fbpx
ΙστορικάΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 2ο: ΓΡΥΠΕΣ (Νέα σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

Και  επιτέλους  το  κακό  έλαβε  τέλος.  Τρεις  μήνες  πριν  την  επίσημη  λήξη  του  Εμφυλίου,  στις  30  Μαϊου 1949,  τα   σήμαντρα  των  εκκλησιών  σήμαναν  και  πάλι  δυνατά  και  χαρμόσυνα  αυτή  τη  φορά τη  λήξη  των  αψιμαχιών. Τη  μέρα  εκείνη  κάτοικοι  από  παντού  ξεχύθηκαν  στους  δρόμους  και  πανηγύριζαν  το  τέλος  ενός  εμφύλιου  σπαραγμού,  που  τόσα  δεινά  είχε  προκαλέσει   σε  οικογένειες  αμέτρητες,  που  δεν  είχαν  καμία  συμμετοχή  στα  γεγονότα.

  Το  τέλος  αυτό  γιόρτασε  και  ο  Πέτρος  με  την  οικογένειά  του, στο  κτήμα.  Από  κοντά  και  οι  άνθρωποι  με  τις  δικές  τους  οικογένειες,  που  χρόνια  τώρα  είχαν  στη  δούλεψή  τους  οι  Κοντοπάνοι.  Μαζί  τη  μέρα  εκείνη  γιόρτασαν  και  τη  βάφτιση  του  παιδιού, που  έκλεισε  τα  τέσσερά  του  χρόνια  και  στους  κόλπους  της  Εκκλησίας,  της  Χριστιανικής,  ακόμα  δεν  είχε  εισέλθει.

 Στήθηκαν  οι  σούβλες  με  τα  αρνιά  και  τα  κατσίκια,  που  τα  ξανάφερε  ο  Πέτρος  στο  κτήμα  από  το δάσος,  όπου  τα  είχε  κρυμμένα,  και  το  κρασί  έρρεε  και  ας  μην  ήταν  άφθονο.

 Άφθονη  ήταν  η  χαρά,  και  τα  γέλια,  και  τα  τσουγκρίσματα  των  ποτηριών,  και  οι  ευχές   για  τον  νεοφώτιστο  Αλέξη,  τον  δεύτερο,  και  για  την  πατρίδα.  Ποτέ  πια  πόλεμος  και  αλληλοσπαραγμός!

Και  αφού γλέντησαν  και  έφυγε  και  ο  τελευταίος,  που  ήρθε  να  μοιραστεί  τη  γιορτινή  μέρα,  κάθισε  η  Αμαλία  σιμά  στον  Πέτρο  και  έχοντας  απέναντι  τα  πεθερικά  της,  ζήτησε  να  τους  μιλήσει.

<<Δεν  θα  μπορούσα  να  βρω  στιγμή  καλύτερη  από  τη  σημερινή,  για  να  σας  πω  και  εγώ  μια  είδηση,  δική  μου.  Και  άλλο  μέλος,  σύντομα,  θα  προστεθεί  στην οικογένεια  αυτή.  Το  γνώριζα  εδώ  και  κάποιες  εβδομάδες,  αλλά πως  να  έλεγα  ότι  ακόμη  μια  ψυχή  θα  έρθει  κοντά  σε  τόσες  βασανισμένες! Τώρα  όμως,  που  καλύτερες  μέρες  μας  περιμένουν,  είμαι  τόσο  ευτυχισμένη  γι’  αυτό  το  μωρό!>>.

Όλοι  έτρεξαν  να  την  αγκαλιάσουν  και  να  την  ευχαριστήσουν  για  την  περισσή  χαρά,  που  τους  κέρασε. 

<<Σύρε  γιε  μου,  στράγγιξε  τα  βαρέλια  με  το  κρασί. Έστω  και  λίγες σταγόνες  να  τρέξουν  θα  είναι  αρκετές, έτσι  για  το  καλό,  να  επισφραγίσουμε  και  αυτό  το  χαρμόσυνο  νέο>>, πρότρεψε ο  Αλέξης  Κοντομηνάς,  ο  πρεσβύτερος,  το  γιο  του. 

Τα  πόδια  τα  δικά του  πια  δε  βάσταγαν  την  τόση  χαρά,  που  πήρε  τη  μέρα  εκείνη.

Έφυγε  και  το  γλυκό  και  ανέμελο  καλοκαίρι  του  1949.

 Οι  αποθήκες  και  τα υπόστεγα  έσφυζαν  από  τους  καρπούς  της  γης  και  οι  καρδιές  των  ανθρώπων  ζεστάθηκαν, ημέρωσαν  και  έπιασαν  και  πάλι  το  νήμα  της  ζωής  από  εκεί,  που  τους  το  είχαν  κόψει  οι  πόλεμοι,  ο  μεγάλος  και  ο  εμφύλιος.

Η  Αμαλία,  με  την  κοιλιά  αρκετά  φουσκωμένη,  φρόντιζε  με  την πεθερά  της  εκτός  από  τον  μικρό  Αλέξη  και  το  κελάρι  του  σπιτιού  τους,  να  γεμίσει  με  όλα  τα  καλούδια,  που  θέλει ο  χειμώνας,  να τον καλοπιάσουν,  για  να τον  βγάλουν  χωρίς  ιδιαίτερες  δυσκολίες  και  προβλήματα.

 Τα  ξύλα  για  το τζάκι  είχαν  ήδη  τοποθετηθεί  από  τους  εργάτες  του  κτήματος  κάτω  από  το  υπόστεγο,  το  ειδικό  για  αυτή  τη  δουλειά και  οι  τροφές  των  ζώων,  σιτηρά,  σανό   και  τριφύλλια, στεγνά  και  μοσχομυριστά,  περίμεναν  στοιβαγμένα    στις   μεγάλες  αποθήκες. Το  μόνο  που  ακόμη  δεν  είχε  δρομολογηθεί  ήταν  η  πώληση   των  καπνών.

 Κρεμασμένα  αυτά  σε  ειδικά  ξύλινα  τελάρα  ξεραίνονταν  καιρό  τώρα, μέχρι  να  βρεθεί  ο  κατάλληλος  αγοραστής. Για  το  λόγο  αυτό  ετοιμαζόταν  ο  Πέτρος  τις  τελευταίες μέρες  να  ταξιδέψει  στη Θεσσαλονίκη, για   να  κλείσει  την  πιο  συμφέρουσα  εμπορική  συμφωνία.

Η  μέρα  εκείνη  του  Νοέμβρη,  που  ξεκίνησε   ο  Πέτρος  για   την  Κομοτηνή,  να  πάρει  το  τρένο  από  το  σταθμό  για  τη Θεσσαλονίκη,  ξημέρωσε  βροχερή  και   παγωμένη  πολύ.

 Η  Αμαλία  τον  ξεπροβόδισε  ως  την  εξώθυρα  της  εσωτερικής  αυλής   και  επέστρεψε  στη  ζεστασιά  του  σπιτιού. Από  χθες  το  βράδυ   η  ελιά  στην πλάτη  της  είχε  αρχίσει  πάλι  να  την  τσούζει  και  να την  ενοχλεί,  αλλά  προσπάθησε  να  μην  κάνει  σκέψεις   και  στοχασμούς  αρνητικούς.  Ασχολήθηκε  με  τον  μικρό  της  γιο  και  φρόντισε  να  περάσει  την  υπόλοιπη  μέρα  στο  δωμάτιό  της,  ξαπλωμένη.

 Ο  πρώτος  οξύς  πόνος  ήρθε  και  την έσκισε   στα  δυο,  σαν  την αστραπή,  που  ακούστηκε  στον  ουρανό.  Ο  δεύτερος, λίγα  λεπτά  αργότερα  ήταν  ακόμη  πιο  δυνατός  και  η κραυγή  της  έκανε  την  πεθερά  της, την  Αριστέα,  να  παρατήσει  ό,τι  έκανε  και  να  τρέξει  στην κάμαρη  της  νύφης  της. Είδε  τον πόνο  ζωγραφισμένο  στο  πρόσωπο  της  Αμαλίας  και  το  σώμα  της  διπλωμένο,  σε  θέση  εμβρυακή   και  κατάλαβε. 

Ο  επιστάτης,  που  βρισκόταν  στο  κτήμα,  και στον  οποίο  ο  Πέτρος  είχε  δώσει  σαφή εντολή  να  μη  φύγει  ούτε  λεπτό,  όσο  εκείνος  θα  έλειπε,  έτρεξε  όσο  πιο  γρήγορα  μπορούσε  με  την  άμαξα  για  το  χωριό,  να  φέρει  την Αργυρώ,  τη  μαμή.

Δεν  κατάφερε  ούτε  μέχρι  το  βράδυ  η  Αμαλία  να  ελευθερωθεί.

 Οι  πόνοι έρχονταν  και  έφευγαν  και  την  τυραννούσαν  λες  και  ήθελαν  να  την  κάνουν  να  πληρώσει για  αμαρτήματά  της  βαριά,  παλιά.  Οι  δυο  γυναίκες,  η  πεθερά    και  η  μαμή,  δεν  έλειψαν  στιγμή   από  το  προσκέφαλό  της.  Πότε  με  αφεψήματα,  με  καταπλάσματα  και  άλλα  μαντζούνια   αναλάμβανε  η  μαμή  να  μετριάσει  τις  ωδίνες  του  τοκετού  και  πότε  η  Αριστέα  με  προσευχές  και  τάματα  σε  μια  άλλη  μάνα,  την  Παναγιά,  ζητούσε  βοήθεια  και  παρηγοριά  για  τη  νύφη  της.

Δύο  εικοσιτετράωρα  συμπλήρωσε  η  Αμαλία,  ξαπλωμένη  στο  κρεβάτι  της,  να προσπαθεί  να  κρατηθεί  και  να  φέρει  στη  ζωή  το  δεύτερο  παιδί  της.

Κορίτσι  το  ήθελε  και  αυτή  και  η πεθερά  της,  έτσι  θα  άκουγε  και  εκείνη  το  όνομά  της,  είχε  έρθει  η  σειρά  της  έλεγε  και  καμάρωνε.  Κορίτσι  της  έλεγαν  και  όσοι  έβλεπαν  την  ολοστρόγγυλη  κοιλιά  της  και  εκείνη χαίρονταν  και  ετοίμαζε  τα  ροζ τα  ζιπουνάκια   του  μωρού.

Δυνατή  η  φωνή, η  τελευταία,  της  Αμαλίας  ακούστηκε,  ίδια  με   κραυγή  απελπισίας,   άγρια  στριγκλιά  και  το  κλάμα  του  μωρού,  το  πρώτο.   Ήχησαν  ταυτόχρονα  και  πάγωσαν  το  αίμα  των  δυο  γυναικών,  που  της  παραστέκονταν.

Ίδιος  με  άγγελο  ο  γιος  της  Αμαλίας, ο δεύτερος.  Ολόλευκος  με  ένα  χνούδι  ξανθό  για  μαλλιά  και  με  μάτια  τεράστια  και  διάφανα, δυο  κάστανα  γλυκά,   κοίταζε  τις  τρεις  γυναίκες  κατάματα,  λες  και  ήθελε  να  τις  ευχαριστήσει  για  τη βοήθειά τους  να  έρθει  στον  κόσμο.

Παραδόθηκε  η  Αμαλία  σε  έναν  ύπνο  βαθύ  και   ευεργετικό  μετά  τη  λύτρωσή  της  από  τις  ωδίνες  της  γέννας  και  είδε  το  μωρό  της  μερικές  ώρες  αργότερα,  όταν  εκείνο  δεν  άντεχε  άλλο  την  πείνα  και  ξεσήκωσε  το  σπίτι  στο  πόδι,  κάνοντας  τον   Αλέξη  να  τρομάξει  πολύ και  να  μη  θέλει  να  δει  τον  μικρό  του  αδερφό.

Έβαλε  στο  στήθος  της  το  γιό  της,  για  πρώτη  φορά  η  Αμαλία,  και  τον  κοίταζε  εκστασιασμένη  από  την  ομορφιά  και  τη  χάρη  του.

 Χάιδευε  το  λευκό  χνούδι  στο  κεφαλάκι  του,  τα  μικρά του  δαχτυλάκια  και  ξέχασε  και  την  επιθυμία  της  να  αποκτήσει  κόρη  και  όλα όσα  σε  ροζ  χρώμα  είχε  ετοιμάσει. Τη  μάγεψε  εκείνο  το  μωρό  και  τα  μάγια  του  έμελλε   να  την  κρατήσουν   έτσι  δεμένη  μέχρι  και  την  τελευταία  της  πνοή.

Όταν  επέστρεψε  από  το  επαγγελματικό  του  ταξίδι  ο  Πέτρος,  βρήκε  τους  δυο  του  γιους  να  προσπαθούν  να  γνωρίσει  ο  ένας  τον  άλλον.

Ο  Αλέξης,  σα  να  διαισθανόταν  ότι  αυτό  το  μωρό  θα  του  έκλεβε  μεγάλο  μερίδιο  από  την αγάπη  των  γονιών  του,  έτρεξε  γρήγορα  και  χώθηκε στην  αγκαλιά  του  πατέρα  του, με  το  που  τον είδε  στο  άνοιγμα  της  πόρτας, μήπως  και  εκείνος  καταλάβει  αυτό,  που  οι άλλοι  δεν  μπορούσαν,  ότι  είχε  τώρα  περισσότερο  από  ποτέ  ανάγκη  τα  χάδια  και  τα  κανακέματα  των  μεγάλων.

Η  Αριστέα  προς  στιγμήν  χολώθηκε,  που  ήρθε  πάλι  αγόρι  και  όχι  κορίτσι στην  οικογένεια, αλλά  βρήκε  εκείνη  τον  τρόπο να  φέρει  τα  πράγματα  στα  μέτρα  της,  ως  προς  το  όνομα,  που  θα  έδιναν  στο  παιδί.

<<Αριστείδη,  θα  τον  πούμε>>,  ανακοίνωσε  με  ύφος   και  στόμφο  Καίσαρα σε  ένα  κυριακάτικο  τραπέζι,  στην  οικογένεια.

 Έτσι  τη  Δευτέρα  του  Πάσχα  του  1950,  που  ο  Αλέξης  έκλεινε  τα  πέντε  του  χρόνια, έγινε   η  Βάφτιση  του  Αριστείδη  ή  Άρη, όπως  επικράτησε  να  τον  λένε  χάριν  συντομίας  αργότερα.  Τώρα  πως  από  τον  Αριστείδη,  τον  μεγάλο Έλληνα  στρατηγό  και  πολιτικό   του  5ου  και  6ου  αι.  π.χ. στην  αρχαία  Αττική,  πήγαν  στον  Άρη, στον θεό  του  πολέμου  και  έναν  από  τους  Δώδεκα  Ολύμπιους  Θεούς,  μόνο  το  μυαλό  της  Αριστέας,  αφού  δική της  επινόηση  ήταν,  μπορούσε  να  το  εξηγήσει.

Μεγάλωνε,  ψήλωνε  και  δυνάμωνε  ο  Αλέξης,  μεγάλωνε  και  ο  Άρης.  Δυο  αδέρφια, με  ίδιους  και  τους  δύο  γονείς,  όμως  τόσο  διαφορετικά  και  στην  εμφάνιση  και  στο  παράστημα, αλλά  και  στη  συμπεριφορά  και  τα καπρίτσια.  Ψηλόλιγνος,  λιπόσαρκος,  μελαχρινός  και  με  μάτια  πράσινα,  αυτά  τα πήρε  από  τη  μητέρα  του, ο  Αλέξης,  χιονάτος,  αφράτος  και  με  μάτια  γλυκό  καστανό,  σαν του  πατέρα  του,  ο  Άρης.

Ο  μικρός  είχε  γίνει  σκιά  του  Αλέξη,  η  ουρά  του,  όπως  έλεγε  η  γιαγιά  Αριστέα,  χαριτολογώντας,  μόνο  που  ο  Αλέξης  δεν  το  έβρισκε  καθόλου   αστείο  και  δεν γελούσε.

  Σκανδαλιάρης  και  πολύ  πεισματάρης  ήταν ο  μικρός  και  έφερνε  με  τα  τερτίπια του  σε  δύσκολη  θέση  τον Αλέξη,  αφού  ως  μεγάλος,  που  ήταν εκείνος, έπρεπε  να  προσέχει  τον μικρό  και  να  τον φροντίζει.  Κατάλαβε  από  νωρίς  ο  Άρης  την αδυναμία,  που  του  είχαν  οι άλλοι  και  άρπαξε  γρήγορα  την ευκαιρία  να  επωφεληθεί  και  μάλιστα  εις  βάρος  του αδερφού  του,  αφού  δεν  ήταν  λίγες  οι  φορές,  που  τιμωρούνταν  ο  μεγάλος  αντί  για  τον  μικρό,  που  τον  προστάτευε,  και  δεν  αποκάλυπτε  την  αλήθεια.

Κάτι  άρχισε  να  καταλαβαίνει  η  Αμαλία,  αλλά  το  μικρό  της  ηλικίας  των  παιδιών,  ειδικά  του  Άρη,  δεν  της  άφηνε  και  πολλά  περιθώρια, να  παρεμβαίνει  την  ώρα,  που  έπρεπε, όπως  πολύ  συχνά  έλεγε  αργότερα,  μετανιωμένη  γι’  αυτή  της  την  αστοχία.

Λίγο  καλύτερα  έγιναν  τα  πράγματα,  όταν  ο  Αλέξης  ξεκίνησε   το  σχολείο. Μια  άμαξα  τον  πήγαινε  στο  σχολείο  του  πιο  κοντινού  χωριού  το  πρωί και  τον  έφερνε  πίσω  στο  κτήμα,  για  λίγο,  το  μεσημέρι  και  τον πήγαινε  ξανά  πάλι  το  απόγευμα  και  το  βράδυ  πάλι  πίσω.

