fbpx
ΙστορικάΚύριο ΘέμαΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 4ο: ΓΡΥΠΕΣ (Νέα σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

Το  1973,  που  τόσο   αλύπητα  τους  χτύπησε  και  τους  βύθισε  σε  πένθος,  ετοιμαζόταν  να  φύγει,  δίνοντας  τη  σκυτάλη  του  σε  μια  χρονιά  καινούργια. Καλύτερη  και  με  λιγότερα  πράγματα  θανατερά,  ευχόταν  ολόψυχα  η  Αμαλία  στο  τραπέζι  της  παραμονής,  πριν  την  έλευση  του  νέου  έτους. Ήταν  οι  πιο  δύσκολες  και  αμήχανες  μέρες της  ζωής  της  εκείνες  οι  μέρες  των  γιορτών.   Τριάντα  πέντε    χρόνια  κοινής  ζωής   είχε  με  τον  άντρα  της,  τον  Πέτρο,  και  τώρα  έπρεπε  να  γιορτάσει  μια  Πρωτοχρονιά, για  πρώτη  φορά,  χωρίς  εκείνον  δίπλα  της.

Μπορεί  ο  Πέτρος  Κοντοπάνος  να  μην  ήταν  ο  άντρας  που, αν  της   δινόταν  η  δυνατότητα  της  επιλογής,  εκείνη  θα  τον διάλεγε  χωρίς  δεύτερη  σκέψη, όμως  αποδείχτηκε  και  μάλιστα   από   την  πρώτη  νύχτα  του  έγγαμου  βίου  τους,  και  αυτό  το  ομολόγησε  πολλές  φορές  στον  εαυτό  της,  ένας  σύζυγος  σωστός  και  ένας  πατέρας  ακόμα  σωστότερος.  

Πέρασε  κοντά  του  πραγματικά  ήρεμα  και  ζεστά  χρόνια,  και σε  ό,τι  εκείνος  υστερούσε,  στις  προσωπικές  τους  σχέσεις,  μια  και  όλοι  έχουμε  τις  αδυναμίες  και  τις  ελλείψεις  μας,  εκείνη  το  παράβλεπε,  αφού  κοίταζε  μόνο  τη  μεγάλη  εικόνα, αυτή  του  να  ζει  εκείνη  καλά  και  να  μεγαλώνουν  τα  παιδιά  της  σε  ένα  υγιές,   ασφαλές  και  οικονομικά  άνετο  περιβάλλον.

Η  έλλειψη  της  παρουσίας  του  την  πονούσε  αφόρητα  ακόμη   και ύστερα   από  τόσους  μήνες,  που  εκείνος  είχε   φύγει   από  τη  ζωή,  αλλά για  χάρη  των  παιδιών  της,  του  Άρη  της  και  της  Θάλειας,   φόρεσε  το  καλό  της  φουστάνι  με  το  τελευταίο  κόσμημα,  που  πρόλαβε  και  της  χάρισε  ο   Πέτρος  της,  ένα  μενταγιόν,  που  μέσα  του   έβαλε  δυο  μικρές  φωτογραφίες  των  αγοριών τους,  λες  και  είχε  ψυχανεμιστεί  εκείνος ότι  σύντομα  θα  έφευγε από  τη  ζωή   και  θα  άφηνε  μόνη  εκείνη    με τα  δυο  τους  τα  αγόρια   κοντά  της,  και  κάθισε  στην  κορυφή  του  τραπεζιού,  στη  θέση  του  άντρα  της,  και  γιόρτασε  την  ερχομό  του  σωτήριου  έτους  1974.

Πράγματι  το   1974  φάνηκε  από  τις  πρώτες  κιόλας  μέρες  της  νεογέννητης  ζωής  του  καλότυχο  και  ελπιδοφόρο.  Αντιπρόσωποι   από  μια  ιταλική  καπνοβιομηχανία,  έφτασαν  στο  κτήμα,   ένα  πρωινό  του  παγωμένου  Γενάρη και  αφού  κλείστηκαν  για  ώρες  με  τον Άρη,  μέσα  στο   γραφείο  του,   άνοιξαν  τις  πόρτες  και   αποχώρησαν  μόνο,  όταν  κατάφεραν  να  αποσπάσουν  από   εκείνον  το  μεγάλο  ΝΑΙ   για  τη  μεταξύ  τους  συνεργασία  και  τις  πολλές  και  μελλοντικές  δουλειές,  που  τους  περίμεναν.

 Το  δέλεαρ  ήταν  πολύ  μεγάλο,  πακτωλός  χρημάτων  θα έρεε  στο  σπιτικό  του  σε  λίγα  χρόνια,   και  ο  Άρης,  όσο  και  αν  δεν  ένιωθε  ακόμη  έτοιμος  για  ένα  τόσο  μεγάλο  εγχείρημα, υπέκυψε  και  συμφώνησε.

Με  το  Γιάννο  δίπλα  του,  από  την  επομένη  κιόλας της  αναχώρησης  των  Ιταλών,  να  που  τα  μαθήματα  των  εγγλέζικων,   που  έκανε  στην  πόλη  τα  γυμνασιακά  του  χρόνια,  δεν  πήγαν   τελικά  χαμένα,  και ας   γκρίνιαζε,  που  επέμενε  ο  πατέρας  του  να  τα  συνεχίσει,  ξεκίνησε  να  οργώνει  με  την κούρσα  του  κάμπους  και  τις ρεματιές.

 Μέχρι  και  στα  πομακοχώρια  της  οροσειράς  της  Ροδόπης   έφτασε,  για  να πείσει  τους  μικροκαλλιεργητές  να  του  νοικιάσουν  τα  χωράφια τους  και  να  τους  προσλάβει  μετά,  με  καλό  μεροκάματο,  να   δουλεύουν  στα  καπνά,  που  εκείνος  θα  φύτευε.

Η  συμφωνία,  που  είχε κλείσει   με  τους Ιταλούς,  απαιτούσε  την  πώληση  σε  αυτούς  πολλών  τόνων  καπνού.  Τα  δικά  του  χωράφια,  που  δεν ήταν  βέβαια  και  λίγα,  ούτε  τη  μισή  ποσότητα  από  την  συμφωνηθείσα,  θα  μπορούσαν,  να  του   αποφέρουν. Έπρεπε  να  καλλιεργήσει  καπνό  και  στα   χωράφια  των   άλλων.  Γι’   αυτό   πήρε   το   Γιάννο   μαζί  του,  να  τους  πείσει.  Τον  γνώριζαν   όλοι  στον  κάμπο,  καλύτερα  από  τον  ίδιο,  και  τον  εμπιστεύονταν.  Ήταν  σαν  εκείνους  ο  Γιάννος,  από  την  ίδια  πάστα  καμωμένος,  είχε  τα  χούγια  τους  και  τα  χνώτα  τους  ταίριαζαν.

 Και δεν  έπεσε  έξω ο  Άρης.  Ο  Γιάννος  ήξερε  πως  να  μιλήσει  και  τι  να  πει. Γνώριζε  τις  αδυναμίες  του  καθενός  και   τους  έλεγε  αυτά,  που  ο  καθένας  ήθελε  να  ακούσει.  

Στα  βουνά  της  Ροδόπης  από  αιώνες  ζούν οι Πομάκοι, μία μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα, που μιλάει μία διάλεκτο της βουλγαρικής και συγκεκριμένα την <Πομακική>. Τα  χωριά  τους, τα  γνωστά  πομακοχώρια, λόγω  του  ορεινού  χαρακτήρα  της  περιοχής,  είναι  αρκετά απομονωμένα και έχουν διατηρήσει το γραφικό χαρακτήρα τους, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών και τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Πομάκων. Τραγουδούν τα  δικά  τους  δημοτικά  τραγούδια. Ζουν φτωχικά πάνω  στα οροπέδια,  στις  βουνοπλαγιές  και  μέσα  σε  κοιλάδες.

Από  αυτά  τα  χωριά  επέλεξε  ο  Άρης   να  ξεκινήσει  την  προσπάθειά  του,  αφού  η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα  τους  ήταν η καλλιέργεια και η πρωτοβάθμια επεξεργασία καπνού, και συγκεκριμένα, του αρωματικού μπασμά, που είχε κάνει διάσημη την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης τον 19ο αιώνα, με το όνομα “καπνός Μακεδονίας”.

 Αγκομαχούσε  το  αυτοκίνητό  τους  στον  ανηφορικό  δρόμο.  Οι  μπάρες  στέκονταν  εκεί, κατεβασμένες να  θυμίζουν  τα  εντός  των  συνόρων,  σύνορα.  Έδειξαν στο  φυλάκιο  τα  χαρτιά  και  την  άδεια, που  είχαν  πάρει  προκειμένου  να  επισκεφτούν  την περιοχή  και  με  την αγωνία  χαραγμένη  στα πρόσωπά  τους  συνέχισαν.

  Και άλλες  φορές  ο  Άρης  μόνος  του  ή  με  τη   Θάλεια  και  τον αδερφό  του  έκαναν  αυτή  τη  διαδρομή,  αλλά  ποτέ  μετά  τις μεταλλικές  μπάρες  και  πάντα στα πλαίσια μιας αθώας  εξόρμησης  στην  όμορφη  ύπαιθρο.  Τώρα είχε  λόγο  σημαντικό,  που  ερχόταν  στην περιοχή   και  ανησυχούσε.

 Ο  Γιάννος,  που  γνώριζε  από  πρώτο χέρι  το  ποιον  αυτών  των  ανθρώπων,  καθώς  όλη  του  τη  ζωή  την  πέρασε  στις  κοιλάδες  και  τα  οροπέδια,  προσπάθησε  να  τον καθησυχάσει  πως  όλα  θα  πήγαιναν  καλά,  αρκεί  να  άφηνε  σε  εκείνον  να  κάνει  τις  συνεννοήσεις. Η  γλώσσα  τους,   κάτι  ανάμεσα  σε  ελληνικά,  σλάβικα και  τούρκικα,  σίγουρα  θα  δυσκόλευε  τον Άρη,  ενώ  σε  εκείνον  τα  ακούσματά  τους,  ήταν  πιο  οικεία  και  γνώριμα.

Έφτασαν  με  τη  κούρσα  στο  πρώτο  χωριό  και  εκείνο,  που αντίκρυσαν,  πάντα  ο  Άρης  θα  το  θυμάται,  αφού  προς  στιγμή  είχε  ξεχάσει  το  λόγο  της  επίσκεψής  τους.  Για  μουσουλμάνους  τους  ήξερε  τους  ανθρώπους,  που  ζούσαν  εκεί  πάνω, και  όμως τη  μέρα  εκείνη,  η  χριστιανική   γιορτή  του  Αγίου  Γεωργίου  ήταν,  τους  καλωσόρισαν  με  φωτεινά  χαμόγελα και  τους  ζήτησαν  να  πάρουν  μέρος  στη  μεγάλη  τους  γιορτή.  Είχαν  σφάξει  κουρμπάνια  (πρόβατα,  γίδια ), που  ψήνονταν  σουβλιστά  και  έτρωγαν  και  έπιναν  αριάνι και  χόρευαν και  διασκέδαζαν.

Κάποιες  γυναίκες,  φορώντας  τις  τοπικές  τους  ενδυμασίες,   σταύρωναν  το  ψωμί,  που  είχαν  πλάσει,   λίγο   πριν  το  βάλουν  στον  ξυλόφουρνο,  να  ψηθεί, και  ένα  αγοράκι  κατάξανθο  και  γαλανό  τους  απάγγειλε  τον  όρκο  του  πομάκου,  τον  ύμνο  της  καρδιάς  τους.  

  Τους  υποδέχτηκε   πρώτος  ο  πρόεδρος  του  χωριού,   κρατώντας  στη  χούφτα  του  νομίσματα από  τα  αρχαία  ελληνικά  χρόνια,  τα  ρωμαϊκά,  τα  βυζαντινά,  μα  και  από  τα  σημερινά  επισημαίνοντας  πως    βρίσκονταν  στη  γη  του  Ορφέα,  ενώ, όταν  τους  ξεπροβόδισαν,  να  φύγουν,  έριξαν  μια  κανάτα  με  δροσερό  νερό  πίσω  από  το  αυτοκίνητό  τους,  να  κυλήσει  ο  δρόμος  τους  ίσιος  και  ευθύς  και  τους  συνόδευσαν  με  την  ευχή < η  Παναγιά  μαζί  σας>.

 Τόσο  φιλόξενους  και  πρόσχαρους  δεν  τους  περίμενε  ο  Άρης.  Είχε  ακούσει  γι’  αυτούς  ότι  ήταν  εργατικοί,  φιλότιμοι  και  φιλήσυχοι  άνθρωποι,  αλλά  οι  μπάρες πάντα  ήταν  ένα  σύνορο  όχι  μόνο  της  περιοχής,  αλλά  κυρίως  της  καρδιάς  του.

Η  ίδια  ατμόσφαιρα  επικρατούσε  και  στα  άλλα  πομακοχώρια,  που επισκέφτηκαν.

Και  εκεί  γλέντι,  χαρά,  καλωσορίσματα,  τραταρίσματα  και  φυσικά, ύστερα  από  παρέμβαση  και  πάλι  του  Γιάννου,  και  τα  δικά  τους  χωράφια,  θα  δίνονταν  στον Άρη  Κοντοπάνο,  να  τα  γεμίσει  καπνά,  να  κερδίσει  αυτός,  να  κερδίσουν και  εκείνοι.  Βιος  τους  ήταν  και  ήξεραν  πως  να   φερθούν   στα  κτήματά  τους,  αφού  οι  ίδιοι  θα  ήταν  οι  φυτευτάδες  και  καλλιεργητές  τους.

 Μετά,  σειρά  είχαν  τα  χωριά  του  κάμπου. 

 Πήραν  το  δρόμο  τώρα  τον  κατηφορικό  και  επειδή  είχε  ήδη  αρχίσει  να  πέφτει  η  νύχτα,  άφησαν  με  το  πρώτο  φως  της  μέρας ,  να  ξεκινήσουν  εκεί  τις  διαπραγματεύσεις  και  τις  συνεννοήσεις.

 Πολύ  καιρό  είχε  να  κοιμηθεί  ο  Άρης  ήρεμα,  γλυκά,  χωρίς  να  ταράσσουν  τον  ύπνο  του  όνειρα  άσχημα  και  εφιαλτικά. Αφού  το  πιο  δύσκολο  κομμάτι  του  εγχειρήματός  του  είχε  στεφθεί  με  επιτυχία,  καθώς αναλογίζονταν  τη  μέρα,  που  πέρασε,  καλό  θα  ήταν  να  άκουγε  τη  συμβουλή  του  Γιάννου  και  να μην  ανησυχούσε τόσο  πολύ.  Στον  κάμπο  τα  πράγματα θα   ήταν  πιο  εύκολα.

 Όλοι  γνώριζαν  τον  μεγάλο  γαιοκτήμονα  Πέτρο  Κοντοπάνο,  γιος  του  ήταν  ο  Άρης,  δεν  μπορεί να  μην  είχε  πάρει  κάτι  από τη  ντομπροσύνη,  την  εντιμότητα  και  την  καθάρια  ψυχή,  που  είχε  εκείνος. Όμως  και  πάλι  εδώ  η παρουσία  του  Γιάννου  υπήρξε  καταλυτική.

Γράμματα  μπορεί  να  μην   γνώριζε  ο  πιστός  επιστάτης,  αλλά  επειδή  μιλούσε  από  καρδιάς  και  στην  καρδιά  τον  άλλον  μέσα,  τον  ένοιωσαν  οι  άνθρωποι  και  εκεί  κάτω,  κατάλαβαν  εύκολα  και  έκλεισαν  συμφωνία  με  το  αφεντικό  του,  τον Άρη,  παραχωρώντας  του  τα   κτήματά  τους.

Με  τον  ερχομό  της   άνοιξης,  σμήνος  οι  εργάτες  δούλευαν  ασταμάτητα,  ώστε  όλα  να  γίνουν  στην  ώρα  τους  και,  όπως  έπρεπε.  Όλο  το  κτήμα  δονούνταν  από  εργασιακό  οργασμό  και  μάλιστα  έντονο  και  συνεχή.  Άλλοι  όργωναν  και  άλλοι,  από  πίσω,  σβάρνιζαν,  για  την  αφρατοποίηση  της  επιφάνειας  του  εδάφους  και  την  καταστροφή  των ζιζανίων.

  Το  σπορείο,  μέσα  στο  κτήμα  ήταν  ήδη  έτοιμο  να  δεχτεί  το  σπόρο,  τον  αναμεμειγμένο  με  τη  στάχτη  ή  τη  λεπτή  άμμο,  ώστε  η  διασπορά  του,  που  γινόταν  με  το  χέρι,  να  ήταν  πιο  εύκολη  και  πιο  ομοιόμορφη.  Τελευταία  στη  σειρά  ακολουθούσε  η  μεταφύτευση  των  σπορόφυτων  στα  χωράφια.  Από  εκεί  και  πέρα  με  την  κατάλληλη  και  συνεχή  φροντίδα  ο  καπνός  θα  μεγάλωνε  και  θα αποζημίωνε  με  το  παραπάνω,  αν  και  οι  καιρικές  συνθήκες  το  επέτρεπαν, όλους  για  την  προσπάθεια  και  τον  κόπο  τους.

Όλοι  μιλούσαν  με  ενθουσιασμό  στον  κάμπο  και  στα  βουνά  για  τη  δουλειά  με  τους  Ιταλούς  και  όλοι  στήριζαν  τα  όνειρα  και  τις  ελπίδες  τους σε  αυτή  τη  συνεργασία,  να  ξελασπώσουν  οικονομικά   και  να  τους  μείνουν  και  αρκετά,  για  να  βγάλουν  τη  χρονιά  και  να  κάνουν  και  τους  γάμους  των  αρραβωνιασμένων τους  παιδιών.  

Δεν  ήταν όμως  μόνο  οι  χωρικοί,  που  είχαν  επενδύσει   πολλά  στον  Άρη  Κοντοπάνο,  ήταν  και  οι  άλλοι,  οι  διάολοι,  με  την  παράνομη  και  επικίνδυνη  σκόνη   και  την πράσινη  τσόχα,  που  με  το  που  έμαθαν   για  το  χρήμα,  που  έφεραν  οι  Ιταλοί, ως  προκαταβολή  στη  νέα  δουλειά,  που  ξεκίνησαν  με  την  οικογένεια   Κοντοπάνου,  περικύκλωσαν  σαν  αγέλη  πεινασμένων  λύκων  τον  Άρη,  να  του  ξαναδώσουν  αυτά,  που  με  λαχτάρα  ποθούσε  και  εκείνοι  του  τα  αρνιόντουσαν  τόσο  καιρό,  γιατί  ήδη  τους  χρώσταγε  πολλά.

Μεθυσμένος  ο  Άρης  από  την  επιτυχία  του,  παλικάρι  μόλις  25  χρονών,  άψητο  και  ονειροπαρμένο,  ξανάπεσε  στην  καλοστημένη  παγίδα.  Το  πάθος  και  η  λαχτάρα  του  για  τον  τζόγο  και  τη  σκόνη   έκαμψαν   γρήγορα  τις  άμυνες  και  τις  υποσχέσεις, που  είχε  δώσει  στον  εαυτό  του  και  τη  Θάλεια.

 Λύγισε  τελικά  και   υπέγραψε,  γιατί  κατά  βάθος  το  καταλάβαινε  ότι  αυτό έκανε,   την  καταδίκη  του.

Ο  Άρης  άρχισε  να  εξαφανίζεται  για  μέρες  ολόκληρες  από  το  κτήμα  και  ούτε  που  είχε  κανείς  ιδέα  για  το  πού  βρισκόταν. Όλα  πια  τα  βάρη   είχαν  πέσει  στους  ώμους  και  πάλι  του  Γιάννου.

Φίδια  μαύρα  είχαν  ζώσει  τη  Θάλεια, αλλά  σε  ποιον  να  μιλήσει  και  τι  να  πει!  Μόνο  τις  νύχτες  γονάτιζε  στο  εικονοστάσι  της Παναγιάς  και  μιλούσε  μαζί   της, σα  να  ήταν  η  φίλη, που  δεν  έκανε  ποτέ  στα  μέρη, τα  καινούργια,  που  ήρθε,  και  την παρακαλούσε να  μην  επιβεβαιωθούν  οι  φόβοι  της  για  τον  Άρη, γιατί  τότε  το  πράγμα  δεν  είχε  πια  σωσμό.

 Θα  ήταν  υποχρεωμένη  να  μιλήσει  στην  Αμαλία  και  ας  της  έσκιζε  έτσι  την  καρδιά  και  εκείνη,  ας  αποφάσιζε  μετά  τι  θα  έπρεπε. Πάντως  άλλο  φορτίο  τόσο  βαρύ,  όπως  τότε  με  το  θάνατο  του  Αλέξη,  είχε  υποσχεθεί,  πως  δεν θα  σήκωνε  στις  πλάτες  της  ξανά. Συνένοχη  σε  ένα  άλλο  έγκλημα  δεν  θα  γινόταν. Τον  Άρη  δεν  θα  άφηνε  να  φύγει  από  τη  ζωή  τόσο  σύντομα  και  ας  ήταν  το  τίμημα,  που  θα  πλήρωνε  για  να  σώσει  εκείνον  πολύ  ακριβό,  να  μην  τον  ξανάβλεπε  ποτέ.

Πρωί Σαββάτου,  20  Ιουλίου 1974   και   στα  ραδιόφωνα  ανά  την  ελληνική  επικράτεια   ακουγόταν  ο  <τσομπανάκος>  με  τη  φλογέρα   του  ΕΙΡ  και  τις  κουδούνες  των  τράγων,  ενώ  ο  στομφώδης  εκφωνητής  μιλούσε  για  την  ηρωϊκή  Μεγαλόννησο,  που  δέχτηκε   τουρκική  εισβολή  και  τη  Μητέρα  Ελλάδα,  που  θα  εκπλήρωνε  το  Ιερόν  Καθήκον  της  να  σταθεί  δίπλα  της,  στέλνοντας   εκεί στρατιωτικές  δυνάμεις.  

 Δημοτικά  τραγούδια  και  εμβατήρια  στο  ράδιο  είναι  το  χειρότερο  σημάδι  καταστροφής  σε  αυτόν  τον  τόπο.

 Και  ο  εκφωνητής  συνέχιζε :<< Οι  έφεδροι…..διατάσσονται,  όπως  παρουσιαστούν  πάραυτα  εις  τα  οικεία  στρατολογικά  γραφεία  ή  τη  μονάδα,  που  αναγράφει  το  απολυτήριό  τους……>>.

