fbpx
ΙστορικάΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 3ο: ΓΡΥΠΕΣ (Νέα σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

1966    ΣΥΜΗ  

 Ο   γάμος  του  Αλέξη  και  της  Αγγελικής  έγινε  σε  ένα  ξωκλήσι, στο  νησί  της  Ρόδου.  Μέσα  στον  κάμπο,  κοντά στη λιμνοδεξαμενή του «Σκολωνήτη», βρισκόταν ο Άγιος Γεώργιος ο «Σκολωνήτης». Ένα αξιόλογο και από φυσικού κάλλους   και   από  αρχαιολογικής πλευράς εξωκλήσι  ήταν όπου,  όπως  είπαν  στον  Αλέξη  και  την  Αγγελική,  κάθε χρόνο την  1η Μαΐου, οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού  Γενναδίου και της γύρω περιοχής  συγκεντρώνονται, για να γιορτάσουν την «εργατική Πρωτομαγιά»  και τον ερχομό της Άνοιξης.

  Αυτό  το  εκκλησάκι  μάγεψε  την  Αγγελική με  την  απλότητα  και  την  κατανυκτικότητα  στο  εσωτερικό  του,  καθώς  το  λιγοστό  φως,  που  υπήρχε  μέσα  του, ήταν  από τις  φλόγες  των  κεριών,  που  έκαιγαν  και  έκαναν τα  πρόσωπα  των  αγίων  στις  εικόνες να  φαντάζουν ακόμα  πιο  ασκητικά,  ακόμα  πιο  ιερά.

 Ήταν  όμοιο  με  το  εκκλησάκι,  που  η  οικογένειά  της  είχε  υιοθετήσει σύμφωνα  με  τα  έθιμα  του  δικού  της  νησιού, αφιερωμένο στον  Άγιο  Γεώργιο, μεγάλη  η  χάρη  του,  μια  και  ο  πατέρας  της  είχε  το  όνομα  αυτού  του  Αγίου,  και  ένοιωσε  η  Αγγελική  πως  αυτό  ήταν  σημάδι  εξ  ουρανού  και  αμέσως  συμφώνησε  να  τελεστεί  εκεί  το  μυστήριο.

Η  μέρα  εκείνη, η  επομένη  της  Υψώσεως  του  Τιμίου  Σταυρού,  15  του Σεπτέμβρη,   ήταν  πραγματικά  μια  μέρα  ηλιόλουστη,  ζεστή  και  απλά  υπέροχη.

Πρώτος  έφτασε  στο  πέτρινο  εκκλησάκι,  που  από  την  προηγουμένη  φρόντισε  η  Αγγελική  να  καθαρίσει  και  να  στολίσει  με  κατάλευκους  και  κίτρινους  κρίνους,    ο  Αλέξης  μαζί  με  τον  καλό  του  φίλο  και  συνάδελφο  Στέφανο  Βεργή. 

Λίγο  αργότερα  ήρθαν  και  οι  άλλοι  απόφοιτοι   χωροφύλακες της  σειράς  του  Αλέξη  και  πλέον  συνάδελφοι  του και  μερικοί  γνωστοί  του   από  το  νησί.  Τελευταία  έφτασε  η  Αγγελική,  συνοδευόμενη  από τον  μοναδικό   δικό της  άνθρωπο,  τη  θεία  της  τη  Βιργινία,  που  έγινε  και  η  κουμπάρα του  ζευγαριού.

Ένα  λευκό  ταξί  στάθηκε  λίγα  μέτρα  πιο  πέρα  από την  είσοδο  της  μικρής  εκκλησίας  και  η  Αγγελική  σηκώνοντας  με  τα  δυο  της  χέρια   το  λευκό  της,  δαντελένιο  νυφικό,  δώρο  της  θείας  και  κουμπάρας  της,  για  να  μη  σκονιστεί  από  τα  λίγα  μέτρα  χωματόδρομου,  που  έπρεπε  να  περπατήσει,  έφτασε  απαστράπτουσα  και  ευτυχισμένη.

  Μερικοί  κρίνοι,  ίδιοι  με  αυτούς  που  στόλιζαν  το  μικρό  ξωκλήσι, καμαρωτοί,  μοσχοβολιστοί  και  δροσεροί  ήταν  κλεισμένοι  στη  ζεστή  της  αγκαλιά   μέσα,  σπονδή   από  τον  άντρα  της  ζωής  της,  για  την  καινούργια  τους,  κοινή   ζωή.

Κανείς  από  τους  δυο  δεν  άκουγε  τα  λόγια  του  παπά,  αφού  η  σκέψη  του  καθενός  τους  ήταν  σε  αυτούς,   που  τόσο   τους   έλλειπαν.  Και  τι  δεν  θα  έδινε  ο  Αλέξης  να  είχε  τους  δυο  του  ή  έστω  τον  έναν  του  γονιό  δίπλα  του  ετούτη  την  ώρα  τη  σημαντική,  την  ιερή.  Ας  είναι  καλά  ευχήθηκε  στο  τέλος  εκεί,  που  είναι,  και  βιάστηκε,  ντροπιασμένος,  που  ξεστράτισε  ο  νους  του  αλλού  και  όχι  στα  λόγια  του  Ευαγγελίου,  να  επιστρέψει  στην  τελετή.

 Δυο  κρυσταλλένια  δάκρυα  ήρθαν  και  στάθηκαν  στα  μάγουλα  της  Αγγελικής,  αφού  και  η  δική  της  σκέψη  πήγε  στους  δυο  γονείς  της,  που  έχασε  γρήγορα  πολύ  και  δεν  είχαν  την  τύχη  την καλή  να  δούνε  το  κοριτσάκι  τους, όπως  ονειρεύονταν  από  τη  στιγμή  ακόμα  της  γέννησής  του.

Μετά  το  μυστήριο  οι  λίγοι  και  καλοί  καλεσμένοι  ευχήθηκαν  στο  νιόπαντρο  ζευγάρι  υψώνοντας  το  ποτήρι  τους  με  το  κόκκινο  κρασί, σε  ένα  μικρό  ταβερνάκι,  κοντά   στο  σπίτι  της  κουμπάρας  τους  Βιργινίας,  στην  όμορφη   Λίνδο,  την  αρχόντισσα  της  Ρόδου,  όπως  την αποκαλούσαν.  Στους  πρόποδες  ενός  εντυπωσιακού  βράχου,  που  κοσμεί η  Ακρόπολή  της,  ήταν  χτισμένο  το  γραφικό  εκείνο  κουτουκάκι.

Την  επομένη  κιόλας  οι  νεόνυμφοι,  αφού  ευχαρίστησαν  τη  Βιργινία  για  όσα  έκανε  για  εκείνους  και  κυρίως   για  την   Αγγελική,  πήραν  το  καραβάκι,  για  να  περάσουν  απέναντι,  στη  Σύμη,  στο  σπίτι  τους,  στο  νησί  τους.

Ήταν  η  δεύτερη  φορά  για  τον  Αλέξη,  που  ερχόταν  στο  νησί,  αλλά  οι  συνθήκες  κάτω  από  τις  οποίες  είχε  έρθει  τότε,  την  πρώτη  φορά, στην   κηδεία  του  πατέρα  της  Αγγελικής,  δεν  επέτρεψαν  να  χαρεί   καμία  από τις  ομορφιές  του  νησιού.

Κοίταζε  από το  καράβι  τη  μαγική  εικόνα  απέναντί  του  και  δεν  μπορούσε  να  πιστέψει  ότι  όλα  όσα  έβλεπε  ήταν  αληθινά  και  όχι  σελίδες  από  κάποιο  ταξιδιωτικό   περιοδικό  της  εποχής.

Στη  σκούρα  μπλε  επιφάνεια  των  νερών,  του  κλειστού  κόλπου,  τρεμόπαιζαν  τα  σχήματα  και  τα  χρώματα  των  αρχοντόσπιτων  της  Σύμης,  που  ορθώνονταν  αγέρωχα,  μεγαλόπρεπα   και  περήφανα,  κοιτάζοντας  την  αντανάκλασή  τους  μέσα σε αυτά.

 Ο  αμφιθεατρικά  χτισμένος  οικισμός,  σκαρφαλωμένος  λες  στους  γύρω  λόφους,  για  να  αγναντεύει  με άνεση  περισσή  το  απέραντο  γαλάζιο, ήταν  διάσπαρτος  από  πολύχρωμα,  νεοκλασικά  σπιτάκια,  λουσμένα  στο  αιγαιοπελαγίτικο  φως.  Στο  δε  υψηλότερο  σημείο  του  δέσποζε η  αρχαία  ακρόπολη,  στα  απομεινάρια   της  οποίας  οι  Ιωαννίτες  Ιππότες  της  Ρόδου  έχτισαν  το  κάστρο  τους.

Όλο  το  λιμάνι  του  νησιού,  ο  Γιαλός,  όπως  ήταν  το  όνομά  του,  ήταν  γεμάτο  καϊκια  με  τα  σφουγγάρια  τους   κρεμασμένα   στα  ξύλα  και  τα  ιστία  τους,  να  υποδέχονται  φιλόξενα  ντόπιους  και  ξένους. Ήχους  από  τραγούδια  των  ψαράδων,  που άναβαν  τα  πυροφάνια  τους  για  τη  νυχτερινή  τους  εξόρμηση, έφερνε  το  απαλό  αεράκι  έως  πάνω  στο  κατάστρωμα   του  καραβιού,   και  καλωσόριζε  τους  επιβάτες,  και   οι  στιγμές  εκείνες  γινόταν   ακόμα  πιο μαγικές,  καθώς  το   απογευματινό  φως  του  ήλιου,  που  έδυε,  αναδείκνυε  ακόμα  περισσότερο  τα  χρώματα  στους  τοίχους  των  σπιτιών και  την  αρχοντιά,  που  ήταν  διάχυτη  σε  όλο  το  νησί.

 Πεντακόσια  φαρδιά,  πέτρινα   σκαλοπάτια   μέτρησε  ο  Αλέξης,  διαβαίνοντας  την  Καλή  Στράτα, το  δρόμο,  που  ένωνε  το  Γιαλό,  το  λιμάνι  δηλαδή,  με  την  Άνω  Σύμη  ή  αλλιώς  Άνω  Χώρα,  όπου  βρίσκονταν  το  σπίτι  της  γυναίκας  του,  της  Αγγελικής. Σε  όλο  το  ανηφορικό  περπάτημα  δεν ήξερε  πού  να  πρωτοκοιτάξει  ο  εξ  αγχιστείας  Συμιώτης   Αλέξης  Κοντοπάνος!

Δίπατα και  τρίπατα  σπίτια,  βαμμένα   με  την  παλέτα  της  χρωματικής  ελευθεριότητας  με  προεξάρχοντες  την  ώχρα,  το σομόν, το  κόκκινο  και  το  γαλάζιο,  ξεπρόβαλαν  αριστερά  και  δεξιά  της  μεγάλης  κλίμακας.

 Αυλές  στρωμένες  με  βοτσαλωτά,  διακοσμητικά  δάπεδα,  προσόψεις αιγαιοπελαγίτικης  αρχιτεκτονικής  με  ενετικά  στοιχεία, δικλινείς  κεραμοσκεπείς  στέγες,  αετώματα,  όλα  εντυπωσιακά  σε  όψη  και  μέγεθος.

Δίπατο  ήταν  και  το  σπίτι  της  Αγγελικής. Ο  κάτω  όροφος,  το  ισόγειο,  είχε  μετατραπεί,  από  τον  συγχωρεμένο  πατέρα  της, όταν  σταμάτησε  να  βουτά   για  σφουγγάρια,  σε  καφενεδάκι.  Τα  τελευταία  χρόνια,  που  εκείνος  αρρώστησε  και  έπρεπε  να  μένει  στο  κρεββάτι, το  είχε  αναλάβει η  ίδια  η  Αγγελική   και  για   να  επιβιώσουν  έβαλε  μέσα  και  είδη  μπακαλικής.

<<Θα  το  ανοίξουμε  αύριο  και  θα  το  δεις  στο  φως  της  μέρας>>,  του  είπε  η  αγαπημένη  του  και  προχώρησε  στην εξωτερική  μαρμάρινη  σκάλα,  με  την  οποία  επικοινωνούσε  το  ισόγειο  με  τον  πάνω  όροφο,  την  κύρια  κατοικία.

Μια  μεγάλη,  ξύλινη,  αψιδωτή  πόρτα  έτριξε  δυνατά,  όταν  το  βαρύ,  σιδερένιο   κλειδί  μπήκε  στην  κλειδωνιά  και  γύρισε  δυο  φορές. Στο  άνοιγμά  της  μια  υπέροχη  σάλα  με  βενετσιάνικους   καθρέπτες,  κονσόλες,  πορσελάνες,  ζωγραφιστά  ταβάνια  και  ξυλόγλυπτα  ερμάρια   υποδέχτηκε  τον  Αλέξη,  που  ενώ  δεν  ήταν  η  πρώτη  φορά,  που  τα  έβλεπε,  έμεινε  ωστόσο  καρφωμένος  για  ώρα  στο  πλατύσκαλο,   μαγεμένος  από  τον  εσωτερικό  διάκοσμο.

Επιστέγασμα  όλης  αυτής  της  αρμονικής  συνύπαρξης  ποικίλων   υλικών  και  καλλιτεχνικών  τάσεων  ήταν  το  μπαλκόνι  με  τα  μεταλλικά  κιγκλιδώματα,  που  έπαιρνε   την  εσωτερική  άπλα  και  ομορφιά  και  την  έκανε  τραγούδι  για  ψυχές   λυρικές,  ψυχές  ρομαντικές.

 Η  θέα  από  εκεί  αποζημίωσε  και  με  το  παραπάνω  τον  κουρασμένο   από  το  κοπιαστικό   ανέβασμα  σκαλοπατιών Αλέξη,  που  μαθημένος  εκείνος  στην άπλα  της χρυσής   κοιλάδας  της  Ροδόπης,  γοητεύτηκε  από  την  υπέροχη,  γαλάζια   θέα  και   ένοιωσε  προς στιγμήν  να  αιωρείται  στο  κενό.

Η  πρώτη  τους  μέρα  στο  δικό  τους  σπίτι  ξεκίνησε  με  τη  γλυκιά  ανατολή  του  ήλιου, να  τους  στέλνει  τον  πρώτο  της  χαιρετισμό.  Καθώς  σηκώνονταν  εκείνος  όλο  και  ψηλότερα,  έβαφε  μαγικά  τον  ουρανό  με  απαλό  ροζ   χρώμα  και  διέλυε  τα  σκοτάδια  της  προηγούμενης  νύχτας.  Αυτό  το  απαλό  φως  διείσδυσε  μέσα  από  τις  κουρτίνες  και  στην  κάμαρη  του  ζευγαριού  και  στάθηκε  φωτοστέφανο  πρώτα  στα  κεφάλια τους  και  μετά  ανυπόμονα  κατέβηκε  στα  μάτια  τους  και  έκανε  τα  βλέφαρά  τους    να  ανοίξουν  και  να  χαρούν  το  ξεκίνημα  της  νέας  μέρας, όπως  και  της  δικής  τους  κοινής  ζωής.

<<Δεν  υπάρχει  τίποτα  πιο  αναζωογονητικό    από  το  ιώδιο  της  θάλασσας   και  το  λευκό  φως  της  ημέρας,  μαζί  φυσικά  και  με  ένα  φλυτζάνι  καφέ >>, είπε  ο  Αλέξης,  ρουφώντας  την  πρώτη  γουλιά  του  ζεστού  ροφήματος,  την  ώρα,  που  η  Αγγελική  άφηνε  στο  τραπέζι  του  μπαλκονιού  τους  ένα  πιάτο  με  ζεστούς  λουκουμάδες,  πασπαλισμένους  με  μέλι  ντόπιο  και  καρύδια.

<<Μετά  το  πρωινό  θα  κατεβούμε  στο  μαγαζί.  Είναι  κλειστό  πολύ  καιρό,  πρέπει  να  το  καθαρίσω,  να  δω  τι  ελλείψεις  έχω  και  γενικά  ποια  είναι  η  κατάστασή  του.  Φοβάμαι  πολύ  την  υγρασία>>,  είπε  η  Αγγελική  και  μετά  από  δυο  γουλιές  καφέ  βρέθηκε  στην   εξώπορτα  του  σπιτιού,  με  το  κλειδί  στο  χέρι.

Από  κοντά  της  και  ο  Αλέξης.  Κατέβηκαν  την  μαρμάρινη  σκάλα  και  μπήκαν  στο  ισόγειο.

<<Αίγλη,  όνομα εύηχο  και  αριστοκρατικό,  Αγγελική  μου>>,  εξέφρασε  την  ικανοποίησή  του  ο  Αλέξης  για  το  πρωτότυπο  όνομα  του καφενείου-μπακάλικου.

<<Ναι,  ξέρεις, αυτή  ήταν  μια  από  τις  αρχαίες  ονομασίες  της  Σύμης    και  είπαμε  με  τον  πατέρα  μου  να  τιμήσουμε  την  παράδοση  μαζί  και  την ιστορία  του  τόπου,  όπως  και  όσο  μπορούσαμε>>.

<<Είναι  υπέροχος  ο  χώρος  και  οι  τοιχογραφίες  του  εκπληκτικές!>

<<Η  ιστορία   και  η  ταυτότητα  μας  είναι  εδώ  μέσα,  αποτυπωμένη!  Έργο  του  πατέρα  μου.  Αγαπούσε  πολύ  το  νησί  και  σε  αυτή  του  την  αγάπη  θέλησε  εκείνος  να  δώσει  πνοή  και  σχήμα,  και  το  αποτέλεσμα  είναι  αυτό,  που  βλέπεις. Γι’  αυτό  φοβάμαι  την  υγρασία.  Δεν  με  πειράζει  να  καταστραφεί  το  εμπόρευμα.  Οι  ζωγραφιές  στους  τοίχους  όμως  έχουν  για  εμένα  αξία  ανυπολόγιστη. Κάποια  πράγματα  είναι  ανεκτίμητα.  Είναι  η  ψυχή  των  γονιών  μου  και  της γενέτειράς  μου,  και  εγώ  είμαι  η  συνέχειά  τους  και   δεν  πρέπει  να  τους  απογοητεύσω.  Θέλω  να  περάσουν  και  στην  επόμενη  γενιά.

Η  τοιχογραφία, αριστερά  είναι  σκηνή από την  Ιλιάδα  του  Ομήρου. Ο βασιλιάς  του  νησιού, ο Νηρέας,  λέγεται  ότι  συμμετείχε  στον πόλεμο  της  Τροίας,  με   τρία  πλοία.

Η  τοιχογραφία,  δεξιά  είναι  σκηνή  από  παλιότερους βουτηχτές,  πριν  έρθει  ο καταδυτικός  εξοπλισμός, το  σκάφαντρο.  Ο  Στάθης  Χατζής  ήταν  ο  κορυφαίος  <γυμνός  δύτης>,  δηλαδή  χωρίς  σκάφαντρο και  σπογγαλιευτής.  Οι ικανότητές  του   στην  ελεύθερη  κατάδυση  ήταν  μοναδικές,  θρυλικές. Κατέφερνε  με  το  καμπανέλι,  ένα  επίπεδο  κομμάτι  μαρμάρου,  για  βάρος  στην  κατάδυση,  να  φτάνει  μέχρι  και  εκατό  μέτρα  και  να  μαζεύει  σφουγγάρια.

