαναν, πώς θα μπορούσε να αντικρίσει την Ελένη του και τον Εμμανουήλ του ξανά στα μάτια, χωρίς να ντρέπεται και να πονά! Πώς θα τα έχαναν όλα και θα έπρεπε για ακόμη μια φορά να αρχίσουν από την αρχή! Φευ!
Και φυσικά και η καθημερινότητά τους θα έπρεπε να μπει σε νέα βάση. Ό,τι μπορούσε να περικοπεί, θα περικόπτονταν. Μόνο από τον μικρό τους Εμμανουήλ δεν θα ζητούσε, να κάνει καμιά θυσία. Αυτός και η γυναίκα του ήξεραν και από πολλά και από λίγα. Στα περισσότερα όμως και πάλι έπρεπε εκείνος να άλλαζε, γιατί και η Ελένη του άξιζε χαρές και όχι πίκρες.
Σα να άκουσε η Ελένη στον ύπνο της να την καλεί το ταίρι της, τέτοιο ήταν το δέσιμό τους, σα μεταφυσικό ένα πράγμα, άνοιξε τα μάτια της και βλέποντας ότι δεν ήταν στο πλάι της ο Δημητρός της, ο νους της πήγε αμέσως στο κακό. Πετάχτηκε πανικόβλητη, μια και ακόμη η μέρα δεν άρχισε το σεργιάνι της στην άκρη του ουρανού και άρχισε να τον καλεί με το όνομά του.
Τον βρήκε σκυμμένο στα χαρτιά και τα μολύβια του, μέσα στη ζεστή τους κουζινούλα. Νούμερα, ημερομηνίες, ονόματα, ένα κουβάρι, για τα θολωμένα ακόμη από τον ύπνο μάτια της.
<< Γιατί μάτια μου τόσο νωρίς σηκώθηκες, ποια η βιάση και πίνεις και έναν καφέ ξέπλυμα σωστό;>>, τους άγγιξε τα αραιωμένα του μαλλιά ψιθυρίζοντάς του στο αυτί.
<<Χόρτασα τον ύπνο μου γυναίκα, δεν είμαι βρέφος να με θρέφει και να με ανασταίνει αυτός και η ανάπαυλα η μεγάλη. Και έπειτα, ξέχασες, πως τώρα πρέπει να δουλεύω διπλά και τρίδιπλα;>>, χαμογελώντας της τής μίλησε εκείνος.
<<Ναι, μα πρέπει και να ξαποσταίνεις. Το αδύναμο πουλί, το πιάνει η γάτα με τη μια, και γύρισε να ετοιμάσει τον γλυκύ βραστό του, με ένα πρωινό αντάξιο με αυτό, που έπαιρναν στην Κρήτη, γεμάτο από αρώματα και χρώματα πολλά.
Ο Εμμανουήλ, που μόλις είχε κλείσει τα δεκατρία, κατάλαβε αμέσως πως οι γονείς του είχαν τελευταία έγνοιες και τρεχάματα, θέλησε να τα μοιραστεί μαζί τους και αν μπορούσε και να τους σταθεί. Ένα βράδυ που ο πατέρας του γύρισε νωρίτερα από ό,τι συνήθως και εκείνος δεν είχε αποσυρθεί στο δωμάτιό του, για να κοιμηθεί, ζήτησε από τους γονείς του να του εξηγήσουν, τι είναι εκείνο που τους κρατούσε τελευταία τόσο απασχολημένους και συχνά ξάγρυπνους.
Νοιώθοντας ο Δημητρός, ότι ο γιος του είχε πάρει από το δικό του πείσμα, και πως θα ήταν καλό σαν οικογένεια να μην τον άφηναν έξω από τα σχέδιά τους, του είπε με όσο πιο απλά λόγια μπορούσε για το νέο του εγχείρημα. Ο Εμμανουήλ, που θαύμαζε τα πάντα στον πατέρα του, έπεσε στην αγκαλιά του και έδωσε την υπόσχεση πως και εκείνος θα έκανε ό,τι μπορούσε, για να τα καταφέρει η οικογένειά του σε αυτό που μόλις ξεκίνησαν, και δεν έμεινε στα λόγια.
Κάθε μέρα, μετά το σχολείο, και αφού τελείωνε τα μαθήματά του, έτρεχε στο εργαστήριο, που έστηνε ο πατέρας του, και πότε κουβαλούσε σανίδες, πότε καθάριζε ό,τι ήταν για πέταμα, και πότε βοηθούσε στο στήσιμο των μηχανών.
Το πόνεσε και το αγάπησε πραγματικά ο Εμμανουήλ αυτό το εργαστήριο, λες και ήταν το αδελφάκι, που οι γονείς του δεν μπόρεσαν να του χαρίσουν, όσο και αν εκείνος τους το ζήταγε με κάθε ευκαιρία.
Όσο για τις Κυριακές, αντί τσελίκι και αμάδες στις αλάνες, ο Εμμανουήλ πέρναγε τις ώρες του, εκτός από την ιερή ώρα του φαγητού, που γύριζαν όλοι στο σπίτι, στο εργαστήριο με τον πατέρα και την μητέρα του.