 Έλλειπε  αρκετές  ώρες  την  ημέρα  ο  Αλέξης και  έτσι  γλύτωνε  από  τον  μικρό  Άρη,  προς  ώρας  μόνο, γιατί  με  το  που  επέστρεφε, δεν έβρισκε  ησυχία,  ούτε  την  ώρα,  που  έπρεπε  να  κάνει  τα  μαθήματά  του.  Κάποια  μέρα   αγανακτισμένος  από  τη   συνεχή  ενόχληση  του  Άρη,  βγήκε  από το  σπίτι, να  βρει  τον πατέρα  του  και  να  του  μιλήσει.  Εκείνος,  σαν  άντρας  που  ήταν, θα τον  καταλάβαινε,  αφού  τόσο  οι  γυναίκες  του  σπιτιού  όσο  και  ο  παππούς  του  δεν  έβλεπαν  ή  δεν  ήθελαν  να δουν  το  πρόβλημά  του.

 Τον  πατέρα  του  δεν τον  βρήκε  την  Κυριακή  εκείνη,  αλλά  βρήκε  τα  τσαντίρια  των  τσιγγάνων,  που τα  είχαν  στήσει  λίγο  έξω  από  το  χωριό. Οι  φωτιές  και  οι  δυνατές  μουσικές  τον  τράβηξαν τον  μικρό  σα  την  πεταλούδα  το  φως  και  ήρθε  και  στάθηκε  σε  μια  γωνιά  και  μαγεμένος  παρακολουθούσε  τα κορμιά τους,  που  λικνίζονταν  γύρω  από το  σωρό τα  αναμμένα  ξύλα  και  κάτω  από  τα  χτυπήματα,  τα  ρυθμικά  από  το ντέφι .

 Μια  αρκούδα  δεμένη  με  αλυσίδες  χοντρές  μάθαινε   για  ένα  κομμάτι  χοιρομέρι, όσα  της  δασκάλευαν  για  την  παράσταση,  που  έπρεπε  σε  λίγο  να  δώσει. Το  αίμα  από το  χαλκά, που  ήταν  περασμένος  στη  μύτη της, έκανε  το  μικρό  Αλέξη  να  το  βάλει  στα  πόδια,  μέχρι  που τον  πρόφτασε  ένα  αγόρι  μελαμψό  πολύ  και  ξυπόλυτο,  παρά το  κρύο  και  την  υγρασία.

<<Περίμενε,  μη φεύγεις,  τώρα θα  αρχίσει  το  γλέντι  και  θα  είναι  όμορφα,  θα  δεις>>,  σταμάτησε  τον  Άρη το  τσιγγανόπουλο   και  τον  ξανάφερε  στις  σκηνές.  Χάζευε  τα  ακροβατικά  και  τα  μαγικά των  τσιγγάνων  ο  Άρης  και  ούτε,  που κατάλαβε  πως  η  ώρα είχε  περάσει  και  στο  σπίτι θα  ανησυχούσαν.

<<Τώρα  θα  φάμε,  έλα,  και  μετά  θα  σε  πάμε  εμείς  στους  δικούς  σου>>,  του  είπε  το  μελαμψό  αγόρι.

Και  έφαγαν  και  ήπιαν, τι  ακριβώς,  αυτό  ήταν  ένα  θέμα,  γιατί  ο  Αλέξης  βυθίστηκε  σε  έναν  ύπνο  βαθύ,  χωρίς  όνειρα.

Ξύπνησε  το  επόμενο  πρωί,  αχάραγα  ακόμη,  από  τις φωνές  και  τα ποδοβολητά  των  αλόγων,  που  τα  έδεναν  στις  άμαξες  και  επάνω  τους  φόρτωναν  τις  σκηνές.

Κοίταζε  ζαλισμένος γύρω  του  και  πριν  καλά  καλά  καταλάβει  που  βρισκόταν,  δυο χέρια  τον  άρπαξαν,  γερά,  δυνατά  και  τον  πέταξαν  μέσα  σε  ένα  κάρο  με  μουσαμά.

<<Αφήστε  με,  θέλω  στο  σπίτι  μου  να  πάω, αφήστε  με>>,  φώναζε  και  εκλιπαρούσε, αλλά  η  οχλοβοή  έσβηνε  και  τον  τελευταίο  φθόγγο  της  φωνής   του.

Λίγα χιλιόμετρα  πιο  κάτω,  απόσπασμα  χωροφυλάκων  με  τον Πέτρο  Κοντοπάνο   μπροστάρη, σταμάτησε  το τσιγγάνικο  καραβάνι. Κάποιος,  που  είχε  δει το  μικρό μέσα  στα  χωράφια  την  προηγούμενη  μέρα  τους  είπε  για  τους  τσιγγάνους,  στην  άλλη  πλευρά  του  χωριού.

<<Δεν  καταλάβαμε,  ήταν  νύχτα  ακόμη, όταν  φορτώσαμε  τα  πράγματά  μας.  Ανεβάσαμε  στις  άμαξες  τα  παιδιά  μας,  να  κοιμούνται  ακόμη,  και  ούτε  που  τον  είδαμε  καθόλου  το μικρό>>,  δικαιολογήθηκαν  οι τσιγγάνοι  και  συνέχισαν  το  δρόμο  τους,  το μοναχικό.

Η  Αμαλία  σωριάστηκε  στο  πάτωμα, όταν  είδε  τον  πρωτότοκό  της να  έρχεται  κρατώντας  σφιχτά το  χέρι του  πατέρα  του,  και  ήταν  η  πρώτη  φορά,  που  ο  Αλέξης  ένοιωσε  πως  έπρεπε  δικαιολογημένα  να  τιμωρηθεί,  γιατί  ο ίδιος  έφταιξε  αυτή  τη  φορά   και  όχι  ο  αδερφός  του, και  μάλιστα  πολύ,  αλλά   ο  τρόμος,  που  είχε παραλύσει  τα  μέλη  όλων  δεν  άφησε  περιθώριο  για  τιμωρίες,  παρά  μόνο  για  αγκαλιές  και  φιλιά.

Όσο  μεγάλωναν  τα  παιδιά  τόσο  μεγάλωνε  και  η  κόντρα  ανάμεσά  τους. Ο  Άρης  εμφανέστατα  πια  έδειχνε  ότι  ζήλευε  τον  αδερφό  του,  αφού  πάντα  πάσχιζε,  ακόμη  και  αν  ήταν  αδύνατο  να  το  πετύχει,  να  κάνει  αυτό,  που  έκανε  ο  αδερφός  του. Πάντα  εκείνος  ήθελε  να  παίρνει  τα  καλύτερα,  εκείνον  να  επαινούν,  εκείνον  να  επιβραβεύουν.

 Αυτή  η  ανταγωνιστική  συμπεριφορά  και  η  κακία,  που  κάποιες  φορές  έβγαζε  ο  Άρης  στον  αδερφό  του,  άρχιζε  να  προβληματίζει  την  Αμαλία  και  θέλησε  να  το  μοιραστεί  ένα  βράδυ  με  τον  άντρα  της,  τον  Πέτρο.

<<Υπερβολική  είσαι  Αμαλία  μου,  είναι  μικρός  ακόμη  ο  Άρης  μας  και η  ηλικία  του  τα  δικαιολογεί  κάτι  τέτοια.  Αδέρφια  είναι  και θα  μαλώσουν  και  θα  αρπαχτούν και  θα  θυμώσουν,  αλλά  αγαπιούνται, το  ίδιο  αίμα  κυλάει   στις  φλέβες  τους  μέσα  και   αν  ήταν  τα  πράγματα  τόσο  σοβαρά,  όπως  μου  τα  λες,  να  είσαι  σίγουρη  πως  ο  Αλέξης,  θα  μου  μιλούσε. Μπορεί  να  του  έχεις εσύ  αδυναμία, καθώς  είναι  ο  πρωτότοκός  σου,  έχει  όμως  και  εκείνος  σε  εμένα,  με  εμπιστεύεται  και  μου  ανοίγεται.  Μην  ανησυχείς>>,  την  καθησύχαζε   ο  Πέτρος,  αλλά  με  εκείνο  το  περί  αδυναμίας  που  ξεστόμισε,  την  φούντωσε  περισσότερο.

<<Αυτή  την  κουβέντα  να  μην  την  ξαναπείς  Πέτρο.  Παιδιά μου,  σπλάχνα  μου  είναι  και  τα  δύο.  Τα  πονώ  και  τα  αγαπάω  το ίδιο,  αν  είναι  δυνατόν μια  μάνα  να  νοιάζεται  για  το  ένα  της  παιδί  πιότερο  από  τα  άλλα,  και  αν  σου  μίλησα,   είναι  γιατί   θέλω  να  αγαπημένοι,  να  μην υποφέρει  ούτε  ο  ένας, ούτε  ο  άλλος>>.

<<Ησύχασε  γυναίκα,  έτσι το  είπα  και  εγώ,  να  σε  αποφορτίσω.  Συμπάθα  με. Θα   έχω  το  νου  μου  και  θα   μιλήσω  και  στους  δυο,  και  πιο  πολύ  στον  Άρη.  Σου  το  υπόσχομαι>>,  της  είπε  ο  Πέτρος με  την ανησυχία  έκδηλη  στα μάτια του, που    τάραξε  τη  γυναίκα  του  άθελά  του  και  βιάστηκε  να  την  κλείσει  στην  αγκάλη  του  μέσα.

Η  έκτη  και  τελευταία   σχολική  χρονιά   για  τον  Αλέξη  έφτανε  στο  τέλος  της  και  όλοι  ασχολούνταν,  στο  σπίτι  και  στο  σχολείο,  με  τις  γυμναστικές  επιδείξεις.

Αυτές  θα  γινόταν  στην  αυλή  του  σχολείου,  την  τελευταία  μέρα,  πριν  τις  καλοκαιρινές  διακοπές  και  θα  τις  παρακολουθούσε  ολάκερο  το  χωριό  με  προεξάρχοντες  τον  κοινοτάρχη,  τον παπά,  τον  χωροφύλακα  και  φυσικά  τον  δάσκαλο,  τους  τέσσερις  σωματοφύλακες, όπως  τους  αποκαλούσαν  περιπαιχτικά.  

Τα  καινούργια  ρούχα,  που  έραψε  η  Αμαλία  στον Αλέξη,  μπλε  κοντό  παντελονάκι  και  λευκό  μπλουζάκι  με  γιακά  στο  χρώμα  του  παντελονιού,  ήταν  φρεσκοπλυμένα και  διπλωμένα  στην άκρη  του  κρεβατιού  του  και  περίμενε  εκείνος  με  ανυπομονησία  τη  μέρα  των  γυμναστικών  επιδείξεων,  να   τα  φορέσει.

Το  προαύλιο  του  σχολείου  γέμισε  με   κόσμο,  που  μαζεύτηκε  χαρούμενος  να  καμαρώσει  τα  παιδιά  και  τα  εγγόνια  του. Οι  μαθητές  ήταν  ήδη στις  τάξεις  τους  μέσα  και  φορούσαν  τις  στολές  τους.   Η  εκδήλωση   ξεκίνησε  και,  όταν  έφτασε  η  σειρά  του  Αλέξη,  να  πει  το ποίημά  του, γέλια  και  χάχανα  ακούστηκαν  από  τους  συμμαθητές  του,  που  στέκονταν  πίσω  του.

<<Το  βρακί  σου,  φαίνεται  το  βρακί  σου.  Είναι  σκισμένο  το  παντελόνι  σου,  από πίσω>>,  του  φώναξε  κάποιος  και  εκείνος  έχασε  τα  λόγια του  και  ούτε  ποίημα  είπε,  ούτε  και  κατάλαβε  πότε  βρέθηκε  στο  δωμάτιο  του  σπιτιού  του,  διανύοντας  μια  μεγάλη απόσταση  τρέχοντας.

Η  Αμαλία  ανέβηκε  δυο  δυο  τα  σκαλοπάτια  του  σπιτιού  της  και  βρήκε  τον  Αλέξη  σε  μια  λίμνη  δακρύων.  Αυτό  δεν  μπορεί  να  έγινε  από  μόνο  του,  κάποιος  έβαλε  το  χέρι  του,  σκέφτηκε  μέσα  της,  και  πήρε  το  γιο  της  στα  δυο  της  χέρια  μέσα,  την πληγή  του  να  γιατρέψει. 

Και  τι  δεν  του  είπε  να  του  αλαφρώσει  το  βάρος.  Πως  της  ζήτησε  τάχα  ο  δάσκαλος  να  του  μηνύσει  πως  τον καταλαβαίνει  και   δεν αξίζει  να  στεναχωριέται  για  τέτοια  ασήμαντα  πράγματα,  αφού  και  ο  ίδιος,  όταν  ήταν  μαθητής,  είχε  ξεχάσει  τα  λόγια  του  ποιήματός  του,   πως  ο  κόσμος   ούτε που  κατάλαβε, με  τη  φασαρία  που  γινόταν,  ότι  εκείνος  δεν είπε  το ποίημά  του,  μέχρι  και  συγγνώμη  του  ζήτησε  με  δάκρυα  στα  μάτια,  γιατί   τάχα  εκείνη  δεν  πρόσεξε  το  σκίσιμο,  και  ας  μην ήταν  φταίξιμο δικό  της,  αλλά  κάποιου  άλλου,  και  εκείνη  θα  τον ανακάλυπτε  αμέσως  τον  δολιοφθορέα.

Προσποιήθηκε ότι  δεν  αισθανόταν  καλά  και  ζήτησε  από  τον  Αλέξη,  να  της  φέρει  ένα  ποτήρι  νερό. Όση  ώρα  εκείνος  έλλειπε  από το  δωμάτιο,  η  φουρκισμένη  μάνα  έπεσε  στο  κρεβάτι  του  Άρη  και  βάλθηκε  να  το  ψάχνει  πάνω  και  κάτω.  Δεν  άργησε  να  ανακαλύψει  το  ψαλίδι  της,  χωμένο  κάτω  από το  μαξιλάρι  του.  Τα  υπόλοιπα  ήταν  πλέον  γνωστά.

 Για  τον  Άρη  η  μέρα  αποδείχτηκε  η  χειρότερη  της  ζωής  του.

Με  το  που  τον  έπιασε  στα  χέρια  της  η  Αμαλία,  χωρίς  να  δώσει   κάποια  εξήγηση  στους  άλλους,  τον έσυρε  και  τον  κλείδωσε  στο  κελάρι. Επέστρεψε  αρκετή  ώρα αργότερα  και  αφού  τους  εξήγησε  το  λόγο  για  τον οποίο  έκανε  μια  τέτοια  πράξη, εκείνη  που  ποτέ  όχι  χέρι,  μα  μήτε  τον  τόνο  της  φωνής  της  είχε  υψώσει  στα  παιδιά  της,  τους  παρακάλεσε  να μην  παρέμβουν  και  να  την αφήσουν  εκείνη,  ως  μάνα,  να  τακτοποιήσει  το  θέμα. Σεβάστηκαν  την  επιθυμία  της  και  ακόμη και ο  Πέτρος  δεν  έκανε  το  παραμικρό.

Όλη  τη  νύχτα  η  μάνα  Αμαλία,  την  πέρασε  όρθια  έξω  από  το  κελάρι, συντονίζοντας  την  ανάσα  της  με  αυτή  του  παιδιού  της, που  ήταν  μέσα.

Με  το  πρώτο  φως  της  μέρας   να  μπαίνει  κλεφτά   σε  εκείνη  τη  σκοτεινή   γωνιά  του  σπιτιού,  μπήκε  και  εκείνη  μέσα  στο  κελάρι. Ο  οκτάχρονος  γιος  της  κοιμόταν,  κατάχαμα,  δίπλα  στα  βαρέλια  και  τα  κοφίνια.

Τον  τράβηξε  απαλά  στην  ποδιά  της  και  άρχισε  ένα  μοιρολόι  πονεμένο, λυπητερό. Τα δάκρυα  της,  καυτές   σταλαγματιές   πάνω  σε  μάγουλα  τρυφερά,  ξύπνησαν  τον  μικρό   Άρη,  που  μετανιωμένος  για  αυτό,  που  είχε  κάνει,  έσφιξε  με  τα  δυο  του  χεράκια   το  λαιμό  της  μητέρας  του  και  μέσα  σε  αναφιλητά  και  αναστεναγμούς,  ζητούσε  και  ξαναζητούσε  συγγνώμη.

Με  μια  μεγάλη  αγκαλιά, που  έκαναν  τα  δυο  αδέρφια  μεταξύ  τους  και  ένα  πλούσιο  πρωινό,  που  περίμενε  την  οικογένεια  στο  τραπέζι,  άφησαν  όλοι  πίσω  τους  εκείνο  το  θλιβερό  περιστατικό  και  ούτε  και  αναφέρθηκαν  ποτέ  σε  αυτό.

 Το  καλοκαίρι,  που  ακολούθησε,  ήταν  το  καλύτερο  από  όσα  είχε  ζήσει ο  Αλέξης, αφού   για  πρώτη  φορά   αισθάνθηκε  ότι  είχε  έναν  αδερφό  φίλο,  έναν  αδερφό  σύντροφο,  έναν  αδερφό  συνομιλητή,  έναν  αδερφό  συμπαίκτη και  ας  είχε  πληρώσει  γι’  αυτό  ένα  τόσο  ακριβό  τίμημα, όπως  ο  προσωπικός  του  εξευτελισμός, την  τελευταία   μέρα  στο Δημοτικό   σχολείο,  τη  μέρα  των  γυμναστικών  επιδείξεων.

Ο  Πέτρος,  ήθελε  τα  παιδιά  του  να  μάθουν  γράμματα,  να  μην είναι  κούτσουρα  απελέκητα, όπως  εκείνος, αν  και  χωρίς  πολλά  γράμματα,  καλά  τα  είχε  καταφέρει  στη  ζωή  του,  μέχρι  τώρα   τουλάχιστον.  Το  βιος  της  οικογένειάς  του   όμως,  που   αυγάταινε  και  τράνευε  όλο  και   περισσότερο,  χρειαζόταν  και  πιότερο  μυαλό,  για  να  μπορούν   εκείνοι    να   το  κουμαντάρουν.

