1997 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΠΑΤΜΟΣ
Την εβδομάδα της γιορτής της Μεγαλόχαρης, στην καρδιά του Αυγούστου, του ζεστού και άνυδρου, με τα μελτέμια και το φεγγάρι το ολόγιομο, η Αμαλία και ο Οδυσσέας σκάρωσαν την πρώτη κοινή τους απόδραση, όχι πάνω από τρεις μέρες όμως, στο ιερό νησί ή αλλιώς την Ιερουσαλήμ του Αιγαίου, την Πάτμο.
Στην καρδιά της τουριστικής περιόδου η Αμαλία δίσταζε πολύ για αυτή της την παρασπονδία, ως ιδιοκτήτρια καταστήματος τουριστικών ειδών και ενθυμημάτων, αλλά η γλυκιά επιμονή και κυρίως η άκρως ευρηματική και μεθυστική επιχειρηματολογία του Οδυσσέα κατάφεραν να κάμψουν και τις τελευταίες της αντιστάσεις.
Το δωμάτιο τους, σε ένα υπέροχο συγκρότημα, στον οικισμό του Κάμπου, τους υποδέχτηκε δροσερά και φιλόξενα, ενώ το χρώμα της άμμου στους τοίχους του και το θαλασσί πανί στα ξύλινα παράθυρα του, τους έδωσαν από την αρχή μια γεύση μικρή για τους προορισμούς, που ακόμη δεν επισκέφτηκαν.
Αξημέρωτα ξεκινούσαν την περιπλάνησή τους και κατέληγαν στο κρεβάτι τους τις πιο σκοτεινές ώρες της νύχτας, κατάκοποι μα και τόσο γεμάτοι με εικόνες, μυρωδιές και μυστήριο.
Πλήθος όρμοι, ορμίσκοι και ακρωτήρια συνέθεταν την ακτογραμμή του νησιού και η Αμαλία είχε βάλει σκοπό να την περπατήσει σπιθαμή προς σπιθαμή, όσο αυτό ήταν εφικτό.
Η Χώρα, πρωτεύουσα του νησιού με τα ασβεστωμένα σπίτια, τις αρχοντικές αυλές, τα σοκάκια και τις στοές, χτισμένα από τα χρόνια τα μεσαιωνικά, ήταν η πρώτη σειρήνα του νησιού και το ζευγάρι δεν μπόρεσε να της αντισταθεί. Ο πέτρινος παλιός δρόμος, που την έδενε με τη Σκάλα, το επίνειο του νησιού, ξεδιπλώθηκε με ορμή φέρνοντας μπροστά τους δάση με ευκαλύπτους και πεύκα και παραλίες και βράχια με περίεργα σχήματα, γαλαζοπράσινα, ρηχά νερά και μικρά βότσαλα ασπρόμαυρα ή σε άλλα σημεία χρωματιστά, άτακτα σπαρμένα στην ψιλή, χρυσή άμμο.
Η ηφαιστειογενής περιοχή Ζουλούφι, στα βορειοανατολικά του νησιού, με την τέφρα να εναλλάσσεται με τη λάβα, που κύλησε και πάγωσε από τη θάλασσα, συνέθετε ένα άκρως εντυπωσιακό τοπίο, που η Αμαλία δε χόρταινε να αποθανατίζει με τη φωτογραφική της μηχανή και να γελά σα μικρό παιδί μπροστά σε βιτρίνα παιχνιδιών.
Ο βοτσαλωτός Γερανός με τα αλμυρίκια και το μικρό νησάκι με μια εκκλησιά απέναντι, δημιουργούσαν το πιο ειδυλλιακό σκηνικό, και ο Οδυσσέας, συνεπαρμένος και αυτός από το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα του Αιγαίου σε εκείνη τη γωνιά, ένοιωσε την αδήριτη ανάγκη να ξεδιπλώσει εκεί δυνατά, άφοβα και με χάρη και χρώματα κλεμμένα από αυτά του ουρανού, τον έρωτά του για την αγαπημένη του, να πει, όσα μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να της εκφράσει.
Στο Βράχο Καλλικατσού, έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι το μαύρο πουλί, που φώλιαζε εκεί, όταν άκουσε η Αμαλία με δάκρυα να γεμίζουν τις κόχες των ματιών της, πως η πέτρα εκείνη ήταν η κατάρα μιας μάνας, λύγισε. Ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Οδυσσέα και του είπε το μεγάλο ΝΑΙ της ζωής της. Μέσα στην ασφάλεια της αγκαλιάς του μπόρεσε να ακούσει τη συνέχεια του μύθου και να την αντέξει. Δελεασμένη, λεγόταν στα πολύ παλιά χρόνια, από την πανέμορφη θάλασσα του κόλπου και ενώ μόλις είχε κοινωνήσει μια κοπέλα, θέλησε να βουτήξει στα νερά της. Η μητέρα της της το απαγόρευσε, αυτή όμως επέμενε προκαλώντας το θυμό της μάνας, που εξαγριωμένη της φώναξε: << Αν πας, πέτρα να γίνεις>>. Και έτσι έγινε.
Σε μια προσπάθεια ο Οδυσσέας να ηρεμήσει την αγαπημένη του από την αλγεινή κατάπληξη, που της προκάλεσε η τραγική ιστορία, έδωσε μια περισσότερο λογικοφανή ερμηνεία, αναγάγοντας τη λαϊκή δοξασία για την τοποθεσία στην αναφορά υπαίθριου ιερού στο χώρο, αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη.
Τελευταίος σταθμός του μικρού τους ταξιδιού ήταν το ιερό σπήλαιο της Αποκάλυψης. Μέσα σε αυτό ο μαθητής του Χριστού, Ιωάννης ο Θεολόγος, συνέγραψε το Ευαγγέλιο και την Αποκάλυψή του με λόγο βαθύ, προφητικό, ως εξόριστος εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Δομητιανού, για την κήρυξη του λόγου του Θεού στην Έφεσο.
Λίγο από τον μυστικισμό και την κατάνυξη του ιερού εκείνου χώρου, του καστρομονάστηρου, θέλησαν να αισθανθούν και να πάρουν, ακριβοί θησαυροί στα μύχια της ψυχής τους φυλαγμένοι, πριν φύγουν από το νησί η Αμαλία και ο Οδυσσέας και το κατάφεραν. Ανάλαφροι και πιο κοντά ο ένας στον άλλον, όσο ποτέ, βγήκαν από το ιερό σπήλαιο και έδωσαν την υπόσχεση οι δυο τους πως το μέρος εκείνο θα αποτελούσε το αγαπημένο τους προσκύνημα στα χρόνια, που θα ακολουθούσαν.
Σε ένα παραδοσιακό ταβερνάκι, μέσα στον οικισμό του Κάμπου, την ώρα που η νύχτα πλησίαζε ανάβοντας τα πρώτα της άστρα, τη στράτα της εκείνα για να φέγγουν, γεύονταν οι δυο ευτυχισμένοι νέοι τις τυρόπιτες σε σχήμα τάρτας, τη φάβα, έδεσμα ξακουστό του νησιού με ταραμοσαλάτα σπιτική και τα ζυμωτά πουγκάκια με μέλι και άχνη και γελούσαν και χαίρονταν τις στιγμές τους, τις πολύτιμες. Ένα περιπολικό ήρθε και στάθηκε λίγο παράμερα και ένας αστυνομικός πλησίασε τον Οδυσσέα και έσκυψε στο αυτί του και κάτι του ψέλλισε.
Το πρόσωπο του Οδυσσέα σοβάρεψε μετά την απομάκρυνση του αστυνομικού και το βλέμμα του πιο σκοτεινό και από αυτό της νύχτας, που απλώθηκε, ήρθε και ακούμπησε στα μάτια, τα ζεστά , της Αμαλίας. Δεν διέφυγε της προσοχής εκείνης αυτή η απότομη αλλαγή στη διάθεση του Οδυσσέα και αμέσως ζήτησε να μάθει τι διημείφθη ανάμεσα σε εκείνον και τον αστυφύλακα.
<<Έγινε ένα ατύχημα καλή μου και ήρθαν να μας ενημερώσουν, ώστε αύριο πρωί να είμαστε πίσω στο νησί>>, θεώρησε ο Οδυσσέας πως ήταν καλύτερα να μη μάθει ακόμα η Αμαλία όλη την αλήθεια.
<<Ατύχημα, ποιανού και εμάς τι μπορεί να μας αφορά>>, ανυποψίαστη εκείνη του απάντησε και συνέχισε το φαγητό της.
<<Σε αυτό το ατύχημα είχε εμπλοκή και ο πατέρας σου, αλλά όλα θα πάνε καλά>>, πρόλαβε εκείνος να σώσει την κατάσταση και κερδίζοντας λίγο χρόνο ακόμα, ώστε να προετοιμαστεί για τη στιγμή της αποκάλυψης.
<<Τι ατύχημα, πες μου Οδυσσέα, είναι καλά ο πατέρας μου>>, άφησε κάτω τα μαχαιροπήρουνα η Αμαλία και κάρφωσε το βλέμμα της επίμονα και ανησυχητικά στα μάτια του άντρα, που αγαπούσε μετά τον πατέρα της.
<<Ησύχασε καλή μου, σου είπα όλα θα πάνε καλά, απλά, επειδή δεν γνώριζαν πότε θα επιστρέφαμε και επειδή ο πατέρας σου δεν έχει άλλον δικό του άνθρωπο, εκτός από εσένα, θεώρησαν πρέπον να μας ενημερώσουν άμεσα.
Αυτό άλλωστε υπαγορεύει και το πρωτόκολλο σε τέτοιες περιπτώσεις>>, μιλούσε ο Οδυσσέας και ντρεπόταν μέσα του για τα ψεύδη ή έστω τη μισή αλήθεια, που έλεγε στην αγαπημένη του.
Επέστρεψαν αμέσως στο δωμάτιό τους χωρίς να ανταλλάξουν στη διαδρομή ούτε μια λέξη. Ο καθένας τους ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Η Αμαλία συλλογιζόταν πόσο σοβαρή μπορεί να ήταν η κατάσταση του πατέρα της, αφού δεν είχε καταφέρει να πείσει τον Οδυσσέα, να τηλεφωνήσουν έστω στο νοσοκομείο της Σύμης. Προφασίστηκε εκείνος χίλιες δυο δικαιολογίες, λέγοντάς της πως με το τηλεφώνημά τους θα περιέπλεκαν τα πράγματα περισσότερο. Ενώ ο ίδιος ο Οδυσσέας μέσα του σκεφτόταν όλη την ώρα πότε και πώς ακριβώς θα της έλεγε ότι μόλις είχε χάσει και τον πατέρα της. Και το κυριότερο, τι μπορεί να είχε συμβεί και τα πράγματα πήγαν τόσο στραβά!
Το καράβι άφησε με ένα σφύριγμα μπάσο και βραχνό το λιμάνι της Πάτμου με κατεύθυνση αυτό της Ρόδου. Σε μερικές ώρες, λίγο πριν το μεσημέρι, οι δυο τους βάδιζαν στο δρόμο για το νοσοκομείο.
<<Περίμενε καλή μου, δε χρειάζεται να τρέχουμε έτσι, ο πατέρας σου εκεί είναι και μας περιμένει. Μάλλον με πείραξε το πρωινό αεράκι της θάλασσας και θα ήθελα δυο λεπτά να ξαποστάσουμε, ίσως και ένας καφές ζεστός να με βοηθούσε, σε παρακαλώ>>, της κράτησε τα χέρια ο Οδυσσέας και κοιτώντας τη ίσια, στη λύπη των ματιών της μέσα, την τράβηξε και κάθισαν στο πρώτο καφενεδάκι του δρόμου.
Έδωσε την παραγγελία στο συμπαθητικό γεροντάκι, που εμφανίστηκε, και αφού καθάρισε τη φωνή του, αποφάσισε επιτέλους να της πει την αλήθεια.
<<Υπάρχει Αμαλία μου κάτι, που χθες το βράδυ, ενώ το ήθελα πάρα πολύ, δεν κατάφερα να σου το πω. Θέλω να παραμείνεις ψύχραιμη και σου υπόσχομαι πως, ό,τι και να μου ζητήσεις, εγώ θα το κάνω. Δυστυχώς κορίτσι μου ο πατέρας σου δεν τα κατάφερε, έφυγε από τη ζωή.
Όση ώρα εσύ ήσουν στο μπάνιο, χθες τη νύχτα, όταν επιστρέψαμε, βγήκα για λίγο και επικοινώνησα με την Αστυνομική Διεύθυνση της Ρόδου και πληροφορήθηκα την άσχημη εξέλιξη. Δεν θέλησα να σου πω κάτι, άλλωστε μέσα στη νύχτα ούτε να κάνουμε κάτι ούτε να φύγουμε μπορούσαμε. Δεν είχε νόημα να περάσεις ένα βράδυ βυθισμένη στην πίκρα και τον πόνο. Λυπάμαι πολύ, για την απώλεια, καρδιά μου>>, της τα αποκάλυψε όλα τελικά και ήρθε κοντά της, στον κόρφο του εκείνη να κλάψει, λίγη παρηγοριά και απαντοχή να βρει, να κρατηθεί.
Οι σκηνές, που εξελίχθηκαν στο νεκροτομείο του νοσοκομείου ήταν σκηνές επώδυνες, σκηνές τραγικές, σκηνές θανατερές τόσο για την Αμαλία όσο και για τον Οδυσσέα, αφού στο χλωμό πρόσωπο του Αλέξη έβλεπε εκείνος έναν άνθρωπο αξιόλογο και πολύ αγαπητό, που του άνοιξε με όλη του την ψυχή το σπιτικό του και την αγκαλιά του και τον θεώρησε από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας του παιδί του και αυτό του το έδειχνε με κάθε ευκαιρία. Μόνο η μοίρα δε θέλησε να δώσει στους δυο τους την ευκαιρία να δέσουν και να δυναμώσουν τη σχέση, που ξεκίνησαν, και τους απομάκρυνε με τον πιο επαίσχυντο και άδικο τρόπο.
Στο νοσοκομείο βρισκόταν και ο αστυνόμος Στέφανος Βεργής, συντετριμμένος και χολωμένος για τον απροσδόκητο χαμό του φίλου και συναδέλφου του Αλέξη Κοντοπάνου. Εξέφρασε, αγκαλιάζοντάς ζεστά την Αμαλία, τα ειλικρινή και θερμά του συλλυπητήρια, με την υπόσχεση ότι θα έκανε το παν για να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο υπαίτιος και δράστης του θανάτου του αστυνόμου πατέρα της.
Για την μέχρι τώρα προσφορά του στο Σώμα και την κοινωνία και για την ακεραιότητα και το άμεμπτο του χαρακτήρα του, ο αστυνόμος Αλέξης Κοντοπάνος, θα κηδεύονταν την επομένη με όλες τις πρέπουσες τιμές και δημοσία δαπάνη.
Ούτε που καταλάβαινε η Αμαλία τις κινήσεις, που γίνονταν από εκεί και πέρα. Ήταν σα να είχε βγει από το σώμα της και από κάπου ψηλά έβλεπε κάποιοι να τρέχουν και να πράττουν για κάποιον άντρα, που κείτονταν μέσα σε ένα κουτί ξύλινο, και που της φαινόταν ότι έμοιαζε στο δικό της πατέρα. Μα ο πατέρας ο δικός της ήταν στην υπηρεσία του! Δούλευε πάνω σε μια πολύ σημαντική υπόθεση, όπως της είχε πει και τον έβλεπε ελάχιστα τον τελευταίο καιρό.
Όχι δεν ήταν ο πατέρας της αυτός, εκεί μέσα ξαπλωμένος! Κάποιο λάθος είχε γίνει. Ο πατέρας κάποιου άλλου κοριτσιού ήταν αυτός απέναντί της. Ο δικός της θα άνοιγε σε λίγο την πόρτα και θα έμπαινε ευθυτενής και χαμογελαστός, αν και κουρασμένος πολύ από τη δουλειά και η παρεξήγηση θα λύνονταν. Μόνο σαν αχό, που ερχόταν από πολύ μακριά, άκουγε κάποιους να της λένε <κουράγιο κόρη μου>, <υπομονή>, <θεός σχωρέστον> και ήθελε να ουρλιάξει και να τους πετάξει όλους έξω, για την προσβολή και τη βλασφημία τους, να της εύχονται έτσι για έναν άνθρωπο, που ήταν ακόμα ζωντανός!
Χρειάστηκε ο Οδυσσέας να επιστρατεύσει όλα τα αποθέματα υπομονής, ηρεμίας, στοργής και επιμονής, που διέθετε για να καταφέρει να στυλώσει την Αμαλία και πάλι μετά από αρκετό καιρό στα πόδια της. Πήρε μια μεγάλη άδεια από την υπηρεσία του και μέχρι και τα σαραντάμερα του Αλέξη Κοντοπάνου ήταν δίπλα στην αγαπημένη του.
Ο ένας προέκταση του άλλου είχε γίνει. Μέρα και νύχτα, οι καρδιές και οι σκέψεις τους στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο μήκος κύματος περπατούσαν. Πριν σκεφτεί, πριν επιθυμήσει, πριν ζητήσει κάτι η Αμαλία, εκείνος ήταν εκεί πάντα για εκείνη, μόνο για εκείνη.
Μια εβδομάδα αργότερα, μετά το θάνατο του Αλέξη, επισκέφτηκε την Αμαλία ένας άλλος συνάδελφος του πατέρα της, ο Λευτέρης Σηφάκης, κουβαλώντας ένα χάρτινο κουτί με ό,τι είχε απομείνει από τον πατέρα της, τη ματωμένη του στολή, το χρυσό του σταυρό, τη βέρα του, το ρολόι χειρός, που σταμάτησε τη στιγμή, που εκείνος έπεσε αιμόφυρτος στο αλμυρό νερό και τη φωτογραφία με την οικογένειά του σε στιγμές χαράς και ανεμελιάς, στο μέρος της καρδιάς του, φυλαγμένη.
Τον ήξερε πολύ καλά η Αμαλία τον Λευτέρη Σηφάκη. Ήταν νέος σε ηλικία και εντάχθηκε πρόσφατα στο δυναμικό της αστυνομίας της Ρόδου. Από τη λεβεντογέννα Κρήτη η καταγωγή του. Το έλεγε και φούσκωνε από περηφάνια και σε κάθε ευκαιρία αποδείκνυε πως οι Κρητικοί είναι άντρες με μπέσα και φιλότιμο, από τους λίγους. Ψηλός, ντελικανής, σκουρόχρωμος, με μάτια, κατάμαυρες ελιές, που πετούσαν σπίθες με γλυκύτητα μαζί και με ένα μουστάκι, που θύμιζε ήρωα ελληνικής επανάστασης, σε κάδρο, σαν αυτά που στόλιζαν τις σχολικές αίθουσες ανά την Ελλάδα.
Περισσότερο από την περηφάνια και την κρητική, λεβέντικη κορμοστασιά του, ο καθαρός του λόγος, η αγάπη για το καθήκον και η ρωμαίικη ψυχή ήταν εκείνα, που θαύμαζε και εκτιμούσε ο Αλέξης Κοντοπάνος σε εκείνον τον νεαρό άντρα, γι’ αυτό και τον είχε πάρει κατά κάποιον τρόπο υπό την προστασία του, στο τμήμα, και έγινε ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους, που εμπιστεύονταν.
Θυμόταν από μικρή ακόμη, που ήταν η Αμαλία, τις κουβέντες που έκανε με τον πατέρα της, για το πόσο μπορούσε να ξεγελαστεί κανείς στη ζωή του από τους ανθρώπους γύρω του, και της κρατούσε μέσα της εκείνες τις κουβέντες σαν φυλαχτό πολύτιμο και ιερό:
<Και οι διάβολοι με τους αγγέλους μοιάζουν, παιδί μου, και τέτοιους στο διάβα σου, δυστυχώς θα συναντήσεις πολλούς. Να σε πειράξουν δεν θα μπορέσουν, αν εσύ έχεις τα μάτια της ψυχής σου πάντα ανοιχτά. Άκουγε την καρδιά σου, αλλά και το μυαλό σου μην το υποτιμάς, και να ξέρεις η πρώτη εντύπωση είναι και η σωστή, καμιά φορά όμως και όχι και αυτό είναι το δυσκολότερο στη ζωή >.
Χάρηκε πολύ η Αμαλία με αυτή την επίσκεψη, γιατί μέσα από τον πατέρα της συμπαθούσε και εκείνη τον Λευτέρη και τον εκτιμούσε πολύ, αλλά και η πολύ μικρή διαφορά ηλικίας, που είχαν οι δυο τους, κατά κάποιο τρόπο τους είχε φέρει από καιρό πιο κοντά και τους έκανε να αισθάνονται και να αποκρυπτογραφούν με επιτυχία αισθήματα και σκέψεις ο ένας του αλλουνού.
<<Τη μέρα εκείνη, στην κηδεία του εννοώ, δεν μπόρεσα να σου εκφράσω πόσο πολύ πόνεσα και εγώ με το χαμό του. Το ξέρεις πως για μένα ήταν κάτι παραπάνω από συνάδελφος και μέντορας μου. Ήταν ο άνθρωπος, που εμπιστευόμουνα, που μπορούσα να μοιραστώ μαζί του το οτιδήποτε, χωρίς να με κρίνει. Μοιραζόμουν μαζί του αυτά, που θα έλεγα στον πατέρα ή και στο μεγάλο μου αδερφό, αν τους είχα εδώ, κοντά μου.