Η  τοιχογραφία  εκείνη,  απέναντί  σου,    είναι το  ξωκλήσι   του Αγίου  Γεωργίου,  της  εκκλησιάς  της  οικογένειά  μου.  Κάθε  οικογένεια  εδώ < υιοθετεί> ένα  ξωκλήσι,  αναλαμβάνει  όλα  τα  έξοδα  της  λειτουργίας,  καθώς  και  της  προσφοράς  στους  παρευρισκόμενους   καφέ  και  ακουμιών, είδος  λουκουμά, μετά  την  περιφορά  της  εικόνας.

Η   τελευταία  τοιχογραφία, με  τις  φωτιές,  είναι  του  Κουκκουμά.  Με  την  ονομασία  αυτή  είναι  γνωστός  ο  Κλήδονας  εδώ,  αρχαίο  έθιμο, που  σε  άλλα  μέρη  της  Ελλάδας  τελείται  στις  24  Ιουνίου,  ημέρα  των  γενεθλίων  του  Ιωάννη  του  Βαπτιστή,  του  Λαμπαδάρη.  Εδώ  ονομάζεται  Κουκκουμάς  και  γίνεται  στις  2  Μαϊου,  για  να  γιορτάσουν  και  οι  σφουγγαράδες,  πριν  φύγουν  για  το  ψάρεμα  του  σφουγγαριού. Το  έθιμο  αυτό  συγκινεί  περισσότερο  τα  νιάτα,  γιατί  είναι   αφιερωμένο  σε  αυτά>>. 

<<Σε  ευχαριστώ  Αγγελική,  που  προσπαθείς  να  με  κάνεις να  εγκλιματιστώ  όσο  το  δυνατόν  γρηγορότερα  και  να  αισθανθώ και  εγώ  μέρος  αυτού  του  τόπου  και  της  ιστορίας  του>>,  αγκάλιασε  ο  Αλέξης  την  Αγγελική  και  προχώρησε  στο  εσωτερικό,  να  ελέγξει  τα  ράφια  και  τον  πάγκο.

<<Δεν  είναι  όλα  τόσο  λαμπερά  και όμορφα.  Αυτά, που  είδες  χθες  στο  σπίτι  επάνω  και  τώρα  εδώ  κάτω,  είναι  αυτά,  που  θέλω  να  βλέπουν  οι  άλλοι,   και  καμιά  φορά  είναι  και  τα  μόνα,  που  θέλω  να  βλέπω  και  εγώ  μαζί  τους.  Κλείνω  τα μάτια  πολλές  φορές  στη  φθορά  και  την εγκατάλειψη,  αλλά  εκείνες  πάντα  είναι  εκεί  και  με  περιμένουν.  Της   συνήθισα πια  και  δεν  με  πονάνε  τόσο.  Τα  ραγίσματα  της  ψυχής  είναι,  αυτά  που  πονάνε   περισσότερο,  παρά  αυτά  στους  τοίχους  επάνω.

 Προικώο  της μητέρας  μου  ήταν  το  σπίτι. Το  έχτισε  ο  πατέρας της,  που  ήταν καραβοκύρης,  σπουδαίος  σφουγγαράς,  άξιος  και  δυνατός.  Θρύλος στα  μέρη  μας  για  τις  απίστευτες επιδόσεις  του,  όπως  ο  Στάθης  Χατζής.

 Όταν  η  μητέρα  μου,  το μοναδικό του  παιδί,  έφτασε  σε ηλικία  γάμου,  18  χρονών κορίτσι,  έφερε τους  καλύτερους μάστορες  να  δουλέψουν  το  μάρμαρο  της  Πάρου  για τις  σκάλες  και  το  μπαλκόνι,  τη  θηραϊκή  γη  για  τη  λιθοδομή,  από  τη  Σαντορίνη,  και  την  πορσελάνη  για  τους  σοβάδες,  από  τη  Νίσυρο. Από  την  Τεργέστη  έφερε  την  ξυλεία  για  τα  πορτοπαράθυρα  και  τις  οροφές,  ενώ  τα  κεραμίδια  ήρθαν  από  τη  Μασσαλία.

Ήταν  πραγματικά  ένα  κόσμημα,  όταν  τελείωσε.  Η  μητέρα  μου  πετούσε  στα  ουράνια.  Έκανε  τόσα  όνειρα,  αλλά  στάθηκε  πολύ  άτυχη!

 Ελάχιστα  θυμάμαι  από  εκείνη.  Έγκυος  στο  δεύτερο  παιδί,  στον  αδερφό  μου,  δεν  τα  κατάφερε  ούτε  εκείνη  ούτε  το  μωρό.  Έλλειπε  ο  πατέρας  μου  σε  ταξίδι,  στα  παράλια  της  Βόρειας  Αφρικής  κάπου  στη  Βεγγάζη,  όταν  την  έπιασαν  οι  πόνοι.  Έτρεξα  όσο  πιο  γρήγορα  μπορούσα  στην  κυρά  Ζωή,  τη  μαμή.  Έκανε  εκείνη  ό,τι  μπορούσε,  αλλά…..

Γύρισε  ο  πατέρας  μου  λίγες  εβδομάδες  μετά. Εμένα  με  είχε  πάρει,   μετά  την κηδεία,   η  θεία  μου,  η  Βιργινία, στο  σπίτι  της,  στη  Ρόδο,  μέχρι  να  επιστρέψει  εκείνος.  Από  εκεί  και   πέρα  όλα  πήραν  την  κατιούσα.  Ο  πατέρας  μου  το  έριξε  στο  ποτό,  δε  θέλησε  να  φύγει ξανά   για  σφουγγάρια. Πούλησε  το  καϊκι,  που  του  κληροδότησε  ο  παππούς  μου  και  με  τα  χρήματα,  που  πήρε,  ζούσαμε.  Το  πιοτό  όμως  κατέστρεψε  τις  ζωές  μας  και  την  υγεία  του.

  Όταν  μεγάλωσα  λίγο,   άρχισα  να  μπαίνω  στην  κουζίνα  και  να  ψήνω  εγώ  τους  καφέδες.  Τα  χέρια  του  έτρεμαν,  δεν  μπορούσε  να  κάνει  τίποτα.  Ίσα,  που  τα  βγάζαμε  πέρα.  Η  θεία  μου,  μας  βοηθούσε,  όσο  εκείνος  μπαινόβγαινε  στο  νοσοκομείο.  Δεν  μου  έμεινε  τίποτα.

Αυτή  είναι  η  μοίρα των  σφουγγαράδων  και  είναι  δεμένη  του  ενός  με  του  άλλου,  σαν  ένας χαρταετός  με  τη μακριά  του  ουρά ,  και  ο  καθένας  είναι και  από  ένα  κομμάτι  αυτής της  ουράς >>,  κατέβασε  τα  μάτια  η  Αγγελική,  σα  να  έφταιγε  εκείνη,  για  όσα  έγιναν,  και  δυο  δάκρυα  στάθηκαν  ξεδιάντροπα  πάνω   στα  ωχρά  της  μάγουλα.

<<Ε,  τι  κάνεις  τώρα.  Εγώ  είμαι  εδώ  για  εσένα. Δεν  χρειάζεται  πια  να  ανησυχείς  για  τίποτα. Την  υγειά  μας  να έχουμε.  Δεν  έχεις  καν  λόγο  να  κρατήσεις  το  μαγαζί.  Μπορούμε  άνετα  να  ζήσουμε  και  χωρίς  αυτό>>,  την  αγκάλιασε  ο  Αλέξης  και  σκούπισε  τα  δάκρυα  από  τα  μάτια  της.

<<Πρέπει  να δούμε  και  τη  στέρνα,  όπου  μαζεύεται  το  βρόχινο  νερό.  Χρειάζεται  καθάρισμα,  για  να  είναι  έτοιμη,  όταν  φτάσουν  τα  πρωτοβρόχια>>,  του  είπε  η  Αγγελική  και  τον  τράβηξε  στην  πίσω  αυλή.

 Ένας  μικρός  κήπος, στεγνός  και  απεριποίητος  πρόβαλε  στα  μάτια  του  Αλέξη.  Καμιά  σχέση  με  αυτόν,  που  είχε  η  μητέρα  του  στο  κτήμα.

<<Θα  τον  κάνουμε  Παράδεισο.  Άφησέ  το  επάνω  μου,  ξέρω  εγώ  από  τέτοια,  παιδί  των   χωραφιών  και  του  χώματος  είμαι,  μη  με  βλέπεις  έτσι τώρα,  που  έχω  τα  χέρια  μου  καθαρά>>,  της  είπε  και  της  έκλεισε  το  μάτι,  χαρίζοντάς  της  το  πιο  γλυκό  του  χαμόγελο.

<<Όλα  θα  αλλάξουν  από  εδώ  και  πέρα.  Όλα  από  την  αρχή.  Να  βλέπω  μόνο  τον  ήλιο  στα  μάτια  σου, θέλω,  και  να  με  αφήσεις  να  σε  φροντίζω>>.

Αγκαλιασμένοι  και  οι  δυο  μπήκαν πάλι  στο  ισόγειο  και  ξεκίνησαν  το  καθάρισμα  και  την  τακτοποίηση.

<<Δεν  θέλω  να  το  κλείσω,  Αλέξη  μου,  το  μαγαζί.  Το  πονάω  και  θέλω  να  συνεχίσει  να  είναι  ένα  κομμάτι  ζωντανό  της  ζωής  μου,  αλλά  δεν  θέλω  να  ψήνω  άλλο  καφέδες  και  να  πουλώ  μακαρόνια  και  άλλα  πράγματα. >>

<<Συμφωνώ  μαζί  σου  σε  ό,τι  αποφασίσεις  για  την  τύχη  του,  Αγγελική. Αυτό  θέλω  να  το  ξέρεις  και  να  το  θυμάσαι.  Σκέψου  κάτι,  με  το  οποίο   θα  ήθελες  να  ασχοληθείς,  όχι  για  βιοποριστικούς  λόγους,  αλλά   για  να  σε  κάνει  χαρούμενη,  να  αισθάνεσαι  όμορφα  κάθε  φορά,  που  βάζεις  το  κλειδί   στην  κλειδωνιά  του>>.

<<Νομίζω  ότι  ξέρω  τι  θα  ήθελα  να  κάνω  εδώ  μέσα.  Μου  αρέσει  πολύ να  καταγίνομαι  με  μπογιές  και  χρώματα. Παλιότερα  έπαιρνα  τα  μπουκάλια,  που  άδειαζε  ο  πατέρας  μου  και  ζωγράφιζα  επάνω  τους  πουλιά,  λουλούδια, ξωκλήσια, σπίτια  και  τα  κατάφερνα,  ομολογώ,  αρκετά  καλά. Θέλω  και  πάλι  να  ζωγραφίζω  μπουκάλια,  μόνο  που  αυτή  τη  φορά,  θα  τα  πουλώ.  Θα  κάνω  το  μεράκι  μου  τέχνη  και  δουλειά>>.

<<Δε  λέω,  χαίρομαι,  που  έχεις  όνειρα,  είσαι  ενθουσιασμένη, κάνεις  σχέδια  και  μάλιστα  και  για  κέρδη,  αλλά  δεν καταλαβαίνω,  ποιος  και  γιατί  θα  αγόραζε βαμμένα  μπουκάλια!>>,  εξέφρασε  την  απορία  του  ο  Αλέξης  ήπια  και  ευγενικά,  για  να  μη  βάλει  φρένο  στα  ονειροπολήματα   της  γυναίκας  του  και  να  μην  την  πληγώσει.

<<Κάθισε  Αλέξη  και  θα  σου  εξηγήσω. Στη  Σύμη,   ένα  τόσο  δα  νησάκι,  υπάρχουν  πάνω  από  128  εκκλησιές  και  γίνονται  περισσότερα  από  300  πανηγύρια. Το  πιο  γνωστό  και  ξακουστό  όχι  μόνο  εδώ, αλλά  σε  όλα τα  Δωδεκάνησα  είναι  το  πανηγύρι  του  Πανορμίτη.

 Πολιούχος  της  Σύμης,  προστάτης  των  ναυτικών  και  των  σφουγγαράδων,  είναι το  μοναστήρι  του  Αρχάγγελου  Μιχαήλ,  που  βρίσκεται  στον  κόλπο  του  Πανορμίτη.  Η  αγάπη  των  ανθρώπων  στα  θεία  αποδεικνύεται  από  το  παλαϊκό  προσκύνημα,  που  γίνεται  τη  μέρα  της  γιορτής  του,  8  Νοεμβρίου,  όταν  συρρέουν  πλήθη  από  κάθε  γωνιά  όχι  μόνο  της νησιωτικής  Ελλάδας,  αλλά  και  από  αλλού.

Οι  πιστοί  βάζουν  τότε σε  μπουκάλια  τις  επιθυμίες  και  τα  τάματά  τους  και  τα  ρίχνουν  στη  θάλασσα. Λέγεται  ότι  η  θάλασσα  τα  < ξεβράζει>   κάποια  στιγμή  μπροστά  στον  κόλπο  του  μοναστηριού. Τι  καλύτερο  από  το  να  στείλει  κανείς  στον  Άγιο   την  πιο  κρυφή  του  επιθυμία,  την  πιο  μύχια  και  ιερή  του  σκέψη,   μέσα  σε  ένα  μπουκάλι,  όμορφα  διακοσμημένο,  ζωγραφισμένο  με  λεπτεπίλεπτα  σχέδια,  αλλά  και  κειμενάκι,  δικό  μου  ή  και  επιλογή  των  υποψήφιων  αγοραστών!

 Στο   πίσω  μέρος  έχω  φυλαγμένες  πολλές  μποτίλιες,  αδειανές,  του  συγχωρεμένου  του  πατέρα  μου.  Μόνο  τα  χρώματα  θα  αγοράσω.  Δε  νομίζω  να  κοστίσουν  πολλές  δραχμές.  Τι  λες;>>,  με έξαψη  στα  μάτια,  συνεπαρμένη  από  το  όνειρό  της  η  Αγγελική  κοίταξε  τον  Αλέξη,  κρατώντας  την  αναπνοή  της,  για  την  απάντησή  εκείνου.

<<Και  το  ρωτάς! Ξεκίνησε  το  άμεσα  και  για  χρήματα  μη  σε  απασχολεί.  Θα σε  βοηθήσω  εγώ,  έτσι  δεν  είπαμε; Και  αν  δεν  πάνε  τα  πράγματα,  όπως  θα  ήθελες,  δεν  θέλω  να  στεναχωρηθείς.  Θα  βάλεις   στο  χώρο  αυτό,  εδώ  μέσα,  και  στη  ζωή  μας  περισσότερο  χρώμα,  λίγο  δεν  θα  είναι  αυτό! >>,  της  είπε  και  της  έκλεισε  το  μάτι  πρώτα  και  μετά   την ίδια  στην  αγκαλιά  του.

Όπως  της  το  υποσχέθηκε  ο  Αλέξης,  για  μέρες,  μετά  τη  δουλειά  ασχολούνταν  με   τον  παρατημένο  κήπο. Καθάρισε  πρώτα  τη  στέρνα,  για  να  είναι  έτοιμη,  όταν  πιάσουν  οι  βροχές,  αφού  πρώτα  άδειασε  το  λιγοστό  νερό,  που  είχε  μέσα,  στις  μποτίλιες,  που  φύλαγε  η  Αγγελική  στο  πίσω  μέρος  του  ισογείου.  Αν  αυτή  του  η  ενασχόληση  τον  κούρασε,  καθώς  τα  τελευταία  χρόνια  απείχε  από   χειρωνακτικές  εργασίες,  το  ξεχορτάριασμα  και  κυρίως  το  σκάψιμο  του  κήπου,  τον  ξεθέωσε. 

Κατάξερος, όπως  ήταν  εκείνος,  του  κοβόταν  η  ανάσα  του,   κάθε  φορά,  που  έπεφτε  η  αξίνα  στο  χώμα  της   γης,  που   ήταν  σκληρό  σαν  πέτρα.  Δεν  γκρίνιαξε  όμως,  δεν   δυσανασχέτησε  ούτε  στιγμή.

 Τον  φαντάζονταν  πράσινο  και  ανθισμένο  και  τη  γυναίκα  του  να  τον  φροντίζει  και  να  τον καμαρώνει  και  η  σκέψη  αυτή  ήταν  η  ανταμοιβή  του.

 Μέχρι  και  τα  παιδιά  του  έβλεπε  να  κάνουν  τα  πρώτα  τους  βήματα  και  τα  πρώτα  τους  παιχνίδια  εκεί  μέσα  και  το  πρόσωπό  του  έλαμπε  τότε  από  τη  γλυκιά  προσμονή  πιότερο  παρά  από  τις  στάλες   ιδρώτα,  που  το  αυλάκωναν. 

Μετά  την  πρώτη  βροχή,  που  ήρθε  μόλις  δυο  μέρες  μετά  την άφιξή  τους  στο  νησί,  και  έπλυνε  τον  τόπο,  τον  ανακούφισε  από  τις  ζέστες  και  το  χώμα  ρούφηξε  αχόρταγα  το  νερό  και  ξεδίψασε, έφερε  ο  Αλέξης  από  τη  Ρόδο  τους  πρώτους  σπόρους  λουλουδιών.

<<Κοντά  στη  μικρή  στέρνα,  που  τρέχουν  οι  σαπουνάδες  από  την  κουζίνα  να  τους  βάλεις>>,  τον  συμβούλεψε  η  Αγγελική,  όταν  κατέβηκε   εκείνος  να  τους  φυτέψει.

<<Είσαι  σίγουρη;  Δε  θυμάμαι  στο  κτήμα  μας  να  φτιάχναμε  τον  κήπο   και  το   μποστάνι  κοντά  στα  νερά  της  κουζίνας.  Θα  τα  φαρμακώσουμε >>,  εξέφρασε  ο  Αλέξης  τις  επιφυλάξεις  του.

<<Tο στερνίσιο το νερό είναι το καλύτερο. Είναι θεοβρεχάμενο, που λένε οι παλαιοί. Είναι ωραίο, γλυκό νερό. Κάνει ωραία σαπουνάδα. Το σαπουνόνερο είναι σπουδαίο για τα λουλούδια και τα λαχανικά. Λίπασμα, που   έλεγε κι ο πατέρας. Και τα κάνει , θρεφτάρια να, μέχρι  εκεί  πάνω>>, του  αντιγύρισε  την  κουβέντα  η  Αγγελική  και  τράβηξε  κατά  πάνω,  για  το  σπίτι,  να  ετοιμάσει το    μεσημεριανό   τους  φαγητό.

<<Αγγελική,  Αγγελικούλα>>,  ακούστηκε  η  ζεστή  φωνή της  Ακριβής,  παιδική  φίλη της Αγγελικής.

Αγκαλιάστηκαν  τα  δυο  κορίτσια  και  κάθισαν  στο  μικρό  μπαλκονάκι  να  πούνε  τα  δικά τους.  Σχεδόν  δυο  μήνες  είχε  λείψει  την τελευταία  φορά η Αγγελική  από  το  νησί,  με  την  αρρώστια  του  πατέρα  της.   Και όταν  ήρθε  με εκείνον  στην κάσα  μέσα,  ίσα ένα  <Θεός  σχωρέστον>, πρόλαβε  να της  πει  η  Ακριβή,  αφού,  η  θεία  Βιργινία  την πήρε  μαζί  της  πίσω   ξανά  στη  Ρόδο.

