fbpx
ΙστορικάΚύριο ΘέμαΤελευταία Νέα

Κεφάλαιο 1ο: ΓΡΥΠΕΣ (Νέα σειρά δημοσίευσης Μυθιστορημάτων από το Xanthinews.gr)

Μια νέα σειρά δημοσιεύσεων εγκαινιάζουμε σήμερα στο XanthiNews.gr. Πρόκειται για την δημοσίευση ένός μυθιστορήματος της Ξανθιώτησας Εύας Χορόζη το οποίο θα δημοσιευθεί σε 6 κεφάλαια (ένα κεφάλαιο κάθε ευβδομάδα ημέρα Σάββατο).

Περίληψη: Γ Ρ Υ Π Ε Σ

Την  επομένη  της  γιορτής  της  Μεγαλόχαρης  οι  μοναχοί  της  Μονής  Αρχαγγέλου,  στη  Σύμη,  έρχονται  αντιμέτωποι  με  το άψυχο  σώμα του   αστυνόμου  Αλέξη  Κοντοπάνου,  να  επιπλέει   στα  νερά  του κόλπου  του  Πανορμίτη,  όπου  βρίσκεται  η  ομώνυμη  Μονή. Την ίδια  στιγμή σε  μια  άλλη  γωνιά  της  στεριανής  Ελλάδας,  σε  ένα  υποστατικό,  στην  κοιλάδα  της  Ροδόπης,   που τη  φυλάνε   οι  Γρύπες,  μια  άλλη  ψυχή,  ο  Άρης  Κοντοπάνος,  αδερφός  του  Αλέξη,  παλεύει  με  τους  δικούς  του  δαίμονες,  τον εθισμό του  στη  μορφίνη   και  στο  τζόγο,  που  θα τον οδηγήσουν  να  βγάλει,  άθελά  του,  τον πατέρα  του  και  τον  αδερφό του  από  τη  μέση, στην  προσπάθειά  του  να  κρατηθεί στη  σάπια  του  ζωή.   

 Μήλο  της  έριδας  για   δυο  αδέρφια  η  Αμαλία,   κόρη  του  Άρη  Κοντοπάνου,  που  τη  μεγάλωσε  όμως,  χωρίς  εκείνη  να  γνωρίζει  το  παραμικρό,  ο  Αλέξης  Κοντοπάνος  με  τη γυναίκα  του  Αγγελική.  Στα  23  της  αρραβωνιάζεται  η  Αμαλία  τον αντιεισαγγελέα  της  Ρόδου, που  δεν  ήταν, όπως  και  ο  θείος  της,  αυτό, που  έδειχνε.  Οι  ανατροπές  στη  ζωή  της  απανωτές.  Κανείς,   ποτέ  δεν  θα  ήθελε  να  είναι  στη  θέση  της,  αφού  και η  ίδια  στο  τέλος  αποδείχτηκε  ότι  δεν ήταν  αυτό, που  τόσα  χρόνια ήξερε  για  τον  εαυτό  της. Και  όλα  αυτά  στη  σκιά  δράσης  ενός μεγάλου σαν τη Λερναία  Ύδρα  κυκλώματος  αρχαιοκαπηλίας.

  Παράπλευρες  απώλειες  ένα  κοριτσόπουλο, που  ήρθε  από το  νησί  της  Σαμοθράκης,  ζωή  και  χαρά  να  φέρει  σε  ένα πλούσιο  σπιτικό  και  βρήκε  το  απόλυτο  σκοτάδι  με  αποκορύφωμα  μια  ανεπιθύμητη   εγκυμοσύνη.  Και  μια  μάνα,  που  γεννήθηκε  και  έζησε  σαν  αρχόντισσα,  αλλά  έφυγε  μόνη  και  ξεχασμένη  από τα  ίδια  της   τα  παιδιά,  κουβαλώντας  στην  ψυχή  της  το  πιο  βαρύ  από  όλα  μυστικό.   Η  Μοίρα, ερήμην  όλων,  είχε   υφάνει  στον  αργαλειό  της  τα   πιο  παράδοξα   και  θανατερά  μελλούμενα,  μυστικά,  ψέματα  και  τέσσερα  εγκλήματα.  Το  πρώτο  η  δολοφονία  ενός  αστυνόμου,  το  δεύτερο  η  δολοφονία  ενός  πατέρα, το  τρίτο  το  ξεπούλημα  της  πατρίδας  και  το  τέταρτο, ένα  έγκλημα,  που  συντελούνταν  24  ολόκληρα  χρόνια,  σε  βάρος  πολλών  αθώων  ανθρώπων.