Αισθάνομαι πολύ τυχερός, που οι δρόμοι μας συναντήθηκαν έστω και για ένα τόσο σύντομο διάστημα. Αν ζούσε, οι δυο μας θα κάναμε πολλά και σημαντικά πράγματα. Ήταν παθιασμένος με τη δουλειά του, ατρόμητος και ακέραιος σα χαρακτήρας.
Ξέρεις και στον κόσμο το δικό μας, δίπλα στα στάχια τα μεστωμένα, τα χρυσά, υπάρχουν και οι παραφυάδες, τα λογής λογής ζιζάνια και αυτά, όσο και να τα ξεριζώνεις, τον κακό τους το σπόρο πάντα βρίσκουν τον τρόπο και τον ρίχνουν.
Εκείνος ήταν ο χρυσός καρπός, το διάφανο γυαλί και…….>>, κόμπιασε εδώ ο Λευτέρης και η Αμαλία έκρινε πως ο κόμπος ήταν από τον πόνο μέσα του, που σκαρφάλωσε και έφτασε στο λαιμό του επάνω και τον έφραξε και σηκώθηκε να του προσφέρει ένα ποτήρι νερό ακόμη. Εκείνος με ένα νεύμα του χεριού του, την κάθισε πάλι και συνέχισε
<<Ο Θεός ας με συγχωρέσει Αμαλία μου, αλλά πιστεύω πως κάποιος από μέσα <έδωσε> τον πατέρα σου και χάθηκε τόσο απροσδόκητα και άτιμα>>, τον έβγαλε από μέσα του ο Λευτέρης το λόγο τον βαρύ, που έκαιγε τα σπλάχνα του μέρες τώρα και κατέβασε το κεφάλι από ντροπή, που τέτοιο πράγμα άνανδρο και ανέντιμο συνέβη στο Σώμα, που υπηρετούσε.
Τα έχασε προς στιγμή η Αμαλία. Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει αν άκουσε καλά αυτά, που ο Λευτέρης μόλις είχε ξεστομίσει, πριν από λίγο και τον κοίταζε ασάλευτη, με το βλέμμα της καρφωμένο στα μάτια τα δικά του, μέσα, να φτάνει εκείνο βαθιά ως τα μύχια της ψυχής του, θαρρείς και προσπαθούσε να αντλήσει από εκεί κουράγιο, να αποδεχτεί ό,τι η γλώσσα εξέφρασε και κείνη δεν κατάφερε να ακούσει.
Ήπιε δυο γουλιές νερό, με δυσκολία ένοιωσε να κατεβαίνουν εκείνες, λες και ήταν ξυράφια, καλά ακονισμένα, που έκοβαν τις σάρκες της μέσα και την πονούσαν, ώσπου κατάφερε να ανοίξει τα χείλη της, τα σφραγισμένα, και η φωνή, που βγήκε από μέσα τους με κρώξιμο, με σφύριγμα φιδιού, με επιθανάτιο ρόγχο έμοιαζε και έκανε το Λευτέρη να ανατριχιάσει.
<<Τι μου λες τώρα Λευτέρη, στο σπίτι μου μέσα έρχεσαι και πάνω από το μικρό αυτό τάφο, που μου έφερες με ό,τι έχει απομείνει από εκείνον, που και εσύ για πατέρα σου είχες πιότερο παρά για συνάδελφο, ότι τον σκοτώσατε εσείς οι ίδιοι, οι προστάτες μας, οι υπερασπιστές και φύλακές μας! Τι ξέρεις, που εγώ αγνοώ, Λευτέρη, γιατί τώρα εγώ βάζω το Θεό στην κουβέντα μας, αν υπάρχει και η παραμικρή υποψία πως τον πατέρα μου τον βγάλατε το συνάφι σας από τη μέση, σου ορκίζομαι ότι θα το πληρώσετε πολύ ακριβά>>, με την καρδιά να πάλλεται σα κτίριο την ώρα, που το χτυπά ο εγκέλαδος, και τη φωνή να βγαίνει ασθμαίνοντας και με σπασίματα, και ανάσα καυτή, ξεθύμανε η Αμαλία και σωριάστηκε άψυχη θαρρείς, στραγγισμένη από ζωή μέσα της, στο κάθισμά της και άφησε τη βροχή των μάτια της να ξεπλύνει και να μαλακώσει την αγριάδα του προσώπου της.
<<Ησύχασε Αμαλία, ησύχασε. Γι’ αυτό άφησα μερικές μέρες να περάσουν και ζήτησα εγώ να αναλάβω αυτό, το, ομολογώ, πολύ δύσκολο έργο, εγώ να σου παραδώσω ένα κομμάτι του νεκρού πατέρα σου, εδώ σήμερα. Να σου μιλήσω ήθελα, χωρίς να κινήσω καμιά υποψία. Τα πράγματα, το είδες και εσύ έχουν φτάσει σε σημείο επικίνδυνο, τραγικό, θανατερό. Κανείς δεν πρέπει να μάθει για την κουβέντα μας αυτή και εγώ σου υπόσχομαι ότι θα σου πω και θα κάνω ό,τι χρειαστεί, για να μπορέσεις να πιάσεις το νήμα από την αρχή, να το ξετυλίξεις και να φτάσεις στο τέρμα του. Όμως σε ικετεύω, μη μιλήσεις σε κανένα, θα κινδυνεύσω και εγώ και εσύ>>, της είπε εκείνος και κρύβοντας τα χέρια της τα παγωμένα και υγρά μέσα στα δικά του, θέλησε να ζεστάνει το αίμα μέσα της, που είχε παγώσει και σταμάτησε στις φλέβες της να κυλά. Ένας μικρός, ένας δεύτερος θάνατος, ήταν αυτός που ετελέσθη μόλις πριν λίγο, για την Αμαλία.
Έφυγε ο Λευτέρης, όταν είδε πως η Αμαλία ήταν καλύτερα, με την υπόσχεση πως θα ξαναρχόταν να της έλεγε, όσα γνώριζε για την υπόθεση του θανάτου του πατέρα της, μα τώρα έπρεπε εκείνη να ησυχάσει και να θυμηθεί ενδεχομένως οτιδήποτε, άθελά του, της είχε αποκαλύψει ο πατέρας της, για να μπορέσουν να ενώσουν τα κομμάτια του δύσκολου παζλ και να φτάσουν στο τέρμα, στη λύση του μυστηρίου, που κάλυπτε το θάνατο του Αλέξη Κοντοπάνου.
Έμεινε μόνη η Αμαλία και τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν σαν τα τύμπανα στις εθνικές παρελάσεις και δεν ήξερε τι να σκεφτεί και τι να πιστέψει.
<<Θα κάνω ό,τι χρειαστεί, για να σε βοηθήσω να βρεθεί αυτός, που ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα σου>>, να δεις, σκεφτόταν και προσπαθούσε να θυμηθεί, και κάποιος άλλος της είχε πει αυτή την κουβέντα, αλλά ποιος, πού! Ήταν τόσο ζαλισμένη, τόσο ανήμπορη εκείνη τη στιγμή, που ακόμη και το ίδιο της το σώμα δεν ανταποκρίνονταν στις εντολές του μυαλού της. Με δυσκολία σηκώθηκε και κατάπιε μια ασπιρίνη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, να κρατήσει, όσο μπορούσε μέσα της το σκοτάδι, να βυθιστεί, να χαθεί, να μη θυμάται τίποτα, να μην πονά.
Αργά το απόγευμα, που επέστρεψε ο Οδυσσέας, τη βρήκε ακόμα ξαπλωμένη στην κάμαρά της, βυθισμένη στα όνειρά της τα σκοτεινά και με το πρόσωπο θαρρείς σκαμμένο και πληγωμένο από τις τραχιές έγνοιες και τα βάσανα.
Ακούμπησε το χέρι του απαλά στον ώμο της επάνω και, αφού εκείνη άνοιξε τα μάτια και συνήρθε από τη χαύνωση του ύπνου του βαθιού, του ζήτησε σιμά της να καθίσει, γιατί ήθελε κάτι να του πει.
Τον εμπιστευόταν τυφλά τον Οδυσσέα, ήταν το μόνο αποκούμπι, η μόνη παρηγοριά της. Χωρίς αυτόν ένοιωθε μισή, χαμένη και σακατεμένη, ανήμπορη να διαχειριστεί και να σηκώσει το βάρος, όσων τελευταία είχαν γίνει. Ήταν ο κόσμος, ο μικρόκοσμός της. Εκείνος έδωσε τόσα πολλά σε αυτή τη σχέση και εκείνη το λιγότερο, που είχε να κάνει, ήταν να μην τον κρατήσει μακριά, από όσα έμαθε, πριν από λίγο, και ας της είχε τονίσει ο Λευτέρης πως κανείς δεν έπρεπε να μάθει το παραμικρό για την κουβέντα τους, το μεσημέρι εκείνο.
Όλα του τα είπε, όσα ο Λευτέρης της αποκάλυψε καθώς και ότι θα συναντηθούν και πάλι, όταν εκείνη αισθανθεί καλύτερα, για να μπουν στις λεπτομέρειες, που ο καθένας τους γνώριζε.
Πέτρωσε ο Οδυσσέας στο άκουσμα, όσων ανέφερε η Αμαλία. Σκοτείνιασε το πρόσωπό του, τα χείλη του μια άσπρη γραμμή και τα μάτια του πιο μαύρα από της νύχτας.
<<Τι είναι αυτά, που λες κορίτσι μου, είναι πολύ σοβαρές καταγγελίες, πρέπει να διερευνηθούν και σε αυτό θα βοηθήσω εγώ. Αν υπάρχει έστω και η παραμικρή περίπτωση να είναι μπλεγμένοι άνθρωποι πάσης υποψίας, εγώ θα γίνω ο κυνηγός και δήμιος τους. Και αυτό, που λέω είναι όρκος βαρύς σε εμένα, σε εσένα και στη μνήμη, την ιερή, του πατέρα σου>>, την έκλεισε στην αγκαλιά του σφιχτά εκείνος και μοιράστηκαν για άλλη μια φορά τον πόνο και την απόγνωση, όπως έκαναν τόσες και τόσες φορές, από τη στιγμή της πρώτης τους γνωριμίας.
Στην επόμενη συνάντηση, που είχαν η Αμαλία με τον Λευτέρη ήταν και ο Οδυσσέας παρών.
<<Συγγνώμη Λευτέρη, αλλά έπρεπε να μιλήσω στον Οδυσσέα. Είναι ο μόνος δικός μου άνθρωπος, θα γίνει άντρας μου, αγαπούσε πολύ και εκείνος τον πατέρα μου, όπως και ο πατέρας μου εκείνον, όσο πρόλαβαν να γνωριστούν, και από τη θέση του, ως αντιεισαγγελέας, ίσως μπορέσει να μας βοηθήσει, στην έρευνά μας>>, μίλησε η Αμαλία στο Λευτέρη με το που μπήκε εκείνος στο σπίτι της μέσα.
Τι να έλεγε ο άνθρωπος τη στιγμή εκείνη, ήταν άλλωστε πολύ αργά. Η Αμαλία τον είχε προλάβει, μπορεί και να έκανε καλά, άντρας της ήταν, την καταλάβαινε.
Ο Οδυσσέας καλωσόρισε τον Λευτέρη με μια ζεστή και ειλικρινή χειραψία και, αφού τον ευχαρίστησε και εκείνος για τη συμπαράσταση και τη βοήθεια, που τους προσέφερε , κάθισαν οι τρεις τους γύρω από το μεγάλο τραπέζι, να ανοίξουν τις ψυχές τους, μα περισσότερο σα μέλη χαρτοπαιχτικής λέσχης, να ανοίξει ο καθένας τα χαρτιά του, οτιδήποτε γνώριζε, άκουσε ή είδε σχετικά με την τελευταία υπόθεση, που χειρίζονταν ο Αλέξης Κοντοπάνος.
Πρώτη μίλησε η Αμαλία:
<< Είχα καταλάβει ότι τον απασχολούσε κάτι πραγματικά σοβαρό, δεν είχα ξαναδεί τον πατέρα μου τόσο απορροφημένο και χολωμένο άλλη φορά με υπόθεσή του. Μερικές φορές, που του έκανα κουβέντα, γιατί δεν έπρεπε να κουράζεται τόσο πολύ, μου έλεγε πως δεν μπορεί να ολιγωρήσει και πως σύντομα όλα θα τελειώσουν και μάλιστα μετά σκόπευε να αποσυρθεί, να ζήσει μια ζωή ήρεμη με βόλτες στην ακροθαλασσιά και ψάρεμα. Δυστυχώς, δεν γνωρίζω κάτι άλλο>>, έσπασε η φωνή της και σηκώνοντας το δεξί της χέρι σκούπισε την υγρασία από τα μάτια της, για πολλοστή φορά, τις τελευταίες μέρες.
Άκουγε τον Λευτέρη να μιλά στη συνέχεια, αλλά δεν πρόσεχε και πολύ τα λόγια του.
Το μυαλό της είχε ξαφνικά καρφωθεί σε κάτι, που πριν δυο μέρες έγινε, το θυμήθηκε τούτη εδώ τη στιγμή σαν μια λάμψη, που έσκισε τα θολωμένα πέπλα του μυαλού της, αλλά για κάποιον λόγο δίσταζε να το μοιραστεί με τους άλλους.
Είχε βγάλει ένα ένα τα προσωπικά πράγματα του πατέρα της από το χάρτινο κουτί και τα τακτοποιούσε, όταν έψαξε και τις τσέπες από τη ματωμένη του στολή, για να την πλύνει και να την κρατήσει καθαρή, όπως και η ψυχή εκείνου ήταν, στη ντουλάπα μέσα, δίπλα στο νυφικό της μητέρας της, που τόσο νέα και άδικα και εκείνη εχάθη.
Ένα τόσο δα μικρό βιβλιαράκι με σκληρό, μαύρο εξώφυλλο, βρήκε η Αμαλία στην εσωτερική, την πιο κρυφή τσέπη του σακακιού, λίγο πιο κάτω από εκεί, που η σφαίρα έκοψε το νήμα της ζωής του πατέρα της, του Αλέξη.
Το αναγνώρισε αμέσως, ήταν το σημειωματάριο, στο οποίο ο αστυνόμος Αλέξης Κοντοπάνος, κρατούσε πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις υποθέσεις, πάνω στις οποίες δούλευε. Το κράτησε στο στήθος της επάνω για μια στιγμή, λες και εκείνο τη μορφή του πατέρα της θα ανακαλούσε, μπροστά της να έρθει, το θανατερό μυστικό να της αποκαλύψει.
Και μετά με χέρια τρεμάμενα σα να κρατούσε τα Άγια των Αγίων, πήρε να το ξεφυλλίζει, γυρίζοντας απαλά την κάθε του σελίδα, μη και το πληγώσει και το πονέσει, όπως πονούσε εκείνη τώρα.
Η τελευταία σελίδα έχασκε αδειανή, εκτός από μια καρικατούρα άτσαλα χαραγμένη στο απόλυτο λευκό του χρώματός της, μερικά γράμματα, δυσκολανάγνωστα και μπερδεμένα, ήταν επάνω της καρφιτσωμένα.
ΑΡΚ/Θ-Σ-Τ, αυτό ήταν όλο και όλο το τελευταίο αποτύπωμα του πατέρα της εκεί μέσα.
Η συνάντηση των τριών τους έλαβε τέλος, εκείνο το ζεστό, αυγουστιάτικο απόγευμα, χωρίς να έχουν κάνει ούτε ένα βήμα μπροστά. Ο λιγότερο ομιλητικός ήταν ο Οδυσσέας. Έδειχνε να ακούει με ευλάβεια τα όσα οι άλλοι δύο ανέφεραν, αλλά ο λογισμός του ήταν κολλημένος αλλού, στη συνάντηση, που είχε, πριν μέρες, μέσα σε ένα καϊκι, στη Ρόδο, με τον Άρη Κοντοπάνο.
Του είχε επιστήσει τότε την προσοχή, δίνοντάς του τις τελευταίες οδηγίες, για τη λαθραία συναλλαγή, να είναι πολύ προσεκτικός, γιατί από πληροφορίες, που είχε, κάποιοι στην αστυνομία σκάλιζαν παλιές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας και ερευνούσαν το περιβάλλον αρκετών εμπλεκόμενων και υπόπτων. Και φυσικά εκτός από προσεκτικοί έπρεπε να είναι και προετοιμασμένοι, αν χρειαζόταν, να χρησιμοποιήσουν το όπλο, που τους άφησε.
Πώς είχε βρεθεί ο μέλλοντας πεθερός του, ο Αλέξης Κοντοπάνος, στα ίχνη τους και εκείνος, που ζούσε ουσιαστκά μαζί του, δεν το είχε καταλάβει και καθόταν τώρα και θρηνούσε με την κόρη του για εκείνο, μόνο ένα σατανικό μυαλό θα μπορούσε να οδηγηήσει τα πράγματα εκεί, και του Κοντοπάνου σίγουρα τέτοιο δεν ήταν!
Ήταν η σειρά η δική της τώρα να επικοινωνήσει με τον Λευτέρη, κάτι μέσα της της έλεγε να τον εμπιστευτεί.
Βρέθηκαν οι δυο τους στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού της Ρόδου, στην καταπράσινη κοιλάδα των πεταλούδων, μακριά από αστυνομίες και δικαστικά μέγαρα, σαν από ένστικτο, αφού στον Οδυσσέα αυτή τη φορά δεν είχε πει ακόμη τίποτα, για την τελευταία ανακάλυψή της.
Το αγαπούσε πολύ αυτό το μέρος, αφού, όταν ήταν μικρή την έφερναν οι γονείς της πολύ συχνά, την πιο γόνιμη κυρίως περίοδο, από τον Ιούνιο μέχρι και τα τέλη Σεπτέμβρη, να βλέπει και να χαίρεται το πολύχρωμο πεταλουδοσύννεφο, που σκέπαζε κυριολεκτικά την όμορφη κοιλάδα.
Το τοπίο ήταν και εκείνη τη μέρα, αρχές Σεπτέμβρη, πράγματι μαγευτικό! Λιμνούλες με νούφαρα, σκιερά μονοπάτια, ξύλινα γεφυράκια, κελαριστά ρυάκια, αλλά και μικροί καταρράκτες, συνέθεταν ένα παραμύθι μουσικό. Αμέτρητα δέντρα, πλατάνια, σχίνα, κουμαριές, μυρτιές, αγριελιές, αλλά και θυμάρι, πικροδάφνες και κισσοί, ξεκούραζαν με το πράσινό τους, σε όλες τις αποχρώσεις, το κουρασμένο μάτι του οδοιπόρου και περιπατητή και πρόσφεραν απλόχερα τη δροσιά, την υγρασία και την τροφή στις αξιολάτρευτες και πλουμιστές ροδίτικες νύφες, τις πεταλούδες.
Για μια στιγμή ξεχάστηκε η Αμαλία, σαγηνευμένη από την τόση ομορφιά και έγινε ξανά παιδούλα, που έτρεχε και χόρευε γύρω από τη λίμνη κυνηγώντας τα πολύχρωμα φτερά των πεταλούδων, που πετούσαν χαρούμενες πάνω από τη γαλαζοπράσινη επιφάνεια.
Της έδωσε γλυκά ο Λευτέρης το χέρι του, να την καλωσορίσει και η ζεστή επαφή έφτασε έως βαθιά στα απόκρυφα της ψυχή της και τη ζέστανε και τη χαλάρωσε και την έκανε και να χαμογελάσει.
<<Σκαλίζοντας τις τσέπες από το ματωμένο σακάκι του πατέρα μου, βρήκα το προσωπικό του σημειωματάριο, αυτό που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του, πολύτιμο αρωγό και συμπαραστάτη.
Ξεφυλλίζοντάς το και φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, διάβασα κάτι που σε εμένα δεν έλεγε τίποτα, αλλά εσύ μπορεί κάτι να μπορέσεις να καταλάβεις. ΑΡΚ/Θ-Σ-Τ, σου λένε κάτι τα γράμματα αυτά;>>, μπήκε κατευθείαν εκείνη στο θέμα και του έτεινε τη διάπλατα ανοιχτή σελίδα, που είχε επάνω της τα στοιχεία εκείνα.
Από την έκφραση του προσώπου του Λευτέρη, έσμιξε τα φρύδια του εκείνος και κοίταζε με έκπληξη, μάλλον δυσφορία έντονη, τη γραμμένη σελίδα, κατάλαβε εκείνη πως κάτι του έλεγαν τα γράμματα και ευχόταν μέσα της να μην έκανε λάθος.
<<Πες μου Λευτέρη, τι μπορεί να σημαίνουν αυτά, γιατί σίγουρα κάτι κατάλαβες, μη μου το αρνηθείς, το διάβασα στην όψη του προσώπου σου, όταν τα είδες, πες μου σε παρακαλώ>>.
Πήρε μια ανάσα βαθιά εκείνος και της εξήγησε ότι η υπόθεση ήταν πράγματι
πολύ άσχημη και σκοτεινή, γιατί αφορούσε λαθρεμπόριο μνημείων αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς.
<<Ο πατέρας σου είχε χωθεί πολύ βαθιά σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας και αυτοί, που είναι αναμεμειγμένοι σε τέτοιου είδους δραστηριότητες, δεν αστειεύονται. Τώρα πια είμαι απολύτως βέβαιος πως τον έβγαλε από τη μέση μεγάλο κύκλωμα αρχαιοκαπήλων. Και λέω μεγάλο, γιατί μπορεί να ξεκινά από απλούς σκαφτιάδες, εργάτες, αγρότες, ψαράδες και να φτάνει ως δημόσιους λειτουργούς, όπως αστυνομικοί, δικαστές, αρχαιοφύλακες και εφοπλιστές.
