fbpx
ΙστορικάΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 5ο: ΓΡΥΠΕΣ (Νέα σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

Αρκετοί ήταν οι υποψήφιοι  γαμπροί, που χτύπησαν  την πόρτα  της ονομαστής οικογένειας  των  Κοντοπάνων, να  ζητήσουν το χέρι της, καθώς πληροφορήθηκαν  από τις  προξενήτρες της  περιοχής,  ότι  η  προίκα της  δεν ήταν  διόλου ευκαταφρόνητη.

< Κάποια πράγματα  στη  ζωή  είναι  γραφτό  να  γίνουν, και  άλλα  να μη γίνουν,  και  εγώ  ανήκω στα δεύτερα  και  εκεί  θα  μείνω.  Μην  ασχολείστε,  μη  κάνετε  τίποτα  για μένα,  αρκετά  κάνατε >,  ήταν η  μία, η μοναδική, η πρώτη  και  τελευταία  κουβέντα, που  απηύθυνε  στην Αμαλία  για το θέμα  των  συνοικεσίων.

Δεν  πρόλαβε  ο  Άρης  με  τον  Αλέξη  να  πιάσουν  τη  Θάλεια,  που  είχε  εισχωρήσει   αθόρυβα  στο  σαλόνι  και   σωριάστηκε  στο  πάτωμα,  σαν   άδειο  σακί.

Με  απαλές  μαλάξεις  στα  χέρια  και  το  πρόσωπο  κατάφεραν  οι  γυναίκες  να  τη  συνεφέρουν  κάποια  στιγμή  και  η  γιαγιά  Αμαλία,  σε  μια  προσπάθεια  να  σώσει  την  κατάσταση  και  να  δώσει  χρόνο  στη  Θάλεια  να  ξαναβρεί  τον  εαυτό  της  και να  σκεφτεί   πως  θα  δικαιολογούσε  τη  λιποθυμία  της,   την  αποπήρε   χαδιάρικα    και  προστατευτικά.

<<Και  σου  το  έχω  πει  Θάλεια  μου,  τόσες  φορές, μη  σηκώνεσαι  απότομα και  μη  βιάζεσαι  στις  κινήσεις  σου, παθαίνεις   ίλιγγο  έτσι  και  κινδυνεύεις  να  τραυματιστείς  σοβαρά>>.

<<Αμαλίτσα  μου,  κοριτσάκι μου,  να  σου  γνωρίσω  τον φύλακα  άγγελο  το  δικό μου  και  του  σπιτιού  μας.  Είναι  η  Θάλεια  μας,  κόρη  μου  και  αυτή,  από  τα  μικράτα  της  κοντά μας.  Σαν αδέρφια  μεγάλωσαν  με   τον πατέρα  σου  και  το  θείο  σου,  αλλά  εκείνη  λέει  πως  περισσότερο  από   όλους  αγάπησε  και  αγαπάει  εμένα γι’  αυτό  και  δεν  άνοιξε  τα  φτερά  της  να  πετάξει  σε   άλλη  φωλιά, τη  δική της  οικογένεια  να  φτιάξει  >>,  προσπάθησε  η  Αμαλία  να  διασκεδάσει  τις  εντυπώσεις  και  να  μην  αφήσει  καμιά  χαραμάδα  στην  εγγονή  της  ανοιχτή,  ώστε  να  εισχωρήσει   η  απορία  και  η  περιέργεια.

<<Ελάτε  τι  καθόμαστε  εδώ,  κοντεύει   μεσημέρι,  ας  καθίσουμε  στο  τραπέζι  να  μάθουμε  και  τα  δικά  σας  νέα. Υπέροχο  θα  είναι  το  νησί  αυτή  την εποχή,  ούτε  ζέστη  πολλή  ούτε  και  οι  κρύοι  αέρηδες  και  οι  βροχές  οι  φθινοπωρινές  και  οι  χειμωνιάτικες>>.

<<Κυρά,  κυρά>>,  ακούστηκε  η  φωνή  του  Γιάννου,  να  προσκαλεί την  Αμαλία,  από  το  χαγιάτι, από  κάτω.

Σηκώθηκε  εκείνη  με  αργές  και  προσεκτικές  κινήσεις,  μα  με  τα  μάτια  πάντα  στυλωμένα  στη  Θάλεια, δείχνοντάς  της  έτσι  πως  πρέπει  να  είναι  πολύ  προσεκτική  σε  ότι  ειπωθεί  στο  τραπέζι.

<<Έλα  Γιάννο  επάνω,  σε  περιμένει  και  μια  όμορφη  έκπληξη>>, προσκάλεσε  εκείνη  τον επιστάτη,  που  τόσα  χρόνια  δίπλα  της  και  στα  εύκολα  και στα  άσχημα,  θεωρούνταν   περισσότερο  συγγενής,  παρά   εργάτης  της  οικογένειας.

Ο  Αλέξης  ακολούθησε  τη  μητέρα  του  στο  χαγιάτι, να  συναντήσει  τον  Γιάννο  και  να  τον  πείσει  να  ανέβει  επάνω,  ένα  ποτήρι  κρασί  να  πιει  μαζί  τους  και  να  τον  ρωτήσει  για  τη  φοράδα  του  και  τους  εργάτες,  που  ήξερε  από  παιδί.

Οι  πρώτες  και  πιο δύσκολες  στιγμές  αμηχανίας  όλων  πέρασαν  και με τη βοήθεια του  κρασιού  ήρθαν όλοι  και  χαλάρωσαν  και άρχισαν  να  μιλάνε  όμορφα,  ευγενικά  και  πρόσχαρα  και  να  χαμογελάνε  ακόμη,  υψώνοντας   ξανά  και  ξανά  τα  ποτήρια  τους  και  συνοδεύοντας  τα  τσουγκρίσματά  τους με  ευχές  και  παινέματα.

<<Βρήκατε  σπίτι  στην πόλη,  τακτοποιήθηκε  το  παιδί;>>,  ενδιαφέρθηκε  η  γιαγιά   Αμαλία  για  πιο  πρακτικά  ζητήματα,  που  αφορούσαν  την  εγγονή  της.  

<<Τα  Σαββατοκύριακα  και  τις  αργίες  θα   είσαι  πάντα  εδώ  Αμαλίτσα  μου, έτσι  δεν  είναι; Και  ό,τι  χρειαστείς  εμείς  είμαστε  εδώ,  δε  θέλω  να  ανησυχείς  για τίποτα>>,  πρόσθεσε  και  με  το  χέρι  της  χάιδεψε  τα   λαμπερά, μακριά,  ξανθά  μαλλιά  της  εγγόνας  της.

<<Καλές  είναι  οι  βόλτες  και  οι  επισκέψεις,  αλλά  πρέπει  και  να  μελετά. Δεν  είναι  κακό  να  περνά  και  κάποιες  μέρες,  που  δεν  έχει  παραδόσεις,  στο  σπίτι,  διαβάζοντας!>>,  προσπάθησε  η  Αγγελική  να  κρατήσει  κάποιες  αποστάσεις  και  να  περάσει  και  το  μήνυμα  στην  πεθερά  της, ότι  θα  ήταν  παρακινδυνευμένο  το  παιδί  να  περνά  άπλετο  χρόνο  με  τους  βιολογικούς  του  γονείς.  Ο  διάβολος  έχει  πολλά  ποδάρια, όπως  λέει  μια  παροιμία.

<<Είναι  ένα  συμπαθητικό  δυαράκι,  στο  δεύτερο  όροφο  μιας  πολυκατοικίας, όχι  πολύ  μακριά  από  τη  σχολή   μου, ευτυχώς,  στη  Στησιχόρου>>,  ξανάφερε  την  κουβέντα  στα  πρακτικά  ζητήματα  η  μικρή  Αμαλία.

<<Στησιχόρου  είπες>>,  ρώτησε  έκπληκτος  ο  Άρης.

<<Ξέρεις  μικρή,  παλιά,  που  ήμασταν  στο  Γυμνάσιο, μέναμε  με  τον  πατέρα  σου  σε  ένα μικρό  σπιτάκι  με  αυλή  σε  μια  οδό,  που  λεγόταν  Στησιχόρου.  Θυμάσαι  Αλέξη. Τα  πρώτα  χρόνια,  που  μέναμε  εκεί  είχαμε  και τη  γιαγιά  μαζί  μας, την  Αριστέα. Μετά,  όταν  ο  πατέρας  σου  αποφοίτησε  και  η  γιαγιά  πέθανε  εγώ  έμενα  μόνος  μου  εκεί >>,  οι  αναμνήσεις  επέστρεψαν,  άλλες νοσταλγικές και  άλλες λάμες  κοφτερές  και  η  φωνή  του  Άρη  αλλοιώθηκε  και  βράχνιασε  από  τη  συγκίνηση.

<<Ναι, έτσι  είναι. Τώρα  που  το  λες,  έτσι  ονομαζόταν  ο  δρόμος,  που  μέναμε.   Έχει  αλλάξει  όμως  τόσο  η  πόλη  και εγώ  λείπω  τόσα  χρόνια, δεν  ξέρω  αν  πρόκειται  για  την  ίδια  γειτονιά  τελικά  ή  είναι  άλλη, που της  δόθηκε  το  όνομα  αυτό>>, μπήκε  στη  συζήτηση  και   ο  Αλέξης  κοιτάζοντας  με  νόημα  τη  γυναίκα  του,  την  Αγγελική.  Απλή  σύμπτωση  ήταν άραγε,  που  σε  ολόκληρη  την πόλη  η  κόρη  τους  θα  διέμενε  στο  ίδιο  μέρος,  που  κάποτε έμενε  και  ο  ίδιος  με  τον αδερφό  του,  τον  αληθινό  πατέρα  της  Αμαλίας  ή  έπρεπε  να  αρχίσουν  να  ανησυχούν!

Η  μόνη,  που  τόση  ώρα  στο  τραπέζι,  δεν  άνοιξε  το  στόμα  της  να  πει μια  κουβέντα,  ήταν  η  Θάλεια. Άκουγε  μοναχά εκείνη,  έχοντας  τα μάτια  της στυλωμένα  στην  Αμαλία  επάνω, στο  σπλάχνο  της.  Τι  όμορφη  Θεέ  μου  και πόσο  μοιάζει  του  πατέρα  της!,  σκεφτόταν  και  προσπαθούσε  με  κόπο  να  κρατήσει  τα μάτια της  στεγνά,  να  μην  προδοθεί.

Γρήγορα  σηκώθηκε  από το  τραπέζι,  αφήνοντας  σχεδόν  ανέγγιχτο  το  φαγητό  της, προφασιζόμενη  αδιαθεσία:

<< Ο  ίλιγγος  δεν μου  έχει  περάσει  τελείως  και  καλύτερα  θα  ήταν  να  πάω  να  ξαπλώσω>>,  ζήτησε  συγγνώμη  η  Θάλεια  και  απομακρύνθηκε. Μαζί  της  σηκώθηκε  και  την  ακολούθησε  η  Αμαλία,  η  μικρή,  να  βοηθήσει ,  είπε,  τη  γυναίκα, μη  τυχόν  και  ξαναπέσει.

Η  μοίρα  είχε  πια  ξεκινήσει  το  υφαντό  στον αργαλειό  της  και  κανείς  δεν μπορούσε  να  την αποκόψει  από  το  έργο  της.  Τα  μελλούμενα  ήταν  πολύ πιο κοντά  από  ό,τι  πίστευε  κανείς  την  ώρα  εκείνη  και ούτε  φυσικά   μπορούσαν να  τα   εμποδίσουν.

<<Σε  ευχαριστώ,  κορίτσι  μου,  είμαι  καλύτερα >>,  κατάφερε  με  δυσκολία,  από  τη  φόρτιση  τη  συναισθηματική,  η  Θάλεια  να  προφέρει  επιτέλους  τις πρώτες  λέξεις  στην  κόρη  της, χωρίς  να  πέφτει  επάνω  της,  δαμόκλεια σπάθη,  το  βλέμμα  των υπολοίπων,  μόλις  κάθισε  στην άκρη  του  κρεβατιού  της.

Απέναντί  της  κάθισε  και  η  Αμαλία,  για  λίγο,  να  σιγουρευτεί  πως  πράγματι  ήταν  καλά  η  Θάλεια  και δεν  τη  χρειαζόταν  άλλο.

Σε  μια  απέλπιδα  κίνηση  η  μάνα άρπαξε  τα  χέρια  του  παιδιού  της  και  τα  έφερε  στα  χείλη  της  κοντά,  σαν  άγιο  εικόνισμα,  και  τα   φιλούσε  και  τα έβρεχε  με  τα  ζεστά της  δάκρυα.

<<Σε  ευχαριστώ  κορίτσι  μου,  που  είσαι  τόσο καλό, τόσο  ευγενικό  παιδί !>>

<<Μα  δεν  έκανα  τίποτα,  ήθελα  άλλωστε  και  εγώ  να  σηκωθώ από  το  τραπέζι,  σα  να  παράφαγα,  και  ήθελα  και το  σπίτι  να  δω,  μεγάλο  και  όμορφο  είναι  πολύ>>,  ξαφνιάστηκε  η  Αμαλία  με  την  αντίδραση της  Θάλειας.

Κάπως  υπερβολική    και  παράξενη  τη  θεώρησε, αλλά  δεν  έδωσε  συνέχεια  μέσα  της,  αποδίδοντάς  τη  στην  αδιαθεσία  της  και  αφού  τη  χαιρέτησε  επέστρεψε  στο  σαλόνι  με  την  οικογένειά  της.

Οι   επισκέψεις  της  Αμαλίας   στο  κτήμα  ήταν  συχνότατες,  τουλάχιστον  τον  πρώτο  χρόνο  φοίτησής  της  στο  πανεπιστήμιο,  μέχρι  να  καταφέρει  να  εγκλιματιστεί  στις  νέες  συνθήκες  και  να  στρώσει  τη  ζωή  της  τη  φοιτητική  εκεί.

Ο  Άρης  σχεδόν πάντα  ήταν  απών  σε  εκείνες  της  επισκέψεις  της  Αμαλίας και  όποτε  τύχαινε  να  βρίσκεται  στο  σπίτι  φρόντιζε,  όσο ο  καιρός  το  επέτρεπε,  να  περνά  το  χρόνο  του  έξω,  στην ύπαιθρο,  στα  χωράφια  και  στα  γύρω  χωριά ή  κλειδωνόταν  στο  γραφείο  του  και  έβγαινε  μόνο  την  ώρα  του   μεσημεριανού   τους,  ώρα  ιερή  και  ακίνδυνη για  το  οτιδήποτε.

 Άλλοτε  πάλι επέστρεφε  στο  σπίτι  τις  πρώτες  ώρες  της  βαθιάς  νύχτας  και  έφευγε  με το  πρώτο  ξεμύτισμα  του  ήλιου. Η  όποια  επικοινωνία  με  την <ανεψιά > του  περιορίζονταν  στα  άκρως  τυπικά  και  επιφανειακά  ζητήματα,  όπως  ο  καιρός,  η  υγεία  των  δυο  τους  και  η   φοιτητική  της  ζωή.

 Μεγάλη  πάλη  γινόταν  στην  ψυχή  του  Άρη,  σκληρότερη  και  από  αυτή  της  επιβίωσης  της  δικής  του  και  της  προστασίας   της  περιουσίας  του, ντρεπόταν  πολύ  κάθε  που  αντίκριζε  το  σπλάχνο  του  και,  όταν  έμενε  με  τον εαυτό  του,  τον έφτυνε  και  δεν  ήθελε  ούτε  το  είδωλό  του  να  αντικρίζει  στη  γυαλιστερή  επιφάνεια  της  ντουλάπας  του,  για  όσα  με  την  επιπολαιότητα  και  την  αναλγησία  του  είχε  προκαλέσει.

Η  Αμαλία,  ήταν  πραγματικά  ευτυχισμένη  στα  γεράματά  της,  μετά  από  τόσα  δεινά  και  αναποδιές,   έστω  και  αν  αυτή  της  η  ευφορία  και  ψυχική    ανάταση  ήταν  σαν  την  κανέλα,  που  έριχνε  στο  ρυζόγαλο,  που  τόσο  άρεσε  στην  εγγονή  της,  όπως  άλλωστε  και  στο  γιο  της,  τον  Άρη,  ήταν  γλυκιά  και  πικρή  μαζί.

Με  λαχτάρα  περίμενε  κάθε  απόγευμα  Παρασκευής  την  εγγόνα  της,  να  έρθει  να  δώσει  λίγη  χαρά,  λίγη  ζωή  στη  θλιβερή  μοναξιά  του  σπιτιού  της. Την  έκρυβε  στην  αγκαλιά  της  μέσα  και  μαζί  της  χανόταν  σε  τόπους  και  μονοπάτια  της   μνήμης   της  γνώριμα,  όμορφα  και  παραμυθένια,  σαν  τις  αγορές  με  τις  πραμάτειες  τις  πλουμιστές,  της  Ανατολής.

 Και  τι  δε  θα  έδινε,  τα  πράγματα  στη   ζωή  όλων  να  είχαν  πάρει  μια  άλλη  ρότα,  και  το  κορίτσι  να  μεγάλωνε,  καθώς  αυτό  ήταν  το  σωστό,  με  τους  δυο  του γονείς, τους  πραγματικούς!  