                                                                                                Μυθιστόρημα

                                                                                                Εύα   Χορόζη

Κεφάλαιο 1ο:

1997   ΣΥΜΗ

Από  την  πλευρά  της  θάλασσας  φαινόταν  ο  ήλιος,  στο  βάθος,  να  ξεμυτίζει χαρούμενος  για  την  καθορισμένη, προγραμματισμένη  του  ουράνια  πορεία. Οι πρώτες  αμυδρές  ακτίνες  του  τρυπούσαν  με  μένος  θαρρείς,  με ορμή,  το  σκοτεινό τοπίο, λούζοντας  τον  ουρανό  με  το απαλό  ροζ  φως,  όμοιο  με  τις  ροδαλές πατούσες  νεογέννητων  βρεφών.

  Η  αλλαγή,  όπως  η  λάμψη  του  ήλιου, ύστερα  από  τα  σκοτάδια , τα  πιο  βαθιά, μπορεί  να  είναι  φίλος  μπορεί  και   εχθρός,  ευλογία  ή και  κατάρα,  σκεφτόταν  ο  μοναχός  Ευγένιος,  αγναντεύοντας  από  το  παράθυρο  του  κελιού  του,  στο  μοναστήρι  του  Πανορμίτη, στα  νοτιοδυτικά  του  νησιού  της  Σύμης,  το  ροζ  του  ουρανού,  την  πιο  ιερή  στιγμή, τη στιγμή  της  γέννησης  της  νέας  μέρας.

 Όπως  γινόταν  καθημερινά,  χρόνια  τώρα, έτσι  και  εκείνη  η  μέρα  τον  βρήκε  από  ώρα  ξύπνιο και  με  διάθεση  εσωτερικής  συνοχής, έτοιμο  για τον  αγώνα  της  καθημερινότητας. Ευχαρίστησε τον  Μεγαλοδύναμο  με  τους  αναστεναγμούς  της προσευχής  του  και   κατέβηκε  τα  σκαλοπάτια  για  το  ναό.  

Διέσχισε  την  χαλικόστρωτη  αυλή,   που  απλώνονταν   γύρω  από  το  ναό, τη  στρωμένη  με  θαλασσινό  άσπρο  και μαύρο  βότσαλο  σε  σχήμα  ψαροκόκαλου,  έσπρωξε  τη  βαριά  ξύλινη πόρτα  του  ναού  και  μπήκε  στο  εσωτερικό του.

 Η  ατμόσφαιρα  μέσα,  την  ώρα  εκείνη,  ήταν  ακόμα  πιο  απόκοσμη, πιο  κατανυκτική. Το αχνό  φως, που  έμπαινε  από  τα  ανοιχτά  παράθυρα,   αναδείκνυε  τον εσωτερικό  διάκοσμο  με  τις  περίτεχνες  τοιχογραφίες,  όπου  οι  ασκητικές  μορφές  στόχο  είχαν  την  απόδοση  του βαθύτερου   νοήματός  τους  και   της πνευματικής   υπόστασης της  εικόνας  και  όχι  σε  μια  ρεαλιστική  απεικόνιση.

Στα  δεξιά  του  ιερού  χώρου,  η σκεπασμένη  από  φύλλα  ασημιού  ολόσωμη  εικόνα  του  Αρχαγγέλλου  Μιχαήλ  με  τη  ρομφαία  του  στο  ένα   χέρι,  επισκοπούσε  το  ναό  και  τον  λάμπρυνε  αντανακλώντας  το  φως  του  ήλιου,  που  διείσδυε  από  τα  παράθυρα.