Η   πόρτα του  αρχοντικού  έκλεισε  με  βία   και  ένας  Άρης  άσπρος, σαν  το χαρτί,  χωρίς  λες  στάλα  αίμα  μέσα  του, ίδιος  σκιά  του  εαυτού  του,   στάθηκε  στη  μέση   της  μεγάλης    σάλας    και  φώναξε  δυνατά:

 <<Γρήγορα,  το  απολυτήριό  μου,  πού  είναι;>>

  <<Ποιο  απολυτήριο  παιδί  μου, εσύ  δεν  πήρες  απολυτήριο  από το  Γυμνάσιο,  σε  πρόλαβαν τα  γεγονότα  εκείνα,  κακό  χρόνο  να  έχουν,  δε  θυμάσαι;>>,  τον  έκοψε  η  μάνα  του,  η  Αμαλία,  που  έμπαινε  εκείνη  την  ώρα  στη  σάλα.

<<Το  απολυτήριο  του  στρατού,  εννοώ,  μάνα, καλά  τίποτα  δεν  μάθατε! Διατάχθηκε  γενική  επιστράτευση.  Οι  Τούρκοι, σήμερα,  ξημερώματα,  εισέβαλαν  στην  Κύπρο.  Πρέπει  να  παρουσιαστώ  στην Κομοτηνή  και  από  εκεί,  δεν  ξέρω,  ίσως  με  στείλουν  στην  Κύπρο>>,  έδωσε  αλαφιασμένος   εκείνος,  όπως  ήταν ακόμη,  τις  πρώτες  πληροφορίες  στις  δυο  γυναίκες,  την  Αμαλία  και  τη Θάλεια,  που  αποσβολωμένες     μια  κοίταζαν  η  μία  την  άλλη  και  μια  και  οι   δυο  μαζί  τον  Άρη.

 Με  ένα  σάκο  στον  ώμο  και  δυο  φιλιά  δεμένα  με  την  ευχή  της  μάνας  του  και  τη  λαχτάρα  της  Θάλειας,  να  επιστρέψει  το  συντομότερο,  έφυγε  ο  Άρης  για  το   Στρατολογικό  Γραφείο,  στην  πόλη  της  Κομοτηνής.  Αργά  το  απόγευμα, την  άλλη  μέρα,  με  ένα  τηλεφώνημά  του,  ενημέρωσε  τις  δυο   γυναίκες  πως  θα  έφευγε  με  πλοίο  για  την   Κρήτη,  μαζί  με  άλλους,  με  σκοπό  τη  μετάβασή  τους  στο  πολύπαθο  νησί,  την Κύπρο.

 Κόντευε  να  φθινοπωριάσει   για  τα  καλά  και   τα υπόστεγα  αγκομαχούσαν   ήδη  από  την  πλούσια  σοδειά  του  καπνού,  κρεμασμένος   εκείνος   στα  τελάρα, να  περιμένει   νωχελικά  να  ξεραθεί,  για  να  πάρει  το  δρόμο  για  την  επεξεργασία   του,  με  τελικό  προϊόν  το  τσιγάρο.

Η  παρουσία  του  Άρη  από  εδώ  και  πέρα  κρινόταν  απαραίτητη  και  επιβεβλημένη. Ο  Γιάννος  επουδενί  δεν θα  μπορούσε  να  καλύψει  το  κενό  της  απουσίας  του.  Η  δουλειά  και  η  ζωή  ολάκερη  εκείνου  ήταν τα  χώματα.  Τα  γραφεία, τα  κοστούμια,  οι  χειραψίες  και  οι  αβρότητες   ήταν  παντελώς  ξένες   και  αταίριαστες  με   εκείνον.  

Κρύος  ιδρώτας   έλουζε  τη  Θάλεια, όσο  ο   καιρός  περνούσε.  Ξάγρυπνη  έμενε  τις  νύχτες, μη  τυχόν  ο  Άρης  και  δεν  κατάφερνε  να  επιστρέψει.  Δεν  ήταν  η  ζημιά  η  οικονομική,  που   θα  πάθαιναν,  αν  εκείνος  δεν  γύριζε,  και  μάλιστα  το  συντομότερο, που  τη  στοίχειωνε   εδώ  και  εβδομάδες,  αλλά αυτό,  που  της  συνέβαινε  μέσα  της.

 Οι  πρωινές  αδιαθεσίες  είχαν  γίνει  πια  ένα  με  την  καθημερινότητά  της  και  μη  μπορώντας  άλλο  να  κρυφτεί,  μίλησε  πρώτη  στην  Αμαλία  γι’ αυτές.  Ο  γιατρός,  που  επισκέφτηκαν  στην  πόλη  ήταν  κατηγορηματικός. Η  Θάλεια  ήταν  έγκυος,  τουλάχιστον  τεσσάρων  μηνών.

Η  Αμαλία  δε  χρειάστηκε  να  ακούσει  κάτι  παραπάνω,  ούτε  από τον  γιατρό  ούτε  από   τη  Θάλεια.  Μπορεί  τα  πράγματα  να  μην  έγιναν  με  τη  σωστή  τους  σειρά, όμως  χάρηκε  τελικά  με  την εξέλιξη  αυτή.  Άλλωστε  από  πάντα  έλεγε  πως  η  Θάλεια  ασκούσε  θετική  επιρροή  στον  Άρη,  του  έβγαζε  τον  καλύτερό  του  εαυτό  και  είδε  με  καλό  μάτι  την  ένωσή  τους   αυτή,  και  ας  είχαν  μεγαλώσει  σαν  αδέρφια.  

 Η  Θάλεια  ανακουφισμένη  πια   από   την  αντίδραση  της  Αμαλίας, ήρθε  και ηρέμησε  και  γαλήνεψε.  Και  αν  ο  Άρης  ήταν  κοντά  τους,  θα  θεωρούσε   τον  εαυτό της  ως  την πιο  ευτυχισμένη  γυναίκα  στον  κόσμο,  εκείνη  τη  στιγμή.  Έπλεε  πραγματικά  σε  πελάγη  χαράς  και  γλυκιάς  προσμονής  του  νεογέννητου  μωρού  της.

 Είχε  αρχίσει  ήδη  να  βλέπει  το  παιδί  της  στην αγκαλιά  του  Άρη  μέσα,  να  του  δείχνει  τον  κόσμο  και  το  βιος  του,  που  μετά  από  εκείνον  θα  διαφέντευε  και  εκείνη  να  κάθεται  στο  χαγιάτι  του  σπιτιού  να  τους  βλέπει  και  να  ανθίζει  η  καρδιά  της  και  άλλοτε  να  βρίσκεται  στην  κουζίνα,  να  παλεύει  με  τη  ζάχαρη  και  το  αλεύρι,  να  φτιάξει  τα  αγαπημένα  τους  γλυκά  να  μελώσουν, να  μελώσει  και  η  Μοίρα  και  να  μην  κλέψει  την  ευτυχία  ούτε  τη  δική  της ούτε  φυσικά  του  μονάκριβου  παιδιού  της.

  Εκατό  μέρες  έλλειψε  ο  Άρης   στην  Κύπρο,  εκατό  μερόνυχτα  η  Αμαλία  και  η  Θάλεια  τα  πέρασαν  παρέα  με  προσευχές  και  ελπίδες.

 Ο  Άρης,  ο  στυλοβάτης  του  σπιτικού  τους,  επέστρεψε  τελικά,  ή  ό,τι  τέλος  πάντων  ήταν  αυτό,  που  θύμιζε  εκείνον, από  τους  τελευταίους,  στις  22  του  Οκτώβρη   του  1974.  Και  επέστρεψε, ευτυχώς,  λίγο  πριν  εκπνεύσει η  συμφωνία  παράδοσης  του  καπνικού  προϊόντος  στους  Ιταλούς.

 Δαγκώθηκε  η  Θάλεια,  όταν  τον  αντίκρισε,  αλλά    μπροστά  στην  Αμαλία, που  η  κούραση  και  η  φθορά  του  χρόνου  επάνω   της,  ήταν  πιο  έντονη  από  κάθε  άλλη  φορά, προσποιήθηκε   πως  όλα   ήταν   καλά  και  θα  γινόταν  καλύτερα.  Δεν  ήθελε η  μεγάλη  γυναίκα   να   ταράζεται,  κάθε   φορά,  που   η κουβέντα  τους  πήγαινε  στον  Άρη.  Την  καθησύχαζε  πως  σύντομα  θα  επέστρεφε  το  ροδαλό  χρώμα  στα  μάγουλά  του   και  η  ανεμελιά  και  η  χαρά  στα  μάτια  του.

Οι  μέρες  περνούσαν  και ο Άρης,  η  αλήθεια  ήταν  πως  έκανε  φιλότιμες  προσπάθειες,  να  αφήσει  πίσω του  τα  παλιά  και  άσχημα.  Δεν  είχε  γυρίσει  από  επαγγελματικό  ταξίδι,  όπως  αυτά,  που  έκανε  τον  τελευταίο  καιρό   και  κυρίως   μετά  την  απαρχή  της   συνεργασία  του  με  τους  Ιταλούς,  στις  φλόγες  του  πολέμου  είχε  πάει,  έστω  και  αν  αυτός  ήταν  τελικά  μια  παρωδία, ένα  κακέκτυπο  του  αληθινού.

 Δεν  πρόσεξε  αμέσως ο  Άρης  την  κατάσταση  της  Θάλειας.  Το  αδύνατο  κορμί  της  και  τα  φαρδιά  ρούχα  της  έκρυβαν  ακόμη  αρκετά  καλά  την  προχωρημένη  εγκυμοσύνη  της,  ούτε  και  εκείνη  φυσικά  του  έκανε  λόγο  γι’  αυτήν  αμέσως.  Ο  Άρης  ήταν  καταβεβλημένος  και  χρειαζόταν  χρόνο  να  ξεκουραστεί  και  να  συνέλθει.  Τα  νέα της  θα  τον  τάραζαν  ίσως  και   κάτι  τέτοιο  δεν  το  ήθελε. Τόσο  πολύ  τον  αγαπούσε!

Δυο  μέρες  μετά  την επιστροφή  του  Άρη, η  Αμαλία  βλέποντας  πως  η  Θάλεια  δεν  έδειχνε  έτοιμη  να  του  μιλήσει,  αποφάσισε  να  αναλάβει  εκείνη  δράση. Φώναξε  το  γιο  της,   στην  κάμαρή  της  μέσα,  και  ζήτησε  από  τη  Θάλεια  δυο  καφέδες  να  τους  πάει   και   να  μην  τους  ενοχλήσει  κανείς  και  για  κανένα  λόγο.

Φόρεσε  η  Αμαλία  το  πιο  φωτεινό, το πιο  γλυκό  της  χαμόγελο  και  βάζοντας  τα  χέρια  του  παιδιού  της  μέσα  στα  δικά  της, του  αποκάλυψε  το  μυστικό  της  εγκυμοσύνης  της  Θάλειας. Πάγωσε  ο  Άρης  στο  άκουσμα  των  χαρμόσυνων νέων,  μόνο  τέτοια  δεν  ήταν  για  εκείνον.

Στη  φωτιά  του  πολέμου, από  όπου  μόλις  είχε  γυρίσει  μεγαλύτερη  ασφάλεια  ένοιωθε, παρά  τώρα, που  του  μιλούσε  η  μητέρα  του  για  το  μέλλον  του  με  τη  Θάλεια  και  το παιδί  τους.

 Τα  χέρια  του άρχισαν  να  τρέμουν  και  η  καρδιά  του  να  χτυπά  άτακτα.  Στράγγιξε  το  αίμα  από  το  πρόσωπό  του  και  η  Αμαλία  μη  καταλαβαίνοντας  σε  τι  οφείλονταν  αυτή η  αντίδραση  του  γιου  της,  άρχισε  τα  κανακέματα  και  τα  γλυκόλογα  πως  δεν  έγινε  και  τίποτα  φοβερό, που  δυο  παιδιά,  που  ζούσαν  σαν  αδέρφια  κάτω  από  την  ίδια  στέγη  αγαπήθηκαν  ούτε  πως  θα  έφερναν  στον  κόσμο  ένα  παιδί,  χωρίς  να  έχει  ευλογηθεί  από  πριν  η  ένωσή  τους  με  τα  ιερά  δεσμά του  γάμου.

  Μέχρι  και  ξεπερασμένες  αποκάλεσε  τέτοιες  αντιλήψεις,  ποια,  η  Αμαλία,  που  κάθε  Τετάρτη  και  Παρασκευή  μαγείρευε  αλάδωτα  όσπρια  και  ας  της  γκρίνιαζαν  τα  παιδιά  και  ο  άντρας  της  για  την  υπερβολική  της  προσήλωση  στα  θεία.

 Όταν  είδε  όμως  πως  ο  Άρης  δεν  αντιδρούσε,  όπως  περίμενε,  τότε  άλλαξε  ύφος  και  απειλώντας  θεούς  και  δαίμονες  απαίτησε,  ναι  απαίτησε  να  ορίσει  εκείνη  τη  στιγμή  ο  γιος  της  την  ημερομηνία  των  γάμων  του  με  τη  Θάλεια.  Μόνο  τότε, ακούγοντας  τις κραυγές  της  μάνας  του,   σα  να  ξύπνησε  ο  Άρης  και  να  βγήκε  από  το τούνελ το  βαθύ,  που  είχε  πέσει,   συνήρθε  και  άρχισε  και  αυτός  να   μιλά  επιτέλους.

<<  Τι  είναι  αυτά  που  μου  λες,  μάνα.  Εγώ,  γιατί  δεν  είδα  τίποτα  τέτοιο,  όταν  ήρθα,  και  εκείνη,  γιατί  δεν  μου  μίλησε!>>

Η  Αμαλία  έκανε  πως  δεν  κατάλαβε  την  ενοχλημένη  αντίδρασή  του  γιου  της και  συνέχισε  απτόητη, στον  ίδιο  πάντα  τόνο  και  ανυποχώρητη:

 << Είναι   στον  έβδομο  μήνα  και  πρέπει  άμεσα  να  δρομολογήσουμε  τους  γάμους  σας,  δεν  χωράει  το πράγμα  άλλη  καθυστέρηση>>,  ολοκλήρωσε  την  κουβέντα  της  και  συνέχισε  να  πίνει  ατάραχη  και  ξαλαφρωμένη  πια,  που  επιτέλους  ο  Άρης  την άκουσε,  το  ζεστό  της  ρόφημα.

Ένα  τσουβάλι  αδειανό  ο  Άρης  σωριάστηκε  στην  καρέκλα  του  επάνω  και  βάζοντας  το  πρόσωπό  του  στις  δυο  παγωμένες  και  υγρές  παλάμες  των  χεριών  του,  αναλύθηκε  σε  ένα  κλάμα  βουβό  και  πικρό,  ανάμεικτο  με  λόγια  μισά,  λόγια  ακατάληπτα.  Ήταν  η  σειρά  της  Αμαλίας  τώρα  να χάσει  τη  γη  κάτω   από  τα  πόδια  της.  Η  αντίδραση   του  γιου  της  την  ταρακούνησε  συθέμελα,  μαύρα  φίδια  άρχισαν  να  τη ζώνουν  και  αφού  παράτησε  το  φλυτζάνι  του  καφέ  πάνω  στο  δίσκο,  πλησίασε  και  χάιδεψε  με  τρεμάμενα  χέρια  τα  σπαστά  και  στο  χρώμα  του  κάστανου,  μαλλιά   του  γιου  της.

<<Τι  σου  συμβαίνει   Άρη  μου,  γιατί  τέτοια  αναστάτωση.  Η  Θάλεια  σε  αγαπάει  πολύ  και  νομίζω  ότι  και  σε  εσένα  δεν  είναι  αδιάφορη  εκείνη.  Και  τώρα  έρχεται  ένα  παιδί. Πρέπει  να  αναλάβεις  τις  ευθύνες  σου  αγόρι  μου. Είναι  το  παιδί  σας  και  οφείλετε να  του  δώσετε  μια  οικογένεια>>.

<<Δεν  είναι  ότι  δεν  αγαπάω  τη  Θάλεια  μητέρα,  ούτε  φυσικά  ότι  δεν θέλω το  παιδί  μου,  αλλά…>>,  ένας  κόμπος  μεγάλος  έφραξε  το  λάρυγγά  του  και  έκοψε  την  κουβέντα  στη  μέση.

Δευτερόλεπτα  μετά,  αφού  καθάρισε  το  λαιμό   του  και   η  φωνή  του  βγήκε  διαυγής  και  σταθερή  αυτή  τη  φορά,  έδωσε στη  μάνα  του  με  πόνο  ψυχής  όλες  τις  εξηγήσεις.

<<Είμαστε  καταχρεωμένοι  μητέρα.  Πέρα  από  τα  δάνεια,  που  πήρε  ο  πατέρας  και  κανένα  από  αυτά  δεν  είχε  αποπληρωθεί,  δημιούργησα  ελλείματα  πολλά  και  εγώ  με  την   επιπόλαιη  και  αλαζονική  συμπεριφορά  μου.

  Ο  γάμος  μου  με  την  κόρη  ενός  τραπεζίτη  από  τη  Δράμα, μια  μεγαλοκοπέλα,   είναι  πλέον  μονόδρομος.

Του  εξήγησα  την  οικονομική μας  κατάσταση,  την  κόρη  του  θέλει μόνο  να  δει  αποκαταστημένη, μου  είπε, και  τα  άλλα  τα  αναλαμβάνει  εκείνος.  Θα  σου  μιλούσα να  πάμε  να  τη  ζητήσουμε  και  επίσημα,  αλλά  μας  πρόλαβαν  τα  γεγονότα  με  την επιστράτευση.  Συγγνώμη,  μητέρα,  λυπάμαι  πολύ  και…. πονώ  και  εγώ,  αλλά  δεν  μπορώ  να  κάνω  διαφορετικά>>,  και  με  ένα  ξεφύσημα  καυτό  και  πικρό  χώθηκε  στην  αγκαλιά  της  μητέρας  του  ο  Άρης.

Ήταν  η  σειρά  της  Αμαλίας  τώρα  να  σωριαστεί   στην  καρέκλα της,  ρούχο  παραπεταμένο,  πουκάμισο  αδειανό,  μετά  τη  βαθιά  εξομολόγηση  του  γιου  της.

<<Και  στη  Θάλεια,  πως  θα  πούμε  κάτι  τέτοιο  παιδί  μου. Πήραμε  κοντά  μας  ένα  κορίτσι  φτωχό,  από  την πείνα  και  την  ανέχεια  να  το  σώσουμε  και  θα  γίνουμε   τώρα   εχθροί  του,  οι  υπαίτιοι  της  καταστροφής  του. Τι  θα  απογίνει  με  ένα  μωρό  στην  αγκαλιά,  αστεφάνωτη,  σαν  τα κρύα  τα  νερά  κοπέλα!  Ποια  η  θέση  μας  απέναντι  στους  γονείς  και  την  οικογένειά  της!>>,  θρηνούσε  και  χτυπιόταν  η  Αμαλία  και  δεν  ήξερε  για  ποιον  από  τους  δυο  να  κλάψει  και  να  θρηνήσει.

  Για  το  κορίτσι  της,  τη  Θάλεια,  γιατί  για  σπλάχνο  δικό  της   το  ένοιωθε    και  αυτό  και  ας  μη  βγήκε  από  μέσα  της, και  αυτή  η  εξέλιξη  ούτε  της  άξιζε  ούτε  της  ταίριαζε  ή  για  το  γιο  της,  που  θα  εγκλωβιστεί  σε  ένα  γάμο,  που  δεν  θα  είναι  ευλογημένος,  αφού  η  μοίρα  ενός  παιδιού,  που  δεν έφταιξε  σε  τίποτα,  θα  κρέμεται  πάντα  επάνω  από  το κεφάλι  του,  σαν  τη  Δαμόκλειο  Σπάθη!

Θα  άφηνε   μερικές μέρες  να  περάσουν  η  Αμαλία,  να  συνέλθει  από το  σοκ  των  αποκαλύψεων  του  γιου  της  και  να  βάλει  τις  σκέψεις  της  σε  μια  σειρά,  για  να  μιλήσει  στη  Θάλεια.

Πρωί  Παρασκευής,  8  Νοεμβρίου,  η  Αμαλία  έκλεισε  το  ακουστικό  του  τηλεφώνου   και  κατευθύνθηκε  για  το  δωμάτιο  της  Θάλειας.  Πιο  πριν είχε  μιλήσει  με  το  γιο  της,  στο  Τμήμα  Χωροφυλακής  της  Ρόδου   και   του  ευχήθηκε  για  την  ονομαστική  γιορτή  της  γυναίκας  του,  της   Αγγελικής.  Τον  παρακάλεσε  να  μεταφέρει  τις  θερμότερες  ευχές  της  και  στη  νύφη  της,  αφού  στο  σπίτι  τους,  στη  Σύμη,  δεν  είχαν  βάλει  ακόμη  τηλέφωνο.  Έχοντας  αντλήσει  κουράγιο  και  δύναμη  από  την  τηλεφωνική  συνδιάλεξη  με  τον  γιο  της,  χτύπησε  απαλά  την  πόρτα  της  κάμαρας  της  Θάλειας.

  Τους  τελευταίους  μήνες,  που  άλλο δεν  μπορούσε  πια  να  κρυφτεί  η  κατάστασή  της,  τους  περνούσε  κλεισμένη   η  κοπέλα  στο  δωμάτιό  της,  μη  τυχόν  και  γίνει   αντιληπτή   από  τους  εργάτες  ή   από  κάποιον  επισκέπτη.  Μόνο  στον  πιστό  τους  Γιάννο  ανοίχτηκε  η  Αμαλία  και  τα  φανέρωσε  όλα. Έπρεπε  να  είναι  ενήμερος  εκείνος  τουλάχιστον,  μήπως  και  χρειαστούν  τη  βοήθειά  του.

  Η  έγκυος  γυναίκα  έχει  το  ένα  πόδι  της  στον τάφο,  άκουγε  μικρή  η  Αμαλία, να  λέει  η  γιαγιά  της,  στο  Σιδηρόκαστρο.  Και  δεν  είχε  άδικο  εκείνη, αφού  πολλές  από τις  γυναίκες,  που  είχαν  στη  δούλεψή  τους, αλλά  και  άλλες  κυράδες  και  αφέντρες  έχασαν  τη  ζωή  τους,  πριν  ακούσουν  καν  το  πρώτο   κλάμα  του  μωρού  τους.