 Έτσι  το  Σεπτέμβρη  του  1958, πριν  ασχοληθεί  με  τα  καπνά  και  τις  άλλες  του  σοδιές,  ο Πέτρος  πήρε  την  Αμαλία  και  κατέβηκαν  στην πόλη  της   Κομοτηνής,  να  γράψουν τον  Αλέξη  στο  Γυμνάσιο,  μετά  τις  επιτυχείς  εισαγωγικές  εξετάσεις  του  και  να  του  νοικιάσουν  ένα  σπίτι,  γιατί  η  απόσταση  ήταν  μεγάλη  και  συγκοινωνία  δεν  ήταν  ούτε  βολική  ούτε  αρκετή.

Τον  πρώτο  καιρό  μαζί  του  πήγε  και  η  γιαγιά  Αριστέα  και   όσο  και  αν  ο  εγγονός  της  τής  έλεγε  πως  είναι  καλά  και  μπορεί  εκείνη να  επιστρέψει  στο  κτήμα,  η  γιαγιά  Αριστέα   δεν  το  έπαιρνε  απόφαση.  Μόνο  στις  διακοπές  του  Πάσχα,  που  ήρθαν  μαζί  στο  κτήμα,  και  εκείνη  είδε  τα  λυπημένα  μάτια  του  άντρα  της,  του  Αλέξη, να  την  κοιτάζουν  και  ήταν  σα  να  την εκλιπαρούσαν  να  επιστρέψει  στην  κοινή  τους  στέγη,  το  πήρε  απόφαση  εκείνη  και  δεν  γύρισε  μετά  το  πέρας  των  διακοπών  στην πόλη  με  τον εγγονό της.

 Και  εκείνο  το  Πάσχα  έμελλε  να  είναι,  δυστυχώς,  το τελευταίο  για  τον Αλέξη  Κοντοπάνο,  τον πρεσβύτερο.  Έσβησε  ανήμερα  του  Αγίου  Πνεύματος,  Κυριακή,   μέρα  ευλογημένη.  Στον  ύπνο  του  επάνω  απώλεσε  το  πνεύμα  του  και  εκοιμήθη εν  ειρήνη,  χωρίς  να  επιβαρύνει  και  να  ενοχλήσει  κανέναν. Αργά το πρωί, καθώς  δεν  είχε  κατέβει   για  τον  πρώτο  καφέ  της  ημέρας,  όπως  το  συνήθιζε  χειμώνα  καλοκαίρι,   κάτω από  την  κληματαριά,  που  ο  πατέρας  του  είχε  φυτέψει τη  μέρα,  που  γεννήθηκε,  ανησύχησε  η Αριστέα  και  ανέβηκε  στην  κάμαρη  τους, και  εκεί   τον  βρήκε  παγωμένο  και  ασάλευτο.

Το  επόμενο  φθινόπωρο  η  Αριστέα, ετοίμασε  και  πάλι  τη  βαλιτσούλα  της  και  πήρε  καταπόδι  τον  εγγονό  της, στην πόλη. Ο  θάνατος  του  άντρα  της  τη  γέμισε  με  θλίψη ανείπωτη  τον  πρώτο  καιρό,  αλλά  μια  και  η  ανθρώπινη  μοίρα  αυτή  είναι  και  κανείς  δεν  μπορεί  να  της  ξεφύγει,  έδωσε  προτεραιότητα   στα  παιδιά   και  στα  εγγόνια  της.  Ο  Αλέξης, που  είχε  και  το  όνομα  του  άντρα  της,  ήταν  ο  πρώτος  στη  λίστα  των  προτεραιοτήτων  της.

Φρόντιζε  να  μη  λείπει  τίποτα  από  τον  εγγονό  της,  η  Αριστέα. Το  σπιτάκι,  που  είχε   νοικιάσει   ο  Πέτρος   φρόντιζε  να  είναι  πάντα  τακτοποιημένο,  το  ζεστό  φαγητό   έτοιμο  πάνω   στο  τραπέζι  κάθε  μεσημέρι  και τα  ρούχα  φρεσκοσιδερωμένα,  μοσχοβολιστά  και   όμορφα  αραδιασμένα  στο  συρτάρι   του  εγγονού  της.

 Έτσι  ο  Αλέξης  αφοσιώθηκε  στα  μαθήματά  του  τόσο  αυτών  του  Γυμνασίου,  όσο  και  των  αγγλικών,  που  παρακολουθούσε  το  βράδυ,  ιδιωτικά. Κάθε  Σάββατο,  μετά  το  σχολείο,  ο  Πέτρος  έστελνε  τον  επιστάτη  του  με  την  κούρσα,  που   είχε  αποκτήσει  και  έφερνε  γιαγιά  και  εγγονό  στο  κτήμα,  ενώ  την Κυριακή  το  βράδυ  ο  επιστάτης  τους  επέστρεφε  πάλι  στην  πόλη.

Πολύ  άρεσε  στην  Αριστέα  η  ζωή  στην  πόλη.  Τώρα  αντιλήφθηκε  πόσο  απομονωμένη   ήταν  στο  κτήμα.  Είχε  βέβαια  πολλά  καλά  και  εκείνο, αλλά  ο  κόσμος,  που  πηγαινοερχόταν  στους  μεγάλους  δρόμους   και  τα  σοκάκια  της  πόλης,  οι  άμαξες,  οι  λογής  λογής  πραματευτάδες  και  κυρίως  οι  άνθρωποι,  που  έμεναν  πιο  πάνω,  πιο  κάτω,  πιο  πέρα,  έδειξαν  στην  Αριστέα  και  την  άλλη  όψη  της  ζωής, αυτή  της  φασαρίας,  των  κοινωνικών  επισκέψεων, του κουτσομπολιού, της βόλτας στα μαγαζιά, του  θερινού  κινηματογράφου  και  του…υποβρύχιου.  Την πρώτη  φορά, που  την  πήγε  ο  Αλέξης  σε  ζαχαροπλαστείο,  μόνο  που  δεν έβαλε  τα  κλάματα  από  τη  χαρά  και  τον ενθουσιασμό  της,  σαν μικρό  παιδί  έκανε  μπροστά  στο  μαγικό  κόσμο  των  γλυκών.  Πάστες  λογιών  λογιών,  κεράσματα, παγωτά,  βουτήματα  με  περίεργα  σχήματα  και  χρώματα, τούρτες,  σιροπιαστά   και …..υποβρύχιο.  Όλα  τα  δοκίμαζε,  με  τη  σειρά,  η  Αριστέα,  σε  τίποτα  δεν  έλεγε  όχι.

<<Εγώ  το  υποβρύχιο  ξέρω  ότι  το  ρίχνουν στη  θάλασσα,  στους  πολέμους,  τι  υποβρύχιο  ζήτησες,  παιδί  μου,  από  τον  άνθρωπο  να  μας  φέρει !>>, αποπήρε  τάχα  τον  εγγονό  της,  γιατί   είχε  μπερδέψει  εκείνος   την  ονομασία  ενός  γλυκού  με  ένα  πολεμικό  σκάφος.

Γελούσε  ο  Αλέξης  και  την  αγκάλιαζε  γλυκά,  που  επίτηδες  εκείνη  τη  μέρα  την  πήγε  για  γλυκό  και  της  έκανε  τη  φάρσα  με  το  υποβρύχιο.

Ανοιχτή  και  καλοσυνάτη  από χαρακτήρα  της,  όπως  ήταν  η  Αριστέα,  δεν  άργησε  να  περνά  όμορφα  στην  πόλη. Απέκτησε   φίλες  και  έγινε  γρήγορα  αγαπητή   στους  γείτονές  της. Δεν  υπήρχε  μέρα,  που  να  μην  πήγαινε  σε  κάποιο  σπίτι,  επίσκεψη,  και  πάντα  με  τα  χέρια  γεμάτα.

 Έτσι  ήταν  το  συνήθειο  στα  χωριά,  όταν  πήγαιναν  κάπου,  πήγαιναν  και  το  κατιτί  τους. Και  μια  και  είχε  και  την  οικονομική  δυνατότητα,  η  Αριστέα  ήταν  ακόμη  πιο  γενναιόδωρη  απέναντι  στους  γείτονές  της.

 Αυτή  της  η  τακτική  απέβη   σωτήρια  τα  δύσκολα  εκείνα  χρόνια  για  αρκετά  από   τα  νοικοκυριά,  που  ήταν  κοντά  στο  σπίτι,  που  έμεινε  η  Αριστέα  με  τον  εγγονό  της,  καθώς  δεν  ήταν  λίγες  οι  φορές,  που  οι  νοικοκυρές  κοίμιζαν  τα  παιδιά  τους  με  ένα  κομμάτι  από το τσουρέκι  ή  τους  λουκουμάδες  με  μέλι,  που  πήγαινε  εκείνη   κατά  την  επίσκεψή  της. Και  τον  τραχανά  της  μοίραζε  και  τα  ζαρζαβατικά  και  το  τυρί  και  τα  αυγά,  που  τους  έφερναν  από  το  κτήμα.

 Όσο  για  τον  Πέτρο, όταν  του  μίλησε  η  μάνα  του  για  την  ανέχεια,  που  έβλεπε  σε  πολλά  νοικοκυριά,  φρόντιζε,  όταν  έστελνε  το  αυτοκίνητο  με  προμήθειες,  να  βάζει  παραπανίσια  πράγματα,  για  να  δοθούν  σε  όσους  τα  είχαν  ανάγκη.

 Δεν  είχε  πάντα  και  η  δική  τους  η  ζήση  ευμάρεια.

 Είχαν  περάσει  και  εκείνοι  πολλές  φορές  δύσκολα  και  αυτές  οι  δυσκολίες  τους  είχαν  κάνει  να  εκτιμούν  αυτά,  που  έβγαζαν,  αλλά   και  να  έχουν  και  την  ευαισθησία   να νοιώθουν  και  να  συμπονούν  και  τους  άλλους.  Και  πάντα  αυτό  το  έκαναν  με  τον  δικό τους  μοναδικό  και  αξιοπρεπή  τρόπο  και  όχι  να  φαίνεται  ως  ελεημοσύνη,  γιατί  το < θεάρεστο>  έργο  της  φιλανθρωπίας  το  εφεύραν,  πίστευε  ο Πέτρος,  όσοι  ήθελαν  να  ξεγελάσουν,  να  εξευμενίσουν  την  ψυχή  τους,  που  δεν  στάθηκαν  στο  ύψος  της   ανθρωπιάς  τους.

 Ο  άνθρωπος  οφείλει  να  δίνει   ανάσα  και   περιθώριο   και  στο  διπλανό  του,   να   δουλέψουν  και  να  επωφεληθούν  όλοι  μαζί,   και  όχι  τις  ημέρες  των  εορτών  να  θυμάται  τους  αδύναμους  και  να  τους  προσφέρει  κάτι  από  το  περίσσευμά  του,  ενώ  τις  άλλες  μέρες  να  πασχίζει  να  θρέψει  μόνο  τον  δικό  του  εγωισμό  και  την  ματαιοδοξία  του,  αδιαφορώντας  για  τους  άλλους.

Μετά  από  τέσσερα  χρόνια,  το  δρόμο  για  την  πόλη  πήρε  και  ο  δεύτερος  γιος  του  Πέτρου  και  της  Αμαλίας,  ο  Άρης.  Θα  φοιτούσε  και  αυτός  στο  Γυμνάσιο. Η  αλήθεια  ήταν  πως  όλοι   χάρηκαν  πολύ  με  αυτή  την  εξέλιξη,  που  ο  μικρός  τους  πια  μεγάλωσε  και  θα  ήταν  γυμνασιόπαιδο,  αλλά  η  καθημερινότητα  των  τριών  τους   στην  πόλη  έγινε  δυσκολότερη.

 Λίγο  τα  χρόνια,  που  προστέθηκαν  στην  πλάτη  της  Αριστέας,  κόντευε  τα  εβδομήντα,  λίγο  που  είχε  δυο εγγονούς  να  φροντίζει,  άρχιζε  να  αγκομαχά  και  να  δυσφορεί   η  γυναίκα,  αλλά  δεν  ήθελε  να  πει  σε  κανέναν  το  παραμικρό.

Οι  επισκέψεις στους  αγαπημένους  της  γείτονες  περιορίστηκαν  στο  βαθμό  της  στοιχειώδους  επικοινωνίας  και  μαζί  πολλά  σπιτικά  έχασαν  τα  καλούδια  με  τα  οποία  ξεγελούσαν  την  πείνα  των  παιδιών  τους. Και  φυσικά  και  οι  δουλειές  στο  σπίτι  γινόταν  πια  με  πιο  αργούς  ρυθμούς.

 Ο  Αλέξης,  που  από  τη  φύση  του  ήταν τακτικός  και   προσεχτικός  μέσα  στο  σπίτι   και  το  θεωρούσε  πολύ  προσβλητικό  να μην κάνει  τουλάχιστον  τα  στοιχειώδη,  μετά  τα  μαθήματά  του  έκανε  ό,τι  μπορούσε  να αλαφρύνει  τη  γιαγιά  του  από  τις  δουλειές  του  νοικοκυριού.  Αντίθετα  ο  Άρης, ίσως  επειδή  ήταν  μικρότερος,  αλλά  κυρίως  γιατί  σα  χαρακτήρας  ήταν  πιο  νευρικός  και  αλαζόνας,  με  απαιτήσεις  και  ξεσπάσματα  και  γενικά  με  την  εγωιστική   του  συμπεριφορά   έφερνε συχνά   τα  πράγματα  στο  σπίτι  σε  άσχημη  κατάσταση.

 Έγερνε  η  Αριστέα  τα  βράδια  στο  κρεβάτι  της  να  κοιμηθεί  και  σφάδαζε  από  τους  πόνους  σε  όλο  της  το  σώμα,  αλλά  πιότερο την  πονούσε  η  πληγωμένη  της   καρδιά   από  τα  πικρά  λόγια  του  μικρού  της  εγγονού,  όταν  δεν  έβρισκε  στην  ώρα  του  αυτό,  που  επιθυμούσε.

  Ούτε  στον  Αλέξη  της  ανέφερε  ποτέ  τίποτα  ούτε   στο  γιο  της  και  τη  νύφη  της,  στο  κτήμα,  όταν  πήγαιναν.  Ούτε  εκείνους  ήθελε  να  στεναχωρήσει  ούτε  φυσικά  και τον  εγγονό  της  ήθελε  να  εκθέσει,  αναλογιζόμενη  και  εκείνη  την  κόντρα,  που  είχαν  τα  δυο  αδέρφια  από  την  τρυφερή  τους  ηλικία,  με  αποκορύφωμα  το  περιστατικό, τη  μέρα  των  γυμναστικών  επιδείξεων,  όταν  ο  Αλέξης  ήταν  12  ετών και  ο  Άρης  8  ετών.  Με  τίποτα  δεν  ήθελε  να  ξυπνήσουν  τα  παλιά  και  άσχημα.

Δεν  άντεξε,  δυστυχώς,  πολύ  η  γυναίκα  αυτή  την  κατάσταση.

 Γύρισε  ο  Αλέξης  στο  σπίτι, πρώτος, ένα   μεσημέρι  και δεν  τη  βρήκε  να  τους περιμένει,  όπως  κάθε  μέρα,  στο  ντιβάνι,  που  είχαν  κάτω  από  το  παράθυρο.  Θεώρησε  πως  σε  κάποια  γειτόνισσα  θα  είχε ξεχαστεί  εκείνη  και  άνοιξε  τα  βιβλία  του,  να  διαβάσει.

  Κάποια  στιγμή   επέστρεψε  και  ο  Άρης,  ο  αδερφός  του,  από  το  σχολείο,  όπως  σχεδόν πάντα  με κακή  διάθεση  και  νεύρα,  απαιτώντας  να  καθίσουν  να  φάνε.

<<Δεν  μπορώ  άλλο  να  την  περιμένω,  πάλι  θα  ξεχάστηκε  στα  σπίτια,  που  πηγαίνει.  Πεινάω,  δεν  το  καταλαβαίνεις>>,  απευθύνθηκε  στον  αδερφό  του  και  χτύπησε  το  χέρι    του  στο  τραπέζι.

<<Ας  περιμένουμε  λίγο  ακόμα.  Άλλωστε  κοίταξα  στην  κουζίνα  και  δεν  είδα  κάτι  έτοιμο.  Ίσως  είχε κατά  νου  να  μας  μαγειρέψει  καμιά  ομελέτα  ή  τραχανά  για  σήμερα,  που  τρώγονται  ζεστά  και  θα  τα  έφτιαχνε  την  ώρα,  που  θα  επιστρέφαμε>>,  προσπάθησε  ο  Αλέξης  να  τον  ηρεμήσει.  Η  ώρα  περνούσε.  Η  πείνα  του  Άρη  είχε φτάσει  στα  ουράνια.

Είδε  και  απόειδε  ο  μεγάλος  εγγονός  και  πήρε  τα  στενοσόκακα  και  τα  φτωχόσπιτα,  να  αναζητεί  τη  γιαγιά  του.  Κανείς  δεν  την  είχε  δει  τη  μέρα  εκείνη  και  αυτό  τον  ανησύχησε  ακόμη περισσότερο. Γύρισε  βαρύθυμος  στο  σπίτι  και  βρήκε  τον  Άρη  σε  έξαλλη  κατάσταση  να  τα  βάζει με  θεούς  και  δαίμονες,  που  κόντευε  να  βραδιάσει  και  δεν  είχε  βάλει  μπουκιά  στο  στόμα  του.

  Ήταν  τόσο  στεναχωρημένος  και    ταραγμένος  ο  Αλέξης,  που  το  τελευταίο, που  ήθελε  ήταν  μια  κατά  μέτωπο  σύγκρουση  με  τον  αδερφό  του.  Διέσχισε  τη  μικρή  τους  αυλή  και  κατευθύνθηκε  στο  πλυσταριό,  που  το  είχαν  και  αποθήκη,  να  πάρει  μερικές  ντομάτες  και  αυγά,  για  να  φτιάξει  κάτι  για  τον  μικρό  του  αδερφό.