 Πήρε  τη  χάρη  του  Αγγέλου,  μίλησε  για  μια  ακόμη  φορά  με  τις  θαυμάσιες  βυζαντινές  τοιχογραφίες  και το  ξυλόγλυπτο  τέμπλο   και  αφού  βεβαιώθηκε  πως  όλα  μέσα  ήταν,  όπως  τα  άφησε  το  προηγούμενο  βράδυ, κίνησε  για  την επόμενη  επιθεώρηση  του,  αυτή  του  αριστουργηματικού  και  σε  ρυθμό  κάτι  μεταξύ  Μπαρόκ  και  Αναγέννησης,  κωδωνοστασίου  με  τις  πέντε  καμπάνες, που  υψωνόταν  πάνω  από  την  κεντρική  πύλη  της  Μονής,  στο  μυχό  του  όρμου  του  Πανορμίτη.

Η  θέα  από  εκεί  ψηλά  πάντα  του  έκοβε  την  ανάσα,  αλλά  και  τον  έκανε  να  νοιώθει  πιο  έτοιμος  από  ποτέ,  να  συναντήσει  το  Δημιουργό  του. Η  απόσταση  σα  να  μίκραινε  ανάμεσά  τους,  όπως  και  ο  χρόνος,  ως την  Τελευταία   Πράξη  της  επίγειας   ζωής.  Διόρθωσε  τους δείκτες  του  μεγάλου  ρολογιού, έλεγξε την  ελικοειδή  μεταλλική  σκάλα  και  καθάρισε  ό,τι  μπόρεσε  από  τα  άσχημα  ίχνη  των  πετούμενων  πάνω  από  τη  Μονή.  Πιάστηκε  από  το  κρύο  σίδερο  της  σκάλας  για  να  κατέβει,  όταν  με  την  άκρη  του  ματιού  του  διέκρινε  μια  σκιά  πάνω  στα  κύματα,  στη  μέση  του  όρμου,  να  επιπλέει.

 Το  φως, το  λευκό,  του  ήλιου,  απέναντί  του  δυσκόλευε  την  όρασή  του,  για  αυτό  και  αρχικά νόμισε  πως  ήταν  δίχτυα  των  ψαράδων,  σκισμένα,  που  τα  ρέματα  έφεραν  και  εγκλώβισαν  στον  όρμο  μέσα.

 Στάθηκε  λίγο  περισσότερο  στο  κεφαλόσκαλο  και  κοιτώντας  προσεχτικότερα   στο  πέλαγος,  δεν  άργησε  να  καταλάβει  ότι  αυτό,  που  επέπλεε  είχε  το  σχήμα  ανθρώπου  ασάλευτου  και  μάλιστα   σε  θέση   πρηνή.  Ήταν  ένας  άνθρωπος  εκεί,  χωρίς  τις  αισθήσεις  του,  έρμαιο  των  θαλάσσιων  ρευμάτων.

 Πανικόβλητος  κατέβηκε  τη  σκάλα  και  έφτασε  σαν  αερικό, παρά  τα  χρόνια,  που  κουβαλούσε  στην  πλάτη  του,  έξω  από  το  γραφείο  του  ηγουμένου  Γαβριήλ.  Χτύπησε  δυνατά  την  πόρτα  και  πριν  ακούσει  καλά  καλά  την άδεια  να  εισέλθει,  βρέθηκε  μπροστά  στον  ηγούμενο,  ωχρός  και  κάθιδρος  από  την  έξαψη  της  μακάβριας  ανακάλυψης   και  το  κατέβασμα.

<<Τι  συμβαίνει,  αδερφέ  Ευγένιε,  και  εισέρχεσαι  με  τόση  βιάση  και ορμή.  Έγινε  κάτι  ή  μήπως  ανακάλυψες  πάλι  τίποτα   από αυτά,  που  αφήνουν  πίσω  τους  οι  αφηρημένοι προσκυνητές,  τόσους  είχαμε  χθες  εδώ,  ανήμερα  της  γιορτής  της  Μεγαλόχαρης,   και  έχεις  αγανακτήσει;>>,  τον  ρώτησε  ο  ηγούμενος  σαρώνοντάς  

τον  λες  με το  βλέμμα  του, προκειμένου  να  εντοπίσει  την πηγή  της  αναστάτωσης  του  μοναχού.  Γιατί  ήταν    παραπάνω  από  εμφανές  ότι  κάτι  τον  είχε  ταράξει.