<<Σίγουρα τα τελευταία γράμματα αφορούν τη λαθραία διαδρομή, τους σταθμούς από τους οποίους περνούσε το πολύτιμο φορτίο, μέχρι να φτάσει στον τελικό αποδέκτη του, τον αγοραστή. Δώσε μου να δω πάλι τα σύμβολα>>, ζήτησε ο Λευτέρης και πήρε στα χέρια του το πολύτιμο βιβλιαράκι.
<<Θ-Σ-Τ>>, ξαναδιάβασε φωναχτά τα τελευταία γράμματα και έμεινε για κάποια λεπτά σιωπηλός.
<<Σίγουρα το τελευταίο γράμμα σημαίνει, τον τελευταίο σταθμό, που είναι η Τουρκία. Ξέρω πως η απέναντι χώρα βρίθει από τέτοιου είδους κυκλώματα>>, ξαναβρήκε τη φωνή του ο Λευτέρης με την Αμαλία να παίρνει τη σκυτάλη, σα να επρόκειτο για το άθλημα της σκυταλοδρομίας, και με τη σιγουριά δικαστή, που είχε μπροστά του ατράνταχτες αποδείξεις έδωσε την ετυμηγορία:
<< Αφού ο πατέρας μου βρέθηκε νεκρός στον κόλπο του Πανορμίτη, σημαίνει πως κάπου εκεί στα βράχια και τις βραχονησίδες θα γινόταν η μεταφορά και η ανταλλαγή, άρα το Σ είναι το νησί μας, η Σύμη, ο ενδιάμεσος σταθμός. Από πού όμως ξεκίνησαν, αυτό το υποδηλώνει το Θ>>, μιλούσε και τα μάτια της έκαιγαν σαν από πυρετό.
<<Έχεις δίκιο, το Σ είναι η Σύμη, το Θ μπορεί να είναι θάλασσα, Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη ή οτιδήποτε άλλο>>, πρόσθεσε ο Λευτέρης με τη σκέψη του να ταξιδεύει παντού και πουθενά συγκεκριμένα.
<<Αρκετά καταφέραμε σήμερα. Τώρα που γνωρίζω τι είδους υπόθεση απασχολούσε τον πατέρα σου θα έχω τις αντένες των ματιών και της ψυχής σου διάπλατα ανοιχτές, μήπως και κάτι αντιληφθώ. Θα κάνω και κάποιες προσεγγίσεις με τον <καλό κόσμο>, και ίσως βρω κάτι σημαντικό. Εσύ όμως, σε παρακαλώ, μην πεις σε κανέναν τίποτα για αυτή σου τη μικρή ανακάλυψη, με το σημειωματάριο εννοώ>>, έκοψε το λόγο του ο Λευτέρης απότομα και κοίταξε τα νερά της λίμνης, που μια πεταλούδα τάραξε, καθώς τα ακούμπησε να δροσιστεί.
<<Υπάρχει κάτι άλλο, που σε απασχολεί, κάτι που θέλεις, αλλά διστάζεις να μου το πεις>>, τον πίεσε τόσο όσο η Αμαλία, δεν ήθελε με τίποτα να φέρει σε δύσκολη θέση το μόνο άνθρωπο, που έριξε μια αχτίδα φωτός στο σκοτάδι, που κάλυπτε το θάνατο του πατέρα της.
<<Ναι, θα σου έλεγα κάτι ακόμα, αλλά δε θέλω να φανώ υπερβολικός ούτε ότι κινδυνολογώ παράταιρα και άσκοπα. Τέλος πάντων θα σου το πω και εσύ αποφασίζεις από εκεί και πέρα τι θα πράξεις. Η ευθύνη πλέον θα βαραίνει εσένα. Λοιπόν, δεν θα ήθελα να μιλήσεις στον Οδυσσέα για αυτή μας τη συνάντηση ούτε φυσικά για το σημειωματάριο του πατέρα σου και τα όσα οι δυο μας μοιραστήκαμε>>.
Με ένα νεύμα του κεφαλιού της, διφορούμενο, σαν την Πυθία, όταν έδινε τους χρησμούς, έδωσε την απάντησή της η Αμαλία και σηκώθηκε να φύγει.
Ευχαρίστησε για ακόμη μια φορά το Λευτέρη, που τον είχε αρωγό και συμπαραστάτη σε αυτό της το ταξίδι, το στενάχωρο και χωρίς σαφή προορισμό, αφού δεν ήξερε, αν την έβγαζε κάπου και τι θα ήταν αυτό, και πήρε το δρόμο για το λιμάνι.
Σε όλη τη διαδρομή η Αμαλία αναλογιζόταν ξανά και ξανά, όσα συζήτησε, μόλις λίγη ώρα πριν με τον Λευτέρη, και το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Κυνηγός αρχαιοκαπήλων είχε γίνει ο πατέρας της! Αυτοί, ήξερε, πως ήταν αδίστακτοι, στυγνοί εγκληματίες, πού πήγε και έμπλεξε! Άραγε γνώριζε κάποιος άλλος για την υπόθεση, ο Βεργής ή ακόμα και ο ίδιος ο Λευτέρης μήπως, που ο πατέρας της τον εκτιμούσε και τον θεωρούσε τίμιο, εχέμυθο και ειλικρινή και περνούσε πολύ χρόνο μαζί του!
Αν αυτός δεν ήξερε τίποτα παραπάνω, ποιος μπορούσε να γνωρίζει ή μήπως της έλεγε ο Λευτέρης, επίτηδες , πως δεν ξέρει κάτι παραπάνω! Και τότε γιατί της είπε ότι πρόκειται για αρχαιοκαπηλία, μήπως να την μπερδέψει ή να την αποπροσανατολίσει! Μήπως αυτός ήταν ο άνθρωπος, που ευθυνόταν για την άσχημη τροπή, που πήρε η έρευνα του πατέρα της, μήπως αυτός τον πρόδωσε, γι’ αυτό της είπε να κρατήσει κρυφή τη συνάντησή τους από τον Οδυσσέα! Θα ήταν η επόμενη, που θα έβγαινε από τη μέση, γιατί τους πλησίαζε με αυτό το σημειωματάριο, που βρήκε!
Μα τι σκεφτόταν και δηλητηρίαζε έτσι το μυαλό και την ψυχή της. Αν μη τι άλλο ήταν σε σύγχυση, πελαγωμένη και κουρασμένη πολύ τώρα. Ένα μπάνιο ζεστό και λίγος ύπνος θα της έκανε σίγουρα καλό. Τα άλλα θα τα συζητούσε με τον εαυτό της αργότερα, σκεφτόταν, και επιτάχυνε το βήμα της, να προλάβει το καράβι, για τη Σύμη.
Ήταν και αυτή η ενόχληση στο δεξί της ώμο, από την ελιά, που πάλι άρχισε να τη φαγουρίζει και να την ενοχλεί, και που έκανε τη δυσφορία της ακόμη πιο έντονη.
Τις ημέρες που έλειπε η Αμαλία με τον Οδυσσέα στην Πάτμο ο Αλέξης ασχολούνταν με την πιο δύσκολη και σημαντική για την καριέρα του υπόθεση. Βρισκόταν στα ίχνη μιας σπείρας αρχαιοκαπήλων. Μόλις το προηγούμενο Πάσχα μια πολύ περίεργη υπόθεση απασχόλησε την αστυνομία Ρόδου.
Το γερμανικό μουσείο Καρλσρούη είχε ζητήσει από το μουσείο Ρόδου να αποστείλει αρχαία εκθέματα για να τα εντάξει σε ειδική έκθεση για την αρχαία Ελλάδα. Στους καταλόγους της έκθεσης βρέθηκαν όμως εκτός από τα νόμιμα εκθέματα του μουσείου της Ρόδου και αρκετά, που όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, προέρχονταν από αρχαιοκάπηλους. Με την εγγραφή των κομματιών αυτών στους επίσημους καταλόγους, το κύκλωμα προσπάθησε να νομιμοποιήσει τις κλεμμένες αρχαιότητες.
Όλα άρχισαν, όταν ένας ανώνυμος πληροφοριοδότης προσέφερε στην αστυνομία την πληροφορία πως σε σπίτι του γείτονά του, σε χωριό της Ρόδου, ερχόταν και στάθμευε αργά τις νύχτες ένα ακριβό αυτοκίνητο. Πάντα το ίδιο και με πινακίδες, που δεν ανήκαν στο νησί.
Μυστικοί της αστυνομίας παρακολούθησαν για μερικές μέρες το σπίτι και, όταν βεβαιώθηκαν πως η ανώνυμη πληροφορία είχε βάση, έκαναν έφοδο στο σπίτι του αγρότη, αυτό το επάγγελμα δήλωσε ο άντρας, που βρήκαν μέσα, αλλά δεν βρήκαν εκεί κάτι το επιλήψιμο. Σε ανάκριση, που ακολούθησε, έσπασε ο αγρότης και μίλησε για μια βίλα, κάπου στα νοτιοανατολικά του νησιού, λίγο έξω από το παραθαλάσσιο χωριό Γεννάδι. Εκεί του είχαν πει ότι διέμεναν αυτοί, που τον επισκέφτηκαν. Στη βίλα εκείνη, που ανήκε σε εφοπλιστική οικογένεια, ανακαλύφθηκε ένα μικρό μουσείο. Σε άλλη πολυτελή κατοικία, που διατηρούσε η ιδιοκτήτρια, στην περιοχή του Ψυχικού, στην Αθήνα, βρέθηκαν δεκάδες ακόμη ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες. Ο αδερφός της, που είχε πεθάνει, μόλις την προηγούμενη χρονιά, αποδείχτηκε πως ήταν συνέταιρος ενός από τους πιο γνωστούς αρχαιοκάπηλους παγκοσμίως, κάποιον Ρόμπιν Σάιμς.
Περισσότερο αποκαλυπτικός στις περιγραφές του από τα άτομα, που είχαν συλληφθεί, ήταν ο αγρότης, ο οποίος είχε βρει στο χωράφι του τελευταία δύο αγάλματα, για τα οποία, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, κατάλαβε πως είχαν μεγάλη αξία. Απευθύνθηκε σε τοπικό παράγοντα με την ελπίδα πως θα έχει τις διασυνδέσεις να τον βοηθήσει.
Ενδιαφέρον για τους <δίδυμους>, όπως αποκάλεσε τα αγάλματα ο πολιτικός παράγοντας, θα έδειχναν του είπε κάποιοι πλούσιοι, που διέμεναν στο νησί τους και έδωσε το όνομα της συγκεκριμένης εφοπλιστικής οικογένειας.
Στην κατάθεσή του μάλιστα είχε πει πως συνάντησε σε εκείνοι τη βίλα ανθρώπους πολύ πλούσιους και μορφωμένους, αφού μιλούσαν και ξένες γλώσσες, όπως και ότι ενδιαφέρονταν κυρίως για αρχαία νομίσματα, αφού αυτά ήταν πιο εύκολο, λόγω του μικρού τους μεγέθους να <ταξιδέψουν> στο εξωτερικό. Αποκαλούσαν δε, όπως κατέθεσε, τα νομίσματα <κουμπιά>, τους αρχαίους τάφους <υπόγεια μαγαζιά>, ενώ, τα αντικείμενα, που δεν ήταν καλής ποιότητας, τα έλεγαν <χελώνες> ή <κούτσουρα>.
Ο Αλέξης είχε διαβάσει πολλές φορές την κατάθεση του Ροδίτη αγρότη και αποφάσισε μια και ο αντιεισαγγελέας Οδυσσέας Τσιάρας θα γινόταν σύντομα γαμπρός του, να ζητήσει τη βοήθειά του. Τον επισκέφτηκε λοιπόν μια μέρα, να συζητήσει το θέμα μαζί του, μήπως εκείνος είχε από τη δικογραφία, που έγινε, να του δώσει έστω και μια μικρή επιπλέον πληροφορία.
Η πόρτα του γραφείου του, όταν τον επισκέφτηκε, ήταν μισάνοιχτη και πριν ακόμη εκείνος απλώσει το χέρι του να χτυπήσει το ξύλο της πόρτα, άκουσε τον Οδυσσέα να συνομιλεί με κάποιον στο τηλέφωνο.
<<Θα τους πεις να είναι ανήμερα της γιορτής της Παναγίας, που ο κόσμος θα είναι πολύς στο νησί, στη βραχονησίδα Σεσκλί, νότια της Σύμης. Εκεί θα αφήσουν το ψαροκάικο και με μια βάρκα θα μπουν στον κόλπο του Πανορμίτη>> .
<<Το μόνο που γνωρίζω είναι για κάποια κουμπιά και…>>, με το που για ανεξήγητο λόγο γύρισε το πρόσωπό του ο Οδυσσέας κατά την πόρτα και είδε στο άνοιγμά της τον μέλλοντα πεθερό του να στέκει, βιάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο, όσο πιο ατάραχος και αδιάφορος μπορούσε να δείχνει.
Καλημέρισε τον Αλέξη, και ενώ εκείνος δεν ζήτησε καμιά πληροφορία σχετική με το περίεργο τηλεφώνημα, που άκουσε, και αυτό ήταν το λάθος του Οδυσσέα, ο ίδιος ο Οδυσσέας έδωσε πάνω στην αμηχανία του, την πιο γελοία, άχρηστη πληροφορία της μέρας στον αστυνόμο.
<<Από το καθαριστήριο ήταν. Είναι έτοιμα τα πουκάμισά μου, αλλά τους έλειπαν και μερικά κουμπιά. Τα έραψαν μου είπαν, υπάρχει όμως μια μικρή, ανεπαίσθητη σχεδόν διαφορά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα και αν δεν μου αρέσουν, να τα πάω σε κάποια μοδίστρα, μου είπαν >>, δικαιολογήθηκε ο Οδυσσέας για όσα ενδεχομένως άκουσε ο αστυνόμος, αλλά ούτε ο ίδιος πίστευε αυτά, που άκουγε να ξεστομίζει. Δεν είχε όμως τη στιγμή εκείνη κάτι καλύτερο να πει.
Ο Αλέξης χαμογέλασε στον Οδυσσέα και μάλιστα τον μάλωσε, γιατί τα χέρια της Αμαλίας του ήταν πολύ επιδέξια στις δουλειές του νοικοκυριού και κακώς, που δεν ζήτησε τη βοήθεια της.
<< Αν έχεις λίγο χρόνο Οδυσσέα και αν φυσικά σου επιτρέπεται από τη θέση στην οποία βρίσκεσαι, θα ήθελα να συζητήσουμε για την υπόθεση με τα αρχαία στη βίλα του εφοπλιστή>>, θέλοντας να βγάλει τον Οδυσσέα, αλλά και τον εαυτό του από την αμήχανη θέση, που βρέθηκαν και οι δυο τους, άλλαξε τη συζήτηση ο Αλέξης.
<<Πραγματικά είναι μια πολύ σημαντική επιτυχία της αστυνομίας και μπράβο σας γι’ αυτό, αλλά το θέμα για εμένα έχει κλείσει, αφού όλα πια έχουν δρομολογηθεί, όπως ακριβώς έπρεπε. Εκείνη, που θα μιλήσει τώρα είναι η Δικαιοσύνη>>, με γενικότητες, αοριστίες και γιαλαντζί επιβραβεύσεις ο Οδυσσέας έδωσε το μήνυμα στον Αλέξη πως από εκείνον δεν είχε να περιμένει τίποτα σχετικά με την υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας.
Η υπόλοιπη συζήτηση κύλισε σε θέματα κοινότυπα, τετριμμένα και ακίνδυνα, όπως το άνοιγμα της τουριστικής σεζόν, το πόσο αγαπούν και οι δυο την Αμαλία και πώς θα περάσουν το καλοκαίρι τους.
Αποχαιρετίστηκαν εγκάρδια και ο καθένας τους γύρισε στη δουλειά του.
Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Οι μέρες είχαν μεγαλώσει και μελώσει πολύ, αλλά η διάθεση του Αλέξη δεν έλεγε να χαμογελάσει. Υπήρχε κάτι στο μυαλό του, που καρφιτσώθηκε για τα καλά και δεν έλεγε να ηρεμήσει. Η τελευταία συνάντηση, που είχε στο γραφείο του Οδυσσέα Τσιάρα, όσο περνούσε ο καιρός του φαινόταν όχι ατελέσφορη και απέλπιδα, αλλά κάτι σαν οσμή ενοχλητική στον αέρα τον ταλαιπωρούσε. Εκείνα τα λόγια που είχε ακούσει για καράβι στο Σεσκλί και μετά στον Πανορμίτη και μάλιστα τη μέρα της γιορτής της Μεγαλόχαρης και αυτό το τελευταίο το είχε τονίσει ο Οδυσσέας, γιατί είχε μάλλον τη δική του σημασία, μονοπωλούσαν τη σκέψη του. Και μετά για κάτι κουμπιά, που όμως δεν μπόρεσε να ακούσει περισσότερα, αφού εκείνος τον είχε δει στην πόρτα να στέκεται και διέκοψε απότομα την τηλεφωνική του συνδιάλεξη! Και πως κολλούσαν αυτά τα εντελώς διαφορετικά πράγματα! Και κάπου αλλού είχε ακούσει εκείνος για κουμπιά τελευταία, αλλά πού; Σκέψεις, σκέψεις, έπεα πτερόεντα,, όπως έλεγε και ο Όμηρος στην Ιλιάδα του!
Και ναι, μπορεί να έσπαγε το κεφάλι του μέρες τώρα, το ένστικτό του όμως του έλεγε να μη θάψει τα στοιχεία και δικαιώθηκε! Θυμήθηκε!
Ο αγρότης ήταν εκείνος, που στην κατάθεσή του είχε μιλήσει για τα αρχαία νομίσματα, που οι αρχαιοκάπηλοι και οι κάθε είδους κλεπταποδόχοι τα αποκαλούσαν κουμπιά και για άλλα συναφή συνθηματικά.
Χάρηκε που επιτέλους είδε μια ακτίνα φωτός στην υπόθεσή του, γιατί η αρχαιοκαπηλία, είναι λερναία ύδρα, που όσο κόβεις κεφάλια τόσο αυτά πολλαπλασιάζονται και ποτέ δεν πεθαίνει μια και καλή, την ίδια όμως στιγμή άλλα φίδια έζωσαν εκείνον.
Ποια σχέση μπορούσε να έχει ο αντιεισαγγελέας και μέλλοντας γαμπρός του Οδυσσέας Τσιάρας με μια τόσο ειδεχθή και εθνικά ολέθρια υπόθεση!
Αδύνατον, λάθος ρότα είχε πάρει το μυαλό του και τον έβγαζε σε επικίνδυνα μονοπάτια και έπρεπε να το σταματήσει τώρα! Αλλά και πάλι ποιος ήταν ο Τσιάρας, που είχε έρθει πρόσφατα στο νησί τους! Τον ήξερε και από παλιά! Και έπειτα η εμπειρία τόσων χρόνων στο επάγγελμα του αστυνόμου και κυρίως η διαίσθησή του τον είχαν μάθει να μη λέει <αποκλείεται> για κανέναν και τίποτα.
Και δεν ήταν μόνο θέμα αρχής της υπηρεσίας του ούτε προσωπικός του εγωισμός να φτάσει το μαχαίρι στην καρδιά της υπόθεσης και ακόμη παραπέρα, ήταν στη μέση και η κόρη του, το σπλάχνο του, ό,τι είχε και δεν είχε τώρα πια.
Έπρεπε να είναι σίγουρος για το ποιον του Οδυσσέα Τσιάρα, πριν του εμπιστευτεί την Αμαλία, την κόρη του, ότι εκείνος ήταν λευκός σαν περιστέρι.
Διακριτικά άρχισε να παρατηρεί τον Οδυσσέα, όταν συναντιόντουσαν, τις αντιδράσεις του, τα λόγια, που αντάλλασσαν, τη συμπεριφορά του, γενικά τον έβαλε στο κάδρο και τον περνούσε <ακτινογραφίες>.
Ώσπου έφτασε η Παρασκευή, 15 Αυγούστου, τη μέρα, που όλη η ορθοδοξία γιόρταζε την κοίμηση της Θεοτόκου. Η Αμαλία με τον Οδυσσέα έλλειπαν σε ένα μικρό ταξιδάκι, σαν αρραβωνιασμένοι, που ήταν, στο νησί της Πάτμου.
Ο Αλέξης, που όλη τη νύχτα δεν είχε καταφέρει από την αγωνία του να κλείσει μάτι, με τις πρώτες ηλιαχτίδες να στέκονται χαδιάρικα και ζεστά στο μέτωπό του, πετάχτηκε από το στρώμα του και αφού ετοίμασε ένα δυνατό καφέ και άλλον ένα στο θερμός και μερικά σάντουιτς, μπήκε στο αυτοκίνητό του, με κατεύθυνση τον όρμο του Πανορμίτη.
Στη θέση του συνοδηγού απόθεσε μέσα σε θήκη προστατευτική ένα ζευγάρι επαγγελματικά κιάλια και ακριβώς δίπλα τους το περίστροφό του.
Η διαδρομή ήταν υπέροχη, άλλωστε πάντα άρεσε στον Αλέξη να καταφεύγει στην αγκαλιά της μητέρας φύσης, όποτε ξέκλεβε λίγο χρόνο από την απαιτητική και πολύωρη εργασία του.
Με λαχτάρα θυμόταν, αν και είχαν περάσει τόσα χρόνια και φυσικά στο διάβα τους είχαν αλλάξει τόσα πολλά πράγματα, τις διαδρομές, που έκανε με την κούρσα του πατέρα του, το καλοκαίρι, που είχε επισκεφτεί την οικογένειά του, για πρώτη φορά μετά την εισαγωγή και φοίτησή του στη σχολή χωροφυλάκων της Ρόδου. Τι όμορφες στιγμές είχε ζήσει τότε με τον αδερφό του στο διπλανό κάθισμα και τη Θάλεια πιο πίσω, να ξεκινούν αχάραγα ακόμη, με την πρώτη δροσιά, να οργώνουν χωριά, λαγκάδια και κορυφές.