Βρήκε  τη  Θάλεια  ξαπλωμένη  στο κρεβάτι  της, να  διαβάζει  κάτι  από  την Αγία  Γραφή,  το  πρώτο  από τα   βιβλία,  που  της  χάρισε  η  Αμαλία,  όταν  της  έμαθε να  διαβάζει  και  να  γράφει.

  Αναπόλησε  νοσταλγικά  εκείνες  τις  όμορφες  και  ανέμελες  μέρες,  που  κοριτσάκι  με  τα  μαλλιά   πλεγμένα  πλεξούδες,  καθόταν  η  Θάλεια  σιμά  της,  κάτω  από  τη  δροσερή  κληματαριά  και  χάραζε  πάνω  στη  μαύρη  πλάκα  γραμμές  και  σχέδια,  γράμματα  και  αριθμούς.  Της   τα  έδειχνε  πρώτα η  Αμαλία,  και μετά,  γεμάτη  ενθουσιασμό,  όταν  τα  κατάφερνε,  χτυπούσε η  Θάλεια τα  χέρια  της  και  χαμογελούσε  όλο  νάζι  και  ικανοποίηση  για  τις  μικρές  της   επιτυχίες.

 Πού  πήγαν  εκείνες  οι  μέρες,  όλο  γέλια  και  χαρούμενα  ξεφωνητά,  αγκαλιές  και  φιλιά!   Βλέποντας  τη  φουσκωμένη  κοιλιά  της  Θάλειας  ένας  οξύς  πόνος  διαπέρασε  όλη  την  κορμοστασιά  της   Αμαλίας,  ταλαντεύτηκε  για  λίγο  η  γυναίκα   και  ένοιωσε  προς  στιγμή  να   χάνει  τη  γη   κάτω  από  τα πόδια  της.  Πως  θα  το  έκανε  τώρα  αυτό, πως  θα  την   κέρναγε  την  κοπέλα   ένα   τέτοιο  φαρμάκι!

Έκανε  να  σηκωθεί  η  Θάλεια,  μόλις  την  είδε  στο άνοιγμα  της  πόρτας,  αλλά  με  ένα  νεύμα  της  η  Αμαλία  την   σταμάτησε  και  ήρθε  και  κάθισε  εκείνη  στο  κρεβάτι,  στα  πόδια  της.

<< Είσαι  καλά  Θάλεια  μου;>>,  τη  ρώτησε   για  να  δοκιμάσει  περισσότερο τη  φωνή  της,  αν  υπήρχε  μέσα  της  και   αν  μπορούσε  να  ακουστεί.

 Η  κίνηση  του  κεφαλιού  της  Θάλειας,  σήμα  ότι  είναι  καλά,  αποτέλεσε  κίνητρο  για  την  Αμαλία  να  συνεχίσει.

<<Να  σου   μιλήσω  θέλω  Θάλεια  μου,  αλλά  σε  παρακαλώ,  μη  με  διακόψεις,  πριν  πω  αυτά,  για  τα  οποία  ήρθα.  Φοβάμαι  πως  δεν  θα  έχω  μετά  τη  δύναμη  να  συνεχίσω  μετά >>.

<<Μα  τι  συμβαίνει,  έπαθε  κανείς  κάτι;  Ο  Άρης,  κάποιος  από  τους  δικούς  μου, στο  νησί;>>,  με  το  βλέμμα  γεμάτο  ανησυχία  και  φόβο  η  Θάλεια  κοίταζε  την  Αμαλία  βαθιά μέσα  στα  μάτια  και  με  κομμένη  την   ανάσα  της  περίμενε.  

<< Μίλησα  με  τον  Άρη.  Πρέπει  να  φανείς  δυνατή,  κορίτσι  μου. Τώρα  τα  έμαθα  και  εγώ,  δεν  είχα  την παραμικρή  υποψία. Όλα, ό,τι  έχουμε  και  δεν έχουμε,  δεν  μας  ανήκουν  πια,  είναι  υποθηκευμένα  και  σε  λίγο  θα  αρχίσει  η  τράπεζα  να  μας  τα  παίρνει  ένα  ένα.

 Σε  μια  ύστατη  προσπάθεια,   κάτι  να   σωθεί,  ο  Άρης  έδωσε  το  λόγο  του  σε  έναν  τραπεζίτη  από  τη  Δράμα πως  θα  πάρει  την κόρη  του,  για  γυναίκα  του.  Ετοιμαζόταν  να  μας  μιλήσει  για  να  γίνουν  οι  αρραβώνες τους,  αλλά   μας  πρόλαβε  όλους  η  επιστράτευση. Δεν  το  γνώριζα,  σου  το  ορκίζομαι.  Μην  το  θεωρήσεις  ότι  σε  προδίδουμε,  ότι  σε  ξεπουλάμε.  Αν  χάσουμε  την  περιουσία  και  την  υπόληψή μας,  είμαστε  όλοι  νεκροί.  Το  σκέφτηκα.  Αφού  κανείς  τίποτα  δεν  γνωρίζει  για  την κατάστασή  σου, έτσι  θα  την κρατήσουμε  ως  το  τέλος.  Το  παιδί  θα  γεννηθεί  και  θα  το  δώσουμε  σε  μια  οικογένεια  καλή, με  χρήματα  δικά  μας, να  το  αναθρέψει  και  να  το  μεγαλώσει. Όσο  για  εσένα,  με  μια  καλή  προίκα,  και  γι’  αυτό  θα  φροντίσω  εγώ  προσωπικά,  σου  δίνω  όρκο  βαρύ,  θα  βρούμε  ένα  καλό  παιδί   να  καλοπαντρευτείς>>,  μιλούσε  στη Θάλεια  και  ούτε  και  ίδια     άκουγε   αυτά,  που  ξεστόμιζε  στην  άμοιρη  κοπέλα.

 Μια  έκλαιγε, μια  γελούσε  η Αμαλία  ήταν  ολοφάνερο  πως  βρισκόταν  σε  ψυχολογική  αστάθεια,  ήταν  εγκλωβισμένη  συναισθηματικά.  Ήταν ασήκωτο  το  βάρος,  ασυγχώρητο  το  αμάρτημα,  που  διέπραττε  μόλις  εκείνη  τη  στιγμή.  Τι  λόγια  ήταν  αυτά,  τι  σχέδια  εκ  του  πονηρού  ύφαινε  το  διαβολικό  της  μυαλό! Πως  θα  μπορούσε  μια  μάνα  να  συνηγορήσει  σε  μια  τέτοια  βδελυρή  και  ανήθικη  πράξη!

  Είδε  τον  εαυτό  της,  όταν  περίμενε  τους  γιους  της  να  γεννήσει.  Με  πόση  προσμονή  με πόση  χαρά  ανέμενε  την  έλευσή  τους  και  ύστερα  το  πρώτο  κλάμα  τους,  την  πρώτη  φορά,  που  δέχθηκε  η  αγκάλη  της  το  ζεστό  κορμάκι  τους,  πόση  ευτυχία,  πόση   ανακούφιση,  πόσα  δάκρυα  χαράς,  λυτρωτικά,  κυλούσαν  στα  μάγουλά  της  και  αντί  να  την  καίνε  τη  δρόσιζαν  και  την  έκαναν  πιότερο  να  ανθίζει  και  να  μοσχοβολά!  

Τι  έκανε  αυτή  τη  στιγμή  στο  δωμάτιο ενός  κοριτσιού,  που  μόνο  αγάπη  και  χαρά  τους  είχε  δώσει  η  παρουσία  του  και   χωρίς  ποτέ  να  ζητήσει,  να  διεκδικήσει  κάτι. Και  τώρα  που  δικαιωματικά  διεκδικούσε  κάτι από  την  ευτυχία,  κάτι  που  η  ίδια  η  ζωή  της  έφερε  στο  δρόμο  της  και  εκείνη   έσπευσε  να  το  κρατήσει  για  δικό  της, έρχεται  αυτή, σαν  μια  κλέφτρα  στυγνή   και  αδίστακτη,  να  της  το  αρπάξει  άκαρδα,  με  ψυχραιμία  εγκληματική  και  αναλγησία.

Καυτά  δάκρυα  έτρεχαν  και  αυλάκωναν  τα  πρόσωπα  και των  δύο  γυναικών.  Οι  λυγμοί  τους  έσμιξαν  και  ο  πόνος  τους  έγινε  αθόρυβη  κραυγή,  αφού  ούτε  η  μια  ούτε  η  άλλη  είχαν  το  σθένος  να  πουν  το  παραμικρό.

 Σηκώθηκε  η  Θάλεια  από  το  κρεββάτι  και  για  πρώτη  φορά,  σαν  ίσος  προς  ίσο  την  κοίταξε  στα  μάτια  μέσα, βαθιά,  άνοιξε  την  πόρτα,   ζήτησε  από  την  Αμαλία να  φύγει  και  την  ξανάκλεισε  ήσυχα, όπως  ήσυχη  ήταν  και  η ζωή  της  μέχρι  τη  στιγμή  εκείνη.  Ήθελε  να  μείνει  μόνη  με  το  παιδί  της,  άλλωστε   τώρα  πια  είχε  μόνο  αυτό.

Πιο  παγερή  και  εχθρική  νύχτα, δεν  θυμόταν  να  είχε  περάσει  άλλοτε  η  Αμαλία.  Ούτε,  όταν  έπεφτε  πάνω  στον ανοιγμένο  λάκκο  με  το φέρετρο  του  άντρα  της  μέσα,  δεν  σκίστηκε  στα  δυο  και  δεν  αιμορράγησε  τόσο  η  καρδιά  της.

Τον  ίδιο  λάκκο,  στόμα,  που  έχασκε  ανοιχτό,  μαύρο  και  αδειανό,  είδε  στον  ύπνο  της  η  Αμαλία, για  λίγο,  όταν ο  Μορφέας  άγγιξε τα  βλέφαρά  της  και  εκείνα  σφάλισαν.  Μόνο  που  σε  εκείνη  την  τρύπα,  ένα  φέρετρο,  λευκό,  μικρό,  τόσο  δα,  έφερναν  να  βάλουν  και  τη  στιγμή,  που  έσκυψε  εκείνη  μια  χούφτα  χώμα  να  ρίξει  και  δυο  αγριολούλουδα,  καθώς   έκαναν  όλοι  γύρω  της,  το  πρόσωπο  του  γιου  της,  του  Άρη,  είδε  στη  λευκή επιφάνεια  του   ξύλου,  επάνω,  να  προβάλλει, και  έχασε  τη  γη  κάτω  από  τα  πόδια  της.

  Πετάχτηκε  κάθιδρη  και  παγωμένη  από  το  κρεβάτι  της  και   περιμένοντας  τη  μέρα  να  φωτίσει,  δούλευε  στο  μυαλό  της  σχέδιο  οργανωμένο, τον  λόγο,  που  έδωσε  ο  γιο  της  στον Δραμινό   τραπεζίτη,  να  τον  πάρει  εκείνη  πίσω.

Ο  τραπεζίτης   στη  Δράμα, όταν  ενημερώθηκε για  τον  απρόσκλητο  επισκέπτη του,  χάρηκε από  τη  μια,  αφού  θα  γνώριζε  επιτέλους   την  οικογένεια  του  μέλλοντα  γαμπρού  του,  αλλά   και  απόρησε  από  την  άλλη   και  ενοχλήθηκε,  γιατί  ούτε  το  μέρος  ούτε  η  ώρα  ήταν  κατάλληλα  για  τέτοιου  είδους  συναντήσεις.

 Υποδέχτηκε  όμως  πολύ   θερμά  και  φιλόξενα  την  Αμαλία  και  αφού  ζήτησε  από  τον κλητήρα  να  μην  τον  ενοχλήσει  κανείς,  κάθισε  απέναντι  από  την επιβλητική,  όπως  παραδέχτηκε,  γυναικεία  παρουσία,  να  ακούσει  το  λόγο  της  επίσκεψής  της.

Του  μίλησε  με  ειλικρίνεια  και  ντομπροσύνη  η  Αμαλία  και θαύμασε  εκείνος την  ακεραιότητα  και  τον  ευθύ  της  λόγο,  που  ούτε  στους  καλύτερους  πελάτες  της  τράπεζας  δεν  είχε  συναντήσει,  και  έκανε  φιλότιμες  προσπάθειες  να  παρακολουθήσει  τη  συζήτησή  τους,  αλλά  ό,τι  και  αν  επικαλέστηκε  η  Αμαλία,  προκειμένου  να  μην  προχωρήσει  αυτή η    <κοινωνική  συμφωνία>,  εκείνος  δεν  άκουγε, δεν  έβλεπε  τίποτα  από  τη  δυστυχία,  που  περίμενε  το  ζευγάρι.  Μόνο  την  κόρη του  έβλεπε  μπροστά  του,  ντυμένη  στα λευκά, νύφη, να  την παραδίνει  στο  γαμπρό, έχοντας  έτσι  εκπληρώσει  το  χρέος  του  στον εαυτό  του,  σαν πατέρας,  και  στην κοινωνία.

  Κόπιασε  πολύ  στη  ζωή  του  ο  Δημάσης  προκειμένου  να  κερδίσει  τη  θέση  και  την  εκτίμηση,  που  έχαιρε  στην  κοινωνία  της  Δράμας. Από ένα  χωριό,  σκέτος  βαλτότοπος  η  καταγωγή του,  με  τους  μισούς  κατοίκους  να  έχουν  πεθάνει  από  ελονοσία,  έτσι  έχασε  και  τη  μάνα  του  με  το  μωρό,  που  είχε  στα  σπλάχνα  της,  και  με  τους  άλλους  μισούς  να  έχουν  φύγει  για  τον  Καναδά  και την Αυστραλία. 

Τον πήρε  εκείνον  ο  πατέρας  του,  μετά  το  θάνατο  της  γυναίκας  του  και  ήρθαν  στην  πόλη  της  Δράμας.  Κοντά  στις   παράγκες  με  τους  πρόσφυγες  βρήκαν  και  αυτοί  μια  γωνιά  και  απάγκιασαν.

  Νοικοκυραίοι  και  γραμματιζούμενοι  ήταν  οι  γείτονες  τους,  όπως  και  οι περισσότεροι  από  τους  πρόσφυγες.  Κοντά  τους  έμαθε  τα  πρώτα  γράμματα,  πριν ακόμα πάει  στο  σχολείο. Έτσι, όταν  μπήκε  στην  πρώτη  τάξη  του  Δημοτικού,  εκείνος  ήξερε  περισσότερα  και  από  τους  μαθητές,  που  ήταν  σε  μεγαλύτερες  τάξεις.  Με  το  κάρο  και  το  γάιδαρό  του  ο  πατέρας  του  μοίραζε  κάρβουνο  και  ξύλα  στα  σπίτια  της  πόλης και  έκανε  και  κανένα  αγώγι,  όποτε  τύχαινε, αραιά  και που  δηλαδή,  με  αυτούς,  που  έφευγαν  από την  πόλη  και  γύριζαν  στους  γονείς τους  στα  χωριά, όταν  η  πόλη  τους  γινόταν  εχθρική  με  τη  μεγάλη  ανεργία  της.  Λίγο  το  ψωμί,  αλλά  τουλάχιστον  υπήρχε.

 Βοηθούσαν  με  κανένα  πιάτο  φαί  και  οι  πρόσφυγες, που  ήξεραν  τι θα  πει  πείνα  και  έτσι  ο  Κωστής,  έτσι  τον φώναζαν  μεγάλωσε,  έβγαλε  το  Δημοτικό  και επειδή  τα  έπαιρνε  τα  γράμματα,  ο  δάσκαλος  τον  βοήθησε  και  έδωσε  εξετάσεις  για  το  Γυμνάσιο.

 Όταν  πέτυχε  στις  εξετάσεις, ο πατέρας  του  ούτε  έδειξε να  χάρηκε  ούτε  και  του  είπε  κάτι. Άνοιξε  μόνο  την  πόρτα  και  έφυγε  για  το  καπηλειό.  Όχι  ότι  το συνήθιζε,  αλλά  η  μέρα  ήταν  μεγάλη και  δύσκολη.  Δεν  ήταν  ότι  δεν χάρηκε  με  την  επιτυχία του  γιου  του,  αλλά  τι  να  του  έλεγε,  που οι  δουλειές  είχαν  κόψει  και  όχι  βιβλία  και  τα  άλλα  χρειαζούμενα  δεν  θα  μπορούσε  να  πάρει  στο  γιο  του,  αλλά  και  αυτό το  ξεροκόμματο  θα  τους  έλειπε  σε  λίγο  από  το  τραπέζι.

Σαν κάτι  να  κατάλαβε  ο  Κωστής,  γιατί  ο  πατέρας  του  ήταν  άνθρωπος  λογικός,  συνεννοήσιμος,  αλλά  κλειστός σα  στρείδι  στο χαρακτήρα, και   πήγε   και  τον  βρήκε  στο  καπηλειό.

<<Από  τώρα  στις < καλές  συνήθειες>,  βλέπω  Θανάση,  έπεσε  ο  γιος  σου. Φαντάσου  τι  θα  γίνει,  όταν  βγάλει  και  μουστάκι, δεν θα  μπορείς  να  τον  μαζεύεις  από  τις  ταβέρνες  και  τα  χαμαιτυπεία>>, του  φώναξε  ένας  θαμώνας  του  μαγαζιού,  που  από  το  πολύ  αλκοόλ  δεν έβλεπε  ούτε  τη  μύτη  του,  όταν  άνοιξε την  πόρτα  ο  Κωστής  και  μπήκε  μέσα.

Στάθηκε  ο  Θανάσης  τότε  μπροστά στην  παρέα  με  την  οποία  έπινε  εκείνος,  που  του  μίλησε  και  με  μάτια  γυαλισμένα,  ίδια λάμες  κάτω  από  το  φως  του  φανοστάτη,  του  αποκρίθηκε.

<<Αν  ποτέ  σε  αξιώσει  ο  Θεός  και  αποκτήσεις  δικό  σου  παιδί  να το  κουμαντάρεις  και  να το διαφεντεύεις,  όπως   θέλεις.  Το  δικό μου  το  παιδί,  που  το  έμαθα  να  είναι  κύριος του εαυτού  του  και  άντρας  σωστός  και  αξιοπρεπής,  εσύ  να  μην  το  πιάσεις  ξανά  στο  στόμα  σου>>

Πάγωσε  ο  Κωστής,  όταν  άκουσε  τον  πατέρα  του  να  αποκρίνεται  έτσι, μα πιο  πολύ,  όταν  το  βλέμμα  του  αντάμωσε  το  δικό  του.  Δεν  ήταν  συνηθισμένος  να  βλέπει  τον  πατέρα  του   να  σηκώνει  έτσι  ανάστημα στους άλλους   και  μάλιστα  για  να  υπερασπιστεί  τον  ίδιο.  Άνοιξε  την  πόρτα  να  φύγει μη  και με τη φόρα, που είχε  πάρει  εκείνος  ξεσπούσε  και επάνω  του. Δεν πρόλαβε  να  διαβεί  το  κατώφλι  και  άκουσε  τον πατέρα  του  να  του φωνάζει:

<<Έλα  μέσα  Κωστή,  μεγάλωσες  πια,  κοτζάμ  Γυμνάσιο σε  λίγο θα  ξεκινήσεις. Να  βρέξουμε  αγόρι  μου  την  επιτυχία  σου,  που  πέρασες  στις  εξετάσεις  και  θα  προχωρήσεις  στη  ζωή  σου, θα  μορφωθείς  και  θα  γίνεις  άνθρωπος  μεγάλος  και  σημαντικός,  όχι  σαν εμάς  τους  φτωχούς  και  μίζερους>>.

Τα  έχασε ο  Κωστής,  δεν  περίμενε  να  ακούσει   αυτές  τις  κουβέντες  από  το  στόμα  του  πατέρα  του,  αντιθέτως  την  κατσάδα του  περίμενε.

 Μηχανικά  τα  πόδια  του  τον έφεραν  στη  γωνιά,  που  καθόταν  ο  κύρης του.  Ένα  μισόκιλο  μπρούσκο  παρήγγειλε  ο  Θανάσης  για τον εαυτό  του  και  μια  πορτοκαλάδα  για  το  γιο  του.  Τσούγκρισαν  τα  ποτήρια τους  οι  δυο   τους,  πατέρας  και  γιος,  και μαζί  με  αυτούς  ύψωσαν  να  ευχηθούν  και  οι  άλλοι, το  ίδιο  έκανε    και  ο Γιώρης,  που  προηγουμένως  τον  είχε  πικάρει  το  Θανάση.

Στο  δρόμο  για το  σπίτι,  ο  Θανάσης  έπιασε  το  γιο  του  από  το  μπράτσο  και του  ζήτησε,  όσο  θα  σπουδάζει  στο  Γυμνάσιο,  την  πόρτα  του  καπηλειού  της  γειτονιάς,  αλλά  και  όλων των υπολοίπων  να  μην  τη  ματαδιαβεί.  Έτσι,  με  αυτόν  τον  παράδοξο τρόπο,  ο  Κωστής  πήρε  τη  συναίνεση  και τις  ευλογίες  του  πατέρα  του  και  ξεκίνησε το  Γυμνάσιο.  Σπούδαζε  και  δούλευε, όπου έβρισκε  κάποιο  μεροκάματο,  ό,τι  τύχαινε,  μέχρι,  που  τελείωσε  το  Γυμνάσιο  και  έπιασε  δουλειά  στην  τράπεζα  της  πόλης  τους. Ξεκίνησε  από γραφιάς   και  σιγά  σιγά  με  τη  δουλειά  και  το  μυαλό  του  κατάφερε  να  αναρριχηθεί  σε  πιο  υψηλές  θέσεις   και  στα  χρόνια  της  χούντας  να  φτάσει  ως  τη θέση  του  τραπεζίτη.

Φίλους  πολλούς  δεν είχε,  άλλωστε  το  διάβασμα  και  το  μεροκάματο  απορροφούσαν  όλες  τις  ώρες  της  μέρας  του  και  την  ενέργειά  του, αλλά με  τον  Στέφανο,  παιδί  προσφύγων  αυτός,  που  είχε  χάσει  νωρίς  τον  πατέρα  του,  πάντα  έβρισκε  χρόνο  και  τα  λέγανε. Η μάνα  του  η  κυρά-Λένη,  γυναίκα  τίμια,  λογική  και  δουλευταρού, τους  έβαζε  και  τους  δυο  κάτω από  τις  φτερούγες  του  και  όποτε  δεν  ήταν  στο  μαγαζί  με  τα  τόπια  ύφασμα  του  συγχωρεμένου  του  άντρα  της,  τους  έλεγε  ιστορίες  από  την  πατρίδα  τους,  τη  Σμύρνη  και  τους  τάιζε  λουκουμάδες  και  τυροπιτάκια   με  ανθότυρο  και  μέλι.