Σπλάχνο  δικό  της  ήταν  και ο  Αλέξης  της ,  που  μεγάλωνε  την  εγγονή  της  και  της  στεκόταν  καλύτερος  και  από  όλους  τους  πατεράδες  του  κόσμου  και  ας  μην τον αντάμειψε  η  μοίρα  για  την  καλοσύνη  και  την αγνότητα  της  ψυχής  του,  στέλνοντάς  του   ένα  δικό  του  παιδί,  και   πόναγε  μέσα  της,  αλλά  σα   μάνα  πόναγε   και   για   το  άλλο  της  το  παιδί,  τον   Άρη,   που  μισός  και  σακατεμένος  βάδιζε  το  δρόμο  της  ζωής  του,  της  άδικης  και  μίζερης  πολύ.

 Το  παιδί,  που  είχε  έρθει  στον  κόσμο, η  Αμαλία,  αίμα  δικό  του  και  της  Θάλειας, αν  οι  συνθήκες  ήταν  διαφορετικές,  σκεφτόταν   η  δόλια  μάνα,   θα  μπορούσε  να  ήταν  τελικά  το  γιατρικό,  που  θα  έκλεινε  τις  πληγές,  που   άνοιξε  η  ζωή  μέσα  στην  ψυχή  του  Άρη  της,  μα  πιο  πολύ  ο  άλλος  του,  ο  κακός  του  εαυτός.  Αυτόν,  που  όλοι  μας  φέρουμε  από  τη  γέννησή  μας  μέσα  μας,  και  που   εκείνος, δυστυχώς,  δεν  μπόρεσε  να  τον  θάψει  στα  πιο  βαθιά  μπουντρούμια  της  ψυχής  του, αλλά  τον  άφησε  να  δυναμώσει,  να   ανδρωθεί,   στην    ψυχή  και  στο  μυαλό  του  αφέντης  να  γενεί   και  εξουσιαστής.

Αν η  γιαγιά  Αμαλία,  παρά  τη  χαρά  της,  ένοιωθε  εγκλωβισμένη  στα  τερτίπια  τα  παράξενα της  ζωής, η  Θάλεια,  που  δεν  πίστευε  πια  ούτε  στο  καλό  ούτε  στο  διάολο,  ζούσε  την  πιο  λαμπερή  περίοδο  της  ζωής  της.  Το  κοριτσάκι  της,  το  σπλάχνο  των  σπλάχνων  της,  που  βίαια  και  άκαρδα  της  απέσπασαν  μέσα  από  την   αγκαλιά  της,  ξεριζώνοντας  έτσι  την  ίδια  της  την  καρδιά,  το  είχε  κοντά  της,  στο  σπίτι,  στην  κάμαρη,  στα  χέρια  της  μέσα,  έστω  και  αν  το  παιδί  δεν  γνώριζε  την αλήθεια.

  Ένα  όνομα  μητρός σε  ένα  χαρτί  δηλωμένο  δεν  είχε  καμιά  σημασία,  καμιά  αξία  για  εκείνη.  Ο  νόμος  και  το  γράμμα  του  σε  τίποτα  δεν  μπορούσε  να  αντιπαρατεθεί  σε   αυτά,  που  επίτασσε  η  καρδιά   της.

Με  ολάνθιστο  περιβόλι  μέσα  στο  καταχείμωνο  έμοιαζε  η  ζωή  της  Θάλειας   πια  στο  κτήμα.  Τα  χρόνια,  που  είχε  χάσει  μακριά  από  την  κόρη  της,  με  κινήσεις  προσεκτικές, ένα  ένα  βήμα  τη  φορά,  για  να  μην  προκαλέσει  την  απορία,  την  αμηχανία  και  τον  προβληματισμό  της  Αμαλίας,  της  κόρης  της,  προσπαθούσε  να  φέρει  πίσω,  το  χαμένο  καιρό  και  όσα  της  στέρησαν  ήθελε  να  ξαναβρεί   και  πάλι,  να  χαρεί  και  να  γευτεί.

Τις  ηλιοφώτιστες  και  γλυκές  μέρες  τις  περνούσαν  οι   δυο τους  έξω,  τρυγώντας,  μέλισσες  εργατικές,   τις  ομορφιές  της  φύσης   και  της  πλάσης  ολάκερης,  σα  δυο  φίλες, που  η  ζωή  κάποτε τις χώρισε,  αλλά  για  έναν  λόγο  ακατάληπτο  και  ανεξήγητο,  μάλλον  καρμικό,  τις  έφερε  πάλι   κοντά  και  δέθηκαν.  Ήταν   σα  να  είχαν  γεννηθεί   για  να  συναντηθούν  στον  κόσμο  αυτό  και  να  τον περπατήσουνε  μαζί.

Όλη  την  ιστορία  και  τη γεωγραφία  της  Θράκιας  γης,  εξηγούσε  η  Θάλεια  και  αποτύπωνε  στην  ψυχή  της  κρυφής  της  κόρης. Δεν  υπήρχε  κομμάτι  της  πανίδας  και  της  χλωρίδας  του  τόπου,  που  να  μην  το  ξετρύπωνε και  να  μην  έκανε  τις  συστάσεις  με  την  Αμαλία.  Όσα  μυστικά  γνώριζε  για  τα  χώματα  γύρω  τους  τα  αποκάλυπτε  ένα  προς  ένα,  εκτός  φυσικά  από  το  πιο  βαρύ,  το  πιο  θανατερό,  πως  ήταν  η  μάνα,  η  πραγματική  εκείνης.  

Οι  βόλτες  μέχρι  τη  θάλασσα  ήταν η  αγαπημένη,  καθημερινή  σχεδόν  συνήθεια  και  των  δυο  τους.  Μα  πιο  πολύ  τις άρεσε  η  επίσκεψη  στον  επίγειο  παράδεισο  του  πλωτού  μοναστηριού,  του  Αγίου  Νικολάου,   σμαράγδι  λαμπερό   εκείνο,  μέσα  στα  γκριζογάλανα  νερά  της  λίμνης.  Αυτή  ήταν  η  πιο  γλυκιά  τους  διαδρομή.  

Με  ένα  μυστηριακό  τρόπο  οι  ψυχές  και  των  δυο  τους,  άλογα  ατίθασα  και  νευρικά, από  τους  χυμούς  της  νιότης  η  μια,  από  την  έξαψη  της  επαφής  με  την  κόρη  της  η  άλλη,  ήταν  σα  να  ξαπόσταιναν  εκεί  μέσα,  ησύχαζαν  και  γαλήνευαν  όπως  τα  νερά,  τα  ακύμαντα,  τα  αμίλητα  της  λίμνης,  όταν  επικρατούσε  κάψα  και  νηνεμία  μαζί.

Τις  βροχερές  και  κρύες  μέρες  πάλι  του  χειμώνα,  καθόταν  άλλοτε  οι  δυο  τους  και  άλλοτε  και  με  τη  γιαγιά  Αμαλία  μαζί  και  μοιραζόταν  ιστορίες  παλιές, ξεχασμένες   και  όμορφες,  το  ακίνδυνο  και  εξιδανικευμένο  παρελθόν,  αυτό  που  όλοι  θέλουμε  να  κρατάμε  μέσα  μας  ζωντανό,  για  να  μας  θυμίζει  τον καλό  μας εαυτό  και  με  συμβουλάτορα  και  φανοστάτη  αυτόν  να  προσπαθούμε  να  διαβούμε  το δρόμο  της  υπόλοιπης  ζήσης  μας.

Μια  τέτοια  μέρα,  δίπλα  στο  τζάκι,  που   οι  φλόγες  πύρωναν  ευχάριστα  τα  μάγουλα  και  τις  παλάμες  των  παγωμένων  χεριών  των  δυο  τους,  η  Αμαλία  άνοιξε  την  καρδιά  της στη  Θάλεια  και  της  μίλησε  για  όσα  ένοιωθε  μέσα  της  για  έναν  συμφοιτητή  της,  εδώ  και  κάμποσο  καιρό.

Ήταν  ήδη  στο  τρίτο  έτος  των  σπουδών  της  και  η  συμπάθεια  και  η   αμοιβαία   εκτίμηση  και  έλξη,  που   ένοιωσαν  από  την  αρχή   εκείνη  και  ο  Βάιος,  έτσι  ήταν  το  όνομα  του  αγοριού,  δικηγόρος  σπούδαζε  και  αυτός,  με  καταγωγή  από  τον  Έβρο, γρήγορα  εξελίχθηκε  σε  κάτι  παραπάνω,  πιο  έντονο,  σχεδόν  σαρωτικό.  Της    μίλησε  χωρίς  φόβο, αλλά  με  πάθος  για  τον   πόθο,  που  ένοιωθε  για  το  νεαρό  συμφοιτητή  της  και  για  τα  όνειρα,  που  έκανε  για  τους  δυο  τους.

<<Μη  βιάζεσαι  κορίτσι  μου,  πρέπει  να  γνωρίσεις  καλά  τον άλλον,  για  να  καταλάβεις  ποιος  και τι  είναι,  γιατί  και ο  διάβολος  μοιάζει  στον  άγγελο  πολύ, πάρα πολύ.

Είσαι  μικρή  ακόμη   και  πρέπει  να  κάνεις  τα  πράγματα  στην ώρα  τους,  να  τα γευτείς  όλα,  να  τα  ζήσεις  όλα, να  μη  γίνουν  ποτέ  απωθημένο  σου,  που  θα  σε  κρατά  πίσω, στη  σκοτεινή  πλευρά  της  ζωής,  την  άσχημη,  τη βασανιστική!

 Ρόδο  είναι  ο  έρωτας  από  τα  πιο  όμορφα,  τα  πιο  ευωδιαστά,  αλλά αν  δεν  ξέρεις  πως  και  από  που  να  το  κρατήσεις,  εκείνο  θα  σε  τρυπήσει,  θα  σε  ματώσει   και  η  πληγή  αυτή,  ίσως  και  να  μην  κλείσει ποτέ>>,  της  εξηγούσε  η  Θάλεια,  που  μπορεί  πείρα  σε  ερωτικής  φύσης  θέματα  να  μην  είχε, την  προδοσία  όμως  την   είχε  βιώσει  για  τα  καλά   από εκείνους,  που  αγάπησε  και  εμπιστεύτηκε  και  μάλιστα  στην  πιο  ανάλγητή  της  μορφή.

Παρά  την  κακή  τύχη  τη  δική  της  και  τη  βαθιά  της  θλίψη,  ποτέ  δεν   επιχείρησε  να  σταματήσει  την   Αμαλία   ή  να  αλλάξει  τη  συζήτηση,  όσες  φορές  εκείνη  έφερνε  την κουβέντα  στον  Βάιο.  Πάντα  την  άκουγε  με  προσοχή  και  ηρεμία,  στωικά  υπομένοντας,  όσα  ακόμα  η  μοίρα  της  επιφύλασσε  να ζήσει.  Χαμογελούσε με  τον νεανικό  ενθουσιασμό  και  τη λαχτάρα  της  κόρης  της  να  αγαπήσει  βαθιά  και  να  αγαπηθεί   και  προσπαθούσε,  όσο  της  επιτρεπόταν,  να  χαλιναγωγήσει    λίγο  τη  βιάση  και  τον  άκρατο   αυθορμητισμό  της.

Την  εμπιστευόταν  πολύ  η  Αμαλία  τη  Θάλεια,  την αγαπούσε  βαθιά   και  ένοιωθε  μέσα  της  έντονη  την επιθυμία  να  τη  συναντά  και  να  συζητά   μαζί  της   τα  πάντα.  Έτσι  δεν  ένοιωθε  ούτε  για  τους ίδιους  της  τους  γονείς,   έπιανε   συχνά   τον  εαυτό  της,  να  παραδέχεται.  Κάποια  φορά   μάλιστα  το  εκμυστηρεύτηκε  αυτό  και  στη  γιαγιά  της, την Αμαλία,  σε  μια  κουβέντα,  που  είχαν  για  τη  Θάλεια.

<<Είναι  που  τη  βλέπεις  πολύ  συχνά  και  είναι  πιο  κοντά  στην  ηλικία  τη  δική  σου  από  ό,τι  εγώ  και,  όταν  ένα πράγμα  γίνεται  καθημερινότητά  μας  το  αποζητάμε  όλο  και  πιο  πολύ.  Είναι  σαν  το  φαγητό,  που  τρώγοντας  μας  έρχεται  η  όρεξη>>, της  είχε  πει  εκείνη  τότε  βιαστικά  και  απλοϊκά,  προκειμένου  να  κλείσει  την  κουβέντα  στα  γρήγορα.  

  Ζήτησε  εκείνη  να  μάθει από  τη  γιαγιά  της  περισσότερα  πράγματα για  τη Θάλεια,  για   πιο  προσωπικά  ζητήματα,  που  ντρέπονταν  να  ρωτήσει  την  ίδια. Σα  να  περίμενε  από  καιρό  η  Αμαλία  τη  συζήτηση  αυτή  με  την  εγγονή  της  και  δεν  έδειξε  ούτε  έκπληξη  ούτε  απορία  ούτε  ενόχληση.  Παίρνοντας  το  πιο  φυσικό  και  ανεπιτήδευτό  της  ύφος  αφηγήθηκε  στην  εγγονή  της  όλη  την  ιστορία  της  Θάλειας  ακριβώς,  όπως  ήταν,  με  μόνη  διαφορά  ότι  απέκρυψε  από  εκείνη   τη  γέννηση  του  ενός  και  μοναδικού  παιδιού  της,  την  ίδια.

<< Ήταν  πολύ  δύσκολα  τα  χρόνια  εκείνα  παιδί  μου,  σκληρά  σαν  το  σίδερο,  βαριά  σαν  την  πέτρα,  και  σε  νησί,  βραχώδες  και  ανεμοδαρμένο, όπως  η  Σαμοθράκη,  η  ζωή  ήταν  ακόμη  πιο  στερημένη  και  πικρή.  Έξι  παιδιά  μεγάλωναν  σε  δυο  κάμαρες  μέσα  μαζί  με  τους  γονείς  τους, τα  πιο  πολλά  θηλυκά.  Τι  να  έκανε  ο  έρμος  ο  πατέρας  με  τόσα  στόματα! Λίγα  τα  λιόδεντρα, πεισματάρα  και  σφιχτή  η  θάλασσα  τις  πιο  πολλές  φορές,  δεν  χόρταιναν  οι  ανθρώποι.

Η  κυρά  Αργυρώ, θεός  σχωρέστην, μαμή  καλή  και  άγια  γυναίκα, που  ήξερε  από  τα  δύσκολα  της  ζωής,  καθώς  ξεριζωμένη  από  την  πατρίδα  της  και με το  τίποτα  στα  χέρια  ήρθε  στα  μέρη  αυτά, με  επισκέφτηκε  μια  μέρα   και  με παρακάλεσε  να  την  πάρουμε  κοντά  μας. Ένα  κορίτσι  14  χρονών  ήταν  τότε  η  Θάλεια  και  συγγένισσα  των  ανθρώπων, που  άνοιξαν  το  σπιτικό  τους  και  φιλοξένησαν  εκείνη  μαζί με  τον  άντρα  της, καθώς  ήρθαν πρόσφυγες  από  τις  πατρίδες,  τις αλησμόνητες  και  εγώ  έστρεξα  και  την έφερα  εδώ, έναν  άνθρωπο  στη  μοναξιά  και  την απομόνωσή  μου  να  έχω.

Μεγάλωνε  και  άνθιζε  και  ομόρφυνε  μέρα  με  τη  μέρα  όλο  και πιο  πολύ  και  χαιρόμασταν  όλοι,  που  έλαμπε  έτσι  και  ένοιωθε  καλά,  ώσπου  τα  βέλη  του  έρωτα  λάβωσαν  την καρδούλα της  την τρυφερή,  την  αγνή.

 Απαγορευμένος  ήταν  ο  έρωτας  εκείνος,  καταδικασμένος  να  τελειώσει,  πριν καν αρχίσει.  Έσβησε  γρήγορα  και  εχάθη  το  πάθος  το  βαθύ,  αφήνοντας  πληγή  ανοιχτή,  μαράζι  κρυφό  και  σκοτεινό  στην  ψυχή  του  κοριτσιού.  Πήρε  τον ομματιών  του ο  λεγάμενος,  ο  δειλός  και  τιποτένιος,  άντρας  με  γυναίκα  άλλη  ήτανε  αρραβωνιασμένος  και  έτοιμος  να  παντρευτεί,  έφυγε  από τα  μέρη  μας  και………..  ούτε, που  ακούσαμε ποτέ  κάτι  γι’  αυτόν.

 Και  εκείνη  θάφτηκε   εδώ  μέσα,  σκοτείνιασε  ο  ήλιος  στα  μάτια της,  χάθηκε  η  χαρά  και  η  ζωή  από  μέσα  της  και  έμεινε  εμένα  τη  γριά  να  συντροφεύει  και  να  γιατροπορεύει,  αντί  παιδιά  δικά της  να  ανασταίνει,  σπιτικό  δικό της  να κουμαντάρει>>,  μιλούσε   η  Αμαλία,  συνεπαρμένη  από  την  ανάγκη  να  βγάλει  το  πύον,  που  τόσα  χρόνια  μαζεύτηκε  μέσα  της   και  είχε  κακοφορμίσει  και  ούτε,  που  ένοιωσε  τα  δάκρυα  της,  ζεστά  και  αλμυρά  εκείνα,  να  κυλούν  στα  λιπόσαρκα  μάγουλά  της,  τα  χλωμά, που  είχαν την  όψη  του  φεγγαριού  τις νύχτες,  τις  πιο   υγρές.