 Άνοιξε  την  πόρτα  και  έμεινε  το  σώμα  του  καρφωμένο κάτω  από  την  κάσα  της.  Η  αγαπημένη   του γιαγιά,  η  Αριστέα, ήταν  καθισμένη  σε  μια  γωνιά  με  τα  σπίρτα  ακόμη  στη  χούφτα  της  μέσα,  έτοιμη  θαρρείς  να  ανάψει  το  πετρογκάζ,  για  να  ζεσταθεί  ο  τενεκές  με  το  νερό,  που  ήταν  επάνω  του.

 Ανακοπή  είπε  ο  γιατρός,  που  κάλεσε.

 Την   άλλη  μέρα  έγινε  η  κηδεία  της.  Τάφηκε  δίπλα  στον  άντρα  της, τον  Αλέξη,  στο  κοιμητήριο  του  χωριού,  που  ήταν  κοντά  στο  κτήμα  τους.

Ένα  κυριακάτικο πρωινό,  μετά  το  σχόλασμα  της εκκλησίας,  η  Αμαλία  δέχτηκε  την επίσκεψη της  Αργυρώς,  της  μαίας,   από  το  διπλανό χωριό.   Σύζυγος  ήταν  αυτή   του   καφετζή,   του  Μηνά   Σαρρή  και  ένα  από  τα  λίγα  άτομα,  που  άρεσε  στην  Αμαλία  να  συναναστρέφεται.  Με  τη  βοήθεια  άλλωστε,  μα  περισσότερο  με  τη  φροντίδα  και  την  αγάπη  εκείνης  της γυναίκας,  η  Αμαλία  είχε  φέρει  στον κόσμο τον  δεύτερο  γιο  της, τον  Άρη.

Η  Αργυρώ,  παρά  το  μικρό  της  ανάστημα  και  τη  λιπόσαρκη  κορμοστασιά  της  αποδείχτηκε  πολύ  γενναία  και  άξια  γυναίκα. Πρόσφυγες ήρθαν  το  1922  με τον  άντρα  της,  το  Μηνά,  από  τη  Βιζύη  της  Ανατολικής Θράκης, της  Τουρκίας,  όπως  χιλιάδες  άλλοι.  Δεν  είχαν  τίποτα  μαζί  τους  εκτός  από  τα  δυο  τους  χέρια  και  την αγάπη  τους.

<<Νέοι  είμαστε  γυναίκα  και  γεροί.  Ας μας  έχει  ο  Θεός  καλά  και  θα  τα  καταφέρουμε. Μικροί  είμαστε  και  λίγα  είναι  τα  χρειαζούμενά  μας>>,  της  έλεγε ο  Μηνάς  κρατώντας  τα  χέρια  της  μέσα  στα  δικά  του  τα  πρώτα  βράδια  γύρω  από  τη  φωτιά,  που  άναβαν,  έξω  στα  χωράφια,  όταν  πρωτοήρθαν,  για  να  ζεσταθούν.

 Όταν   είχε  ανάψει  η  μεγάλη  φωτιά  της  φρίκης  και  των  σφαγών  μετά  την  υποχώρηση  του  ελληνικού  στρατού  και  τη  μικρασιατική  καταστροφή,  στην Ανατολική Θράκη, ο πληθυσμός της οποίας ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία ελληνικός από  τα  βάθη των αιώνων, πολλές  χιλιάδες Θρακιώτες  αναγκάστηκαν  να  εκτοπιστούν  και να εγκαταλείψουν για πάντα τις  εστίες  τους.

 Στη διάσκεψη των Μουδανιών, στα νοτιοανατολικά  του  Βοσπόρου,  στη  Θάλασσα  του  Μαρμαρά (Προποντίδα), που  έκρινε  την τύχη  τους,  ποτέ Έλληνες και Τούρκοι δεν  κάθισαν να συζητήσουν στο ίδιο τραπέζι. Καλούνταν εκ περιτροπής στις συνεδριάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες έγιναν στο Βρετανικό πολεμικό σκάφος «IronDuke».

 Τελικά, στις 28 Σεπτεμβρίου 1922 ( 11 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο , υπογράφηκε η σύμβαση από τους Συμμάχους και τους Τούρκους, όχι όμως και από την ελληνική πλευρά. Από τις 5/10/1922 ως τις 18/10/1922, περισσότεροι από 250.000 Έλληνες (αλλού αναφέρεται ότι ήταν 400.000), εγκατέλειψαν την, ελληνική, Ανατολική Θράκη σε κλίμα απελπισίας και πανικού. Ανάμεσά τους και Μικρασιάτες, που είχαν εγκατασταθεί προσωρινά εκεί. Οι ελληνικές πολιτικές αρχές, αναχώρησαν ως το τέλος Οκτωβρίου 1922. Τελευταίοι έφυγαν οι κάτοικοι της Χερσονήσου της Καλλίπολης

Από  τον  Ισμέτ Ινονού και τρεις  ξένους  αξιωματικούς, σφραγίσθηκε η μοίρα εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της Ανατολικής Θράκης μετά την ερήμην της Ελλάδας συμφωνία των Τούρκων με τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία), συμφωνία, η οποία επιδίκασε την Ανατ. Θράκη οριστικά στην Τουρκία, ενώ πριν, βάσει της Συνθήκης των Σεβρών είχε αναγνωριστεί σ’ αυτήν η κυριαρχία της Ελλάδας.  Και όλα αυτά, χωρίς να ριχτεί ούτε μία ντουφεκιά…

Αυτό  ήταν, που  περισσότερο  από  όλα  πλήγωνε  και  πονούσε  την  Αργυρώ  και  τους υπόλοιπους,  που  πήραν  το  δρόμο  της  προσφυγιάς.

Με  βοϊδάμαξες  μετέφεραν  τα  απολύτως  απαραίτητα  υπάρχοντά  τους.  Περπατούσαν  ημέρες  ατέλειωτες  κάτω  από  ήλιο, κάτω  από βροχή  και  μόνο  τις  νύχτες  ξεπέζευαν  για  να  φάνε  κάτι. Και  ο  καιρός  όλο  και  κρύωνε  και  αγρίευε  μα  πιο  πολύ  αγρίευε  η  πείνα  και  οι  ψείρες.

 Για  πρώτη  φορά  η  Αργυρώ  δόξασε  το  Θεό  και  την  Παναγία,  που  δεν  είχαν  αποκτήσει  με  τον  Μηνά  της  παιδί.  Βοήθησε  εκείνη γυναίκες  και  γυναίκες  να  φέρουν  τα  παιδιά  τους  στον  κόσμο  και  ήταν  περήφανη  γι’ αυτό.

 Τώρα  όμως,  στην  άκρη  του  πουθενά   κοίταζε  τα  χέρια  της  και  της  ερχόταν  να  ουρλιάξει από  τη  φρίκη,  αφού  στη  συντριπτική  τους  πλειοψηφία   τα  μωρά,  που έφερνε  στον  κόσμο,  έβλεπαν  μόλις  μερικές  στιγμές  το  χαμογελαστό  πρόσωπο  της  ζωής,  έπαιρναν  για   λίγο μόνο  το  γάλα  από το  στήθος  της  μάνας  τους,   αφού  μετά  αυτά  από την  πείνα  άδειαζαν  και  στέρευαν.

 Και  τότε  ερχόταν   σα  λάμψη  στο  νου  της  Αργυρώς  σελίδες  από  τη  <Φόνισσα>  του  Παπαδιαμάντη ,  που  διάβαζε  στο  νεανικό  της  δωμάτιο,  στην  πατρίδα,   και  έριχνε   το  βλέμμα   κατά  γης,  ντρεπόταν   για  τη  σκέψη  της  και  ζήταγε  συγχώρεση  για  τα  σκοτεινά,  που  γεννιόταν   μέσα  της.

 Και  από  την  επομένη  ριχνόταν  με  περισσότερη  ζέση  στο  έργο  της   και   σαν  τη  μέλισσα  έτρεχε  από   άμαξα  σε  άμαξα  και  με  τα  βότανα  και  τα  αφεψήματά  της  ανακούφιζε  λεχώνες  και έσωζε  αθώες  παιδικές  ψυχές,  όσο  μπορούσε  και  όσο,  όπως  έλεγε  η  μοίρα  τους  το  είχε  γραμμένο.

 Με  το  καραβάνι  κατά  πόδι  έφτασαν  μετά  από  σχεδόν  40  μέρες  στην  κοιλάδα  της  Ροδόπης,  κατάκοποι,  θεονήστικοι  και  φαρμακωμένοι  και  αποφάσισαν  άγκυρα  να  ρίξουν  και  τη  ζωή  τους  να  ξεκινήσουν  από  την  αρχή,  εκεί.

  Και  σε  εκείνα  τα  μέρη  πάλι  η Αργυρώ  την  τέχνη  της  μαμής  και  της  γιάτρισσας,  της  πρακτικής,  εξασκούσε  και  φούσκωνε  από καμάρι  και  ας  ήταν  η  κοιλιά  της  από  την  πείνα πιο  ίσια  και  από  τη  σανίδα  πάνω  στην  οποία  έβαζε  τη  σκάφη  για  την  πλύση.

Όλον  εκείνο τον  πρώτο   Σεπτέμβρη της  προσφυγιάς  τους  τον  πέρασαν  οι  δυο τους  δίπλα  σε  κάποια χαλάσματα,  έτσι  τα  αποκαλούσαν  οι  χωριανοί,  αλλά  εκείνοι,  που έβγαλαν  όλες  τις τάξεις  του  ελληνικού  σχολείου  στην  πατρίδα  τους  από  την  οποία  τους ξερίζωσαν,  ήξεραν  πως  αυτά  δεν  ήταν  απλές  πέτρες,  αλλά  εκεί  χτυπούσε  η  καρδιά   της  ρωμιοσύνης,  η  καρδιά  της   μητέρας  Ελλάδας,  για  την  οποία  με  τόση  αγάπη  και  λαχτάρα άκουγαν  τους δασκάλους  τους  με  τρεμάμενη  από  τη  συγκίνηση  φωνή,  να  τους  μιλάνε.

   Πάντα  αυτό  γίνεται, όσοι  δεν  έζησαν  και  δεν  χάρηκαν  αυτό,  που  για τους  άλλους  είναι   απλά   η  καθημερινότητά  τους,  το  λατρεύουν   και   το  τιμούν   λες  και  είναι   άγιο  εικόνισμα!  Όσοι  πάλι  το  έχουν  δίπλα  τους,  το  προσπερνούν  στην  καλύτερη  περίπτωση  ή  και  το  καταστρέφουν!

Ήταν πολύ  υπερήφανοι,  που  πατούσαν  τα  άγια  χώματα  της  πατρίδας   και  πρόσεχαν  εκείνες τις  πέτρες  σα  να  ήταν  τα  παιδιά,  που  δεν  κατάφεραν  να  αποκτήσουν.  Όταν  ο  Θεός  κλείνει  μια  πόρτα  λέει  ο  θυμόσοφος  λαός,  ανοίγει  ένα  παράθυρο.  Έτσι  ένα  ζευγάρι  ηλικιωμένων  άνοιξαν  γρήγορα  το  σπιτικό  τους  και  τους  έβαλαν  μέσα.

 Τυχαία  ο  ηλικιωμένος  άντρας  τους  συνάντησε  μια  μέρα,  που  βγήκε  στα  χωράφια,  για  να  μαζέψει  λίγα  χόρτα  και  τους  πήρε  μαζί του.  Ο  Μηνάς  έκανε  τα  πάντα, δουλεύοντας  σκληρά  στα  χωράφια  και  στο  καφενείο,  να  ανταποδώσει  το  θείο  δώρο   της  ιερής  φιλοξενίας  και  η  Αργυρώ  ανέλαβε  την  άρρωστη  γριούλα  και  το  νοικοκυριό.

 Και  όταν  οι  ηλικιωμένοι  έφυγαν  από  τη  ζωή, μια  και   δεν  είχαν  κάποιο  στενό  συγγενή  τους  να  αφήσουν  τα λίγα  υπάρχοντά  τους,  το μικρό  σπιτάκι  τους  και  ο   καφενές  τους,  πέρασαν  στο  Μηνά  και  την  Αργυρώ.

<<Είδες  που  κανείς  δε  χάνεται, γυναίκα, για  όλους βγαίνει  ο ήλιος  το  πρωί>>,  της  έλεγε  ο  Μηνάς  και  εκείνη  σκούπιζε  τα  μάτια  της  και  έκανε  τρισάγια  στους  τάφους  των  καλόκαρδων  χωρικών,  που  άνοιξαν  για  αυτούς  το  σπίτι  και  την  καρδιά  τους.

Δεν  υπήρχε  μέρα,  που   να  μην  επισκέπτονταν  η  Αργυρώ,  τους  τάφους  τους. Τους  ξεχορτάριαζε,  τους  έπλενε   και τους  στόλιζε  με  λουλούδια  και  πρασινάδες,  και  άναβε  τα  καντήλια  τους,  σα  να  ήθελε  η  λάμψη  τους  να  φωτίζει  τη  δύσκολη  ζήση   εκείνης  και  του  Μηνά  της.

 Και  μετά  έπαιρνε   τα χωράφια  και  τους  λόγγους  και  μάζευε  βότανα  και  αγριάδες  με  τα  οποία  έφτιαχνε  τσάγια,  καταπλάσματα  και  άλλα  μαντζούνια,  όπως  της είχε μάθει  η  γιαγιά  της,  πριν  τους  εκπατρίσουν.  Με  αυτά  γιάτρευε  από  κοκίτη  μέχρι  σπασμένα  πλευρά  και  ακόμη  ήξερε  και  να  ξεγεννά  γυναίκες  και  ζωντανά.

Χάρηκε  πολύ  η  Αμαλία  με  την  απρόσμενη  επίσκεψη. Έπεσε  η  μία  στην  αγκαλιά   της άλλης  και  τα  πυρόξανθα  μαλλιά  της Αργυρώς, που  με  τα  χρόνια  πήραν  το  χρώμα  του  χαλκού,  χύθηκαν  σα  βάλσαμο  στους  ώμους  της  Αμαλίας   και  η  γλύκα  τους  έφτασε   και   στην  καρδιά  της.

Κάθισαν  οι  δυο γυναίκες  κάτω  από  την  κληματαριά,  η μία  απέναντι  στην  άλλη  και  αφού  γεύτηκαν  το  πορτοκάλι  γλυκό,  που  έφερε  μέσα  στον  βαρύτιμο,  ασημένιο  δίσκο  η  Αμαλία,  προίκα  και  αυτός των  γονιών  της, και  το  δροσερό  νερό  του  πηγαδιού,  πήρε  το  λόγο  πρώτη  η  Αργυρώ:

<< Για  ένα  κορίτσι  θα ήθελα  Αμαλία  μου  να  σου  μιλήσω  σήμερα.  Ένα  κορίτσι  από  τη  Σαμοθράκη,  και  το  οποίο  με  παρακάλεσαν  να  πάρω  εγώ  κοντά  μου  και   να  του  μάθω  την τέχνη  της  μαμής  καθώς  και  των  βοτάνων.

Ορεινό  νησί  με  πλούσια  δάση  και  φυσικές  πηγές,  η  Σαμοθράκη, Αμαλία  μου. Ρυάκια,  καταρράκτες  και  βάθρες.  Βουνοκορφές  και  ιερά.  Πλατάνια,  πεύκα,  καστανιές  και  κέδροι,  που  φτάνουν  ως  τις  πετρώδεις  ακτές. Δεν  ήξερα  πού  να  πρωτοκοιτάξω  και  τι  να  θαυμάσω,  όταν πήγαμε  μια  φορά  με  τον  Μηνά,  γιατί  είχαν  κάποια κτήματα  εκεί  οι  άνθρωποι,  που  μας  άνοιξαν  το  σπιτικό  τους  και  ήθελαν  να  τα  πουλήσουν.  Από  εκεί  ήταν  η  καταγωγή  τους,  αλλά  στην κατάσταση,  που  ήταν,  δεν  μπορούσαν  να  κάνουν  ένα  τέτοιο  ταξίδι.

Ζεστοί  και  φιλόξενοι  οι  άνθρωποι   σε  εκείνο  το  νησί,  παρά  το  άγριο  του  τόπου τους,  αλλά  φτωχοί  πολύ. Από  μια  τέτοια  οικογένεια  κατάγεται  και  το  κορίτσι,  για  το  οποίο  μου  μίλησαν,  η  Θάλεια.  Έξι  παιδιά  στην  οικογένεια,  οκτώ  στόματα,  πως  να  τα  θρέψει  ο  πατέρας  της,  ο  Παναγής.  Ψαράς  ο  άνθρωπος  με  λίγα  λιόδεντρα. Από  μέσα  από  τη  Χώρα  είναι  η  οικογένεια,  όλο  πέτρα  και  βράχια  ο  τόπος,  με  προεξάρχοντα  τους  πύργους  των  Γατελούζων,  που  στέκουν  ψηλά,  βιγλάτορες  και  φρουροί.

Δεν  μπορώ  Αμαλία  μου,  να  το  κρατήσω  αυτό  το  κορίτσι.  Έχουμε  ήδη  κοντά  μας, τη Ματούλα,  μακρινή  ανιψιά  των  ανθρώπων,  που  μας  άφησαν  το  σπίτι  και  τον  καφενέ. Εσύ  όμως,  μια  αρχόντισσα  και  γυναίκα  ολομόναχη,  αφού  τα  αγόρια  σου  λείπουν  σε  σπουδές,   καθώς  και  ο  άντρας  σου  σε  δουλειές,  θα  μπορούσες  να  έχεις  ένα  κορίτσι  κοντά  σου,  να  σε  βοηθάει  και  στις  δουλειές  τώρα,  που  τα  χρόνια  μας  αρχίζουν να μας  βαραίνουν  περισσότερο.  Θα  κάνεις  και  ένα  ψυχικό,  κυρά  μου,  να  γλυτώσει  την  πείνα  το  μικρό.