 Σε  εκείνο  το  κατάστημα  των <Νεωτερισμών>,  που  ανέλαβε  ο Στέφανος, όταν  μεγάλωσε  και η  μάνα του  αποσύρθηκε,  γνώρισε  ο  Κωστής  τη  γυναίκα  των ονείρων  του,  που γρήγορα  έγινε  και  συμβία  του.

Μπήκε  εκείνη  μέσα με  τα  μακριά  μαύρα  σαν  το  χρώμα  του  έβενου  και στλιπνά  μαλλιά  της  και  τα  τεράστια  σε  σχήμα  αμύγδαλου  μάτια  της  και  πέταξε  τη  σαιτιά  της   με  στόχο  ακριβώς  την  καρδιά  του  Κωστή.  Όλο  στα  χωράφια, τις  ρεματιές  και  τους  βάλτους  συναντιόντουσαν και  εκείνος  θεωρούσε  πως  φοβόταν  μη  και  τους  δει  κάποιος  και  το  καρφώσει στους  δικούς   της.

Την  ερωτεύτηκε  ο  Κωστής  με όλη  τη  δύναμη  της  ψυχής  του.  Δεν  τον  κρατούσε κανένας  και  τίποτα.  Από  την πρώτη  στιγμή  της  εξομολογήθηκε  τον έρωτά  του  και πως  μόλις  πατούσε γερά  από  οικονομικής  άποψης  στα  πόδια του,  θα  πήγαινε  στους  δικούς  της  να  τη  ζητήσει.  Δεν  του  αποκρίθηκε  εκείνη,  και  αν  και  κάπως  αυτό  παραξένεψε  τον  Κωστή, γιατί  ποια  κοπέλα,  που  έχει  κάποια  σχέση  δεν  τριβελίζει  το  μυαλό  του αγαπημένου  της  να  την  αποκαταστήσει, εκείνος  δεν  είπε  τίποτα.  

Και  η  φλόγα  και  το  πάθος  του  έρωτα  τους   έκαιγαν  και  τους  πυρπολούσαν   και  τους  δυο,  βυθίζονταν εκείνοι και  χάνονταν  στη  γλύκα  του. Τίποτα  και κανένας  δεν υπήρχε  στον κόσμο  γι’  αυτούς, παρά  μόνο  οι  δυο  τους.  Έτσι  έλεγε  στην  αγαπημένη  του, τη   Ραφαέλα,  ο  Κωστής  κάθε  που  ανταμώνανε  και   στροβιλιζότανε  στο  χορό  του  πάθους  και  των  ενστίκτων  τους,  μέχρι  που  μια  μέρα  με  τα  μάτια  της να  πετάνε  φωτιές,  τον κάθισε  σιμά της  η  Ραφαέλα και  του  ανοίχτηκε:

<< Θα  πάψουμε  Κωστή  μου, να  είμαστε   μόνο  οι  δυο  μας  από  εδώ και  πέρα  και  πρέπει  να  δούμε  τι  θα  κάνουμε>>

<<Τι  θέλεις  να  πεις,  υπάρχει  κάποιος  άλλος,  που  σε  πιέζουν  οι δικοί  σου  να  πάρεις;  Αν  είναι  αυτό , πες  τους,  πως  αύριο  κιόλας  θα  έρθω  με  τον  πατέρα  μου να  σε  ζητήσουμε>>,  την καθησύχασε, αφού πρώτα  ησύχασε  εκείνος  μέσα  του,  που  το  κορίτσι  του δεν το  διεκδικούσε  κανένας  άλλος.

<<Έχω  δυο  κουβέντες, σοβαρές  να  σου πω  Κωστή  μου.  Θα  σου  έλεγε  να  διαλέξεις  ποια  πρώτη  θες  να  ακούσεις,  την  καλή  ή  την  κακή,  αλλά  και  οι  δυο  είναι  μάλλον κακές,  πολύ  κακές>>.

Ταράχτηκε  ο  Κωστής,  σκούραιναν  τα  μάτια  του  και    πέτρωσε  η  φωνή  μέσα  του.  Με  κορακίσια έμοιαζε  εκείνη, όταν  βγήκε  από  το  στέρνο  του,  αλλά  κατάφερε  να  πει,   όσα  μέσα  του  είχαν  συσσωρευτεί.

<<Ό,τι  και  να  ‘ναι,  μαζί  θα  το  αντιμετωπίσουμε. Πες  μου  σε  παρακαλώ,  μη  με  κρατάς  άλλο  σε  αγωνία>>,  επέμενε  εκείνος  και  η  καρδιά  από  την  αγωνία  χτυπούσε  γρήγορα  κα  ανάκατα.

<<Είμαι  έγκυος  και  είμαι  τσιγγάνα>>,  τα  ξεφούρνισε  και  τα  δυο  μαζί  η  Ραφαέλα  και  ξαλάφρωσε.

Ο  Κωστής  την  κοίταζε  και περίμενε  να  του  μιλήσει,  να  του  ανοιχτεί,  της  είπε  ότι  μαζί  θα  το  αντιμετωπίσουν,  γιατί  εκείνη  σωπαίνει  ακόμη,  τόσο  τρομακτικά  είναι  αυτά,  που  έχει  να  του  αποκαλύψει!

Τον  κοίταζε  και  η  Ραφαέλα   και  περίμενε κα  εκείνη  με  τη  σειρά  της  την  αντίδραση  του  Κωστή.

<< Γιατί  δεν  μου  απαντάς  Κωστή, πες μου, αν θες  να  μη  με  ξαναδείς,  θα  το  καταλάβω>>,  του  μιλούσε  και  εκείνος  συνέχιζε  απλά να  κοιτά,  χωρίς  να  καταλαβαίνει.

 Μόνο, όταν τον  έπιασε  από  τους ώμους  η  Ραφαέλα  και  τον  ταρακούνησε,  ανοιγόκλεισε εκείνος  τα  μάτια  του,  να  δείξει  ότι  ξανάπιασε  επαφή  με  την  πραγματικότητα.

Τι  από  τα  δυο  να  σκεφτεί  και  να  διαχειριστεί  ο  Κωστής  δεν  μπορούσε,  να  αποφασίσει.  Και  τα  δυο  ήταν μυστικά   το  ίδιο  θανατερά.

Έντιμος  άνθρωπος  ήταν  ο  Κωστής  πολύ, το  παιδί  του  δεν  θα  το  άφηνε  να  μεγαλώσει χωρίς  πατέρα, ούτε  φυσικά και  του  πέρασε από  το  μυαλό  να  πει στη  Ραφαέλα, να  πάρει  κανένα από  τα  μαντζούνια,  που  έκαναν  στα  τσαντίρια  τους,  για  να  το  ξεφορτωθεί. Άρον  άρον  έκαναν  τους  γάμους  τους  σε  ένα  εκκλησάκι  με  μόνο  τον  πατέρα  του  και τον  φίλο  του  τον  Στέφανο,  για  κουμπάρο.  Από  την  οικογένεια  την  τσιγγάνικη  της  Ραφαέλας  δεν  ήθελε  ούτε να δει  ούτε  να  ακούσει  κανέναν  τους  και  τώρα  και  στον  αιώνα τον  άπαντα.

Η  Ραφαέλα  γέννησε  ένα  κοριτσάκι μελανούρι  σωστό  και  πολύ  φωνακλάδικο.  Τον  πείραζε  ο  πατέρας  του  λέγοντάς  του  πως  η  συμμετοχή  του  στην  εγκυμοσύνη  της  Ραφαέλας  ήταν  φιλική.  Όλα  από  εκείνη  τα  είχε  πάρει  η  κόρη  του,  τουλάχιστον στα  εξωτερικά  της  γνωρίσματα.

<<Τα  χούγια  της  μάνας  της  μόνο  να  μην  πάρει,  να  μην  είναι  τόσο  αεράτη,  διαθέσιμη  και  κορδελιάστρα>>,  του  έλεγε  ο  φίλος  του  για  καλαμπούρι, αλλά  εκείνος  το  έδεσε  κόμπο  διπλό και  από  τα  μικράτα  της  είχε  την  κόρη  του  κάτω  από αυστηρή επιτήρηση.  Περιορισμοί,  απαγορεύσεις, όροι, τελεσίγραφα, αντιπαραθέσεις,  αρνήσεις, ήταν  η  καθημερινότητά τους  στο  σπίτι. Και  τα  χρόνια  περνούσαν  και  έτσι,  όπως  ήταν περιορισμένη  η  κόρη  του  και  κλεισμένη  συνέχεια  μέσα  στο  σπίτι,  κόντευε  να κλείσει  τα  τριάντα  και  κανένας  δεν  είχε  χτυπήσει  την πόρτα  τους  να  τη  ζητήσει.

Μάταια  η  Ραφαέλα,  η  γυναίκα  του,  και  πιο  πολύ  ο  φίλος  του,  ο  Στέφανος,  προσπαθούσαν  να  του  αλλάξουν τη  γνώμη.

<<Καταλαβαίνω  πως  όποιος  καεί  στο χυλό,  φυσάει  και  το  γιαούρτι,  Κωστή,  αλλά  εσύ  το  έχεις  παρακάνει. Δε  σημαίνει  πως,  αν  βγαίνει  και  λίγο  από  το σπίτι θα  σου  γυρίσει  πίσω  γκαστρωμένη.  

Κοπέλα  είναι, πάνω  στον  ανθό  της  νιότης  της  και  εσύ  την έχεις  μαράνει  με  την  άκρατη   σεμνοτυφία  και τον  πουριτανισμό  σου>>,  του  έλεγε συχνά  πυκνά  ο  Στέφανος,  όταν η κουβέντα  πήγαινε  στα  της   οικογενείας.

Έτσι,  όταν  βρέθηκε  ο  Άρης  Κοντοπάνος,  που  δέχτηκε,  με  το  αζημίωτο  φυσικά, να  πάρει  την  κόρη  του,  τον  είδε  εκείνος  σαν  το  μάνα  εξ  ουρανού  και  δεν  κοίταξε  τίποτα  άλλο,  στην  αρχή  τουλάχιστον,  που  να  αφορά  στον  μέλλοντα  γαμπρό  του. Τον τύφλωσε  το  άγχος  να  αποκαταστήσει  την  κόρη  του,  για  να  μη  μείνει  στο  ράφι  και  να  μην πέσει  το  ανάθεμα  σε  εκείνον,  έτσι,  όπως τα  είχε  καταφέρει  τα πράγματα.

Χτύπαγαν  τα  μηνίγγια  της  Αμαλίας  δυνατά, όπως  και  η  καρδιά  στα  στήθη  της  μέσα,  όταν  βγήκε  από  την τράπεζα. Το  ξεροβόρι,  που  φύσαγε  με  μανία,  θαρρείς  και  ήθελε  να  διαλύσει   όλα  τα  κακά,  που  είχαν  πέσει   τελευταία  στην  ανθρωπότητα  ολάκερη,  δεν  μπόρεσε  ούτε  στο  ελάχιστο  να  βοηθήσει  το  μυαλό  της   να  ξεκαθαρίσει  από  τις  μαύρες  σκέψεις  της.

Δυστυχώς  με  τίποτα  δεν  μπόρεσε  να  αγγίξει  εκείνη   τη  ψυχή  του  Δημάση.  Ό,τι  και  να  του  είπε,  τόσο  για  την κόρη  του,  όσο  και  για  το  γιο  της,  πως  δεν θα  είναι  ευτυχισμένοι  και  οι  δυο  με  αυτή την  ένωση,  καθόλου  δεν  τον  ένοιαξε.

Έκαψε  και  το  τελευταίο  της  χαρτί,  στην  προσπάθειά της   να αλλάξει  την  πορεία, που  είχαν πάρει  τα  πράγματα.

Ο  γιος  της,  όπως  έστρωσε  στο  κάτω  κάτω,  ας  κοιμόταν,  και  η  Θάλεια  μεγάλη  κοπέλα  ήταν, ας  ήταν  και  εκείνη  πιο  προσεκτική,  το  αγέννητο  εγγόνι  της  όμως  σε  τι  έφταιγε!  Εκείνο  σκεφτόταν  και  έριξε  τα  μούτρα  της  και  ποδοπάτησε  την  αξιοπρέπειά  της,  μια  αρχόντισσα  εκείνη, μια  καλοκυρά,   και  πήγε  να  ζητήσει  χάρη  από  κάποιον,  που  ούτε  τον  γνώριζε  ούτε  και  εκείνος  την ήξερε.

 Και  το  αποτέλεσμα, ένα  τεράστιο  μηδενικό,  σαν  τα κουλούρια,  που έφερνε  με  το  τρίκυκλο  του  ο  Παναγής  και  έτρεχαν  ακούγοντας τη  βραχνή  κόρνα  του  τα  παιδάκια   στα  γύρω  χωριά  με  τα  αυγά  στα χέρια  και  έπαιρναν τα  σιμίτια, τα  σταφιδόψωμα  και  τα σουσαμένια  κουλούρια  του.

 Επέστρεψε  στο  κτήμα  περισσότερο  μπερδεμένη  και πικραμένη  από  ό,τι  ήταν,  όταν  είχε   φύγει.  Δεν  υπήρχε  η  παραμικρή  πιθανότητα ο  Άρης  να  γινόταν ζευγάρι  με  τη  Θάλεια.  Μόνο  σε  ένα  θαύμα  ευελπιστούσε,  αλλά  και  ο  Ύψιστος  σε  ποιον  πρώτα  να  στρέψει  το  βλέμμα  του  και  να  βοηθήσει, έτσι  όπως  τα  έκαναν  τα  πράγματα  κάτω  στη  γη  οι  άνθρωποι!

Πολύ  τα  ανακάτεψαν τα  πράγματα  στη  γη  οι  άνθρωποι  και  εχάθη  η  αρμονία  και  η  ισορροπία,  η  τάξη του  κόσμου, που  λέγαν και   οι  παλιοί.  Πέρα  από  τα  ανθρώπινα  και  τα  μπορετά  κοίταξαν  κάποιοι,   τη  θέση  και  το  ρόλο  και  την  εξουσία  Εκείνου  ζήλεψαν  και   θέλησαν να  πάρουν,  μόνο  που  η  ισχύς  μπορεί  να  είναι  φάρμακο,   αλλά,  αν  δεν  προσέξουμε,  γίνεται  καμιά  φορά   και  φαρμάκι. Ψυχή  βαθιά,  άχραντη  και  αμόλυντη   έχει  ανάγκη  μόνο  ο  Άνθρωπος,  αυτή  θα  γεννήσει  και  τα  άλλα  όλα,  όσα του   πρέπουν  και  του αξίζουν!

                                           1975     ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ    ΣΥΜΗ     

<<Αγαπημένη   μου  Αγγελική,

ελπίζω  το  γράμμα  μου  να  σας  βρίσκει  γερούς  και  δυνατούς.  Μακάρι  να  γινόταν  τις  άγιες  μέρες,  που  σε  λίγο  πλησιάζουν, να  τις  γιορτάσουμε  μαζί. Μας  λείπετε  τόσο  πολύ….

Τα  πράγματα  εδώ   δεν  είναι  πολύ  καλά. Λυπάμαι,  που  μέχρι  τώρα  δε  σας  ενημέρωσα.  Θεωρούσα  πρέπον  να  κρατήσω  το  ζήτημα  μέσα  στο  σπίτι  μου   μόνο.  Μη  σκεφτείς  πως  δεν  σας  νοιώθω  οικογένειά  μου  και  πως   θέλω  να  σας  κρατώ  μακριά  από  τα  προβλήματά  μου,  αλλά  πρόκειται  για   ένα  ζήτημα   πολύ  λεπτό,  που  αφορά  τη  Θάλεια  μας  και…..τον  Άρη.

 Η  Θάλεια  είναι  έγκυος.  Παιδί  του  Άρη  μας  είναι  αυτό,  που  περιμένει  και,  μάρτυς  μου  ο  Θεός,  δεν  ξέρεις  πόσο  χάρηκα,  όταν  έμαθα  για  την  εγκυμοσύνη  της.  Τι  καλύτερο,  το  κορίτσι,  που  αγαπήσαμε  και  μας  χάρισε  και  αυτό   την καρδιά  του,  να  μπει  στη  οικογένειά  μας  και  με  την  ευλογία  και  τη  χάρη  του  Θεού!  Δυστυχώς  αυτή  η  ιερή  ένωση  δεν  είναι  γραφτό  να  γίνει.

Είμαστε  ένα  βήμα,  πριν  την  οικονομική  καταστροφή.  Ο  Άρης, εξολοκλήρου  υπαίτιος  για  όλα  τα  κακά,  που  μας  συμβαίνουν,  έκανε  αρραβώνα με  την  κόρη  ενός  τραπεζίτη  από  τη  Δράμα,   μήπως  και  κάτι  περισώσει   έτσι  από  την περιουσία  μας.  

 Η  Θάλεια  είναι  σε  πολύ  άσχημη  ψυχολογική  κατάσταση.  Ένα  κορίτσι  ανύπαντρο  με  ένα  μωρό  σε  λίγο  στην  αγκαλιά  της!  Τι  έκανα  εγώ,  θα  με  κατηγορήσουν  πολλοί,   που  άφησα τα πράγματα  να  φτάσουν  σε  τέτοιο  σημείο!  Αν  ήξεραν  μόνο……

Η  μόνη   λύση  είναι  το παιδί,  που  θα  γεννηθεί  να  το δώσουμε  σε  μια  οικογένεια,  να  το  μεγαλώσει,  πάντα  με  την  οικονομική  συμβολή  τη  δική  μας  και  με  μια καλή  προίκα  να  παντρέψουμε  τη  Θάλεια   μας.

Για  το μωρό  Αγγελικούλα  μου, όμως  σκίζεται  η  ψυχή  μου.  Συγχώρα  με κορίτσι  μου  για την  αμαρτία,  που  κάνω,  όμως αυτή  την  ψυχούλα,  που  δε  φταίει  σε  τίποτα,  θα  ήθελες  εσύ,  Αγγελικούλα  μου  και  ο  Αλέξης,  να  ανοίξετε  την  αγκαλιά  και  το  σπιτικό  σας;  Δικό  σας   παιδί  να  το   κάνετε  και  πού  ξέρεις,  μπορεί αυτή  η  αγνή  ψυχή  να  κάνει  τη  μοίρα  να  σας  χαρίσει  και  άλλα  παιδιά!

Σκέψου  το  κορίτσι  μου.  Αν  εσύ  το  δεχτείς,  θα το  δεχτεί  και  ο  Αλέξης.  Αν  πάλι  αλλιώτικα  σκεφτείς,  μην  πεις   σε κανέναν  τίποτα,  θάψε  το  βαθιά  στην  καρδιά  σου,  αυτό,  που  σου  ζήτησα   και  συμπάθα  με,  αν  σε  αναστάτωσα.

Την  ευτυχία  σου  θέλω  κορίτσι  μου, όπως  και  καθενός,  που  αγαπώ.

Να  είσαι  καλά.                                                                    

                                                                                      Σε  φιλώ

                                                                            Αμαλία  Κοντοπάνου

Το  γράμμα  της Αμαλίας,  γλίστρησε απαλά  από  τα  χέρια  της Αγγελικής  και  εκείνη  αναζήτησε  γρήγορα  ένα  μέρος  στο εργαστήριό  της  μέσα  να  καθίσει,  για  να  μη  σωριαστεί.

Τι  κεραμίδα  ήταν  αυτή, που  έπεσε  στο  κεφάλι  της  επάνω. Το  μόνο,  που  δεν  περίμενε  ποτέ  να  ακούσει  στη  ζωή  της  ήταν  αυτό,  που  της  αποκάλυψε και  της  ζήταγε  η  πεθερά  της, με  το γράμμα , που  της έστειλε. Πάνε χρόνια  από  τότε,  που  συμβιβάστηκε  και  αυτή  και ο   άντρας  της ,  ο  Αλέξης,  με  την  ιδέα  πως  δε θα  γίνουν  ποτέ γονείς.

Αμέτρητα  βράδια  έβρεχε  το προσκέφαλό  της με  τα καυτά της  δάκρυα και  άλλες τόσες  γονυκλισίες και  αφιερώματα  και  δεήσεις  έκανε  στην  Παναγιά και τους Αγίους,  τη  μητρότητα  και  εκείνη  να  γευτεί, το  πιο  φυσιολογικό  πράγμα   στην  πορεία  για  την  ολοκλήρωσή  της  ως  γυναίκα. Όμως…

Και  τώρα  ήρθε αυτό  το γράμμα,  βότσαλο  σκληρό  και  μεγάλο,  να  ταράξει  τα  ήσυχα  νερά  της  ζωής της,  της τακτοποιημένης,  της  συμβιβασμένης.

Πράγματι  ήρεμη  και  τακτοποιημένη  ήταν  η  ζωή  της  Αγγελικής και  του  Αλέξη. Στο  τμήμα  Χωροφυλακής  ο  ένας  τη  μέρα  ή  τη  νύχτα, ανάλογα  με τη  βάρδια,  που  είχε,  στο σπίτι  ή  στο  ισόγειο  κάτω,  στο  εργαστήρι,  όπως  το  είχε μετατρέψει,  εκείνη.

Τα  πινέλα,  τα χρώματα  και  οι φιάλες ήταν  ο  κόσμος  της  Αγγελικής,  ο  μικρόκοσμος  της,   που  την  έδενε  με   τη  ζωή.

Αυτά  ήταν  μετά  τον  Αλέξη  η  οικογένεια  και  τα  παιδιά,  που  δεν  απόκτησε.  Όλα  της τα  όνειρα,  τις επιθυμίες, τις διαθέσεις, τα  καρδιοχτύπια  της,  εκεί  τα  αποτύπωνε. Γι’  αυτό  και  άλλοτε  τα σχέδια,  που  έκανε    και τα χρώματα, που  χρησιμοποιούσε   ήταν  φωτεινά,  αισιόδοξα  και  ελπιδοφόρα και άλλοτε μουντά,  ξεπλυμένα  και  αδιάφορα.