<<Όχι,  όχι, είμαι  καλά,  μόνο  που……την  ώρα,  που  ήμουν  επάνω, στο  καμπαναριό,  είδα   κάτι  να  επιπλέει  στον  όρμο μέσα . Κατέβηκα,  βγήκα  από  τη  Μονή,  πλησίασα  τα  νερά  και…….επιβεβαιώθηκα.

 Ένας  άντρας  είναι  εκεί  έξω  και  νομίζω  πως….  είναι  νεκρός>>,  κατάφερε  με  δυσκολία,  αφού  η  ανάσα  του  έβγαινε  κοφτή  και  αδύναμη  από  τα  στήθη  του, να  δώσει  τις  πρώτες  πληροφορίες  ο  μοναχός.

<<Έλα  πάμε,  τι  στεκόμαστε.  Μπορεί  απλά  να  έχει  χάσει  τις  αισθήσεις  του  ο  άνθρωπος  και  να  ζει.  Πάμε,  μήπως  και  προλάβουμε>>,  φώναξε  δυνατά  ο  ηγούμενος  και  με  δυο  δρασκελιές  βρέθηκε  στην  πόρτα  και  την  άνοιγε,  να  βγουν  έξω.  Από  τα  βιαστικά  χτυπήματα  των  παπουτσιών  πάνω  στα  βότσαλα  της  αυλής, κατάλαβαν  και  οι  άλλοι  μοναχοί  πως  κάτι  είχε  συμβεί   και  παρατώντας  ο  καθένας  αυτό,   που έκανε,  κατευθύνθηκαν  όλοι  στην  κεντρική  πύλη  του  μοναστηριού,  αυτή  που  έβλεπε  στη θάλασσα.

Πρώτος  έφτασε  στην  ακτή  ο  ηγούμενος  και  τραβώντας  με  μια  και  μόνη  κίνηση  το  ράσο  από  πάνω  του  έπεσε  στα  δροσερά  νερά, φωνάζοντας  στους  άλλους  να  του  φέρουν  ένα  μεγάλο  σχοινί.

 Με  τη  βοήθεια  των  υπολοίπων  και  του  σχοινιού,  το  ανθρώπινο   κουφάρι   σύρθηκε  στην  αμμουδιά.  Δεν  υπήρχε  κάτι  άλλο  να  κάνουν,  παρά  να  διαπιστώσουν  ότι  ο  άντρας  ήταν  νεκρός.  Από  την  ακαμψία  μάλιστα,  που  είχε  επέλθει  στο  σώμα  του, ο  θάνατός  του  πρέπει  να  συνέβη  πολλές  ώρες  πριν,  την  προηγούμενη  μέρα.

  Έφεραν  τη  σωρό  μέσα  στη  μονή  και  την απίθωσαν  προσεχτικά,  σχεδόν  ευλαβικά, κάτω  από  τη  σκιά   ενός  κυπαρισσιού,  στο  κέντρο  της  αυλής,  ενώ  ο  ηγούμενος  Γαβριήλ  κατευθύνθηκε  στο  γραφείο  του,  να  ενημερώσει  το  αστυνομικό  τμήμα,  στην  Άνω  Χώρα  του  νησιού.  Λίγες  ώρες  μετά  ένα  περιπολικό  της αστυνομίας  συνοδευόμενο  από  ένα  ασθενοφόρο,  κατέφθασαν  στη Μονή,  με  τις  σειρήνες  τους  να  στριγγλίζουν  και  να  διακόπτουν  βίαια   τη  σιγαλιά  και  την  ανάπαυλα  από  τη  μεσημεριάτικη  ραστώνη  της  μέρας.  

Ο  αστυνόμος   Στέφανος  Βεργής   διέσχισε  με  τα  μεγάλα  και  γρήγορα  ανοίγματα  των  ποδιών  του   την αυλή  και  στάθηκε  πάνω  από  τη  σωρό.  Δάγκωσε  τα  χείλη  του  δυνατά,  για  να  μην ουρλιάξει  από  την  οργή  και  τον  πόνο.  Στα  πόδια  του  

κείτονταν  νεκρός  ο  συνάδελφος  και   φίλος  του  αγαπητός, από  τα  χρόνια  ακόμα  της  Σχολής   της  Χωροφυλακής,  Αλέξης   Κοντοπάνος.