<<Ε,  τι  έπαθες  γιαγιά,  μη  μου  στεναχωριέσαι,  ό,τι  έγινε  έγινε,  ας  μείνουν  εκείνα  στη  λήθη  και  εμείς  στο  τώρα.  Μια  χαρά  τη  βλέπω  εγώ  τη Θάλεια,  φαίνεται  πως  το  έχει  ξεπεράσει.

Έχει  συμβιβαστεί  με  τη  ζωή  της,  όπως  είναι,  και  είναι  καλά.  Και   σε  αγαπάει  τόσο  πολύ, πουθενά  δεν  θα  ένοιωθε  καλύτερα. Καμιά  φορά  αυτό,  που  για  τους  άλλους  είναι  ασχήμια  και  συμφορά,  για  τον  ίδιο  μπορεί  να  είναι  αναπαμός  και  λύτρωση,  και  αν  δεν είναι  έτσι,  τότε    βρίσκει   εκείνος  τον  τρόπο  να  το  φέρει  στα  μέτρα  τα  δικά  του,  να  το  σιάξει,  να  ισορροπήσει.  Δικό  μας  χρέος  δεν  είναι να  τον κρίνουμε  και  να  τον  λυπόμαστε,  αλλά  να   στηρίζουμε  τις  επιλογές  του>>,  αγκάλιασε  η  μία  Αμαλία  την άλλη  Αμαλία  και  έμειναν  έτσι, ώσπου  το  φεγγάρι  μπήκε  κλεφτά  στη  σάλα  μέσα  και  έσμιξε  το  φως  του  με  αυτό  της  φλόγας  από  το  αναμμένο  τζάκι.

Το  καλοκαίρι  του  1995   είχε   φτάσει   με  βήματα  γοργά  και  η  εξεταστική  του θερινού  εξαμήνου  τελείωσε  για  την  Αμαλία  και  μάλιστα  με  μεγαλύτερη  επιτυχία  από  την αναμενόμενη,  αφού  εκείνη   είχε   καταφέρει  να  περάσει  και  μάλιστα  με  καλούς   βαθμούς   όλα  τα  μαθήματα,  στα  οποία  εξετάστηκε.  Με  ανακούφιση  μεγάλη  και  αδημονία  για  το  ταξίδι  της  στο  νησί, ετοίμαζε  τις  βαλίτσες  της  και  ασχολούνταν  με  τις  τελευταίες  εκκρεμότητες,  όταν  δέχτηκε  από  τον  πατέρα  της  ένα  τηλεφώνημα, άκρως  ανησυχητικό  και  στενάχωρο.

<< Αμαλία  μου,  εδώ  και  λίγο  καιρό  η  μητέρα  σου  αντιμετωπίζει  ένα  πρόβλημα,   μάλλον   σοβαρό  με  την υγεία  της.  Πιστεύαμε  ότι  θα  το  ξεπερνούσε  γρήγορα  και  δε  θέλαμε  πιο  πριν  να σε  αναστατώσουμε. Όμως   τα  πράγματα  δεν  εξελίχθηκαν,  όπως  τα  περίμενε  ο  γιατρός,  που  την  παρακολουθούσε  στο  νοσοκομείο,  στη  Ρόδο,  και  μας  στέλνει   στην  Αθήνα.  

Αύριο  φεύγουμε  για  τον  <Άγιο  Σάββα>,  είναι  νοσοκομείο  αντικαρκινικό-ογκολογικό, έχουν  ειδοποιηθεί  και  μας  περιμένουν. Έλα  παιδί  μου  εκεί.  Θα  χαρεί  η μητέρα  σου  πολύ  να  σε  δει,  δεν  θα  της πω κάτι, θα  είναι  έκπληξη  για  εκείνη, μήπως  και  δω  το  χαμόγελό  της  και  πάλι, έστω και  για  μια  στιγμή…>,  λύγισε  ο  Αλέξης  και  για  να  μην  πικράνει  την  κόρη  του  περισσότερο  βιάστηκε  να  κλείσει  το  τηλέφωνο.

Όλη  τη  νύχτα  την πέρασε  η  Αμαλία   στο  μικρό   μπαλκόνι  του  σπιτιού  της  να καπνίζει  το  ένα  τσιγάρο  μετά  το  άλλο,   περιμένοντας  να  φωτίσει  η  μέρα,  για  να  φύγει  για  την  Αθήνα.  Τι  κεραμίδα  στο  κεφάλι  της  ήταν  αυτό,  που  της  αποκάλυψε  το  προηγούμενο  βράδυ  ο πατέρας  της.  Από  πότε  η  μαμά  της  ήταν  άρρωστη!  Το  Πάσχα,  που  πέρασε  μαζί  τους  ήταν  όλοι τόσο  ευδιάθετοι  και  ευτυχισμένοι.  Ποτέ  δεν αντιλήφθηκε  το  παραμικρό  ούτε  και  εκείνοι  άφησαν  κάτι  να  εννοηθεί  για  την  υγεία  της  Αγγελικής,  της  μητέρας  της.

 Γιόρτασαν   τότε,  έφαγαν,  ήπιαν,  διασκέδασαν,  όλα  καλύτερα  από  ποτέ.  Πώς  έτσι  ξαφνικά  και  τόσο  γρήγορα  αρρώστησε  εκείνη  και  μάλιστα  τόσο  σοβαρά,  που  δεν  μπορούσαν  να   αντιμετωπίσουν  την  ασθένειά της  τόσοι  γιατροί  στο  μεγάλο  νοσοκομείο  στη Ρόδο  και  έπρεπε  να πάνε  στην  Αθήνα!  Και  σε  ποιο  νοσοκομείο  της  είπε  ο  πατέρας  της,  ογκολογικό-αντικαρκινικό,  ανέφερε!

 Όχι  η  μαμά  η  δική  της  δεν  είχε  καρκίνο,  δεν μπορούσε  να  έχει  αυτή  την  καταραμένη  αρρώστια.  Η μαμά  η  δική  της  ήταν  η  πιο  γερή   και  δυνατή  γυναίκα  στον  κόσμο.  Ήξερε  από  μικρή  να  παλεύει  με  θηρία και, ακόμη  και  αν  ήταν  ο  καρκίνος  εκείνος,  που  την έβαλε  στο  στόχαστρό  του,  εκείνη  θα  τον  νικούσε,  δε  γινόταν  αν  μην  τον  νικήσει!

  Όλη  τη  νύχτα  βάδιζε πάνω κάτω με  τα  μηνίγγια της  να σφυροκοπούν  με  λύσσα  μέσα  της  και  τα  μάτια  της,  κατακόκκινα  από  την  κάπνα  των  τσιγάρων   και  την  αυπνία,  να  πονούν   και  να  τσούζουν, ενώ   δάκρυα  καυτά  έτρεχαν  και έβρεχαν  τα  μάγουλα  και  το  λαιμό  της.

Αργά  το  απόγευμα,  την  άλλη  μέρα,  έμπαινε  επιτέλους  το  πούλμαν  στο  Σταθμό  Υπεραστικών  Λεωφορείων,  στον  Κηφισό,  και  περιμένοντας  εκείνη στη  στάση   για  ταξί,  με  την  αγωνία  να  έχει  σκαρφαλώσει  στην  πιο υψηλή  και  απάτητη  κορυφή, θυμόταν  και  έλεγε  από  μέσα  της  όλες  εκείνες  τις  προσευχές,  που  της  είχε  μάθει  η  μητέρα  της  να  λέει,  γονατισμένη,  κάθε  βράδυ,  στην  άκρη  του  παιδικού  της  κρεβατιού,  να γίνει  καλά  η  μανούλα  της.  Παρακαλούσε  την  Παναγιά,  να  τη  βοηθήσει,  γιατί  μόνο  εκείνη  γνώριζε  πόσο  δυνατός  είναι  ο  πόνος  του  αποχωρισμού  μιας  μάνας  από  το παιδί  της.

  Με  τη  βοήθεια  μιας  νοσοκόμας,  που  συνάντησε  στην  είσοδο του  μεγάλου  νοσοκομείου, προσανατολίστηκε  και  έφτασε  γρήγορα  έξω  από  την πόρτα  του  δωματίου,  που  νοσηλευόταν  η  μητέρα  της. Φόρεσε  το  πιο  γλυκό,  το  πιο  ανέμελο, το  πιο  τρυφερό  της  χαμόγελο,  έσφιξε  σε  γροθιές  τις  υγρές  και  κρύες  παλάμες  της, παρά  την υψηλή,  καλοκαιρινή  θερμοκρασία,   που  επικρατούσε  στην  αθηναϊκή  ατμόσφαιρα,  και  άνοιξε  την  πόρτα.

 Η  μητέρα  της  χλωμή, θλιμμένη  και εμφανώς  καταβεβλημένη ήταν  ξαπλωμένη  σε  ένα  κρεββάτι,  κάτω από  το  μεγάλο  παράθυρο,  με τις   φωτογραφίες  των  Αγίων,  αραδιασμένες, σε καρφιά  περασμένες,  χάντρες  κομπολογιού,  στον  κατάλευκο  τοίχο  επάνω, να  στέλνουν  σιωπηλά  ευχές  και  παρηγοριά   στην  άρρωστη   γυναίκα,  ενώ  ο  πατέρας  της  σε  μια  καρέκλα  δίπλα της,   της  κρατούσε  το  χέρι,  της  μιλούσε   και   της   χαμογελούσε,  όπως  όταν  καθόταν  και  έπιναν  τον  καφέ  τους  στη  μικρή  και  όμορφη   αυλή  του  σπιτιού  τους.

<<Μαμά  μου, μανούλα  μου,  πως   είσαι; Μου  τηλεφώνησε  ο  μπαμπάς  πως  κάποια  ίωση,  που  επιμένει, σε  ταλαιπωρεί  καλοκαιριάτικα  και  έπρεπε  να  έρθετε  στην Αθήνα,  για πιο  εξειδικευμένες  εξετάσεις. Θα  φύγουμε  έτσι  παρέα,  μαμά μου,  για το  νησί,  μη  ταξιδεύω  και  εγώ  τόσες  ώρες  ολομόναχη,  στο  καράβι>>, έπεσε  η  Αμαλία  στην  αγκαλιά της  μητέρας  της  και  προσπαθώντας  να  διατηρήσει  τη  φωνή  της  σταθερή  και  ευχάριστη,  χαιρέτησε  όσο  πιο  ανέμελα  και  φυσιολογικά  μπορούσε  τους  γονείς  της.

Στη  μητέρα της  μπροστά  συμπεριφέρονταν  σα  να  μη  συνέβαινε  κάτι  το  ανησυχητικό,  με  τον  πατέρα  της,  όμως  γινόταν  ο άνθρωπος,  που πραγματικά  ήταν  εκείνες  τις  ώρες.  Άφηνε  τον  εαυτό  της  να  ξεσπάσει,  να  κραυγάσει,  να  αναλυθεί  σε  κλάματα, άφηνε  την  οργή  και  τον  πόνο της,  τον  τρόμο  και  την  πίκρα,  που  την  έπνιγαν,  να  βγουν από  μέσα  της,  να  μη  τη  σκοτώσουν.

 Έτσι  κατάφερνε  όλες  τις μέρες  της  νοσηλείας  της  μητέρας  της  να  παραμένει  μπροστά   της  ήρεμη,  χωρίς  ξεσπάσματα  και  ψυχικές  μεταπτώσεις,  μεταγγίζοντάς  της  έτσι  κουράγιο  και  δύναμη,  να  βαδίσει  εκείνη το  δρόμο  τον  αγκαθωτό  ως  το τέλος,  με  σθένος  και αξιοπρέπεια.

Όλο το  καλοκαίρι  το  πέρασε  η  Αμαλία  μεταξύ  νοσοκομείου  και  ενός  δωματίου,

 σε  ένα  φτηνό  ξενοδοχείο,  στη  γύρω  περιοχή. Ποτέ  δεν  άφησαν  πατέρας  και  κόρη   την Αγγελική  ολομόναχη.

 Με βάρδιες  ήταν  πότε  ο  Αλέξης,  πότε  η  Αμαλία  στο πλευρό  της,  να  την  πιάνουν από  τους  ώμους  και  να  τη  συνοδεύουν στο  δωμάτιο  με  τις  χημειοθεραπείες  και  μετά  πάλι  εκείνοι  να   μαζεύουν  τις  παρενέργειες  από  την  εξαντλητική   θεραπεία,  στην  οποία  υποβάλλονταν  η  Αγγελική. Ένα  βήμα  εμπρός, δυο  πίσω,  μια  τόση  δα  ακτίνα  ελπίδας  τη  μια  μέρα,  άπλετο  σκοτάδι  και  πίκρα  την επομένη.  Αυτή  ήταν  η  καθημερινότητα  των  τριών  τους,  τους  τρεις  και  πλέον  μήνες  στην  Αθήνα.

<<Ό,τι  μπορούσαμε να  κάνουμε,  το κάναμε,  δεν  υπάρχει  λόγος να  ταλαιπωρείται  περισσότερο  η  γυναίκα,  μπορείτε  να την πάρετε  στο  σπίτι>>,  ήταν  τα λόγια,  καρφιά  μεγάλα,  καρφιά  μυτερά  σαν εκείνα,  που  έβαλαν οι  σταυρωτές  στη  σάρκα   Εκείνου,  όσα  ο  γιατρός,  που  της  έκανε  τη  θεραπεία  στο  νοσοκομείο,  τους  είπε  ένα  πρωινό  του  Σεπτέμβρη,  του  πιο  ζεστού  και  άνυδρου  Σεπτέμβρη  της  τελευταίας  δεκαετίας.

Οι   τελευταίες  μέρες  της  Αγγελικής  ήταν η   κόλαση,  που  περιέγραφε στη <Θεία  του  Κωμωδία>  ο  Δάντης  Αλιγκέρι  και  ακόμα  χειρότερα.

 Οι  πόνοι  της  ήταν  αφόρητοι  σε  σημείο,  που  έφτασαν  πατέρας  και  κόρη, αν  είναι  δυνατόν,  να   προσεύχονταν   να  έρθει   το  τέλος  της  γρηγορότερα, προκειμένου  να  επέλθει  η  λύτρωση   και να  περάσει  απελευθερωμένη  πια  εκείνη  στην   ανυπαρξία.

 Η  επαφή  της  Αγγελικής  με το  περιβάλλον  είχε  περιοριστεί στο  ελάχιστο   και  κάποια  λόγια,  που  έβγαιναν  από  τα  χείλη  της  δύσκολα  και  ξεψυχισμένα,   σαν  την  ανάσα της,  τη  βαριά,  ήταν   μισόλογα,  σιβυλλικά  και  μπερδεμένα.   Η  Αμαλία  δεν μπορούσε  να  καταλάβει  το  παραμικρό,  όσο  και  αν  το  προσπαθούσε.  Μόνο  το  όνομα  της  Θάλειας  ξεχώριζε  και  απορούσε  που  η  μητέρα  της  μέσα  στο  ψυχοράγημά  της  θυμόταν  και  καλούσε  κοντά  της  μια  γυναίκα,  που  μπήκε  στη  ζωή  της  από  το  πουθενά  και  που  ποτέ  δεν  είχαν  κάποια  στενή  επαφή  ή  έστω  επικοινωνία.

Ξημερώματα  της  ονομαστικής  της  γιορτής,  8  Νοεμβρίου,  που  τιμάται  η  μνήμη  της  σύναξης  των  αρχιστρατήγων  Μιχαήλ  και  Γαβριήλ  και  των  λοιπών  Αγίων  Ασωμάτων  και  Ουρανίων  Ταγμάτων,  η  Αγγελική  παρέδωσε  την ψυχή  της  στο  Δημιουργό  της  και  βύθισε  στο  πένθος  μια  κόρη,  που  τη  λάτρευε,  όπως  κάθε  παιδί  τη  μάνα  του,  και  έναν  άντρα,  που  είχε  κάνει  σκοπό  της  ζωής  του  την ευτυχία  της.

Ναι,  ήταν  ευτυχισμένοι  και  οι δυο  τους,  τα  χρόνια,  που  έζησαν  μαζί,  αυτό δεν   ήταν  ύβρη  από  τα  χείλη  του Αλέξη,  ειπωμένη,  ήταν  απλή  παραδοχή  και ειλικρίνεια. Δε  φοβόταν  εκείνος  να  το  πει,  τι  άλλο  κακό  άλλωστε  μπορούσε     να  τους συμβεί!

Πραγματικά,  στο  πλευρό  του  Αλέξη,  η  Αγγελική έζησε  χρόνια  ήρεμα, όμορφα και γλυκά.  Άλλωστε  πολύ  λίγα  ήταν  εκείνα,  που  είχε  ανάγκη  πραγματική  και  της  δόθηκαν  και  με  το  παραπάνω,  αγάπη,  ασφάλεια  και  σεβασμός.

Ο  Αλέξης  υπήρξε  από  τη  φύση  του  θεματοφύλακας   και  των  τριών  παραπάνω  αξιών  και  πολλών  περισσότερων.  Οι  δυο  τους  ήταν  σαν   τις ψυχές,  που  η  μια  αναζητά  την  άλλη  σε  ένα  αέναο  και  ατέρμονο  ταξίδι   και  που  είχαν  την  θεία  τύχη  να  συναντηθούν,  να  αγαπηθούν  πολύ   και   να  ενωθούν. Και τώρα  που  χώρισαν,  ξέρουν  πως  να  ξεκινήσουν  και  πάλι  εκείνες  το  ταξίδι  της  αναζήτησής  τους,  από  την  αρχή.