Έκλεισε  τα  μάτια  της  και  προσπάθησε  να  κοπάσει  τους   χτύπους  της  καρδιάς  και  των  μηνιγγιών  της,  μα  κάθε  φορά,  που  τα  ανοιγόκλεινε,  η  μορφή  ενός  βρέφους  φάνταζε  ολοζώντανη  θαρρείς  μπροστά  της,  με  τα χεράκια  του  τα  παχουλά  να  την  καλεί,  να  το  κανακέψει.

Έκλεισε  το μαγαζάκι  της   νωρίτερα από  τη  συνηθισμένη  ώρα  και  κατευθύνθηκε  στο Γιαλό,  η  αύρα η  θαλασσινή, η παγωμένη, μήπως  και  κατάφερνε  την καταχνιά  μέσα  της  να ξεδιαλύνει,  να  ξεθολώσει.

Ούτε  που  κατάλαβε  πόση  διαδρομή  είχε  διανύσει, όταν  βρέθηκε μπροστά  στο ξωκλήσι,  που  ο  πατέρας  της με  τα  χέρια  του τα ίδια  είχε  χτίσει.

Παιδάκι μικρό  ήταν, που  άκουσε εκείνον   να συζητά  με   την  αδερφή  του,  τη  Βιργινία,  λίγο  μετά  το θάνατο  της γυναίκας  του και  μάνας  της Αγγελικής,  για  το όνειρο  το  ζωντανό,  όνειρο σημαδιακό,  που  τάραξε  τον  ύπνο  του ένα  βράδυ.

Είχε έρθει, λέει,  ο  Άη  Γιώργης  καβάλα  στο  άλογό του   να  τον  πάρει  μαζί  του , τον  δράκο,  που  του ξέφυγε,  μαζί  να  τον  πιάσουν.  Και  έτρεχαν  σε  πεδιάδες και  βουνά, μέχρι  που  το άλογο κουράστηκε   και  έσκυψε σε  μια  πηγή  λίγο  νερό  να  πιει,  να  ξαποστάσει. Και  τότε  ο δράκος,  ένα  φίδι   με  κεφάλι  βοδιού  και ουρά  πολύχρωμη,  παγωνιού,  πετάχτηκε  από  μια   συστάδα  με  καλαμιές  και  επιτέθηκε  στο  καημένο  το  άλογο.

Ο  Αη  Γιώργης  με  το δόρυ  του  στα  χέρια  δεν  έχασε χρόνο  και  με  μια  κίνηση  το  πέταξε  ίσια  μπροστά   και  εκείνο  καρφώθηκε  μέσα  στο  μάτι, το  ένα  του  φιδιού.  Αίματα  πολλά  γέμισε  ο  τόπος  γύρω  και  το  νερό ρούφηξε  το  άψυχο σώμα  του  φιδιού.

 Στο  άλογό  του  ανέβηκε  ο  Άγιος  και  πριν απομακρυνθεί   πολύ,  φώναξε  στον Γιώργη,  που  είχε  σε  μια  γωνιά κρυφτεί,<< σκάψε  εκεί  και  θα βρεις,  και  ανάλογα  θα ανταμειφθείς>>.

 Πράγματι  ο  πατέρας της  έκανε  φύλλο  και  φτερό,  την  επομένη  του  ονείρου   και  τις   άλλες   μέρες,   όλο το  νησί,  να  βρει  το  μέρος,  που είδε στο όνειρό του,  και  το  βρήκε.  Σε  μια ρεματιά,  δίπλα   σε  ένα  ρυάκι  άνυδρο,  κατάξερο   εντελώς,   άρχισε  με  την  τσάπα  του  να  σκάβει,  τη  γη  να  αναμοχλεύει.  Κομμάτια από  εικονίσματα,  σπασμένα  και  άτακτα  ριγμένα  ήταν   στα σπλάχνα της  μάνας  γης  παραχωμένα  και  κάτω  από  αυτά   ένα  μικρό πουγκί  με  κάμποσα  χρυσά.  Όλα  τα  ξόδεψε,  το  εκκλησάκι  στη  χάρη  του  Αγίου  Γεωργίου   να  φτιάξει,  και  τα υπόλοιπα  για  τα  μοναστήρια,   του νησιού,  που  είχαν  ανάγκες  και  ελλείψεις πολλές,   τα  χάλασε.

Εκεί  την  έφεραν  τα  πόδια  της  την  Αγγελική.  Η  χάρη  του Αγίου,  που  θεωρούνταν  πια  και  προστάτης της  οικογένειάς  της,  να  τη  φωτίσει  την απόφαση  να  πάρει  τη  σωστή. << Σκάψε  εκεί  και  θα βρεις,  και  ανάλογα  θα ανταμειφθείς>>,  έλεγε  και  ξανάλεγε  μέσα  της,  ενθυμούμενη  τα  λόγια,  που  άκουσε  ο  πατέρας  της  σε  εκείνο  το  όνειρο,  από τον Άγιο.  Εκείνος  τότε  είχε  σκάψει  και  βρήκε  και  έπραξε  αναλόγως,   μήπως  τώρα  ήταν  η  ώρα  της  ανταμοιβής,  πρόφερε δειλά,  για να  μην ακουστούν  τα λόγια  της    σαν  ύβρη  και  προσβολή.

Όταν  πια  ένοιωσε  πως  πήρε  την   απόφαση  τη  σωστή,  απόφαση  καρδιάς  και  ζωής  μαζί, αποφάσισε  να  μιλήσει  και  στον  Αλέξη,  τον  άντρα  της.

Εμβρόντητος  έμεινε  ο  Αλέξης  με  όσα   του  αποκάλυψε  η  γυναίκα  του.

<<Τι  είναι  αυτά  που  μου  λες  Αγγελική.  Πότε  τα  έμαθες εσύ  και  εγώ  δεν  γνωρίζω τίποτα.  Πώς μπόρεσε  να  εκμεταλλευτεί  ένα  κορίτσι   μικρό,  αγνό  και  φτωχό.  Σαν  αδερφή  μας  την  έχουμε,  και  η  μάνα  μας,  πως  δεν  κατάλαβε  τίποτα! >>, φώναζε  και  ωρυόταν  ο  Αλέξης με   όσα  άκουσε.

<<Ηρέμησε,  κανείς δεν  φταίει.  Αγαπήθηκαν,  τι  σάπιο  και  εκμετάλλευση  μπορεί  να έχει  η  αγάπη  από  μόνη  της.  Ό,τι  έγινε δεν  αλλάζει.  Είναι  και κάτι  άλλο, που  πρέπει  να σου  πω ή  μάλλον να σου  ανακοινώσω,  γιατί εγώ  την απόφασή  μου την  πήρα  και γνώμη μη προσπαθήσεις,  σου  το  ξεκαθαρίζω,  να  μου αλλάξεις.  Αυτό το  παιδί  πρέπει  να  έχει  μια  οικογένεια  και  εγώ  είμαι  διατιθεμένη  να  του  τη  δώσω. Βρήκε  ο  Θεός  και  η  Μοίρα  το δικό  τους  τρόπο,  να  μας κάνουν γονείς και εμείς πρέπει  να  σταθούμε  ευγνώμονες  στο   δώρο,  που  μας χαρίστηκε.

<<Το  σκέφτηκες καλά  Αγγελική  μου,  αυτό, που  μου  λες; Είναι  απόφαση ζωής,  που  μια  φορά  λαμβάνεται,  ούτε  και  αλλάζει  ούτε  και  πίσω  παίρνεται. Είναι  όμορφο  πολύ  αυτό,  που  σκέφτηκες.

 Σε  εκτιμώ και  σε  αγαπώ  διπλά  και  τρίδιπλα  γι’ αυτή  σου  τη  μεγάλη  την  καρδιά,  αλλά  και  πάλι σε ξαναρωτώ,  είσαι  σίγουρη,  γιατί  και  για  μένα  είναι  δώρο  ανέλπιστο  και  ανεκτίμητο,  αυτό  που   έχεις  κατά  νου>>.

Από  τη  μέρα  εκείνη  της  Μεγάλης  Αποκάλυψης,  η  Αγγελική,  άρχισε  να  συμπεριφέρεται  σαν  εγκυμονούσα.  Η  πρώτη, που  έπρεπε  να  το  πληροφορηθεί  ήταν  η  Ακριβή,  η  παιδική  της  φίλη.

Με  πανιά  γέμισε  την κοιλιά  της,  κάτω  από  το  φαρδύ  φουστάνι,  που  αγόρασε  και  κίνησε  για  το  σπίτι  της  φιλενάδας  της.

<<Καλώς   την  Αγγελική. Είσαι  καλά  κορίτσι  μου; Πέρασα   προχθές,  λίγο  πριν  το  μεσημέρι,  αλλά  ήσουν  κλειστά. Θεώρησα  πως  βγήκες  για  κάποια  δουλειά  και  γύρισα  σπίτι.  Όμως   και  χθες  όλη  τη  μέρα  το  μαγαζί  σου  ήταν  πάλι  κλειστό,  τώρα  δα  με  πρόλαβες  στην πόρτα,  που  ετοιμαζόμουν  να  έρθω  να  σου  χτυπήσω, να  δω  πως  είσαι>>,  την  καλωσόρισε  η  Ακριβή  και  με  την  άκρη  του  ματιού  της  είδε  την  κάπως  φουσκωμένη  κοιλιά  της  Αγγελικής,  αλλά  δεν  θέλησε  να  πει  κάτι. Η  φίλη  της,  αν  ήθελε,  θα  της  μιλούσε  από  μόνη  της.

<<Είμαι  καλά,  πάρα  πολύ  καλά  Ακριβή  μου  και  ευτυχισμένη. Χθες  ήμουν  στο  γιατρό.  Ούτε  που  κατάλαβα  τι  μου  συνέβαινε  έτσι  απορροφημένη,  που  ήμουν  με  τις  ζωγραφιές,  είχα  απογοητευτεί  και  λίγο  με  το  όλο θέμα  και  σαν  από  θαύμα  έγινε  ό,τι  έγινε>>,  της  μιλούσε  η  Αγγελική  με  μια  λάμψη  πρωτόγνωρη  στα  μάτια  και  η  Ακριβή  προσπαθούσε  να  καταλάβει  και  γελούσε  μαζί   της  και  εκείνη.

<<Είμαι  έγκυος  φιλενάδα,  περιμένω  παιδί,  το  καταλαβαίνεις,  μετά  από τόσα χρόνια  το  θαύμα  έγινε>>, έλεγε  στη  φίλη  της  και  από  μέσα  της  πονούσε  για  το  ψέμα  ή  μάλλον  τη  μισή  αλήθεια, που  ξεστόμιζε.

Με  δάκρυα  χαράς  έπεσε  η  μια  στην  αγκαλιά της  άλλης  και  δεν  έλεγαν  να  ξεκολλήσουν  παρά  μόνο,  όταν  ακούστηκε  από το  μέσα  δωμάτιο  η  φωνή  της  μητέρας  της  Ακριβής,  που  την  καλούσε.

Μπήκε  και  ο  τελευταίος  μήνας  του  χρόνου  και  η  Αγγελική  σύμφωνα  με  τους  υπολογισμούς,  που  έκανε,  ήξερε πια  πως  και  η  Θάλεια  μπήκε  στις  μέρες  της  και  όπου  να  ‘ ναι  θα  έπρεπε  να  ειδοποιηθούν για  το  μεγάλο  γεγονός. Εκείνη  βέβαια,  έτσι αργά,  που  έμαθε  για  την  εγκυμοσύνη  της  Θάλειας,  ήταν  δύσκολο  να  φουσκώσει  την  κοιλιά  της,  ώστε  να  μοιάζει  με  επίτοκο,  αλλά  και  σε  αυτό  βρήκε  τη  λύση  γρήγορα.  Θα  έλεγαν  σε  όλους  πως  το  μωρό  γεννήθηκε  εφταμηνίτικο.  Τόσα  και  τόσα  παιδιά γεννήθηκαν,  πριν  ολοκληρωθεί  η  εννιάμηνη  κύηση  και  έχαιραν  άκρας υγείας,  γιατί  όχι  και  το  δικό  της παιδί!

Παραμονή  Χριστουγέννων  και  η  μέρα,  που  ξημέρωσε  δε  θύμιζε  σε  τίποτα   την κακοκαιρία   τον προηγούμενων  ημερών. Ο λαμπερός  ήλιος χρωμάτισε  με  την  παλέτα  του  όλη  την πλάση, δίνοντας  της  ζωντάνια  και  ενέργεια   περισσή. Ένα  πανηγύρι   φωτεινό  και  χαρούμενο  στήθηκε   θαρρείς  μόνο  και  μόνο  για  να  αναδείξει  το  παραδείσιο  κάλλος  της  η  φύση,   σε  όλη  του  τη  μεγαλοπρέπεια.

<<Χαρά  Θεού  η  μέρα  σήμερα,  Θάλεια  μου,  μακάρι  να  γινόταν  να  βγεις για  λίγο  έξω, τον δροσερό  αέρα  να  αναπνεύσεις,  τις  παιδικές  φωνούλες,  που  ψάλλουν τα  κάλαντα,  να  μπορούσες  να  ακούσεις>>,  καλημέρισε η  Αμαλία  με  τη  σπασμένη   από  συγκίνηση  και  συμπόνια   φωνή  της   τη  Θάλεια,  που  πια  περίμενε  από  μέρα  σε  μέρα  να  γεννήσει  και  ήταν  μονίμως  ξαπλωμένη  στο  δωμάτιό  της.  

<<Έλα  σήκω, κορίτσι  μου,   πάμε  μια  βόλτα  μέχρι  τη  σάλα. Τα  ξύλα  στο  τζάκι  τριζοβολάνε  από  ώρα  και  το  άρωμα  του  πεύκου  και  του  κέδρου,  που  καίγονται,  έχουν  αρωματίσει  ευχάριστα  το  χώρο   μέσα.  Να είναι  καλά  ο  Γιάννος, που  βοηθάει  και  στις  βαριές  δουλειές  μέσα  στο  σπίτι!  Πάμε,  έχω  και  τσουρέκι  φρεσκοψημένο, να  συνοδεύσουμε  το  τσάι  μας>>.

<<Είναι  πράγματι  πολύ  όμορφη  η  μέρα  σήμερα,  μοιάζει  με καρτ ποστάλ,  σαν  αυτές,  που μας  στέλνει  ο  Αλέξης  με  την Αγγελική,  με  τις  ομορφιές  του  νησιού  τους  αποτυπωμένες  επάνω  τους>>,  δεν  πρόλαβε  η  Θάλεια  να  ολοκληρώσει  τη  φράση  της  και  ένα  ζεστό  υγρό  ένοιωσε  να  τρέχει  από  τους  μηρούς  των  ποδιών  ως  κάτω  στους  αστραγάλους.  

Το  είδε  και  η  Αμαλία  και  πάγωσε.  Η  ώρα  του  τοκετού  είχε  φτάσει.

<<Ησύχασε  κόρη  μου,  μη  φοβάσαι,  όλα  καλά  θα  πάνε.  Έλα  να  ξαπλώσεις  στην  κάμαρά  σου  και παίρνε,  όσο  μπορείς  ανάσες  βαθιές,  ανάσες  κοφτές.  Εγώ  είμαι  εδώ,  μη  φοβάσαι>>,  προσπάθησε να καθησυχάσει  τη  Θάλεια, αλλά  η  καρδιά  η  δική  της  δεν  υπάκουε  σε  καμιά  νουθεσία,  σε  καμιά  παρότρυνση.

Μηχανικά  δούλευαν  τα  χέρια  και  τα  πόδια  της.  Ούτε  που  κατάλαβε  πότε  έβαλε  το  νερό  να  βράζει  στη  φωτιά,  ενώ  πετσέτες  και  σεντόνια  καθαρά  είχαν  πάρει  τη  θέση  τους,  δίπλα  στο  κρεβάτι  με  την  επίτοκο,  για  τη  μάχη,  που  τώρα  θα  ξεκινούσε.

<<Γιάννο,  Γιάννο,  σύρε  στην αυλόπορτα  και στάσου.  Από  εκεί  θα  δίνεις  στα  παιδιά, που  έρχονται  για  τα  κάλαντα. Το  νου  σου,  δεν  πρέπει  κανείς  να  φτάσει  έξω από  το  σπίτι,  εκτός  από τον  Άρη.  Η  Θάλεια  γεννάει>>,  ενημέρωσε  τον  Γιάννο  η  Αμαλία  και  μπήκε  μέσα  ξανά, τη  Θάλεια  να  συνδράμει.

<<Φώναξε  κόρη  μου,  μη κρατιέσαι,  μια  ζωή  νέα  έρχεται δε  γίνεται  στα  βουβά.  Μόνο  σπρώχνε,  όσο  μπορείς  και  παίρνε  ανάσες,  όπως  σου  είπα>>,  σαν  πεπειραμένη  μαία  η  Αμαλία, ανέλαβε  μόνη  της,  να  ξεγεννήσει  τη  Θάλεια  και  μέσα  της  προσευχόταν, να  μην  τραβήξει  το κορίτσι  αυτά,  που  τράβηξε  εκείνη,  όταν  δυο  ημερόνυχτα  σκιζόταν  το  μέσα  της  από  τους  δυνατούς  πόνους,  μέχρι  να  γεννηθεί  ο  Άρης  της.

Και  τώρα  πατέρας  γινόταν  εκείνος,  κι  όμως  μυστική  έπρεπε  να  κρατηθεί  μια  τέτοια  πράξη. Ποια  μοίρα  έγραψε  της  ζωής  τα  μελλούμενα  σε  αυτό  της  το  παιδί  και  όλα  δύσκολα  και  άσχημα  βαίναν  στη  ζωή  του! Σκούπιζε  τα  μάτια  της  η  Αμαλία, που  ένας  γονιός  δεν  θα  χαρεί  στιγμή  το  σπλάχνο  του,  ούτε  ποτέ  θα  ακούσει το  γέλιο  μήτε  και  το   κλάμα  εκείνου. Την  αγκαλιά  και  τα   χάδια  από  χέρια  παιδικά   δεν  ήταν   γραμμένο  να  γευτεί,   ούτε  και  θα  το  δει  να  μεγαλώνει,   να  ανδρώνεται  και  να  το  καμαρώνε!.

Έδωσε  η  Παναγιά,  μάνα  και  αυτή  πολύπαθη  και  πληγωμένη, και   λευτερώθηκε  γρήγορα  η  Θάλεια  και  ησύχασε.  Τα  χέρια  της  Αμαλίας  δέχτηκαν  πρώτα  τη  νεογέννητη  κόρη  της.  Ένα  μωράκι  ροδαλό  και  παχουλό ήταν  εκείνη,   αγγελούδι  σωστό.  Να  είναι  καλά  η  Αγγελική,  η  νύφη  της,  που  ο Θεός  δεν  την  ευλόγησε  με  ένα  δικό  της  παιδί,  κι  όμως εκείνη  δέχτηκε   χωρίς  δεύτερη  σκέψη  μάνα  να  γίνει  γι’   αυτόν  τον  άγγελο,  που  ήρθε  μόλις  στη γη.

 Και  οι  φωνές  των  άλλων  αγγέλων,  ψηλά  στον  ουρανό,  που  έψελναν  το < Ωσαννά>,  πιο  έντονες,  πιο  γλυκές,  πιο  μελωδικές  ένοιωσε  να  φτάνουν  στη γη  η  Αμαλία,  και  κάνοντας  τον  σταυρό  της,  δόξασε  για  μια   ακόμη  φορά  Εκείνον, που  τη  μέρα εκείνη  γεννιόταν,  γιατί   τίποτα  και  κανέναν  δεν άφηνε  μονάχο  του  στη γη.

Δευτέρα  πρωί  η  Αμαλία,  αφήνοντας  στο  πόδι  της,  στο   σπίτι, το  Γιάννο,  κάλεσε  ένα  ταξί  και  κατέβηκε  στην  πόλη. Έπρεπε  να   ειδοποιηθούν  άμεσα  ο  Αλέξης  και  η Αγγελική.  Τηλέφωνο  δικό   τους  ακόμη  δεν  είχε  βάλει  το  ζευγάρι  στο  σπίτι  του  και   ο  Αλέξης  λόγω  των  εορτών  είχε άδεια  από  την  υπηρεσία  του,  έτσι   είχε  πει,  όταν  του  τηλεφώνησε  η  Αμαλία  την  προηγούμενη  εβδομάδα, να  μάθει  τα  νέα  τους.  Το  τηλεγράφημα  λοιπόν  ήταν  ο  μόνος  τρόπος  να  πληροφορηθούν  τη γέννηση  του  παιδιού.

Την  επομένη,  με  το που  έφτασε  το  τηλεγράφημα,  ο  Αλέξης  με την  Αγγελική  πήραν  το  καράβι  από  τη  Ρόδο  για  τον Πειραιά.  Αργά  το  απόγευμα με  το  δικό  τους  αυτοκίνητο,  που  πρόσφατα  είχαν  αγοράσει,  έφτασαν  εκείνοι  στο  κτήμα, το  πατρικό,  στη  Ροδόπη.

Η  Αμαλία,  φρουρός  ακοίμητος  του  υποστατικού, κουβαλούσε  ξύλα  για  το  τζάκι, μια  και  ο  Γιάννος  είχε  αρπάξει  ένα  κρύωμα  σοβαρό και  δεν ήταν  σε  θέση  να  εκτελεί  τα  εργασιακά του  καθήκοντα,  όπως  και  πριν,  και  δεν  άκουσε  την  κούρσα,  που μπήκε  στη  μεγάλη  αυλή.  

<<Μητέρα,  μητέρα,  ήρθαμε.  Πώς  είστε;>>  η  φωνή  του  Αλέξη  την  πρόλαβε  στη  σκάλα. Πέταξε  εκείνη  τα  ξύλα  από  την  αγκαλιά  της  και  χώθηκε  στην  αγκαλιά  του  γιου  της. Κανείς  δεν μπορούσε  να  καταλάβει  τι  περνούσε  όλες  αυτές  τις  μέρες  και  πόση  ανάγκη  είχε  έναν  ώμο  να  στυλωθεί,  να  γαντζωθεί,  για  να  αντέξει.

Ο  Άρης  ήταν  άφαντος  εδώ  και  εβδομάδες, μετά  τη  διάλυση  των  αρραβώνων  του  με  την  κόρη  του  τραπεζίτη    και  η  Θάλεια  βυθισμένη  στη  θλίψη,  επιλόχεια κατάθλιψη  διέγνωσε  ο  γιατρός  και  μάλιστα   άκρως  ανησυχητική,  ενώ   η  Αμαλία   προσπαθούσε  να  φροντίσει  μάνα  και  βρέφος  και  να  κουμαντάρει  ολομόναχη  το  υποστατικό.