Με τον  Αλέξη  ο Στέφανος  γνωρίστηκαν  στη  σχολή  της Βασιλικής  Χωροφυλακής  της Ρόδου,  σπουδαστές,  και από  την  πρώτη  μέρα  είχαν  γίνει  αχώριστοι.  Η  μοίρα το έφερε  μετά  να   προσφέρουν  στην  πατρίδα τους   και  από το  ίδιο  μετερίζι,  καθώς   υπηρετούσαν  στον  ίδιο  Σταθμό,  συνάδελφοι  πια,  στο  νησί  της  Ρόδου.  

Ροδίτης γέννημα  θρέμμα  ήταν  ο  Στέφανος Βεργής  και,  όπως έλεγε και  ο  ίδιος,  κουβαλούσε  στις  πλάτες  του  ολάκερη  την  ιστορία  της Ρωμιοσύνης,  και  την  αμαρτωλή  και  την ένδοξη.

Πολλοί  ήταν  εκείνοι,  που  ψιθύριζαν  στο  νησί,  πίσω  από  την  πλάτη  του,  ότι  αίμα  αγαρηνό   κυλούσε  στις φλέβες του γι’  αυτό  και  ήταν  αιμοβόρος πολύ  στη θωριά,  όπως   και  στη  συμπεριφορά του.  Μόνο  ο  Αλέξης  είχε  δει,  μαθημένος  αυτός  από τα φερσίματα τα  αλλοπρόσαλλα  και  τα  εκδικητικά  του  μικρού  του  αδερφού,  την  τρυφερή  καρδιά,  που έκρυβε εκείνος  πίσω από  τις αγριοφωνάρες  και  τα βλέμματα  του  τα  κοφτερά,  ίδια με  λάμα  ασίκικη.

Κάποτε,  είχε  ακούσει ο  Αλέξης και  στη  Σχολή  κανά  δυο  να  τον  αποκαλούν  τουρκόσπορο  τον  Στέφανο  και  έγινε  ο ίδιος  <Τούρκος> με αυτή  τους  τη  συμπεριφορά  και  δεν  τους  συναναστρέφονταν  για  πολύ  καιρό,  μα  στον  ίδιο  τον  Στέφανο ούτε  και είπε  ποτέ  τίποτα  ούτε  και  του έκανε  κουβέντα  σχετική,  για όσα  κάποιοι  στα   κρυφά  και  μουλωχτά  έλεγαν,  γιατί  κατά  βάθος  πίστευε   πως  και  εκείνοι το  ένοιωθαν  μέσα   τους   πως  ήταν  ντροπή  να  συντηρούν  μια  τέτοια  προκατάληψη.  

 Μόνο  κοντά  του ήξερε  πως  έπρεπε  να  στέκεται  εκείνος,  γιατί  ένοιωθε  τη  βαθιά  ανάγκη  του Στέφανου να  έχει  ανθρώπους  γύρω  του,  που  να  τον κοιτούν  κατάματα,  να  τον αποδέχονται,  όπως  ήταν,  και  να  μοιράζεται  μαζί  τους  την  καθημερινότητα  των  σπουδών,  όπως  και  της  ζήσης  του.  Απλά  και μικρά  ήταν  αυτά,  που  ζητούσε  ο  Στέφανος,  αλλά  η  στενοκεφαλιά  και  η  αλαζονεία  κάποιων  τα  έκαναν  να  φαντάζουν  ως  το  δυσκολότερο   και  σπανιότερο  πράγμα  στον  κόσμο.

<<Στη  ζωή  μας  κανείς  δεν  είναι  τόσο  σημαντικός,  για  να  μας  πάρει  το  χαμόγελο  και  την  ελπίδα.  Κράτα  την  ψυχή  σου  καθαρή  και  θα  αισθανθείς  μέσα  σου  κάθε  είδους  μεγαλείο. Μην  ξεχνάς…..αυτός  ο  κόσμος  είναι  μικρός,  αλλά  αν  

στηριχτούμε  στην  αγάπη  και  τη  συγχώρεση…  μας  χωράει  όλους>>,  του  έλεγε  συχνά  ο  Αλέξης, όταν  έβλεπε  τα  μάτια  του  να  παίρνουν  το  χρώμα  το  σκούρο,  το  βαθύ,  της  θάλασσας  της  αγριεμένης.