Τρεις  μέρες  έμεινε  η  Αμαλία  στο  νησί.  Πνιγόταν,  βούλιαζε  όλο  και  πιο   πολύ  στη  θλίψη  και  την  απελπισία  και  ένοιωθε  πως  αν  δεν  έκανε  τη  στιγμή  εκείνη   κάτι, αν  δεν αντιδρούσε, δεν  θα  συνερχόταν  ποτέ.

  Το  είχε  υποσχεθεί  άλλωστε  στο  προσκεφάλι  της  άρρωστης  μάνας  της  πως  ό,τι  και  να  γίνει  εκείνη  θα  συνέχιζε  το  δρόμο  της,  θα  κυνηγούσε  τα  όνειρά  της,  για  να  μπορεί  και  εκείνη  από  ψηλά  να  την  καμαρώνει  και  να  είναι  ήσυχη  πως  κάτι  καλό  έκανε  στον  κόσμο  τον  ανθρώπινο,  που  περπάτησε  και  έζησε  για  λίγο.

Και  έπειτα ήταν  και ο  πατέρας  της,  ο  Αλέξης,  αρκετά πονούσε  με  το  χαμό  της  γυναίκας  του,  να  έβλεπε  και  την  κόρη  του  σα  χαμένη, ζωντανή  νεκρή,  δεν  θα  μπορούσε  αυτό  να  το  αντέξει.  Έπρεπε  εκείνη  να  φανεί  δυνατή   και  για  τους  δυο  τους.

Με  μια  μεγάλη  αγκαλιά  και  δυο  γλυκά  φιλιά  στις  αποσκευές  της,  μπήκε  στο  βραδινό   καράβι  για  τον Πειραιά, μετά  τα  τριήμερα  της  συγχωρεμένης  της  μητέρας  της,  και  έφυγε  να  βρει  τη  ζωή,  που  άφησε  στην  κοιλάδα  της  Ροδόπης. 

 Ήταν  και  το  Πανεπιστήμιο,  που  την  περίμενε  εκεί, το  προτελευταίο,  χειμερινό  εξάμηνο  των  σπουδών  της,  είχε  ήδη  ξεκινήσει.

Το  πολύωρο  ταξίδι  με  το καράβι,  παρά  την  επιθυμία  του  πατέρα  της  να ταξιδέψει  αεροπορικώς,  πίστευε  πως  θα  τη  βοηθούσε  να  γαληνέψει,  να  ξαναβρεί  και  πάλι  τα  πατήματά  της  και  να  επιστρέψει  στην  καθημερινότητά  της  γρηγορότερα.  

<<Θα   μιλάμε  καθημερινά  στο  τηλέφωνο,  πατέρα,  και  για  τα  Σαράντα  της  μαμάς  θα  είμαι  πίσω  ξανά. Πλησιάζουν   άλλωστε  και  οι  διακοπές  των  Χριστουγέννων  και  θα  περάσουμε  πολλές  μέρες  οι  δυο  μας  μαζί. Να  προσέχεις  μπαμπά  μου,  σε  αγαπάω  πολύ>>, τον αποχαιρέτησε  και  πίεσε  τον  εαυτό  της  να  μην  κλάψει  άλλο  πια  μπροστά  του.  Μόνο,  όταν  το  καράβι  ξεκίνησε  και  βρήκε  μια  γωνιά  αθέατη,  σχεδόν μυστική,  κάπου  στο  κατάστρωμα,  άφησε  το  σώμα  της  να  χαλαρώσει,  να  εκφραστεί  ελεύθερα  και  να  ξεσπάσει.  

 Έκλαψε,  όσο  που  στέρεψε,  και  ανταμώνοντας  με  το  βλέμμα  της  τα  αστέρια  στον  ουρανό,  που  μόλις  είχαν  κάνει  την  εμφάνισή  τους,  έδωσε  υπόσχεση,  στον εαυτό  της  αυτή τη  φορά,  πως  ό,τι  κακό   και  άσχημο   της  φέρει  η  ζωή,   εκείνη δεν  θα  χαλαλίσει  ούτε  ένα  δάκρυ  πια.  Μόνο  θα   προχωρά  μπροστά  και  θα  αγωνίζεται,  γιατί  η  ζωή  μπορεί  να  φέρεται   κάποιες  φορές   πικρά   και   απάνθρωπα,  είναι  όμως  και  ωραία  και  γλυκιά,  σαν  την  κανέλλα,  τη  γλυκόπικρη,  που  η γιαγιά  της  έβαζε  στο  ρυζόγαλο  και  της  άρεσε  τόσο,  μα  τόσο  πολύ.  Και  η  ζωή   άρεσε  πολύ  στην  Αμαλία  και   σκόπευε  να  τη  ζήσει   ως  την  τελευταία  στιγμή  της  και  ούτε  και   θα  ρωτούσε  ποτέ  πώς   και  γιατί.

Απορροφημένη  στις  σκέψεις  της  και  θεωρώντας  πως  ήταν  ολομόναχη  εκεί  πάνω,  στο  κατάστρωμα, ούτε  που  αντιλήφθηκε  τον  κύριο,  που  στάθηκε   δίπλα  της  και  της  πρόσφερε  ένα  χαρτομάντιλο  και  ένα  μπουκάλι  νερό.

<<Ό,τι  και  αν  σας  συμβαίνει, αφού  ξεκίνησε,  θα  τελειώσει, αρκεί  εσείς  να  είστε  εκεί  για  να  απολαύσετε  την  πτώση  του>>,  της  είπε  ο  άντρας  με  τα  <δώρα>  και  της  χαμογέλασε.  Αυτό,  με  το  χαμόγελο,   μάλλον  το  υπέθεσε  η  Αμαλία, καθώς  το σκοτάδι  είχε  πέσει  για  τα  καλά γύρω  τους  και  όσες  φιλότιμες  προσπάθειες  και  να  έκανε  το  φεγγάρι  να  το  αντιμετωπίσει, αυτές   ήταν  κενού  περιεχομένου.

<<Ονομάζομαι  Οδυσσέας  Τσιάρας,  με  καταγωγή  από  την  Ήπειρο, αλλά  διαμένω  τα τελευταία  χρόνια  στη Ρόδο>>,  συστήθηκε  ο  άντρας,  όσο  πιο  απλά  και  ευγενικά  μπορούσε.  Ήταν αντεισαγγελέας,  αλλά  αυτή  την  πληροφορία   δεν  την  έδωσε,  γιατί  εκείνη  τη  στιγμή,  σκέφτηκε  πως  το  λιγότερο,  που  είχε  ανάγκη  ένα  ταραγμένο  κορίτσι,  ήταν  ένας  άνθρωπος  του  νόμου.

 <<Χαίρω  πολύ>>,  έδωσε  διστακτικά  και  συνεσταλμένα  το  χέρι της  η  Αμαλία  στον  άντρα  απέναντί  της  και  προσπάθησε  όπως όπως   κάπως να  ευπρεπισθεί: <<συγγνώμη για την κατάσταση , στην  οποία  με  βλέπετε,  απλά είναι  κάποιες  στιγμές  στη  ζωή  μας,  που  οι  δυσκολίες  και οι στεναχώριες  είναι  παραπάνω από ό,τι  μπορούμε  να διαχειριστούμε  και  να αντέξουμε.  Είμαι  καλά τώρα,  σας ευχαριστώ>>,  έδωσε  γρήγορα,  με  το κεφάλι  πάντα  κατεβασμένο,  τις  εξηγήσεις  της  και κίνησε  να φύγει.

<<Δεν  υπάρχει  λόγος  να ζητάτε  συγγνώμη,  Ευτυχώς, που μπορούμε εμείς  οι άνθρωποι να  εκφραστούμε  με  όποιον τρόπο  επιλέξει  ο  καθένας  και  ούτε  υπάρχουν τρόποι   επιτρεπτοί  και  μη.  Φαντάζεστε  τι  θα  γινόταν,  αν  δεν  μπορούσαμε να εκδηλώσουμε  τα συναισθήματά μας,  οι  φυλακές και  τα  τρελάδικα  θα ασφυκτιούσαν>>,  της  είπε  ο  νυχτερινός  συνταξιδιώτης  της,  με  τη στεντόρεια φωνή  του.

Χαμογέλασε   άθελά  της  η  Αμαλία  με  αυτή την απλοποιημένη  προσέγγιση της ανθρώπινης  φύσης   και  ο  άντρας  παίρνοντας έτσι  θάρρος περισσότερο,  της  πρότεινε να   κατεβούν   στο  σαλόνι του  καραβιού,  να  πιούν κάτι ζεστό.

  Το κρύο  ήταν  τσουχτερό  και  ήδη  οι  πρώτες  σταγόνες βροχής έπεφταν βιαστικές  στα  πρόσωπά  τους, επιβάλλονταν  λοιπόν,  αν φυσικά   ήθελε  και  εκείνη,  να συνεχίσουν  την κουβέντα  τους  στη  ζεστασιά  του  εσωτερικού,  του  πλοίου.

<<Είμαι  η Αμαλία  Κοντοπάνου,  με  καταγωγή  από τη  Ροδόπη  και τα  τελευταία  21 χρόνια της  ζωής  μου  διαμένω  στη  Σύμη>>,  έδωσε με  τον  τρόπο αυτό  η  Αμαλία  τη  συναίνεση  της να  κατέβουν  κάτω.

Το  ζεστό  ρόφημα,  που  κυλούσε ευχάριστα  μέσα τους, επίδρασε  ευεργετικά  και  στην  επαφή  τους  και  η  συζήτησε   των  δυο  τους συνεχίστηκε  ως και τις  πρώτες  πρωινές ώρες,  μέχρι  που  μη  αντέχοντας άλλο  η  Αμαλία  από  την  κούραση  και  την  ένταση  των  τελευταίων  ημερών, έκλεισε  τα  μάτια  της και  παραδόθηκε  στην αγκαλιά  του  Μορφέα, χωρίς καλά  καλά  να  το  αντιληφθεί.

Δίπλα  της, άγρυπνος και γοητευμένος από  την ενδιαφέρουσα  συνάντηση,  έπιασε  τον  εαυτό  του  να  παραδέχεται  ο  Οδυσσέας,  περιεργαζόταν  εκείνος  ελεύθερα   το όμορφο  πρόσωπο  της κοπέλας,  που  η  στεναχώρια  και η  θλίψη  το  έκαναν  ακόμα  πιο  γοητευτικό.

Για τις  ζωές τους  μίλησαν  και  οι  δυο,  εστιάζοντας  στις  πιο  ωραίες στιγμές   τους  και απωθώντας  θαρρείς  εσκεμμένα  βαθιά στη μνήμη  τους,  ώστε να  μην τους κάνουν άλλο  κακό,  όσα  στενάχωρα  τους  είχαν  πληγώσει   και  τους  είχαν  πονέσει.

<<Είναι  όμορφο  το χωριό  μου,  μια  αετοφωλιά  πετρόχτιστη,  σε ψηλή   βουνοκορφή,  που  το χειμώνα  είναι  μονίμως στεφανωμένο  με σύννεφα γκρίζα  και  βαριά  και το  καλοκαίρι το  φως του  ήλιου  το  λούζει   και το  ξυπνά γλυκά θαρρείς  από τη χειμερία  νάρκη  του>>,  είχε  ξεκινήσει  πρώτος  εκείνος  να  της  μιλά  για  τον  εαυτό  του.

<< Πρόβατα  και  κατσίκια  έβοσκε  ο  πατέρας μου  και ο καθαρός αέρας  φαίνεται  του ξεδιάλυνε  τη  σκέψη,  του άνοιξε  το  μυαλό  και  έκανε  ό,τι  ήταν  μπορετό  εγώ να  μην έχω  τη  μοίρα τη δική  του.  Με  χιόνι, με  ανέμους  και  βροχές  με  πήγαινε  κάθε  πρωί  στο Κεφαλοχώρι, να τελειώσω  το Γυμνάσιο,  που  είχε  εκεί,  για να έχω μια ζωή στρωμένη,  με  ασφάλεια  και  σιγουριά.

 Και  εγώ  έκανα τη  νύχτα μέρα, για να  μπορέσω  μετά  τη  δουλειά μου,  στη  στάνη   μας,  να μελετάω,  για να είναι  εκείνος  περήφανος,  που  οι  κόποι  όλων  μας έπιασαν  τόπο. Και η  γλυκιά  ανταμοιβή  ήρθε,  μπήκα  στη  Νομική,  στα Γιάννενα και,  όταν  την τελείωσα  με  άριστα,  συνέχισα,  έθρεψα τη φιλοδοξία τη  δική  του,  που με  τον καιρό  έγινε  και  δική μου  και  βρέθηκα  στο  δικαστικό  σώμα.  Αντιεισαγγελέας  είμαι  τώρα  και  μάλιστα  τα  2 τελευταία  χρόνια  έχω  τοποθετηθεί  στη  Ρόδο.

 Μένω  σε  ένα  σπίτι  δίπατο,  παλιό  αρχοντικό, με  κήπο. Έχει  τις  ελλείψεις  του  και  τις  φθορές  του,  όπως  τα  περισσότερα   άλλωστε  και….μένω  μόνος.

Έχασα  και τους  δυο  μου  γονείς,  μέσα  σε  σύντομο χρονικό  διάστημα,  τον  έναν  μετά τον  άλλον, αδέρφια  δεν  έχω   και  είμαι  πια ολομόναχος>>,  της είπε  και τα  μάτια  του  έλαμψαν,  σαν  από  πυρετό,  σαν  από συγκίνηση,  και  γύρισε το  πρόσωπο  αλλού, τον εαυτό  του  να  ξανάβρει.

Άθελά  της η  Αμαλία έκανε  τη σύγκριση  μέσα της.  Ο  άντρας  αυτός  είχε  περάσει   δυσκολότερα  στη  ζωή  του  από εκείνη,  την έβλεπε  για  πρώτη  φορά  και  όμως  έβαζε  τα  δυνατά  του να  τη  στηρίξει  και  εκείνη  δεν  έπρεπε  να  φανεί  αγνώμων.  Τουλάχιστον,  όσο   θα  διαρκούσε  το  ταξίδι  τους, θα  φρόντιζε   να  του  κρατήσει  συντροφιά    και  να  είναι   ευγενική  μαζί  του.

Του  μίλησε και  εκείνη   για τη  ζωή  τη  δική  της,  για  τις  σπουδές και  τα  όνειρά  της,  αλλά δεν είπε  τίποτα  για αυτά,  που έγιναν  το  τελευταίο  διάστημα. Δεν  ήθελε  οι άλλοι  να  την  συμπονούν  και  να  τη  λυπούνται,  άλλωστε  το  υποσχέθηκε  στον εαυτό της,  μόλις  λίγες  ώρες  πριν,  μόνο  μπροστά  τώρα  πια  θα  κοιτά  και  θα  προχωρά.

Το  καράβι  μπήκε  στο  λιμάνι  του  Πειραιά  με  το  πρώτο  ξύπνημα  της  καινούργιας  μέρας  και  οι  δυο τους  αποχαιρετήθηκαν  σαν  δυο  παλιοί,  καλοί  φίλοι με την  ευχή ο  δρόμος να  τους  φέρει  κάποια  στιγμή  και  πάλι  κοντά.

<<Είναι μια  κάρτα  με τη  διεύθυνση και  τα τηλέφωνά  μου,  του σπιτιού  και  του  γραφείου  μου,  για  οτιδήποτε,  σε  παρακαλώ, μη  διστάσεις.  Θα  περιμένω…>>,  της  είπε  ο  Οδυσσέας  και  της  έσφιξε  το  απαλό  της  χέρι  στη  ζεστή  του,  παρά  το  χειμωνιάτικο  κρύο,  χούφτα.

Μετά  από  ένα  οδικό  ταξίδι  μιας  ολόκληρης μέρας  έφτασε  η  Αμαλία  στο  σπίτι της, στην  Κομοτηνή. Συνειδητοποίησε   πως δεν  είχε  βάλει  τίποτα  στο  στόμα της,  εδώ και  περισσότερες  από  24  ώρες,  εκτός  από  ένα ζεστό  τσάι  στο  καράβι.  Κατευθύνθηκε στο γαλακτοπωλείο  της  γειτονιάς  της, που ήταν  ακόμη ανοιχτό. Αγόρασε  λίγο  ψωμί,  αυγά και  γάλα  και  ανέβηκε  στο διαμέρισμά της. Το  ζεστό  μπάνιο έδιωξε  την κούραση  του  πολύωρου  ταξιδιού  και  χάρισε  στο  ταλαιπωρημένο  της κορμί  ευεξία  και  δροσιά. Έφαγε  δυο πιρουνιές από την  ομελέτα,  που έφτιαξε  και χώθηκε  στα σκεπάσματα, να ζεσταθεί  και να  κοιμηθεί,  να  πάψει  να σκέφτεται,  να πάψει  να  θυμάται,  να  πάψει  να  πονά……..