Ο  τραπεζίτης  Κωνσταντίνος   Δημάσης,  ήταν  άνθρωπος  ευφυέστατος,  πανούργος  και  τολμηρός, άνθρωπος,  που  ήξερε  να  αρπάζει  την  ευκαιρία  από  τα  μαλλιά  και  που   τίποτα  δεν  άφηνε  στην  τύχη  του.  Δεν ήταν  λοιπόν  τυχαίο,  που  κατείχε  αυτή  τη  θέση  και  έχαιρε  εκτίμησης  και  θαυμασμού  στην  κοινωνία  της  Δράμας. 

 Πριν  προχωρήσει  στην  τέλεση   του  γάμου  της  μοναχοκόρης  του  με  τον  Άρη  Κοντοπάνο,  ήθελε  να  είναι  σίγουρος  ότι  ο  μέλλοντας  γαμπρός  του  εκτός  από τα  μεγάλα  του  χρέη,  δεν είχε  και  άλλους  σκελετούς  κρυμμένους  στη ντουλάπα  του,  ήταν και  κάτι κουβέντες  μισές  και  περίεργες,  που  είχαν  φτάσει  στα  αυτιά  του  τελευταία,  από  καλοθελητές,  για  τους  Κοντοπάνους  και  ζήτησε  από   όλο  τον υπόκοσμο,  που  γνώριζε,  να  του  αναφέρουν  οτιδήποτε  γνώριζαν  για  το  ποιον  του  μέλλοντα  γαμπρού  του.

Όλοι  οι  άνθρωποι  έχουν  τα  κρυφά  τους  μυστικά, τα  πάθη   και  τις αδυναμίες  τους,  αυτά  όμως  που  έμαθε  για  τον  Κοντοπάνο   ο  Δημάσης  ήταν  υπερβολικά  πολλά  και  επικίνδυνα.  Τα   χρέη  του  μπορούσε  να  τα  κατανοήσει  και  να  τα  αποδεχτεί  ακόμα.

 Είχε  δει   στην  πολυετή  καριέρα  του πολλούς  έμπειρους  και  ικανότατους   επιχειρηματίες  να  χάνουν  σε  μια  βραδιά  περιουσίες  τεράστιες,  όχι  ένα  παλικάρι   25 –  26  ετών! Η  εξάρτησή  του  όμως  από  το  τζόγο  και  τη  μορφίνη,  ήταν  κάτι  άλλο,  σκληρό  πολύ  και   εγκληματικό.

 Όσο  και  αν  ήθελε  να  καμαρώσει  νύφη  τη  θυγατέρα  του,  είχε  ήδη  κλείσει  τα  30  της χρόνια,  στο  πλάι  ενός  νέου  με  όνομα   βαρύ   και  από  καλή  οικογένεια,  σε  αυτά  τα  πάθη  του  Κοντοπάνου  δεν  μπορούσε  να  κλείσει  τα μάτια.

 Τον κάλεσε  λοιπόν  μια  μέρα στο  γραφείο του, στην  τράπεζα,  και  με  συνοπτικές  διαδικασίες  έβαλε  ένα  τέλος  στην   <κοινωνική  τους  συμφωνία>. Στην  κόρη  του  θα  σκεφτόταν  μετά  πως  θα  δικαιολογούσε  τη  διάλυση  του  αρραβώνα.  Θα  την  πλήγωνε  βέβαια  και  μάλιστα  βαθιά,  αλλά  μπροστά  στη  σωτηρία  της,  αυτό  θα  ήταν  μια  μικρή,   άνευ  σημασίας   πληγή.

Για  τον  Άρη  όμως  ούτε  μικρή  ούτε  άνευ  σημασίας   πληγή  ήταν  αυτό,  που  του  προκάλεσε  ο  Δημάσης,  ήταν η  ολοκληρωτική του  καταστροφή. Τον  πρώτο  καιρό  προσπάθησε  να  διοχετεύσει   την  οργή  και  το  μίσος  του  στα  ζάρια  και  τα  χαρτιά.  Έπαιξε  και  τα  τελευταία  χρήματα,  που  είχε,  σε  μια  απέλπιδα  προσπάθεια να  κερδίσει  και  να  πληρώσει  ένα  μέρος  των  χρεών  του.

  Όταν  έχασε  και  την  τελευταία  δραχμή  και  μη  έχοντας  που  να  ακουμπήσει το  ταλαιπωρημένο  του   κορμί,   η  μάνα  του  με  τίποτα  δεν  ήθελε  να  δει  αυτή  του  την  κατάντια,   χτύπησε  την  πόρτα    του  μοναδικού  ανθρώπου, που  τον  καταλάβαινε,  αφού  μαζί  κάποτε  γνώρισαν   τη  μορφίνη  και  εθίστηκαν   στα  ναρκωτικά.

<<Καλώς  τον  Μεγάλο, τι  γένεται  Άρη,  εσύ  είπες  πως  δεν  θέλεις  ούτε  να  μας  βλέπεις ούτε  να  μας  ξέρεις! Καταστροφείς  και  υπονομευτές  της  ευτυχίας  και  της  ζωής  σου,  μας  αποκάλεσες  κάποτε,  τι συμβαίνει,  τώρα,  και  πέφτεις  πάλι  στην ανάγκη  μας;>>,  τον  ρώτησε  ο  Στράτος,  παλιός  του  <σύντροφος>  στον  αγώνα  της  ζωής,  με  την  καύτρα  του  τσιγάρου  να  περιμένει   σα  βαμμένη  κοκέτα,   στα  χείλη  του  επάνω,  και  τις  κόρες  των  ματιών  του  έντονα  διασταλμένες.

<< Κάνε  στην  άκρη,  να  περάσω,  δεν  με  κρατούν  τα  πόδια  μου.  Ένα  τσιγάρο  θέλω,  ξέρεις  εσύ,  αν  και  κάτι  πιο  δυνατό  θα  ήταν  ό,τι  καλύτερο  στην  κατάστασή  μου. Κάτσε,  θα  σου  μιλήσω,  δεν  έχω  άλλωστε  και  κανέναν  άλλο>>.

 Όλα  τα  είπε  στον  Στράτο  ο  Άρης,  για  τον  παραλίγο  γάμο  του,  για  τα  χρέη,  που  έφτασαν  ως  το  μεδούλι  του,  για  την  κατάσταση  στο  σπίτι,  που  ήταν  ηφαίστειο  έτοιμο  να  εκραγεί, ακόμα  και  για  τις  τσέπες  του  παντελονιού  του,  που  αν  τις  αναποδογύριζε  εκείνη  τη  στιγμή,  δεν  θα  έβρισκε  ούτε  τρύπια δεκάρα.

Με  τον  Στράτο  τους  έδεναν  πολλές  αμαρτίες  παλιές,  από  τα  χρόνια  τα  γυμνασιακά,  αλλά  και  ακόμα   χειρότερες  τα  νεότερα  χρόνια.

Στα  πέτρινα  χρόνια  της  χούντας,  μετά  την αποβολή  του  Άρη  από  τον  Γυμνασιάρχη,   εξαιτίας  της  αναγραφής  του  συνθήματος  κατά  των  δικτατόρων,  οι  δυο  τους  συνέχισαν  αυτό,  που  είχε  ξεκινήσει  ο  Άρης.   Καθώς  η  ζωή  όλων  καθορίζονταν  από  ένα  πολύπλοκο  πλέγμα  απαγορεύσεων,  η  πορεία  των δυο  τους   ήταν  πια  χρονικό  ενός  προαναγγελθέντος   θανάτου.

  Συλλαλητήρια,  συνθήματα,  συναντήσεις  μυστικές, αντίσταση  στις  απαγορεύσεις,  απειθαρχία, επαναστατικές  μουσικές  και  τραγούδια  απαγορευμένα  συνέθεταν  τη  νέα  τους  καθημερινότητα.

Οι  μικρές  αυτές  νίκες,  οι  αντικαθεστωτικές   τους  πράξεις,  έδιναν  μια  άγρια  χαρά  στον  Άρη  και  έτρεφαν  τον εγωισμό  και  την  αλαζονεία  του.  Στο  ίδιο  μήκος κύματος  και  ο  Στράτος και  ακόμα  περισσότερο.

Η  στάση  τους  αυτή  είχε  αρχίσει  να  ενοχλεί  για  τα  καλά  το  καθεστώς  των  συνταγματαρχών, γροθιά   σκληρή  στο μαλακό  τους  υπογάστριο,  και  εξαπέλυσαν  εκείνοι  ένα  άνευ  προηγουμένου  κυνηγητό,  προκειμένου  να  συλλάβουν  τους  επικίνδυνους  κομμουνιστές  της  πόλης  της  Κομοτηνής. Ο  κλοιός  γύρω  τους  στένευε  όλο  και  περισσότερο  και  ήταν  πλέον  θέμα  ημερών  να  πιαστούν  σαν  τους  ποντικούς  στη  φάκα.

 Η  περιοχή  έβριθε  από  <καλοθελητές>  και  < πατριώτες>,  δωσίλογους    και  καταδότες,  όπως  στα  χρόνια  της  κατοχής,  που  με  χαρά  ή  και  με  κανένα  <δωράκι>,  ευχαρίστως  θα  όργωναν  την περιοχή,  προκειμένου  να  ξετρυπώσουν  τους  ανεπιθύμητους  για  τους   πρωταίτιους   της < Επανάστασης>, τους  πραξικοπηματίες.

Και  πράγματι   το  ανθρωποκυνηγητό   στέφθηκε  με  επιτυχία,   αφού  ο  Στράτος  συνελήφθη  λίγους  μήνες  μόλις   μετά  την  αποφοίτησή  του  από  το  Γυμνάσιο.

Φυλακίστηκε,  βασανίστηκε,  αλλά  τον  Άρη  δεν τον πρόδωσε  και  αυτό  ο  Άρης  ποτέ  δεν  το  ξέχασε.

 Ήταν  ο  μόνος  που  περίμενε  έξω  από  τα  κρατητήρια  της  αστυνομίας  τον  Στράτο,  όταν  τον  άφησαν  ελεύθερο,  μόνο  που  αυτό,  που  είδε  μπροστά  του  δεν  έμοιαζε  σε  τίποτα  με  τον παλιό  του   φίλο,  το  γελαστό  παιδί,  το  δραστήριο,  το  ζωηρό,  το  γεμάτο  νεύρο  και  όνειρα  ότι  σύντομα  τα  πράγματα  θα  ξαναγίνονταν  στη  χώρα,  όπως  και  πριν.

Δουλειά  δεν  έβρισκε  πουθενά  ο  Άρης  και  η  οικογένειά  του,  που  φοβόταν  μήπως  το  ανάθεμα, λες  και  ο  κομουνισμός  ήταν  κατάρα  και  ασθένεια  μεταδοτική, θα  έπεφτε  και  στα  άλλα  μέλη  της,  κράτησε  τις  σχέσεις  τους  σε  τυπικό  επίπεδο  και  σε  απόσταση.

Εκεί  βρήκε  μια  πόρτα  ανοιχτή  ο  υπόκοσμος  και  πήρε  αυτός  τη  θέση  των  γονιών  και  των  αληθινών  φίλων.  Και  μαζί  με  τον  Στράτο,  όπου  εκείνος πήγαινε,  από  κοντά  και  ο  Άρης.  Του  χρώσταγε  και  είχε  υποσχεθεί  πρώτα  στον  εαυτό  του  ότι ό,τι  και  να  γινόταν  πάντα  θα  ήταν  δίπλα  στον  φίλο  και  <συναγωνιστή>  του.

Την  καριέρα  τους  την  ξεκίνησαν  με  μικροκλοπές  και  απάτες,  μετά  πέρασαν στις  ουσίες  τις  εξαρτησιογόνες  και  εθιστικές,   που  με  το  κίνημα  των  χίπις  ή  αλλιώς  παιδιών  των  λουλουδιών,  η  μαριχουάνα,  το  LSD  και  άλλες  οπιούχες  ουσίες    έδωσαν  εκτός  από  όνειρα  με  πράσινα  άλογα  και  <ψωμί>  σε  όσους  τις  διακινούσαν  για  λογαριασμό   κάποιων,  που  ήταν  βαθιά  χωμένοι  στα  σχετικά κυκλώματα.

Γρανάζια  αυτών  των  κυκλωμάτων  και  αυτού  του  κόσμου  είχε  γίνει  ο  Στράτος  και  ο  Άρης,  μόνο  που  ο  τελευταίος  λόγω  της  καλής  οικονομικής   κατάστασης  της  οικογένειάς   του  κύλισε  και  στον  τζόγο. Το  ένα  τον  παρέσυρε  στο άλλο  και  εκείνος  βούλιαζε  σαν  να  βρισκόταν  σε  κινούμενη  άμμο,  που όσο  προσπαθούσε  να  της  ξεφύγει  τόσο  εκείνη  τον κατάπινε.

 Έκανε  κάποιες  προσπάθειες  να  αποτραβηχτεί  από  το  συνάφι,  ακόμα  και  από  τον  Στράτο  σκέφτηκε  να  φύγει  μακριά  και  του το  είπε  κιόλας,  αλλά  πάντα  ξανάπεφτε   στη  λούμπα,  σαν  τον  δολοφόνο,  που  γυρίζει  στον  τόπο  του  εγκλήματος.

 Τελευταία  σανίδα  σωτηρίας  του  ήταν  ο  Δημάσης, η κόρη  του  δηλαδή  με  την παχυλή  προίκα,  αλλά  το  κόλπο, δυστυχώς,  προδόθηκε  εκ  των  έσω,  όπως  και  τα  πιο  ισχυρά  κάστρα  πέφτουν  και  εκείνα  εκ  των έσω. Ο  υπόκοσμος  μόλις  με  λίγα  χρήματα  λέει  πολλά  και  στην περίπτωση του  Άρη  είπε για  εκείνον   ακόμη   περισσότερα  στον  μέλλοντα  πεθερό  του,  τον  τραπεζικό   Κωνσταντίνο  Δημάση  από  τη  Δράμα.

<<Πάμε  μέσα  μητέρα,  μη  στεκόμαστε  άλλο  στην  παγωνιά, ο  Αλέξης,  θα  φέρει  τα  ξύλα>>, αγκάλιασε  την  πεθερά  της  η  Αγγελική  και  μπήκαν  στο  σπίτι.

<<Μπορώ  να δω  το  μωρό>>,  ρώτησε  η  γυναίκα, με  λαχτάρα   στη  φωνή  και  τα  μάτια  της  έκαιγαν  από  την  έξαψη  της  στιγμής.

<<Ναι  κόρη  μου,  το  έχω  στη  δική  μου  κάμαρη.  Η  Θάλεια  δεν  είναι  σε  θέση  να το  φροντίσει,  και  καλύτερα  έτσι. Έλα,  πάμε>>

Μπαίνοντας  στην  κάμαρη  της Αμαλίας  η  Αγγελική  πέταξε  από  πάνω  της  τα  κουρέλια,  που  είχε  κάτω από  του  φουστάνι, να  φαίνεται  η  κοιλιά  της  φουσκωμένη  και  πλησίασε  την  κούνια  του  μωρού.

Χιονάτο,  παχουλό  και  με  ένα χνούδι  ξανθό,  για  μαλλιά,  κοιμόταν  γαλήνια  το  αγγελούδι,  το  ομορφότερο  μωρό  του  κόσμου, έτσι  φάνηκε  στην  Αγγελική,  τη  στιγμή  εκείνη,  και  ήταν  η  μόνη  αλήθεια,  από  όσα  ζούσε.  Έσκυψε  πάνω  στην  κούνια   και  το  πήρε  στην αγκαλιά  της  με  κινήσεις,  που  είχαν  μέσα τους  μια  ιερότητα,  τελετουργικές,  σα  να  κρατούσε  το  Άγιο Δισκοπότηρο, που   ανά  τους  αιώνες  αναζητούσαν οι  άνθρωποι  και  ακόμη  δεν  το  είχαν  ανακαλύψει.

Τη  Μεγάλη    Στιγμή,  τη  στιγμή  που  μια  μάνα  βλέπει  για  πρώτη  φορά  το  παιδί  της,  διέκοψε  ο  Αλέξης,  που  μπήκε  μέσα πατώντας  στα  μύτες  των  ποδιών  του,  να  μη  χαλάσει  την  όμορφη  εικόνα,  που  είχε  μπροστά  του. Δάκρυα  ζεστά,  δάκρυα  χαράς  και  πόνου  μαζί, έβρεχαν  τα μάγουλά  του,  ενώ  η  καρδιά  του  χτυπούσε  δυνατά  και  άτακτα  για  πρώτη  φορά.  Ένα  πλασματάκι  τόσο  δα   μικρό  είχε  μπροστά  του  και  όμως  η  δύναμή  του  μπορούσε  να  μετακινήσει  και  ένα  βουνό,  έτσι  σκεφτόταν  ο  Αλέξης  και  δεν  πίστευε  το  θαύμα,  που  έβλεπε  μπροστά  του.

Αίμα  από το  αίμα  του  ήταν  αυτό,  παιδί  του  αδερφού  του. Μακάρι  τα  πράγματα  να  ήταν  διαφορετικά! Και  τι  δεν  θα  έδινε  στη  θέση  του  εκείνη,  εκεί  στην  πόρτα  μπροστά,  να  ήταν  ο  Άρης, ο  αδερφός  του  και  πραγματικός  πατέρας  του  παιδιού,  αλλά  μια  και  η  μοίρα  τα  έφερε  έτσι,  όρκο  βαρύ  έδωσε  μέσα  του,  αυτό το  παιδί  να  το  μεγαλώσει  καλύτερα και  από  δικό  του.  Θα  το  φρόντιζε  και  θα  το  αγάπαγε,  όσο  ποτέ  δεν  αγάπησε  τόσο  πολύ   ένας  πατέρας  τη  μονάκριβή  του  κόρη   και  ως  την  τελευταία  του  πνοή.

<<Μη  μου  το  πάρετε>>,  ακούστηκε  η  ξεψυχισμένη  φωνή  της  Θάλειας,  που  πρόβαλε  στο  άνοιγμα  της πόρτας  και  πριν  προλάβει  από  κάπου  να  πιαστεί, σωριάστηκε  στο  ξύλινο  πάτωμα.

Έντρομοι  οι  τρεις  τους  άφησαν  το  μωρό  στην  κούνια,  που   ευτυχώς   συνέχισε  να  κοιμάται  ήσυχα,  και  ασχολήθηκαν  με  τη  Θάλεια.  Απαλά  την ακούμπησε  ο  Αλέξης  στο  κρεβάτι  στην κάμαρά  της  και  με  το  μπουκάλι  την κολόνια  με  άρωμα  λεμόνι,  προσπαθούσαν  η  Αμαλία  με  την  Αγγελική,  να  τη  συνεφέρουν.

 Ήταν  η  πρώτη  φορά,  εδώ  και  τέσσερις  μέρες,  μετά  τη  γέννα,  που  η  Θάλεια  έδειξε  να  έχει  επαφή  με  το  περιβάλλον. Το  ότι  βγήκε  από  την κάμαρή  της,  έστω  και  για  τόσο  λίγο  και  αναλύθηκε  στη  συνέχεια  σε  κλάματα  ανάκατα  με  λόγια  μισά,  λόγια  ακατάληπτα,  ήταν  ένα  σημάδι,  μάλλον  καλό.

Εκλιπαρούσε  να  μην  της  πάρουν  μακριά  της  το  μωρό  και  την  ίδια  στιγμή  ζητούσε  να  φύγουν,  όσο  το  δυνατόν  γρηγορότερα  μαζί  του,  το  μαρτύριό  της  να  πάρει  ένα  τέλος.

Ο  Αλέξης  πανικόβλητος  από την  αλλοπρόσαλλη  συμπεριφορά  της  Θάλειας, πρότεινε  να  καλέσουν  άμεσα  έναν  γιατρό,  ειδικό, να  βοηθήσει  τη  γυναίκα.

<<Θα  γίνει  και  αυτό. Εκείνο  που  προέχει  είναι  να  καλέσουμε  άμεσα  έναν παιδίατρο,  να  δει  το  παιδί  και  να  μπορέσετε  έτσι  να  το  δηλώσετε   δικό  σας,  νόμιμα>>,  τους  υπενθύμισε  η  Αμαλία   και  βγήκε  από  το  δωμάτιο,  να  τηλεφωνήσει.

Ο   γιατρός  στην πόλη,  τον  οποίο  είχε  επισκεφτεί  η  Αμαλία,  πριν  μερικές  εβδομάδες,  θεώρησε  πως πρόκειται  για  κάποιο αστείο ή  δεν  είχε καταλάβει  καλά  τι ακριβώς εννοούσε η μεσήλικη  γυναίκα,  που είχε  απέναντι του. Αναγκάστηκε τότε,  στην απελπισία  της επάνω, η Αμαλία να του πει και  πράγματα  κατά κάποιον  τρόπο <απαγορευμένα>. Δεν  την  ένοιαζε  τίποτα  άλλο, παρά  το μοναδικό εγγόνι,  που θα  γνώριζε  στη ζωή της.

  Όλα  ή  σχεδόν  όλα του  τα είπε,  αφού,  όπως λένε στον  παπά  και  το  γιατρό,  δεν  κρύβουμε  την αλήθεια. Έβγαλε μάλιστα από την τσάντα  της  και ένα  πάνινο πουγκάκι με λίρες  χρυσές,  να  αποσπάσει έτσι  ευκολότερα  τη  συναίνεση  του  γιατρού,  στη  μικρή  της  παρανομία.

 Έσμιξε  τα φρύδια  ο  γιατρός,  καθάρισε  τα  γυαλιά του  σε  μια προσπάθεια  να κοπάσει  την  αντάρα,  που  ξέσπασε  στα  στήθη  του  μέσα   και  με  μια κίνηση του  κεφαλιού, στην  οποία  η Αμαλία  διάβασε  γρήγορα   και αβίαστα  τη μοίρα  του  αγέννητου  ακόμα εγγονιού της  και  έβγαλε  ανακουφιστικά  τον αέρα από μέσα της,  έδωσε  εκείνος  την  απόκρισή  του

<<Όταν,  από  την πλευρά σας,  θα  είστε έτοιμοι,  τηλεφωνείστε  μου σε  αυτό το νούμερο,  είναι  της  οικίας  μου. Εγώ  θα έρθω  να  εξετάσω  ένα νεογέννητο  και τίποτα παραπάνω  δεν  θα  ξέρω>>,  της  είπε και  σηκώθηκε  να την ξεπροβοδίσει  ως την πόρτα, σπρώχνωντας απαλά  στο μέρος της το πουγκί,  που έστεκε  ολοστρόγγυλο  και στητό  πάνω  στη γυάλινη  επιφάνεια  του γραφείου  του.