Λουλούδια, παιδιά της θρακικής χλωρίδας, πουλιά και ζωάκια κρυμμένα σε φυλλωσιές και συστάδες δέντρων, τρόμαζαν από το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου και πετάγονταν ξιπασμένα από εδώ και από εκεί, ενώ ταπεινοί χωρικοί, εργάτες του μόχθου και του κάματου, σκυμμένοι στα δυο, μέσα στον κάμπο, κουνούσαν τα ψάθινα καπέλα προς την πλευρά τους, ως ένδειξη καλωσορίσματος, ευγένειας και φιλοξενίας. Πού πήγαν εκείνα τα ανέμελα χρόνια, πώς ήρθαν τα πάνω κάτω και άλλους τους τράβηξε ο θάνατος κοντά του και άλλους η ζωή τους έκανε να χάσουν το δρόμο το σωστό, το συνετό και σαν καράβι ακυβέρνητο να φέρουν τη ζήση τους πότε εδώ και πότε εκεί!
Αυτές οι νοσταλγικές σκέψεις συντρόφευαν το ταξίδι του Αλέξη, εκείνο το πρωινό, και ούτε που κατάλαβε, ώρες μετά, ότι είχε φτάσει στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου, στον όρμο του Πανορμίτη.
Κοσμοσυρροή μεγάλη, μέρα γιορτινή, που είχε ξημερώσει. Άφησε το αμάξι του σε μια συστάδα από πουρνάρια ξερά, αρκετά μακριά από το δρομάκι για τη μονή και κατευθύνθηκε να ανάψει ένα κερί και να προσκυνήσει.
Όταν ο κόσμος άρχισε να αραιώνει βρήκε εκείνος την ευκαιρία και ανέβηκε στο ψηλό καμπαναριό. Και να τον έβλεπαν οι μοναχοί, ως αστυνομικός, που ήταν, είχε τον τρόπο να εμποδίσει την απομάκρυνσή του.
Παρατηρούσε αρκετή ώρα το πέλαγος, που απλώνονταν μπροστά του, ώσπου εντόπισε με τα κιάλια του μια τόση δα κουκίδα να πλέει προς την πλευρά ενός κοιλώματος, λίγο πριν από την παραλία. Κάτι μέσα του σήμανε συναγερμό. Κατέβηκε ανυπόμονα τα σκαλοπάτια και μπήκε στο αυτοκίνητό του. Έπρεπε να προλάβει. Η διαδρομή ήταν μεγάλη, ως το κοίλωμα, που είχε εντοπίσει με τα κιάλια.
Ανέβηκε ασθμαίνοντας τα βράχια, ώστε να έχει από ψηλά οπτική επαφή με το φυσικό λιμανάκι, στο οποίο εκείνη τη στιγμή έδενε η φουσκωτή βάρκα.
Η καρδιά του χτυπούσε άτακτα, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ένοιωθε τα πόδια του να μην τον κρατούν. Οι υποψίες του για τον αντιεισαγγελέα και μέλλοντα γαμπρό του δυστυχώς είχαν βάση. Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά! Τι δε θα έδινε να μη βρισκόταν ποτέ σε αυτή τη θέση! Από τη μια η μονάκριβη κόρη του και από την άλλη το καθήκον και η πατρίδα!
Υπήρχε και τρίτος δρόμος σκεφτόταν μέσα του και αυτή η προοπτική, όσο τη σκεφτόταν, κέρδιζε έδαφος. Να γυρίσει την πλάτη και να φύγει. Ποτέ δεν είχε έρθει εκεί επάνω, ποτέ δεν είδε τίποτα και κανέναν. Θα έθαβε βαθιά μέσα του, όσα γνώριζε και θα έβρισκε έναν τρόπο να απομάκρυνε το παιδί του από εκείνον.
Όχι, μια φωνή μέσα του καθάρια, δυνατή, όχι, του φώναζε και εκείνος έπιανε το κεφάλι του να μη του φύγει. Άνθρωποι σαν εκείνον, που τώρα ήθελε ξαφνικά να γίνει, Αδιάφοροι, Αναίσθητοι, Απαίδευτοι, Απολίτιστοι, όλες οι λέξεις από Α κεφαλαίο, με νόημα και σημασία αρνητική, είχαν φέρει τη χώρα και την ανθρωπότητα ολάκερη σε αυτή την κατρακύλα.
Είναι πολλοί αυτοί, που θα μπορούσαν να σταματήσουν εκείνους τους λίγους, τους μπολιασμένους με αίμα σάπιο, τοξικό, αλλά γύρισαν την πλάτη, έκλεισαν τα μάτια στο έγκλημα ή ακόμα χειρότερα κάποιοι προσπάθησαν και να εξαγοράσουν ακόμα τη σιωπή τους.
Εκείνος δεν ήταν τέτοιος, θα βάδιζε, όπως ήξερε και έκανε χρόνια τώρα στο δρόμο της καρδιάς και της συνείδησής του.
Θα πληγωθεί η κόρη του, σκεφτόταν, όμως δυνατοί δεν είναι εκείνοι, που δε λυγίζουν, αλλά εκείνοι , που ξανασηκώνονται και εκείνος θα ήταν δίπλα της να της τραβήξει τα χέρια, και τα δυο, να στυλωθεί. Κάποτε κάποιος, που τον έβλεπε με πόσο πάθος δούλευε και κυνηγούσε το έγκλημα του είχε πει πως αν πρέπει να διαλέξει μεταξύ του σωστού ή του λάθους….να διαλέξει τι τον κάνει ευτυχισμένο. Τότε εκείνη η κουβέντα τον είχε βάλει ομολογουμένως σε σκέψη. Ποιος δε θέλει την ευτυχία τη δική του και των αγαπημένων του! Ποια ευτυχία θα είχε η κόρη του όμως στο πλάι κάποιου, που ήταν γυμνός από ψυχή και αισθήματα, χωρίς αξίες και κάποιες σταθερές στη ζωή του, για να μην πηγαίνει, όπου φυσά ο άνεμος, σκαρί σκοροφαγωμένο και χαμένο!
Ετοίμασε τη φωτογραφική του μηχανή. Έπρεπε να έχει αποδείξεις. Κάποιος από εκείνους, που έκαναν τώρα κάτω από τα πόδια του τη λαθραία συναλλαγή, όταν τους έπιαναν, θα μιλούσε και τότε το κουβάρι θα ξετυλίγονταν. Την αρχή του κουβαριού δεν τη γνώριζε, το τέρμα όμως, όπου θα έφτανε η κλωστή του, το ήξερε, ήταν ο αντιεισαγγελέας Οδυσσέας Τσιάρας.
Σα κάτοπτρο λειτούργησε η επιφάνεια του φακού της φωτογραφικής μηχανής, Η αντανάκλαση του ήλιου επάνω του έσκισε το πέπλο της μέρας και έφτασε στα αετίσια μάτια των επιτήδειων. Η εντολή, που είχαν από τον Οδυσσέα Τσιάρα ήταν σαφής:
< Δεν πρέπει να υποπτευθεί κανείς το παραμικρό, πολύ περισσότερο να εμπλακεί στη <δουλειά> σας. Καθαρίζετε τα πάντα και τους πάντες μηδέν εξαιρουμένου >.
Και εκείνοι καθάρισαν. Μια και μόνη σφαίρα, που καρφώθηκε λίγο κάτω από την καρδιά του αστυνομικού Αλέξη Κοντοπάνου, έκοψε τη σιγαλιά του μεσημεριού και τη ζωή του στη μέση. Το άψυχο σώμα του, από ύψος αρκετών μέτρων, βρέθηκε σε δευτερόλεπτα στα γαλανά νερά του κόλπου, με μια κηλίδα αίματος μεγάλη, σα φωτοστέφανο, γύρω του.
Μετά την εύστοχη και θανατηφόρα βολή, ο Άρης έκρυψε το περίστροφο κάτω από το μουσαμά με τα λαθραία και βλαστήμησε τη στιγμή, που αναγκάστηκε να το χρησιμοποιήσει. Τόσα χρόνια τώρα δεν το σήκωσε για κανέναν, δεν χρειάστηκε. Μπορεί να ήταν ό,τι ήταν, το χείριστο είδους ανθρώπου, όπως θα έλεγαν πολλοί, που τον γνώριζαν και από την καλή και από την ανάποδη, αλλά έτσι εν ψυχρώ δεν είχε πυροβολήσει κανέναν, πολύ περισσότερο δεν είχε δολοφονήσει κανέναν! Ας όψεται ο Οδυσσέας και οι εντολές του!
Ο παφλασμός των νερών, που δέχτηκαν το άψυχο σώμα του αστυνόμου Αλέξη Κοντοπάνου, έκανε όλους, όσους ήταν στο κοίλωμα των βράχων, 2 Έλληνες και 2 Τούρκους, να επείγονται να ολοκληρώσουν τη συναλλαγή, για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Αντάλλαξαν τα <προϊόντα> τους και αφού ανανέωσαν το ραντεβού τους, γιατί σίγουρα θα ξανασυναντιόντουσαν και μάλιστα ίσως και συντομότερα από ό,τι περίμεναν, έφυγαν προς διαφορετική κατεύθυνση.
Το ταξίδι της επιστροφής για τον Άρη μπορεί να ήταν με λιγότερο άγχος, αφού η αποστολή του, το εμπόριο αρχαιοτήτων, είχε στεφθεί και πάλι με επιτυχία, δεν έβρισκε όμως ησυχία και ανακούφιση καμιά. Ο κρότος από την εκπυρσοκρότηση του όπλου του και μετά ο παφλασμός των νερών της θάλλασσας, με την πτώση του πυροβολημένου άνδρα, είχαν σφηνωθεί στο νου του και ήταν σα να τους άκουγε ξανά και ξανά. Έφτασε στη γενέτειρά του, τη Ροδόπη και βολόδερνε σαν το φάντασμα σε ρεματιές, σε ξέφωτα, πιστεύοντας πως ο καθαρός αέρας και η απεραντοσύνη γύρω του θα διέλυαν τα σκοτάδια της ψυχής και του μυαλού του.
Η Θάλεια, ναι, μόνο εκείνης η αγκαλιά, θα μπορούσε να τον δροσίσει από την φλόγα, που τον τσουρούφλιζε και τον πονούσε.
Τα βήματά του τον έφεραν στο υποστατικό. Η ώρα περασμένη. Ψυχή ζώσα πουθενά. Σίγουρα οι δυο γυναίκες, η μάνα του και η Θάλεια, θα είχαν από ώρα αποσυρθεί στις κάμαρές τους. Έκανε να φύγει, μα η φωνή, σιγανή και τρεμάμενη του Γιάννου, τον σταμάτησε.
<<Έλα αγόρι μου, το σπίτι και η οικογένειά σου, σε περιμένουν. Άργησες, αλλά και πάλι, αργά δεν είναι. Μόνο εσύ μπορείς να τα αναστήσεις όλα>>, του ψιθύρισε ο καλός τους επιστάτης, στα γόνατα του οποίου μεγάλωσε ο Άρης και τον είχε καλύτερα και από πατέρα του. Και εκείνος μια ψυχή ανεμοδαρμένη ήταν, όπως και ο Άρης. Ο άνεμος του πολέμου, του μικρασιατικού, τον είχε φέρει στα μέρη τους.
<<Δεν έχω ζωή μέσα μου, δεν έχω ψυχή! Τι και πως να αναστήσω! Ένα κουφάρι γυμνό είμαι από μόνος μου και απορώ, που ακόμα υπάρχω. Μόνο το κακό γνώρισαν οι άλλοι από μένα και εγώ το σκοτάδι μέσα μου! Συγχώρα με! >>, είπε στον γέροντα και γύρισε την πλάτη, να φύγει. Πρόλαβε εκείνος όμως και είδε τη λάμψη στα μάτια του, έντονη, φωτεινή, μέσα στη βαθιά νύχτα.
Ο θεός τον συγχώρεσε, γιατί και εκείνος είχε συγχωρέσει τον εαυτό του! Μακάρι να το καταλάβαινε και ο ίδιος!, σκεφτόταν όλη τη νύχτα στο στρώμα του ο Γιάννος και έβρεχε το μαξιλάρι του, γιατί και εκείνος αγαπούσε σαν παιδί του τον Άρη και πονούσε, που ένα τέτοιο καλό παιδί είχε πάρει τόσο λάθος τη ζήση του και τη χαράμισε. Και πάλι όμως, ποιος ξέρει, τα θαύματα ούτε αρχή ούτε τέλος έχουνε!
Ο χειμώνας μπήκε για τα καλά και οι γιορτές πλησίαζαν με βήμα γοργό και χαρωπό για τους άλλους, βαρύθυμο και μετέωρο για την Αμαλία και τον Οδυσσέα. Για άλλη μια φορά, τα Χριστούγεννα, η πιο μεγάλη και πιο ιερή γιορτή της χριστιανοσύνης, η μέρα της γέννησης του Θεανθρώπου, βρήκαν το σπίτι και την καρδιά της Αμαλίας σκοτεινή, άδεια και ραγισμένη.
Μόλις πέρσι, την ίδια περίπου εποχή, είχε χάσει τη μητέρα της από την επάρατο νόσο και φέτος το έφερε η μοίρα, πριν καλά καλά κλείσει χρόνος, να χάσει και τον πατέρα της. Έναν πατέρα, που πήρε και σήκωσε όλο το βάρος της θλίψης και του πένθους μονάχος του και ας έλεγε στην Αμαλία ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι η μητέρα της, η Αγγελική, που την έβλεπε από ψηλά, άγγελος και στην ψυχή εκείνη, τα ονόματα, που δίνονται στους ανθρώπους δεν είναι πάντοτε τυχαία, θα ήθελε να τη βλέπει να χαμογελά, να προχωρά στη ζωή της και να τη ζει, να ρουφά τους χυμούς της ως την τελευταία σταγόνα.
Ενώ ο ίδιος, που μπροστά της έκανε τον ανέμελο και τον εύθυμο, τα βράδια τον άκουγε να περπατά στην κάμαρά του σαν το στοιχειό, που το ξύπνησαν ξαφνικά και βίαια και άλλοτε να πνίγει τους λυγμούς του στο πουπουλένιο του μαξιλάρι. Και κάθε πρωί προσποιούνταν και οι δυο τους πως όλα είναι καλά, πως και εκείνοι είναι καλά και πως την επομένη θα είναι καλύτερα. Αυτό ήταν το μυστικό τους, έτσι τουλάχιστον νόμιζε ο καθένας για τον εαυτό του, μόνο που τελικά δεν ήταν και τόσο μυστικό, αυτό που νόμιζαν.
Και εκεί που σκεφτόταν αυτά, πέταξε ξάφνου ο λογισμός της σε κάτι, που τόσο καιρό δεν πέρασε καθόλου από το νου της, είχε άλλωστε τη σκέψη της σε άλλα πράγματα δοσμένη εκείνη. Τη γιαγιά της και τη Θάλεια, θυμήθηκε, τα πυρηνικά της καταφύγια, όπως τα αποκαλούσε, γιατί και τώρα ζούσε μέσα της ξανά έναν πόλεμο αβυσσαλέο και τρομακτικό, που μόνο ένας κόρφος ανθρώπου αγαπημένου θα μπορούσε να της δώσει αποκούμπι, παρηγοριά και σωτηρία.
Της άρεσε η ιδέα να ξαναβρεθεί σε ένα περιβάλλον, που μόνο στοργή, ανεμελιά και ηρεμία έβρισκε, ευτυχία θα μπορούσε να πει, αν δεν φοβόταν τη μοίρα, που τόσο σκληρά της φέρθηκε, μήπως αυτή τη λέξη από τα χείλη τα δικά της ειπωμένη, τη θεωρήσει εκείνη αλαζονεία και ύβρη και έπαρση και την τιμωρήσει και με κάτι άλλο πιο μεγάλο, πιο βαθύ. Μα τι άλλο απέμεινε να της πάρουν, παρά τη ζωή της την ίδια! Την ψυχή της την κομμάτιασαν, τη θρυμμάτισαν, ένα άδειο κορμί, πόση αξία μπορεί να είχ!. Ας της το έπαιρναν και εκείνο!
Μα την ίδια στιγμή έσκυψε το κεφάλι κάτω, μετανοιωμένη για τα λόγια, που σκέφτηκε
. Η ζωή είναι αγαθό πολύτιμο, δώρο μοναδικό και ανεκτίμητο, που μας δίνεται χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Μόνο που οφείλουμε να την προστατεύουμε,να την αγαπάμε και να την φροντίζουμε, ενώ, όταν μας την ποδοπατήσουν, μας την κλέψουν, πονάμε πολύ. Πόνο δεν ένοιωθε και εκείνη για την απώλεια της ζωής των γονιών της! Με ποιο δικαίωμα ευτέλιζε έτσι την ανθρώπινη ζωή και έδειχνε πως δεν τη νοιάζει, αν πάρουν τη δική της πίσω.
Όχι, όχι, βαριά και αστόχαστα τα λόγια, που ξεστόμισε, ήταν, γρήγορα πίσω τα πήρε και έδωσε όρκο τον πιο βαρύ, τη ζωή, τη δική της, και όσων ακόμη της απέμειναν να αγαπά, θα τις προστάτευε με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο και κάθε κόστος.
Συζήτησε με τον Οδυσσέα το ενδεχόμενο ενός ταξιδιού της στα βόρεια, στο πατρικό του πατέρα της, να δει τη γιαγιά της, που η υγεία της, από ό,τι της έλεγε στο τηλέφωνο η Θάλεια, μετά τα νέα για το θάνατο του παιδιού της, του Αλέξη, είχε επιβαρυνθεί πολύ.
<<Και εγώ πιστεύω πως το ταξίδι αυτό θα σου κάνει καλό, θα καθαρίσει το μυαλό και η καρδιά σου από όσα θλιβερά έζησες τον τελευταίο καιρό. Μακάρι να μπορούσα να σε συνοδεύσω, αλλά οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις για ένα μεγάλο διάστημα με κρατάνε εδώ, και ούτε μπορώ να σου ζητήσω να περιμένεις, πότε θα είμαι εγώ σε θέση να λείψω από το γραφείο και τη δικαστική μου έδρα. Τώρα έχεις ανάγκη αυτή την αλλαγή, αυτό το ταξίδι, και θα ήταν τουλάχιστον εγωιστικό από μέρους μου, να σε κρατήσω δέσμια των δικών μου υποχρεώσεων. Πήγαινε, κορίτσι μου, τώρα, αφού το έχεις τόση ανάγκη, και το καλοκαίρι, μετά τους γάμους μας, θα πάμε μαζί, για να τους γνωρίσω και εγώ>>, της είπε εκείνος και με ένα φιλί και μια σφιχτή αγκαλιά εξάλειψε και τους τελευταίους της δισταγμούς.
Το ταξίδι το προγραμμάτισε η Αμαλία για τις αρχές του Μάρτη. Ήθελε να τακτοποιήσει με την άνεσή της πρώτα τις εκκρεμότητές της στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνη Λουδάρου , όπου ουσιαστικά έκανε την πρακτική της και να συναντηθεί μερικές φορές ακόμη με τον Λευτέρη, τον συνάδελφο του συγχωρεμένου πατέρα της, μήπως είχε κάτι νεότερο να της πει εκείνος, από την άτυπη έρευνά του για τις συνθήκες του θανάτου του πατέρα της.
Ο αστυνομικός Λευτέρης Σηφάκης ήταν και ο μόνος, που ενημέρωσε η Αμαλία για το ταξίδι της στη Θράκη και ας μην ήξερε το λόγο για τον οποίον το έκανε.
<<Στη Θράκη είπες θα πας>>, τη ρώτησε εκείνος και τα μάτια του έδειχναν πως σκεφτόταν κάτι περισσότερο από το προφανές.
<<Ναι, στη Θράκη και συγκεκριμένα λίγο έξω από την Κομοτηνή, στην κοιλάδα της Ροδόπης. Εκεί βρίσκεται το κτήμα, στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου. Τώρα ζουν σε αυτό η γιαγιά μου και ο θείος μου, και η Θάλεια>>, πρόλαβε να προσθέσει η Αμαλία, γιατί και τη Θάλεια για οικογένειά της τη λογάριαζε και ας μην έδεναν τις δυο τους οι ιεροί δεσμοί αίματος, τις έδεναν όμως οι χτύποι των καρδιών τους, η αγάπη τους ήταν κραταιά ως θάνατος, βαθιά και ανιδιοτελής σαν της μάνας για το παιδί της.
<<Θυμάσαι το γράμμα Θ στο σημειωματάριο του πατέρα σου; Αφού μου λες ότι η καταγωγή του ήταν από τη Θράκη, μήπως αυτό σήμαινε το γράμμα εκείνο; Μήπως από τη Θράκη ξεκίναγε το καραβάνι με τα λαθραία και ο πατέρας σου το είχε ανακαλύψει;>>, ρώτησε με έκδηλη την έξαψη στα μάτια και τη φωνή ο Λευτέρης, από όσα συνειρμικά είχε συνδυάσει.
Το υποστατικό το βρήκε η Αμαλία, όπως ακριβώς το άφησε, άλλωστε ούτε χρόνος δεν είχε περάσει από τότε, που αποφοίτησε και επέστρεψε στο νησί της, τη Σύμη.