 Ένα  πιάτο  φαϊ  και  ένα κρεββάτι  θα  δώσεις  στο  κορίτσι,  και  αν  το  θέλεις  και  μπορείς  και  κατιτίς  στη  φαμίλια  του,  στο  νησί,  να  λαδώσει  και  το  δικό  τους  το  έντερο>>, τα  είπε  μονορούφι  η  Αργυρώ  και  στύλωσε  τα  μάτια  της  ίσα  στης  Αμαλίας,  περιμένοντας  με  την  ανάσα  πιασμένη,  την  απόκρισή  της.

<<Τι  καλό  νέο  είναι  αυτό,  που  μου  έφερες  σήμερα  Αργυρώ  μου.  Δεν  ξέρεις  πόσο  αφόρητη  είναι  η  μοναξιά,  εδώ  απόμερα,  που  είμαστε.  Όσο  ζούσαν  τα  πεθερικά  μου  και  είχα  και  τα  παιδιά  γύρω  από  το  φουστάνι  μου  να  τιτιβίζουν  και  να  γελούν,  τίποτα  δεν  μου  έλειπε.  Ένοιωθα  γεμάτη  και  χορτασμένη  από  όλα.

  Τα  τελευταία  χρόνια  όμως  η  απομόνωση  έγινε  θηλιά  θαρρείς,  που  μου  σφίγγει  το  λαιμό  όλο  και  περισσότερο.  Σαν  κόρη  μου  θα  το  έχω,  Αργυρώ  μου,  το  κορίτσι.  Στείλε  μήνυμα  στην  οικογένεια,  στο  νησί,  σήμερα  κιόλας,  να  το  ετοιμάσουν,  να  πάμε  να  το  πάρουμε>>,  με  τα  μάτια  να  λάμπουν  από  χαρά  και  γλυκιά  προσμονή  η  Αμαλία  έπιασε  τα  δυο  χέρια  της  Αργυρώς  και  τα  αγκάλιασε  σφιχτά,  να  την  ευχαριστήσει.

Αλλιώτικη   έφυγε  η  Αργυρώ  από  το  κτήμα.  Τα  πόδια  της  δεν  πατούσαν  στη  γη,  αλλά   αιωρούνταν,  και  η  καρδιά  της  ανάλαφρη  και  γεμάτη  ικανοποίηση,   χτυπούσε  δυνατά   και   χαρούμενα.  Ένα  καλό  έκανε  και,  όπως  λένε  οι άνθρωποι  του  χωριού, το  καλό,  που   κάνει  κάποιος,  η  ζωή  βρίσκει  τρόπο  και  του  το  επιστρέφει  στο  πενταπλάσιο. Όχι ότι  είχε  ανάγκη  η  Αργυρώ  να  φροντίσει  την  ψυχή  της  με  ψυχικά  και  φιλανθρωπίες,  είχε  κάνει  τόσα  και  τόσα  πράγματα  σωστά  και  ευλογημένα   εκείνη,  αλλά  από  φυσικού  της  ήταν  γυναίκα  δοτική  και  συμπονετική,  ζούσε  και  χαιρόταν  να  συνδράμει,  να  συντρέξει,  να  στηρίξει.

 Άλλες γυναίκες   χόρταιναν  με  λεφτά,  άλλες  με  λούσα, αυτή  με  την  καλοπέραση  και  τη  χαρά  του  διπλανού  της.  Άγια  γυναίκα,  γι’  αυτό  και  ο Θεός  της  εμπιστεύτηκε  να  φέρνει  στον  κόσμο   το  πολυτιμότερο  δημιούργημά  του, τον  Άνθρωπο.

  Πετούσε  από  τη  χαρά  της   η  Αργυρώ,   αφού  το  σπιτικό  της  Αμαλίας  Κοντοπάνου  ήταν  το  καλύτερο  της  περιοχής. Το  μέλλον  και  η  ευτυχία  της  μικρής  Θάλειας  ήταν  πια  εξασφαλισμένα.  Έτσι  θα  χαιρόταν  και  η  ψυχούλα  της  κυρίας  Μαρίας  και  του  κυρίου  Παναγιώτη,  των  ευεργετών  τους,  που  ένα  κορίτσι  από  τα  μέρη  τους,  θα  πατούσε  στα  χνάρια  τα  δικά  τους,  εκεί  που  ρίζωσαν  και  πρόκοψαν  εκείνοι  και  δίπλα  σε  ανθρώπους  καλόκαρδους  και  φιλόξενους.

Όταν   επέστρεψε  ο  Πέτρος,  το  μεσημέρι,  στο  κτήμα,  βρήκε  τη  γυναίκα  του,  την  Αμαλία,  να τον  περιμένει  έξω,  στην  πόρτα  της  εσωτερικής  αυλής,  με  μια  έξαψη  πρωτόγνωρη  στα  μάτια  και  με  έκδηλη  την  ανυπομονησία.

<< Έγινε  κάτι  Αμαλία  μου  και  στέκεσαι  έξω,  αναμένοντάς  με.  Πες  μου,  σε  παρακαλώ,  κάτι  με  τα  παιδιά>>,  τη  ρώτησε  εκείνος  πριν  καν  φτάσει  ακόμη  σιμά  της.

<<Όχι,  όχι,  μη  πάει  ο  νους  σου  στο  κακό.  Απεναντίας  για  κάτι  καλό,  υπέροχα  ανέλπιστο,  θέλω  να  σου  μιλήσω.  Και  άκουσε  με,  την  απόφασή  μου  την  έχω  πάρει  και  τίποτα  δεν  θα  μου  την  αλλάξει,  το  καλό,  που  σου  θέλω>>,  πρόλαβε  η  Αμαλία  να  προεξοφλήσει  τη  συναίνεσή  του  με  τον  τρόπο,  που  εκείνη  μόνο  ήξερε.

Στο  τραπέζι,  το  μεσημεριανό,  του  τα  είπε  όλα η  Αμαλία, με  κάθε  λεπτομέρεια.  Ήταν   τόσο  ενθουσιασμένη  και  ζωηρή,  καιρό  πολύ  είχε  να  δει  τη  γυναίκα  του  ο  Πέτρος  έτσι  λαμπερή,  λαλίστατη  και  χαρούμενη,  που  ούτε  καν  του  πέρασε  από  το μυαλό η  σκέψη  να  συζητήσει περαιτέρω  το  θέμα,  ζητώντας να  μάθει  περισσότερες  πληροφορίες  για  το  μικρό  κορίτσι.  Το  χαμόγελο  της  ήταν  ο  κόσμος  του  όλος,  γι’  αυτό   και  εκείνος  της  είπε  πως   την  καταλάβαινε  και  δεν  της  έφερε  καμία  αντίρρηση.

Λίγες  μέρες, πριν  φύγουν τα  αγόρια  για  την  πόλη,   καθώς    μια  νέα  σχολική  χρονιά  ξεκινούσε,  έφεραν  ο  Πέτρος  και  η  Αμαλία  τη  μικρή  Θάλεια  στο  σπιτικό  τους.

Ένα  τόσο  δα  κοριτσάκι,  δεκατριών  χρονών,  ήταν  εκείνη. Μικροκαμωμένη,  λιπόσαρκη,  σαν  το  αγριολούλουδο,  που  το  ταλαιπωρούν   οι  αγέρηδες   στις  αρχές  της  άνοιξης,  με  κάτι  τεράστια  μάτια,  καθάρια, γαλανά  και  δυο πλεξούδες,  πλεγμένα  άχυρα  χρυσά.  Έναν  πάνινο  μπόγο,  ίσα  με  το  μπόι  της  είχε  μαζί  της,  τα  ρούχα  της,  παλιά  και  φθαρμένα τα  περισσότερα  και  άλλα  μεγαλύτερα  από  το  νούμερο  το  δικό  της  και  μια  απορία  μαζί  με  ευγνωμοσύνη  έντονα  ζωγραφισμένη  στο  πρόσωπό  της,  που το στόλιζαν  καφετιές  φακίδες,  βότσαλα  σπαρμένα  σε   λευκή  αμμουδιά.

Μέρα  γιορτινή  ήταν  η  μέρα  άφιξης  της  μικρή  τους  Θάλειας.  Όλοι  την  ένοιωσαν  αμέσως  Θάλεια  τους,  μέλος  της  οικογένειάς  τους.  Ο  ενθουσιασμός,  ειδικά  των  αγοριών,  που  δεν  είχαν  την  τύχη  να  γευτούν  ως  τώρα  τη  χαρά  να  έχουν  μια  αδερφή,  ήταν  άκρατος.

  Στα  δεκαοχτώ  ο  ένας,  στα  δεκατέσσερα  ο  άλλος,  άντρες πια  θωρούσαν  τους  εαυτούς  τους  εκείνοι, που  δεν  είχαν  ανάγκη τις  φροντίδες  της  μάνας  τους,  όπως  τότε,  που  ήταν  μικροί. Και  χάρηκαν  πολύ για  εκείνη, τη  μάνα  τους, που  δεν  θα  ήταν  πια  μόνη  και  θα  είχε  κάποιον  να  δίνει  απλόχερα  τη  στοργή  και  την  αγάπη  της,  που  με  τα  χρόνια,  όσο  τα  παιδιά  της  της  έδειχναν  ότι  μεγάλωναν  και  δεν  την  είχαν  ανάγκη, τόσο εκείνη   αυγάταινε  λες  και  ήθελε  να  <πνίξει>   όλον  τον  κόσμο.

Τις  μέρες  που  ήταν  ο  Αλέξης  και  ο  Άρης,  οι  γιοι  της  Αμαλίας,  ακόμη  στο  κτήμα,  έπαιρναν  τη  Θάλεια  αξημέρωτα  και  της  έδειχναν  την  περιοχή.  Ήθελαν  να  τη  γνωρίσουν  και  να  τους  γνωρίσει  και  εκείνη  καλύτερα.

Μαζεμένη  και  λυπημένη  πολύ  ήταν  η  Θάλεια,  που  την  πήραν  ξαφνικά  από  την  οικογένειά  της  και  την  έφεραν   μακριά,  σε  ανθρώπους  ξένους,  που  μπορεί  να  της  χαμογελούσαν  και  να  της  μιλούσαν  γλυκά,  δεν  έπαυαν  όμως να  ήταν  άγνωστοι   για  εκείνη.

Δε  μιλούσε  σχεδόν  καθόλου,  δε  χαμογελούσε,  και  ας  τους  ευγνωμονούσε  για  την  πράξη  τους  μέσα  της,  και  δε  ζητούσε  ποτέ  τίποτα.  Μόνο  το  κεφάλι  της  είχε  σκυμμένο  συνέχεια,  λες  και  έψαχνε  να  μελετήσει  τα  σημάδια  για  τα  μελλούμενά  της   από  εδώ  και  πέρα   χάμω  στη  γη  και  περίμενε, όρθια,  σε  μια  γωνιά,  να  της  ζητήσουν  να  κάνει  κάτι.

 Όταν  της  έδειξαν  το  δωμάτιό  της,  νόμισε  πως  έπρεπε  να  ξεκινήσει  από  εκεί  το  σιγύρισμα  και  έπιασε  με  τα  λεπτά  της,  σαν  ξερόκλαδα,  χεράκια  να  σκουπίζει  και  να  ξεσκονίζει.

  Είδε  και  έπαθε  η  Αμαλία  να  της  εξηγήσει  πως  εκείνη  η  κάμαρη  ήταν  η  δική  της  κάμαρη,  το  δικό  της  κρεββάτι  και  η  δική  της  ντουλάπα  να  βάζει  μέσα  ό,τι  εκείνη  ήθελε  και  ότι  βρισκόταν  κοντά  τους  όχι  σαν  υπηρέτρια,  αλλά  για  να  τα  λένε  οι  δυο  τους  και  να  μοιράζονται  τις  μοναξιές  τους.

Το  πρώτο  πράγμα,  που  έκανε  η  Αμαλία  με  το  που  έφεραν  τη  μικρή  στο  σπίτι,  ήταν  να  τη  βοηθήσει  στο  μπάνιο,  να  πλυθεί  με  αφρόλουτρο  και  να    φορέσει  ένα  φόρεμα  κίτρινο  με  κόκκινα  ανθάκια,  που  αγόρασε  από  μαγαζί  της  πόλης  για  εκείνη.

  Επειδή  δεν  γνώριζε  καθόλου  το  κορίτσι,  το  φόρεμα  εκείνο  ήταν  λίγο  μεγάλο  επάνω  στη  Θάλεια,  αλλά   μια  ζώνη  κίτρινη  της  Αμαλίας,  κάπως  το  συμμάζεψε.  Η  ράφτρα,  που  ήρθε  τις  επόμενες   μέρες  πήρε  τις  διαστάσεις  του  κοριτσιού  και  ετοίμασε  για  εκείνο  πολλά  ακόμη  φορέματα  και  άλλα  χρειαζούμενα.

Τα  αγόρια  έφυγαν  για  την  πόλη,  ο  Πέτρος  ξεκίνησε,  όπως  γινόταν  πάντα  τέτοια  εποχή, τα  ταξίδια  του,  για  να πουλήσει  τα  καπνά  και  τις  άλλες  σοδειές  του  και  η  Αμαλία  έμεινε  πια  μόνη  με  τη  Θάλεια.

Το  σπίτι  σίγησε  για  τα  καλά  και  μέσα  σε  εκείνη  τη  γαλήνη  και  την  ηρεμία,  λες  και  τα  μάγια  λύθηκαν,  η  Θάλεια  άρχισε  να  ανοίγει  σαν  το  μπουμπούκι,   που  το  άγγιξαν  οι  πρώτες  ακτίνες  του  ήλιου.  Σήκωσε  πια  τα  μάτια της  και  κοίταξε  την  Αμαλία  με  γλυκύτητα  και  ευγνωμοσύνη,  για  όσα  έκανε η  γυναίκα  για  εκείνη  και  προσπαθούσε  να  διαβάσει  τις  επιθυμίες  της,  πριν  ακόμη  εκείνες  πάρουν  σάρκα  και  οστά  στα  καλοσχηματισμένα   χείλη  της  Αμαλίας.

Ήρθαν  για  πρώτη  φορά,  μετά  από  εβδομάδες,  πολύ  κοντά  η  μία  στην  άλλη.  Μοιράζονταν  τις  καθημερινές  ασχολίες  του  σπιτιού μα  περισσότερο  μοιράζονταν  τις  στιγμές  της  ανάπαυλας  και  τους  στοχασμούς  τους.

Για  τα  χρόνια  τα  παιδικά  και  εφηβικά  της  της  έλεγε  η  Αμαλία,  όσο  ο  καιρός  ήταν  καλός  ακόμη  και  κάθονταν  έξω,  κάτω  από  την  καταπράσινη    κληματαριά,  αλλά  και  για  τα  χρόνια,  που  ήρθε  νύφη,  στον  τόπο  αυτόν.

 Έβγαζε  από  το  μπαούλο  του  μυαλού  της  μια  μια  τις  αναμνήσεις,  σαν  κιτρινισμένα  ασπρόρουχα,  τις  ξεδίπλωνε  και  ήταν  σα  να   ξαναζούσε  και  πάλι  τη ζωή  της  από  την  αρχή.

 Το  ίδιο  έκανε  και  η  Θάλεια,  από  την  πλευρά  της.  Άλλοτε  ο  λογισμός  της  πήγαινε  στο  νησί,  στην  άγρια φυσική  ομορφιά  του, και  της  άρεσε να  το  περιγράφει  με  τρεμάμενη  από  τη  συγκίνηση  φωνή  και  άλλοτε  στα  αγαπημένα  πρόσωπα  της  οικογένειάς  της,  που  άφησε  πίσω  εκεί  και  που  για  το  καθένα  είχε  και  μια  όμορφη  στιγμή,  που  πέρασε  μαζί  του,  να  θυμηθεί. 

 Ούτε  για  τη  φτώχεια  τους  μίλησε  ποτέ  στην  Αμαλία,  ούτε  για  τις  αδερφές  της,  που  τις  πάντρεψαν  χωρίς  εκείνες  καν  να  το  γνώριζαν,  σχεδόν  παιδιά  ακόμη,  με  κάποια  γεροντοπαλίκαρα  του  νησιού,  μόνο  και  μόνο  για να  λιγοστέψουν  τα  στόματα  στο  σπίτι,  ούτε  που  πολλές  φορές  η  μάνα  τους   κοιμόταν  έξω,  σε  σπηλιές  και  χαλάσματα,  προκειμένου  να  γλυτώσει  την  οργή  του  πατέρα  τους,  όταν  τραβούσε  τα  δίχτυα  άδεια  λες  και  έφταιγε  εκείνη,  που  του  την  έδωσαν  οι  δικοί  της  πάμφτωχη,  με  ένα  αποφόρι  μόνο  να  σκεπάζει  το  κορμί  της. 

Μόνο  τα  όμορφα  και  τα  καλά  ήθελε  να  κουβαλά  μέσα  της,  από  αυτά  να  αντλεί  δύναμη  και  ζωή. Τα  άλλα,  τα  σκοτεινά  και  τα  άσχημα,  λες  και  είχε  πατήσει  ένα  κουμπί  και  είχαν  διαγραφεί  παντελώς  από  τη  μνήμη  τους.

  Και  όταν  η  Αμαλία  διαπίστωσε  πως  η  μικρή  δεν  είχε  πάει  σχεδόν  καθόλου  σχολείου  ανέλαβε  και  το  ρόλο  του  δασκάλου.  Ξεκίνησε  με  το  βιβλίο  της  Αγίας  Γραφής,  που  είχε πάντα  πάνω  στο  κομοδίνο της, στο  κρεββάτι  της  δίπλα, στην  κάμαρά  της.  Της  διάβαζε  κάθε  μέρα  και   από  κάποιες  σελίδες  και  μετά  άρχιζε,  αφού  συζητούσαν  τα  γραμμένα,  να  της  δείχνει  τα  γράμματα  και  να  ζητά  από  τη  Θάλεια  να  τα  αναγνωρίζει  και  να  τα  σχεδιάζει  και  εκείνη. 