<<Να  ζήσετε  Αγγελικούλα  μου, χαρά  και  γέλια να  γεμίσει  το  σπιτικό  σας από εδώ  και  στο  εξής. Χάρηκα  πολύ,  όταν  μου  μήνυσες για  το  γάμο  σου.  Πόσο θα   ήθελα να ήμουν κοντάσου  την  ώρα  εκείνη! 

 Όμως  μη  με  παρεξηγείς,  καλή  μου  φιλενάδα,  την  κατάστασή  μας  την  ξέρεις.  Που  να  αφήσω  μοναχή  τη  μάνα  μου,  τη  δόλια!  Ο  νους  της  πια  υπάρχει  μόνο για τα περασμένα.

Δε νιώθει τίποτα,  αναπνέει  ακόμα,  γιατί  υπάρχω  εγώ  να  την  ταϊζω,  να  την  φρο-ντίζω, να……>>,  ένας κόμπος ανέβηκε  στο λαιμό της  Ακριβής  και  λύθηκε  και  έγινε  δάκρυ  καυτό,  της μοίρας  της  της κακορίζικης   

<<Μην  κλαις  Ακριβούλα  μου,  όλα  θα  φτιάξουν.  Κάνε λίγη  ακόμη υπομονή. Δεν  ήταν  και  λίγο αυτό,  που  συνέβη στην οικογένειά  σας,  να  χαθούν στα   μαύρα τα  νερά  ο  άντρας  και  ο  γιος της  μαζί,  δυο μέτρα παλικάρι.  Ακόμη  τη  θυμάμαι, κοριτσάκι  μικρό  και  πληγωμένο  και  εγώ  τότε,  μόλις  είχα χάσει  τη  μητέρα  μου,  να  ανεβαίνει  η  κυρά  Ευτυχία,  η  μανούλα  σου,  στο δώμα  επάνω,  με  λυμένα  τα  μαλλιά  της,  να  κλαίει, να  φωνάζει  και  να  θρηνεί,   ώστε  να  την  ακούσουν  μέχρι  το  Μουράγιο,  για  να  τιμήσει  πρεπάμενα  τον άντρα  και  το  σπλάχνο  της! >>

<< Αυτό μουλέεικαι  ο  Σταμάτης  της κυρά  Ρήνης, ξέρεις τον τελευταίο καιρό, έχουμε έρθει πολύκοντά  οι  δυο  μας.  Να  με πάρει  μου  είπε  πως  θέλει  για  γυναίκα  του  και έφυγε  στην  Αυστραλία,  σε  έναν  θείο του,  που  έχει  κοπάδια  με  πρόβατα  εκεί,  να  μαζέψει  λίγα  λεφτά.  Φτωχός  αυτός,  φτωχή    και  εγώ,  οικογένεια  θα  φτιάξουμε  ή  φτωχοκομείο!  Δε  λέω,  ένα  σπιτάκι  εγώ  το  έχω,  δυο  κάμαρες  όλο  κι  όλο,  με  τη  μανούλα  μου   στη  μια,  που  να  στηθεί το  νέο  νοικοκυριό   σε  μια  τρύπα   για  σπίτι!   Λέγαμε  να  ρίξουμε  δυο  κάμαρες  ακόμη,  να μπορούμε  σαν  ανθρώποι  να  ζήσουμε  εκεί  μέσα  και  όχι  σαν  αρουραίοι. Στα  σφουγγάρια  άλλον  εγώ  δε  δίνω  ταμάχι,  αρκετά   σκληρά  πληρώσαμε  τους  σπόγγους,  φτάνει  Σταμάτη>>,  του  είπα, όταν  μου  έκανε  λόγο  την   πρώτη  ακόμα  φορά, που  ήθελε   να  έρθει  να  με  ζητήσει.

  Μονόδρομος ήταν πια  ο  ξενιτεμός  στην  Αυστραλία.   Θα  μεγαλώσουμε  το  σπίτι  και  με  τα  υπόλοιπα  σκεφτόταν  να  ξεκινήσει  μια  δουλειά  δική  του,  ίσως  μια  τράτα  να  ψαρεύει  και  ένα  δωματιάκι  να βάλει  τις  ψαροκασέλες  με  τα  ψάρια,  να τα πουλά.Φοβάμαιόμως πολύ  Αγγελικήμου, ζυμωμένος με το αλάτι αυτός και την αύρα τη θαλασσινή πωςγίνεται  να  αντέξει  τη  ζωή  του 

τσομπάνη   εκεί   στα  πέρατα,  χωρίς  τη  θάλασσα  την  ξελογιάστρα, τη  γιάτρισσα.  Αυτή  ξεπλένει  τις  πίκρες και  τα δάκρυά  μας,  όταν αυτά  παίρνουν  το  δρόμο τον  ανηφορικό από τα στήθη  μας  μέσα.>>

<<Είναι   καλό   παιδί  ο Σταμάτης,  Ακριβή,  για   χάρη  σου,  αφού  μου  λες  πως  αγαπιέστεπολύ,θα κάνει  υπομονή, θα φτιάξουν  τα  πράγματα,  θα  το  δεις,  καλή  μου, έχεπίστη>>, προσπάθησε η Αγγελική νααποφορτίσει   τη  φίλη  της  και  πήγε  τη  συζήτηση  σε  πιο  ανάλαφρα  πράγματα.

<<Ξέρεις Ακριβή μου, θα  ανοίξω και  πάλι  το μαγαζί , κάτω,  αλλά  όχι  σαν  καφενείο-μπακάλικο.  Θα  ζωγραφίζω  εκεί  μέσα.  Θυμάσαι  μικρές,  που  παίρναμε  χρώματα  και  πινέλα  και  δεν αφήναμε  άβαφη,  όποια  επιφάνεια  βρίσκαμε!  Θα  ξεκινήσω  διακοσμώντας  άδεια  μπουκάλια  και…>>,  δεν πρόλαβε να  τελειώσει τη  φράση  της  η  Αγγελική  και   η  Ακριβή έπεσε  στην  αγκαλιά  της.

<<Άφησε  και  εμένα  Αγγελικούλα  μου,  να  έρχομαι,  να  βάφω  και  εγώ, να  ξεδίνω,  τις  έγνοιες και  τα  προβλήματά  μου,  έστω  για  λίγο,  να ξεχνώ! >>

Δώσανε  τα  χέρια  τα κορίτσια  και  κατέβασαν  το ποτήρι  με το  πολύτιμο  για  το  νησί  τους  νερό,  σφραγίζοντας  έτσι  τη   μικρή   τους  <συμφωνία>.

8  του  Νοέμβρη,  των  Ταξιαρχών,  ξημέρωσε  και  η  μέρα  ήταν  μουντή  και  υγρή. Ο  Αλέξης  έφυγε  για  την   υπηρεσία  του  και  οι  δυο  φιλενάδες,  η  Αγγελική  με  την  Ακριβή  συναντήθηκαν,  όπως  τα είχαν  κανονισμένα   από την  προηγουμένη,  να  πάνε  για  προσκύνημα  στον  Πανορμίτη,  στο  μοναστήρι   του  Ταξιάρχη   Μιχαήλ.

 Κοσμοσυρροή  απίστευτη  εκείνη  τη  μέρα.  Μετά  τη  λειτουργία ο  κόσμος,  αφού  τίμησαν  τον  συμιώτικο  καφέ ( βρασμένο  σε  καζάνες  με φρέσκο γάλα), πέρασαν  σε  δόσεις  στη  μεγάλη  τραπεζαρία  του  μοναστηριού.  Μια  πολυμελής  επιτροπή είχε  φροντίσει  από  την προηγουμένη  για  την προετοιμασία  του  γεύματος.  Σε  ένα βαθύ  πιάτο  υπήρχε  σούπα  με κριθαράκι,  βρασμένη  στο  ζωμό  του  κρέατος,  με  ντομάτα  και  σε  ένα  άλλο  η  βραστή  γίδα. Σαλάτες  με  ελιές  και  παστό  ψάρι  και  ένα  ημίγλυκο  εξαίσιο  ροδίτικο  συνόδευαν  το  γεύμα.

Αφού  προσκύνησαν  και  έφαγαν  τα  αγιασμένα  εδέσματα οι  δυο  γυναίκες,  κατευθύνθηκαν  στην  άκρη  του  γιαλού,  στα  πόδια  της  Μονής.  Δυο  μπουκαλάκια  με  περισσή  σπουδή  ζωγραφισμένα,  που  είχαν   στα  σπλάχνα  τους  κρυμμένα τις  πιο  βαθιές  και  ιερές  επιθυμίες  των  κοριτσιών, ρίχτηκαν  στα  γαλανά  νερά,  το δρόμο  των  ταμάτων  να  πάρουν  και   να   την  εκπληρωθούν,  με  τη  χάρη  του  Αγίου,  που  γιόρταζε  τη  μέρα  εκείνη.

Ένα  παιδί  ευχήθηκε  η  Αγγελική,  γρήγορα  να  έρθει,  που  τόσο  λαχταρούσε,  τον  Σταμάτη  της  η  Ακριβή,  από  την άλλη  άκρη  της  γης,  ο  Θεός  και  ο  Άγιος  να  στρέξουν,  και   γρήγορα  πίσω  να  της  στείλουν.

Πλησίαζαν  τα  Χριστούγεννα  και  το  σπίτι  με χρήματα  του  Αλέξη,  αυτά  που  του  έδωσαν  σε  ένα  βιβλιάριο  τραπέζης  οι  γονείς  του, ξαναβρήκε  την  παλιά  του  λάμψη.  Με  μαστόρους  διαλεχτούς,  που  ήξερε   η  Αγγελική από τα  μέρη  της  και  από  τα  γύρω  νησιά  επουλώθηκαν   οι ραγισματιές,  περάστηκαν  με λούστρο τα ξύλα,  βάφτηκαν  οι  τοίχοι,  έγινε  μια  επέκταση  στη  στέρνα  του  νερού   και  ετοιμάστηκε  το  ισόγειο,  έγινε  εργαστήρι  καλλιτεχνικό,  να  αγκαλιάσει  τα  όνειρα  της  Αγγελικής.

Το  έλατο,  που  έφερε  ο  Αλέξης από  τη  Ρόδο  έφτανε  σχεδόν  μέχρι το ταβάνι  και  η  Αγγελική  τιτίβιζε  τριγύρω του,  σαν  τη μέλισσα  στον  ανθό.

Ήθελε  οι  γιορτές  αυτές  να  είναι   παραμυθένιες.  Είχε  τόση  ανάγκη  να  νοιώσει  και  πάλι  όπως,  όταν  ήταν  μικρή  και  είχε  τη  μητέρα  της να  της  πλέκει  τα  βράδια  τα  μακριά  της  μαλλιά  σε  πλεξούδες, για  να  είναι  όμορφα και  χτενισμένα  το πρωί  και  με  τα  παραμύθια  και  τα  νανουρίσματα  της  να  βάφει  τα  όνειρά  της  τις νύχτες, με  χρώματα  φωτεινά,  χαρούμενα,  λαμπερά.

 Και  τις  μέρες  τις  γιορτινές,  πόσο  υπέροχα  ήταν  όλα  τότε!  Με  τα  φρεσκοσιδερωμένα  ρούχα  της, να  την περιμένουν  στα πόδια  του  κρεβατιού  να τα  φορέσει  για  τη  θεία  λειτουργία,  το  πρωί,  και  μετά  σε  αυτούς, που  γιόρταζαν,  να  πηγαίνουν  για  βεγγέρα.

 Τραταρίσματα,  γέλια  και  παιχνίδια  πολλά  έδιναν  και  έπαιρναν   στις  μικρές  αλάνες,  στις  γειτονιές,  και  στης  θάλασσας  της  ακρογιαλιές.  Ξεσήκωναν  γλυκά τον  κόσμο  και  η  πλάση  όλη   χαμογελούσε  μαζί  τους  και  έλαμπε  υπέροχη  και  αστραφτερή. Και  το  σπίτι  μοσχοβολούσε από  τόσες  και  τόσες  λιχουδιές,  όμορφα  καμωμένες  από  τα  χεράκια,  τα  προκομένα,   της μάνας  της  και  το  χαμόγελο  στα  χείλη  του  πατέρα  της  άστραφτε  ολόλαμπρο  φεγγάρι,  αυγουστιάτικο,  μεγάλο,  ολοστρόγγυλο. 

Ποτέ  ξανά  δεν  είχε  δει  η  Αγγελική,  από  το  θάνατο  της  μητέρας  της,  τον πατέρα  της  να  γελά.  Άλλος  άνθρωπος,  ξένος  της  ήταν  αυτός,  που  της  απόμεινε  και  τριγυρνούσε  στις  κάμαρες  μέσα  σαν  ξωτικό,  σα  φάντασμα  και  πληγωνόταν  και  πονούσε. 

Τη  μέρα  όμως,  που  για  τελευταία  φορά   την  είχε  ετοιμάσει  η   εγκυμονούσα  μάνα  της,  για  να  πάνε  στο  πανηγύρι  το μεγάλο,  ψηλά  σε  ένα  ξωκλήσι,  που  γιόρταζε,  εκείνη   τη μέρα  η  Αγγελική  δεν  επρόκειτο   να  την  ξεχάσει  ποτέ.  Κόσμος πολύς, όπως  γινόταν  σε κάθε  γιορτή,  είχε  καταφτάσει  και  μαζί  τους  πραματευτάδες  με  μαλλί  της  γριάς,  παιχνίδια,  βαρκούλες,  που  τραβώντας  τα  σκοινιά  μια  σε  πήγαιναν  πάνω  και  μια  κάτω,  όπως  κάνουν  στα  καράβια  της  θάλασσας  τα  κύματα  τα  άγρια  και  φουρτουνιασμένα,   και  ζαχαρωτά  πολύχρωμα  και  διαλεχτά. Δεν  ήξερε  τότε  Αγγελική,  που  να  πρωτοσταθεί  και  τι  να  πρωτοθαυμάσει.

<<Καλημέρα>>,  ένας  άντρας  με  προφορά  παράξενη  και  ένα  μουστάκι  δασύ  και  πλατύ  να  στολίζει  το  μελαμψό  του πρόσωπο  είχε  πλησιάσει  τη μητέρα  της  και  εκείνη  και  τους  χαμογελούσε.

<<Καλημέρα  Χασάν, είσαι  καλύτερα>>,  άκουσε  τη  μητέρα  της  να  τον  ρωτά.

<<Ναι,  μόνο  που  έχασα  το  τελευταίο  μπάρκο  και  ξέμεινα  τώρα  εδώ. Και  η  οικογένειά  μου  θα  ανησυχεί. Με  περίμεναν,  πλησιάζει  και  το  μεγάλο  μπαϊράμι  και  εγώ  ακόμα  θα  είμαι  εδώ>>.

Ο Χασάν  ήταν  ένας  Αιγύπτιος,  που  δούλευε  στα  σφουγγαράδικα,  τον είχε  πάρει  στο  πλήρωμά  του  ένας  καπετάνιος  από το  νησί,  γιατί  μπορούσε  να  βουτά στα  πιο   βαθιά  και  επικίνδυνα  νερά  και  μαζί  με  τα  σφουγγάρια  ήξερε  να  αναγνωρίζει  και  να  τρυγά  τους  βυθούς,  αλιεύοντας   όστρακα  μαργαριταριών.  Ένα  ατύχημα  όμως  τον κράτησε  πίσω  στο  νησί,  για  να  αναρρώσει  γρηγορότερα. Όλοι  τον  γνώριζαν  και τον  αγαπούσαν.  Άνθρωπος  σοβαρός,  ήσυχος,  μετρημένος,  ευγενικός,  ένας  οικογενειάρχης  ήταν  και  ευχαριστούσε  με  εγκαρδιότητα  και  φιλικότητα  στο  βλέμμα  όσους   τον συναντούσαν  στο  νησί,  τον  καλημέριζαν  και  τον  ρωτούσαν  για  την  υγεία  του.  Μιλούσε  για  την  πατρίδα  και  την  οικογένειά  του  και  βούρκωνε.

 Όλοι  οι  άνθρωποι τελικά,   όπου  και  να  είναι,  όποια  θρησκεία  και  να  έχουν,  όποια  γλώσσα  και  να  μιλούν,  όποιο  χρώμα  και  να  έχει  το  δέρμα  και  τα  μαλλιά  τους,  την  ίδια  λαχτάρα,  τους  ίδιους  πόθους  και  καημούς  κουβαλάνε  στην ψυχή  τους  και  έχουν  την  ίδια  ανάγκη  για  ένα  χέρι  ζεστό,  ένα  λόγο  φιλικό, μια  αποδοχή  και   έναν  ώμο  να  ακουμπήσουν  τη  μοναξιά  και  τα  όνειρά  τους  και  να  παρηγορηθούν.

<<Μπορώ  να  πάρω  κάτι  στη  μικρή;>>,  είχε  ρωτήσει  τη  μητέρα  της  Αγγελικής  και  πριν  εκείνη  του  δώσει  την  άδεια  άρπαξε  με  λαχτάρα  το παιδί  και  βρέθηκαν  οι  δυο  τους  μπροστά  στον  πάγκο  ενός,  που  πουλούσε  τα  περισσότερα  και  ομορφότερα  παιχνίδια.

<<Διάλεξε  ό,τι  θέλεις>>,  της  είχε  πει  και  εκείνη, μικρό  παιδί,  καθώς  ήταν, άπλωσε  χωρίς  δεύτερη  σκέψη  το  χέρι  σε  μια  κουκλίτσα  τόση  δα,  μωράκι  με  μια   κόκκινη  πιπίλα  στο  στόμα.  Χαμογέλασε  ο  Χασάν  και  με  μια  κίνηση,  τράβηξε  από  την  ξύλινη  τάβλα,  πάνω  στην  οποία   ήταν  προσεχτικά  απλωμένα  τα  παιχνίδια,  την  πιο  μεγάλη  και  πιο  εντυπωσιακή  κούκλα. 

Μια  νύφη  ήταν  εκείνη,   μόνο  που  το  φόρεμά  της  ήταν  από  τούλι  θαλασσί,  ίδιο  με  το  χρώμα  των  ματιών  της,   άσπρα  παπουτσάκια  με  λευκά  κοντά  καλτσάκια  στα  πόδια  της  και  κατάξανθα  μαλλιά. Είχαν  το  ίδιο  ύψος  κούκλα  και  Αγγελική  και  δυσκολευόταν  η  μικρή   να  την  κουβαλήσει,  αλλά  η  καρδιά  της  πετούσε  μέσα  της  από  χαρά  και  λαχτάρα  γλυκιά.  Ήταν  η  πιο  όμορφη    κούκλα,  που  είχε  ποτέ  της  δει,  και  ήταν  δική  της.

<<Είναι  σα  να  την  κρατά  στα χέρια  της  τώρα  η  δική  μου  κόρη,  η  Άσια,  και  νοιώθω  το  χαμόγελό  της  το  λαμπερό  να  μου  ζεσταίνει  την καρδιά>>,  είχε  πει  στη  μητέρα  της  Αγγελικής,  που  ασθμαίνοντας,  τους  είχε  επιτέλους  προφτάσει  και  είχε  μείνει  και  εκείνη  έκπληκτη  να  βλέπει  την  κόρη  της  να  πετά  από  τη  χαρά  της  από  το  ανέλπιστο  και  ξεχωριστό  εκείνο  δώρο  και  τον  Χασάν,  έναν  άντρα  θεόρατο  και  δυνατό  να  έχει  λυγίσει  και  να  κλαίει  σα  μικρό  παιδί.