Αρχές άνοιξης και η φύση ξεκούραστη και αναζωογονημένη ήταν πάνω στην ικμάδα και την πιο δημιουργική της φάση. Όλα δροσερά και στολισμένα με χρώματα, αρώματα και μυρωδιές. Ένα πανηγύρι μεθυστικό, ένα γλέντι στημένο από τη φύση και αφιερωμένο σε εκείνους, που τη νοιάζονταν και τη φρόντιζαν, όπως ακριβώς κάνουν οι άνθρωποι του λόγγου και του κάμπου. Ζώα και αγρότες βρισκόταν σε αγαστή συνεργασία για το καλό και των δυο τους, ενώ τα πετούμενα, επόπτες και απλοί θεατές, από πάνω τους, διεκδικούσαν αδιάντροπα μερίδιο του μόχθου και του κάματου των άλλων.
Ο γέρο Γιάννος, το καλό στοιχειό του σπιτιού με μια μαγκούρα στους κυρτούς του ώμους περασμένη, όργωνε με τα βαριά του και αργοκίνητα βήματα όλο το κτήμα, από τη μια άκρη ως την άλλη, μη και κάτι είχε ξεφύγει από την τάξη και τη σειρά, που εκείνος τα έβαλε.
Όπως κάθε φορά έτσι και τώρα η πρώτη μέσα στο σπίτι, που πήρε είδηση τον ερχομό της Αμαλίας ήταν η Θάλεια. Έπεσαν στην αγκαλιά η μία της άλλης, σα να είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία συνάντησή τους και τα κορμιά τους λυτρώθηκαν σαν το διψασμένο χώμα, που δέχεται το βρόχινο νερό.
Έκλαιγε η Θάλεια για το αναμμένο κάρβουνο, που είχε μέσα της και την τσουρούφλιζε, να βλέπει το παιδί της και να μη της επιτρέπεται σα μάνα του πραγματική, που ήταν, να του μιλήσει, να το κανακέψει. Ήταν και η κατάσταση της κυράς της, της Αμαλίας, που μετά το δεύτερο εγκεφαλικό είχε επιδεινωθεί περισσότερο, αφού αυτή τη φορά επλήγη το μέρος του εγκεφάλου, που έλεγχε την ομιλία της, και απέμεινε η δόλια η Θάλεια να κοιτάζει τους τοίχους του σπιτιού, μήπως και της μιλήσουν εκείνοι, κάτι της εμφανίσουν στον ασβέστη τους επάνω από τα περασμένα μεγαλεία και τις όμορφες στιγμές, παρηγοριά και αποκούμπι της άδειας της ζωής.
Έκλαιγε και η Αμαλία, που η μοίρα δυο φορές τη σημάδεψε πικρά τον τελευταίο χρόνο, χτυπώντας τη με τη φαρμακερή σαϊτα του μαύρου θανάτου, μάνα και πατέρα στερώντας της και αφήνοντάς της στα 22 της μόλις χρόνια πεντάρφανη.
Η μόνη, που δεν καταλάβαινε πια ούτε λύπη ούτε χαρά ήταν η γιαγιά Αμαλία, η βασίλισσα του παλιού αρχοντικού, στη μέση της κοιλάδας της Ροδόπης.
Καθηλωμένη στην αναπηρική της πολυθρόνα κοίταζε την εγγονή της, τη μικρή της Αμαλία, με την ίδια έκφραση με την οποία κοίταζε και τον τοίχο απέναντί της.
<<Δεν έχει σχεδόν καμιά επαφή με το περιβάλλον. Δεν μιλά, δεν κλαίει, όπως παλιά, απλά ανασαίνει. Τρώει ελάχιστα και κοιμάται ακόμη λιγότερο. Μπορεί και σπρώχνει όμως, μετά τις φυσιοθεραπείες , στις οποίες υπεβλήθει, μόνη της το καρότσι, και τις νύχτες ακούω τις ρόδες να κυλούν σαν γρανάζια αλάδωτης μηχανής και αισθάνομαι ένα είδος, το πιστεύεις Αμαλία μου, ζωής. Είναι ο μόνος ήχος στην απεραντοσύνη της μοναξιάς και της σιωπής>>.
Έπεσε η Αμαλία στα πόδια της γιαγιάς της, μα εκείνη ούτε καν τα μάτια της δεν ανοιγόκλεισε, τον ερχομό της εγγονής της να δείξει ότι ένοιωσε και χάρηκε.
<<Τι κάνει ο θείος Άρης; Έρχεται καθόλου να σας δει;>>, ήταν η πρώτη κουβέντα της Αμαλίας, όταν κάθισαν στο τραπέζι, το βράδυ, για το δείπνο. Μετά την επίσκεψη του θείου της εκείνη τη νύχτα, που μεθυσμένος της χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος και της άνοιξε σε μια στιγμή αδυναμίας την καρδιά του, η Αμαλία είδε και μια άλλη του πλευρά, που εκείνος επιμελώς την έκρυβε από όλους, του ανθρώπου του πληγωμένου και του μοναχικού και τον πόνεσε ακόμη παραπάνω.
<<Έρχεται κάποιες φορές, ίσα να δει πως είναι η μάνα του και να μας αφήσει χρήματα για τα έξοδα του σπιτιού. Τον πονάω και αυτόν και αγαπάω και τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του, ακόμα και τα πάθη του>>, είπε η Θάλεια και γύρισε το πρόσωπό της στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, η γυαλάδα των ματιών της να μη συναντήσει το βλέμμα της Αμαλίας.
<< Σε αγαπάω και εγώ Θάλεια μου και ακόμη παραπάνω για αυτή σου τη μεγαθυμία και τον τρόπο με τον οποίο στέκεσαι σε όλους μας, όλα αυτά τα χρόνια. Αν όμως συμβαίνει κάτι με το θείο Άρη, σε παρακαλώ, μη μου το αποκρύπτεις, τον νοιάζομαι, σαν πατέρα μου τώρα τον έχω και εσένα σαν…..μάνα μου. Μην υψώνετε τείχη ανάμεσά μας, γιατί σας έχω τόση ανάγκη και τους δυο>>, της είπε με σπασμένη τη φωνή από τη συγκίνηση η Αμαλία και με μια κίνησή της χώθηκε στη ζεστή αγκαλιά της Θάλειας και εκείνη τη σκέπασε καθώς η κλώσα με τα φτερά της τα κλωσόπουλα.
Η βραδιά κύλησε μιλώντας για τον Οδυσσέα, τον αρραβωνιαστικό της Αμαλίας και τα σχέδιά τους να παντρευτούν το καλοκαίρι και να έρθουν για λίγες μέρες στο κτήμα, να τον γνωρίσουν και να τον αγαπήσουν και εκείνον, όπως του πρέπει και του αξίζει.
<<Είναι ο πιο δοτικός και αισιόδοξος άνθρωπος, που έχω γνωρίσει, Θάλεια μου. Ορφανός και εκείνος σαν και εμένα, αν και μεγαλύτερός μου, τουλάχιστον δέκα χρόνια. Με κάνει και νοιώθω κοντά του σημαντική, σπουδαία, πιο σίγουρη και δυνατή από ποτέ. Αισθάνεται, πριν εγώ του μιλήσω, την κακοκεφιά, τις έγνοιες και τους λογισμούς μου, τους πιο μπερδεμένους και πιο τραχείς και κάνει ό,τι μπορεί να με αποφορτίζει. Είναι ευαίσθητος, τρυφερός, προσεγγίζει τους πάντες και τα πάντα με θετικότητα, υπομονή και αυστηρή προσήλωση. Θα σε κερδίσει με το πρώτο του χαμόγελο, όπως κέρδισε και εμένα. Τον γνώρισα σε μια περίοδο δύσκολη, ήμουν ευάλωτη και μόνη μου πολύ και εκείνος μου στάθηκε, όσο δεν κατάφερα εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Με πήρε στα χέρια του και με σήκωσε ψηλά, να δω τις αδυναμίες μου και να της προσπεράσω>>, μιλούσε η Αμαλία για τον Οδυσσέα και γελούσαν τα μάτια και ο κόσμος γύρω της.
Γελούσε και η Θάλεια ή έτσι τουλάχιστον άφηνε να φανεί, πως μπορούσε άλλωστε να μη γελά, αφού για έναν γονιό δεν υπάρχει ευτυχία μεγαλύτερη από το να βλέπει τα μάτια του παιδιού του να λάμπουν από χαρά, σαν το πυρακτωμένο σίδερο επάνω στο αμόνι. Μόνο, σιγανά, ψιθυριστά, σα να μην ήθελε τη μοναδικά μαγική στιγμή να χαλάσει, ζήτησε εκείνη από την Αμαλία να ακούει την καρδιά της, αλλά και να μην παραβλέπει και όσα ο νους της αντιλαμβάνεται.
<<Αυτά μου έλεγε και ο πατέρας μου, Θάλεια, είναι σα να έχω εκείνον απέναντί μου τώρα, να μου μιλά και να με συμβουλεύει.
Και ο διάβολος με τους αγγέλους μοιάζει, θυμάμαι την κουβέντα του και ριγώ, όμως είμαι μεγάλη πια και ξέρω τους ανθρώπους, μπορώ να τους διαβάζω και να τους μελετώ. Μη φοβάσαι Θάλεια μου, έχω πολλούς αγγέλους γύρω μου, να με προσέχουν, τον Οδυσσέα, το θείο Άρη, εσένα και αν εμφανιστεί κάποιος κίβδηλος και σκάρτος, όλοι εσείς, ασπίδα θα γίνετε, να με προστατέψετε >>, την καθησύχασε η Αμαλία και σηκώθηκε για την κάμαρά της, αυτή, που την πρώτη φορά, που ήρθε στο κτήμα, η γιαγιά της ετοίμασε και στόλισε, τα όνειρα της μονάκριβης εγγονής της μέσα εκεί να παίρνουν χρώματα, σχέδια, χάρη και ομορφιά.
Ήταν τόσο κουρασμένη η Αμαλία από το ταξίδι και τις συγκινήσεις της μέρας, που ο Μορφέας καθόλου δε δυσκολεύτηκε να χύσει στα βλέφαρά της, επάνω, το ξόρκι του, το πιο δυνατό, αυτό που νου και αισθήσεις παραλύει και ταξιδεύει τον άνθρωπο σε μέρη μακρινά και απροσπέλαστα.
Το κελάηδημα των πουλιών ήταν ο πρώτος χαιρετισμός της μέρας στην Αμαλία το επόμενο πρωί. Την καλημέρισαν τα πετεινά του ουρανού με όλη τη μελωδικότητα της φωνής τους, ενώ τα κρωξίματα των πουλερικών με τα χλιμιντρίσματα των αλόγων, σα σε άτυπο διαγωνισμό στεντόρειας φωνής, την ξύπνησαν για τα καλά από το βαθύ και ευεργετικό ύπνο, που για ώρες πολλές είχε εκείνη παραδοθεί.
Η μέρα ήταν πραγματικά υπέροχη, ηλιόλουστη, καθάρια και φωτεινή και η Αμαλία βιαζόταν να τη γευτεί, να κλέψει κάτι από τη χάρη και τα κάλλη της, βάλσαμο και φυλαχτό για τα γκρίζα της καρδιάς της.
Χτένιζε τα μακριά, στιλπνά μαλλιά της, όταν μέσα από τα νερά του καθρέφτη, που έβλεπε το είδωλό της, το βλέμμα της τράβηξαν δυο λάμψεις τόσο δα μικρές, καρφιτσωμένες πάνω στο ξύλο του κομοδίνου της, να το στολίζουν, να το φωτίζουν, να το κοσμούν.
Παραξενεύτηκε με το απρόσμενο της στιγμής και αφήνοντας τη βούρτσα τον μαλλιών της πάνω στον παλιό, αρχοντικό κομό, πλησίασε στο κρεβάτι της, από τη μεριά, που ερχόταν οι δυο λάμψεις και εκείνο, που αντίκρυσε ήταν απόκοσμο, μυστηριακό και μαγικά εξαίσιο. Δυο νομίσματα, αρχαία, χρυσά, μοναδικής ομορφιάς και αξίας την κοιτούσαν κατάματα και με υπεροψία.
Από τη λάμψη εκείνη φωτίστηκε στη στιγμή και ο νους της Αμαλίας και ξάφνου μπροστά της είδε σα σε χορό τρελό να λικνίζονται μπροστά της οι παράξενες μορφές των νομισμάτων, λιοντάρια με κεφαλές και φτερά αετού και ουρά φιδιού μαζί με τα γράμματα ΑΡΚ/Θ-Σ-Τ από το σημειωματάριο του πατέρα της.
Η βόλτα στο περιβόλι της θράκιας γης μπορούσε να περιμένει.
Οι χτύποι της καρδιάς της χτυπούσαν σε ξέφρενο ρυθμό, όταν ανέβαινε τα σκαλοπάτια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ροδόπης. Η συνάντηση με τον Αστυνομικό Διοικητή ήταν πλέον μονόδρομος.
<< Παρακαλώ, περάστε, ενημερώθηκα πως ζητήσαμε εμένα προσωπικά , να δείτε, καθίστε, λοιπόν>>, τη χαιρέτισε με ευγένεια και σοβαρότητα στο βλέμμα ο μεσήλικας άντρας, πίσω από το γυαλιστερό ξύλο ενός γραφείου και κάτω από τη σκιά της γαλανόλευκης σημαίας, που έστεκε στητή και αγέρωχή στο πλάι, στα αριστερά του.
<<Ονομάζομαι Αμαλία Κοντοπάνου, είμαι, ήμουν δηλαδή, κόρη του αστυνόμου Αλέξη Κοντοπάνου, που έχασε τη ζωή του, πριν μερικούς μήνες, κάτω στο νησί της Σύμης. Σας ευχαριστώ, που με δεχτήκατε ο ίδιος προσωπικά, βλέπετε το θέμα είναι για εμένα πολύ σοβαρό και ίσως και επικίνδυνο, πρέπει να γνωρίζω καλά ποιον έχω απέναντί μου και ο πατέρας μου μου είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για εσάς. Γνωριζόσασταν από τα γυμνασιακά σας χρόνια, μου είχε πει, και ήταν πολύ χαρούμενος, όταν έμαθε πως η ελληνική χωροφυλακή είχε στις τάξεις της έναν άνθρωπο με ήθος, συνέπεια και ειλικρίνεια, όπως εσείς>>
<<Κυρία Κοντοπάνου, δεν ξέρετε πόσο με λύπησε ο θάνατος του πατέρα σας, του αγαπητού μου Αλέξη. Περάσαμε σχεδόν όλα τα χρόνια τα μαθητικά μας μαζί. Εγώ ήμουν δυο τάξεις μικρότερες, αλλά η προσωπικότητα του πατέρα σας μας έλκυε, όπως το λαμπερό φως τις πεταλούδες.
Όλοι, μαθητές και καθηγητές μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για εκείνον, για τη δοτικότητά του, την εντιμότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, τις ευαισθησίες του, την προσήλωση στο στόχο του και την επιμονή του στη σκληρή δουλειά. Ήθελε τόσο πολύ να υπηρετήσει, να προσφέρει στην πατρίδα >>, μιλούσε ο άνδρας απέναντί της με εμφανώς αποτυπωμένη τη συγκίνηση στη φωνή του και η Αμαλία τον κοίταζε ίσια στα μάτια του, τις δυο θάλασσες στο χρώμα του σκούρου μπλε, αυτό των βαθιών και άγριων νερών, και στο κεφάλι της μέσα σφυροκοπούσαν αμέτρητα σφυριά, καθώς οι μνήμες για εκείνον ξύπνησαν και την βασάνιζαν και την πονούσαν.
Έβγαλε από την τσάντα της τους δυο μικρούς της θησαυρούς και με προσοχή, με ευλάβεια ιερή, τους ακούμπησε στην καρυδένια, επιφάνεια του τραπεζιού.
Τα μάτια του διοικητή, ανοιγόκλεισαν αρκετές φορές, πριν μιλήσει, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της στιγμής.
<<Πού τα βρήκατε αυτά κυρία Κοντοπάνου, αντιλαμβάνεστε ασφαλώς πως πρόκειται για πολύ αρχαία νομίσματα, που η παρουσία και μόνο στα χέρια σας στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα, αυτό της παράνομης κατοχής μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς.
<<Για αρχαιοκαπηλία, ήρθα και εγώ να σας μιλήσω σήμερα, κύριε διοικητά>>, τον πρόλαβε η Αμαλία, πριν εκείνος της προσάψει το οτιδήποτε.
<<Ο πατέρας μου έχασε τη ζωή του, γιατί η τελευταία του υπόθεση είχε να κάνει με λαθραία διακίνηση και εμπορία αρχαιοτήτων>>, ολοκλήρωσε τα λεγόμενά της και ακούμπησε δίπλα στις χρυσές <σφήγκες>, το σημειωματάριο του πατέρα της, ανοιχτό στη σελίδα με το κωδικοποιημένο μήνυμα.
<<Σας παρακαλώ, περιμένετέ με, σε δυο λεπτά επιστρέφω>>, την παρακάλεσε ο Διοικητής και βγήκε για λίγο από το γραφείο του.
Η Αμαλία όση ώρα έμεινε μόνη της στο γραφείο προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά και να καταλαγιάσει τη φουρτούνα, που είχε ξεσπάσει μέσα της, αφού από τη στιγμή, που είχε βάλει στις χούφτες της τα δυο εκείνα χρυσά νομίσματα, έπαψε να αισθάνεται, να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος κανονικός, που ζει τη μέρα του συνηθισμένα, απλά και αγαπημένα.
Με κινήσεις μηχανικές είχε συντάξει νωρίτερα, στην κάμαρά της μέσα, μια επιστολή με όσα γνώριζε για την υπόθεση του πατέρα της και αναλογιζόμενη πως ο δρόμος, που ανοίχτηκε μπροστά της ήταν δύσκολος και επικίνδυνος πολύ, επισκέφτηκε ένα δικηγορικό γραφείο της πόλης και κατέθεσε τον σφραγισμένο φάκελο με τα στοιχεία της και την πρόθεσή της να έρθει ο φάκελος στα χέρια του εισαγγελέα, εάν εκείνη δεν ήταν πια στη ζωή. Παραξενεύτηκε ο δικηγόρος με αυτή την ενέργεια μιας τόσο νέας κοπέλας, αλλά αφού αυτή ήταν η δουλειά του, πήρε και φύλαξε τον φάκελο, χωρίς να ζητήσει καμιά περαιτέρω εξήγηση.
Και τώρα η Αμαλία βρισκόταν πανέτοιμη στο γραφείο της αστυνομίας να ξετυλίξει χωρίς φόβο, αλλά με περισσό πάθος το κουβάρι της δολοφονίας του πατέρα της, ευελπιστώντας πως ο ίδιος ο Διοικητής της Αστυνομίας, σαν άλλη Αριάδνη, θα την έβγαζε στο φως και θα διαλεύκανε το μυστήριο, που κατά τη γνώμη της, κάλυπτε το θάνατο του γεννήτορά της.
Αυτά σκεφτόταν, όταν η πόρτα πίσω της άνοιξε και στο γραφείο εισήλθε ο Διοικητής με έναν άντρα ακόμη, να τον ακολουθεί.
<<Να σας συστήσω κυρία Κοντοπάνου τον κύριο Απόστολο Στεργιάδη, συνάδελφο και τον καθ’ ύλην αρμόδιο για την υπόθεσή σας>>, έκανε τις τυπικές συστάσεις ο Διοικητής και κάθισαν οι τρεις τους, σα μάγιστροι ξακουστοί, γύρω από το τραπέζι, να μιλήσουν, φως να ρίξουν στα γεγονότα τα θλιβερά και τα παράξενα.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη και τη φωτεινότητά του, όταν η Αμαλία κατέβαινε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κτιρίου, όπου στεγαζόταν η Αστυνομική Διεύθυνση Ροδόπης και έπαιρνε το δρόμο για το κτήμα.
Στο ταξί, στη μικρή διαδρομή, αναλογιζόταν, όσα άκουσε στη συνάντηση και δεν μπορούσε ακόμη να τα πιστέψει.
Εδώ και σχεδόν μια δεκαετία ένα κύκλωμα, καλά οργανωμένο και ισχυρό λυμαίνονταν αρχαιότητες της ευρύτερης περιοχής της Θράκης και κυρίως των αρχαίων Αβδήρων και του νησιού της Σαμοθράκης, έτσι της είχε αποκαλύψει ο αστυνομικός Στεργιάδη, Απόστολος Στεργιάδης, που έφερε στο γραφείο του ο διοικητής, πριν από λίγο.
Δεκάδες υποθέσεις παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων, ήταν κλεισμένες στα αστυνομικά συρτάρια. Αντικείμενα αμύθητης αξίας τόσο ιστορικής, πολιτιστικής, όσο και οικονομικής, είχαν κάνει φτερά από αποθήκες, στις οποίες στοιβάστηκαν, μετά την ανασκαφή και την καταγραφή τους και άλλα τόσα, που ανακαλύφτηκαν σε παράνομη και μυστική ανασκαφή, είχαν φύγει κατευθείαν, για αγορές του εξωτερικού, πριν καν αντιληφθεί κανείς την ύπαρξή τους και μόνο.
Απλοί άνθρωποι, καθημερινοί, χωρικοί, αγρότες, ψαράδες, κυνηγοί, αλλά και φύλακες, έφοροι, αρχαιολόγοι ακόμα και άτομα από το δικαστικό, λιμενικό και αστυνομικό σώμα ήταν αναμεμειγμένοι σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλείας.