Άλλοτε  πάλι,  όταν  ο  ήλιος  ήταν  απλόχερα  γενναιόδωρος,  έπαιρναν  το  μόνιππο,  που  ήξερε  καλά  η  Αμαλία  να  κουμαντάρει  και  γύριζαν  τη  γύρω  περιοχή.

 Από  τα  κοντινά  τους  χαλάσματα,  την  ιστορία  και  τον  πολιτισμό  του  τόπου,  όπως  της  έλεγε  η  Αμαλία,  ξεκινούσαν  την  περιήγησή  τους  και  σαν  άλλη  βυζαντινή  αυτοκράτειρα  εκείνη  τα  επιτηρούσε  και  θαύμαζε  το  μεγαλείο   της  φύσης  και  των δημιουργημάτων   των  αρχαίων  προγόνων,  και  αυτόν  τον  θαυμασμό  της  τον  μεταλαμπάδευε  και  στη  μικρή  προστατευόμενή  της. Ρουφούσε  σα  σφουγγάρι  η  Θάλεια  ό,τι  της  εξιστορούσε  και  της  μάθαινε  η  Αμαλία.

 Η  μια  μέρα  ήταν η  καλύτερη  και  ομορφότερη  εκδοχή  της  άλλης  και  η  Θάλεια  έδειχνε  πια  χαρούμενη.  Τα  χλωμά  της  μάγουλα  ήρθαν  και  ρόδισαν,  σε  αυτό  βέβαια  εκτός  από  τα   κανακέματα  και  τα  γλυκόλογα  της  Αμαλίας  και   του  Πέτρου,  βοήθησαν  τα  βούτυρα,  οι  μαρμελάδες,  τα  χοιρομέρια  και  όλα  εκείνα  τα   αγαθά,  που  ήταν  στοιβαγμένα  στο  κελάρι  και  τις  αποθήκες  του  κτήματος.

Κάθε  πρώτη  του  μήνα,  ο  Πέτρος,  βλέποντας  τη  γυναίκα  του  να  έχει  μονίμως  το  χαμόγελο  και  την  καλή  κουβέντα  καρφιτσωμένα  στα  χείλη  της,  έστελνε  ένα  ποσό  στην  οικογένεια  της  Θάλειας,  ευχαριστώντας  έτσι  και  εκείνος  με  αυτό  τον  τρόπο  για  την  ευεργετική  παρουσία  της  Θάλειας  στην  οικογένειά  του.

Τα  Χριστούγεννα  του  1962   ήταν  υπέροχα,  ονειρικά  σχεδόν  για  όλους. Τα  αγόρια,  ήρθαν  στο  κτήμα  για  τις  δεκαπενθήμερες  διακοπές  τους  και  η  ζωή  όλων,  σα να  σκεπάστηκε  από  χρυσόσκονη,  ήρθε  και  φώτισε  και  έλαμψε   μαγικά.

 Η  Αμαλία  ευτυχισμένη,  που  είχε  όλους  τους  αγαπημένους  γύρω  της,  έτρεχε  σαν  τη  μέλισσα  από  λουλούδι  σε  λουλούδι,  να  τα  προλάβει  όλα  και  με  τον  καλύτερο   δυνατό  τρόπο.  Το  έλατο, τεράστιο  και  καμαρωτό,  στήθηκε  στη  σάλα  του  σπιτιού,  δίπλα  στο  πέτρινο  τζάκι. Στολίδια  και  λαμπιόνια  απλώθηκαν  πάνω  του  και   ένα  άστρο  φωτεινό,  εφτάστερο,  από την  κορυφή  του  επάνω,  ψηλά,  έστελνε  τη  λάμψη  γύρω  του,  σαν  το βασιλιά  που  καθόταν  σε  θρόνο  χρυσό.

Τόσο  χιόνι  είχαν  πολλά  χρόνια  να  δούνε  στα  μέρη  εκείνα,  και  η  Θάλεια,  που  ήταν  από  νησί  και  ακρότητες  στα  φυσικά  φαινόμενα  δεν  είχε  πετύχει  στη  μικρή  της  ζήση, τα  είχε  κυριολεκτικά  χαμένα,   ευχάριστα   χαμένα.  Κοίταζε  από  το  παράθυρο  τη  λευκότητα  του  τοπίου  και  χτυπούσε  με  χαρά  τα  χέρια  της  από  την  έκπληξη  και  την  πρωτόγνωρη  ομορφιά  και  έτρεχε  από  τη  μια  γωνιά  στην  άλλη,  να  δει  καλύτερα  και  χαμογελούσε  και  δεν  έλεγε  να  σταματήσει  να  μιλάει  και  να  φωνάζει  και  τους  άλλους  να  δουν  και  να  χαρούν.

 Μπορεί  να  είχε  ακόμη  ώρες  μέχρι  να  καθίσουν  στο  χριστουγεννιάτικο  τραπέζι,  να  ευχηθούν  και  να  ανταλλάξουν  δώρα,  αλλά  τα  αγόρια,  βλέποντας  τον  ενθουσιασμό  στα  μάτια  της,  αποφάσισαν  να  της  δώσουν  εκείνη  τη  στιγμή  αυτά,  που  της  έφεραν  από  την  πόλη,  γιατί  θεώρησαν  πως  η  στιγμή  ήταν  η  πιο  κατάλληλη.

 Ένα  ζεστό  κασκόλ,  κόκκινο  άλικο,  με  μαύρες  φούντες,  ένας   σκούφος  στο  ίδιο  χρώμα  και  ένα  ζευγάρι  ολόμαλλα  γάντια,  απλώθηκαν  μπροστά  στα  μάτια της  Θάλειας  και  εκείνη  με  την προτροπή  της  Αμαλίας  και  των  υπολοίπων  τα  φόρεσε αμέσως  και  βγήκε  έξω,  να  κυλιστεί  στο  κατάλευκο  χαλί.

  Από  πίσω  της  έτρεξαν  και  τα  δυο  αγόρια  και  έπαιξαν,  όπως  τότε  που  ήταν  μικρά,  και  διασκέδασαν  και  γέλασαν  με  την  ψυχή  τους. Όταν  πια  οι  μύτες  τους  άρχισαν  να  πονάνε  και  τα  ρούχα  τους  έσταζαν  το  λιωμένο  χιόνι,  αποφάσισαν  να  μπούνε  μέσα,  να  ζεσταθούν  και  να  στεγνώσουν.  Δεν  ήθελαν  με  τίποτα  να  περάσουν  τις  μέρες  των  διακοπών  τους  κρεβατωμένοι.

Το  χοιρινό,  που έψηνε  στον  ξυλόφουρνο  η  Αμαλία,  τους  είχε  πια  λιγώσει  με  τα  αρώματά  του  και  τη  μοσχοβολιά  του  και  όλοι  ανυπομονούσαν να  το γευτούν. Το  κρασί  έρρεε  άφθονο  για  τους  μεγάλους,  ενώ  τα  τρία  παιδιά  αρκέστηκαν  στο  χυμό,   που  έφτιαξε  η  Αμαλία  από  τα  αποξηραμένα   βύσσινα  στο  κελάρι  της. Ξαφνικά  τα  μάτια  της  Θάλειας  θόλωσαν  και  ακουμπώντας  τα  μαχαιροπίρουνα  πάνω  στο  πιάτο  της, απαλά, σχεδόν  ευλαβικά, όπως  η  μάνα  το  κοιμισμένο  βρέφος  στην  κούνια  του,  κατέβασε  το  κεφάλι,  να  κρύψει,  όσο  μπορούσε  την  υγρασία στα  μάτια  της,  που είχε  πάρει  ήδη  τη  μορφή  δακρύων.

<<Τι  συμβαίνει  κοριτσάκι  μου,  μήπως  δεν  σου  αρέσει  το  χοιρινό,  να  σου  φέρω  κάτι  άλλο>>,  της  σήκωσε  το  κεφάλι   η  Αμαλία  προσπαθώντας  να διαβάσει  στα  υγρά της  μάτια  το  λόγο  της  θλίψης  της. 

<<Όχι,  όχι,  όλα  είναι  υπέροχα  και  μοιάζουν  πεντανόστιμα,  απλά  συγχωρέστε  με,  σκέφτηκα  την  οικογένειά  μου  στο  νησί,  το  δικό  τους  χριστουγεννιάτικο  τραπέζι  πόσο  λιτό,  άδειο  σχεδόν,  θα  είναι  αυτή  τη  μέρα>>,  πρόφερε  σιγανά,  για  να  μην  ταράξει  τις  ευτυχισμένες  στιγμές  της  οικογένειας, η  Θάλεια,  και  δυο  δάκρυα  κύλησαν  και  ζέσταναν  τα  χλωμά  από  τον  πόνο  ψυχής  μάγουλά  της.

Ο  Πέτρος  σηκώθηκε  αμέσως  και στάθηκε  δίπλα  στη  μικρή,  ακουμπώντας  τα  χέρια  του, πατρικά  και  προστατευτικά  πάνω  στους  ώμους  της.

<<Το  τραπέζι  των  γονιών  σου  είναι  αυτή  τη  στιγμή  γεμάτο  και  πλούσιο,   σαν  αυτό,  που  έχουμε  και  εμείς.

 Το  μόνο,  που  έχεις  να  κάνεις  είναι  να   απολαύσεις  όσα  είναι  μπροστά  σου  και μάλιστα,  πριν  αυτά  κρυώσουν.  Αυτό  θα  ήθελαν  και  εκείνοι  για  εσένα>>,  της  είπε  με  τη  ζεστή  του  φωνή και  χαρίζοντάς  της  το  πιο  γλυκό  του  χαμόγελο.

 Με  ταχύτητα  αστραπής  η  Θάλεια  βρέθηκε  στην  αγκαλιά του,  τον  ευχαριστούσε  σαν  παιδί,  που  του χάρισαν  όλο  τον  παιχνιδόκοσμο,  γελούσε  και  έκλαιγε  μαζί  και  με  το  βλέμμα  της  χάιδευε  όλους  όσους  ήταν  κοντά  της,  γιατί   άνοιξαν  το  σπίτι  και  την  αγκαλιά  της  όχι   μόνο  σε  αυτή,  αλλά   και στην  οικογένειά  της  απλόχερα.

Μπήκε  και  το  1963  με  ελπίδες  και  όνειρα  πολλά,  όπως  γίνεται  με  καθετί   νέο  και  καινούργιο.  Είναι  στην  ανθρώπινη  φύση, προκειμένου  να ξορκίσουμε  και  να  αφήσουμε  μια  και  καλή  πίσω  μας  τα  άσχημα  και  τα  δύσκολα,  να  φανταζόμαστε  και  να  περιμένουμε  τα  καλύτερα,  που  η ζωή,  λες  και  μας  τα χρωστάει, σε  λίγο θα  μας  τα εμφανίσει.

 Έτσι  βαυκαλιζόμαστε  και  υπομένουμε  τη  ζήση  μας. Υπομονή  και  ελπίδα  οι  δυο  άξονες  γύρω  από  τους  οποίους  γυρίζουμε,  σαν  το  δεμένο  ζωντανό  στο  μαγγανοπήγαδο.

Οι  διακοπές  τελείωσαν  και  τα  αγόρια  πήραν  και  πάλι  το  δρόμο  για  την  πόλη.  Ο Αλέξης  έπρεπε  να  δώσει  τον  καλύτερό  του  εαυτό,  γιατί  ήταν  η  τελευταία  του  χρονιά,  πριν  την  αποφοίτησή  του.  Ένας  καλός  βαθμός  στο απολυτήριο,  θα  ήταν  σα  διαβατήριο  για  ένα  καλύτερο  μέλλον,  γι’  αυτό  και  τους  είπε  πως  δεν  θα  ερχόταν  πια  κάθε  Σάββατο  στο  κτήμα.  Θα  αφιέρωνε  τις  Κυριακές  του  στο  διάβασμα.  Ο  Άρης  αντίθετα  θα  συνέχιζε,  όπως  και  πριν  να  τους  επισκέπτεται  με  την ίδια  συχνότητα, αν και  οι  δικοί  του  βαθμοί  ήταν  αυτοί,  που  χρειάζονταν  επειγόντως  βελτίωση.

Η  πρώτη  εβδομάδα  χωρίς  τα  αγόρια  ήταν  δύσκολη,  όχι  μόνο  για  την  Αμαλία,  αν  και  αυτό  γινόταν  χρόνια  τώρα, αλλά  και  για  τη  Θάλεια.  Η  συντροφιά  των  δυο  νέων  ήταν  βάλσαμο  για  την  ψυχούλα  της,  όσο  και  αν  ο  Πέτρος  και  η  Αμαλία  της  φέρονταν  με  απεριόριστη  στοργή  και  αγάπη.

 Με  τα  παιδιά  ήταν  διαφορετικά.  Μιλούσαν  την  ίδια  γλώσσα,  δε  χρειαζόταν να  προβάρει  μέσα  της  ό,τι  είχε  να  πει  ή  να  κάνει  δεύτερες  σκέψεις. Ένοιωθε  πιο ελεύθερη  και  ξένοιαστη.  Έκανε  τόσα  πράγματα  μαζί  τους,  που  δεν  γινόταν  να  τα  κάνει  με  τους  μεγάλους,  ούτε  άκουγε  συμβουλές, υποδείξεις  ή  κριτικές,  έστω  και  καλοπροαίρετες. 

Τα  παιδιά  είναι  παιδιά,  όλο  σκέρτσο,  νεύρο, ανησυχίες,  πειράγματα,  παιχνίδια  και  όνειρα.  Προπαντός  όνειρα  πολλά, όνειρα  χρωματιστά  και  αισθήματα  ζωηρά  και  έντονα,  όπως  ο  έρωτας. Οι μεγάλοι  απλά   είναι  προβλέψιμοι  και  βαρετοί.

Ο  Άρης  τους  επισκεπτόταν  κάθε  απόγευμα  Σαββάτου,  με  το  λεωφορείο,  και  κάθε  Κυριακή  απόγευμα  έπαιρνε  το  δρόμο  της  επιστροφής,  ανανεώνοντας  έτσι  το  ραντεβού  του  με  τη  Θάλεια,  για  την  επόμενη εβδομάδα.

 Η πρώτη  εικόνα,  που  ερχόταν  στο  μυαλό  του,  όταν  η  σκέψη  του πήγαινε  στο  κτήμα,  και  πήγαινε  πολύ  συχνά  πια η  σκέψη  του  εκεί, ήταν η  Θάλεια.  Αλλά  και  εκείνη  ήταν  σα  να  ζούσε  για  το Σαββατιάτικο  απόγευμα,  που θα  ερχόταν  ο  Άρης.  Όλη  την  εβδομάδα  λειτουργούσε  λες  και  μηχανικά.  Σε  ό,τι   έκανε,  σε  ό,τι  έλεγε  ήταν  το  σώμα  της  μόνο, που  συμμετείχε,   αδειανό  αυτό,  χωρίς  την  ψυχή  και  το  μυαλό  της.

Ένα  δέσιμο  δυνατό  αισθάνθηκαν  και  τα  δυο  παιδιά  από  την  πρώτη  στιγμή,  που  συναντήθηκαν. Συνομήλικα  εκείνα,  στα  δεκατέσσερα  ο  Άρης,  στα  δεκατρία  η  Θάλεια,  ήταν  σαν  να  βρέθηκαν  ξανά θαρρείς  ύστερα  από  χρόνια,   σαν  μετά  τη  γέννησή  τους  κάποιοι να  τα  είχαν  χωρίσει  και  τώρα  ξανάσμιξαν. Δεν πέρασε  αυτό  απαρατήρητο  από  την  Αμαλία  και  δεν  έχασε  εκείνη  την  ευκαιρία  να  το  μοιραστεί  αμέσως  με  τον  άντρα  της,  τον  Πέτρο:

<< Σαν  πιο  ήρεμο  και  κατασταλαγμένο  βλέπω  τον Άρη  μας, Πέτρο,  από τότε  που  μπήκε  στη  ζωή  μας  η  Θάλεια.  Λες  και  αυτό  το  κορίτσι  εκπέμπει   μια  αύρα  μαγική  και  μας  βγάζει  τον  καλύτερό  μας  εαυτό. Ήταν  ευχής  έργο,  που  οι  δρόμοι   και  οι  ζωές  μας  συναντήθηκαν>>,  του  έλεγε  η  Αμαλία  και  προσπαθούσε  με  δύναμη  να  κρατήσει  κοντά  της  τα  όμορφα  συναισθήματα,  γιατί  κάτι,  σα  χέρι  άγριο και  σκληρό μέσα  της,  όταν  μιλούσαν  για  τη  Θάλεια  και  τον  Άρη, ένοιωθε  να   σφίγγει  την  καρδιά  της. 

Το  φθινόπωρο του  1963 ο  Αλέξης  εισήχθη,  όπως  το  επιθυμούσε,  στη  Σχολή  Βασιλικής   Χωροφυλακής  της  Ρόδου.  Το  όνειρό  του  ήταν  να  σταθεί  στα  δικά  του  πόδια,  να  πάρει  το  τιμόνι  της  ζωής  του  στα  δικά  του χέρια,  να  βγάζει  τα  δικά  του  χρήματα  και  να  απομακρυνθεί  και  από  τον  αδερφό  του,  τον  Άρη,  που  μπορεί  τα  πράγματα  μεταξύ  τους  να  έμοιαζαν  πως  είχαν  ηρεμήσει,  αλλά  αυτό,  μόνο  το  <φαίνεσθαι>  ήταν,  σαν  τη  νηνεμία,  πριν  την  έκρηξη  της  καταιγίδας.  Μια  καταιγίδα  εκκολαπτόμενη   ήταν   η  ψυχή  του  Άρη  συνέχεια  και   κανείς  δεν  θα  ήθελε  να  βρίσκεται  μπροστά   τη  στιγμή,  που  εκείνη  θα  ξέσπαγε.