  Σαν ιερό  κειμήλιο  προσπαθούσε  να  κρατήσει  στη  θύμησή  της  μέσα  εκείνες  τις  εικόνες  μα  πιο  πολύ τις  μυρωδιές  η  Αγγελική, τη  ζωή  τη  δική  της  πάνω  σε  εκείνες  να  στήσει,  στέρεα  και  όμορφη  να  γενεί, όπως  και  τότε.

 Και  από  τα  παραμύθια,  που  της  έλεγε  η  μητέρα  της,  με  τα  ουράνια  τόξα  και  τα  πολύχρωμα  λιβάδια,  που  έτρεχαν  τα  άλογα  των  ιπποτών  να  σώσουν  τις  αιχμάλωτες  βασιλοπούλες,  κληρονόμησε  η  Αγγελική  την  αισιοδοξία, την  οπτιμιστική  ματιά   με  την  οποία  έβλεπε  τον κόσμο  γύρω της   και   την  αγάπη  για  την  ίδια  τη  ζωή.

Αρκετά άσχημα  είχε   ζήσει   ως  τώρα.  Ήταν  νέα  πολύ,  μόλις  22  χρονών  κοπέλα.  Η ζωή  μπορεί  να μην της  είχε  φερθεί  και  με  τον  καλύτερο  τρόπο  ίσαμε  τώρα,  έλπιζε  όμως  πως  από  εδώ  και  πέρα  τα  πράγματα  θα  πήγαιναν  καλύτερα.  Κάτι  της  όφειλε  η  κυρά  ζωή  και  όπου  να  ‘ναι  θα  της  ξόφλαγε τα χρωστούμενα.  Δεν  ήθελε  πολλά,  ο  Αλέξης  ήταν  τα  πάντα  για  εκείνη,  μόνο  ένα  παιδί.  Αυτό  ήταν  το  δώρο,  που  ζήτησε στο  πρωτοχρονιάτικο  τραπέζι  από  τη  νέα  χρονιά,   το    1967,  που  σε  λίγο θα  έμπαινε,  να  έφερνε  στη  μικρή  τους  οικογένεια. 

 Και η  ζωή  τους  κυλούσε  στην απομακρυσμένη  εκείνη   γωνιά  της ελληνικής  γης,  σαν  τα ήσυχα  νερά,   που  κατηφορίζουν  να συναντηθούν  με  τη  μάνα των  νερών,  τη  θάλασσα,  και  να  αρχίσει  πάλι από  την  αρχή  ο  ευλογημένος  κύκλος  του  νερού και  της  ζωής.

                                               1967    ΡΟΔΟΠΗ  

Η   μέρα   ξημέρωσε  λαμπερή,  καθάρια, γελαστή.  Ξεπλυμένη  η  φύση  από  τις  ανοιξιάτικες  βροχές,  στραφτάλιζε.  Σταγόνες  πρωϊνής  δροσιάς  έκαναν κάθε  χορταράκι  ένα  μικρό  πολυέλαιο,  καθώς  ιρίδιζαν  εκείνες με  τις  πρώτες  ακτίνες  του  ήλιου.

Πρωινό   Παρασκευής,  21  Απριλίου   1967,   ο  Πέτρος  και  η  Αμαλία,  σηκώθηκαν  από  το  κρεβάτι,  όπως  κάθε  μέρα  και  κατευθύνθηκαν  για  το  σαλόνι.  Ο  καφές,  το τσάι  και  το  φρεσκοψημένο  ψωμί με  το αγελαδινό  βούτυρο  και  τις  λογής  μαρμελάδες,  περίμεναν το  μεσήλικο  ζευγάρι,  αραδιασμένα  στο   τραπέζι,  εδώ και  ώρα.  Η  Θάλεια  εργαζόταν  ασταμάτητα  και  προλάβαινε  τις  επιθυμίες  των  αγαπημένων  της  ανθρώπων,  πριν  καν  εκείνοι  της  τις  εκφράσουν.

Ο  Γιάννος, πιστό  τους  σκυλί,  μπήκε  μέσα  ταραγμένος  και  κοντοστάθηκε,  σεβόμενος  την  ιερή  στιγμή  του  φαγητού,  μέχρι  να  τον  καλέσει  με  νεύμα  του  κοντά  του  ο  Πέτρος.

<<Νωρίς  βλέπω,  Γιάννο,  τελείωσες  σήμερα  τις  δουλειές   σου  και  ήρθες  να  με  ενημερώσεις  ή  μήπως   συνέβη  κάτι  απρόσμενο  και  ήρθες  να  με  πληροφορήσεις >>,  του  απηύθυνε  το  λόγο  ο  Πέτρος,  πίνοντας  την πρώτη  γουλιά  του  ροφήματος   από  βουνίσιο  τσάι.

<<Δεν  κατάλαβα   αφέντη  τι  ακριβώς  συνέβη  και  δεν  ξέρω  και πως  να  σου  το  πω.  Για  επανάσταση  έκαναν  λόγο  στο  χωριό,  δεν  κάθισα  περισσότερο,  έτρεξα  εδώ,  μήπως  εσύ  γνωρίζεις  περισσότερα>>, του  μίλησε  ο  επιστάτης,  τσαλακώνοντας  την  τραγιάσκα,  που  κρατούσε  στα  χέρια  του, κατά  το  συνήθειό  του, όταν  ήταν  σε  αμηχανία.

<<Θάλεια, Θάλεια,  άνοιξε  παιδί  μου  το ραδιόφωνο,  αν  έγινε  επανάσταση  ή  όπως  τέλος  πάντων λέγεται  αυτό, που  συνέβη,  θα  υπάρχει  ανακοινωθέν>>.

<<…η  μόνη  ουδετέρα  εις  τον  χώρον  του  πολιτικού  κατασπαραγμού  δύναμις  η  οποία  υπήρχε,  έκρινεν  ότι  όφειλε  να  παρέμβη  δια  να  αποτρέψει  τον δρόμον  προς  τον  κρημνόν…..>>

<<Τι  συμβαίνει  Πέτρο,  ποιος  είναι  αυτός  που  μιλάει  και  τι  λέει>>,  διέκοψε  η  Αμαλία  το  ραδιοφωνικό  ανακοινωθέν.

<<Δεν  καταλαβαίνω  και  εγώ  γυναίκα.  Θα  πάω  πρώτα  στο  χωριό  και  μετά  στην  πόλη,  μήπως  και  μάθω  περισσότερα>>, είπε  ο  Πέτρος  και  σηκώθηκε  από  το  τραπέζι,  ενώ  ο  Γιάννος  τον  πήρε  καταπόδι.

Την  ίδια  ώρα,  στην  πόλη,  ο Άρης   διασχίζοντας  τον  κεντρικό  δρόμο  για  το  Γυμνάσιο,  συνάντησε  κόσμο  μαζεμένο,  να  συζητά  και  να  χειρονομεί.  Είχε  ήδη  καθυστερήσει  και  έτσι  δεν  στάθηκε  να  δει  τι  συνέβαινε. Ήταν  άλλωστε  και  η  τελευταία  μέρα  μαθημάτων, πριν  από τις  διακοπές  του  Πάσχα  και  δεν  ήθελε  να  δώσει  αφορμή  για  κάποια  τιμωρία,  λόγω της  αδικαιολόγητης  αργοπορίας  του.

 Μπαίνοντας  στην  αυλή  του  Γυμνασίου  είδε  κάποιους  από  τους  φίλους  και  συμμαθητές  του  συγκεντρωμένους  σε  μια  γωνιά,  κάτι  να  συζητούν  χαμηλόφωνα,  λες  και  συνωμοτούσαν  εναντίον  κάποιου.

<<Καλημέρα  Άρη, έμαθες  τι  έγινε>>,  τον  ρώτησε,  όσο  πιο  σιγά  μπορούσε,  κάποιος  από  την  παρέα.

<<Όχι,  μόνο  είδα  αρκετό  κόσμο  την ώρα,  που  ερχόμουν,  να  είναι  συγκεντρωμένος  και  να  συζητά.  Μάλλον  κάτι  σοβαρό  έγινε,  γιατί  έδειχναν  όλοι  τους  φοβισμένοι, ανήσυχοι,  άυπνοι  και  αναστατωμένοι>>,  απάντησε  και  εκείνος  στο  ίδιο τέμπο.

<< Στρατιωτικό  πραξικόπημα,  μου  είπε  ο  πατέρας  πως  έγινε  χθες  αργά,  τη  νύχτα.  Επικεφαλής  του  οι  συνταγματάρχες  Γεώργιος  Παπαδόπουλος και  Νικόλαος  Μακαρέζος   και  ο  ταξίαρχος  Στυλιανός  Παττακός. Ήδη  στην Αθήνα  από  τα  ξημερώματα  άρχισαν  να  συλλαμβάνουν  όλο  σχεδόν  τον πολιτικό  κόσμο>>,  έδωσε  τις  πρώτες  πληροφορίες  για  το  συμβάν με  ύφος  περισπούδαστο  και  υπεροπτικό  ο  Σωτηρίου,  που  ο  πατέρας  του  ήταν  χωροφύλακας  και  ήξερε  από  πρώτο  χέρι  τα  γεγονότα  και  συνέχισε:

<<Αυτοί   είναι  η  εσχάτη  σανίς  σωτηρίας  της  φυλής  μας,  μου  είπε  ο  πατέρας  μου.  Πάνω  από  όλα  και  όλους,  γι’  αυτούς  είναι  η  πατρίδα, η  θρησκεία  και  η  οικογένεια>>.

<<Και  είναι  τώρα κακό  αυτό,  που  έγινε; Τι  με  νοιάζει  εμένα  ποιος  θα  κυβερνά, αν  είναι  βασιλιάς,  πολιτικός  ή  στρατιωτικός; Τι  έχω  να  χάσω  ή  να  κερδίσω  εγώ  από  τον  έναν ή  τον  άλλον,  και  ούτε  θεωρώ  πως  είναι  κακό  πράγμα  να  αγαπά  κανείς  και  να  νοιάζεται  την  πατρίδα  του, την  οικογένειά  του  και  το  Χριστό>>,  εξέφρασε  την  άποψή  του  ο  Γιανέλος  και  οι  άλλοι  τον  κοίταξαν  χωρίς  να  ήξεραν,  αν  ήθελαν να  συμφωνήσουν  μαζί  του  ή  όχι.

Το  κουδούνι χτύπησε  και  ο  Γυμνασιάρχης,  μετά  το  πέρας  της προσευχής,  τους  είπε  δυο  λόγια  υποστηρικτικά  και  ένθερμα  της  Επαναστάσεως,  όπως  εκείνος  χαρακτήρισε  το  στρατιωτικό  πραξικόπημα, τους  συνέστησε  να  είναι  σοβαροί,  μετρημένοι,  προσεκτικοί  στα  λόγια  και  τη  συμπεριφορά  τους  και  τους  ευχήθηκε  καλές  Αναστάσιμες  Διακοπές.

Το  απόγευμα  ο Άρης  ήρθε  στο  κτήμα.  Δεκαπέντε  μέρες  θα  γεύονταν  τις  περιποιήσεις  της  μητέρας  του,  θα  κοιμόταν  όσο  ήθελε,  θα  ξεκουραζόταν,  αλλά  και  θα  έκανε  καλές  επαναλήψεις  στα  μαθήματά  του,  πριν  τις  απολυτήριες  εξετάσεις. Ήθελε  να  γίνει  πολιτικός  μηχανικός,  να  φτιάχνει  γέφυρες  μεγάλες  και  γερές,  δρόμους  ίσιους  και  ασφαλτοστρωμένους  και  σπίτια  όμορφα  και  ψηλά  σαν αυτά  στην  πόλη.

Η  Μεγάλη  Εβδομάδα  του  1967,  για  τους  πραγματικούς  Έλληνες,  όπως  ήταν  κάποιοι  από  αυτούς,  που  ερχόταν  στο  κτήμα,  για  να  ευχηθούν  στον  μεγαλογαιοκτήμονα   Πέτρο  Κοντοπάνο, περιείχε  μια  γενικευμένη  κατήφεια,  μια  σκέτη  λύπη,  χωρίς  την  προσμονή  της  χαράς. 

 Οι  αθεόφοβοι  χουντικοί  με  στημένα  δημοσιεύματα  και  λαμπερές  εκδηλώσεις  δεν  δίσταζαν  να  ταυτίσουν  τις  μέρες  εκείνες  και  την Ανάσταση  του  Χριστού  με  την  Ανάσταση,  όπως έλεγαν, του Έθνους.  Όλα  τα  έσκιαζε  η  φοβέρα  και  τα  πλάκωνε  η  σκλαβιά.

<< Θα  μας  συμβεί  τίποτα  κακό  Πέτρο  μου,  τώρα  που  πήρε  την  εξουσία  ο στρατός>>,  ρωτούσε  και  ξαναρωτούσε  ανήσυχη  η  Αμαλία  τον  άντρα  της.

<<Δεν  έχουμε  να  φοβόμαστε  τίποτα,  γυναίκα,  όσο  δείχνουμε  πως  είμαστε  με  το  μέρος  τους,  ότι  μας  είναι  αρεστοί. Θα  κάνουμε  την  ανάγκη  φιλοτιμία.  Δεν  θα  μιλάμε,  δεν  θα  λέμε  τίποτα  αρνητικό  για  αυτούς,  ώσπου  τα  πράγματα  να  μπουν  και  πάλι  στη  θέση  τους.  Η  Δημοκρατία  είναι   επί  ξύλου  κρεμάμενη,  την  πρόδωσαν,  αλλά  δεν  μπορεί  αυτή  τη  στιγμή  κανένας  να  τους  αντισταθεί.

Θέλει  χρόνο  και  υπομονή>>,  την  καθησύχαζε  εκείνος,  αλλά  μέσα  του  το  αντάριασμα  και  ο  φόβος  είχαν  φωλιάσει  για  τα  καλά.

Όλη  μέρα  το  ραδιόφωνο  έπαιζε  εμβατήρια,  ψαλμωδίες  και  παραδοσιακούς,  ελληνικούς  χορούς.

Στο  κτήμα  τα  απόνερα  του  πραξικοπήματος  έφταναν πιο  ήπια, σε  μικρές  δόσεις,  σχεδόν  ανύπαρκτα.  Δεν ήταν  έτσι  τα  πράγματα  όμως  στις  πόλεις.  Και  αυτό  το  αντιλήφθηκε  ο  Άρης  από  την  πρώτη  κιόλας  μέρα επιστροφής  του  στην  πόλη  και  το σχολείο,  μετά  τις  διακοπές  του  Πάσχα.

 Οι  άνθρωποι  στους  δρόμους  δεν  γελούσαν,  βάδιζαν  με  το  κεφάλι  σκυφτό  και  βήματα γρήγορα. Στρατιωτικοί  σε  αυτοκίνητα  και άλλοι  από  αυτούς  με  τα  πόδια  έκαναν  όλη  τη  μέρα  βόλτες  έξω  από  σπίτια  και  μαγαζιά.  Χωροφύλακες  παρακολουθούσαν  πολίτες,  αλλά  και  κινήσεις  μαθητών,  εκτός  σχολείου.

Πολλοί  ήταν  οι  καλοθελητές,  που  έτρεχαν  να  καταγγείλουν,  για  να  βγουν  εκείνοι  από  το  κάδρο  των  παρακολουθήσεων  ή  για  να  έχουν ευνοϊκή  μεταχείριση.

 Ήταν σα  να  ζωντάνεψαν  ξαφνικά  οι  καταδότες  της  βουλγαρικής  κατοχής,  με  τις  κουκούλες  και  τον  προτεταμένο  δείκτη  του  χεριού  τους, να  υποδεικνύουν  και  να  στέλνουν  στο  απόσπασμα   τον  πατριώτη,  τον  αντάρτη. 

Το  πρώτο  επίσημο  <απαγορεύεται>,  που  έφτασε  στο  σχολείο  του  Άρη,  όπως  και  στα  σχολεία  όλης  της  επικράτειας,  ήταν μια  τηλεγραφική  διαταγή   του  αρεοπαγίτη  Κ.  Καλαμποκιά, που  δέχτηκε  να παίξει  στην πρώτη  φάση  της  δικτατορίας, τον ρόλο  του  υπουργού  Παιδείας :

<<  Από  8  Μαίου 1967  διακόπτομενδιδασκαλίαν  μαθήματος  Στοιχείων  Δημοκρατικού  Πολιτεύματος  εις  Σχολεία  Μέσης  Εκπαιδεύσεως.  Εις  προβλεπομένας  υπό  ωρολογίου  προγράμματος  ώρας  διδασκαλίας  θα  αναπτύσσητε  εις  μαθητάς  νοήματα  και  σκοπούς  της  Επαναστάσεως   και  ότι  αύτη  είναι  γνησίως  Ελληνική,  μη  στρεφομένη  εναντίον  εθνικών  κομμάτων…Αναφέρατε  ημίν  τηλεγραφικώς  λήψιν  και εκτέλεσιν  παρούσης>>.

Λίγες  μέρες  αργότερα  ένοιωσαν  οι  τελειόφοιτοι,  όπως  ήταν  ο Άρης, τη  θηλειά να  τους  σφίγγει  το  λαιμό   ακόμη  περισσότερο  με  το  <πιστοποιητικό κοινωνικών  φρονημάτων>,  για  την  εισαγωγή  στις  ανώτερες  και  ανώτατες  σχολές.

 Στις  εισαγωγικές  εξετάσεις  για  το  ακαδημαικό  έτος  1967-1968  με  νόμο  καταργήθηκε  το  απολυτήριο, ως  προαπαιτούμενο, καθώς,  όπως  ανακοινώθηκε  <μεταξύ  των  στοιχείων  κρίσεως  προς  επιλογήν  των  υποψηφίων  λαμβάνεται  υπόψη  και  η  διαγωγή  δια  τους  έχοντας  υψηλόν  φρόνημα, άμεμπτον  ήθος  και  χαρακτήρα.  Προς  τούτο  έκαστος  Γυμνασιάρχης  προτείνει  δι’  αιτιολογημένης  πράξεώς  του αριθμόν  απολυθέντων  εξ  εκάστου  Γυμνασίου…Οι  τελικώς  επιλεγόμενοι  εγγράφονται εις  τινά  των  δηλοθεισών  Σχολών  καθ’ υπέρβασιν>

Ο  Μιχάλης  Αναστασιάδης   ήταν  ο   καλύτερος  φίλος  του  Άρη.  Δικηγόρος  ο  πατέρας  του, με  καταγωγή  από  Σμύρνη. Πρόσφυγες  ήρθαν  οι  παππούδες  του  το  ’22  με  τον  πατέρα  του  μωρό  ακόμα,  στην  αγκαλιά  της  μάνας  του.

 Περιουσία  μεγάλη  είχαν  στα  μέρη  εκείνα,  αλλά  τα  άφησαν  τα  περισσότερα  εκεί.  Πήραν  μόνο  λίρες  και  κοσμήματα,  ραμμένα  αυτά  στον ποδόγυρο  του  φουστανιού  της  γιαγιάς  του  και  ρίζωσαν  στην  κοιλάδα  της  Ροδόπης.  Άνοιξε  ένα  μαγαζάκι  ο  παππούς  του  σε  ένα  χωριουδάκι και  έφτιαχνε  καφέδες.