Υποψίες πολλές, αλλά τα στόματα παρέμειναν ερμητικά κλειστά, αποδείξεις καμία. Τα δυο νομίσματα, που η Αμαλία είχε φέρει μπροστά τους καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά έφτασαν σε εκείνη, αποτέλεσαν μια πολύ καλή αρχή να ξανανοίξουν οι σκονισμένοι φάκελοι, και η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός.
Τώρα έπρεπε εκείνη απλά να περιμένει. Οι εξελίξεις θα ήταν καταιγιστικές. Το ντόμινο, η χιονοστιβάδα των εξελίξεων είχε ήδη αρχίσει, έτσι της είχαν πει οι δυο ένστολοι.
Εκείνη όμως δεν είχε ούτε μυαλό ούτε καρδιά να περιμένει, να αγωνιά, να ελπίζει ή και να χαίρεται, που επιτέλους από κάπου είχε αρχίσει να μπαίνει μια αχτίδα φωτός στο στενό και σκοτεινό τούνελ, που είχε σφηνώσει η ζωή της με το θάνατο του πατέρα της.
Η μέρα που ξημέρωσε, παρά το ανοιξιάτικο γλέντι του ουρανού και της γης για εκείνη ήταν μια σκοτεινή, μαρτυρική μέρα, ένας εφιάλτης και ένας θάνατος αργός, βασανιστικός και αφόρητα επώδυνος. Ποιος, πότε, γιατί είχε αφήσει τα νομίσματα εκείνα, που τις έκαιγαν, σαν κάρβουνα πυρωμένα τις χούφτες των χεριών της!
Στο σπίτι μέσα έμενε μόνο η Θάλεια και η γιαγιά της, που η κατάστασή της με τίποτα δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια ενέργεια. Αλλά και η Θάλεια, που ποτέ δεν είχε βγει από το σπίτι, παρά μόνο για τα απολύτως απαραίτητα και ούτε είχε σχέσεις με περίοικους ή άλλους από την περιοχή, ήταν αδύνατο να είχε στην κατοχή της εκείνα τα ευρήματα.
Να ανήκαν στην οικογένειά τους από παλιά, σκεφτόταν, αλλά και πάλι αν τους ανήκαν, εκείνος, που ίσως μπορούσε να το γνωρίζει αυτό και να τα έχει στην κατοχή του ήταν ο θείος της, ο Άρης, και αυτός λείπει και ούτε και γνωρίζει κανείς που βρίσκεται! Σημασία άλλωστε δεν είχε το πότε και πώς βρέθηκαν στο σπίτι της γιαγιάς της μέσα και συγκεκριμένα στο δωμάτιο το δικό της, σημασία είχε πως ήταν προϊόντα παράνομης δραστηριότητας.
Για πράγματα σαν αυτά ο δικός της ο πατέρας είχε χάσει τη ζωή του, και τώρα, όσοι της απέμειναν, αγαπημένοι και πολύτιμοι, από την οικογένειά της, φαίνονταν στα μάτια τα δικά της και όχι μόνο, μπλεγμένοι και ένοχοι. Και εκείνη τι έπρεπε να κάνει, ήταν στη μέση, ένοιωθε, μιας δίνης, που την στροβίλιζε και από στιγμή σε στιγμή θα την τράβαγε, θα τη ρουφούσε, θα την εξαφάνιζε.
Για ώρες πηγαινοερχόταν στην κάμαρά της μέσα, σα σε κλουβί κλεισμένη, θεριό ανήμερο, μέχρι να καταλήξει στην απόφασή της, να μιλήσει στην αστυνομία. Παράπαιε ο νους της και πόναγε η ψυχή της σε κάθε σκέψη, σε κάθε πρόσωπο, που έφερνε μπροστά της και ρώταγε πώς και γιατί; Να σκεφτεί ποιον, τον πατέρα της, που τόσο άδικα και πρόωρα έφυγε από τη ζωή ή αυτούς, που ήταν ακόμη στη ζωή, και η απόφαση η δική της να τα αποκαλύψει όλα, θα τους έστελνε σίγουρα στα πιο σκοτεινά, τα πιο βαθιά κελιά μιας φυλακής.
Η γιαγιά της, λόγω της μεγάλης της ηλικίας και κυρίως της ιδιαίτερα σοβαρής κατάστασης της υγείας της, θα απέφευγε τον άμετρο εξευτελισμό, δεν θα αντιλαμβανόταν τίποτα, η Θάλεια όμως και ο θείος της, τι μέλλον θα είχαν!
Ποτέ δεν είχε νοιώσει πιο βαρύ το στήθος της, πιο ξέφρενη την καρδιά της, να χτυπά, και πιο θολωμένο το μυαλό και τις σκέψεις της πιο μπερδεμένες, δεμένες σε ένα γόρδιο δεσμό!
Ήταν να το ζήσει και αυτό, για πρώτη φορά παρακαλούσε μέσα της να έχει η ζωή της από δω και πέρα ανία και μονοτονία, που τόσο παλιότερα απεχθανόταν! Οι εκπλήξεις και τα ξεβολέματα δεν της ταίριαζαν καθόλου, κύματα άγρια γίνονταν, που έρχονταν να την πνίξουν.
Με την ανησυχία διάχυτη στο πρόσωπο της, την περίμενε η Θάλεια έξω, στην αυλή, αφού το σπίτι βαρύ και στενάχωρο της φαινόταν, από την ώρα, που ανακάλυψε πως η Αμαλία είχε εξαφανιστεί και ώρες δεν είχε νέα της.
Έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά της η γυναίκα και τη μάλωνε για την αποκοτιά της να φύγει έτσι απρόσμενα και ξαφνικά, χωρίς να της έχει πει το παραμικρό.
<<Έχεις δίκιο Θάλεια μου, αλλά οπωσδήποτε έπρεπε κάπου να πάω το πρωί και είχα ξεχάσει να σου το αναφέρω τη χθεσινή βραδιά. Με συγχωρείς, μην ανησυχείς, είμαι καλά, όπως βλέπεις ούτε χάθηκα ούτε μου συνέβη κάτι κακό>>, προσπαθούσε να χαμογελάσει η Αμαλία στη Θάλεια, αλλά το χαμόγελό της το ένοιωθε καυτερό και πικρό μέσα της. Η γυναίκα εκείνη όμως δεν έφταιγε σε τίποτα, μέσα της την είχε αθωώσει παμψηφεί, και πιάνοντάς τη από το χέρι, ανέβηκαν αγκαλιασμένες την ξύλινη σκάλα και ευχόταν μέσα της αυτή η θαλπωρή, που αισθανόταν από την επαφή της μαζί της, να κρατούσε για πάντα.
Ήταν ανήσυχη εκείνη τη μέρα η γιαγιά Αμαλία, πολύ, έτσι της είπε η Θάλεια, όταν κάθισαν οι δυο τους στο τραπέζι, για το δείπνο.
<<Δεν έφαγε σχεδόν τίποτα, σήμερα, Αμαλία μου, και όλο την άκουγα, που έσερνε πάνω κάτω τις ρόδες από το καρότσι της και σαν κάτι να ήθελε, μα δεν καταλάβαινα τι. Κάλεσα το γιατρό της, γιατί φοβήθηκα, έλειπες και εσύ, αλλά είπε πως η κατάστασή της είναι σταθερή, δε βρήκε κάτι το ανησυχητικό.>>
<< Την είδα και εγώ, όταν επέστρεψα, με κοίταζε μόνο και μια δυο φορές άνοιξε το στόμα της, κάτι να πει, ή μπορεί απλά να ήταν και μια κίνηση σπασμωδική, δεν ξέρω, θα έχω το νου μου και εγώ τη νύχτα, μήπως κάτι συμβεί>>, καθησύχασε η Αμαλία τη Θάλεια.
Δεν είπε τίποτα η Αμαλία στη Θάλεια για τη μέρα της στην πόλη και τις επισκέψεις της στο δικηγόρο και στην αστυνομία. Δικαιολόγησε την αιφνίδια πρωινή αναχώρησή της από το σπίτι ως μια υπόθεσή της προσωπική, που είχε σχέση με κάποιον, που ήταν γνωστός και φίλος του αρραβωνιαστικού της.
Ούτε και η Θάλεια ζήτησε να μάθει περισσότερα. Τόσα χρόνια ζούσε στη σκιά των άλλων, ποτέ κανείς δεν της έδινε λογαριασμό για τις πράξεις του. Ποια ήταν εκείνη, που θα ζητούσε εξηγήσεις τώρα από μια Κοντοπάνου!
Καληνύχτισε η μια την άλλη και αποσύρθηκαν στις κάμαρές τους με τη σκέψη τους στη γιαγιά Αμαλία, να συντροφεύει τον ύπνο και τα όνειρά τους.
Η μέρα ήταν έντονη, αποκαλυπτική, γεμάτη εξάρσεις, εντάσεις, μνήμες και συναισθήματα. Δυσκολευόταν η Αμαλία να κοιμηθεί. Ένα ποτήρι γάλα ζεστό με λίγο μέλι, όπως της έλεγε η συγχωρεμένη η μητέρα της, θα έφερνε τον ύπνο πιο γρήγορα κοντά της. Πηγαίνοντας προς την κουζίνα φωνές σιγανές, ψίθυροι και κάτι σαν παράπονα και προσευχές έφταναν, θαρρείς, σαν από τον πάτο πηγαδιού, στα αυτιά της. Παραξενεύτηκε, κοντοστάθηκε να καθαρίσει η ακοή της, να εντοπίσει την πηγή των ακουσμάτων, να τα ακολουθήσει, να δει τι συνέβαινε.
Από την κάμαρη της Θάλειας εκείνα ερχόταν, προχώρησε, και τα άκουγε τώρα πιο ξεκάθαρα, πιο δυνατά, πιο έντονα. Στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα έξω, στην πόρτα του δωματίου εκείνης, να είναι σίγουρη μη και τη γυναίκα άδικα την ανησυχήσει και, όταν πια τα κλάματα έγιναν φωνές σπαραχτικές, άνοιξε την πόρτα απαλά και μπήκε, να δει τι είχε εκείνη πάθει.
Πάνω στο κρεβάτι, κουβαριασμένη σαν έμβρυο σε μήτρα γυναικεία, βρήκε τη Θάλεια με τα μαλλιά κολλημένα στο βρεγμένο από τα δάκρυα πρόσωπο της και γύρω της, σαν ενθυμήματα, σαν ιερές σπονδές σε τάφο χυμένες, φωτογραφίες παλιές, ασπρόμαυρες και άλλες με χρώματα ήταν απλωμένες.
Σε όλες μια μορφή, η ίδια, υπήρχε, μόνο τα τοπία γύρω και η χρονική στιγμή, που εκείνες τραβήχτηκαν, ήταν διαφορετικά. Σε όλες κεντρική φιγούρα ήταν η ίδια, η Αμαλία, η κόρη του Αλέξη και της Αγγελικής! Κέρωσε η κοπέλα στη θέα τόσο της Θάλειας, όσο και των σκορπισμένων φωτογραφιών. Με δυσκολία κατάφερε ίσα να ψελλίσει.
<< Είσαι καλά Θάλεια μου, γιατί κλαις, τι είναι όλες αυτές οι φωτογραφίες με εμένα, στο κρεβάτι σου επάνω!>>
Πετάχτηκε η Θάλεια, σαν το ψάρι έξω από το νερό, όταν άκουσε την Αμαλία, σιμά της να έρχεται και να της μιλά. Δεν είχε αντιληφθεί πότε εκείνη είχε μπει στην κάμαρή της, μέσα, και με απεγνωσμένες, σπασμωδικές κινήσεις, προσπαθούσε να μαζέψει και να κρύψει τις φωτογραφίες, που ήταν πλάι της.
<<Δεν είναι τίποτα Αμαλία μου, με πιάνει και εμένα καμιά φορά το παράπονο για τη ζωή μου την άδεια, τη χαμένη, και τώρα, που είσαι κοντά μου εσύ, όλα πήραν χρώμα και νόημα και ήρθε και η καρδιά και ξύπνησε και αντέδρασε, και ξέσπασε, και με βλέπεις έτσι, όπως με βλέπεις τώρα >>, προσπάθησε η Θάλεια να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, αλλά ούτε η ίδια πίστευε αυτά, που ξεστόμιζε, πολύ δε περισσότερο η Αμαλία.
Κάθισε η κοπέλα, μουδιασμένη και έκπληκτη από την εικόνα γύρω της και θέλησε να μάθει αυτά, που η Θάλεια, το καταλάβαινε μέσα της, άτσαλα και ανεπιτυχώς προσπαθούσε να της αποκρύψει.
<<Δεν είμαι πια το κοριτσάκι, το ανέμελο και ευτυχισμένο, που ήμουν, όταν ήρθα να σπουδάσω και σας πρωτογνώρισα. Με πόνεσαν και με πονούν ακόμα τόσα πολλά, εσύ όμως, Θάλεια, είσαι ο φύλακας άγγελός μου, με αγαπάς και θέλεις να είμαι καλά, πες μου σε παρακαλώ τι συμβαίνει και εγώ σου υπόσχομαι πως θα είμαι ψύχραιμη και θα σε ακούσω μέχρι το τέλος, χωρίς να σε διακόψω>>, πήρε τα χέρια, κομμάτια πάγου εκείνα, της Θάλειας στα δικά της χέρια μέσα η Αμαλία και περίμενε, με το βλέμμα της να τραβά την πόρτα θαρρείς της ψυχής της Θάλειας, να ανοίξει.
Και η πόρτα άνοιξε και όλα τα μυστικά, τα κρυφά και ανομολόγητα, βγήκαν πια στο φως, ύστερα από 24 ολόκληρα χρόνια.
Άκουγε, άκουγε η Αμαλία και τα αυτιά της βούιζαν, η καρδιά της φλέγονταν και τα μάτια της έκαιγαν, σαν από πυρετό υψηλό.
Τι ήταν αυτά που η Θάλεια, η κοπέλα που είχε έρθει κοριτσάκι μικρό από ένα νησί, τη γιαγιά της να κρατά συντροφιά, και που η αγάπη της είχε τυλίξει σα κλωστή χρυσή, μαγική, όλους και τους κράτησε έτσι δεμένους, χρόνια τώρα, της έλεγε εκείνη τη στιγμή!
Μάνα της η Θάλεια και πατέρας της ο Άρης, ο θείος της! Τι μέρα και νύχτα αποκαλύψεων η σημερινή, ούτε η αιματοβαμμένη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, ήταν τόσο φρικτή και ανελέητη!
Πόσα μπορούσε να αντέξει το μυαλό της και να μη διαλυθεί. Όλα, μια καλοπαιγμένη παράσταση τόσα χρόνια, σε ένα ψέμα μεγάλο και θανατερό η ζωή της ολάκερη στημένη. Γιατί , γιατί!
Έκλεισε το πρόσωπό της στις χούφτες της μέσα και έκανε αυτό ακριβώς, που ορκίστηκε να μην ξανακάνει, έκλαψε.
Ποιοι όρκοι, ποιες αξίες και ιδανικά, όλα της τα είχαν ποδοπατήσει, όλα είχαν χάσει την αξία τους, γράμματα κενά, στόματα ανοιχτά σε κουφάρια νεκρά. Προσπαθούσε η Θάλεια, που έβλεπε το σπλάχνο της να σπαρταρά και σκιζόταν η καρδιά της, τον πόνο του να πάρει και τα χέρια της ακουμπούσαν απαλά τους ώμους, τα μαλλιά της Αμαλίας, και εκείνη τινάζονταν και έφευγε από κοντά της όλο και πιο πολύ, σα να τη χτύπαγε ρεύμα ηλεκτρικό, σαν καμτσικιά από δερμάτινο μαστίγιο να έπεφτε σφυρίζοντας στη σάρκα της επάνω και την έκαιγε και έφτανε η φλόγα ως το μεδούλι της μέσα, βαθιά.
Ξημέρωσε και οι πρώτες ακτίνες μπήκαν σαν μεγάλα και μυτερά καρφιά στην κάμαρη μέσα και τρύπησαν τα κορμιά των δυο γυναικών, και ούτε στάλα αίμα έτρεξε από καμιά τους. Ασάλευτες, γυμνές από αισθήματα και ζωή στέκονταν στις δυο άκρες του κρεβατιού και ούτε που τολμούσαν να σηκώσουν τα μάτια τους έστω, ριγμένα καθώς τα είχαν και αυτά μαζί με τις φωτογραφίες στο πάτωμα.
Πρώτη σηκώθηκε η Θάλεια. <<Πάω να δω πως είναι η Αμαλία>>, είπε και διέσχισε, παραπαίοντας, την κάμαρη και έφτασε ως την πόρτα και χάθηκε στο μισοσκότεινο διάδρομο.
Επέστρεψε σε λίγα λεπτά πιο μαύρη και από το θάνατο ακόμη, γιατί ο άγγελος του θανάτου την είχε προλάβει στην πόρτα του δωματίου της Αμαλίας, από όπου έβγαινε, και κατάφερε ίσα ίσα με την άκρη των φτερών του να την αγγίξει, τη μυρωδιά και το χρώμα του το σκοτεινό να της περάσει.
<<Έφυγε>>, μια λέξη κατάφεραν και πρόφεραν τα μαβιά της από το σφίξιμο χείλη, όταν επέστρεψε, και σωριάστηκε στη μέση της κάμαρας, πριν η Αμαλία, η κόρη της, προλάβει να την κρατήσει.
Την άλλη μέρα, το κτήμα ολάκερο, με προεξάρχοντα τον Άρη, γιο της μιας Αμαλίας, που έφευγε για το τελευταίο της ταξίδι και πατέρα της άλλης Αμαλίας, που μόλις το προηγούμενο βράδυ έμαθε για εκείνον ότι ήταν ο γεννήτοράς της, αποχαιρέτησαν την τελευταία αρχόντισσα του θρακικού κάμπου. Μια Αμαλία έκλεισε τον κύκλο της επίγειας ζωής της και μια άλλη άνοιξε έναν καινούργιο, τον πιο σημαντικό και πιο αληθινό. Έτσι η μοίρα το αποφάσισε και το έπραξε για τις δυο αυτές γενιές. Η στιγμή, που η μια περνούσε στην αθανασία, η άλλη βίωνε τη μεγαλύτερη αποκάλυψη της ζήσης της. Μια στιγμή δυο κόσμοι, δυο ζωές.
Και οι αποκαλύψεις, δυστυχώς, δεν σταμάτησαν εκεί.
Ενός κακού μύρια έπονται, αλλά και ουδέν κακόν αμιγές καλού, είχαν δίκιο, που έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας, φιλόσοφοι μεγάλοι αυτοί από γεννησιμιού τους.
Ο θάνατος της Αμαλίας, της μεγάλης, ήρθε σαν από Μηχανής Θεός να φέρει κοντά δυο ψυχές, που τις ένωναν τόσα πολλά και της χώριζαν άλλα τόσα.
Δίπλα στην Αμαλία, την παγωμένη και κεραυνοβολημένη από την τελευταία εξέλιξη, αυτή του θανάτου της αγαπημένης της γιαγιάς, κερί αναμμένο στάθηκε η Θάλεια, η μάνα της, και ας μην το απαίτησε, ας μη το ζήτησε ποτέ η κόρη της.
<<Είμαι πάντα εδώ, εγώ για σένα, Αμαλία μου, όπως τόσα χρόνια στεκόμουν στη σκιά από κάτω όλων. Ζούσα μονάχα για εσένα, να ακούω τη φωνή σου, έστω και από ένα ψυχρό σύρμα μέσα, και ότι είσαι καλά και ευτυχισμένη. Είναι πολλά παιδί μου, όσα η μοίρα για εσένα ύφανε στον αργαλειό της και ποιος ξέρει πόσα ακόμα αυτή ετοιμάζει. Της ζωής οι μάχες όμως δεν κερδίζονται από τους δυνατούς, αλλά από εκείνους, που ποτέ δεν εγκαταλείπουν. Και αν εσύ το θελήσεις μαζί θα δώσουμε και αυτή τη μάχη και τις άλλες, που θα έρθουν>>, έπιασε τα δυο χέρια της κόρης της, αμέσως μετά την κηδεία και τα έπλενε με τα δάκρυά της, τα καυτά, συγχώρεση ζητώντας έτσι και ας ήταν εκείνη αυτή, που έφταιξε λιγότερο στην όλη ιστορία.
Δυο ημερόνυχτα η Αμαλία, κλεισμένη στην κάμαρή της, έδινε τη μάχη την πιο σκληρή με τον εαυτό της, να καταλάβει, να αποδεχτεί, να συγχωρέσει, να προχωρήσει. Διψούσε μέσα της να γίνουν όλα, όπως και πριν, αλλά και πάλι κάτι την εμπόδιζε να κάνει το βήμα το μεγάλο, το πιο βαρύ.
Κλεισμένος στην κάμαρη τη δική του ήταν και ο Άρης από την ώρα, που γύρισαν από το νεκροταφείο και ούτε που είχε τη δύναμη να κοιτάξει την Αμαλία, το παιδί του, στα μάτια. Σε μια γωνιά, την ώρα της τελετής, τον είχε τραβήξει η Θάλεια, μακριά από τα βλέμματα των άλλων και πιο πολύ από εκείνα της κόρης τους, τα κόκκινα και αδειανά, και την αλήθεια πως βγήκε πια στο φως, ολάκερη, και τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει τα πράγματα από το δρόμο, που εκείνα είχαν πάρει, τον ενημέρωσε.
Το τηλέφωνο χτυπούσε για ώρα στο σπίτι μέσα, διακόπτοντας ενοχλητικά το πένθος και τη σιωπή του, όταν η Θάλεια έτρεξε και σήκωσε το ακουστικό, θεωρώντας πως είναι κάποιος, που ήθελε να τους συλλυπηθεί.