Στη σχολή,  που  πήγε  την  άλλη μέρα,  η  καλή  της  φίλη και συμφοιτήτρια,  η  Αλεξία,  μια  κοκκινομάλλα  με  φακιδούλες,  με  καταγωγή  από  τη  Λάρισα,  μετά  τις  αγκαλιές  και τα συλλυπητήρια   της παρέδωσε  ένα φάκελο  με  το  όνομα  του  Βάιου επάνω:

<<Αγαπημένη μου Αμαλία,  

θα μου επιτρέψεις έτσι να  σε αποκαλώ,  γιατί για εμένα ως τέτοια θα μείνεις. Έμαθα  τα  δυσάρεστα  με τη  μητέρα  σου  και  πραγματικά   λυπήθηκα  πολύ.  Σκέφτηκα  χίλιες  φορές να  τρέξω κοντά  σου,  τις δύσκολες εκείνες  στιγμές,  και  χίλιες  φορές το  μετάνιωσα. Λυπάμαι, αγάπη   μου,  αλλά  δεν  μπορώ  να  μείνω.  Πήρα το πτυχίο  μου  και  φεύγω για την πόλη  μου. Ο  πατέρας  μου  είχε ένα  επεισόδιο  με  την καρδιά  του και  οι  γιατροί  του συνέστησαν  να απέχει  από τα δικηγορικά του  καθήκοντα.  Πρέπει άμεσα  να  ξεκινήσω την  πρακτική  μου,  για να  αναλάβω  το  δικηγορικό του  γραφείο.  Είναι  τόσα πολλά  αυτά,  που  είναι ανάμεσά  μας, που  ό,τι  και  να  κάνουμε,  ποτέ  δεν  θα  καταφέρουμε  να  είμαστε  μαζί,  όπως κάποτε το ονειρευτήκαμε.

 Θέλω  να  είσαι  καλά,  να  προσέχεις τον  εαυτό  σου και  να  βρεις την ευτυχία,  που σου αξίζει.  Σε  αγάπησα Αμαλία,  δε  γέμισα απλά τις  άδειες  ώρες  μου  μαζί  σου. Μακάρι η  ζωή να  μας έφερνε κοντά  κάτω από διαφορετικές συνθήκες.  Δυστυχώς  δεν  έχω  τη  δύναμη  να τις  αλλάξω. Θα σε θυμάμαι  πάντα  ως  το  κορίτσι,  το πρώτο  κορίτσι,  που με έκανε  να  νιώσω  καλύτερος  άνθρωπος.

                                                                                                    Σε  φιλώ Βάιος

Την  περίμενε κατά  βάθος  μια  τέτοια εξέλιξη  η  Αμαλία.  Άκουγε  κάθε  μέρα  και  περισσότερο το  Βάιο  να  μιλά  για τον πατέρα  του,  πόσο  τον  θαύμαζε  και  πόσο  ανυπομονούσε  να  δικηγορίσει  στο πλάι  του. Τι  μέλλον μπορεί  να  είχαν  αυτοί  δυο,  ο  ένας  στο βορά  και  η  άλλη  στο  νότο!   Εκείνη,  αν  χρειαζόταν  πραγματικά,  μπορούσε  και  να τον  ακολουθήσει,  αν  και  ποτέ  δεν  του είπε  ξεκάθαρα την  πρόθεσή  της αυτή.  Δεν  ήθελε  να νομίζει  ότι  στη σχέση  τους,  εκείνος,  που  θα κάνει  πάντα  υποχωρήσεις,  θα  είναι  εκείνη.  Έπρεπε  και  εκείνος  να  παλέψει, αλλά,  όπως  της  έγραψε  δεν  είχε  τη  δύναμη  να αλλάξει  κάτι.  Πιο  ξεκάθαρα  δεν  μπορούσε  να  της  το  πω.  Δεν άξιζε  είπε μέσα  της  και,  αφού  έσκισε  το  γράμμα,  το πέταξε  στον  πρώτο  διαθέσιμο κάδο.

 Τίναξε τα  μακριά της  μαλλιά,  ίσιωσε το  κορμί της  και, σαν  άλλη  βασίλισσα, διέσχισε  τα  δρομάκια της σχολής  και κατευθύνθηκε  στη  Γραμματεία.  Έπρεπε να  δηλώσει  τα  μαθήματα  του τελευταίου  χειμερινού  εξαμήνου  και να  ανασκουμπώσει τα  μανίκια,   να  δουλέψει,  να μελετήσει  στη  συγκεκριμένη περίπτωση,  σκληρά.  Δεν  υπήρχε  λεπτό  για  χαλάρωση.

Παρασκευή απόγευμα η Αμαλία  πήρε  το  λεωφορείο, για  το κτήμα,  όπως έκανε  κάθε Παρασκευή  τα τελευταία  τρία  χρόνια,  με  εξαίρεση τις  ημέρες   των  διακοπών,  που  κατέβαινε  στο νησί.  

Όλα  ή  σχεδόν  όλα  ήταν,  όπως  τα είχε  αφήσει, αυτό  τουλάχιστον   κατάλαβε  με μια  πρώτη  ματιά,  που έριξε γύρω της.

Η γη γυμνή και λασπωμένη, τα ζώα  μαζεμένα στο ποιμνιοστάσιο  να  περιμένουν καρτερικά  την απελευθέρωσή τους στη  φύση με τα πρώτα μηνύματα  της  άνοιξης  και ο  Γιάννος, όπως πάντα, φύλακας  και  αφέντης  ουσιαστικός  και  όχι  απλός  επιστάτης  όλου του  υποστατικού,  παρά τα  χρόνια,  που  κουβαλούσε  αδιαμαρτύρητα  στην πλάτη του.

<<Καλημέρα  Γιάννο,  είσαι  καλά; Έχει  κρύο  πολύ  και  δεν  πρέπει  να  βρίσκεσαι έξω,  να  προσέχεις, δεν  είσαι  δα και  κανένα  παιδαρέλι>>,  τον χαιρέτησε  η  Αμαλία  με  σεμνότητα  και  σεβασμό,  που  τόσα  χρόνια  πρόσεχε  εκείνος  τη  γιαγιά  της και τη  Θάλεια.

<<Καλημέρα,  κοκόνα  μου,  καλώς μας  ήρθες. Έμαθα για  τη  μητέρα σου.  Ο  Θεός  να  αναπάψει  την ψυχούλα  της.  Δεν  έχει  σειρά  κορίτσι  μου  ο  θάνατος.  Μήτε  αρχή   έχει  μήτε και  τέλος. Μακάρι  να  φεύγαμε  πρώτοι  εμείς, οι  μεγάλοι  σε  ηλικία  και   που δεν  έχουμε πίσω μας  ανθρώπους  να  τους λείψουμε  και  να  πονέσουν εκείνοι για εμάς>>,  της  είπε  ο  γέροντας  και με  την  παλάμη  του  σκούπισε  βιαστικά  τα μάτια  του, πριν εκείνα  προλάβουν  να στάξουν.

<<Τι  είναι  αυτά  που  λες  Γιάννο  μου,  για  παππού  μου  σε έχω  εγώ,  αφού  δεν  γνώρισα  τον  άλλον,  που  έχω  το  αίμα  και  το  όνομά   του. Και  όλοι,  όσοι σε  ξέρουν  σε  αγαπάνε  και  σε  νοιάζονται. Οικογένειά  μας είσαι  πια εσύ,  όχι  από  τα  χρόνια  τα  πολλά,  που  είσαι  μαζί  μας  και  έχεις  κατά  κάποιο  τρόπο  δικαίωμα  ιστορικό  σε αυτή  τη  συγγένεια,  αλλά  γιατί  η  καρδιά   η  δική  σου  μας  έχει  πρώτη  αγκαλιάσει,  μας έχει  δεχτεί  για  ανθρώπους  της,  τους  πιο  στενούς,  έτσι  μας  αναγνωρίζει,  και  ας  μη  ρέει  το ίδιο  αίμα  μέσα  μας. Οι  δεσμοί  καρδιάς καμιά   φορά  είναι  πιο  δυνατοί  από αυτούς  του  αίματος>>,  αντιγύρισε  με τρυφερότητα η  Αμαλία  την  κουβέντα  στο  συμπαθητικό γεροντάκι  και έκανε  τη λάμψη στα  μάτια  του ακόμη  πιο  έντονη  να φανεί.

Ανέβηκε  τα σκαλοπάτια  στη  μεγάλη  σκάλα για  το  χαγιάτι  δυο δυο   λες  και  ήταν  δεκάχρονο  κοριτσάκι.

Αχ πόσο   είχε   επιθυμήσει  τις  δύο  γυναίκες  του  σπιτιού!  Μόνο  στον κόρφο το δικό  τους  μπορούσε  να  ξαποστάσει  και να  αντλήσει  κουράγιο  και  δύναμη.

 Σε  αυτές  τις αγκαλιές,  καταφύγια  πυρηνικού  πολέμου,  τις  αποκαλούσε,  και  εκείνες  γελούσαν,  θα έτρεχε πάλι  τώρα να  χωθεί  και  να  γιατρέψει  τις  πληγές της.  Μπορεί  να  έσκισε το γράμμα  του  Βάιου, να  είπε  στον εαυτό της  πως  δεν  την  πείραξε,  αλλά  να  τον  πείσει  κιόλας για  κάτι  τέτοιο,  δυστυχώς,  δεν  τα  είχε  καταφέρει.

 Λίγο   το  ότι  τον  αγάπησε  και  ακόμη  τον  αγαπούσε,  λίγο  τα  όνειρα   για  τη  ζωή  την κοινή  τους,  που  ζωγράφιζε  με  χρώματα  ζεστά  και  όμορφα, σαν  τα  μπουκάλια,  που  έβαφε η  μαμά  της,  λίγο  ο  εγωισμός  της,  που  την  άδειασε  με  ένα  ξερό  κομμάτι  άσπρο  χαρτί  και  μάλιστα  λίγο  μετά   το  χαμό  της  μητέρας  της,  έκαναν  την Αμαλία,  η  αλήθεια  ήταν,  να  χολωθεί  με  το  χωρισμό  και  να  πονέσει  και  πάλι  για  μια ακόμη   απώλεια  μετά  την  απώλεια  της  μητέρας  της.

Στο τρίξιμο  της  πόρτας,  που  άνοιξε βιαστικά, πετάχτηκε  η  Θάλεια  από  το  δωμάτιό  της  με  τη  λαχτάρα  έκδηλη  στα  μάτια,  μήπως  και  είχε  επιστρέψει  ο  Άρης.  Πολλές  κουβέντες  δεν  είχε  μαζί  του,  έτσι  της  έλεγε  η λογική και  το  ένστικτό  της, να  μείνει  μακριά  του,  αρκετά  την  πόνεσε  εκείνος,  μα  η  καρδιά  της  από  τέτοιες  υποδείξεις  και  προσταγές  δεν  καταλάβαινε.  Και  μόνο  να  τον έβλεπε  ήταν  σαν  τη  δόση,  που  αναζητούσε  και  έβρισκε  ο  εθισμένος.  Η  χαρά  της  ήταν  σαφώς  μεγαλύτερη, όταν  είδε  την Αμαλία  μπροστά  της,  και  με  δάκρυα  στα  μάτια  έπεσε  στην  αγκαλιά  της.

<<Κοριτσάκι  μου,  ψυχή  μου,  λυπάμαι  πολύ  για  τη  μητέρα  σου. Αν  και  δεν  έχω  ταξιδέψει  ποτέ,  από  την  ώρα, που  έφυγα  από  το νησί  μου  και  ήρθα  εδώ,  με   το  που  έμαθα  τα  τραγικά,  ήμουν  έτοιμη  να  μπω  και  σε  αεροπλάνο  ακόμη,  για  να  είμαι  δίπλα  σου,  αλλά  τα  γεγονότα  και  εδώ, μας  πρόλαβαν>>.

<<Τι  έγινε  Θάλεια  μου,  τι  συμβαίνει>>, ρώτησε   ανήσυχη  η  Αμαλία,  ενώ  ταυτόχρονα  με  μια  γυροβολιά  κοίταζε  ανήσυχη το  σπίτι  θέλοντας  να  ανακαλύψει  τα  γεγονότα,  που  τους  πρόλαβαν.

<<Τώρα  τα πράγματα  είναι  καλύτερα,  μην  τρομάζεις, κορίτσι  μου,  απλά  η  γιαγιά  σου, υπέστη  εγκεφαλικό,  που  της  άφησε  μεγάλη  αναπηρία. Όλη  η  δεξιά  της  πλευρά, από  τον  ώμο  έως  και  τα  ακροδάχτυλα  του  ποδιού  της, κάτω,  έχει  παραλύσει.  Δεν  μπορεί  πλέον  να  αυτοεξυπηρετηθεί  και είναι  καθηλωμένη  στο  κρεβάτι  και   σε  αναπηρικό καροτσάκι. Λυπάμαι  παιδί  μου,   για  τα  άσχημα  νέα,  που  σου   λέω. Έχει,  ευτυχώς,  επικοινωνία  με  το  περιβάλλον  και  θα χαρεί  πολύ  να σε  δει. Έλα  πάμε  μέσα>>,  και  χωρίς  να  την  αφήσει  λεπτό  από  την  αγκαλιά  της  η  Θάλεια, οδήγησε  την  Αμαλία  στο  δωμάτιο  της γιαγιάς  της.

Ένα  σοκ  ήταν  για  την  Αμαλία  η  θέα  της  γιαγιάς  της  σε  αναπηρικό  καροτσάκι, μιας   γυναίκας  αεικίνητης,  ζωντανής  και δραστήριας,  μέχρι  πριν μερικούς  μήνες,  αρχές  καλοκαιριού,  που  είχε  έρθει  να  τη  χαιρετήσει,  πριν  το  ταξίδι  της  στο νησί της,  τη Σύμη. Ένα  ταξίδι  που  για  αλλού  το  ξεκίνησε  και  αλλού  η  ζωή  η ίδια  τελικά  την  πήγε.

Έπεσε  η  μία  Αμαλία  στην  αγκαλιά  της  άλλης  και  ένωσαν  τους   χτύπους  της  καρδιάς  τους  να  ανταμώνουν   και  μόνες  τους  εκείνες  να  λένε, όσα  τα  χείλη  δεν  μπορούσαν  να εκφράσουν.

<<Μη  στεναχωριέσαι  κοριτσάκι  μου  για  μένα, είμαι  μεγάλη πολύ  και  πρέπει  να  φύγω,  να  μείνει  τόπος  για  εσάς  τα  νιάτα, όπως  νέα  ήταν  και  η  μητέρα  σου,  η  Αγγελική,  και  δεν  ξέρω,  γιατί  Εκείνος  επιτρέπει  να  γίνονται  έτσι τα πράγματα  και  να  φεύγουν οι  νέοι  γρηγορότερα  από τους  γέρους.  Απάντηση  σε  αυτό  δεν έχω  πάρει  και  είναι   το  μόνο  για  το  οποίο  καμιά  φορά  κακιώνω  μαζί  του  και  οργίζομαι,   μα  και  πάλι  σκέφτομαι  πως για  να  συμβαίνουν  έτσι  τα  πράγματα,  κάπου  στην τάξη  του   κόσμου  βοηθάει  και  αυτό>>,   χάιδευε  με  το  ένα  χέρι  της, το  καλό, η  Αμαλία  τα  μαλλιά  της  εγγονής   της  και  σκιζόταν  η  ψυχή  της  μέσα  για  τη  διπλή  ορφάνια  του  κοριτσιού. Είχε  μεγαλώσει  μακριά από  την  αγκαλιά  της  βιολογικής  της  μητέρας  και  τώρα  είχε  χάσει  και  τη  θετή  της,  που  τη  νόμιζε  για  κανονική !

<<Έχω τον πατέρα μου  γιαγιά,  εσένα,  τη  Θάλεια  και ….το  θείο Άρη,  και  η  μητέρα  μου  θα  είναι  ήσυχη  εκεί  πάνω,  γιατί  όλοι  εσείς  με  αγαπάτε  και με  φροντίζετε. Έχω έναν  άγγελο στον  ουρανό  και  τέσσερις  σωματοφύλακες  στη  γη>>,  της  είπε  η  Αμαλία  και  της  χάρισε  ένα  χαμόγελο  ζεστό, έστω  και  κάπως  πικρό  και  χλωμό.

Τα  Χριστούγεννα  του  1995  δεν  ήρθαν  στο  σπίτι  του  Αλέξη  και  της  Αμαλίας,  στη  Σύμη.   Κρύο   και  σκοτεινό,  τυλιγμένο  στο  πέπλο  της  απουσίας  της   Αγγελικής,  καθώς ήταν  εκείνο,  έγινε  πικρό,  απωθητικό  για  τους  ιδιοκτήτες  του  και  για  όποια  χαρά  γεννιόταν  στον κόσμο  και  κατέκλυζε  τη  σκέψη  τους  με  αναμνήσεις,  που  έκαιγαν  και  πονούσαν.

Ήταν  η  πρώτη  φορά,  που  ο  Αλέξης  δεν  ζήτησε  άδεια  από  τη δουλειά  του, όπως  έκανε  τόσα  χρόνια,  για  να χαρεί  τις  γιορτές  με  την  οικογένειά  του,  ενώ  η  Αμαλία  δεν  θέλησε  καν  να προσπαθήσει  να  αισθανθεί το  κλίμα  των  γιορτών.  Στην  εκκλησία  πήγε  μόνο  τη  μέρα  του  μνημοσύνου  της  μητέρας  της  και  την  μόνη  παραχώρηση,  που  έκανε  για  χάρη  των  ημερών,  ήταν  να  ανοίγει  την  πόρτα  στα  παιδιά,  που  χτυπούσαν για τα  κάλαντα.