  Σιγά  σιγά  άρχισε  αλισφερίσια  με  το  εμπόριο  και  τον μικρό  τον καφενέ  τον άφησε  και  ήρθε  στην  πόλη  της  Κομοτηνής   και  άνοιξε  καφεκοπτείο.  Έβγαζε  χρήματα  καλά  και  έτσι  ο  γιος  του,  ο  πατέρας  του  Μιχάλη,  σπούδασε  δικηγόρος  στην  Αθήνα,  πράγμα  πολύ  σπάνιο  για  τα  χρόνια  εκείνα.

 Γύρισε  στην πόλη  εκείνος  μετά  και  με  τα  χρήματα  του  πατέρα  του  άνοιξε  δικηγορικό  γραφείο.  Αυτό  το  γραφείο  ονειρεύονταν  να  το  αφήσει  τώρα  στους  δυο  του  γιους.  Ο  μεγαλύτερος  ήταν  ο  Μιχάλης,  συμμαθητής  και  φίλος  του  Άρη,  ο  οποίος  όμως  μετά  τις  διακοπές  του  Πάσχα  δεν  εμφανίστηκε  στο  σχολείο.

 Μέχρι  στο  γραφείο  του  Γυμνασιάρχη  έφτασε  ο  Άρης,  να μάθει  κάτι  για  τον  φίλο  του:

<< Ο κ. Μιχάλης  Αναστασιάδης  συνελήφθη,  όπως  και  ο  πατέρας  του  και  στάλθηκαν  εξορία  σε  κάποιο  αιγαιοπελαγίτικο  νησί>>,  έριξε  τον  πρώτο  κεραυνό  στο  κεφάλι  του  Άρη  ο  Γυμνασιάρχης.

Έφυγε  από  το  γραφείο  μουδιασμένος,  δεν  είπε  σε  κανέναν  τίποτα,  αλλά  το  βράδυ  στο  δωμάτιό  του  έβριζε  θεούς  και  δαίμονες,  που  με  τόση ευκολία  κάποιοι  και  εντελώς  αναίτια  ποδοπάτησαν  τα  όνειρα  και  τις  θυσίες  του  φίλου  του. 

Τον  Μιχάλη  τον  ήξερε  τα τελευταία  6  χρόνια,  μαζί  ξεκίνησαν  το  Γυμνάσιο  και  μοιράζονταν  τα  πάντα.  Ήταν  ήσυχος,  ευγενικός,  έξυπνος, κοίταζε  τα  μαθήματά  του,  δεν  έμπλεκε  σε  καβγάδες,  όπως  οι  άλλοι,  ήταν  σοβαρός  και  λιγομίλητος,  δεν  προκάλεσε   ποτέ  το  παραμικρό. Τι  πήγε  στραβά  και  είχε  αυτή  την  κατάληξη!

  Όλη  τη νύχτα  την πέρασε  άυπνος  να  σκέφτεται  και  να  πηγαίνει  πάνω  κάτω,  θεριό  ανήμερο.  Την  άλλη  μέρα  ο  Σωτηρίου,  που  ο  πατέρας  του  ήταν  χωροφύλακας  του  έδωσε  τις  πληροφορίες,  που  ήθελε.

 Ο  πατέρας  του  Μιχάλη,   όταν  σπούδαζε δικηγόρος, υπήρξε μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (εν συντομία: ΕΑΜ), που ιδρύθηκε το 1941 στην κατεχόμενη τότε Αθήνα και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ελληνική αντιστασιακή οργάνωση κατά την διάρκεια της Κατοχής. Οι  αντιστασιακοί  και  οι  κομμουνιστές  ήταν οι  πρώτοι  κυνηγημένοι  στο  παιχνίδι-κυνήγι  μαγισσών  των  πραξικοπηματιών.

Ο  Άρης  δεν  θα  άφηνε  αυτό  να  περάσει  έτσι.  Είχε  ακούσει  τι  σήμαινε  εξορία  σε  αιγαιοπελαγίτικο  νησί  και  φοβόταν  πως  το  φίλο  του  ίσως  δεν  τον  ξανάβλεπε  ποτέ. Έπρεπε  να   κάνει  κάτι,  έστω  και  συμβολικής  σημασίας. 

Ένας  κουβάς  με  κόκκινη  μπογιά  και  ένα  πινέλο,  ήταν  οι  πολύτιμοι  βοηθοί  και  συνεργάτες  του  Άρη,  δυο  μέρες  μετά  τα  άσχημα  μαντάτα  για  τον  φίλο  του  Μιχάλη.  Με  προσεχτικές  κινήσεις,  πατώντας  στις  μύτες  των  ποδιών  του,  μέσα  στην  αφεγγάρωτη  νυχτιά,  διέσχισε  τα  στενοσόκακα,  μέχρι  την  αυλή του  σχολείου.

 Στον  τοίχο,  τον  πιο  φανερό,  από  την  πλευρά  του  κεντρικού  δρόμου,  και  με  μεγάλα  γράμματα,  τρεις  λέξεις, τρία  καρφιά,  ανίερα  και  ξεδιάντροπα  σαν  εκείνα,  που  σταύρωσαν  και  τον  Θεάνθρωπο,  καρφώθηκαν  με  χαρά  και  έξαψη  περισσή  στο  σώμα  των  πραξικοπηματιών. <ΚΑΤΩ  Η  ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ>.

Την άλλη  μέρα,  στο  σχολείο,  έγινε  ένας  σεισμός  πολλών  ρίχτερ. Ο  Γυμνασιάρχης,  μαινόμενος  ταύρος  σε  υαλοπωλείο,  ξεκίνησε  μια  άνευ  προηγουμένου  ανάκριση,  που η  Ιερά  Εξέταση  του  μεσαίωνα,  αν  συγκρίνονταν  μαζί  της,  θα  υστερούσε  κατά  πολύ  σε  μένος,  πείσμα,  επιμονή  και  εργαλειοποίηση   των  πάντων.

 Δυστυχώς, για  τον  Άρη,  η  έρευνα  απέδωσε  τα  μέγιστα. Η πολυήμερη  αποβολή   από  τα μαθήματα, που  του  επιβλήθηκε,  ήταν  η  ήπια  πλευρά  της  τιμωρίας  του,  αφού  χωρίς  περιστροφές  και  με  συνοπτικές  διαδικασίες  ο  Διευθυντής  τον  ενημέρωσε  πως  με  την  πράξη  του  αυτή  έβαλε  ταφόπετρα  στο  μέλλον  του,  το  Πανεπιστήμιο  θα  το  έβλεπε  μόνο  ως   αξιοθέατο,  στα  πλαίσια  εκδρομής.

Ο  Πέτρος  και  η  Αμαλία,  έμαθαν  τα  καθέκαστα  από  τον  ίδιο  τον  Άρη  και  κατέβαλαν  μεγάλη  προσπάθεια,  ειδικά  ο  Πέτρος,  που  τελευταία  είχε  μικροενοχλήσεις  με  την  καρδιά  του,  να   διαχειριστούν   τη  συντριβή. Γιατί  όλα  τα  κακά  της  μοίρας  τους  μαζί  ήταν  αυτό,  που  τους  συνέβη,  αλλά  βλέποντας  τον  Άρη  συντετριμμένο  και  κλεισμένο για  μέρες  στο  δωμάτιό  του, χωρίς  φαϊ, χωρίς  νερό,  άφησαν  στην  άκρη  τους  μελοδραματισμούς  και  τις  υστερίες  και  αποδέχτηκαν  τελικά  αυτό,  που  τους  έλαχε.

<< Όλα  τα  πράγματα  έχουν  δυο  όψεις, παιδί  μου, την  καλή  και  την  ανάποδη.  Εμείς  την  αναποδιά  την  είδαμε, τη  νοιώσαμε  μέχρι  το  μεδούλι  μας,  τώρα  θα  κοιτάξουμε  και  την  καλή  πλευρά  και  σε  αυτή  θα  επικεντρωθούμε.

Στο  κτήμα  δεν περισσεύει  κανείς  μας  και  εσύ, το  νέο  αίμα,  θα  δώσεις  σε  αυτό  καινούργια  πνοή,  θα  το  πας  πιο  πέρα,  από  εκεί  που  το  έφτασε  ο  δικός  μου  πατέρας  και  εγώ  μετά. Θέλω  να  αναλάβεις  το  τιμόνι,  εσύ, Άρη,  παιδί  μου  και  εγώ, ως  άλλος   Νέστορας  θα  είμαι  συνέχεια  κοντά  σου και  θα  σε  βοηθώ  σε  ό,τι  χρειαστείς>>.

Λυτρωτικά  επίδρασαν  τα  λόγια  του  Πέτρου  στην  καρδιά  του  Άρη,  αφού με  ζήλο  και  θέρμη  εκείνος  ρίχτηκε  στη  δουλειά,  αυτό,  που  του  εμπιστεύτηκε  ο  πατέρας  του  να  το  τρανέψει  πιότερο  και  να  μην  απογοητεύσει  κανέναν  τους  άλλο  πια.

Αξημέρωτα  σηκώνονταν  και  με  κρύο,  με  ήλιο,  με  βροχή,  πρώτος  έπιανε  την  τσάπα  και  τη  βελόνα  για  το  τρύπημα των  καπνόφυλλων. Όλοι  ήταν  ευχαριστημένοι με  την  εξέλιξη  αυτή,   αφεντικά  και  εργάτες.

 Η  μόνη,  που  έβλεπε  τις  μέρες  να  περνούν  και  εκείνη  να  βουλιάζει  στη   μιζέρια  της  καθημερινότητας  και  της  μοναξιάς  της  ήταν η  Θάλεια.

 Ο  Άρης  ξαφνικά  συμπεριφερόταν,  σα  να  μην  είχαν  συνυπάρξει  οι  δυο  τους,  σα  να  μην  είχαν  μοιραστεί  και  γευτεί  τόση  αγάπη  και  έρωτα. Νύχτες  αμέτρητες έμεινε  ξάγρυπνη  εκείνη στην  κάμαρά  της  και  αναρωτιόταν  τι  λάθος  είχε  κάνει,  ενώ  τις  μέρες  έψαχνε  απεγνωσμένα  να  πιάσει  μια  ματιά,  ένα  του  βλέμμα,  να  καταλάβει. Αλλά,  ματαίως….

Τα  πρώτα  χρόνια  ήταν  τα  πιο  παραγωγικά, τα  πιο  δημιουργικά  και  τα πιο προσοδοφόρα  για  την  οικογένεια  Κοντοπάνου.  Στα  22  του  ο  Άρης,  βρέθηκε  να  διαχειρίζεται  μια  τεράστια  περιουσία.  Τα  χρήματα  όμως,  όσο  πολλά  και  να  ήταν, δεν  μπορούσαν  να  καλύψουν  το  έλλειμμα  ψυχής  και  πείρας  του  Άρη. Το  δυσκολότερο  δεν  ήταν  η   συσσώρευση  πλούτου  και  δύναμης,  αλλά  η  διατήρησή  τους,  και  ο  Άρης   δεν  είχε  στην  φαρέτρα  του  όπλα  όπως  η σωφροσύνη, η ταπεινότητα  και  η  αυτοσυγκράτηση,  γιατί  δυστυχώς  οι αρετές  αυτές  δεν  συνάδουν  με  το  νεαρό  της  ηλικίας  του  ανθρώπου.

Πάσχα του 1973  πλησίαζε και  ο Πέτρος,  όπως το  είχε  συνήθειο,  χρόνια  τώρα,  που  ήταν  μεγάλος και  τρανός τσορμπατζής, άνοιξε το χρηματοκιβώτιο  με  τις  λίρες τις  χρυσές,  για  να  πάρει  τα δώρα  του,  λαμπάδες και  πατούμενα  για  τα  παιδιών  των  εργατών, αφού  για  τα περισσότερα  ήταν  και  πατέρας  τους  πνευματικός.

Σαν  περισσότερα  ήξερε  πως  είχε  φυλαγμένα  εκεί  μέσα,  για   τις  τρέχουσες  ανάγκες  του  σπιτικού  του.  Μπορεί  και  ιδέα του  σκέφτηκε  πως  ήταν,  μπορεί  και  τα  χρόνια,  που  κουβαλούσε, να  είχαν  φθίνει  τη  μνήμη  του  και  δεν  ασχολήθηκε  περισσότερο.

Ούτε  η  Αμαλία,  που  δεν  έβρισκε  κάποια κοσμήματα,  κειμήλια της οικογενείας  της,  μίλησε  στον  άντρα  της,  τον  Πέτρο, όπως   και εκείνος  φυσικά  δεν  της  είπε   τίποτα  για  τις  αμφιβολίες του  σχετικά  με το  περιεχόμενο  του χρηματοκιβωτίου.

Ο Αλέξης  και  η  Αγγελική  κατάφεραν  επιτέλους,   εφτά σχεδόν  χρόνια μετά  το  γάμο τους,  να   κάνουν  το ταξίδι,  που  τόσες  φορές σχεδίαζαν  και  άλλες  τόσες το  ανέβαλαν,  στη  γη  τη  Θρακική.

Όταν  ήρθε το  γράμμα  από  τη  Σύμη,  με  το  οποίο  ειδοποιούσαν  για  τον  ερχομό τους,  ένα πανηγύρι,  αντίθετα  από  το κλίμα  που  επίτασαν  οι  μέρες  του  ιερού  πάθους  του Θεανθρώπου,  στήθηκε  από  τη μια  άκρη  του  κτήματος  ως  την άλλη.

 Γυναίκες  από το  χωριό,  που  προσέλαβε  ο  Πέτρος,  ήρθαν  να  καθαρίσουν  και  να  ασβεστώσουν  σπίτι, αποθήκες,  υπόστεγα  και  δέντρα.  Ό,τι  υπήρχε  εκεί  μέσα  έπρεπε  να  λάμψει  και  να  ομορφύνει.  Μυρωδιές από  τους φούρνους,  που  έκαιγαν  ολημερίς,  διαχέονταν  σε  όλη  τη  γύρω  περιοχή,  ξυπνώντας    ευχάριστα  τις οσφρητικές  αισθήσεις  όλων.   Αμνοερίφια, διαλεχτά  σφαχτάρια, επιλέχτηκαν  και  ήρθαν  από  τη  βουνίσια  στάνη,  σε  πρόχειρο  κατάλυμα  του  υποστατικού,  μέχρι τη  μέρα  της  Λαμπρής,  τις  σούβλες  να  γεμίσουν, πάνω  στις  φωτιές.

Πριν ακόμη  το  ταξί  πάρει  τη  μεγάλη  στροφή,  ο  Γιάννος,  κέρβερος  σωστός  του  κτήματος,  έφτασε σαν  τον άνεμο  και  πάλι  πάνω  στη  φοράδα του,  όπως  την άλλη  φορά,  τότε  που  είχε  έρθει  ο  Αλέξης,  μετά  την αποφοίτησή  του  από  τη Σχολή  Βασιλικής  Χωροφυλακής  της  Ρόδου,  τα  συχαρίκια  και  το  μπαξίσι  του   για  το  καλό  μαντάτο,  να  διεκδικήσει.

Οι  επισκέπτες  έφτασαν  και  η  Αγγελική,  που  πρώτη  φορά  έβλεπε  τα  πεθερικά  της,  έσκυψε  και  φίλησε με  σεβασμό  τα χέρια  των  γονιών  του  άντρα  της.  Για  γονείς  δικούς  της  τους  λογάριαζε  και  εκείνη  πια  και  έτσι  τους  αισθανόταν  κάθε,  που  η  κουβέντα  όλα  αυτά  τα   χρόνια   στο  νησί, πήγαινε  σε  εκείνους.  Τα γράμματα  και  οι  κάρτες  με  ευχές,  που  αντάλλασσαν  αναμεταξύ  τους  και  που  ήταν  συχνότατα,  την  έκαναν  να τους  συμπαθήσει  και  να  τους  πονέσει  και  ας  μην  είχε  δει  ούτε  σε  φωτογραφία  τα  πρόσωπά  τους.

Στο  ζευγάρι  δόθηκε  το  παλιό  δωμάτιο  του  Αλέξη,  που  η  Αμαλία  φρόντισε  όμως να  ανακαινίσει,  ώστε  να  ανταποκρίνεται  αυτό  στις  ανάγκες  ενός  αντρόγυνου  και  μάλιστα  νεαρού.

 Έβλεπε   το  δωμάτιο  στην  Ανατολή  και  έτσι  κάθε  πρωί,   όσο  έμειναν  εκεί,   έβλεπαν  στη  λάμψη  του  ήλιου,  να  αντικατοπτρίζεται  η  χαρά  όλης  της  πλάσης,  και,  όταν  αυτός  έμενε  κρυμμένος  πίσω  από  τα  σύννεφα,  τα έβλεπαν  αυτά,  σαν  καραβάκια, σαν  αετοί, σαν  πλατανόφυλλα  ή  ό,τι  άλλο  σχήμα  έπαιρναν,  να  ταξιδεύουν  στον  ουρανό  για  άλλους  τόπους  ξένους  και αλαργινούς,   και  μαζί  τους  ταξίδευαν  και  αυτοί  και  πιο  πολύ   στο  νησί  τους  φυσικά,  το  αγαπημένο.

Η  Αγγελική  για  πρώτη  φορά  ένοιωσε  μέλος   μιας  μεγάλης   οικογένειας. Το  είχε  τόση  ανάγκη  αυτό, ίσως  γιατί  εκείνη  ούτε  ανήκε  ποτέ  σε  μια  τέτοια  ούτε   είχε  κάνει  ακόμη  τη  δική  της, τα  παιδιά  θεωρούσε  πως  φτιάχνουν  την  οικογένεια,  και  αυτό  την  έκανε  να  απομονώνεται  και  να  απομακρύνεται  από  τον  περίγυρό  της.  

 Όλοι,  τα  πεθερικά  της, ο  κουνιάδος  της,  ο  Άρης,  μα  πιότερο  η  Θάλεια,  που  την  είδε  σαν  αδερφή  της,  άνοιξαν  την  αγκαλιά  και  την  καρδιά  τους  και  την  έκλεισαν  μέσα  με  θέρμη.

Τα  δώρα του  ζευγαριού,  συμβολικά  περισσότερο,  μα  αμπαλαρισμένα  με  αγάπη και  λαχτάρα  για  το  σμίξιμο  των  δυο  οικογενειών,  σε  τίποτα  δεν  μπορούσαν  να  συγκριθούν  με  εκείνα,  που  οι  φιλόξενοι   άνθρωποι  της  κοιλάδας  της  Ροδόπης  άπλωσαν, σα πραμάτεια  σε  ανατολίτικο  παζάρι, στο  κρεββάτι  τους.

 Δερμάτινες  παντόφλες,  ρόμπα  κεντητή  και  με  σχέδια  όμορφα  πλουμιστή,  σάλι  μεταξωτό  για  την  ψύχρα  των  ανοιξιάτικων  βραδιών  και  ένα  βραχιόλι  ολόχρυσο,  αστραφτερό  και  βαρύτιμο,  ήταν  μερικά  από  όσα η  Αμαλία  είχε αγοράσει  για  την  πρώτη  και  μοναδική  μέχρι  στιγμής  νύφη  της.