<<Την κυρία Αμαλία Κοντοπάνου, παρακαλώ>>, μια μπάσα φωνή, ανδρική, από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου έκανε τη Θάλεια να ανατριχιάσει σύγκορμη.
<<Η κυρία Αμαλία Κοντοπάνου, ……..έχει αποβιώσει εδώ και δύο μέρες>>, ίσα που κατάφερε από τον τρόμο της να ψελλίσει η Θάλεια. Μια σιωπή παρατεταμένη ακολούθησε, μέχρι που από την άλλη γραμμή ακούστηκε και πάλι η ίδια φωνή.
<<Την κοπέλα από τη Σύμη, την Αμαλία, θα ήθελα, παρακαλώ>>.
Ήρθε η καρδιά της Θάλειας στη θέση της, ξεπάγωσε το αίμα στις φλέβες της και βιαστικά, μη κλείσει η γραμμή, απάντησε πως σε δυο λεπτά η Αμαλία θα ήταν στο τηλέφωνο, για να της μιλήσουν. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπόρεσε η Θάλεια να ειδοποιήσει την Αμαλία και να δει επιτέλους πως ήταν το παιδί της, που δυο μέρες τώρα ούτε είχε δει ούτε και τη φωνή του είχε ακούσει. Το τηλεφώνημα αυτό ήταν θεόσταλτο, συλλογίστηκε μέσα της.
<<Παρακαλώ, ποιος είναι, είμαι η Αμαλία Κοντοπάνου, που ζητήσατε>>, έβαλε το ακουστικό η Αμαλία στο αυτί της και μίλησε στον άντρα, που περίμενε στην άλλη πλευρά της γραμμής.
<< Ο αστυνόμος Στεργιάδης είμαι, κυρία Κοντοπάνου, είστε καλά;>>, ακούστηκε η φωνή του άντρα.
<<Θα ήθελα, το συντομότερο δυνατόν, να περάσετε από το αστυνομικό τμήμα, πρέπει να συζητήσουμε κάποια πράγματα, που δε λέγονται από το τηλέφωνο>>.
<<Ναι, φυσικά, αύριο κιόλας θα είμαι εκεί, σας ευχαριστώ. Καλό σας βράδυ>>, καληνύχτισε η Αμαλία τον αστυνομικό και επέστρεψε στο δωμάτιό της.
<<Αμαλία, είσαι καλά κόρη μου, θέλεις να φτιάξω μια σούπα, δεν έχεις βάλει τίποτα στο στόμα σου εδώ και δύο 24 ωρα. Μίλησέ μου κόρη μου, πες μου οτιδήποτε, φώναξε, ξέσπασε, μη με κρατάς όμως και άλλο έξω από τη ζωή σου. Υποφέρουμε και οι δυο τόσο και δεν μας αξίζει. Ό,τι έγινε δεν αλλάζει, αυτά όμως, που θα έρθουν μπορούμε να προσπαθήσουμε να είναι διαφορετικά, λίγο καλύτερα>>, πλησίασε η Θάλεια την Αμαλία και προσπάθησε στους χτύπους της πληγωμένης της καρδιάς να ακούσει, αν έστω και τόσο δα εκείνη την είχε συγχωρέσει.
<<Δε θέλω τίποτα, Θάλεια, σε ευχαριστώ>>, της είπε γρήγορα εκείνη και χώθηκε ξανά στην κάμαρά της, τη σκοτεινή, και δε βγήκε παρά το επόμενο πρωί, να πάει στο αστυνομικό τμήμα, που την περίμεναν.
Δεν ήταν λέξεις, μαχαίρια κοφτερά ήταν για τη Θάλεια τα λόγια εκείνα, που πρόφερε η Αμαλία, μετά το τηλεφώνημα του αστυνόμου. << Δε θέλω τίποτα, Θάλεια, σε ευχαριστώ>>, μια γυναίκα από το υπηρετικό προσωπικό ήταν εκείνη για την κόρη της! Όταν δεν γνώριζε την αλήθεια, ήταν η Θάλεια της, η αγαπημένη, που χωνόταν στον κόρφο της και που της έλεγε ότι ένοιωθε να είναι σε κήπο ολάνθιστο μέσα, μέρας Μαγιού στολίδι, και εκείνη δόξαζε το Θεό, που έστω και έτσι, ζούσε κάποιες στιγμές μοναδικά όμορφες, στιγμές ανείπωτης χαράς, στιγμές ευτυχίας πραγματικής.
Και τώρα, τώρα που εκείνη έμαθε την αλήθεια, την ένοιωθε σαν κάποια, που γνώριζε μόνο το όνομά της και τίποτα παραπάνω! Πώς θα άντεχε τη ζωή της από εδώ και πέρα, όταν το παιδί της θα έφευγε και ίσως δεν το ξανάβλεπε ποτέ ξανά! Όλη τη νύχτα πάλευε η Θάλεια ξανά με τους δαίμονες της, που νόμιζε πως ο ερχομός του παιδιού της τους είχε διώξει μακριά και εκεί εκείνοι θα έμεναν. Αχ πόσο γελάστηκε! Μια λύση, ένα τέλος ποθούσε και ευχόταν για όλα αυτά, και μακάρι το τέλος εκείνο να ήταν γρήγορα το δικό της!
<<Καλημέρα κύριε Στεργιάδη, θέλατε, μου είπατε στο τηλέφωνο, να μου μιλήσετε. Παρακαλώ, πείτε μου, μάθατε κάτι για το θάνατο του πατέρα μου;>>, με τη φωνή γεμάτη από αγωνία η Αμαλία απευθύνθηκε στον αστυνομικό, μόλις μπήκε στο γραφείο του.
<<Καθίστε και προσπαθήστε να είστε ψύχραιμη, γιατί η μέρα μας θα τραβήξει πολύ και, όσα ειπωθούν εδώ μέσα ίσως σας αλλάξουν εκ βάθρων τη ζωή>>, της είπε ο αστυνομικός, για να την προετοιμάσει, για την κουβέντα τους.
Πού να ήξερε εκείνος, συλλογιζόταν η Αμαλία την ίδια στιγμή, πόσο η ζωή της ανατράπηκε τις τελευταίες μέρες, με τις αποκαλύψεις της Θάλειας και το θάνατο της γιαγιάς της. Τουλάχιστον η τελευταία ήταν η αληθινή γιαγιά της και όχι κίβδηλη, σαν τους γονείς της.
<<Θα ήθελα να δείτε κάποιες φωτογραφίες πρώτα και μετά θα σας πω τι γνωρίζουμε εμείς σχετικά με την υπόθεση, που ερευνούσε ο πατέρας σας και με την οποία δυστυχώς, όπως μαντέψατε πολύ σωστά, σχετίζεται ο θάνατός του>>, της είπε ο Στεργιάδης, ο αστυνομικός, και άπλωσε μπροστά τις 6 φωτογραφίες.
Έξι σφαίρες είδε εκείνη μπροστά της, να φεύγουν από τη θαλάμη του όπλου και να καρφώνονται στο κορμί του πατέρα της. Βούρκωσαν τα μάτια της προς στιγμήν και δυσκολεύτηκε να διακρίνει τα πρόσωπα, που ήταν αποτυπωμένα πάνω στο χρωματιστό χαρτί.
Δεν ήταν φωτογραφίες σε πόζες φτιαγμένες, φροντισμένες, καλλιτεχνικές, ήταν άτσαλα και βεβιασμένα τραβηγμένες, σε στιγμές ανυποψίαστες και κρυφές.
Κοίταξε την πρώτη και τη δεύτερη φωτογραφία και τίποτα δεν αναγνώρισε, ούτε θυμήθηκε ούτε και αντιλήφθηκε. Η τρίτη όμως και η έκτη, η τελευταία, γροθιά δυνατή στο στομάχι της, μαχαίρι κοφτερό στην καρδιά της, που μπήκε και την κομμάτιαζε, ήταν και οι δύο. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της, σωριάστηκε στο πάτωμα και ο αστυνομικός, έντρομος, από την άσχημη εξέλιξη, κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να τη συνεφέρει, χωρίς να γίνει αντιληπτή από κανέναν η αντίδραση της Αμαλίας, μπροστά στα καινούργια δεδομένα της υπόθεσης, για την οποία την είχε καλέσει.
Έπρεπε πάσει θυσία να διαφυλαχτεί με άκρα μυστικότητα η υπόθεση και κανείς να μην υποψιαστεί το παραμικρό. Ήταν πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου.
<<Από την αντίδρασή σας, και λυπάμαι πάρα πολύ για την κατάσταση, που σας έφερα με το φωτογραφικό υλικό, που πρόσφατα ήρθε και στα δικά μου χέρια, θα πρέπει κάποιον, κάποιους να αναγνωρίσατε και να βρίσκονται πολύ κοντά στο περιβάλλον σας>>, ήταν η πρώτη κουβέντα του αστυνομικού, όταν πια εκείνη είχε συνέλθει και ήταν σε θέση να του μιλήσει.
Με ένα νεύμα του κεφαλιού της έδωσε την απάντησή της και αφού καθάρισε τη φωνή της, είπε για τα πρόσωπα, που αναγνώρισε.
<<Ο άνθρωπος στην τρίτη φωτογραφία είναι ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου, ο Άρης Κοντοπάνος. Ζει εδώ, σε ένα κτήμα έξω από την πόλη, αλλά από ό,τι ξέρω μένει ελάχιστα στο κτήμα, δεν ξέρω, αν έχει και κάποιο άλλο σπίτι, κάπου αλλού. Ο……άντρας στην τελευταία φωτογραφία είναι…..ο αρραβωνιαστικός μου, ο αντιεισαγγελέας Ρόδου, Οδυσσέας Τσιάρας.
Τι σχέση έχει ο θείος μου με τον αρραβωνιαστικό μου! Δεν γνωρίστηκαν ποτέ και ανάμεσά τους υπάρχει μια ολόκληρη θάλασσα, απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων>>, έχοντας ξαναβρεί τον εαυτό της η Αμαλία και με φωνή γεμάτη ένταση και προβληματισμό, εξέφρασε την απορία της ή μάλλον την αντίδρασή της για κάτι εξωφρενικά αδιανόητο και άρρωστο, που υπονόησαν άλλοι.
<<Για τον θείο σας, είχαμε εδώ και χρόνια πολλές αναφορές, μιλούσαν πολλά στόματα, αλλά όπως σας είπα, μόνο μιλούσαν, χωρίς αποδείξεις η υπόθεση δε δένεται. Τα δυο αρχαία νομίσματα, που βρήκατε εσείς μέσα στο σπίτι του Κοντοπάνου και που μας φέρατε εδώ, ήταν τα κλειδιά, που ξεκλείδωσαν την υπόθεση, τοποθετώντας εκείνον στο κέντρο της, ως έναν από τους κύριους διακινητές αρχαιοτήτων.
Ο χώρος των ναρκωτικών είχε γεμίσει με κάθε καρυδιάς καρύδι, που εκτός από τη δόση του έβρισκε και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να βγάλει και το κατιτίς του, με το να γίνει διακινητής, κοινώς βαποράκι. Η πίτα όλο και λιγόστευε σε αντίθεση με τα χρέη του Άρη, που μέρα με τη μέρα πολλαπλασιάζονταν. Ολομόναχος πια και με καταρρακωμένο το ηθικό, μετά από εκείνη την βραδιά, που είχε σχεδιάσει να εθίσει στη λευκή σκόνη και τον πατέρα του και τελικά τον έστειλε στον άλλο κόσμο, έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο.
Στην αρχή πολλοί έτρεξαν να συλλυπηθούν το γιο του μεγαλοκτηματία της περιοχής, ελπίζοντας στην εύνοιά του, αφού ακόμη δεν είχε πέσει η μάσκα του ευυπόληπτου και επιτυχημένου επιχειρηματία, όπως ήταν ο πατέρας του.
Τυφλώθηκε και εκείνος από τη λάμψη του θρόνου της οικογένειας Κοντοπάνων στον οποίο κάθισε και ανοίχτηκε και κατρακύλησε τα σκαλοπάτια πολύ πιο γρήγορα από ό,τι περίμενε. Οι τοκογλύφοι τον περίμεναν σε κάθε γωνιά με το που έβγαινε από το κτήμα, αφού ο τζόγος και τα ναρκωτικά ήταν σπορ δαπανηρά και πανάκριβα.
Τότε ο παλιός του φίλος, ο Σταύρος, ο μόνος, που γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια το βίο και την πολιτεία του Άρη και ο οποίος από τις συχνές του επισκέψεις στα κρατητήρια και τις φυλακές γνώρισε πολύ κόσμο, τον <αθέρα> της καλής κοινωνίας, όπως έλεγε, του μίλησε για τη μπίζνα με τα αρχαία. Η κοιλάδα της Ροδόπης, όπως και ολάκερη η Ελλάδα ήταν από μόνη της ένα μουσείο. Υπήρχαν συλλέκτες ανά τον κόσμο, που έδιναν ιλιγγιώδη ποσά, προκειμένου να αποκτήσουν έναν αμφορέα ή έναν κούρο ή ακόμη και τμήματα αυτών, αρκεί να ανήκαν στην αρχαία ή ελληνιστική εποχή. Ήταν πλέον κοινό μυστικό ότι κάθε τσάπα, κάθε αξίνα, που χτύπαγε τη γη έφερνε στο φως και κάποιο χέρι αγάλματος ή κεραμίδι από αρχαίο πιθάρι.
Η δουλειά του Άρη θα ήταν να οργώνει τα γύρω χωριά και να έρχεται σε επαφή με αγρότες, κτηνοτρόφους, αλιείς, που είχαν στην κατοχή τους κομμάτι αρχαιοελληνικού θησαυρού. Και ήταν πολλοί αυτοί! Και πράγματι λάθος στις εκτιμήσεις τους δεν είχαν κάνει ούτε ο Άρης με το Στράτο ούτε αυτοί, που ήταν πιο πάνω στην ιεραρχία του κυκλώματος.
Η μεγάλη δουλειά και τα περισσότερα κέρδη ήρθαν, όταν γνωρίστηκε με ανθρώπους, που είχαν πάρει μέρος στην οργανωμένη ανασκαφή στο χώρο των αρχαίων Αβδήρων.
Από το 1981 είχε αρχίσει να ανασκάπτεται συστηματικά η αρχαϊκή πόλη του βόρειου περιβόλου και τα νεκροταφεία της. Αρχαία τείχη, οικίες, ιερά, ψηφιδωτά, τάφοι, ο παράδεισος των αρχαιολόγων, αλλά και των αρχαιοκαπήλων, έγινε ολάκερη η περιοχή.
Άνθρωποι, που τα χέρια και τα φτυάρια τους έφεραν στο φως τόσα και τόσα ευρήματα, σε νόμιμη εργασία, με το ανάλογο τίμημα υποδείκνυαν στη συνέχεια πού θα μπορούσαν να υπάρχουν ακόμη κομμάτια, που δεν είχαν ανακαλυφθεί. Νύχτες κάτω από το φως του φεγγαριού αξίνες, τσάπες και άλλα εργαλεία αναμόχλευαν τα σωθικά της γης, αναζητώντας τους θησαυρούς της, ενώ πρώην και νυν φύλακες έκλειναν τα μάτια, προκειμένου να μεταφερθεί κάτι μέσα από τα αυτοσχέδια υπόστεγα και τα περιφραγμένα μέρη σε καϊκια ψαράδων, που θα τα περνούσαν στη συνέχεια σε νησιά Αιγαιοπελαγίτικα, αλλά και Ιόνια και από εκεί στο παντού και πουθενά.
Σε μόλις λίγα χρόνια ο Άρης, που φαίνεται είχε ταλέντο στις προσωπικές επαφές και τις διαπραγματεύσεις, αναβαθμίστηκε στην κλίμακα της ιεραρχίας ενός τέτοιου κυκλώματος και ανέλαβε ακόμα πιο υπεύθυνη θέση. Έφερνε ο ίδιος προσωπικά το <προϊόν> στα πόδια του ξένου εκπροσώπου του εκάστοτε συλλέκτη ή οίκου δημοπρασιών. Σε αυτό βοήθησαν τα εγγλέζικα, που είχε μάθει τα χρόνια, που φοιτούσε στο Γυμνάσιο της πόλης της Κομοτηνής.
Αύγουστος του 1997 και ο Άρης ετοιμαζόταν για μια ακόμη <δουλειά>. Ο αγοραστής ήταν ένας ευκατάστατος συλλέκτης από τις ΗΠΑ. Συνδύαζε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ταξίδευε ανά τον κόσμο με ιδιαίτερη αδυναμία στα ελληνικά νησιά και παράλληλα με τις διακοπές του εξασκούσε και αυτό, που είχε μάθει πολύ καλά και του άρεσε, το σπορ της αρχαιοκαπηλίας.
Είχε μάθει ο Άρης πως ο εν λόγω υποψήφιος περνούσε το καλοκαίρι του με τη γυναίκα του σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί, τη Σύμη. Όταν το πληροφορήθηκε η καρδιά του σκίρτησε έντονα, από λαχτάρα για τον αδερφό του, που ζούσε εκεί ή μήπως ήταν προειδοποίηση για κάτι αδιόρατο και απόκοσμο, σκέφτηκε και έφτυσε τον κόρφο του, σα για να ξορκίσει το κακό! Τα λεφτά ήταν πολλά, πάρα πολλά και σε ένα μέρος με τόσους τουρίστες ήταν πολύ εύκολο να φέρει την αποστολή του σε πέρας με επιτυχία.
Το πολύτιμο φορτίο του αυτή τη φορά θα ήταν ένα κομμάτι, περίπου μισού τετραγωνικού, από ψηφιδωτό δαπέδου οικίας κλασικής εποχής με δελφίνια, που κλάπηκε από συγκρότημα ρωμαϊκών σπιτιών στο λόφο του Αγίου Παντελεήμονα κοντά στα αρχαία Άβδηρα, 4 αμφορείς εκ των οποίων οι 2 σε άριστοι κατάσταση, που έβγαλαν τα δίκτυα ψαράδων στο αρχαίο λιμάνι των Αβδήρων και 6 αργυρά νομίσματα της θρακιώτικης πόλης και αυτά των Αβδήρων, που στη μια τους πλευρά εικόνιζαν τον αρχαίο θεό Απόλλωνα και στην άλλη το μυθικό πουλί Γρύπα.
Με καπετάνιο έναν ντόπιο, που διέθετε δικό του ψαροκάικο και με τον Στράτο δίπλα του ξεκίνησαν το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου το ταξίδι τους, υποτίθεται να εντοπίσουν ψαρότοπους, για να ξανοίγονται και να ρίχνουν τα δίχτυα τους, αλλά και για να περάσουν καλά. Πρώτος σταθμός το νησί της Σαμοθράκη με την πλούσια βλάστηση, τα πολλά νερά και τα επίσης πολλά….αρχαία. Μια δυο επαφές, που έκανε στο νησί πήγαν καλά και, όταν με το καλό τελείωνε από τη Σύμη, σίγουρα η Σαμοθράκη, θα είχε να του δώσει πολλά.
Ενδιάμεσος σταθμός το νησί της Χίου. Είχε έρθει πολλές φορές σε αυτό το νησί ο Άρης. Λόγω της εγγύτητάς του με την απέναντι χώρα, συναντούσε εκεί και συνεργαζόταν με κυκλώματα λαθρεμπορίας αρχαιοτήτων, αλλά και ναρκωτικών, από τα οποία έβριθε η Τουρκία.
Από την πρώτη στιγμή τον είχε γοητεύσει το νησί της Χίου και όλο έλεγε πως, αν του δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του, από εκεί θα ξανάπιανε το νήμα της.
Οι μυρωδιές του νησιού, άνθη εσπεριδοειδών και μαστίχα τον έκαναν να νοιώθει και πάλι παιδί και να θυμάται τα όμορφα, ανέμελα χρόνια των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, τότε, που ζούσε η γιαγιά Αριστέα και έφτιαχνε τα γλυκά της με κίτρο και πορτοκάλι και τις φλούδες τους τις κρατούσε για το τζάκι το χειμώνα. Πόσο υπέροχα εκείνες καίγονταν και έκαναν την ατμόσφαιρα να μοσχοβολά με τα αρώματα και τα έλαιά τους! Ενώ τις μέρες του Πάσχα όλο το υποστατικό ευωδίαζε από τα τσουρέκια με τη μπόλικη μαστίχα, που ψήνονταν στον ξυλόφουρνο της αυλής τους. Πού είχαν πάει εκείνα τα χρόνια! Γιατί στη ζωή του όλα πήραν λάθος ρότα!
Ακόμη και τα σπίτια και οι δρόμοι και τα στενοσόκακα με τους σκεπαστούς διαδρόμους, οι κήποι ή τα προαύλια, τα στρωμένα με μάρμαρο, οι κρήνες, τα σιντριβάνια ή τα πηγάδια με τρεχούμενα νερά, τα κτίρια με τις μυτερές τους οροφές, διακοσμημένα με σκαλιστά μάρμαρα, μπαλκόνια και ταράτσες, όλα εκεί πόσο διαφορετικά, σα βγαλμένα από παραμύθια, ήταν και τον ταξίδευαν σε άλλους κόσμους, άλλες εποχές, στα μεσαιωνικά χωριά των Γενουατών της Ιταλίας και μεθούσε και ξεχνούσε και πονούσε λιγότερο!