 Τα  χωράφια  και  τα  ζωντανά   δεν  άρεσαν στον  Αλέξη, παρά  μόνο  να  τα  βλέπει  στις  βόλτες  του  στο  ύπαιθρο  και  να  ξέρει  πως  είναι  καλά  και  δεν  υποφέρουν.  Ούτε  και  είχε  την πυγμή  και  το  χάρισμα  του  πατέρα  του, του  Πέτρου,  να  γητεύει  τα  άλογά  τους  και  να  κουμαντάρει  τους  εργάτες,  τα  μιλιούνια,  που  δούλευαν  τους  πιο  πολλούς  μήνες  του  χρόνου, εκτός  από  αυτούς  του  χειμώνα,  στο  υποστατικό  και τα  κτήματά  τους.

 Εκείνος  πίστευε  πως  ήταν  γεννημένος  για  τα  μεγάλα  και  τα  υψηλά,  όπως  θεωρούσε  την πατρίδα,  και  σε  εκείνη  ήθελε  να  δοθεί,  να  την  υπηρετήσει  και  να  την  πάει  ακόμη πιο  ψηλά.  Ήταν  και  οι  ιστορίες,  που  του  έλεγε  ο πατέρας  του  με  τους  άλλους,  εκείνους,  που  πλήγωσαν  τη  χώρα  στην  κατοχή   και  τον  εμφύλιο  και  πίστευε,  τόσο  ρομαντικός  και  ευαίσθητος  ήταν,  ότι  ανθρώπους  σαν  και  εκείνον  είχε  ανάγκη  η  πατρίδα  να  μη  ματώσει  πάλι  και  να  μην  προδοθεί.

 Πού  να  ήξερε  ο  δόλιος  πως  λίγα  χρόνια αργότερα  το  σπαθί  της  διχόνοιας  θα  έπεφτε  ακόμα  πιο  βαρύ,  πιο  θανατερό  με  τους  χουντικούς,  που  στο  πρόσωπο  των  κουμουνιστών  έβλεπαν τους  δικούς  τους  γίγαντες  και  τους  πολεμούσαν,  αγωνίζονταν   να  ξορκίσουν   θαρρείς   το  κακό  και  να  φέρουν  την  πρόοδο  και  την  ευημερία  στη  χώρα,  όπως  ο  Δον  Κιχώτης  ένοιωθε  βλέποντας  τους  ανεμόμυλους  και  είχε  βαλθεί  να  τους  κυνηγά  και  να  τους  σκοτώνει.  Και  το  μόνο  που  εκείνοι  κατάφεραν  ήταν  να  πάνε  τη  χώρα  χιλιόμετρα  πιο  βαθιά,  σε  έναν  άλλο  μεσαίωνα,  με  πιο  μεγάλο  θύμα  την  Μεγαλόνησο,  την  Κύπρο, την  Ελληνική.

Για  την  Αμαλία  ήταν  ένα  χαστούκι  γερό  η  θάλασσα,  που  έμπαινε  ανάμεσά  τους,  αλλά  μπροστά  στη  χαρά  του  παιδιού  της,  έκανε  την  ανάγκη  φιλοτιμία  και  γιόρτασε  μαζί  τους  και  γλέντησε  και  ετοίμασε  το  παιδί  της  για  τα  ξένα.

 Ξενιτειά  ήταν  η  Ρόδος  σε  σχέση  με  τη  Ροδόπη,  αφού  το  παιδί  της  δεν  υπήρχε  περίπτωση  να  το  δει  μέχρι  την  αποφοίτησή  του, αλλά  και   μετά  ποιος  ξέρει  πού  θα  υπηρετούσε  και  αν  μπορούσε  εύκολα  να τους  επισκέπτεται!  Όσο  για  εκείνη,  θεωρούσε  τον εαυτό  της  πολύ  μεγάλη  για  τέτοια  ταξίδια.

  Σταύρωσε  το  παιδί  της  το  πρωινό,  που  ο  Πέτρος  το  πήγε  στην  πόλη  να  πάρει  την αμαξοστοιχία  για  τον  Πειραιά  και  από  εκεί  το  καράβι  για  τη  Ρόδο  και  εναπόθεσε  τη  φύλαξη  του  Αλέξη  της  σε  μια  άλλη  μάνα, που  μόνο  εκείνη  μπορούσε  να  τη  νοιώσει,  την  Παναγία.

 Η  Θάλεια  ήταν  συνέχεια  δίπλα  στην Αμαλία  και  τη  βοηθούσε  να  αντέξει    τον  βαθύ  χωρισμό.  Αυτή  γλύκαινε  τις  σκέψεις  και  ηρεμούσε  με  τη  μελιστάλαχτη  φωνή  της  το  αντάριασμα  της  ψυχής  εκείνης  και  αυτή  ήταν,  που  την  έπαιρνε  τώρα  και  πήγαιναν  τις  βόλτες  τους  πέρα  στα  όμορφα  λιβάδια  και  περιδιάβαιναν  ανάμεσα  στα  απομεινάρια  ιστορίας  και  πολιτισμού.

  Μόνο,  όταν  ερχόταν  ο  Άρης  από  την  πόλη,  τα  Σαββατιάτικα  απογεύματα,  ήθελε  η  Θάλεια  να  βρίσκεται  στο  σπίτι  και  αν  τύχαινε  να  είναι  κάπου  έξω  με  την  Αμαλία,  βιάζονταν  να  γυρίσουν  στο  κτήμα. Και  την  Κυριακή  για  εκείνη  δεν  υπήρχε  ούτε  Αμαλία  ούτε  περίπατοι  ούτε  επισκέψεις,  μόνο  ο  Άρης  και  αυτή.

 Πέρασαν  τα  τελευταία  τρία  χρόνια  πότε  με  μικροχαρές,  πότε  με  θλίψη   και  έφτασε  το  γλυκό  καλοκαιράκι  του  1966.  Ο  Αλέξης  είχε  ολοκληρώσει  τη  φοίτησή  του  στη  σχολή,  που  λογίζονταν  και  ως  στρατιωτική  θητεία,  ξεκίνησε  και  την  καριέρα  του  ως  χωροφύλακας  και  μετά  από   επιτυχημένες  εξετάσεις  είχε  προαχθεί  σε  ενωματάρχη.  Καιρός  ήταν  να  περάσει  λίγες  εβδομάδες  με  την  οικογένειά  του,  σκέφτηκε,  να  μάθουν  και  εκείνοι  τα  νέα  του  και  να  γεμίσει  την  καρδιά  του  με  τα  αρώματα  και  τα  χρώματα  της  ιδιαίτερης  πατρίδας  του,  που  τόσο  του  είχαν  λείψει.

   Ήρθε  λοιπόν  στο  υποστατικό  των  Κοντοπάνων  να  ξεκουραστεί,  αλλά  κυρίως  να  τους  μιλήσει  για  τα  σχέδιά  του  και  τη  νέα  του  ζωή,  που  είχε  ήδη  βάλει  ρότα  και  αρμένιζε. Θα  υπηρετούσε  μόνιμα  πια στο  τμήμα  της  Βασιλικής  Χωροφυλακής  της  Ρόδου  από  τούδε  και  εξής  ως  ενωματάρχης   και  μάλιστα  έχοντας  στο  πλευρό  του,  να  μοιράζεται  τη  ζωή  του,  μια  όμορφη  κοπέλα,  την  Αγγελική.   Αυτό  όμως  θα  τους  το  αποκάλυπτε  λίγο  πριν  φύγει,  δεν  ήθελε  να  γκριζάρει  τις  μέρες,  που  θα  ήταν  και  πάλι  όλοι μαζί.

<<Έρχεται  κυρά  μου,  έρχεται>>,  ακούστηκε  η  φωνή  του  Γιάννου,  του  επιστάτη,  εκείνο  το   ζεστό, κυριακάτικο  πρωινό  του   Ιούλη.

 Αγνή  ψυχή  και  πολύ  δουλευταράς  ο  Γιάννος, βασανισμένος  και  ολομόναχος  πορευόταν  στη  ζήση   του. Οι  κακοτοπιές  και  τα  βάσανα,  ευτυχώς, δεν  τον  αγρίεψαν, όπως  άλλους  ούτε  τον  έκαναν  να  χάσει  την  ανθρωπιά  και  τη  συνείδησή του  ως  μπούσουλα  και  κριτήριο  στη  ζωή.

Προσφυγάκι  είχε  φτάσει  και  ο  Γιάννος  μαζί  με  άλλους,  παλικαράκι  14  χρονών,  με  την  ανταλλαγή  των  πληθυσμών το  1923.  Κανένα  δικό  του  δεν  είχε.  Τον  πατέρα  του  τον  κρέμασαν  οι  Τσέτες  μαζί  με  άλλους,  όταν  μπήκαν  το  ’22   στο  Αϊβαλί,  από  όπου  ήταν  η  καταγωγή  του  ενώ  η  μάνα  του  με  τα  μικρότερα  αδέρφια   του  πνίγηκαν  στην  προσπάθειά  τους να  σκαρφαλώσουν  σε  μια  βάρκα,  για  να  σωθούν.

 Στο  μαγαζί  ενός  Τούρκου,  που  έφτιαχνε  και  πουλούσε  μπακίρια  και  σκαφτικά  εργαλεία   δούλευε  ο  Γιάννος  και  να  είναι  καλά  εκείνος  ο  άνθρωπος  του  έσωσε  τη  ζωή. Όταν  ξεκίνησε  το  κακό,  δεν  τον  άφησε  να  φύγει  μέσα  στη  φωτιά  και  το  ποδοβολητό,  τον  έκρυψε  για  εβδομάδες  στο  υπόγειο  του  μαγαζιού  και,  όταν  μπόρεσε,  πλήρωσε  έναν   αγωγιάτη  δικό  του  και  τον  πήγε  μέχρι  το  μεγάλο  ποταμό, τον Έβρο. Καλοκαίρι  ήταν  και  η  στάθμη  χαμηλή,  μπόρεσε  εκείνος  να  κολυμπήσει  τη  νύχτα  μέσα  στις  συστάδες  καλαμιών  και  βούρλων  και έτσι  βγήκε  σε  έδαφος  ελληνικό.

 Ένα  καραβάνι  ανταλλάξιμων  Ρωμιών,  που συνάντησε  στο  δρόμο,  τον  πήραν  μαζί  τους,  να  μην  περπατά  ολομόναχος  την  ατέλειωτη  διαδρομή.

Ξέκοψε  κάποια  στιγμή  από  τους  πολλούς  ο  Γιάννος  και  πήρε  άλλη  κατεύθυνση  μονάχος  του,  διαφορετική  από  αυτή,  που  πήραν  οι  άλλοι. Ήταν, κατά  πως  φαίνεται  της  μοίρας  του  γραμμένο  και  τα πόδια  του  τον έβγαλαν  κατάκοπο,  σχεδόν  πεθαμένο  από  τη  δίψα  και  την  πείνα,  την  τυραννική,  στο  κτήμα  του  Κοντοπάνου.

 Χώθηκε   μέσα  σε  μια  αποθήκη με  τα  αλέτρια,  τα  σχοινιά  και  τις  αξίνες  και  κάτω  από  τσουβάλια  τρίχινα  και  βρωμερά  πάλευε  όλη  τη νύχτα  με  τις  θέρμες  και  τον  πυρετό,  που  τον  κατέτρωγε. Ο  ίδιος  ο  Πέτρος  Κοντοπάνος  τον ανακάλυψε  την  άλλη  μέρα,   όταν  μπήκε  στην  αποθήκη  να  φορέσει  τις  μπότες  του,  ένα  πέρασμα  να  κάνει  από  τον  κάμπο.

 Δυο  ημερόνυχτα  πάλευε  το  παιδί  με  την  αρρώστια, σα  δεινός  παλαιστής  με   νίκες  ατέλειωτες  στο  ενεργητικό  του,  και  τα  κατάφερε. 

 Ούτε  ο  Κοντοπάνος  επέτρεψε  να  φύγει  από  το  κτήμα  του  το  παιδί  μετά,  που  στάθηκε  στα  πόδια  του,  αλλά  ούτε  και  ο  Γιάννος  σκέφτηκε  κάτι  τέτοιο.  Η  συνάντησή  τους  θεωρήθηκε  μοιραία,  καρμική.

Πουθενά  δεν  πήγαινε  ο  ένας  χωρίς  τον άλλον. Και  τη  ζωή  του  θα  έδινε  ο  Γιάννος  για  τον Πέτρο,  έτσι  και  αλλιώς  το  ότι  ζούσε,  σε  εκείνον  το  χρωστούσε  και  τίποτα  δεν θα  τον εμπόδιζε  να  χαθεί,   για  χάρη  του. Δανεική  του  ήταν  η  ζωή  του,  έτσι  τακτοποιημένα  και  απλοποιημένα  τα  είχε  όλα  στο  κεφάλι  του  μέσα   και  ποτέ  δεν  λαχτάρησε  τίποτα  περισσότερο. Ένιωθε  σχεδόν  ευτυχισμένος  στον  μικρόκοσμό  του.

Μόλις  που  είχαν  επιστρέψει  η  Αμαλία  με  τη  Θάλεια  από  την  εκκλησιά,  έβγαζαν  τα  καλά  τους  ρούχα   και  ετοίμαζαν  να  πιούν   τον  καφέ  τους  με  το  αντίδωρο, που  έφεραν  μαζί  τους,  όταν  άκουσαν  τη  φωνή  του Γιάννου.

Βγήκε  η  Αμαλία  στο  χαγιάτι  με  τα  μαλλιά της  ξέπλεκα  και  ριγμένα στους  ώμους  και  φορώντας  ακόμη  το  ένα  της  παπούτσι   μόνο,  ακούγοντας  την  αγριοφωνάρα  του  και  νομίζοντας  πως  έγινε  κάτι  κακό.

<<Τι  συμβαίνει  Γιάννο  και  σκούζεις  έτσι  πρωινιάτικα.  Τι < έρχεται>,  ποιος  <έρχεται>,  φωνάζεις >>,  ξέσπασε  η  Αμαλία  και  τα  έβαλε  με  τον  επιστάτη  τους.

<< Ο  αφέντης  κυρά,  ο  αφέντης  Αλέξης  έρχεται. Μια  κούρσα  τον  φέρνει.  Τους  είδα  στη  μεγάλη  στροφή  του  δρόμου  και  έτρεξα  σαν  τον  άνεμο  με  τη  φοράδα  μου  να  σου  φέρω  το  καλό  μαντάτο>>,  πρόφερε  ο  Γιάννος  με  το κεφάλι  σκυμμένο  για  την  ατσαλοσύνη  του  να  κάνει  την  αφεντικίνα  του  να  ξιπασθεί.

<<Σχώρα  με  κυρά  μου,  που  φέρθηκα  έτσι  άγαρμπα   και  σε  τρόμαξα.  Από  τη  χαρά μου  ήταν,  που  έρχεται  ο  Αλέξης  μας,  να  σε  κάνω  και  σένα  να  χαρείς,  σχώρα  με>>,  έλεγε  και   ξανάλεγε  ο  επιστάτης  και  γυρόφερνε  το  ψάθινο  καπέλο  στα  χέρια  του,  περιμένοντας  μια  λέξη  της  Αμαλίας,  δείγμα  ότι  τον  συγχώρεσε,  για  να  εξιλεωθεί.

<<Σύρε  στην  κουζίνα,  έχει  μπακλαβά,  να  φας  όσο  θέλεις  για  τα  συγχαρίκια.  Δεν  πειράζει,  δεν  έκανες  δα  και  φονικό. Σε  ευχαριστώ  για  την  είδηση>>, πιο  μαλακωμένη  αυτή  τη  φορά  του  μίλησε  η  Αμαλία  και  μια  υποψία  χαμόγελου  άφησε  να  δει  ο  Γιάννος  στο  πρόσωπό  της.

Έτρεξε  η  Αμαλία   γρήγορα  να  περιποιηθεί  τον  εαυτό  της,  πριν  το  σπλάχνο  της  τη  δει, που  είχε  τρία  χρόνια   μακριά  της  και  θωρήσει  πως  η  μάνα  του  γέρασε  και  αφέθηκε  στη  φθορά  του  χρόνου,  να  την καταβάλει  και  να  την  νικήσει.

Για  την  Αμαλία  ο  ερχομός  του  πρωτότοκού  της  ήταν  σα  να  της  χάρισαν  τον  Παράδεισο.  Κράταγε  το  παιδί  της  στην  αγκάλη  της  μέσα  και  το  κούναγε  πέρα  δώθε,  όπως,  όταν  ήταν  μωρό,  και δεν  έλεγε  να  το αφήσει  να  το  χαρούν  και  οι  άλλοι,  που  περίμεναν  τη  σειρά  τους.  

Τα  δυο  αδέρφια  ρίχτηκαν  και  αυτά  στην  αγκαλιά  το  ένα  του  άλλου,  ενώ  ο  Πέτρος  έβλεπε  αγκαλιασμένους  τους  δυο  του  γιους  και  έκανε  πως  καθαρίζει  τα  μάτια  του  από  τα <σκουπιδάκια>, που  στάθηκαν  στα  βλέφαρά  του,  καθώς  είχε  σηκωθεί   εκείνη  τη  στιγμή  απαλό  αεράκι.

 Τελευταία  έπεσε  στην  αγκαλιά  του  Αλέξη  η  Θάλεια,  που  η  απουσία  του  ήταν  και  για  εκείνη  κάτι  παραπάνω  από  αισθητή,  αφού  τον  ένοιωθε  πια  για  μεγάλο  της  αδερφό, όπως  τους  άλλους,  που  άφησε  πίσω  της  εδώ  και  χρόνια,  στο  νησί.

Τι  όμορφες,  που  ήταν  εκείνες  οι  μέρες!

 Κόσμος  ερχόταν  και  άλλοι  έφευγαν  καθημερινά  από  το  κτήμα,  να  δουν  τον  Αλέξη, που  τόσο  αγαπούσαν  και  τους  είχε  λείψει.  Περιχαρής  ο  Πέτρος  έβαζε  σχεδόν  κάθε  μέρα  και  από  ένα  αρνί  στη  σούβλα  και  ήταν  σα  να  είχαν  στο  σπιτικό  τους  όλο   γιορτή  και  σχόλη.