<<Πότε  ακριβώς  γεννήσατε>>,  ρώτησε  ο  παιδίατρος  την  Αγγελική,  αφού  πρώτα  εξέτασε  το  μωρό.

<<Πριν 4  μέρες.  Ήρθαμε  με  τον άντρα  μου  από  το  νησί,  για  ένα  πρόβλημα  σοβαρό,  οικογενειακό,  και  έσπασαν  τα  νερά  το  πρώτο  κιόλας  βράδυ,  που  φτάσαμε.  Η  πεθερά  μου  και  ο  άντρας  μου  με  βοήθησαν  να  γεννήσω.  Την  επομένη  το  πρωί  με  είδε  και  η  μαμή,  που  έχουν στο  χωριό.  Αύριο  επιστρέφουμε  και  θα  με  δει  και  ο  γιατρός,  που  έχω  στο  νησί>>,  έδωσε  τις  πρώτες  εξηγήσεις  η  Αγγελική  στο  γιατρό,  δασκαλεμένη  από  την  Αμαλία. Το  χαρτί  του  γιατρού  ήταν  το  εισιτήριο  της  νέας  τους  ζωής.

 Το  παιδί  μπορούσαν  να  το  γράψουν  στην  οικογενειακή  τους  μερίδα,  ως  κόρη  της  Αγγελικής  και  του  Αλέξη  Κοντοπάνου.  Το  πρώτο  και  δυσκολότερο  από  όσα  έπρεπε  να  γίνουν  στέφθηκε  με  επιτυχία.  Ήταν  η  σειρά  τώρα  της  Θάλειας.  Έπρεπε  να  βοηθήσουν  αυτό  το  κορίτσι, να  σταθεί  και  πάλι  στα  πόδια  του.

Τη  φροντίδα  του  μωρού  την  είχαν  αναλάβει  η  Αμαλία  με  τον  Αλέξη,  ενώ  η  Αγγελική  αφιερώθηκε  το  διάστημα,  που  έμειναν  στο  κτήμα,  στη  Θάλεια.

Στιγμή  δεν  την  άφησε   μόνη  της,  μετά  από   εκείνο  το  ξέσπασμά της. Την  έπαιρνε  και  βγαίνανε  από το  σπίτι,  στον καθαρό  αέρα  και  μακριά  από  τα  κλάματα  του  μωρού, έτσι  τους  συμβούλεψε  ένας  ψυχολόγος,  που  επισκέφτηκαν  με  τον  Αλέξη.

<< Είναι  ένα  αγκάθι  Θάλεια  μου,  που  όσο  και  αν  προσπαθείς,  δεν  πρόκειται  να  βγει  από  μέσα  σου.  Δεν  ξέρω,  αν  μπορούσε  άλλη  μάνα  να  φανεί  δυνατότερη  από  εσένα. Ξέρω  πως  γι’  αυτό  το  παιδί  θα  έδινες  και  την ίδια  σου  τη  ζωή,  αυτό  άλλωστε  κάνεις  και  τώρα.  Ο  πόνος  του  αποχωρισμού   σου  σκίζει  τα  σωθικά   και  αιμορραγείς,  αλλά  το  κάνεις  για  εκείνο.

 Πήγαινε  τη  σκέψη  σου  λίγα  χρόνια  μπροστά,  δες  το  παιδί  σου  να  παίζει  με  τα  άλλα  παιδιά  και  αντί  για  γέλια  και  χαρές  να  έρχεται  στην  αγκαλιά  σου  να  κρυφτεί, παρηγοριά  να  βρει,  που  κάποιοι  το  είπαν  αγνώστου  πατρός,  νόθο  ή  και  μπαστάρδι  ακόμα.  Ο  Άρης,  το  ξέρεις  καλά,  δεν πρόκειται  να  γυρίσει,  να  σταθεί  σε  εσένα  και  εκείνο,  καθώς  πρέπει.

 Πάντα  θα  είναι  και  δικό  σου  παιδί.  Θα   μπορείς  να  το  βλέπεις,  να  το  αγκαλιάζεις,  να  παίζεις  μαζί  του,  σαν  θεία  ή  και  νονά  του,  αν  το  επιθυμείς.  Λίγο  χρόνο  δώσε  σε  όλους  μας  και  θα  δεις,  ο  πόνος  δεν  θα  είναι  τόσο  οξύς. Σώσε  το  και  σώσε  έτσι  και  τον δικό  σου  εαυτό.  Άκουσε  την  Αμαλία,  παντρέψου,  κάνε  άλλα  παιδιά,  θάψε  τον  πόνο  σου  βαθιά  και πάλεψε.  Στη  ζωή  οι  πίκρες  είναι  αμέτρητες,  ενώ  οι  χαρές,  που  δίνονται,  είναι  ελάχιστες,  ίσα  να ξαποσταίνουμε,   για  να  αντέξουμε  τα   άσχημα,  που  και  πάλι θα  έρθουν

Ό,τι  και  να  κάνουμε, όπου  και να  πάμε,  όλα  μέσα  μας  τα  κουβαλάμε. Όλοι  με  τις  ενοχές  μας  και  τα λάθη  μας  θα  πορευτούμε, αλλά  το  παιδί  πρέπει  να  γίνουμε  ασπίδα , εμείς  οι  μεγάλοι, και  να  το  προστατεύσουμε  και  αυτό,  που κάνουμε  τώρα είναι  το  καλύτερο,  πίστεψέ  με>>.

Μετά τα Θεοφάνια ο Αλέξης και η Αγγελική με το μωρό στην αγκαλιά πήραν το δρόμο για το νησί. Όλες αυτές τις μέρες, που ήταν στο κτήμα, ο Άρης δεν έδωσε κανένα ίχνος ζωής, ενώ η Θάλεια, είχε  αρχίσει σιγά σιγά να  δέχεται  λίγη  από  την  τροφή,  που της πήγαινε  σε  δίσκο  η  Αμαλία,  αρκετές φορές  την ημέρα.

 Όσο για τα τραύματα της γέννας, αυτά  είχαν πια για τα καλά επουλωθεί. Σε αυτό βοήθησαν αρκετά τα αφεψήματα και τα καταπλάσματα της Αργυρώς, να είναι καλά η γυναίκα.

Χωρίς να της αποκαλύψει τίποτα η Αμαλία για την κατάσταση της Θάλειας και προσποιούμενη πως ήθελε να βοηθήσει μια μακρινή της συγγένισσα, στον κάμπο του Στρυμόνα, που γέννησε πρόσφατα, έμαθε να φτιάχνει και εκείνη τα μαντζούνια και τα κάθε λογής φίλτρα, που παρασκεύαζε η καλή της φιλενάδα.

Με τη βοήθεια ενός γιατρού, ψυχίατρου, που παρακολουθούσε στενά τη Θάλεια και την αγωγή, που της συνέστησε  εκείνος, ήρθε η κοπέλα και άρχισε και πάλι να πιάνει το νήμα της ζωής της από την αρχή. Σε ένα πράγμα μόνο στύλωσε τα πόδια και έκανε την Αμαλία να πάρει όρκο βαρύ  γι’  αυτό, από το κτήμα των Κοντοπάνων,  μόνο νεκρή θα την έβγαζαν.

Λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα ο Άρης έκανε την εμφάνιση του και μάλιστα άκρως εντυπωσιακή. Ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας, περιποιημένος, χαμογελαστός, σε τίποτα δε θύμιζε τον Άρη των προηγούμενων μηνών, ή ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτόν, μετά τη διάλυση των αρραβώνων του με την κόρη του Δραμινού τραπεζίτη.

Χάρηκε πολύ η Αμαλία με την επιστροφή του ασώτου, αλλά κάτι μέσα της της έσφιγγε τα φυλλοκάρδια και λιγόστευε στιγμές στιγμές θαρρείς το οξυγόνο  στους πνεύμονές  της.

Με τη Θάλεια μόνο δυο κουβέντες τυπικές αντάλλαξαν, και σε αυτό το επίπεδο κράτησαν την επικοινωνία και τη σχέση τους το διάστημα, που εκείνος έμεινε στο κτήμα.  Όσο για το μωρό, ούτε για μια φορά η κουβέντα τους δεν ξεστράτισε κατά εκεί. Κινούμενη άμμος ήταν η υπόθεση του παιδιού, φλεγόμενο  καμίνι έτοιμο να τους καταπιεί στην πρώτη λέξη, στην πρώτη τους σκέψη.

Όλο   στο  γραφείο  ήταν  κλεισμένος  ο  Άρης  και  μιλούσε  στο τηλέφωνο. Έβγαινε  από  το  αρχοντικό,  τις μικρεές ώρες της  νύχτας,  σαν  τους  βρυκόλοκες,  μη  και  τον  αγγίξει το  φως  το  λευκό,  το καθάριο,  της  μέρας  και  τον  ξεμπροστιάσει και επέστρεφε  πάλι,  λίγο πριν  ροδίσει ο ουρανός  με  τα  χρώματα   της  αυγής.

 Μπορεί  η  παρουσία  του  να μην  ήταν  αισθητή  και  έντονη,  όσο τουλάχιστον  θα ήθελε η  μητέρα του, η Αμαλία,  το  πορτοφόλι του  όμως,  ήταν  διάπλατα ανοιχτό  και  προσιτό  σε όλους  και  όλα. Τα  χρέη  τους, έτσι τουλάχιστον,  ανακοίνωσε  με  ύφος σοβαρό και  επίσημο,  είχαν  όλα  αποπληρωθεί  και  η  μεγάλη  αρχόντισσα  δεν  είχε  να  φοβάται  πια  τίποτα,  κανείς  δεν  θα την απομάκρυνε από το θρόνο  της.

<<Αυτό  νομίζεις  ότι με  νοιάζει. Άνοιξε επιτέλους  τα μάτια  σου,  εκείνα, που βλέπουν μόνο  τις  αλήθειες, διαβάζουν τις  καρδιές  και  δεν  μπορεί κανένας   και   τίποτα  να  τα ξεγελάσει. Θυσίασες  ένα  παιδί,  το  δικό  σου, αυτό  να  λες  στον  εαυτό  σου,  όταν  κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, μήπως και  κάποια φορά  σου  μιλήσει  εκείνος και  σου  πει  αυτά,  που δε  θέλεις   να  ακούσεις. Πολλά  τα λάθη σου, καιρός  από  αυτά  να ανακαλύψεις και την  αλήθεια >>, ήταν  η  μία  και  μοναδική  φορά,   από  όταν  γύρισε  στο υποστατικό ο Άρης,  μετά τη  γέννα της Θάλειας,  που  η  Αμαλία  τον  κοίταξε  κατάματα,  ίσιωσε το σκεβρωμένο  της  κορμί και  του  απηύθυνε  το  λόγο. Φρόντιζαν  στο εξής  και  οι  τρεις τους  να  αποφεύγουν τα άνευ ουσίας συναπαντήματα μέσα στο σπίτι,  γιατί  ήταν  αγκάθια,  που  τρυπούσαν  τις  σάρκες τους  και  αιμορραγούσαν  τις  καρδιές τους.

Βράδυ  Σαββάτου  Γενάρη  του  1975,  η μικρή  Αμαλία,  αυτό  το  όνομα  θα  έπαιρνε  το  μωρό, έφτασε με  τους γονείς της  στο  όμορφο  νησί.

Ένα  δωμάτιο  παραμυθένιο  είχαν  φροντίσει  από  μέρες πριν  να  έχουν  έτοιμο για  την ώρα  την  καλή,  που  σύντομα  θα ερχόταν,  ο Αλέξης  και  η  Αγγελική.  Την  πρώτη  νύχτα  με  τους  τρεις τους κάτω από την ίδια  στέγη,  κανείς  τους  δεν κατάφερε  να  κοιμηθεί,  ο  καθένας τους  για  τους δικούς του  λόγους.

  Η  Αγγελική  ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει  ότι   είχε  γίνει πια μάνα  και  όλη τη νύχτα  είχε  τα μάτια  της  καρφωμένα πάνω  στο  παιδί, να  πεισθεί ότι  πρόκειται   για  πραγματικότητα  και όχι  οφθαλμαπάτη,  ενώ  ο Αλέξης,  που  τις μέρες,  που  βρισκόταν  στο κτήμα,  είχε  επιφορτιστεί  με τη  φροντίδα  του μωρού  και  είχε πια δεθεί  συναισθηματικά  μαζί  του,  αναλογιζόταν τι  θα  συνέβαινε, αν  η  Θάλεια  ή  ο  Άρης,  ο  αδερφός  του,  διεκδικούσαν κάποια στιγμή  το  παιδί.  Και  μόνο  στη  σκέψη  αυτή,  έχανε τα λογικά  του.

 Όσο για τη μικρή,  λες και  κατάλαβε   ότι  είχε  φύγει   από  τη  σκιά της  βιολογικής της μητέρας,  όλη  τη  νύχτα  ήταν ανήσυχη  πολύ. Έκλαιγε  ασταμάτητα  και  τις  ελάχιστες φορές,  που έκλεινε  τα μάτια  της,  πεταγόταν   χωρίς λόγο, έτσι  στα  ξαφνικά, στριγγλίζοντας.

Αρχές καλοκαιριού,  όταν  πια ο  καιρός είχε ζεστάνει  για  τα  καλά,  έγινε η  βάφτιση  του παιδιού,  στο  ξωκλήσι  τους  το  οικογενειακό, τον Άη Γιώργη,  λίγο  έξω  από  την Άνω  Χώρα,  στον  ανηφορικό  δρόμο  προς  την  αρχαία  ακρόπολη.

Νονά του  παιδιού  έγινε  η  Ακριβή,  φίλη  της  Αγγελικής,  με τον άντρα  της,  τον  Σταμάτη, που  γύρισε  στο  νησί  λίγο  πριν  από  το  Πάσχα.

Δεν  άντεξε ο  Σταμάτης  την ξεραϊλα   και  τη  μυρωδιά  του  τυρόγαλου,  στις  στάνες   του  θείου  του,  στην  Αυστραλία. Του  έλειπε  το  απέραντο  γαλάζιο  από  το  μπαλκόνι  του  πατρικού  του,  στη  Σύμη,  και  το  θαλασσινό  αεράκι,  το  μεθυστικό  και  αναζωογονητικό. Τον έβλεπε  ο  θείος  του  να  μαραίνεται  και  να  μικραίνει  μέρα  με   τη  μέρα  και  πήρε  τη  μεγάλη  απόφαση.

<<Δεν  είσαι  εσύ,  παιδί  μου  για  γίδια  και  για  πρόβατα.  Είχα  σχέδια  εγώ  και   για  εσένα,  να  μάθεις  τη  δουλειά  κοντά  μας  και,  όταν  με  το  καλό  έκλεινα   τα  μάτια  μου,  όλα  αυτά  να  γινόταν  δικά  σας.  Ό  ένας  μου  γιος  μου  το  ξέκοψε  εξαρχής  πως  δε  θέλει  στα  χνάρια  μου  να  βαδίσει,  αλλά  ο  άλλος, ο  Θεμιστοκλής,  φαίνεται,  αν  και  μικρός  ακόμα  είναι,  πως  την  αγαπάει  τη  ζωή  κοντά  στα  ζωντανά.  Οι  δυο  σας  καλά  θα  τα  ταιριάζατε.

 Σε  βλέπω  όμως,  που  δεν  μπορείς  να  συνηθίσεις  την ξενιτειά,  σου   παίρνει  την  ψυχή  μέρα  τη  μέρα.  Άμε  στο  καλό  αγόρι  μου  και  εγώ,  όσο  μπορώ  θα  σε  στηρίξω>>,  τον  έπιασε  ο  θείος  μια  μέρα  και  του  μίλησε  αντρίκια  και  παστρικά.

 Του  έβγαλε  λοιπόν  το  εισιτήριο  για  την πατρίδα,  του  έδωσε  και  ένα  σεβαστό   ποσό, για  τη  ζωή  του,  που  σκεφτόταν  να  ξεκινήσει   με  την  Ακριβή,   στο  νησί,  και  τον έστειλε  πίσω.

Με  εκείνα  τα  χρήματα  στη  τσέπη  και  κάτι  λίγα  από  τους  γονείς  του, πήγε  ο  Σταμάτης  τη  Δευτέρα  του  Πάσχα  στο  σπίτι  της  Ακριβής,  να  περάσουν  στα  δάχτυλά  τους   τη  βέρα.  Κανέναν  δεν  είχε  η  κοπέλα  για  τη  σημαντική  εκείνη  στιγμή  της  ζωής   της  στο  πλάι  της,  μια  και  η  μόνη  ζώσα  ψυχή  από  την  οικογένειά  της, η  μητέρα  της,  είχε  περάσει  εδώ  και  καιρό  στο  δικό της  κόσμο,  λόγω  της  άνοιας.

<<Εμείς  θα  είμαστε  κοντά  σου  Ακριβή  μου,  να  χαρούμε  με  τη  χαρά  σας.  Δεν  είσαι  μόνη  σου.  Να  το  θυμάσαι  πάντα  αυτό.  Έχεις  τέσσερις   ή  μάλλον  πέντε    αγγέλους  να  σε  προσέχουν,  δυο  στον  ουρανό  και  τρεις  κάτω στη  γη>>,  της  είπε  η  Αγγελική  και  κοίταξε  με  νόημα  στη  μεριά  του  μωρού  της.

Στη  βάφτιση  της  μικρής  όλο  το  νησί  έδωσε  το  παρόν  του  με  κέφι  και  χαρά  περισσή.  Το  μικρό  ξωκλήσι  λουσμένο  στο  κατάλευκο  φως  του  μεσημεριού  υποδέχτηκε  στο  του  προαύλιο  και  έξω ακόμη  και  από  αυτό,  τους  ξεχωριστούς  του  καλεσμένους.  

Στο  εσωτερικό  του,  που  ήταν ομολογουμένως  σαν  κελί  μοναχού,  στήθηκε  στο  κέντρο  η  κολυμπήθρα, στολισμένη  με  τα  πρώτα  αγριολούλουδα  του  καλοκαιριού,  ενώ  οι  φλόγες  των  αναμένων  κεριών,  που  έπεφταν κίτρινες  και  αδύναμες  στα  ασκητικά  πρόσωπα  των  αγιασμένων  εικόνων  έκαναν  την ατμόσφαιρα  ακόμα πιο  κατανυκτική,  πιο  μυστηριακή.

Μικρά  φιαλίδια, γεμάτα  με  σοκολατένια  κουφέτα,  ειδική  παραγγελία  από  την  Αθήνα,  με  το  όνομα  Αμαλία και  ένα  τριανταφυλλάκι  διαφορετικού  χρώματος  κάθε  φορά,    ζωγραφισμένα  στην  επιφάνειά  τους  επάνω, από  το  χέρι  της Αγγελικής,  περίμεναν  υπομονετικά  κάτω  από  τη  βελανιδιά,  στο  πλάι  της  μικρής  εκκλησίας,  να  γλυκάνουν  τους  καλεσμένους .

Η  Αμαλία,  η  νεοφώτιστη,  σαν  άλλη  βασίλισσα, έδειξε  την  καλύτερό  της  εαυτό  εκείνη  τη  μέρα,  γεμίζοντας  χαρά  και  υπερηφάνεια  τους  δυο  της  γονείς.

Χαμογελούσε  σε  όποιον  την  πλησίαζε  και  άπλωνε  τα  χεράκια  της,  σα  να  ήθελε  να  ευχαριστήσει  έναν  έναν  ξεχωριστά  όλους   εκείνους,  που  τίμησαν  με  την  παρουσία  τους  την  είσοδο  και  την  ένταξή  της  στην  εκκλησιαστική    κοινότητα.

Τα  χρόνια  κύλησαν  σαν το  γάργαρο  νερό  των χειμάρρων,  που  κατέβαιναν  από  τις  ανηφοριές  να  σμίξουν  με  τη  μεγάλη  νερομάνα, τη  θάλασσα   και  από  να  ξεκινήσει  πάλι  ο  κύκλος  του  νερού  και  της  ζωής  και  ούτε  που  κατάλαβε  κανείς  πότε η  Αμαλία  έφτασε  στην  Τρίτη  Τάξη  Λυκείου  και  ετοιμαζόταν  για  τις  πανελλαδικές  εξετάσεις  και  την  εισαγωγή  της  στο  Πανεπιστήμιο.  Μεγάλωνε  με  αγάπη  και  λατρεία, όλα  αυτά  τα χρόνια,  που  και οι  δυο  της  γονείς,  της  έδωσαν  απλόχερα  και  δεν υπήρξε  ποτέ  στη  μέχρι τώρα  ζωή  της  ένα  συννεφάκι  τόσο  δα  μικρό,  που  να  σκίασε  τις σχέσεις  της  μαζί  τους.

Όσο  μεγάλωνε  τόσο  και  έφερνε  πιο  πολύ  στον  βιολογικό της  πατέρα,  τον Άρη,  και  αυτό  ήταν  η  μόνη  σκιά  στα  μάτια  του  Αλέξη.  Όχι  ότι  ζήλευε,  που  η  κόρη του  έμοιαζε  τόσο  μα  τόσο  πολύ  στον  αδερφό  του, χιονάτη,  γαλανή  και  ξανθή, όσο  που  η  ζωή  τα  έφερε  έτσι, που τα  δυο  αδέρφια  χρόνια  τώρα  δεν  αντάλλαξαν  ούτε  μια  καλημέρα.

Η  μόνη  επικοινωνία  τους  με  τους  στεργιανούς, όπως  αποκαλούσε ο  Αλέξης, τους  δικούς  του,  στη  Ροδόπη,  ήταν  κάποια  τηλεφωνήματα και  εκείνα  αραιά  και  που  με  τη  γριά  τη  μάνα  του,  την  Αμαλία.

Στο  παιδί  είχαν  πει  πως  είχε  μια  γιαγιά  κάπου  πολύ  μακριά  και  έναν  θείο, που  για  ζητήματα  κληρονομικά,  δεν  μιλιόντουσαν  μαζί  του, χρόνια  τώρα,  και  πως  κάποια πράγματα  έγιναν,  γιατί  έτσι  έπρεπε  να  γίνουν  και  καλό  ήταν  να  μην  τα  σκαλίζουν.  Αυτή  ήταν  η  μόνιμη  επωδός  τους  κάθε φορά, που  η  μικρή  έφερνε  το  θέμα  εκεί.