Ερωτεύτηκε πραγματικά την πόλη της Χίου, τη Χώρα, όπου δέσποζαν κομψά παλιά γενοβέζικα αρχοντικά, κτισμένα με τη ντόπια θυμιανούσικη πέτρα, με ευχάριστες βοτσαλωτές αυλές, στέρνες και κατάφυτα περιβόλια από εσπεριδοειδή, που προστατεύονται με ψηλούς τοίχους με αυλόθυρες και θυρεούς. Και αλλού, στα πανέμορφα μεσαιωνικά καστροχώρια, τα Μαστιχοχώρια, τα «ζωντανά χωριά του χθες», με τα στενά δρομάκια και την πυκνή δόμηση, τις καμάρες, τα τόξα, τις πεζούλες και τους κυκλικούς πυργίσκους, ένοιωθε να φτάνουν στα αυτιά του οι οπλές από τα άλογα των αγαρηνών, που κύλισαν στο αίμα ολάκερο το νησί με τις άγριες σφαγές το 1822, μετά τον αποτυχημένο ξεσηκωμό τους κατά του Σουλτάνου.
Έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια των χριστιανών και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον Σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς. Θυμόταν ακόμη τα λόγια του δάσκαλου να αντηχούν στα αυτιά του, όταν τους μιλούσε, τα χρόνια που πήγαινε στο δημοτικό ακόμα, για την ελληνική επανάσταση.
Δυο μέρες έμειναν στο γεμάτο ομορφιά ξεχωριστή και ιστορία νησί της Χίου και ένοιωσε να ξαναγίνεται άνθρωπος με αισθήματα και όνειρα, ζωντανός.
Τελευταία στάση του ταξιδιού τους το νησί της Σύμης.
Η Σύμη υποδέχτηκε στα καταγάλανα, κρυστάλλινα νερά της το καϊκι τους, όπως εκείνη ήξερε, γλυκά και φιλόξενα. Ο Αύγουστος είναι για τους Έλληνες παραδοσιακά ο μήνας των καλοκαιρινών τους διακοπών, γι’ αυτό και ήταν δεμένα στο Γιαλό, το λιμάνι, πολλά πλεούμενα από τα γύρω νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, με ντόπιους και τουρίστες.
Η συνάντηση του Άρη με υψηλό και σημαντικό πρόσωπο του νησιού, για να ειπωθούν οι τελευταίες λεπτομέρειες και για να ελεγχθεί το πολύτιμο φορτίο, ήταν προγραμματισμένη για αργά το απόγευμα.
Το νησί λουσμένο στη χρωματική πανδαισία των σπιτιών του ήταν μια σειρήνα, που τον καλούσε να τα θαυμάσει και να γοητευτεί. Οι οδηγίες όμως ήταν σαφείς. Κανείς δεν έπρεπε να τον δει στο νησί.
Ο ήλιος είχε από ώρα βουτήξει στο πέλαγος βάφοντας και αυτό και τον ουρανό με όλες τις αποχρώσεις της χρωματικής του παλέτας και η πλάση όλη αναπαυόταν ήρεμη και γαλήνια μετά την κόπωση, τη ζέστη και τους θορύβους της ημέρας.
Ο αντιεισαγγελέας Οδυσσέας Τσιάρας με κινήσεις αίλουρου σκαρφάλωσε στο καϊκι αιφνιδιάζοντας τον Άρη, που χάζευε το λιόγερμα και τα νερά στη λάμψη των οποίων καθρεφτίζονταν η προκυμαία με τους ανθρώπους, τους αναμμένους φανοστάτες και τα λικνιζόμενα πλεούμενα.
<<Καλησπέρα>>, ακούστηκε άχρωμη και άγευστη η φωνή του Οδυσσέα, βγάζοντας απότομα τον Άρη από το ρέμβασμα και την αναπόληση.
<<Είσαι ντόπιος;>>, τον ρώτησε συνθηματικά ο Άρης.
Με το γνέψιμο του κεφαλιού του Οδυσσέα, θετική απάντηση στη συνθηματική ερώτηση, πέρασαν και οι δυο τους στα ενδότερα, στην κοιλιά του σκάφους. Σε μια καλά κρυμμένη κρύπτη βρίσκονταν φυλαγμένα, προστατευτικά τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο, τα λαθραία κομμάτια της Θρακικής μάνας γης.
Τα μάτια του Οδυσσέα ανοιγόκλεισαν λάγνα μερικές φορές, ενώ ένα χαμόγελο πλατύ, σαρδόνιο στάθηκε για ώρα στο πρόσωπό του φωτίζοντάς το πιότερο και από τα χρώματα, τα πορφυρά του δειλινού.
<<Ωραία, πολύ ωραία. Στις 14.00 ακριβώς, ανήμερα της μεγάλης γιορτής της Παναγίας, στη λιγοθυμιά του μεσημεριού, θα είστε με ένα μικρό φουσκωτό στο κοίλωμα, πριν την παραλία του Πανορμίτη. Το σκαρί σας θα το κρύψετε στη βραχονησίδα Σεσκλί. Όλα θα γίνουν, όπως τα ξέρετε. Εκεί θα σας περιμένουν δυο. Θα παραδώσετε, θα πληρωθείτε και θα γυρίσετε στη Ρόδο. Ό,τι και να συναντήσετε, ξέρετε, το βγάζετε από το δρόμο σας, ό,τι και αν σημαίνει αυτό και προχωράτε σύμφωνα με το σχέδιο. Είναι και άλλοι πιο πάνω από εμάς, που η λέξη αποτυχία δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, όποια γλώσσα και αν μιλούν! Θα έρθω να σας βρω, εκεί, την επομένη. Θα λείπω για λίγες μέρες στην Πάτμο. Καλή επιτυχία !>>, έδωσε τις τελευταίες οδηγίες ο Οδυσσέας και η νύχτα, που είχε πέσει για τα καλά τον κατάπιε, χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω του.
Για τον αντιεισαγγελέα δε γνωρίζαμε τίποτα. Μετά τη συνάντησή μας όμως και κυρίως με αυτά, που μας φέρατε και με όσα μας αποκαλύψατε από το σημειωματάριο του πατέρα σας, είχαμε από κάπου να ξεκινήσουμε. Ζητήσαμε από την Αστυνομική Διεύθυνση της Ρόδου, να μας διαβιβάσει όσους φακέλους είχε για θέματα αρχαιοκαπηλίας.
Σε κάποιον από αυτούς τους φακέλους και συγκεκριμένα σε μια κατάθεση ενός σεσημασμένου για ναρκωτικά και εμπόριο αρχαιοτήτων, διάβασα για έναν < εισαγγελέα >. Αρχικά θεώρησα πως ήταν κάποιο συνθηματικό, καθώς τα κυκλώματα συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τέτοιους χαρακτηρισμούς στις μεταξύ τους συνομιλίες, προκειμένου να προστατέψουν το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων τους, σε περίπτωση που κάποια μέλη τους συλληφθούν, ώστε να μην ξέρουν εκείνα τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκόμενων, για να μην τα αποκαλύψουν. Από έρευνα, όμως, που έκανα, κατάλαβα πως ο <εισαγγελέας> ήταν πρόσωπο υπαρκτό στη Σύμη, για την ακρίβεια αντιεισαγγελέας.
Λυπάμαι, που θα σας το πω, αλλά έτσι λειτουργούμε στην αστυνομία, μετά την πρώτη μας γνωριμία έκανα μια έρευνα γύρω από το δικό σας πρόσωπο, αλλά και όσους είναι πολύ, πάρα πολύ κοντά σας, για να είμαι βέβαιος ότι αυτά, που μας αποκαλύψατε έχουν βάση και ότι εσείς δεν γνωρίζετε τίποτα παραπάνω από όσα μας είπατε και φυσικά δεν εμπλεκόσαστε σε παράνομες δραστηριότητες>>. Η Αμαλία ένοιωθε σα να καθόταν σε καρέκλα θανατοποινίτη και όπου να ‘ναι θα της χορηγούσαν την ένεση με το δηλητήριο, ο αέρας γύρω της είχε ελαττωθεί επικίνδυνα και η καρδιά της κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος της.
<<Πείτε μου, σας παρακαλώ, τι συμβαίνει με τον Οδυσσέα, γιατί μου δείξατε τη φωτογραφία του μαζί με αυτή του θείου μου, που τον θεωρείται ένοχο, για αρχαιοκαπηλία;>>, ύψωσε τον τόνο της φωνής της και απαιτούσε η Αμαλία να τα μάθει όλα, να τελειώσουν όλα, να ξυπνήσει από τον εφιάλτη, που ζούσε, να φύγει, να σωθεί.
<<Θα τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αφού πρώτα όμως μου επιτρέψετε να κάνω ένα τηλεφώνημα, υπηρεσιακό>>. Από ένα άψυχο, μαύρο ακουστικό τηλεφώνου σα ριπές πολυβόλου δόθηκε η εντολή.
<<Προχωρήστε σε συλλήψεις, η αναγνώριση των εμπλεκομένων έγινε, η υπόθεση είναι δεμένη χεροπόδαρα>>.
Ο αστυνομικός γύρισε στο μέρος της Αμαλίας, που είχε ρίξει το βλέμμα της χαμηλά, στη γη, να ανταμώσει θαρρείς προσπαθούσε τη μορφή του πατέρα της, τα νέα να του πει για την εξιχνίαση και τη δικαίωση του θανάτου του. Νέα πικρά, νέα θανατερά, αφού οι δυο άντρες οι πιο κοντινοί και αγαπημένοι της, αυτός, που ήξερε για θείο της, αλλά ήταν ο πατέρας της ο πραγματικός και ο αρραβωνιαστικό της, ήταν εκείνοι, που πάτησαν τη σκανδάλη και έστειλαν το θάνατο τον πιο άδικο να βρει εκείνος, που για πατέρα της τον λογάριαζε και ήταν τελικά ο θείος της. Ζούσε μια παραφροσύνη, όχι, όχι, δεν άντεχε άλλο, αρκετά. Έκλεισε στις χούφτες το πρόσωπό της, από πόνο, από ντροπή, από αηδία και φρίκη.
Το ζεστό χέρι στους ώμους της επάνω του αστυνομικού τη βοήθησε να δει την αλήθεια κατάματα. Δεν έφταιξε εκείνη σε τίποτα, γιατί έπρεπε τόσο να πονά. < Της ζωής οι μάχες δεν κερδίζονται, παιδί μου, από τους δυνατούς, αλλά από εκείνους, που ποτέ δεν εγκαταλείπουν>, θυμήθηκε τα λόγια της Θάλειας, της μάνας τη. Τελικά τα πιο τραγικά πρόσωπα σε όλη αυτή την ιστορία ήταν εκείνη και η μάνα της, που σε τίποτα δεν έφταιξαν, παρά στο ότι αγάπησαν και εμπιστεύτηκαν τους λάθος ανθρώπους, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί αδίκημα, τότε ας τις χαρακτηρίσουν και εκείνες ένοχες.
Μάνα και κόρη την ίδια μοίρα, την ίδια πορεία, το ίδιο δράμα, την ίδια σταύρωση, την ίδια αποκαθήλωση. Ίσως θα έπρεπε και η πορεία τους από εδώ και στο εξής να συνεχίσει να είναι ίδια, να μείνουν κοντά η μία στην άλλη, για να μπορέσουν έτσι να κλείσουν πιο γρήγορα και οι δυο τους τις βαθιές πληγές τους.
<<Πείτε μου, σας παρακαλώ, θέλω να γνωρίζω τα πάντα. Όταν πέσει η αυλαία να μην υπάρχουν σκιές ούτε άλλα μυστικά και πάθη>>, παρακάλεσε τον αστυνομικό και ας ήταν εμφανώς καταβεβλημένη από την πολύωρη συζήτηση. Και άρχισε ο Στεργιάδης, ο αστυνόμος, να ξετυλίγει το κουβάρι και όσο εκείνο ξετυλίγονταν τόσο πιο βαθιά έμπαινε το μαχαίρι στην πληγή της, αλλά η Αμαλία έστεκε αγέρωχη και δυνατή, έτσι θα την ήθελε και ο Αλέξης, ο θείος της, που τη μεγάλωσε και τον λογάριαζε για πατέρα της και έτσι θα τιμωρούσε και εκείνη αυτούς, που την πρόδωσαν, την κορόιδεψαν και τη χρησιμοποίησαν.
Έπρεπε να αντέξει και να είναι εκεί, να τους κοιτά κατάματα, όταν εκείνοι θα πλήρωναν για τις ατιμίες τους.
<<Η γνωριμία σου με τον Οδυσσέα Τσιάρα ήταν μέρος ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Είχε πληροφορίες ότι κάποιοι από το αστυνομικό τμήμα Ρόδου ασχολούνταν τελευταία πολύ σοβαρά με υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, αφού είχε πιαστεί πρόσφατα στα νερά σας ένα καράβι με ύποπτο φορτίο, με προορισμό τα παράλια της Τουρκίας.
Σε έρευνα , στο εσωτερικό του καραβιού, είχαν βρεθεί μέρη αγαλμάτων και αμφορείς, φορτωμένα από το νησί της Σαμοθράκης. Φοβόταν ο Οδυσσέας Τσιάρας, ο αντιεισαγγελέας, ότι πολύ γρήγορα θα έφταναν και στην άλλη του δράση, την παράνομη, αυτή της ενασχόλησής του με τη λαθραία διακίνηση αρχαιοτήτων, παράλληλα με την πορεία του ως δικαστικός λειτουργός και φρόντισε να μπει στην οικογένειά σας, ώστε να έχει τον πατέρα σου από κοντά, να μαθαίνει από εκείνον όλες τις κινήσεις της αστυνομίας σχετικά με την παρακολούθηση υποθέσεων με αρχαιότητες.
Ο πατέρας σου μάλλον κυνηγούσε ο ίδιος μια τέτοια υπόθεση. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, δεν εμπιστευόταν κανέναν, και πολύ καλά έκανε. Θα τον πήραν είδηση στον κόλπο του Πανορμίτη, σημείο ανταλλαγής του φορτίου και τον πυροβόλησαν. Τις λεπτομέρειες θα τις μάθουμε σε λίγο από τους συλληφθέντες. Θα σας ενημερώσω για ό,τι νεότερο.
Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα, κυρία Κοντοπάνου, να ηρεμήσετε. Η Ελληνική Πολιτεία και το Αστυνομικό Σώμα σας είναι υπόχρεοι για τη συνεργασία και τη βοήθειά σας. Λυπάμαι, που οι άνθρωποι, που θεωρούσατε οικογένεια σας, σας προκάλεσαν τόσο κακό.
Η ψυχή του πατέρα σας θα ησυχάσει και ο χρόνος θα βοηθήσει και εσάς να ξαναπιάσετε το νήμα της ζωής σας, από την αρχή. Είστε πολύ νέα, η ζωή θα σας φέρει και τα καλύτερα τώρα, που πέρασαν τα δύσκολα και άσχημα>>, με μια ζεστή και ειλικρινή χειραψία, ο αστυνόμος Στεργιάδης, χαιρέτησε την Αμαλία Κοντοπάνου, μια εκκολαπτόμενη αρχόντισσα, ίδια με τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της.
Την ώρα που η Αμαλία έβγαινε από το κτίριο της αστυνομίας και εισέπνεε τον αέρα, τον καθαρό, τον δροσερό και γέμιζε το κορμί της ικμάδα και ζωή ο Άρης Κοντοπάνος, ο πατέρας της ο αληθηνός, έπαιρνε το δρόμο για τις φυλακές.
Η ισόβια κάθειρξη, που του επιβλήθηκε ως τιμωρία, ήταν η χειρότερη μορφή θανάτου. Αργός, καθημερινός, βασανιστικός θάνατος. Μια και μοναδική σφαίρα εκλιπαρούσε, ένα τόσο δα κομμάτι μετάλλου! Όλα τα λεφτά, που είχε βγάλει και ακόμη περισσότερα, θα τα αντάλλασσε με λίγο κρύο ατσάλι! Πως θα άντεχε το ότι εκείνος είχε πατήσει τη σκανδάλη και αφαίρεσε μια ψυχή αθώα, του αδερφού του! Θάνατος και μόνο θάνατος! Αλλά και από την άλλη, όχι, δεν του άξιζε κάτι τέτοιο! Έπρεπε να πληρώσει! Ο ακαριαίος θάνατος θα ήταν λύτρωση για εκείνον και δεν την άξιζε! Να πονά, μέρα και νύχτα να πονά, από τώρα και για πάντα, μέχρι την αιωνιότητα! Αυτό του άξιζε, και πάλι λίγο ήταν!
Το ίδιο και στη Ρόδο, η είδηση της σύλληψης του αντιεισαγγελέα Οδυσσέα Τσιάρα, έσκασε σα κανόνι σε εορταστική εκδήλωση, μόνο που στην περίπτωση αυτή τίποτα χαρούμενο και εορταστικό δεν υπήρχε στην ατμόσφαιρα, εκτός φυσικά από τις επιτυχίες της αστυνομίας στον πόλεμό της με το έγκλημα στην κάθε του μορφή και έκφανση.
Μετανιωμένος ο αντιεισαγγελέας Οδυσσέας Τσιάρας, που η απληστία και η έπαρσή του ήταν πιο δυνατά από τον έρωτά του για την Αμαλία, πήρε το δρόμο για τις πιο βαθιές φυλακές. Η βαριά και μεγάλη τιμωρία του δεν ήταν, που θα ήταν κλεισμένος για πολλά χρόνια σε ένα στενό, υγρό και σκοτεινό κελί της φυλακής, αλλά που έχασε για πάντα το μοναδικό πραγματικά καλό, που του έλαχε στη ζωή του, την Αμαλία. Τα αισθήμτα του για εκείνη ήταν ο πραγματικός του πλούτος, ο θησαυρός του ο μεγάλος, που όμως δεν μπόρεσε να διαφυλάξει και τον έχασε μέσα από τα χέρια του και ο φταίχτης ήταν αποκλειστικά ο ίδιος, ο ευατός του ο σκάρτος και κακός.
Το καράβι έμπαινε στο λιμάνι της Σύμης την ώρα, που τα χρώματα του δειλινού έβαφαν μαβιά και ρόδινα τον ουρανό και το πρόσωπο της Θάλειας για πρώτη φορά φάνταζε αληθινά ευτυχισμένο. Τώρα είχε κοντά της και για πάντα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή της ζωής της, την κόρη της, να την φροντίζει, όπως εκείνη έκανε τόσα χρόνια στο υποτακτικό των Κοντοπάνων.
<<Έλα μαμά, φτάσαμε, βλέπεις πόσο όμορφο είναι το νησί μου, το νησί μας. Θα το λατρέψεις, όπως θα σε αγαπήσει και αυτό. Εδώ θα φτιάξουμε την οικογένειά μας>>, της είπε γλυκά η Αμαλία κρατώντας τη σφιχτά από το χέρι.
<<Και στην άκρη του κόσμου, στην πιο σκοτεινή και παγωμένη γωνιά να ερχόμασταν, εγώ θα τη λάτρευα παιδί μου, γιατί θα ήμουνα μαζί σου>>, της είπε η Θάλεια, η μητέρα της, και τα μάτια της γέμισαν από αλάτι και υγρασία, μόνο που αυτή τη φορά τα δάκρυα της ήταν από χαρά και ευτυχία και όχι πίκρας και πένθους.
Ο Λευτέρης Σηφάκης, ο αστυνόμος, που στάθηκε στην Αμαλία, από την πρώτη στιγμή του θανάτου του πατέρα της και συναδέλφου του, ήταν στο λιμάνι και τις περίμενε. Με τη βοήθεια τη δική του, ήταν ο μόνος από τη Ρόδο, που εμπιστευόταν η Αμαλία, έτσι της έλεγε το ένστικτό της και δεν έπεσε έξω, και του αποκάλυπτε, όσα γινόταν στη Θράκη, ο αντιεισαγγελέας Οδυσσέας Τσιάρας μπήκε έγκαιρα στο στόχαστρο της αστυνομίας και συνελήφθη.
Στο δικό του μπράτσο πέρασε το ένα χέρι της η Αμαλία, να στηριχτεί, ενώ με το άλλο κρατούσε σφιχτά το χέρι της μάνας της, της Θάλειας. Μια καινούργια ζωή περίμενε και τους τρεις τους στο νησί, να την ξεκινήσουν, να την τιμήσουν και να τη ζήσουν.
Το κλειδί στην πόρτα του αρχοντικού στη Σύμη, γύρισε δυο φορές στην κλειδωνιά και ο ήχος του κρωξίματός του έφτασε ως τα πέρατα, την ευτυχία μιας μάνας και μιας κόρης, της Θάλειας από τη Σαμοθράκη και της Αμαλίας από τη Σύμη και τη Θράκη, που πρόσφατα αναγνωρίστηκαν ως τέτοιες, να διατυμπανίσει.
Μια άλλη Αμαλία, η Αμαλία Κοντοπάνου, το γένος Σταμέλου, η τελευταία αρχόντισσα του κάμπου της Ροδόπης είχε πεθάνει, αλλά πριν αφήσει τα εγκόσμια και μέσα στην ανημπόρια και τη δυστυχία της, με μια πράξη καρδιάς, κατάφερε να δώσει τη λύτρωση σε πολλές ψυχές, που είχαν παραδοθεί στο ψέμα και στα πάθη. Εκείνη, όλα τα γνώριζε, όλα τα έβλεπε, όλα τα επόπτευε και εκείνη ήταν, που είχε αφήσει τους δυο γρύπες στο προσκέφαλο της εγγονής της. Κλειδί αυτοί μαγικό, μπόρεσαν και άνοιξαν το κουτί με τα θαμμένα μυστικά και τα λάθη.
Αυτοί θα ήταν από εδώ και στο εξής οι ακοίμητοι και αέναοι φρουροί του μεγάλου υποστατικού των Κοντοπάνων στην κοιλάδα της Ροδόπης, οι Γρύπες.
ΤΕΛΟΣ
Εύα Χορόζη