Μία  μία  μετρούσε τις  μέρες, μήπως  έτσι  και  φύγουν γρηγορότερα, εκείνη,  που  άλλοτε  έφτανε  τέτοια  εποχή  στο  νησί  από τους  πρώτους  και  έφευγε  τελευταία.  Όλα  γύρω  της, ό,τι  άγγιζε, ό,τι  μύριζε, ό,τι κοίταζε  της  θύμιζαν  τη  μάνα,  τον φύλακα  άγγελό  της,  της  έξυναν  την πληγή  και  αιμορραγούσε.

Τη  βραδιά  της  παραμονής  των  Χριστουγέννων, την Άγια  εκείνη Νύχτα,   ο  Αλέξης, άργησε  να  γυρίσει  στο  σπίτι.  Η  Αμαλία,  που  έκανε  φιλότιμες  προσπάθειες  στην  κουζίνα,  να  μαγειρέψει  κάτι  για  χάρη  του  πατέρα  της, ούτε  που  κατάλαβε  πότε  είχε  περάσει  η   ώρα   και  εκείνος  ακόμη δεν  είχε  έρθει.

 Μόνο, όταν  χτύπησε  το  τηλέφωνο  και  πήγε  στο  σαλόνι  να το σηκώσει,  είδε  την  ώρα  στο  ρολόι,  πάνω  στο  τζάκι  και  ένοιωσε  ένα  μικρό  τσίμπημα   στην  καρδιά.

<<Χρόνια  πολλά   κοριτσάκι   μου,  ο  Χριστός,  που  γεννιέται  απόψε,  να  φέρει  τη  γαλήνη στις  ψυχές  σας   και  το  χαμόγελο  ξανά  στα χείλη  σας>>,  της  ευχόταν από  την άλλη  γραμμή  του  τηλεφώνου,  η  Ακριβή,  η  καλύτερη  φίλη  της  μητέρας  της.

Δεν  πρόλαβε  να  κλείσει  το τηλέφωνο  και  άνοιξε  η  πόρτα  του  σπιτιού.  Μπήκε  ο  Αλέξης,  φορτωμένος  με  πακέτα  και  ένα  δεντράκι,  έλατο  φυσικό,  στη  μια  του  μασχάλη,  από  κάτω.

<<Έλα  Αμαλία  μου,  πιάσε  τα   πακέτα, γιατί  έτοιμα  τα  νοιώθω να  γλιστρήσουν από  τα  χέρια  μου  και  θα  είναι  κρίμα τόσα  στολίδια, που  έχουν  μέσα να θρυμματιστούν>>,  φώναξε  ο  Αλέξης  δυνατά  κατά  τη  μεριά της  Αμαλίας  και  εκείνη, όπως  τότε,  που  ήταν μικρή,  έτρεξε  κοντά  του  να  τον  βοηθήσει.

<<Τι  είναι  όλα  αυτά  πατέρα,  εγώ  νόμιζα…>>,  ψέλλισε  εκείνη  σκύβοντας  το  κεφάλι  να  μη  δει εκείνος  τη  θλίψη  και  την  απόγνωση  στα  μάτια  της.

<<Άφησε  τα  κάτω  Αμαλία  μου, έλα  κοντά  μου  παιδί  μου>>,  της έπιασε  τα  δυο  χέρια  μέσα στα  δικά  του  και  κάθισαν,  όπως  παλιά,  στο  χαλί  μπροστά  στο  τζάκι  και  άφησαν  τις  λάμψεις  από  τις  φλόγες   να  ζεστάνουν  τις  καρδιές,  και  τα  λόγια  τους  να  βγουν  πιο  ελεύθερα, λυτρωτικά.

<< Η  μητέρα  σου, Αμαλία  μου,  ήταν  ο  κόσμος  μου  όλος  και  την  έχασα, όπως  πολλοί  ακόμη σαν  εμένα  και  σαν  εσένα  έχασαν  πρόσωπα  δικά  τους, πρόσωπα  λατρευτά  και  αγαπημένα  και  πονούν  εξίσου  και πενθούν.  Το  να  συνεχίσουμε  όμως  εμείς  να  ζούμε,  είναι  καθήκον και  υποχρέωσή μας  και  σε  τίποτα  αυτό  δεν  θα  μετριάσει  την  αγάπη  μας  για  εκείνη  ούτε  θα  μας  κάνει  να  την  ξεχάσουμε  και  να  μη  σεβόμαστε  τη  μνήμη  της.  Όσο  εμείς  θα  ζούμε, θα  ζει  και  εκείνη  μέσα  από εμάς  και,  όταν  μας  βλέπει  να  είμαστε   καλά  θα  είναι  και  εκείνη  και  ούτε  είναι,  παιδί  μου,  αμαρτία  ή  ιεροσυλία,  να  νοιώθουμε  και  να  βιώνουμε  τη  χαρά,  όπως  βιώσαμε  και  τη  θλίψη!

 Η  ζωή  προχωράει  και  εμείς  δεν  πρέπει να  της  γυρίσουμε  την πλάτη,  αυτό  θα  ήταν  ιεροσυλία. Χαμογέλα  παιδί  μου, γιόρτασε,  ζήσε  τη  ζωή  σου,  μη  βουλιάζεις  στη  θλίψη  και  το  πένθος,  αυτό  ακριβώς  θα  σου  ζητούσε   και  εκείνη,  αν  μπορούσε  να  σου  μιλήσει. Και  αυτό  θα  κάνω  και  εγώ  από  εδώ  και  πέρα. Οι  στιγμές,  που  έχουμε  ο  ένας  τον  άλλον  δίπλα  μας,   είναι  μοναδικές  και  πολύτιμες  και ούτε  ξέρουμε  για πόσο  θα  κρατήσουν  και  πρέπει  να  τις  ζούμε, να  ζούμε  το  τώρα,  το σήμερα, χωρίς  την  παραμικρή  αμφιβολία, αν  κάνουμε  το πρέπον, το  σωστό. Αυτό,  που  προστάζει  η  καρδιά  είναι  πάνω  από  κάθε   συνθήκη  κοινωνική, συμβάσεις  και  τύπους  και  αυτή  λάθη  δεν  κάνει.  Απόψε  είναι  γιορτή, είναι  χαρά  και  εμείς  έχουμε  δικαίωμα  και  μερίδιο  σε  αυτή  και  θα  το  διεκδικήσουμε.

 Εμπρός, ας  στολίσουμε  το  δέντρο  και το  σπιτικό  μας, να  υποδεχτούμε  τη  Γέννηση  Εκείνου,  όπως  του  αξίζει !>>, παρότρυνε  ο  Αλέξης  την  Αμαλία  και  έτρεξαν  οι  δυο  τους  να  ανοίξουν  τα πακέτα  και  το  σπίτι  τους,  τα  Χριστούγεννα    να  ‘ρθούν.

Η  μέρα  της αποφοίτησης  πλησίαζε.  Μετά  από  μια   ομολογουμένως  δύσκολη   και  κοπιαστική  χρονιά,  η Αμαλία  περίμενε  με ανυπομονησία   τη  στιγμή  της  ορκωμοσία  της. Είχε  πιέσει  πολύ  τον  εαυτό  της  να  ολοκληρώσει  τις  σπουδές  της  στο  προβλεπόμενο  διάστημα  των  τεσσάρων  ετών  και  για   το  λόγο  αυτό  είχε  περιορίσει   και  τις  επισκέψεις της  στο  κτήμα. Έπαιρνε  το  λεωφορείο  και  τους  επισκεπτόταν  μια  φορά  το  μήνα,  για  ένα  Σαββατοκύριακο,  και  τα  άλλα  διήμερα  τα  περνούσε  κλεισμένη  στο  σπίτι  της να  μελετά.  Δεν παρέλειπε  όμως  ποτέ,  κάθε  Κυριακή  μεσημέρι, να κατεβαίνει  σε  κάποιο  καρτοτηλέφωνο  του  ΟΤΕ  και  να  επικοινωνεί  πρώτα  με  τον  πατέρα  της,  στο  σπίτι  τους,  στο  νησί,  και  μετά  με  τη  γιαγιά  της  και  τη  Θάλεια,  στο  κτήμα.

Ξημέρωνε  η  μέρα, η πρώτη  της  εβδομάδας  κατά  το  Χριστιανικό  Ημερολόγιο,  η  Κυριακή,   και  οι  δυο  γυναίκες   στον κάμπο  ξυπνούσαν  με  τη  σκέψη  στραμμένη  στο  τηλεφώνημα της  μικρής.  Πρώτα  μιλούσαν  μαζί  της,  άκουγαν  πως  είναι  καλά  και  μετά  καθόταν   στο  κυριακάτικο  τραπέζι.  Η  απουσία  της  Αμαλίας  τις  πονούσε  πολύ,  αλλά για  χάρη  της  έπρεπε  να κάνουν  υπομονή  και  να  μην την πληγώνουν  με τα  παράπονα  και  τα  παρακάλια  τους,  να  τη  βλέπουν  συχνότερα. Σέβονταν  την επιθυμία  του  κοριτσιού  να  μένει  στην πόλη,  να  μελετά,  και  δέχονταν  με  στωικότητα  ότι  εκείνη  αποφάσιζε.

Ο  μόνος,  που  απείχε  από  όλη  αυτή τη  διαδικασία  ή  έτσι  άφηνε  τουλάχιστον να  φανεί,  ήταν  ο  Άρης,  μέχρι,  που  ένα  βράδυ, ίσως  σπρωγμένος  από τύψεις,  ίσως  από  το  παραπανίσιο  αλκοόλ, που  έρρεε  στις φλέβες  του,  χτύπησε  περασμένα  μεσάνυχτα  το  κουδούνι  της  πολυκατοικίας  της  Αμαλίας.   Σκυμμένη εκείνη  στα  βιβλία  και  τις  σημειώσεις  της και  παραδομένη  σε  μια  κατάσταση  μεταξύ  ύπνου  και  ξύπνιου,  από  την  πολύωρη  και  εντατική  μελέτη, τρόμαξε  τόσο  πολύ  από το  επίμονο  και  διαπεραστικό κρώξιμο του κουδουνιού, που πετάχτηκε  όρθια, παρασέρνοντας  τα  βιβλία  και τα  χαρτιά   στο  πάτωμα.

Πλησίασε  μουδιασμένη  στο  θυροτηλέφωνο  και η  καρδιά  της  έπαψε  να  χτυπά  άτακτα   και  δυνατά  μόνο, όταν  άκουσε  τη  φωνή  του  θείου  της,  από  κάτω, μια  φωνή  ωστόσο  αλλοιωμένη  από  την  έντονη  συναισθηματική του  φόρτιση,  λες και   ερχόταν  από  το  υπερπέραν.

<<Ο  Άρης  είμαι  Αμαλία  μου,  ξέρω πως  είναι  αργά,  αλλά  πέρναγα  από  την περιοχή  και  θυμήθηκα  ότι  μένεις  εδώ. Έχεις  μέρες  να  φανείς  από  το  σπίτι  και  είπα  να  σου  χτυπήσω,  να  δω ότι  είσαι  καλά>>,  ακούστηκε  με  όση  σταθερότητα  και  καθαρότητα  μπορούσε  κρατήσει   στη  φωνή  του ο Άρης,  από  την  άλλη  πλευρά  του  θυροτηλέφωνου.

<<Είσαι  καλά  θείε  μου,  ανέβα,  αν  θέλεις,  επάνω>>,  του  μίλησε  η  Αμαλία  και  πάτησε το  κουμπί, να  ανοίξει  η  μεγάλη  πόρτα  της  πολυκατοικίας.

Σε  λιγότερο  από δυο  λεπτά  ο  Άρης  ήταν  στο  διαμέρισμα  της  ανεψιάς  του. Η  εμφάνισή  του  πρόδιδε  έναν  άνθρωπο  βαθιά  κουρασμένο,  ταλαιπωρημένο  και  ατημέλητο,  που  μύριζε  καπνό  και  αλκοόλ.  Είχε  τα  κακά  του  χάλια  με  δυο  λόγια.

<<Κάθισε  θείε   μου,  θα  έκανα  ένα  διάλειμμα  για  λίγο  τσάι  με  μέλι,  είναι  τόση  η  ύλη, που  πρέπει  να  διαβάσω  για  τις  εξετάσεις,  που  έχω  κάνει  και  τη  νύχτα  μέρα,  θα ήθελες  να  πιείς  και  εσύ  ένα  μαζί  μου;>>,  τον  ρώτησε  όσο πιο  ευγενικά  και  ανέμελα  μπορούσε,  μην  του  περάσει  το  μήνυμα  πως  κατάλαβε  ότι  ήταν  μεθυσμένος  και  χρειαζόταν  υγρά  πολλά,  για  να  μην  αφυδατωθεί  και  για  να  συνέλθει  γρηγορότερα.

Με  μια  κίνηση  του κεφαλιού  του,  δεν  είχε  το  κουράγιο  ούτε  να  μιλήσει εκείνος, δέχτηκε  την  πρόταση  της  ανεψιάς  του,  όπως  δέχτηκε  και  ό,τι  άλλο  έκανε  εκείνη  προκειμένου  να  τον  βοηθήσει.  Αφέθηκε  στα  ζεστά  και  μαλακά  της  χέρια,  που  του  έβγαλαν  τα  παπούτσια  και  το  λεπτό  σακάκι  και  τον  σκέπασαν  στο  δεύτερο κρεβάτι,  που  διέθετε  το  σπίτι  της.  Κάθισε   εκείνη  στο  προσκέφαλό  του  να  του  χαϊδεύει  το  ιδρωμένο  πρόσωπο  και  τα  μαλλιά,  που  είχαν  κολλήσει  στο  μέτωπο.

  Βάλσαμο  και  γιατρικό,  το  πιο  ισχυρό,  ήταν  τα  αγγίγματα  εκείνα, ούτε  θυμόταν  από  πότε  είχε  να  νοιώσει  τόσο  τρυφερά,  τόσο  ανθρώπινα.   Τα  χάδια  της  μάνας  του  ανέβηκαν στη  μνήμη  του,  μικρός,  που  ήταν  και  αρρώσταινε,  μα  πιο  πολύ  τη  βραδιά,  που εκείνη τον  έκλεισε  στο  κελάρι  για  τον  άσχημο   τρόπο,  που  φέρθηκε  στον  αδερφό  του,  και  μετά  εκείνη  ήρθε και  ξάπλωσε  στο  πάτωμα  μαζί  του,  τον  έσφιξε  τότε στον κόρφο   της  μέσα,  κατά  πως  το  ένοιωσε   στον  ύπνο  του,  και  με  τα  δάκρυά  της  εξάγνιζε  και  δρόσιζε τη  φλόγα  της  ντροπής,  που  τον  σιγόκαιγε  και  τον πονούσε.  

 Αυτά  του  θύμισαν  γλυκά  και  απρόσμενα  τα  χάδια  τα  ανεψιάς  του,  και  σαν  εκείνη  να  άγγιξε  την  πιο  ευαίσθητη  χορδή  της  καρδιάς  του,   αναλύθηκε  ο  Άρης σε  ένα  κλάμα  γοερό,  πικρό  και  συρτό,  σα  μοιρολόι,  για  τη  ζωή  του  την  άδεια,  τη  σκοτεινή,  τη  λάθος  παρμένη   και  για  το  κακό,  τη  θλίψη  και  τον  πόνο,  που  προκάλεσε  και  στους  άλλους.

<<Συγχώρεσε  με  εσύ  πρώτη  Αμαλία  μου,  η πιο  αγνή,  η  πιο  άδολη,  αυτή  που  δεν  έφταιξε  κανέναν  και  σε  τίποτα  και  μετά θα  με  συγχωρέσουν  και  οι  άλλοι,  όλοι.

 Δεν  το  ήθελα,  Αμαλία  μου,  αλλά, όσους  αγάπησα  και  με  αγάπησαν  πιότερο  εκείνοι,  τους  πίκρανα  με  την  επιπολαιότητα  και  την  αλαζονεία  μου.  Είδα  στον κατήφορο  την  κορυφή  του  μόνο  και  όχι  την  κατρακύλα  του,  που  με  οδηγούσε  στην  καταστροφή,   συγχώρεσέ  με>>,  είπε  την  τελευταία  του  λέξη  και  παραδόθηκε  σε  έναν  ύπνο ταραγμένο,   γεμάτο  σκιές,  αγωνία  και  πάθη.

Έμεινε  ώρα  πολύ  η  Αμαλία  να  κοιτάζει  το  θείο της  και  να  προσπαθεί  να  καταλάβει  τι  είχε  συμβεί  στη  ζωή  του  και  είχε  εκείνο  το  ξέσπασμα, με  εξομολόγηση  της  έμοιαζε  περισσότερο  και  είδε  μια  πλευρά  του  πιο  ανθρώπινη,  πιο  τρυφερή, πιο  ζεστή,  που  μέχρι  τώρα  δεν  είχε  δει,  και  τον πόνεσε  και  τον  αγάπησε  μέσα  της  περισσότερο και  τον  συγχώρεσε  για  την  αδιαφορία  σχεδόν  ενόχληση,  που  της  έδειχνε,  κάθε    φορά,  που  τα βλέμματά  τους  αντάμωναν  το  ένα  το  άλλο.