Από  το  πρωί  ίσαμε  το βράδυ,  ο  Αλέξης έπαιρνε  την  κούρσα του  πατέρα  του  και  με  συνοδηγό την  Αγγελική  διέτρεχαν  όλη  τη  γύρω  περιοχή. Ξεναγός, οδηγός και  ικανότατος διερμηνέας στις  ντοπιολαλιές του κάμπου  και  των βουνών  εκείνος,  της  έδειχνε  τις  ομορφιές  και  την  ιστορία  του  τόπου  του.

 Από  τα χαλάσματα  των  βυζαντινών καστροπολιτειών  ως  τις  ακτές  του  θρακικού  πελάγους και  ως τα  σκαρφαλωμέναπομακοχώρια της  οροσειράς  της  Ροδόπης,  έφταναν  οι  δυο  τους,  αγκαλιασμένοι,  και  χόρταιναν τις  αισθήσεις  τους  όλες  με  χρώματα,  αρώματα και  εικόνες  ξεχωριστές,  μαγικές και  ονειρεμένες.

Το  πλωτό μοναστήρι   του  Αγίου  Νικολάου, στα  νερά  της  λίμνης  Βιστωνίδας,  έκλεψε  την καρδιά  της  Αγγελικής  από την  πρώτη  στιγμή, που  το  αντίκρισε.  Πάντα,  κατά  την  έξοδό τους  από το  κτήμα  και  την  περιπλάνησή  τους  στην  περιοχή,  όπου  και  να  πήγαιναν,  δεν  παρέλειπαν  να  περάσουν  για  προσκύνημα  και  για ένα  κερί  και  από  εκεί.

 Η  εικόνα της  Παναγίας  της Παντάνασσας  δεχόταν  καθημερινά,  ανέκφραστη  και  βλοσυρή  τις  ικεσίες  και  τα  δάκρυα  της  Αγγελικής,  που  δεν  είχε  καταφέρει   ακόμη  να γίνει  και εκείνη  μάνα.

Το  βράδυ  της  Ανάστασης, σύσσωμη  η  οικογένεια  Κοντοπάνου, παρακολούθησε  τη  Θεία  Λειτουργία  και  παρέλαβε  το άγιο  Φως, που  κατάφεραν ομολογουμένως  με  προσπάθειες  ηρωικές  να  διασώσουν  από  τις   απειλητικές  ριπές  του  θρακιώτικου  βοριά  και  να  το φέρουν  στο σπιτικό τους,  τη  χάρη  και  την  ευλογία  του   Κυρίου  ημών  Ιησού  Χριστού  να  έχουν  σκέπη  και παρηγοριά  τους.

Οι  σούβλες  με  τα  αμνοερίφια  στήθηκαν  από  νωρίς  και  με  μαεστρία  περισσή  την  άλλη  μέρα,  μέρα  Λαμπρής,  μέρα  χαράς,  μέρα  νίκης  της  ίδιας  της  ζωής  απέναντι  στο  θάνατο,  τον μισητό.

Εργάτες  με  τις  οικογένειές  του  γέμισαν  όλο  το  υποστατικό,  τραπέζια  γιορτινά  στρώθηκαν  κάτω  από  τα  αδειανά  και  φρεσκοασβεστωμένα  υπόστεγα.  Παιδιά  έτρεχαν  πάνω  κάτω,   σαν  τις  πεταλούδες  γύρω από  τη  φωτιά,  με  γέλια  και  τραγούδια   και  παιχνίδια  πολλά.

Πανηγύρι σωστό  στήθηκε  τον  Απρίλη  εκείνο,  τον  μήνα  από  όλους  τον  πιο  γελαστό,  τον  πιο  ερωτικό. Το  κρασί  έρρεε  άφθονο  στους μαστραπάδες  και  τα  πήλινα  και  οι  χορευτές  ξεδίπλωναν  με  κέφι  και  μαεστρία  τις  ορχηστρικές τους  ικανότητες  και  αναλύονταν  σε  έναν  άτυπο  διαγωνισμό  χορού  και  τραγουδιού. Για  τα  παλικάρια  και  τις  κοπελιές  το γλέντι  εκείνο  ήταν  ο  πρόδρομος  του  μεγάλου  νυφοπάζαρου,  που  θα ακολουθούσε  δυο  μήνες  περίπου  μετά,  στις 24 του  Ιούνη,  στη  γιορτή  του  Κλήδονα.

Ο  Αλέξης  με  την  Αγγελική  επέστρεψαν  στο  νησί  τους και  το  κτήμα  επανήλθε στους  γνώριμους,  δικούς  του   ρυθμούς.  Γνώριμους μεν,  ανέμελους  και  χαρούμενους  όμως όχι. Κάτι στην  ατμόσφαιρα  η  Αμαλία  ψυχανεμίζονταν  να  διαχέεται,  κάτι απροσδιόριστα  ψυχρό  και  εχθρικό  και  αυτό  είχε  να  κάνει,  για  αυτό  ήταν  βέβαιη,  με  τον  γιο  της,  τον  Άρη.

Πολλά  ήταν  τα  βράδια,  που  εκείνος δεν  κοιμόταν πια  στο  σπίτι,  ενώ  αρκετές  φορές, όταν  τύχαινε  να  είναι  εκεί  και   έμπαινε  η  Αμαλία   στο  γραφείο  του  Πέτρου, του  άντρα  της,  έβρισκε  τον Άρη  να  συνομιλεί   στο  τηλέφωνο   ψιθυριστά με κάποιους.  Με  το  που  την  έβλεπε  όμως  εκείνος,  βιαζόταν  να  τερματίσει  την  τηλεφωνική  του  συνομιλία.

Σα  μάνα  του  ένοιωθε  πως  κάτι   βασάνιζε  το  αγόρι  της,  αλλά  όσο  και  να  προσπαθούσε  δεν  του έπαιρνε  κουβέντα.  Ούτε  φυσικά  και  στον  Πέτρο,  τον άντρα  της  έλεγε  τίποτα,  δεν  ήθελε  να τον  βαρύνει  με έγνοιες και  άλλες,  αρκετά  είχε  εκείνος  στη  σκέψη  του,  να   τον  απασχολούν.

Είχε   ξανοιχτεί  πολύ,  ο  Πέτρος,  οικονομικά, τον  τελευταίο  καιρό.  Είχε  αγοράσει  και  άλλες  εκτάσεις  παίρνοντας   δάνειο,  κρατικό,  με  τις  πλάτες  ανθρώπων  κοντά  στους  συνταγματάρχες  και  φιλώντας  κατουρημένες  ποδιές,  προκειμένου  να  έχει  την  εύνοιά  τους,  μετά  το  χαστούκι,  που  δέχτηκε, με τα  καμώματα  του  δευτερότοκου  γιου  του,  του  Άρη.

  Το γεγονός  ότι  ο  μεγάλος  του  γιος  υπηρετούσε στη  Βασιλική  Χωροφυλακή,  χρόνια  τώρα,  ευτυχώς  είχε  επιδράσει  κατευναστικά,  αποτέλεσε  μια  πρώτης τάξης  κολυμβήθρα του Σιλωάμ,  όπου  ξεπλύθηκαν  τα ανομήματα της  γυμνασιακής  ζωής  του  Άρη.

Τα  μηνύματα  όμως,  που  έφθαναν για  την παραπαίουσα τάξη  των  συνταγματαρχών,    ήταν  άκρως   ανησυχητικά.

 Στις  23   του  Μάη   του  1973 το  κίνημα του   Ναυτικού,  στο οποίο  συμμετείχαν  δεκάδες  αξιωματικοί  και  υπαξιωματικοί,  με  κορωνίδα   την  αποστασία   του   αντιτορπιλικού Βέλους  και  την  αναζήτηση   ασύλου  στο  ιταλικό  λιμάνι  Φιουμιτσίνο,  ήταν  μια  ξεκάθαρη  στασιαστική κίνηση,  με  στόχο  την  ανατροπή  του  τότε  δικτατορικού  καθεστώτος.   Ενώ το Δημοψήφισμα,  που  προκηρύχθηκε  στις 12  Ιουνίου  έδειχνε  ξεκάθαρα  ότι  το  έδαφος σειόταν  αισθητά  κάτω από τα  πόδια  των  Απριλιανών.

 Αν  έπεφτε  γρήγορα  το  καθεστώς  θα  έπρεπε  να  αρχίσει  την  αποπληρωμή  του   δανείου  του   άμεσα  ο  Κοντοπάνος  και  ρευστό  πολύ  δεν είχε.

Κάτι  τέτοιο  για  τον  Κοντοπάνο,  που  όχι  μόνο  υπέκυψε,  αλλά  και  συνεργάστηκε  με  τους  χουντικούς,  θα  σήμαινε  την  απαρχή  του  τέλους  του, την  οικονομική  του  καταστροφή. Κλεινόταν  με  τις  ώρες  στο  γραφείο  του  και  έκανε  και  ξαναέκανε  τους  λογαριασμούς του,  αλλά  τα  χρήματα,  που  νόμιζε  ότι  είχε  φυλαγμένα,  έβγαιναν  κάθε  φορά  και  λιγότερα.

Βράδυ, 23  Ιούνη,  παραμονή   του  Αϊ  Γιάννη  του  Κλήδονα  και  οι  φωτιές  είχαν  ήδη  στηθεί  στην  πλατεία   του  κάθε   χωριού.  Ο  κάμπος  λες   και  κοκκίνισε  ξαφνικά  από  τις  αδηφάγες  και  θεόρατες  φλόγες,  και  η  νυχτιά  ζεστάθηκε  ακόμα  πιο  πολύ,  μέλωσε  και  έγινε  μαγική.  Νέοι  και  νιες  με  μαγιάτικα  στεφάνια, στεγνά, ολοστρόγγυλα,  απομεινάρια  της  προηγούμενης  χρονιάς,  με  κοφίνια  ξεφτισμένα  και  καλάμια  ξερά   έτρεχαν  να  προλάβουν,  στην  πυρά  να  τα  ρίξουν, το  κακό  της  ζωής  τους  να  ξορκίσουν  και  αγνοί  και  αμόλυντοι  πια  από την  αρχή  το  νήμα  της  ζωής  τους  και  πάλι  να  πιάσουν.

Η   Αμαλία  δεν ήθελε  με  τίποτα  να  χάσει  τη  βραδιά,  την  αποψινή,  και  ετοιμαζόταν  στην  κάμαρή  της,  όταν  ξαφνικά  άκουσε  φωνές  δυνατές  και  γνώριμες  από  τη  μεριά  του  γραφείου  του  άντρα  της.

<<Άσε  τα  κάτω.  Ντροπή  σου, τι  είναι  αυτά  που  κάνεις. Έτσι  σε  μεγαλώσαμε  εμείς.  Το  υποψιαζόμουνα,  αλλά  δεν  ήθελα  να  το  πιστέψω.  Πως  μπόρεσες  να  φερθείς  τόσο  άνανδρα.  Το  έχεις ξανακάνει,  μην το  αρνηθείς   και  ξεπέσεις   και  άλλο  στα  μάτια  μου.  Ο  γιος  του  Πέτρου,  του  Κοντοπάνου, ένας  κοινός  κλέφτης, ένας  λωποδύτης.  Σου  εμπιστεύτηκα  ό,τι  είχα  και  δεν  είχα  και  αυτό  είναι το  ευχαριστώ  σου!>>,  φώναζε  και  ωρύονταν  ο  Πέτρος  και  από  την  άλλη  πονούσε  η  καρδιά του  για  την κατάντια  του  γιου  του  και  της  οικογένειάς  του.

Η  Αμαλία  πρόβαλε  στην  πόρτα  και  απορημένη κοίταζε  μια  τον  ένα  μια  τον  άλλο.

<<Τι  συμβαίνει  Πέτρο  και  ξεσήκωσες  βραδιάτικα τον  τόπο  με  τις  αγριοφωνάρες  σου!  Γιατί  τα  βάζεις  με  το  παιδί!>>

<<Παιδί  τον  λες  εσύ  αυτόν,  δυο  μέτρα   άντρας! Τον  έπιασα  μπροστά  στο  χρηματοκιβώτιο, να   μας  κλέβε!. Ποιος!  Ο γιος  ο  δικός  μου,  που  τον είχα  τιμή  και  καμάρι  μου  και  εκείνος  να  έχει  ξεπέσει  τόσο  πολύ!  Τους  χωροφυλάκους  πρέπει  να  φωνάξω,  να  τον  παραμαζέψουν.  Ας  όψεται  όμως εκείνη  η  παλιά  ιστορία,  στο  Γυμνάσιο.  Θα  ξεθάψουν  το φάκελό  του  και  δεν  θα  σηκώσει  ποτέ  πια  κεφάλι  ούτε  αυτός  ούτε  εμείς.  Αυτό  με  κρατά  και  δεν  τον  καταδίδω  και   το  ότι  θα  μας  διασύρουν  οι εφημερίδες  και  το  ραδιόφωνο>>,  είπε  εκείνος  και  έφτυσε  κατά  τη  μεριά του  γιου  του  και βγήκε  από το  γραφείο.

Ένα  χέρι  δυνατό  ένοιωσε  η  Αμαλία  να  σφίγγει  μέσα  τα  σωθικά  της  και  χωρίς  να  πει  τίποτα,  γύρισε  την  πλάτη  και  έφυγε.  Κλείστηκε  στο  δωμάτιό  της  και έκλαψε,  όσο  δεν  είχε κλάψει  ποτέ  στη  ζωή  της.

 Και  τα  κοσμήματά  της  έτσι  χάθηκαν, σκέφτηκε,  και  εκείνη  είχε  φτάσει  στο  σημείο  να  λογαριάζει  για   υπαίτιο  τον  καθέναν   μέσα  στο  κτήμα,  ακόμα  και  τη  Θάλεια,  και  μόνο στο  γιο  της  δεν  πήγαινε   ο  νους  της.  Τι   ντροπή, τι  αμαρτία  διπλή! Μεγάλωσε  έναν  εγκληματία  χειρίστου  είδους.  Γιατί  το  να  κλέψει  κάποιος,  όταν πεινά,  το  καταλάβαινε. Στο  δικό  της  γιο  όμως  τίποτα  δεν  του  έλειψε  ποτέ!  Και  από  πάνω,  εκείνος  έγινε  η  αιτία να  κάνει  η  δόλια  μάνα  σκέψεις  σκοτεινές,  για  ανθρώπους  ήσυχους  και  αγνούς.

Οι  τελευταίες  σπίθες  από τις  φωτιές  του Αϊ  Γιαννιού  έσβηναν  στη  σιγαλιά της  νύχτας  και  μαζί  τους  και οι  ελπίδες   και  τα  όνειρα,  που  έκαναν  ο  Πέτρος  και  η  Αμαλία  για  το γιο  τους, να  τον  δουν  πετυχημένο  και  τρανό    και  γιατί  όχι  και  βουλευτή  ίσως  και  υπουργό.

  Ένα  ανθρωπάκι  μικρό, μίζερο   και  σάπιο  αποδείχτηκε  εκείνος  και  τέτοιους  η  ζωή  γρήγορα  τους  πετά  στην άκρη   και  τους  καταπίνει  το  μαύρο  σκοτάδι,  όπως  καταπίνει  το  σκουλήκι   το  πουλί.

Στην άλλη  άκρη  του  σπιτιού,  σε  ένα  άλλο  δωμάτιο,   μια  άλλη  γυναικεία  ψυχή  βασανίζονταν  και  πονούσε  φριχτά, τη  νύχτα  εκείνη,  η  Θάλεια.  Για  τον  άντρα, που  αγάπησε τόσο  πολύ,  τόσο  δυνατά, έβρεχε  το  μαξιλάρι  της,    και  που   εκείνος  φέρθηκε  τόσο  ποταπά  και  ανέντιμα. Και  ήταν  και  άλλα,  που,  αν  έκανε  το  λάθος  και  τα  φανέρωνε,  βόμβα  μεγατόνων  ήταν  σα  να  έβαζε  στα  θεμέλια  του  Κοντοπανέϊκου.

Όλα  τα  ήξερε  εκείνη,  όλα  τα  έβλεπε  καιρό  τώρα,  αλλά  η  αγνή  της  η  ψυχή  και  το  ζεστό  βλέμμα,  που  της  έριχνε  αραιά  και  που  εκείνος,  σαν  το  ξεροκόμματο  σε  πεινασμένο  σκυλί,  της  έφραζε  το  στόμα ερμητικά,  ώστε  τίποτα  και  κανείς  ποτέ  να  μη  μάθει  για  το  δρόμο  το στραβό,  που  πήρε  ο  αγαπημένος  της.  Γιατί   δεν ήταν  μόνο  οι κλοπές.  Η  πράσινη  τσόχα   και η  μορφίνη,  που  αγόραζε  όλο  και  πιο  συχνά,  τον  είχαν  χώσει   πολύ  βαθιά  στη  νύχτα,  στον  υπόκοσμο  και  στο  έγκλημα  γενικά.

Άκουγε  εκείνη τους   εφιάλτες  του  τις  νύχτες,  που  ήταν  όλο  και  πιο  συχνοί  και    τον  ύπνο  του   να  έχει   μετατραπεί  σε  μια  διεργασία  βασανιστική  και  κολασμένη  και  έκρυβε  το  πρόσωπό  της  στα  σκεπάσματα  μέσα να  μην  ακούει.  Αλλά  και  τη  μέρα,  τις  ώρες,  που  εκείνος  βρισκόταν  στο  κτήμα, έβλεπε  τις  εκρήξεις  θυμού  και  τα  ξεσπάσματα  οργής  του  επί  δικαίων  και  αδίκων  και  δάγκωνε  τα  χείλη, να  μην  ουρλιάξει. Τα  χρέη  του  πολλά,  θηλιά  στο  λαιμό  του  και  κόντευαν  να  τον  πνίξουν. Χρέη,  άλλα   νόμιμα,  σε  τράπεζα  δηλωμένα, αφανέρωτα  όμως  στην οικογένεια  του,   και  άλλα  παράνομα,  στους   τοκογλύφους   και  τους  εμπόρους  του  λευκού  θανάτου. 

Τη  βραδιά  μετά  το  περιστατικό  στο  γραφείο,  ο  Πέτρος έφυγε  για  μια  βόλτα,  να  ηρεμήσει  και  να  δει  από  εκεί  και  πέρα  ποια  θα  ήταν  τα  επόμενα  βήματα  τα δικά  του  και  της  οικογένειάς  του.  Το  μόνο  σίγουρο ήταν  πως  στο  μικρό του  γιο,  τον  Άρη,  δεν  θα  μπορούσε  να  έχει  πια  την  τυφλή  εμπιστοσύνη, που του  είχε  πριν,  ούτε  και  την  τύχη  της  οικογένειάς  του παραδομένη  στα  χέρια  εκείνου.

Η  Θάλεια,  από  το  δωμάτιό  της, το  βράδυ  εκείνο,  άκουγε  τις  φωνές,  τις πικρές  και  θυμωμένες  και  καθισμένη  στην  άκρη  του  κρεββατιού  της,  ένιωθε   μόνο την αναπνοή  της  βαριά  και  δύσκολη  να  φεύγει  από  μέσα  της,  σε  δόσεις  μικρές. Βήμα  δεν  μπόραγε  να  κάνει  ούτε  μπροστά  ούτε  και  πουθενά. Καυτά  δάκρυα  αυλάκωναν  τα  χλωμά  μάγουλά  της   και  τα  χείλη   της  μια  άσπρη γραμμή, σα   μαχαιριά,  ίσα   που  κατάφερναν   να  κρατήσουν  την κραυγή,  την  απελπισία  και  τον  πόνο, να  μην  ξεχυθούν  από  μέσα  της.