Ο εργάτης δουλεύει με τα χέρια, το αφεντικό με την καρδιά, του έλεγε συχνά ο πατέρας του, και εκείνος έκανε τα πάντα, να του μοιάσει και να σταθεί αντάξιός του.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και ο Εμμανουήλ ζήτησε από τους γονείς του, να κάνουν μια κουβέντα, σα μεγάλοι που ήταν και οι τρεις τους. <<Μεγάλωσα πια πατέρα, δεν χρειάζομαι τίποτα φέτος, είναι τόσα αυτά που έχω, που σκέφτομαι κάποια να τα δώσουμε στις κυρίες, που θα περάσουν για τον έρανο. Κάποια άλλα παιδιά, σίγουρα θα χαρούν πολύ, αν τα πάρουν>>.
Δεν στάθηκε όμως μόνο σε αυτή τη μεγαλόσχημη δήλωσή του ο Εμμανουήλ. Βγάζοντας από την τσέπη του παντελονιού του το μαντήλι, που η μητέρα του, όπως και σε άλλα, είχε κεντήσει το όνομά του, αμέσως μετά τη γέννησή του, το ξεδίπλωσε και άφησε το περιεχόμενό του να κυλήσει και να λάμψει ο χώρος γύρω τους.
Ήταν χρήματα και μάλιστα αρκετά, το χαρτζιλίκι πολλών μηνών.
<< Πάρτα πατέρα, μου περίσσεψαν και δεν τα χρειάζομαι, το μαγαζάκι μας τα έχει περισσότερη ανάγκη >>, του είπε εκείνος και με συγκίνηση τα έσπρωχνε στη μεριά των γονιών του.
Τον ουρανό με τα άστρα να είχαν χαρίσει εκείνο το βράδυ στην Ελένη και τον Δημητρό, καμιά αίσθηση δεν θα τους είχε κάνει. Ο πλούτος όλου του κόσμου για αυτούς ήταν η ψυχή του παιδιού τους. Και ήταν η δεύτερη φορά που ο Δημητρός με μια κίνηση του χεριού του καθάρισε τα μάτια του. Την πρώτη φορά που το έκανε, και ήταν πάλι με αφορμή τον γιο του, ήταν στο ταβερνάκι, πριν χρόνια με τον Αποστολίδη. Όσο ανέπνεε, για τον γιο του τα μάτια του θα ήταν πάντα υγρά και λαμπερά.
Πέρασαν έξι χρόνια μέχρι ο Δημητρός να δει το όνειρό του να παίρνει σάρκα και οστά και να αρχίσει να ξεπληρώνει τον σαράφη, από τον οποίο πήρε λίρες και γρόσια πολλά, προκειμένου να μη χάσει το σπίτι του.
Χρήματα κυριολεκτικά βγαλμένα με αίμα ήταν εκείνα, που κάθε πρώτη του μηνός επέστρεφε μαζί με τους υπέρογκους τόκους φυσικά, γιατί μάτωνε στην κυριολεξία ο Δημητρός και μαζί του η Ελένη και ο Εμμανουήλ.
Σκιζόταν η ψυχή τους, όταν μετρούσαν και ξαναμετρούσαν τα χρήματα και εκείνα δεν έφταναν να πληρωθούν οι εργάτες για τη σκληρή δουλειά τους, και ο Δημητρός ήξερε πολύ καλά, τι σήμαινε μεροκάματο στο σπίτι, ή δεν έφταναν στην ώρα τους οι πρώτες ύλες ή κάποιο εξάρτημα μηχανής και η δουλειά πήγαινε πίσω, ενώ τα έξοδα όλο μπροστά.
Και το μαγαζάκι τους, όπως το αποκαλούσε ο Εμμανουήλ, μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, δυνάμωνε σα δεντράκι που πήρε φροντίδα, ήλιο και νερό, και τώρα κάτω από τους κλώνους του, έπαιζαν παιδιά χαρούμενα και στέκονταν οι μεγάλοι, να ξαποστάσουν από τον κάματο της μέρας.
Την ίδια απέραντη χαρά και ανακούφιση ένοιωσαν και εκείνοι, όταν έφτασε επιτέλους η στιγμή που άρχισαν οι κόποι τους να αποδίδουν τους πρώτους καρπούς, τα πρώτα τους κέρδη.
Τελειώνοντας ο Εμμανουήλ το 1914 το Γυμνάσιο, ήταν αναμενόμενο να ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με το δεύτερο δημιούργημα και καμάρι των γονιών του, την πρώτη θέση στην καρδιά και τη ζωή τους την είχε αυτός, το εργαστήριο παραγωγής αρωματικών σαπουνιών.
Όταν ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης ο Εμμανουήλ, οι συνθήκες δεν ήταν και οι καταλληλότερες, όχι μόνο στον εμπορικό τομέα, αλλά σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία. Στην Ευρώπη είχε ξεσπάσει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος και η οθωμανική αυτοκρατορία, που φαινομενικά κρατούσε ουδετερότητα, γρήγορα τάχθηκε στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και έγινε ο πλέον στενός σύμμαχος και συνεργάτης των Γερμανών.
Οι εμπορικές δραστηριότητες είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα. Ο Εμμανουήλ όμως, χάρη στην ορθή διαχείριση και διορατικότητα του πατέρα του, ο οποίος στιγμή δεν έλειψε από κοντά του, όχι μόνο κατάφερε να κρατήσει την επιχείρησή τους ζωντανή, αλλά με το κρητικό πείσμα, που τον διέκρινε, πάλεψε τα επόμενα χρόνια ώστε, αυτό που του εμπιστεύτηκε ο πατέρας του, να το μεγαλώσει ακόμη περισσότερο. Η επιχείρησή τους έγινε μια από τις πιο ακμάζουσες του Αϊβαλίου.
Συνεχίζεται…
Εύα Χορόζη