  Δεν  ήταν  ότι  δεν  την ήθελε  στα πόδια  του,  ότι  δε  νοιάζονταν για  αυτή, ότι  δε  τη  λογάριαζε  για  αίμα  του,  τα  λάθη  τα  δικά  του,  τον  κακό  του  εαυτό  ήθελε  να  αποφύγει,  να  κρύψει, οι  άλλοι  να  μη  βλέπουν, γιατί  ντρεπόταν, τώρα  πια  ήταν  φανερό  αυτό  και  έκλαψε  και  εκείνη  εκείνο  το βράδυ  και  τα  δάκρυα της  ήταν  ανακουφιστικά,  απενοχοποιητικά,  σχεδόν  λυτρωτικά.

Το  επόμενο  πρωινό  ήταν  γελαστό,  φωτεινό, καθάριο, και  τίποτα  δε  θύμιζε  την  προηγούμενη  βραδιά,  που  τυφώνας  λες  και  είχε  περάσει  από το  σπίτι  της  Αμαλίας  και  ξεσήκωσε  τα πάντα  στο  πέρασμά  του  από κάθε κόχη  και γωνιά  της  καρδιάς  της  δικής  της  και του  θείου  της,  και  όλα  ήταν  τώρα  ήσυχα,  πλυμένα και  εξαγνισμένα  θαρρείς  από  τα  δάκρυα, που  έχυσαν  οι  δυο  τους,  για  τους  δικούς  τους  λόγους  ο  καθένας.

Τίποτα  απολύτως  δε  θυμόταν  ο  Άρης  από  όσα  διημείφθησαν   την  προηγούμενη  νυχτιά   μεταξύ  τους,  και  η  Αμαλία  έκρινε  σωστό να  μην κάνει  καμιά  νύξη, σε  τίποτα  να  μην αναφερθεί,  για  να  μη  φέρει  σε  δύσκολη  θέση  το  θείο  της,  αλλά  και  τον  εαυτό  της.

Τη  μέρα  της  αποφοίτησης  ήταν  όλοι  εκεί.

Ο  Αλέξης  πήρε  άδεια  από  τη  δουλειά  του  και  ήρθε μερικές  μέρες  νωρίτερα,  για  να  βοηθήσει  και  στο  άδειασμα  του  σπιτιού,  αλλά  και  για  να  περπατήσει  στα  χώματα, από  τα  οποία  είχε  τις  καλύτερες  εφηβικές  του  αναμνήσεις, τη  γενέτειρα  πόλη  του.  Είχε  πληροφορηθεί  πως  η  Κομοτηνή  φημιζόταν  για  τον  καλύτερο  χρυσό, που  είχαν  χυμένο  στα  καλούπια  τους  οι  χρυσοχόοι  και  φρόντισε,  μυστικά  από  την  κόρη  του,  να  επισκεφτεί  κάποιους   από αυτούς.

Η  συγχωρεμένη  η γυναίκα  του,  η  Αγγελική,  στις  μικρές  ανάπαυλες  από  τη  μάχη,  την  πιο  μεγάλη,  που έδινε  από το  κρεβάτι  του  νοσοκομείου, πολλές  φορές  έφερνε  την  κουβέντα  στην  αποφοίτηση  της  κόρης  τους  και  στο  <καλό>  δώρο,  που  έπρεπε  να  της  πάρουν.  Με  τα  λόγια  της  φυλαγμένα  σαν  ιερό  μυστικό  στα  φυλλοκάρδια  του  εκείνος  έψαξε  στην  πόλη  όλη  και  βρήκε  αυτό,  που  και  η  Αγγελική,  αν  ζούσε  θα  επέλεγε  για  την  κόρη  τους.

 Ένα  βραχιολάκι  με  μικρές  διαμαντόπετρες  και  το  όνομα  Αμαλία, σκαλισμένο,  στο  πιο  πλατύ   μέρος  της  επιφάνειάς  του,  θεώρησε  πως  θα  ήταν  δώρο  αντάξιο  της  μοναχοκόρης  τους.

Δίπλα  στον  Αλέξη,  στη  μεγάλη  αίθουσα  του  αμφιθεάτρου, έφερε  η  Θάλεια  και  έστησε  την  αναπηρική  πολυθρόνα  της   γιαγιάς  Αμαλίας  και  παραδίπλα  στάθηκε  εκείνη.  Δυο  σειρές  πιο  πίσω  φάνηκε  ο  Άρης, ευθυτενής, περιποιημένος  και  χαμογελαστός  πολύ,  αλλά,  ευτυχώς, διαφορετικά  ευδιάθετος  αυτή τη  φορά.

Τα  μάτια  όλων   κάτι  κατάφεραν  να  κλέψουν  από  τη  λαμπερή  εκείνη  ημέρα  και  ήταν  όλοι  τους  χαρούμενοι  και  γελαστοί,  μα  περισσότερο  η  Αμαλία,  που  είδε  όλους,  μα  όλους  τους  ανθρώπους  με  τους  οποίους  είχε  το  ίδιο  αίμα  στις  φλέβες  της, και  ας  μη  το  γνώριζε  εκείνη  τη  στιγμή,  επιτέλους να  είναι  μαζί,  και  αυτή  η  στιγμή  αποθανατίστηκε στη  συνέχεια σε  ένα  τόσο  δα  μικρό,  μαγικό  χαρτί,  μια  φωτογραφία,  που  πάντα  κουβαλούσε  τα  χρόνια, που ακολούθησαν,  πάνω  της.

Αγκαλιές,  φιλιά, λουλούδια,  δώρα, ευχές  και  φωτογραφίες  με  τον  καθένα και  με όλους  μαζί  ήταν  μερικά  από  όσα  περιλάμβανε  η  μέρα  εκείνη,  ενώ   ένα  καλό   γεύμα  σε  ταβέρνα, κάπου  κοντά  στη  θάλασσα,  έριξε  την  αυλαία της  εξαιρετικά  υπέροχης  μέρας   τους.

                                               1996  ΡΟΔΟΣ  

Το  αεροπλάνο  προσγειώθηκε  στο  αεροδρόμιο  της  Ρόδου  και  η  Αμαλία  με  το  πτυχίο  μέσα στη  μια  από  τις  δύο  βαλίτσες  της, ανάμεσα  σε  λιγοστά ρούχα  και  πολλά  βιβλία,  όλα  τα  υπόλοιπα  υπάρχοντά  της τα  χάρισε  σε  συμφοιτητές  της, προχωρούσε  και  ανέπνεε  τον  αναζωογονητικό   και  καθαρό  αέρα  του  νησιού  και  έκανε  όνειρα  να  γίνει  μια  καλή  δικηγόρος,  να  βοηθάει  τους  ανθρώπους  του  τόπου  της  και  να  φτιάξει  μια  οικογένεια  ζεστή  και  αγαπημένη,  όπως  ήταν η  δική  της.

Το  καλοκαίρι  ήταν  ακόμη  στις  αρχές  του, αλλά  οι  τουρίστες  είχαν  ήδη κατακλύσει  τη  Σύμη  και  ένα  βουητό,  σα  μελίσσι  σε ώρα  εργασιακού  οργασμού,  διέτρεχε  από  άκρη  σε  άκρη  το  νησί  και  μεταλαμπάδευε  ευχάριστα  στους  μόνιμους  κατοίκους,  τη  ζωντάνια,  τον  ενθουσιασμό  και  τη   χαρά,  που  καρτερικά  περίμεναν,  μετά  τη  χειμερινή  ραστώνη  και  μοναξιά.  Η  ζωή  είχε  πάρει  την  ανηφόρα  και  το  χαμόγελο  στα  χείλη  όλων  ήταν  η  καθημερινή  τους  καλημέρα.

<<Τι  θα  έλεγες  πατέρα  να  ανοίξω  το  ισόγειο, εκεί  που  η  μητέρα,  είχε  το  εργαστήριό  της,  χανόταν  με  τις  ώρες  μέσα   και  δημιουργούσε  και  ένοιωθε  πιο  ζωντανή  από  ποτέ,  χαρούμενη  και  ευτυχισμένη! Έτσι  τη  θυμάμαι,  όταν  άνοιγα  την  πόρτα  και  την  έβρισκα  εκεί  μέσα.  Τα  μάτια  της  ήταν τόσο  λαμπερά  και  η  φωνή  της έβγαινε  πιο  απαλή  και  βελούδινη  λες  και  εκεί  μέσα  γινόταν  κάποια  ιεροτελεστία  και  μεταμορφωνόταν  εκείνη  μαγικά και  απόκρυφα.

  Βέβαια  εγώ,  δυστυχώς,  δεν  έχω  το  ταλέντο  της  με  τα  χρώματα  και  τα  σχέδια,  αλλά  μπορώ  να  γεμίσω  τα  ράφια  με  λογής  λογής    πράγματα,  μέσα  στα  οποία  θα  βλέπουν  οι  επισκέπτες  τις  ξεχωριστές  και όμορφες  στιγμές,  που  έζησαν  στο  νησί  μας  καθώς  και  τις  μυρωδιές  και  τις  γεύσεις  τις  συμιακές,  που  ελάχιστοι  γνωρίζουν,  και  ήρθε  ο  καιρός  να  βγουν  αυτές  από  τα  στενά  όρια  του  τόπου  μας>>,  μιλούσε με  παλμό  και  ενθουσιασμό  η  Αμαλία στον  πατέρα  της  για  τα  σχέδιά  της, την  πρώτη  κιόλας   εκείνη  μέρα  της  μόνιμης  επιστροφής  της  στο  νησί.

<<Ναι,  δε  λέω, όμορφες  είναι  οι  σκέψεις  σου και  σε  τιμά,  που  σκέφτεσαι  από  τόσο  μικρή  να  γίνεις  οικονομικά  ανεξάρτητη  και  να  διοχετεύσεις  την ενέργειά  σου  σε  κάτι  τόσο  ωραίο  και  δημιουργικό,  αλλά  εσύ,  παιδί  μου,  σπούδασες  να  γίνεις  δικηγόρος, πως οι  δικογραφίες  και  οι  δικαστικές  αίθουσες  θα  συνδυαστούν με  πιάτα  διακοσμητικά  και  πήλινα διάφορα  και  με  μέλι,  ρίγανη  και  ακούμια!>>,  αναρωτήθηκε ο  πατέρας  της,  πιάνοντας  απαλά  τα χέρια  της,  μέσα  στα  δικά  του.

<<Δεν  θα  είναι  συνέχεια έτσι, πατέρα. Θα  ξεκινήσω  τώρα,  και  το  φθινόπωρο,  με  τους  τελευταίους  τουρίστες, που  θα  φύγουν,  θα το  κλείσω  και  θα  αφιερωθώ  σε  αυτό, που σπούδασα.  Σκέφτομαι  μάλιστα από τον  Οκτώβρη  να  αναζητήσω  στη  Ρόδο  κάποιο  γραφείο  δικηγορικό,  να  κάνω  την  πρακτική  μου  εκεί  και,  όταν  με το καλό  ανοίξω και  εγώ  το  δικό  μου  δικηγορικό  γραφείο,  αυτό  το  μαγαζάκι,  θα  είναι  απλά  το  μεράκι   και  η  ξεκούρασή  μου,  το  λιμανάκι  το  δικό  μου.  

Αν  τα  πράγματα  πάνε, όπως  το  ελπίζω  και  το  εύχομαι  θα  το  ανοίγω  στην  τουριστική  σεζόν,  τα  απογεύματα  και  τις  αργίες,  να  νοιώθω  τον  παλμό του  νησιού  και  της  ζωής  μέσα  σε  αυτό,  να  παίρνω  χαρά  να  προχωράω.  Αν  δεν  καταφέρω  να τα  συνδυάσω,  θα προσλάβω  έναν  υπάλληλο, την επιστήμη  μου  δεν  θα  την  προδώσω  ούτε  όμως  και   αυτό,  που  κρατούσε  ζωντανή  και  ευτυχισμένη  τη  μητέρα  μου!>>,  για   δικηγόρος,  που  διέθετε  ακόμη  μόνο  το  θεωρητικό  υπόβαθρο  της  επιστήμης  του,  η  Αμαλία, επιστρατεύοντας  το  όπλο  της  το  πιο  ισχυρό, την  επιχειρηματολογία,  κατάφερε  με  επιδέξιους  χειρισμούς  να  φέρει  τον  πατέρα  της  εκεί  ακριβώς,  που  επιθυμούσε, να  του  αποσπάσει τη   συναίνεση  του  για  τα    πρώτα   επαγγελματικά  της   βήματα.

Σε  διάστημα  μόλις  λίγων  ημερών  το  ισόγειο, η  <Αίγλη>, πήρε  πνοή, πήρε  ζωή  και  ήρθε  και  έλαμψε  και  πάλι  στα  επιδέξια  και  μαγικά  χέρια  της  Αμαλίας. Τα ράφια  έσφυζαν  από  όμορφα  αναμνηστικά, με αποτυπωμένα  επάνω  τους  με  χάρη  και  μεράκι  το  σχήμα,  τα  χρώματα,  το  φυσικό  κάλλος  και  την  ιστορία  του  νησιού,  ενώ  σε  πουγκιά  πάνινα  και  δεμένα  με  χρωματιστές  κορδέλες  και  σκοινιά  ήταν  φυλακισμένες  οι  μυρωδιές, τα  αρώματα  και  οι  γεύσεις  της  Σύμης,  οι  μυστικές  συνταγές   και  τα  υλικά,  που  οι  νοικοκυρές,  οι  παλιές,  είχαν  φυλαγμένες  βαθιά  στην  καρδιά  τους  και  μεταλαμπάδευαν  με  δέος  και  σαν  σε  μυσταγωγία   στις  επόμενες  γενιές.

 Όλα  αυτά  τα  κρυφά,  τα  μυστικά   και  ανομολόγητα  είχε  καταφέρει  η Αμαλία,  σα  δεινός  και  επίμονος  σκαπανεύς,   να  φέρει  στην  επιφάνεια,  χρησιμοποιώντας  ως  αξίνα  και  φτυάρι  την  καπατσοσύνη  και  τη  γλυκύτητα  των  λόγων και  των ματιών  της.

 Σε  περίοπτη  θέση  και  μόνο  για  λόγους  εκθεσιακούς  και  διακοσμητικούς  είχε  όσες  από  τις  δημιουργίες  της  μητέρας  της  ανακάλυψε  κάτω από τη  σκόνη  και  τα  λευκά  και  βαριά  απλωμένα  παραπετάσματα.

Όπως  το  είχε  προβλέψει  και  ευχηθεί  η  Αμαλία, η  <Αίγλη >  της   αναδείχτηκε  εκείνο  το  καλοκαίρι  σε ένα  από  τα  σημαντικότερα  στέκια  και  πιο  ονομαστά  μαγαζιά  λαϊκής  τέχνης.  Σε  αυτό  βέβαια  βοήθησε  και  η  κομβική  θέση  του,  αφού  βρισκόταν  επάνω  στη  Καλή  Στράτα  με  τα  500  φαρδιά  σκαλοπάτια,  που  ένωναν  το  Γιαλό,  το  λιμάνι,  με  την  Άνω  Χώρα.

Σε  αυτή  την  περατζάδα   δεν  υπήρχε  περίπτωση  να  μη  σταματήσει,  έστω  για  λίγο,  μια  ανάσα  να  πάρει  από το  ανηφορικό  διάβα,  ο  επισκέπτης-τουρίστας  και  να  μη  μαγευτεί  από  τα  εκθέματα  στις  βιτρίνες  του  μαγαζιού  της, που  σαν  σειρήνες  εκείνα  έλκυαν   τους  Οδυσσέες-περαστικούς.

Με   τα  χρήματα,  που  κέρδισε  από  εκείνο το  πρώτο επιχειρηματικό  της άνοιγμα η  Αμαλία,  και  που  δεν  ήταν  και  λίγα,   και  αφού  σφράγισε και  με  το  τελευταίο  ξύλο  τα  ανοίγματα  του  ισογείου, πήρε  το  πρώτο  καράβι,  ένα  πρωινό  του  Οκτώβρη  και, όπως  το  είχε  υποσχεθεί,  κατέβηκε  στη  Ρόδο.  

Οι  επιλογές  της  ήταν  εμφανώς  περιορισμένες  στο  ελάχιστο,  όπως  πολύ  γρήγορα  αντιλήφθηκε, αφού  τα  δικηγορικά  γραφεία  στο  νησί  ήταν  μετρημένα  στα  δάχτυλα  του  ενός  της  χεριού  και  οι  δικηγόροι,  που τα  είχαν,  δεν  έδειξαν  και  ιδιαίτερα  πρόθυμοι  να  τη  δεχτούν,  για  την  πρακτική  της.

Λίγο  πριν  το  μεσημέρι  και  φανερά  απογοητευμένη  πήρε  το  δρόμο  για  την Αστυνομική    Διεύθυνση,  να  δει  τον  πατέρα  της  και  να  μοιραστεί  μαζί  του  τις  αρνητικές  της σκέψεις  και  την  κακή  της  ψυχολογία.  Πέρασε  από  πολλά    καντούνια  της  περιοχής  και  στενά  περάσματα  και   στάθηκε  πολλές  φορές  να  θαυμάσει  και  να  φωτογραφήσει   παλιά  αρχοντικά  με  τις βαριές  τους  ξύλινες  πόρτες  και  τις  αψιδωτές  εισόδους  από  πωρόλιθο,   στολισμένες  με  οικόσημα,  και  κήπους  με   ψηφιδωτά  με  ανάγλυφα  σχέδια  από  ασπρόμαυρα  βότσαλα  στις  αυλές.  Το  παλιό  λιμάνι,  το  Μανδράκι, η  Βενετιά  του  Αιγαίου,  όπως  αλλιώς  το  αποκαλούσαν ήταν  κατάμεστο  από  τέτοιους  αρχιτεκτονικούς  θησαυρούς.