Ώρες  μετά,  όταν  πια  όλα  τα σκέπασε η   σιγαλιά της νύχτας,  βγήκε από το δωμάτιό  της,  την Αμαλία,  να  δει,  την  πικραμένη  μάνα,  να  συνδράμει.

Με  βήματα  πάνω  στις μύτες των  ποδιών  της  έφτασε  στο  μεγάλο  δωμάτιο,  που  είχε  την  πόρτα  μισάνοιχτη.  Από  το  μικρό άνοιγμα  αντί της  Αμαλίας, του  Άρη  είδε  τη  μορφή, στη μεριά του  κρεββατιού  του  πατέρα  του  κάτι  να  αφήνει  μέσα  στο  κουτί  με  τις  σκόνες  για  την  καρδιά  του,  που  είχε  πάνω πάνω  στο  κομοδίνο,   δίπλα  στα γυαλιά  και  στα  υπόλοιπα  τα  φάρμακά  του.

Γύρισε  ξανά  στην  κάμαρά  της,  αθόρυβα και ήσυχα, όπως και  πριν,  και  κουρασμένη  από την  ένταση  της  βραδιάς, μα  περισσότερα  από  όσα  είδε  με  τα  μάτια  της  τα  ίδια,   προσπάθησε  να  δραπετεύσει  στα όνειρα,  να χαθεί,  να  ξεχαστεί.

 Οι  πρώτες ακτίνες  του  ήλιου  έλουσαν  με  το φως τους,  το  λευκό,  την πλάση  καθώς και  το  υποστατικό   και  τρύπωσαν βιαστικά  και  στην  κάμαρα της Θάλειας.  Μηχανικά   σηκώθηκε  εκείνη  και  βάλθηκε  τον  εαυτό της,  ανόρεχτα,  να  ευπρεπίσει  και  να  ασχοληθεί  με  τις δουλειές του  σπιτιού  με  προτεραιότητα  την ετοιμασία  του  πρωινού  για  όλη  την  οικογένεια.

Το  τραπέζι  ήταν  ήδη  στρωμένο  και  η  μυρωδιά  από  το   φρεσκοψημένο ψωμί  διαχέονταν  ευχάριστα  σε  όλο το  σπίτι,  ότανη  σπαραχτική  κραυγή  της  Αμαλίας,  δυνατή  και  συρτή σαν  ξερή  τουφεκιά,   πάγωσε  το  αίμα  και   την  καρδιά  της  Θάλειας.

Το  τσαγερό  με  το  αχνιστό  τσάι, που έφερνε  στην τραπεζαρία,  έπεσε   στο  ξύλο ,  χάμω,  και   εκείνη,  αλαφιασμένη  ελαφίνα  έτρεξε  κατά  τη  μεριά  από,  όπου  ακούστηκε  η  πικρή φωνή,  κατά  το  μεγάλο  δωμάτιο  του  ζευγαριού,  να  δει τι  είχε  συμβεί. 

Μια  Αμαλία,  φάντασμα  του  εαυτού  της,  με ξέπλεκα  τα  σταχτόχρωμα  μαλλιά  της  και  βλέμμα  καρφωμένο  στο  κενό,  έστεκε  παγωμένη  και  ασάλευτη πάνω  από το  προσκέφαλο  του  πεθαμένου  Πέτρου,  του άντρα  της.

Η  κηδεία του  Πέτρου  Κοντοπάνου  έγινε  σε  κλίμα  ανείπωτης  θλίψης  τόσο  για  την  οικογένειά  του,  όσο  και  για  όσους  είχε   στη  δούλεψή  του.  Στα  εξήντα  χρόνια  της ζωής  του  είχε  κάνει  τόσα  πολλά και  είχε  και  τόσα άλλα  δρομολογημένα,  αλλά η  κοινή  ανθρώπινη μοίρα,  αυτή  του  θανάτου,  έγραψε  το τέλος  του  γρήγορα  πολύ  και  αιφνίδια.  Στα προβλήματα   της  καρδιάς  του  αποδόθηκε  ο  θάνατός  του  και  κανείς  δεν  έψαξε,  δεν  υποψιάστηκε  κάτι  παραπάνω.

Το  τηλεγράφημα, που  έφτασε  στη  Σύμη,   δυο  λέξεις  κατάμαυρες  σε  φόντο  λευκό, <Πέτρος  απεβίωσε>,  σα  μαχαιριά  καρφώθηκε  και   μάτωσε  την  καρδιά  τόσο  του  Αλέξη,  όσο  και  της  Αγγελικής.

<<Τι  παιχνίδια  διαβολικά  παίζει  με  τον  άνθρωπο  η  μοίρα! Επτά  χρόνια  είχα  να  τον  δω  και  μόλις  πριν  δυο  μήνες  καταφέραμε  ο  ένας  να  πέσουμε  στην  αγκαλιά  του  άλλου,  και  τώρα  αυτό. Δεν  το  χωράει ο  νους μου.>>,  έλεγε  και  ξανάλεγε  ο  Αλέξης  μουδιασμένος ακόμη  από  το  μακάβριο νέο.

<<Δεν  μπορούμε  να  κάνουμε  κάτι.  Το  είπες και  εσύ,  αυτή  είναι  η  ανθρώπινη  μοίρα.  Όσο  κρατάμε  στην καρδιά  και  τη  σκέψη  μας,  αυτούς, που  έφυγαν  από  κοντά  μας,  δεν  έχουν  πεθάνει  για  εμάς.  Τις  στιγμές,  τις  όμορφες,  που  πέρασες  μαζί  του,  να θυμάσαι,  Αλέξη  μου,  και  έτσι  και  η  δική  σου  ψυχή  θα  αγαλλιάσει  και  η  δική  του  θα  αναπαυτεί>>,  κρατώντας  τον στην  αγκαλιά της,  σα  βρέφος,  προσπαθούσε η  Αγγελική  να  πάρει  λίγη  από τη  θλίψη  και τον  πόνο  του,  τον  βουβό.

Ξεκίνησαν  αμέσως  τις  ετοιμασίες  για το  ταξίδι,  το  ύστατο  χαίρε  να  αποδώσουν  στον  πατέρα  και  των  δυο   τους, τον Πέτρο  Κοντοπάνο.

Έμειναν  στο  υποστατικό  δέκα  μέρες, ως  τα  εννιάμερα  του  συγχωρεμένου. Η  Αμαλία  με  τα παιδιά της  δίπλα  της,  άρχισε σιγά σιγά  να  δείχνει   πως  συνέρχονταν  από  την  τραγωδία,  που  χτύπησε  το  σπιτικό  της.

Κανείς  δεν  την  άφηνε  στιγμή  μοναχή της.  Στο  σπίτι  πηγαινοερχόταν  κόσμος  από  το   γειτονικό  χωριό,  αλλά  και  από την  ευρύτερη  περιοχή.  Ο  Πέτρος Κοντοπάνος  ήταν  αγαπητός   σε  όλους.  Στάθηκε  άνθρωπος   καλόκαρδος,  συμπονετικός  και  ευγενικός.  Συνέδραμε  πολλούς  και  σε  άλλους τόσους  έδωσε  καταφύγιο  και  δουλειά. Μπορεί  να  ζητούσε  σκληρά  να  δουλεύουν,  όσοι  ήταν  κοντά  του,  αλλά  ήξερε  εκτός  από  το  βούρδουλα  και  τον   λόγο  τον  καλό  να  χρησιμοποιεί.  Πώς  κατάφερνε  να  τα  συνδυάζει  αυτά  τα  δυο,   μόνο  εκείνος  ήξερε  το  μυστικό,  αφού  όλοι  ήθελαν  στη  δική  του  δούλεψη  να  μπούνε.  Την  ασφάλεια  και  τη  γενναιοδωρία,  που  έδειχνε  εκείνος, σε  άλλον αφέντη  δεν  υπήρχε  περίπτωση   να  συναντούσαν.   Έβγαζε  πολλά,  αλλά  και  μοίραζε  επίσης.  Ο  χορτασμένος  έλεγε  θα  φέρει  πίσω,  όσα  πήρε,  και  με  το  παραπάνω,  αντίθετα  ο   φόβος και  η  πείνα   φέρνουν  μοναχά  μπελάδες.

Η  Θάλεια  όλες  αυτές  τις  μέρες  απομονωνόταν  στην  κάμαρά  της  και  έβγαινε   από  εκεί  μόνο,  όταν  αυτό  ήταν  απαραίτητο.  Τις  νύχτες  πάλι  έμενε  ξάγρυπνη   και  γονατισμένη  μπροστά  στο  εικόνισμα  της Παναγιάς  ζητούσε  συγχώρεση  και  λύτρωση  από  τις  τύψεις  της,  γιατί  δεν  εμπόδισε  το  έγκλημα,  που  μπροστά  της  είχε  δει  να  διαπράττεται.   Αυτό  όμως  το   είχε  συνειδητοποιήσει,  όταν  ήταν  πια  αργά.  Πιο  πριν  δεν  μπορούσε  να  πάει  το  μυαλό  της  σε  κάτι  τόσο  ειδεχθές.

Εκείνος  που  υπέφερε  φριχτά  από  το  χαμό  του  Πέτρου  Κοντοπάνου  και  δεν  έκανε  καμιά  προσπάθεια  να  το  κρύψει  ήταν  ο  Γιάννος.

 Αξύριστος,  με  μάτια  κατακόκκινα  σαν  κάρβουνα  αναμμένα  διέτρεχε  το  κτήμα  τις  νύχτες,  από  τη  μια  άκρη  στην  άλλη,  αλυχτώντας  από  τον πόνο  σαν  τα  σκυλιά  και  ακόμα  παραπάνω,  αφού  και  αυτά  ακόμη  έχωναν  την  ουρά  κάτω  από  τα  σκέλια  τους,  όταν  τον  έπαιρναν  μυρωδιά  και  λούφαζαν  σε  μια  γωνιά   του  υποστατικού.  Τις  μέρες  πάλι  έφευγε  αχάραγα  και  βολόδερνε  στα  χωράφια  και  τις  ρεματιές  τον  πόνο  του  κάπου  να  χωρέσει   και  μόνο  στον  τάφο  του  Πέτρου,  επάνω,  έβρισκε  λίγο  αναπαμό   από  το  αντάριασμα  της  ψυχής  και  του  μυαλού  του.

Χρειάστηκε  η  Αμαλία,  που  κατάφερε  τελικά  να  αποκαταστήσει  την   επαφή  της  με  την  πραγματικότητα, όσο  ζοφερή  και  αν  ήταν  αυτή,   να  τον  πάρει  κοντά  της  και  να  τον  κανακέψει  και  να  τον  ορμηνέψει  λες  και  ήταν   αίμα   δικό  τη:.

<<Ό,τι  έγινε  δεν  αλλάζει  Γιάννο.  Έτσι  το  θέλησε  ο  Μεγαλοδύναμος,  και  εσύ,  για  να  τιμήσεις  τη  μνήμη  του  πρέπει  στο  ύψος  σου  να  σταθείς  και  εκεί,  όπου  θα  σε  ήθελε  και  εκείνος.  Τα  κτήματα  και  οι  εργάτες  θέλουν  αφεντικό  άξιο  και  πιότερο  δουλευταρά  από  εκείνους,  και  εσύ  ξέρεις  πολύ  καλά,  πόση  ο  συγχωρεμένος,  ο  Πέτρος,  σου   είχε  εμπιστοσύνη  και  εκτίμηση  περισσή.  Ο  ίσκιος  του   έπεσε  βαρύς  σε  όλους  μας  μα  σε  εσένα  περισσότερο.

 Ένα  παιδαρέλι  είναι  ο  Άρης  μας,  όπου  φυσάει  ο  άνεμος  θα  πηγαίνει  για  καιρό  ακόμη  πολύ.  Εσύ  είσαι  το  γερό  σκαρί  με  την  άγκυρα  βαθιά  βυθισμένη  στα  χώματα  αυτά και  από  εσένα  πολλοί  θα  αναμένουν   κουμάντο  και  προσταγή.

  Σύρε  λοιπόν  στο  δρόμο,  που  ο  αφέντης  σου   σού  έδειξε  και  πράξε  κατά  πως  και  εκείνος  θα  ήθελε,  και  από  εκεί  ψηλά,  που  βρίσκεται  θα  σε  καμαρώνει  και  θα  ησυχάζει  η  ψυχή  του,  η  αγνή>>,  του  μίλησε  η  Αμαλία  και  εκείνος  σηκώνοντας  τα  μάτια,   που  τόση  ώρα  τα  είχε  στο  χώμα  στυλωμένα, τα   ευθυγράμμισε   με  το  βλέμμα  το  δικό της  και  χωρίς  να  πει  ούτε  μια  λέξη, γύρισε  την πλάτη  και  απομακρύνθηκε.

Από  την επομένη  ο  Γιάννος  λες  και  αποποιήθηκε  την  προηγούμενη  αδύναμη  και  άβουλή   του  φύση,  μεταμορφώθηκε  σε  γίγαντα  θεόρατο  και  δυνατό.  Ασταμάτητα  έτρεχε  από  το  ένα  μετερίζι  στο  άλλο, εργάτες  και  ζωντανά  είχε   με  μια  ματιά  του  μόνο    κάτω  από τις   δικές  του  προσταγές.

 Ακόμα  και  ο  Άρης, που  μέρες  τώρα  περιφέρονταν  ένα  κουφάρι  αδειανό,  αντιλήφθηκε  εύκολα  και  γρήγορα  την αλλαγή   του  Γιάννου   και   εξεπλάγη   με  την  ορμή  και  τη  ζέση,   με  την  οποία  έπεφτε  εκείνος  πάνω  σε  καθετί  και  δεν  σήκωνε  το  κεφάλι  του  ούτε  για  λίγο  νερό,  πριν  δεν ολοκλήρωνε  πρώτα  αυτό  με  το  οποίο  καταγινόταν.

<<Θέλω  να  μιλήσουμε,  αλλά  όχι  εδώ,  ούτε  τώρα.  Έλα  να  με  πάρεις  το  απόγευμα,  να  πάμε  ως  το  μοναστήρι,  κάτω στη  λίμνη>>,  μίλησε  σιγανά  η  Θάλεια  στον  Άρη,  ένα  πρωί,  την  ώρα  που  έσκυβε  από  πάνω  του,   να  του  βάλει  το  αχνιστό  ρόφημα  στην κούπα  του,  μέσα.

Απόγευμα  ζεστό  και  με  την  άπνοια  να  κάνει  την  ατμόσφαιρα  ακόμα  πιο  αποπνικτική,  μπήκαν  οι  δυο  τους  στην κούρσα  του  Πέτρου,  που  τώρα  πια  πέρασε  στον Άρη,  μαζί  με  τόσα  άλλα,  και  κίνησαν  για  τη  μεγάλη,  γκριζοπράσινη  λίμνη  με  τον  πλούσιο  υδροβιότοπο.

Ήταν  μαγικά την  ώρα  εκείνη,  που  ο  ήλιος,  δεινός  βουτηχτής,  καταδύονταν  αργά,  σχεδόν  ιεροτελεστικά   στα  ήρεμα  νερά  και  με  τις  τελευταίες  ακτίνες  του  μπόλιαζε   με  χίλιες  μύριες  χρωματιστές  πινελιές   το  μούχρωμα  του  ορίζοντα. Αφού  γεύτηκαν  το  θάμα  της  φύσης  τη  στιγμή   εκείνη,  καθώς  το  φως  και  το  σκοτάδι  πιασμένα  χέρι  χέρι  διάβαιναν  τη  στράτα  τη  γνώριμη,  έσπασε  τη  σιωπή  πρώτη  η  Θάλεια.

<< Τι  έκανες  στο  δωμάτιο  του  Πέτρου,  το  βράδυ,  μετά  τον  καυγά  σας; Και  μην  τολμήσεις  να  αρνηθείς  ότι  ήσουν  στην  κρεβατοκάμαρά   τους,  γιατί  σε  είδα  με  τα  ίδια  μου  τα  μάτια!

  Τι  ακριβώς  άφηνες  μέσα  στο  κουτί  με  τα  σκονάκια,  που  έπαιρνε  ο  Πέτρος  για  την  καρδιά  του;  Μορφίνη  είχε  το  χαρτάκι,  που  έβαλες  πάνω  πάνω   στο  σωρό  με  τα  υπόλοιπα;>>,  μιλούσε  η  Θάλεια  και  τα μάτια  της  πετούσαν  φλόγες,  μεγάλες,  δυνατές,  ικανές  να πυρπολήσουν  τον  Άρη  ολόκληρο.

<<Τι,  τι  είναι  αυτά  που  λες!  Τρελάθηκες,  για  ποια  μορφίνη  και  ποιο  δωμάτιο  μου  μιλάς! Δεν  ξέρεις  τι  σου  γίνεται!  Ο  χαμός  του  πατέρα  μου, σου  σάλεψε  και  εσένα  το  μυαλό,  όπως  του  Γιάννου!  Πρόσεξε  τι  λες  και σε  ποιον!  Δεν  θα  επιτρέψω  άλλη  φορά  να  πιάσεις  το  όνομά μου  στα  χείλη  σου,  πολύ  περισσότερο  να  υπονοήσεις  κάτι  σχετικό  με  τον  θάνατο  του  πατέρα  μου!

 Δεν  είσαι  οικογένειά  μας  εσύ,  και  οποιαδήποτε  στιγμή  μπορούμε  να  σε  στείλουμε  από  εκεί,  που μας  ήρθες!  Αν  μάθει  η  μητέρα  μου  τι  σκέφτεσαι  και  λες  για  εμένα,  θα  σε  μισήσει!  Είμαι  ο  μόνος,  που  της  απέμεινε  τώρα.

 Πρόσεχε  λοιπόν  πάρα  πολύ  στο  εξής!>>,  φωτιά  και  λάβρα  έγινε   ο  Άρης  και    πέρασε  μετά  το  πρώτο,  ελαφρύ,  ανεπαίσθητο  σχεδόν   ξάφνιασμα   του  από  τα  λεγόμενά  της   Θάλειας,  όχι  στην  άμυνα,  αλλά  στη  σκληρή  επίθεση.

<<Άκουσε  Άρη,  ξέρω  τα  πάρε  δώσε  σου  με  την  άσπρη  σκόνη,  όπως  ξέρω  και  πόσα  έκλεψες  από  τους  γονείς   σου,  δεν υπάρχει  λόγος  να  κρύβεσαι  από  μένα  ούτε  να  μου  επιτίθεσαι  έτσι. Να  σε  βοηθήσω θέλω,  διαφορετικά  θα  είχα  μιλήσει  και  στην  Αμαλία  και  στη  χωροφυλακή.  Δεν  ξέρω,  αν θα  με  πίστευαν,  όμως  η  ζημιά  θα  γινόταν  και  άντε  μετά  εσύ  να  ξέμπλεκες>>,

  άλλαξε  η Θάλεια  και  τον  τόνο  και  το  ύφος  της  φωνής  της,  αφού  μια  κατά  μέτωπο  αντιπαράθεση  των  δυο  τους  ούτε  τον  Πέτρο  θα  έφερνε  πίσω  ούτε  και  σε  τίποτα  άλλο   θα  βοηθούσε.