Αυτή  όμως  η  μοιρολατρική  αντιμετώπιση  της  ζωής  από  τον Αλέξη  και  την  Αγγελική,  έβρισκε  κάθετα  αντίθετη  την  κόρη  τους,  την  Αμαλία,  που   όσο  μεγάλωνε  έβγαζε  μια   έντονη  έως  και  ενοχλητική  για  εκείνους  διάθεση,  να  γνωρίσει  τους  μοναδικούς  συγγενείς  του  πατέρα  της,  τη  γιαγιά  της  και  τον θείο  της. Όσο  μπορούσαν  και  την  ξεγελούσαν  μεταθέτοντας  το  ταξίδι  της  επανασύνδεσης  από  το  ένα  καλοκαίρι  στο  άλλο με  διάφορες  δικαιολογίες  και  προφάσεις,  το όλο  θέμα  δεν  έδειχνε  να  προβληματίζει  και  να  ανησυχεί  ιδιαίτερα τους  δυο  γονείς.

Μια  δήλωση  της  μικρής,  όμως λίγο  πριν  από  τις  εξετάσεις  της για  το  Πανεπιστήμιο, την  άνοιξη  του  1992,  έφερε  αναστάτωση  και  πανικό,  τρικυμία  μεγάλη  στην  ψυχή  των  δυο  γονιών.

<<Θα  δηλώσω  πρώτη  μου  επιλογή  τη  Νομική  Κομοτηνής   και  έτσι  θα  γνωρίσω  τη  γιαγιά   και  το  θείο  μου  και  θα  περνώ  τα  Σαββατοκύριακα  στο  κτήμα, να  έχω  κάποιους  ανθρώπους, δικούς  μου,  κοντά  μου,  αφού στο  νησί  δεν  θα  μπορώ  να  έρχομαι, όσο  συχνά  θα  ήθελα >>,  πέταξε  τη  βόμβα  η  Αμαλία  και ούτε,  που  γύρισε  να  κοιτάξει  ξοπίσω  της,  τους  τριγμούς  και  τα  συντρίμμια,  που  προκάλεσε.

Κατήφεια,  φόβος  και  τρόμος   κατέλαβε  τον Αλέξη  και  την  Αγγελική  μετά  τη  βαρύγδουπη  ανακοίνωση  της   κόρης  τους. Γιόρταζαν  την  Ανάσταση  του  Κυρίου  εκείνες  τις  μέρες,   αλλά   εκείνοι  ένοιωθαν  μέσα   τους   σαν  τη Μεγάλη   Παρασκευή.  Στενάχωρο   και   ζοφερό  ήταν  το  κλίμα  στο  σπιτικό  τους  μέσα  και  από  τη  μια  στιγμή  στην άλλη  είδαν  την ήσυχη  και  τακτοποιημένη  ζωούλα  τους  να  κλυδωνίζεται  και  να παραπαίει,  σαν  ακυβέρνητο  καράβι,   μεσοπέλαγα.

<<Τι  θα  κάνουμε  Αλέξη,  πώς  μπορούμε  να  της  απαγορεύσουμε  ή  να  την  εμποδίσουμε  να κάνει  αυτό,  που  έβαλε  κατά   νου  της!  Είναι  ορθολογίστρια  και  αντιδραστική,  και μόνο  για να  την  κάνουμε  να  ακούσει,  τι  έχουμε  να  της  πούμε,  θα  χρειαστεί  να  είμαστε  οπλισμένοι  με  επιχειρήματα   πολύ  ισχυρά,  ειδάλλως  θα  θρέψουμε   περισσότερο  την  επιμονή  της,   για  αυτή  της την  απόφαση. Είναι  λες  και  ξύπνησε  το  αίμα  των  αληθινών  της  γονιών  μέσα  της  και  διεκδικεί  την  επανένωσή  τους>>,  μοιραζόταν  τις  σκέψεις  της  στα  κρυφά  η  Αγγελική  με  τον  Αλέξη,  κάτω  στον  μικρό  τους  κήπο,  κάθε  που  η  Αμαλία  ξεγλιστρούσε  από τα  διαβάσματά  της,  για  μια  βόλτα  στο  Γιαλό.

<<Αυτή  την  κουβέντα,  να  μην  την  ξαναπείς  Αγγελική.  Η  Αμαλία  είναι  δικό  μας  παιδί.  Έγινε το  παιδί  μας  από  τη  πρώτη  ματιά,  που  την  αντικρίσαμε.  Δε  σου  το  είπα  ποτέ,  αλλά  και  εσύ  να  έκανες  πίσω εκείνη  τη  μέρα,  εγώ  ήμουν αποφασισμένος  να  την   πάρω  μαζί  μου  και  ας  μου  θύμωνες  και  ας  με  πετούσες  έξω από το  σπίτι  και  από τη  ζωή  σου  ακόμα.

 Την  αγάπησα,  πριν  καν  τη  γνωρίσω,  όταν  μια  ιδέα  ήταν  ακόμα  στη σκέψη  μου  μέσα,  ένα  ανεπαίσθητο  φτερούγισμα  στην  καρδιά  μου. Έχω  εμπιστοσύνη  στο  Θεό  και  στη  Μοίρα.  Για  να  μας  την  εμπιστευτούν  κάτι  καλό  είδαν  μέσα  μας  και  δεν θα  θέλουν  να  παίξουν  μαζί  μας  ή  να  μας  τιμωρήσουν  με  έναν  τέτοιο  σκληρό  και  ανάλγητο  τρόπο. 

 Καλύτερα  να  μου  πάρουν  την  ανάσα  μου  από  μέσα   και  αυτήν  ακόμα  τη  στιγμή,  παρά  το  παιδί  από  κοντά  μου>>,  της  έλεγε εκείνος  και  τα μάτια  του  θόλωναν  από  την  υγρασία  και  η  φωνή  του  έσπαζε  και  κοβόταν,  σαν  το  ρόδι  στο  κατώφλι,  την  Πρωτοχρονιά.

Το  έβαλε  πείσμα  η  Αμαλία  και  κατάφερε  και  μπήκε   και  μάλιστα  με  πολύ  καλή  σειρά  στη  Νομική,  στο  Δημοκρίτειο  Πανεπιστήμιο,  με  έδρα  την Κομοτηνή. Μέρα  χαρμολύπης  για  τον  Αλέξη  και  την  Αγγελική,  γλυκιάς  προσμονής   και  ευτυχίας  για  την  Αμαλία  είχε  ξημερώσει  τη  μέρα,  που  το ραδιόφωνο  ανακοίνωνε  από  νωρίς  τα  ονόματα  των  επιτυχόντων, ανά σχολή.

Γελούσαν  και  έκλαιγαν  μαζί  οι  δυο  γονείς,  ενώ   η  Αμαλία  πετούσε  στους     επτά  ουρανούς  και  ούτε  που  αντιλήφθηκε   τη  θλίψη,  που  έκρυβαν  τα  πλατιά  χαμόγελα  των  γονιών  της,  ευτυχώς,  ούτε  που  ένοιωσε  κάτι  από  τον  κρύο  ιδρώτα,  που  διαπερνούσε  τα  κυρτωμένα  από  το  βάρος  του  άγχους   και  του  πανικού   κορμιά  τους.

Εκείνη  ήδη  είχε  φύγει  νοερά  και  βρισκόταν  στην αγκαλιά  της  γιαγιάς της,  μύριζε  τη  ρίγανη  και  το  θυμάρι, ανάκατα  με την  οσμή  των  καπνών,  που  σκέπαζαν  ολάκερη   την   κοιλάδας   της  Ροδόπης,  μεθούσε  με  τα δυνατά   αρώματα  και τις   εικόνες,  πίνακες  ζωγραφικής  εκείνες,  και  με  τα  φωτεινά  τους  χρώματα   έβαφε  τα όνειρά   και τις επιθυμίες  της.

                                                    1992    ΡΟΔΟΠΗ   

 << Πρόκειται  για  πραγματικούς  θησαυρούς,  σου  λέω.  Είναι  χάλκινα  και       αργυρά  νομίσματα,  τα οποία  βρίσκονταν   μέσα  σε  ένα  μικροσκοπικό  αγγείο,  στα γκρεμίσματα  του αρχαίου τείχους  των Αβδήρων. Στη  μια  τους όψη  εικονίζουν   τον Απόλλωνα  και  στην άλλη  ένα  μυθικό πουλί,  τον  Γρύπα,  όπως  μου  είπαν.  

Ναι,  το  ορνιθομορφικό  μυθικό  πουλί  με  κεφάλι   και  φτερά   αετού,  σώμα  λιονταριού  και  ουρά  φιδιού,  σύμβολο  δύναμης  και  σοφίας.

 Έμβλημα  της αρχαίας  πόλης  των  Αβδήρων  κατά την περίοδο  της  οικονομικής  της  ακμής  ήταν  το  πουλί  αυτό.  Η  μικτή  του  μορφή   πίστευαν  ότι  έδινε  την  έκφραση  των  τριών  σφαιρών  του  κόσμου, της ουράνιας,  της επίγειας  και  της υποχθόνιας,  συμβόλιζε  τη  βασιλική,  αλλά  και  τη  θεία  ισχύ.

Φυσικά  και  έχουν  αξία.   Το  αρχαίο αυτό Αβδηρίτικο νόμισμα  του 5ου  και 6ου  αι.  π.χ.  κυκλοφορούσε  σε όλες τις  ελληνικές  πόλεις,  αλλά  και  στον τότε  γνωστό  κόσμο,  μέσω  του  εμπορίου. Πρόκειται  για  μυθικό  πλάσμα,  που  έρχεται  από  την  Ανατολή,  όπως και πολλά  άλλα  σύμβολα, όπως η  Σφίγγα.

 Οι γρύπες  λένε  πως   κατοικούσαν  στην  Ινδία  ή  κάπου  στους αρχαίους Αιθίοπες και  φρουρούσαν  το  χρυσάφι  τους,  ένα είδος θησαυροφύλακα.

  Ναι,  ναι….Και  εγώ  που  να τα  ξέρω  αυτά  από  μόνος  μου, ένα  Γυμνάσιο τελείωσα  χωρίς  καν  το  απολυτήριό  μου  στα  χέρια. Ο  άλλος,   ο < μορφωμένος>  μου  τα είπε,  ξέρει  αυτός,  η  δουλειά  του  είναι.

Φυσικά  και  τα  Άβδηρα  έχουν  αξία ιστορική,  αυτό  το  ξέρω ακόμη  και  εγώ.  Ιδρύθηκαν  κατά  τη  μυθολογία από  τον Ηρακλή,  να τιμήσει  τη  μνήμη  του συντρόφου  του,  του  Άβδηρου, που  κατασπαράχθηκε  από τα άλογα  του Διομήδη. Άλλοι  πάλι  λένε,  ότι  πρώτος οικιστής  ήταν  κάτοικοι από  τις  Κλαζομενές,  αλλά  η  αποικία  αυτή  δεν  ευδοκίμησε.  Ξαναϊδρύθηκαν  τα  Άβδηρα  από  κατοίκους  της  ιωνικής  Τέω, που  έφυγαν  από την πατρίδα τους,  για  να  αποφύγουν  την Περσική υποδούλωση.  Αυτοί οι  Τήιοι στη  νέα τους  πατρίδα  έκοψαν  νομίσματα,  όμοια  με εκείνα  της  Τέως,  που έφεραν  ως  εμπροσθότυπο  κεφαλή  του Απόλλωνα  και  στον  οπισθότυπο γρύπα.

Ναι,  σου λέω,  έχει  εντοπισθεί  ολόκληρο  νεκροταφείο  της  κλασικής  και  ελληνιστικής περιόδου. Υπάρχουν ασύλητοι  τάφοι. Κάποιος  από αυτούς,  που  δουλεύουν  στην ανασκαφή,  μου  ανέφερε  και για ένα  ιερό   γυναικείας  θεότητας,  ποιος ξέρει τι αφιερώματα θα  υπάρχουν εκεί  μέσα. Στην αρχή είμαστε  ακόμη,  βέβαια  τα  πράγματα  θα  δυσκολέψουν  τώρα  με την ολοκλήρωση  της ανέγερσης  του  Αρχαιολογικού Μουσείου,  αλλά όποιος  πληρώνει  καλά,  πάντα  βρίσκει,  εσύ  το ξέρεις  καλύτερα  από  μένα  αυτό.  Πες,  λοιπόν,  στους επάνω  πως  το  χέρι  τους  πρέπει  να αρχίζουν να το  βάζουν πιο βαθιά  στη  τσέπη,  το  καλό  πράγμα  κοστίζει  και  οι  κίνδυνοι  πολλοί.  Αν  πιαστώ,  για να  μην  τους δώσω,  πρέπει  να  υπάρχει κάτι,  που  θα  κρατά  το  στόμα  μου  κλειστό.

  Άκουσε  πως  θα  γίνει  η  δουλειά.  Με  ένα  ψαροκάικο  από  το  λιμάνι  του  Πόρτο  Λάγους  θα  φτάσουμε  με  τον  δικό  μου  Χίο. Η  μικρότερη απόσταση του νησιού  από τις  απέναντι ακτές  της  Μικράς  Ασίας,  είναι   περίπου  3,5 ναυτικά μίλια από  το  ακρωτήρι Πούντα  ως  τη  χερσόνησο της  Ερυθραίας,  στο  ύψος  του  Τσεσμέ.  Θα  παραδώσω  ο  ίδιος  σε  αυτόν,  που  θα  έρθει  από  απέναντι.  Δεν  ξέρω  ποιος  είναι, Τούρκος μάλλον,  που  συνεργάζεται  με αυτούς  από  τη  Γερμανία. Τα   στέλνουν  στην  Αίγυπτο  πρώτα  και  από  εκεί  στην  Ευρώπη,  σε  οίκους  δημοπρασίας  ή  σε  συλλέκτες. Η  δουλειά  η  δική  μου  σταματάει  εκεί,  παραδίνω  και  επιστρέφω.  Θα……..>>, το χτύπημα  στην πόρτα,  διέκοψε την τηλεφωνική συνδιάλεξη  του Άρη,  που  βιάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο, για  να  δει  ποιος  ήταν.

Δυο   μαρμαλοκολόνες,  δυο παγόβουνα,  που  ήρθαν αντιμέτωπα το ένα με το άλλο, καθώς πήραν  διαφορετική κατεύθυνση,  όταν αποκολλήθηκαν,  έμοιαζαν  τα δυο  αδέρφια,  στο άνοιγμα της πόρτας.

 Και  η  έκπληξη  και  η  αμηχανία του Άρη  έγινε καρδιοχτύπι δυνατό  και  σκοτοδίνη,  καθώς πίσω  από τον  αδερφό του,  λουσμένη στο  λευκό  φως  του  μεσημεριάτικου  ήλιου, σα σε πέπλο αραχνούφαντο  τυλιγμένη,  φάνταζε  η  Αμαλία, δροσερή  και  χαμογελαστή,  η  κόρη  του.

Τα  βλέφαρα μόνο, που  ανοιγόκλεισαν,  σα τίναγμα απαλό των  φτερών μιας  πεταλούδας,  ένοιωσε  ο Άρης να  επιβεβαιώνουν   την ύπαρξη  ζωής μέσα του,  αφού  ολόκληρος  είχε  παραλύσει.

<<Καλώς σε  βρήκαμε  θείε  μου,  εγώ είμαι  η  Αμαλία,  η  ανεψιά  σου,  που  πέρασα  στη  Νομική,  εδώ στην Κομοτηνή  και  ήρθαμε  να  σε γνωρίσω>>,  σα  χείμαρρος τα λόγια  της Αμαλίας  ξεχύθηκαν  από  μέσα της  και  έκοψαν  την  ανάσα   του  Άρη, μα  πιότερο  η  αγκάλη  της και  τα φιλιά  της για  το καλωσόρισμα  τον  έκαψαν  και   τον  τσουρούφλισαν.

Βρήκε  επιτέλους  ξανά  τον εαυτό  του  εκείνος  και  με  φωνή,  που  έτρεμε  εμφανώς από τη  συγκίνηση  του  απροσδόκητου και αναπάντεχου,  δέχτηκε  τους εναγκαλισμούς της <  ανεψιάς >  του  και  άνοιξε  διάπλατα  την  πόρτα, να  μπουν  εκείνοι  μέσα.

<<Καλώς ορίσατε.  Συγχαρητήρια  Αμαλία για την επιτυχία  σου! Περάστε,  ελάτε  μέσα>>, μουδιασμένος ακόμη,  τους  προέτρεψε  να μπουν.

<<Η γιαγιά,  πού είναι  η  γιαγιά  μου,  είναι καλά,  θέλω  να τη  δω>>,  κοίταζε το  σπίτι  όλο  μια γυροβολιά  και αναζητούσε με  τα μάτια της  η  Αμαλία  ίχνη  της  παρουσίας  της γιαγιάς της.

<<Ησύχασε κορίτσι  μου,  ακόμα δεν ήρθαμε και έπιασες  από  τα μούτρα  το  θείο σου>>,  μπήκε  στη μέση η  Αγγελική και  κοίταξε  βαθιά  μέσα  στα μάτια  τον Άρη,  τονίζοντας ιδιαίτερα  τη  λέξη  θείος.

<<Ποιος  είναι  Άρη,  ακούω φωνές,  που  δεν  αναγνωρίζω>>,  ακούστηκε από μέσα  η  φωνή  της  γιαγιάς  Αμαλίας,  που  αντίθετα  με  αυτό,  που  συμβαίνει  στη  φύση   με  τους  κεραυνούς,  πρώτα  εκείνη  έστειλε  ηχητικά   την  παρουσία  της  και  μετά  έκανε  την εμφάνισή  της  στην  είσοδο  της μεγάλης  σάλας.

Φανερά  καταβεβλημένη  η Αμαλία,  με  τα 72 της χρόνια  να  βαραίνουν  στους ώμους της και  με  προβλήματα  υγείας  σοβαρά, έμεινε  ασάλευτη  στη θέα  των  τριών  επισκεπτών  και  η  ματιά  της  ακροβατούσε  θαρρείς  μια  στους  δυο της γιους, που  στέκονταν  ο  ένας  δίπλα  στον άλλον και  μια  στην  εγγόνα  της,  τη  μονάκριβη, που  για  πρώτη  φορά,  ύστερα  από  18  σχεδόν  ολόκληρα  χρόνια  είχε  και  πάλι  μπροστά  της.

Και  πάλι η  μικρή  Αμαλία,  με  τον ενθουσιασμό  και  το  σκέρτσο  των  νιάτων  της,  έσπασε  την  άβολη  και  αμήχανη  σιωπή,  χαρίζοντας  μια μεγάλη και ζεστή  αγκαλιά  στη  συνονόματη  γιαγιά  της.

<<Κοριτσάκι  μου,  ψυχούλα  μου,  καρδιά  μου>>, έσφιγγε  πάνω  της  την  εγγονή  της η  Αμαλία και  δάκρυα  χαράς,  δάκρυα  λυτρωτικά, χάραζαν  το  ρυτιδιασμένο  πρόσωπό  της.

<<Ήρθες  άγγελέ  μου,  πάντα το  πίστευα  μέσα  μου,  πως  πριν κλείσω  τα μάτια  μου, έστω  και  μια  φορά θα  γλυκοφιλούσα   τα δικά  σου, σπλάχνο  μου όμορφο>>,  αγκάλιαζε  και  κανάκευε η  Αμαλία  την  εγγονή  της  και  δεν τη  χόρταινε.

<<Κάθισε  μάνα,  μη  μας  πάθεις  και  τίποτα>>,  την πήρε  στα χέρια του  ο  Άρης  να την καθίσει  κάπου.

<<Παιδιά  μου, Αλέξη,  Αγγελική,  καλώς  μας  ήρθατε. Σας ευχαριστώ πολύ για  το  ανέλπιστο  δώρο  σας>>.

<<Ήρθα  να  κάνω  την εγγραφή  μου,  γιαγιά,  στο  Πανεπιστήμιο,  εδώ στην Κομοτηνή  και  να βρούμε και  σπίτι,  που  βρήκαμε ήδη  δηλαδή!  Θα  σπουδάσω  δικηγόρος  γιαγιά  μου  και  θέλω  να  βάλεις τα  δυνατά  σου  να  με  δεις  στην αποφοίτησή  μου,  σε  παρακαλώ,  θέλω  να είσαι  κοντά  μου  τη  μέρα  εκείνη>>,  έπεσε  και  πάλι  η  Αμαλία  στην αγκαλιά  της  μεγαλύτερης  Αμαλίας,  που  τη  δέχτηκε  σαν  τη βροχή  σε  διψασμένο  χώμα.

Έτσι  ήταν  η  αρχόντισσα  Αμαλία, ξερή  και  διψασμένη,  σαν  η  ζωή  να  της είχε  ρουφήξει  όλη  τη  ικμάδα,  από  τη  στιγμή,  που   έφυγε το  μωρό  από την αγκαλιά  της,  για το  νησί.

 Έπρεπε   τότε  να μαζέψει  τα κομμάτια  της διαλυμένης  της  ψυχής,  να  σταθεί  δυνατή και  μέσα από  αυτή  να  αντλήσει  κουράγιο  και  δύναμη  και  η δόλια  η  Θάλεια.

Τελευταία   στη  μεγάλη  σάλα  μπήκε  η  Θάλεια.  Καμιά  σχέση  δεν είχε  η  γυναίκα  εκείνη  με  το  γλυκό,  δροσερό   κορίτσι,   παρά  την  ταλαιπωρία  της  γέννας  και των  υπολοίπων   δεινών,  που  είχαν  αφήσει  πίσω τους   ο Αλέξης  και η Αγγελική, πριν 18 περίπου  χρόνια. Μια Θάλεια, άχρωμη,  ξερακιανή, με  βλέμμα  χαμένο  και  απλανές,  εμφανίστηκε  μπροστά  τους. Όπως  είχε  ορκιστεί  τότε,  δεν  είχε  κάνει  ούτε  ένα βήμα  πέρα  από  το  σπίτι  ούτε  φυσικά  και στη  ζωή  της. Αυτό είχε  γίνει   ο  τάφος της  νιότης  και  των ονείρων της.

συνεχίζεται…

Εύα Χορόζη

Σχετικά Άρθρα