 Τα  τρία  παιδιά  έπαιρναν  την κούρσα  του  Πέτρου,  την  οδηγούσε  ο  Αλέξης,  που  είχε  βγάλει  δίπλωμα  οδήγησης  και  έφταναν  μέχρι  και  τη  θάλασσα.  Άλλοτε  πάλι  ανέβαιναν  σε  κορυφές  και  έβλεπαν  από  ψηλά  τον  κάμπο  κάτω  τους  ξανθό  από  τα  στάχια  και  αλλού  καταπράσινο  από  τα  καπνά  και  άλλοτε  έμπαιναν  σε  χωριουδάκια  και  έτρωγαν  υποβρύχιο ή  έπιναν  πορτοκαλάδα  ή  και  καφέ.  Η  αγαπημένη  διαδρομή   όλων  τους  όμως  ήταν  η  βόλτα  μέχρι  το  Μοναστήρι  του  Αγίου  Νικολάου.

Πάνω  σε  δυο  μικρά  νησάκια  στη  λιμνοθάλασσα  του  Πόρτο  Λάγους,  με  υπέροχη  θέα  προς  το  Θρακικό  Πέλαγος,  βρισκόταν  το  εντυπωσιακό  <πλωτό  μοναστήρι>,  Μετόχι  της  Ιεράς  Μεγίστης  Μονής  Βατοπαιδίου,  του  Αγίου  Όρους.  Στη  μια  νησίδα  ήταν  κτισμένος  ο  ναός του  Αγίου  Νικολάου  και  στη  δεύτερη  το  παρεκκλήσι  της  Παναγίας της Παντάνασσας,  με πιστό  αντίγραφο  της  θαυματουργής  αυτής  εικόνας.

 Τα  δυο  νησάκια  ενώνονται  μεταξύ  τους  με  μια  ξύλινη  πεζογέφυρα,  ενώ  μια  δεύτερη  πεζογέφυρα,  τα  συνδέει  με  τη  στεριά. Όσες  φορές  και  να  διάβαινε  η  Θάλεια  τις  γέφυρες  εκείνες,  ένοιωθε  το  ίδιο  πάντα  συναίσθημα,  ότι  περνούσε  από  το  γήινο  κόσμο  στον  επουράνιο.  Ο  συνδυασμός  του  πράσινου  της  φύσης  και  του  γαλάζιου  της  λίμνης  έδινε  και  στους  τρεις  τους  μια  γεύση  του  Παραδείσου,  που  όπως  έλεγε  η  εκκλησία,  περιμένει  τους  δικαίους  μετά  θάνατον.

 Το  θέαμα  των  εκατοντάδων  πουλιών  γύρω  από  τα  δυο  γραφικά  εκκλησάκια,  στη  μέση  της  λιμνοθάλασσας  ήταν  μοναδικό.

 Όπως  μοναδικής  ομορφιάς  ήταν  και  η  πλούσια  βλάστηση.  Πεύκα  καταπράσινα  και  υπερήφανα  έφταναν  ως  την  ακτή  και  έπλυναν τις  ρίζες  τους  θαρρείς   στα  γαλανά  νερά,  ενώ  ο  ήλιος,  που  άλλοτε  περνούσε  και  άλλοτε  κρυβόταν  στα  κλαδιά  τους,  εκτελούσε  τέλεια  ένα  μοναδικό  ορχηστρικό  κομμάτι.

 Όσο  για  το  ηλιοβασίλεμα,  απλά  ονειρικό,  καθώς  ο  ουρανός  και  τα  νερά  βάφονταν  με  τα απαλά  μαβιά  και  ροδαλά  χρώματα της  νεογέννητης  νύχτας  σε  χτυπητή  αντίθεση  με  εκείνα  τα  έντονα  πράσινα  χρώματα  του  πεύκου  και  του  κυπαρισσιού.

Μέσα  σε  αυτή  την  πανδαισία  χρωμάτων  και  αρωμάτων η  Θάλεια, εκείνο  το  καλοκαίρι,  στα  δεκαεπτά  της,  συνειδητοποίησε  για  πρώτη  φορά  πως  αυτό  που,  ένοιωθε  για  τον  Άρη  δεν  ήταν  το  ίδιο  με  αυτό,  που  ένοιωθε  για  τον  Αλέξη.  Δεν  ήταν  αγάπη  αγνή  και  άδολη,  αγάπη  αδερφική,  αλλά  πόθος  και  έρωτας,  που  την  έκαιγε  και  την  πονούσε  βαθιά.

Τη  μέρα  κατάφερνε  να  φέρεται  σε  όλους,  όπως  ακριβώς  γνώριζαν  και  περίμεναν  οι  άλλοι  από  εκείνη.  Τις  νύχτες  όμως,  στο  κρεββάτι  της,  μούσκευε  το  μαξιλάρι  από  τα  δάκρυά  της.  Εκείνοι  την  είχαν  για  παιδί  τους  και  αυτή  ερωτεύτηκε  αυτόν,  που  την  είχε  για  αδερφή.  Μπορεί   να  μην  έρρεε  στις  φλέβες  τους  το  ίδιο  αίμα,  αλλά  η  καρδιά  τους,  από  χρόνια,  αναγνώριζε  η  μια  την  άλλη  ως  αδερφική.  Τι  θα  έλεγε  η  Αμαλία  και  ο  Πέτρος,  αν  το  μάθαιναν!  Το  λιγότερο  θα  την  επέκριναν  για  αγνωμοσύνη  και  προδοσία!

 Εκείνοι  της  άνοιξαν  το  σπιτικό  και  την αγκαλιά  τους,  της  έδωσαν  την  οικογένειά  τους  να  την  κάνει  και  δική  της  και  εκείνη,  ένα  σπουργίτι  φτωχό  και  αδύναμο,  θέλησε  να  τους  κλέψει  το  γιο!  Μα   τι  έφταιγε  και  εκείνη!  Τον  αγαπούσε.  Η  καρδιά,  η  δική  της,  δεν  την  προετοίμασε  γι’  αυτό,  ούτε  και  πήρε  την  άδειά  της.

Αν  την  ρώταγε,  μπορεί  και  να της  το  αρνιόταν.  Τώρα  όμως  ήταν  αργά. Δεν  μπορούσε  να  πάει  το  χρόνο  πίσω,  μόνο  να  πνίξει  μέσα  της  αυτό,  που  ένοιωθε  πραγματικά.  Κανείς  δεν   ήθελε  να  πονέσει,  μόνο  αυτή,  και  μόνη  της  θα  έγιανε την  πληγή  της,  αν  μπορούσε  ποτέ  αυτή  να  θεραπευτεί.

 Αυτά  σκεφτόταν  τα  βράδια και πάλευε   στο  κρεββάτι  της με  τα  σκεπάσματα,  σα  δαιμονισμένη,  και  άλλοτε  πεταγόταν  κάθιδρη  από  τους  εφιάλτες,  που  έβλεπε,  με  μια    Αμαλία  να  την  κατηγορεί  για  τα  αισθήματά  της.  Που  να  ήξερε  η  δόλια  πως  μια  τέτοια  εξέλιξη  όχι  μόνο  δε  δυσαρεστούσε  την  Αμαλία  και  τον  Πέτρο,  αλλά   ήταν και  όνειρό  τους  κρυφό.  Με  χαρά  μεγάλη  θα  έβλεπαν εκείνοι   στο  πλευρό  του  γιου  τους,  του Άρη  τους,  να  στέκεται  η  Θάλεια,  γυναίκα  του.

Οι  μέρες  των  διακοπών  του  Αλέξη  άρχισαν  να  σώνονται  και  στο  μεσημεριάτικο  τραπέζι  ανήμερα  της  γιορτής  της  Παναγίας,  αποφάσισε  να    τους  αποκαλύψει   αυτά,  που  μέρες  τώρα  τους  απέκρυπτε:

<< Στο  νησί, στη  Ρόδο,  γνώρισα  μια  κοπέλα,  την  Αγγελική.  Δεν  είναι  Ροδίτισσα.  Είναι  από  τη  Σύμη,  ένα  νησάκι  πολύ  κοντά  στη  Ρόδο. Βρισκόταν  εκεί  για  τον πατέρα  της. Είχαν  μετακομίσει  στο  σπίτι  μιας  θείας  τους,  γιατί  ο  πατέρας  της  χρειαζόταν  συνεχή  ιατρική  παρακολούθηση.  Έμπαινε  τακτικά  στο  νοσοκομείο,  όταν  είχε  ισχυρές  κρίσεις  άσθματος. Τη  μητέρα  της  την  έχασε  η  Αγγελική,  όταν  ήταν  πολύ  μικρή. Αυτή  ήταν  για  τον  πατέρα  της μοναδικό  αποκούμπι  και  παρηγοριά  του.

 Λίγο  πριν  το  Πάσχα  ο  πατέρας  της  έχασε  τη  μάχη  με  τη  ζωή. Τη  βοήθησα  να  τον  κηδέψει  στη  Σύμη,  δίπλα  στον  τάφο  της  γυναίκας  του.  Τώρα  μένει  στη  θεία  της,  στη  Ρόδο,  να  έχει  η  μία  την  άλλη,  μέχρι  να  επιστρέψω  εγώ  εκεί. Την  αγαπάω  πολύ  και  θέλω  να  φτιάξω  τη  ζωή  μου  μαζί  της. Ζήτησα  να  υπηρετήσω  στο  τμήμα   της  Βασιλικής  Χωροφυλακής  της  Ρόδου.  Έχω  ήδη  προαχθεί  σε  ενωμοτάρχη. Θα  μείνουμε  στο  πατρικό  της  στη  Σύμη>>.

Τα  λόγια  του  Αλέξη,  έπεσαν  κεραυνός  εν  αιθρία  σε  εκείνο  το  τραπέζι. Άχνα  του  τάφου  σιωπή.  Μόνο  τα  μάτια όλων  κοιτάζονταν  μεταξύ  τους  και  προσπαθούσαν  να  πάρουν  απαντήσεις  στα  ερωτήματα  τους.

Κάποια  στιγμή  η  Αμαλία,  με  φωνή  τρεμάμενη  και  πονεμένη,  έλυσε  πρώτη  τη   σιωπή.

<<Γιατί  πρέπει  να  μείνετε  στη  Σύμη,  αφού, όπως  μας  είπες,  δεν  έχει πια  η  κοπέλα  εκεί  κανέναν  από  τους  δικούς  της.  Ελάτε  εδώ,  στο  κτήμα,  είναι  μεγάλο  αυτό,  όλους  μας  χωράει  και  εσύ  θα  υπηρετήσεις  σε  τμήμα  της  περιοχής.  Να  δω  και  τα  εγγόνια  μου,  να  μεγαλώνουν…….>>,  ξέσπασε  σε  κλάματα  η  Αμαλία,  μη  μπορώντας  πια  να  τα  κρατήσει  μέσα  της.

<<Έχει  περάσει  τόσα  αυτή  η  κοπέλα, δε  θέλω  να  της  προκαλέσω  και άλλο  πόνο,  ξεριζώνοντάς  τη  από  το  σπίτι  της,  από το  νησί  της,  το  μόνο  δικό  της  πράγμα. Ίσως  αργότερα,  όταν  θα  είναι  έτοιμη  και  εκείνη,  να  τα  αφήσουμε  όλα  εκεί  και  να  έρθουμε  εδώ,  κοντά  σας.  Δώσε  μου  την  ευχή  σου  μάνα.  Και  εσύ  πατέρα.  Λέμε  να  παντρευτούμε   του  Σταυρού,   σε  ένα  μικρό   ξωκλήσι,  στη  Ρόδο.  Θα  ήθελα  πάρα  πολύ  να  είστε   και  εσείς  μαζί  μας  τη  μέρα  εκείνη….. Συγγνώμη >>,  λύγισε  και  ο  Αλέξης  και  έσκυψε  το  κεφάλι,  να  μη  δουν  οι  άλλοι  τα  μάτια  του,  τα  πονεμένα.

Σκίστηκε  η  καρδιά  της  Αμαλίας.  Δεν  άντεχε  να  βλέπει  το  παιδί  της  να  απολογείται  ούτε  να  πονά.  Σήκωσε  το ποτήρι  και  πρώτη  έδωσε  την  ευχή  της  για  τα  στέφανα.

<<Να  ζήσετε  παιδί  μου. Να  είστε  αγαπημένοι  και  ευτυχισμένοι. Και  να γεμίσει  το  σπιτικό σας  με  παιδιά  πολλά  και  εγγόνια.  Μόνο,  αυτό  αγόρι  μου,  μη  μας  το  ζητάς, να  χαρείς.  Δεν   μπορούμε να  έρθουμε  εμείς  εκεί  κάτω.  Δεν  θα  το  αντέξουμε  ένα  τέτοιο  ταξίδι,  στην  ηλικία,  που  είμαστε.  Ας  γίνει  με  το  καλό  ο  γάμος  και  με  την  πρώτη  ευκαιρία  έρχεστε  εσείς  εδώ, να  γνωρίσουμε  και  τη  νύφη  μας>>,  αυτά  κατάφερε  να  αρθρώσει  η  Αμαλία  με  δυσκολία,  καθώς  η  συγκίνηση  της  έπνιγε  τη  φωνή.

 Οι  ευχές,  τα  τσουγκρίσματα  των  ποτηριών,  οι  αγκαλιές  και  τα  φιλιά  διαδέχονταν  το  ένα  το  άλλο  μέχρι  αργά το  απόγευμα.  Αφού  έφαγαν  και  ήπιαν  και  συζήτησαν  για  πολλά  ακόμη,  σηκώθηκε  η  Αμαλία  και  ζήτησε  από  τον  Αλέξη να  την  ακολουθήσει.  Ο  Πέτρος  κατάλαβε  και  έκανε  και  εκείνος  το  ίδιο.  Οι  τρεις  τους  τώρα  ήρθε  η  ώρα  να  πουν  και  κάποια  άλλα πράγματα,  οικονομικής  φύσης,  αυτή  τη  φορά.

<<Ό,τι  έχουμε  και  δεν  έχουμε  παιδί  μου  θα  περάσουν  μετά  το  θάνατό  μας  σε  εσάς  τους  δυο  και  κάποια  θα  αφήσουμε  και  στη  Θάλεια,  που  την  έχουμε  σαν  παιδί μας.  Αλλιώς  τα  λογαριάζαμε  εμείς,  αλλά,  ας  είναι  και  έτσι.  Κατά  πως  μας  είπες   θα  ανοίξετε  το  σπιτικό  σας  στη  Σύμη.  Υπάρχει  εκεί  το  πατρικό  σπίτι  της  γυναίκας  σου.

  Θα  θέλαμε  να  συμβάλουμε  και  εμείς  στο  στήσιμο  της  νέας  σας  ζωής.  Όπως  φαίνεται  εσύ  δεν  πρόκειται  να  ασχοληθείς  με  φυτείες,  χωράφια  και  ζωντανά. Αυτά  μάλλον  θα  μείνουν  στον  αδερφό  σου,  τον  Άρη,  να  τα  διαφεντεύει, περιουσία  δική  του  θα  είναι.  Αυτό  όμως  και  όλα  όσα  είναι  εδώ  μέσα  είναι  όλα  δικά  σου,  να  φτιάξεις  τη  ζωή  σου  και  τη  ζωή  της  γυναίκας  σου  κατά  πως  τη  θες  και  την  ονειρεύεσαι>>,  του  είπε  ο  Πέτρος  με  έκδηλη  τη  συγκίνηση  και   έβαλε  στα   χέρια  του  Αλέξη  ένα  βιβλιάριο  τραπέζης.  Το  ποσό,  που  διάβασε  μέσα  ο  Αλέξης  ήταν  όχι  απλά  μεγάλο,  ήταν  ιλιγγιώδες.

 Έπεσε  ο  ένας  άντρας  στην  αγκαλιά  του  άλλου  μέχρι,   που  μπήκε  αναμεσά  τους  η  Αμαλία,  για  να  δώσει  και  εκείνη  με  τη  σειρά  της  στον  Αλέξη  ένα  ξύλινο  κουτί,  σκαλιστό,  με   τα  εξωτερικά  του   τελειώματα  από  φίλντισι.

  Στο  εσωτερικό  του, μέσα  σε  μπλε   βελούδο ύφασμα  ήταν  προσεχτικά  τοποθετημένα  ένας  μεγάλος  χρυσός  σταυρός  στολισμένος  με  διαμαντόπετρες  στη  μια  του  επιφάνεια  και  με  εξαίσια  σκαλίσματα  στην   άλλη   καθώς  και   κοσμήματα  κάθε  λογής,  αμύθητης  αξίας,  σαν  τους  θησαυρούς  των  πειρατών,  στα  παραμύθια.

Την  επομένη  τα  δυο  αδέρφια  αγκαλιάστηκαν  για  μια  ακόμη  φορά  έξω  από  τον  σιδηροδρομικό  σταθμό  της  πόλης  τους.  Τους  έφερε και  τους  δυο ο  Πέτρος,  ο  πατέρας  τους,  με  την  κούρσα  του.  Τον  έναν, τον  Αλέξη,  για  να  φύγει  για  το  νησί  και  την  αγαπημένη  του,  και  τον  άλλο,  τον  Άρη,  για  να   ξεκινήσει  κάποια  ιδιαίτερα  μαθήματα,  στην πόλη  και  στο  σπίτι,  που  νοίκιαζαν,  αφού  η  φετινή  του χρονιά  στο  Γυμνάσιο  θα  ήταν  η  τελευταία  και  το  χαρτί  του  Απολυτηρίου   του  θα  ήθελε  να  το  κοσμεί  ένας  βαθμός  αξιοπρεπής,  αντίστοιχος  με  αυτόν  του  αδερφού  του.

συνεχίζεται…

Σχετικά Άρθρα