 Τον   Πέτρο  τον  είχε  σαν  πατέρα  της  η  Θάλεια,  τον  αγαπούσε,  τον  Άρη  όμως  τον λάτρευε,  ζούσε  και  ανάπνεε  για εκείνον. Μια  ματιά  του  έφτανε  να  τη  στείλει  στους  επτά  ουρανούς,  ενώ  η  αδιαφορία  του   την  έριχνε  στα  σκοτεινά  τα  τάρταρα.  Να  τον  ταρακουνήσει  και  να  τον  τραβήξει  από  την  κατάντια, τον εξευτελισμό  και την  < αρρώστια>,  που  κάθε  ώρα,  κάθε  στιγμή,  βούλιαζε  όλο  και  πιο  βαθιά, όλο  και  πιο  πολύ,  σα  να  είχε  πέσει  εκείνος  σε   κινούμενη άμμο,  ήθελε  και  τίποτα  παραπάνω.

Τον  πήρε με  το  μαλακό, με  το  γλυκό,  γιατί  όπως  έλεγαν  και  στο  νησί  της,  τις  μύγες  κανείς  τις  πιάνει  πιο  εύκολα  με  το  μέλι  παρά  με  το  ξίδι.

<<Γιατί   Άρη  μου,  γιατί; Τι  σου  έλειψε,  τι  δεν  σου  δώσανε;  Αγάπη,  φροντίδα,  στοργή, μόρφωση,  αγαθά, λεφτά;  Τι,  τι  είναι  αυτό  που  σε  μόλυνε,  εσένα,  τον  άγγελό  μου!  Έτσι  σε  θωρούσα,  και  αισθανόμουν  διπλά  τυχερή,  γιατί  μπήκα  όχι  μόνο   σε μια  οικογένεια  σωστή,  αλλά  βρήκα   και  έναν  άνθρωπο  συνομήλικό  μου, να  με καταλαβαίνει,  γλυκό,  ευγενικό,  πονόψυχο, δοτικό  και  ήμουν  πολύ  περήφανη  για   εσένα >>,  του  μιλούσε  και  έβλεπε  τα  μάτια  του  κόκκινα  από  τον  πόνο  και  την  απόγνωση. Δάκρυα  αυλάκωναν  το τραχύ  του  πρόσωπο,  που  η  απελπισία  το  έκανε  να  μοιάζει  ακόμα  πιο  άγριο,  πιο γερασμένο, παρά  το  πολύ  μικρό  της  ηλικίας  του,  και  πιο  άχρωμο  και  αδειανό  από  σφρίγος  και  ζωή.

<<Δεν  ήθελα  να  κάνω  κακό  σε  κανέναν, συγχώρεσέ  με Θάλεια. Θόλωσα,  ντράπηκα,  αλλά  και  φοβήθηκα  πολύ.  Ο  πατέρας   μου  ήδη  με  υποψιαζόταν  εδώ  και  καιρό. Έβλεπα  την  αμφιβολία   μαζί  και  την   απόρριψη  στα  μάτια  του.

Ήμουν  καταχρεωμένος,  και  να  του  ζήταγα,  δεν  θα  μου  έδινε,  αφού  έπρεπε  να  του  αποκαλύψω  τους  λόγους  για  τους  οποίους  τα  ήθελα,  και  οι  άνθρωποι  αυτοί  δεν  αστειεύονται,  πάντα παίρνουν ό,τι  οι  άλλοι  τους  χρωστάνε. Ή  εκείνος ,  που  έτσι  και  αλλιώς  θα  πέθαινε  από  ντροπή,  μόλις  μάθαινε  για  μένα,  τα  πάθη  και  τα  λάθη  μου  ή  εγώ…..

 Φταίω.  Μου  έδωσε  τα  πάντα, όμως  εγώ  δεν  είχα  τη  δύναμη  να  τα  κρατήσω.  Δεν  είναι  όλοι  οι  άνθρωποι  γεννημένοι  για  όλα.  Αδύναμος  και  μικρός  ήμουν,  αλλά  και  δειλός,   που  δεν  στάθηκα  με  σθένος  απέναντί  του  να  του  πω  πως  δεν ήμουν  σαν  εκείνο, οι  δικοί  μου  ώμοι  δεν  μπορούσαν  να  βαστάξουν ένα  τέτοιο  φορτίο.

 Είχα  και  εγώ  όνειρα  και  έκανα  σχέδια, όχι  να  γίνω  αφέντης  σε  κτήματα,  ζώα  και  εργάτες.  Να  ζωγραφίζω  σπίτια,  δρόμους,  γεφύρια  και  τόσα  άλλα  και  μετά  να  τα  δίνω  σάρκα  και  οστά  και  να  κάθομαι  απέναντί  τους  και   να  τα  καμαρώνω,  ήθελα.  Εγώ,  να λέω,  εγώ,  τα  έφτιαξα  αυτά,  δικά  μου  δημιουργήματα, παιδιά  μου  είναι.  Και  ήρθαν  εκείνοι,  η  καταραμένη   φάρα  αυτών  με τις  στολές,  των  συνταγματαρχών,  και τα  έδωσαν  μια  και  τα  γκρέμισαν  όλα. Μονόδρομος  από  εκεί  και  πέρα  η  ζωή  μου.  Ή  κυρίαρχος   του  εαυτού  μου  ή   υποτακτικός  του  Πέτρου  Κοντοπάνου.

 Χίλιες  φορές  να  αρνιόμουνα  τότε, χίλιες  φορές   να  έφευγα,  μούτσος  στα  καράβια  να  γινόμουν,  χίλιες  φορές  να  έπαιρνα  των  ομματιών  μου  για  το άγνωστο. Τώρα  εκείνος  θα  ζούσε  ακόμα   και  εγώ  ίσως  να  ήμουν  λιγάκι  καλύτερος  άνθρωπος. Λάθος  τη  ζωή  μου  την πήρα,  Θάλεια,  όλα  λάθος,  τώρα  όμως  είναι  πολύ  αργά>>,  χείμαρρος  τα  λόγια  του  Άρη,  ήρθαν και  ενώθηκαν  με  αυτά,  που  κράταγε  η  Θάλεια  μέσα  της  και  ξέσπασε  και  πάλι  εκείνη,  άγρια  νεροποντή  με   οργισμένες  αστραπές  μαζί.

<<Και  τι  μου  λες  τώρα  Άρη,  ότι  ο  πατέρας  σου,  που  σε  ήθελε  νοικοκύρη  και  άνθρωπο  σωστό  και  προκομμένο,  με  δύναμη  και  σέβας,  τι  υποτακτικό  μου  τσαμπουνάς,   φταίει,  που εσύ  έμπλεξες  με  κατακάθια  και  έφτασες  να  τον κατακλέβεις  και  στο  τέλος  να  του  αφαιρέσεις  και  την  ίδια  του  τη  ζωή!  Ποιος  είσαι  εσύ,  ποιος  σε  όρισε  δικαστή  των  πάντων.  Εδώ  τον ίδιο  σου  τον εαυτό  δεν  μπόρεσες  να  κουμαντάρεις.

 Μέσα  σου  κοίταξε  Άρη,  εκεί  βρίσκεται  το  σκοτάδι  και  το  φως  μαζί. Στο  δικό  σου  χέρι  και  του  καθενός  από  εμάς  είναι  ποιο  από  τα  δύο  θα  αφήσουμε  να   γίνει  φάρος  και  σημαία  στη  ζωή  μας. 

Αντί  να  τα  βάλεις  με  τον  εαυτό  σου  για  την  κατάντια  σου,   τα  έβαλες  με  έναν  άνθρωπο   δίκαιο  και  αγνό,  που  μόνο  σκέψεις  σωστές και  πράξεις  έντιμες  είχε  στη  ζωή  του  κάνει!

 Ένας  φονιάς,  ένας  πατροκτόνος  είσαι,  το  χειρότερο  είδος  εγκληματία. Σκότωσες  με  σχέδιο  οργανωμένο,  όχι  εν  βρασμώ  ψυχής και  μάλιστα  το  ίδιο  σου  το  αίμα, τον  γεννήτορά  σου,  που  σου  έδωσε  τα  πάντα. Δε  θέλω  να  σε  βλέπω,  να  αναπνέω  τον ίδιο  αέρα  μαζί  σου,  τον  μολύνεις. Να  φύγεις,  να  εξαφανιστείς  από  προσώπου  γης,  αν  σου  έχουν  απομείνει   έστω  και  λίγα  δράμια  φιλότιμο!  Σήμερα,  τώρα  κι  όλας  να  πάρεις  των  ομματιών  σου  και  να  χαθείς!

 Τη  μάνα  σου, την  καψερή,  πως  μπορείς  να  την  αντικρίζεις,  που  σε  πήρε  στην  αγκάλη  της  μέσα, την  πληγή  της  ορφάνιας  σου  να  γλυκάνει!>>

<<Δεν περιμένω  να  με  καταλάβεις,  Θάλεια,  σε  όλα  δίκιο  έχεις,  όσα  μου  λες  και  ακόμη  περισσότερα  και  χειρότερα  μου  αξίζουν. Ναι,  τα  είχα  όλα,  εκτός  από  τον  εαυτό  μου.  Αυτός  δεν  ανήκε  σε  εμένα.    Άλλοι  αποφάσιζαν  για  εμένα, τι  θα  σκέφτομαι, τι  θα  νοιώθω,  τι  θα  ονειρεύομαι,  και  αν  δεν  συμφωνούσα  μαζί  τους,   ήμουν  επικίνδυνος, αχάριστος, παιδί  κακό,  που  έπρεπε  να  το  συνετίσουν  και  να  του  επιβληθούν.

  Δεν  περίμενα  να  έρθουν  έτσι  τα  πράγματα  με  τον πατέρα  μου.  Να  με  αφήσει  ήσυχο  ήθελα,  να  μην  ασχολείται  με  εμένα.  Αν  εθιζόταν  και  εκείνος  στη  λευκή  σκόνη,  για  άλλα  θα  νοιαζόταν,  τον  εαυτό   του  και  το  πάθος  του  να  χορτάσει  και  εγώ  θα  ανάπνεα  επιτέλους  ελεύθερα!>>

<<Για  ποια  ελευθερία  μιλάς  Άρη.  Σκιά  του  εαυτού  σου  έχεις  μείνει.  Άλλος  κουμαντάρει  τη  σκέψη  και  τις  επιθυμίες  σου,  δεν  το  βλέπεις! Αυτός  ο  διάολος,  που  βάζεις  μέσα  σου,  κυβερνά τον  λογισμό  σου,  αυτός  σε  έφερε  στο  τελευταίο  σκαλί  της  μίζερης  ζωής  σου. Πού είναι  τα  νιάτα  σου,  το  χαμόγελο,  το  σφρίγος, τα  όνειρα,  οι ελπίδες!  Βορά  στο  τέρας  αυτό  γινήκανε,  και  το  χειρότερο  όλων,  εσύ ,  ακόμη  να  το  νοιώσεις.  Για  ελευθερία  και  κυρίαρχος  του  εαυτού  σου,   πως  θες  να  είσαι,  μου  μιλάς  και  είσαι  χεροπόδαρα  δεμένος  και  κατρακυλάς  και  βουλιάζεις  όλο  και  πιο  πολύ.  Τον  εαυτό  σου  κοροϊδεύεις,  σε  αυτόν  έκανες  το  πιο  μεγάλο  κακό.  Πώς  αντέχεις  ακόμη  και  ζεις, πώς!

  Δεν  έχω  κλείσει  μάτι  αμέτρητες  νύχτες  τώρα,  δεν  έχω  φάει  γλυκό  ψωμί,  η  εικόνα  εκείνου,  του  αδικοχαμένου  πατέρα  σου,   είναι    μπροστά  μου  συνέχεια  και  δεν   σταμάτησε  στιγμή να    με τυραννά,   χειρότερα  και  από  όλα  τα  μαρτύρια  μαζί,  που  υπέστη   ο  Κύριος  Ιησούς  Χριστός  μας.  Και  εσύ  πως  σηκώνεις  ένα  τέτοιο  φορτίο,  έναν  θάνατο,  που  προκάλεσε   το  διαλυμένο  σου  μυαλό  και  η  μολυσμένη  σου  ψυχή!>>

<< Θα  πάω, θα  παραδοθώ,  δεν  αντέχω  πια  άλλο.  Δεν  έχω  τίποτα καλό  μέσα  μου  να  δώσω  ούτε  σε  εμένα  ούτε   στους  άλλους.  Ένα  κάθαρμα  λιγότερο,  μπας  και  ξεβρομίσει  ο  τόπος  αυτός.  Κάποτε  ήμουν αλλιώς,  εσύ  τουλάχιστον  αυτό  το  ξέρεις. 

Σε  αγάπησα  πολύ  Θάλεια,  όπως  και  τους  γονείς  μου  και  τον  αδερφό  μου  και  ας  είχαμε  τις  κόντρες    και  τους  ανταγωνισμούς μας,  αυτό  δε  θέλω  να  το  ξεχάσεις. Μόνο  αυτό  να  έχεις  να  θυμάσαι  από  μένα,  για  τα  άλλα  δεν  με  γνώρισες  ποτέ>>,  της  είπε  πιο  ήρεμος  και  λυτρωμένος  τώρα   και  άνοιξε  την  πόρτα  του αυτοκινήτου,  να  μπουν,  να  φύγουν.

<<Περίμενε, τι  έχεις κατά  νου,  αν  κατάλαβα  καλά  είπες  θα  παραδοθείς.  Και  τι  καλό  θα  βγει  από  μια  σου  τέτοια  κίνηση!  Θα  φέρεις  τον  πατέρα  σου  πίσω,  μάλλον  και  τη  μάνα  σου  θα  στείλεις  στον  άλλο  κόσμο μια  ώρα  γρηγορότερα!  Αναλογίστηκες  ποιες  θα  είναι  η  συνέπειες  από  μια  τέτοια  σου  πράξη!  Με  άλλο  τρόπο  μπορείς  να  τιμωρήσεις  τον  εαυτό σου  και   να  πληρώσεις   για  το  κακό, που  έπραξες,  και  μόνον  εσύ    και  κανένας  άλλος,  αυτό  το  μπορεί.  Δεν  αντέχει  η  οικογένειά  σου  και  άλλον  πόνο  και  άλλον  διασυρμό.

  Άλλαξε,  γίνε  αυτό,  που  ήσουν  Άρη,  αυτό  που  ήθελες,  και  οι  άλλοι, όπως  είπες,  δεν  σου  επέτρεψαν.  Μη  χαραμίζεις  άλλο τον  εαυτό  σου,  μην  τον  κρατάς  δέσμιο  του  πάθους  σου  και  των  κακών  συνηθειών  σου.  Γκρέμισέ  τα  όλα  και  ξεκίνα  το  χτίσιμο  από  την  αρχή  με  πιο  ανθεκτικά  υλικά  σε  πιο  γερά  θεμέλια.  Θυμήσου  τα  όνειρά  σου  και  πάλεψε  για  αυτά,  και  κάθε  φορά,  που  θα  αφήνεις  και  μια  αχτίδα  φωτεινή  να  μπαίνει  στη  ζωή  σου,  εκείνη  η  κηλίδα  η  μαυριδερή,  η  σκοτεινή,  θα  ξεθωριάζει  μέχρι,   που  κάποια  στιγμή  η  παρουσία  της  δεν  θα  σε  τυραννά  τόσο  πολύ!>>

<<Υπόσχεσαι  πως  θα  είσαι  κοντά μου,  Θάλεια,  σε  όλο  αυτό.  Θέλω  να  αλλάξω,  ναι,  μάρτυς  μου ο  Θεός,  πόσο  το  θέλω  πολύ!  Μείνε  κοντά  μου,  σε  έχω  ανάγκη  τώρα,  όσο  ποτέ! Σε  αγαπάω,  καρδιά  μου,  και  μόνο  από εσένα  μπορώ  να  αντλήσω  δύναμη  και  να  παλέψω!>>.

<<Θα  είμαι  εκεί,  από  εμένα  δεν  θα  ξεφύγεις  ποτέ,  αυτό  σου  το  ορκίζομαι. Πάμε  τώρα,  νύχτωσε  για  τα  καλά  και  η  Αμαλία θα  ανησυχεί>>,  πιάστηκαν  από  το  χέρι  και  μπήκαν  στο  αυτοκίνητο  για  το  κτήμα,  πιο  ανάλαφροι  και  οι  δυο   τους,  με  ελπίδες  και  όνειρα  ανθρώπινα,  μικρά.

 Μόνο  που  χωρίς  την  έγκριση  της  Μοίρας, τίποτα  δεν  μπορεί  να  πραγματοποιηθεί  και   η  Μοίρα   το  βράδυ   εκείνο  δεν  ήταν  με  το   μέρος    των  δυο  τους,   δυστυχώς.

Τις  επόμενες  μέρες  όλοι  και  όλα  έδειχναν  πιο  ήρεμα  πιο  φωτεινά,  λες  και  τα  ξέπλυνε το   βρόχινο  νερό,  που  είχε  πέσει. Η  εξομολογητική  διάθεση  των  δυο  νέων  υπήρξε  καταλυτική.  Νηνεμία  επικρατούσε,  τάξη  και  ησυχία, όπως  λίγο  πριν  το  ξέσπασμα  μεγάλης  καταιγίδας.  Μιας  καταιγίδας,  που  μπορεί  να  άργησε  λίγο  να  κάνει  την  εμφάνισή της,  αλλά  η  αργοπορία  της  αυτή  καθόλου  δεν  της  στέρησε  την   ορμή,  με  την  οποία  ξέσπασε.

Ο  Άρης  και η  Θάλεια,  από τη  στιγμή, που μοιράστηκαν  το  θανατερό  μυστικό,  τη  δολοφονία  του  Πέτρου  Κοντοπάνου, ήρθαν κοντά,  πολύ  κοντά,  για  πρώτη  φορά.  Αυτό  στο  οποίο  προέβησαν,  να  ολοκληρώσουν δηλαδή  τη  σχέση  τους,  το θεωρούσαν  πια  λιγότερο  ανήθικο   μπροστά  στο  μεγάλο  και  ανίερο,  που  είχε  προκαλέσει ο  Άρης  και  η  Θάλεια  μαζί,  αφού  με  τη  σιωπή  της  εκείνη  το  είχε  συγκαλύψει.

Η  Αμαλία   ύστερα  από  καιρό  πολύ  και  βλέποντας  τον  Άρη  να  έχει  ξαναπιάσει  το  νήμα  της  ζωής   του  από  την  αρχή,  μετά  το  θάνατο  του  πατέρα  του,  ξανάρχισε  να  ανοίγει  δειλά  δειλά  το  σπίτι  της  και  να  δέχεται  κόσμο  και  επισκέψεις,  να  θυμάται  πως  είναι  να  πηγαίνει  μια  βόλτα  στη  δροσιά  του  πρωινού  ή  μέσα   στα  χρώματα  και  τις μυρωδιές  του  δειλινού,  να  περιποιείται  τον  εαυτό  της  και  να  κάνει  σχέδια  και  πρόγραμμα  όχι  μόνο  για  την επομένη,  αλλά  για  τη  ζωή  ολάκερη,  που  είχε  μπροστά  της  ακόμη.

Σχετικά Άρθρα