 Σε  μια  τέτοια,  μικρή,  ανάπαυλα  ήρθε  σαν  αστραπή,  που  φώτισε  το  μυαλό  μα  και την καρδιά  της,  ο  Οδυσσέας  Τσιάρας,  ο  αντιεισαγγελέας, που  είχε  συναντήσει,  πριν  ένα  χρόνο,  τυχαία,  στο  καράβι,  κατά  την  επιστροφή  της  στην  Κομοτηνή,  μετά το  θάνατο  της  μητέρας  της.  Σε  ένα  παλιό  αρχοντικό της  είχε  πει  εκείνος  πως  διέμενε,  κάπου  κοντά  στο  Δικαστικό  Μέγαρο  και  με  βιάση  και  λαχτάρα  περισσή  άνοιξε  την  τσάντα  της,  να  ανακαλύψει  την  κάρτα, που  της  είχε  δώσει  εκείνος   τότε  με  την  ευχή  οι  δρόμοι  τους  και πάλι  να  φέρουν  τον ένα  κοντά  στον άλλον.

Το  πρόσωπό  της  έλαμψε  και  πύρωσαν  τα  μάγουλά  της  ανεξήγητα,   έπιασε μάλιστα  τον  εαυτό  της  να  την  ελέγχει  για  την  έξαψή  της  αυτή   και  να  την  ψέγει,  όταν  κράτησε  το  μικρό,  σκληρό,  γυαλιστερό  χαρτάκι  στα  χέρια  και  διάβασε  τη  διεύθυνση  και  τα  τηλέφωνα  του  Οδυσσέα.  Έτσι  απλά  και  μονολεκτικά  τον  αποκάλεσε  μέσα  της  και  απόρησε  και  πάλι  για  το  θράσος  και  την  αγένειά της. Περιπλανήθηκε  αρκετά, μέχρι  να  βρει  ένα  καρτοτηλέφωνο,  που  να  λειτουργούσε  και  πληκτρολόγησε  με  λαχτάρα  τα  νούμερα  του  τηλεφώνου  του  σπιτιού  του,  αφού  η  ώρα  ήταν περασμένη  και  σίγουρα  θα  είχε  φύγει  εκείνος  από  το  γραφείο  του.

<<Αλήθεια  είσαι  εσύ  Αμαλία,  δεν ξέρεις  πόσες  μέρες,  πόσες  ώρες  πέρασα  δίπλα  στο  τηλέφωνο, να  περιμένω  ένα  τηλεφώνημα  δικό σου. Είσαι  καλά  κορίτσι  μου; Πού  βρίσκεσαι;>>,  ακούστηκε  ζωηρή  και μελωδική  η  φωνή  του  Οδυσσέα,  από  την   άλλη  γραμμή  του  τηλεφώνου.

<< Τελείωσα  το  πανεπιστήμιο  και  επέστρεψα  στο  νησί  μου,  στον  πατέρα  μου.  Ξέρεις τη  μητέρα  μου  την  έχασα,  από  την  κηδεία  της  επέστρεφα  το  βράδυ,  που  με  βρήκες  στο  κατάστρωμα  του  πλοίου….>>,  δεν  πρόλαβε  να  τελειώσει  τη  φράση  της  η  Αμαλία  και από  την  άλλη  πλευρά  ακούστηκε  πονεμένη  και  πνιχτή  η  φωνή  του  Οδυσσέα:

 <<Λυπάμαι  πολύ  Αμαλία,  αν  το  γνώριζα  τότε,  ίσως  να  μπορούσα  να  κάνω κάτι  περισσότερο  για  εσένα>>.

<<Ίσως  μπορείς  ακόμη>>,  του  αντιγύρισε  την  κουβέντα  εκείνη   και  συνέχισε,  <<Αυτή  τη  στιγμή  βρίσκομαι  στη  Ρόδο  και   αν….,  αν  μπορούσαμε  να  συναντηθούμε,  θα  σου  εξηγούσα>>,  τόλμησε  και  ξεστόμισε  την  κουβέντα, που  ώρες  τώρα  κλωθώφερνε  στο  νου  της.

Τι  ανέλπιστη  είδηση, τι  χαρά  και  ευτυχία  ήταν  να νοιώσει  τη  μέρα   τη  σημερινή,  αναλογιζόταν  ο Οδυσσέας,  κατεβάζοντας  το  ακουστικό του  τηλεφώνου.

 Όλα  γύρω  του,  στο  παλιό  αρχοντικό,  άστραψαν  και  ζωντάνεψαν  παράξενα  και  μια  ευφορία  γλυκιά  κύλησε  στις  φλέβες  ως  την  ψυχή  του  μέσα.

Στην  είσοδο  του γραφικού λιμανιού,  πάνω  σε  δυο  στήλες  στέκονταν  αγέρωχα,  ατενίζοντας  τη θάλασσα,  ένα  αρσενικό  και ένα  θηλυκό  ελάφι, σύμβολα  του  νησιού,  πλατόνια  τα  αποκαλούν  οι  νησιώτες, στη σκιά  ενός  από  αυτά  περίμενε  η  Αμαλία  τον Οδυσσέα,  να  έρθει.

Αγκαλιάστηκαν  σα  δυο  παλιοί,  καλοί  φίλοι,  που  η  ζωή  τους  χώρισε  κάποτε  και τώρα  τους  έφερε  πάλι  κοντά.

<< Ας  πάμε  να  καθίσουμε  κάπου,  που  είναι  πιο  ζεστά, για  να τα  πούμε  και  με  την ησυχία  μας>>,  πρότεινε  ο  Οδυσσέας  και  εκείνη  τον  ακολούθησε  στο  μικρό  ταβερνάκι, δίπλα  από την  εκκλησία  του Ευαγγελισμού.

Με  συντροφιά  το  μυρωδάτο   ούζο  και  τους  λαχταριστούς  ψαρομεζέδες  η  Αμαλία  πιο  ελευθερωμένη  και  χαλαρή   μίλησε  με  κάθε  λεπτομέρεια  για  τη  ζωή  της  στη  Σύμη,  για  το  μαγαζάκι  της  μητέρας  της,  που το  ξανάνοιξε  και  μάλιστα τα  πήγε  πολύ  καλά  από  άποψη  τουριστικής  κίνησης  και  οικονομικού  κέρδους,  για  τις  ομορφιές  του  νησιού  της,  για  τους  γλυκούς  και  ευγενικούς  ανθρώπους του,  για  τα πολλά  του  ξωκλήσια,  ένα  για  κάθε  οικογένεια,  και  τα  ακόμα  περισσότερα  πανηγύρια  του,  αλλά  και  για  την  προσπάθειά  της  να  βρει  ένα  δικηγορικό  γραφείο,  να  κάνει  την  πρακτική της   και……  αν  μπορούσε  εκείνος  να  μεσολαβούσε,  κάποιος  μπορεί  και   να  τη  δεχόταν.

<<Μα  αυτό  είναι  το  ευκολότερο  πράγμα,  που  μου  ζητάς>>,  της είπε  εκείνος  χαμογελώντας  διάπλατα  και  της  έσφιξε  το  χέρι.

 <<Πάντα  ήθελα  μια  βοηθώ  στο  γραφείο  μου. Έχω  και  τον  καλό  μου  φίλο, δικηγόρο  κ. Αντώνη  Λουδάρο  και  όλα  θα  πάνε  μια  χαρά>>.

Από  την  επομένη  κιόλας  η  Αμαλία,  ως  ασκούμενη  πια   δικηγόρος,  έπαιρνε  το  πρώτο  καράβι  για  τη  Ρόδο  και  επέστρεφε  το  απόγευμα,  καμιά  φορά  και  ακόμα  αργότερα,  κουρασμένη,  αλλά  και  πολύ  ενθουσιασμένη, σχεδόν  ευτυχισμένη. Δεν  ήταν  μόνο  που  επιτέλους  ασχολούνταν  με  αυτό  για  το  οποίο σπούδασε  μια  και  ήταν  το  όνειρό  της,  αλλά και  γιατί  βρισκόταν  κοντά  σε  έναν  τόσο  αξιόλογο  άνθρωπο,  όπως  ήταν  ο  Οδυσσέας  Τσιάρας.  

Η  καθημερινή  επαφή  μαζί  του  επιβεβαίωνε  όλο  και  περισσότερο  την  αρχική,  πολύ  καλή γνώμη,  που  είχε  σχηματίσει  για  εκείνον, έστω και  αν  γνωρίστηκαν,  όταν  εκείνη  ήταν  ευάλωτη  πολύ  και  συναισθηματικά  ασταθής.

Ο  Οδυσσέας  ήταν  ένας  35άρης,  κατασταλαγμένος  και  ευφυής  άντρας,  ακέραιος  και  έντιμος πολύ  σα  χαρακτήρας, αλλά  και  με  ευαισθησίες  και  θετική   προσέγγιση  των  πάντων. Το  ειλικρινές  χαμόγελό του  και  η  αισιοδοξία,  που  τον  χαρακτήριζε, χωρίς  αυτή  να  στερεί  κάτι  από  τον  ρεαλισμό   του,   κέρδισαν  αμέσως  την  Αμαλία.  

Κοντά  του  ξεδίπλωσε  εκείνη  όλη  την  αγάπη  για  την επιστήμη  της,  παθιάζονταν  με  κάθε  μια  από  τις  υποθέσεις,  που  έφταναν  στο  γραφείο του  Λουδάρου,  και  δεν  παρέλειπε  να  τις  συζητά  και  με  τον  Οδυσσέα,  σε  βαθμό,  που  εκείνος  έσμιγε  τα  φρύδια  του  και  παίρνοντας  ύφος  θυμωμένου  και  αγανακτισμένου  τάχα  ανθρώπου  τη  μάλωνε  για  την υπερβολική  της  ενασχόληση  με  αυτές,  ενώ  την ίδια  στιγμή  την  αγκάλιαζε  στοργικά   και  τις  χάριζε  το  πιο  λαμπερό  του  χαμόγελο.

Η  άνοιξη  του  1997   ήρθε και  στα  αιγιοπελαγίτικα  νησιά,  πιο  απαστράπτουσα  και  δροσερή  από  ποτέ. Οι  αέρηδες,  λυράληδες  έμπειροι  του  Αιγαίου  κατάφεραν  επιτέλους  να  σιγήσουν,  η  γη  φόρεσε  το  πράσινο  φουστάνι  της  με  τα  χρωματιστά  ανθάκια  και  τα  κλαδιά  των  δέντρων  φούσκωσαν  σαν  τις  γυναίκες  σε  κατάσταση  εγκυμοσύνης  και  μάλιστα  προχωρημένης.

 Μαζί  με  όλη  αυτή  την  ευχάριστη  αλλαγή   και  αναστάτωση   στη  φύση,    θαυμαστή  ευφροσύνη  κατέλαβε  και   δυο  ανθρώπινες  ψυχές, της  Αμαλίας  και  του  Οδυσσέα. Σαν υπάκουες  ζύμες οι  καρδιές  των  δυο  νέων, ήρθαν  και   φούσκωσαν  και  άρχισαν  να  γεννούν  ποιήματα,  καρδούλες,  λουλούδια  και  καλές  προθέσεις.

Τα  ακρογιάλια,  οι  κάμποι, τα  καντούνια  και  τα  λογής  λογής  χαλάσματα,  τα  γεμάτα  ιστορία  και  αγιοσύνη,  έγιναν  αυτόπτες  μάρτυρες,  σιωπηροί,  της  αγάπης,  που γεννήθηκε   μεταξύ  τους,  και  πρόσφεραν  περίχαρα  το  χώρο  τους  να   ριζώσει  αυτή  και  να  ανθίσει.  Δεν  ήταν   αυτό,  που  ένοιωθε για  τον  Οδυσσέα,  έρωτας – αλήτης  και  μαύρος  πειρατής,  που  είχε  κλέψει  την  καρδιά  της,  όπως  τότε  με  τον  Βάιο,  είδε  άλλωστε  ποια  κατάληξη  είχε  εκείνο  το  ξέφρενο  πανηγύρι  της  καρδιάς  τότε,  αλλά  μια  αγάπη – δύναμη  εσωτερική,  ήρεμη  και  απαλή  ήταν   αυτή, που  γεννήθηκε  μέσα  της  και   που  την  έδενε  με  την  ασφάλεια,  τη  σταθερότητα, τη  σιγουριά.  Αυτά  είχε  ανάγκη  τώρα  και  τίποτα  παραπάνω.

 Οι   ανατροπές,  οι  < εκπλήξεις>  της  ζωής  σε  εκείνη  τουλάχιστον  δεν  της   είχαν  βγει  σε  καλό.  Πόνο  και  μόνο  πόνο  είχε  εισπράξει  ως  τώρα.  Αφέθηκε  λοιπόν  στα  ήρεμα  νερά  της  ζωηρής  συμπάθειας,  του  θαυμασμού,  της  εκτίμησης  και  γιατί  όχι  και  της  αγάπης  για  τον  άνθρωπο  Οδυσσέα  Τσιάρα  και  σαν ολοκαίνουργο  σκαρί   γλίστρησε   απαλά  και  ταξίδεψε.

Ο  Αλέξης, ο πατέρας  της  Αμαλίας, έμαθε  για  τη  σχέση  των  δυο  νέων,  όπως  γίνεται  πάντα  σε  αυτές  τις  περιπτώσεις,  τελευταίος  και  ασθμαίνοντας.  Όχι  ότι  ντρεπόταν  η  Αμαλία  να  του  μιλήσει  για  τα  αισθήματά  της  και  τη  σχέση,  που  είχε  συνάψει   με  τον  εργοδότη  της  κατά  κάποιο  τρόπο,  τον  Οδυσσέα  Τσιάρα,  αλλά  ήθελε  να  είναι,  πριν  του  μιλήσει,  απόλυτα  σίγουρη  για  ό,τι  ένοιωθε  για  εκείνον  και  ο  χρόνος  στη  περίπτωση  αυτή  θεωρούσε  πως  μετρούσε  υπέρ  της.

 Το  λιγότερο,  που  ήθελε  ήταν  να  προσθέσει  ένα  ακόμη αγκάθι  στην  ήδη πληγωμένη  καρδιά του γεννήτορά  της, στην περίπτωση, που  αποδεικνύονταν  ότι  η  σχέση  της  με  τον  Οδυσσέα  ήταν  ένας  διάττων  αστέρας,  ένα  πεφταστέρι  και  μόνο,  που  έσβησε,  πριν  καν  λάμψει.  

Ο  Οδυσσέας  από  την  άλλη   ήταν  απόλυτα   σίγουρος  γι’ αυτό,  που  ένοιωθε για την Αμαλία. Μαζί  της  και  μόνο  μαζί  της  ήθελε  να  φτιάξει  οικογένεια  και  την  πίεζε  κατά  κάποιον τρόπο  να  μιλήσει  στον πατέρα  της  το  συντομότερο,  για  να  έρθει  να  τη  ζητήσει  από  εκείνον  και  μάλιστα  τις  Άγιες  μέρες  των  γιορτών,  που  πλησίαζαν.  Και  το  πράγμα  μέσα  του  το  είχε  πάει  και  σε  άλλο επίπεδο,  αφού  είχε  προβάρει  πολλές  φορές  τι θα  της  έλεγε  σχετικά με  το  σπίτι,  που  θα  έμεναν  μετά  το  γάμο  τους.

Αν  ήθελε  εκείνη  να  μείνουν  στο  πατρικό  της  σπίτι,  στη  Σύμη  μαζί  με  τον  πατέρα  της,  εκείνος  δεν  θα είχε  κανένα  πρόβλημα,  αν πάλι  ήθελε  ένα  σπίτι  καινούργιο,  ολόδικό  τους,  εκείνος  ήταν  σε  θέση  να  της  το  προσφέρει,  όπως  ακριβώς  το  ονειρευόταν,  όπως  και  τόσα  άλλα. Τόσο  ερωτευμένος  ήταν  μαζί  της!  Και,  όπως  λένε,  ο  έρωτας  σε  μια  ηλικία  όχι  και  τόσο  νεανική,  είναι  έρωτας  σαρωτικός,  ισοπεδωτικός. Και  τέτοιος  έδειχνε  πως  ήταν  ο  έρωτας  του  Οδυσσέα  Τσιάρα.

Έτσι,  με  την  αλλαγή  του  χρόνου,  με  τον πατέρα  της  Αμαλίας  δίπλα  τους  και  τη  φωτογραφία  της  συγχωρεμένης της  Αγγελικής,  της  μητέρας, στη  δεξιά   πλευρά  του  μεγάλου, καρυδένιου  τραπεζιού  και  της  Παναγίας  της  βρεφοκρατούσας  στην  αριστερή,  φόρεσαν  στα  δάχτυλά  τους  τους  χρυσούς  κρίκους,  τις  βέρες,  που  θα  τους  ένωναν,  για  να  προχωρήσουν  από  κοινού  στη  ζωή.

συνεχίζεται…

Εύα Χορόζη

Σχετικά Άρθρα