Στα  τελευταία  χρόνια,  τα  οθωμανικά,  λεγόταν,  πως   διοικητής στη  Ρόδο  ήταν  ένας  ονόματι  Γιουσούφ  Μπέης,  άνθρωπος  συνετός  πολύ  και   δίκαιος  και  στο διάστημα  της εξουσίας  του  είχαν  περάσει  ήσυχα οι  Έλληνες με  τους  μουσουλμάνους.  Η  <ησυχία>  όμως  αυτή  διαταράχθηκε,  όταν  Τούρκοι  τον κατήγγειλαν   στην  Υψηλή  Πύλη,  στο  Σουλτάνο,  στην Κωνσταντινούπολη,  ότι  ευνοούσε  το  Ελληνικό  στοιχείο  και  μάλιστα   σε βάρος  του  μουσουλμανικού.

Ο  Γιουσούφ   γρήγορα   αντικαταστάθηκε  τότε  στη  διοίκηση  του  νησιού από  έναν  άλλο μπέη,  τον  Σουκιούρ.  Έλληνας,  γενίτσαρος  αυτός  ήταν, Μανιάτης  συγκεκριμένα,  που  είχε  πιαστεί  αιχμάλωτος   και  είχε  γίνει   μουσουλμάνος.  Μεγαλόσωμος,  μακροχέρης,  με πυκνά φρύδια  και  μάτια  πράσινα, ίδια φιδιού,  διοικούσε  με  τυραννία  και  σκληράδα   και ακόρεστη  φιλοδοξία   το  νησί  της  Ρόδου.

Ο Σουκιούρ,   από την είσπραξη  του χαρατσιού,  αλλά  και  από  άλλες φρικαλεότητες,  όπως  να  εκτελεί  με  μπαλτά,  όσους  Ρωμιούς  και  Εβραίους  με  τις πράξεις  τους  δε σέβονταν το κοράνι  και  μετά να οικειοποιείται    τις περιουσίες τους,  είχε  αποκτήσει  πολλά  πλούτη  και  ζούσε  με  ευμάρεια και  ακολουθώντας  πιστά  όλους τους νόμους  του σουλτάνου  και  του ιερού  βιβλίου  των  μουσουλμάνων,  το  κοράνι.  Έτσι,  αν  και  δεν  ήταν  στην  πρώτη  του  νιότη,  διατηρούσε   μεγάλο χαρέμι  και  κάθε  φορά,  που  το πήγαινε  στην  ύπαιθρο,  να πάρει  τον  αέρα του,  οι  φτωχοί  χωρικοί,  αν  ήθελαν  το  κεφάλι  τους  στους ώμους τους επάνω  και όχι σε  κανένα  παλούκι  περασμένο, ήταν  υποχρεωμένοι  να  απλώσουν  δώρα  στα πόδια του,  όρνιθες,  αρνιά σφαγμένα,  ό,τι είχε ο  καθένας,  για να τον  εξευμενίσουν.  Το όνομά του  είχε  γίνει  συνώνυμο  με  τη  φοβέρα  και  την  πιο  βαθιά σκλαβιά.

Μέσα  σε αυτό  το  χαρέμι  ήταν  και  μια κοπέλα ,  μικρή  και δροσερή  από τα  γύρω μέρη,  Ρωμιά,  όμορφη  και  πάμπτωχη,  που την  άρπαξε ο  Σουκιούρ  μια μέρα,  που τη  συνάντησε  στη  βρύση,  γιατί  τη  λιμπίστηκε.  Ξημεροβραδιάζονταν  η  μάνα  και  ο πατέρας  της  έξω από  την  κατοικία του  μπέη και  εκλιπαρούσαν  για  το κορίτσι τους. 

 Λίγο  πριν  φύγει εκείνος  για  την  Ανατολή,  κάπου  στα  1900, φρόντισε και  την  πάντρεψε με έναν  ταβερνιάρη  Εβραίο, αφού  μόνο  αυτοί,  όπως  και  οι  Έλληνες είχαν  το  δικαίωμα  να διατηρούν  ταβέρνες,  αλλά  τους ήταν  αυστηρά  απαγορευμένο  να  πωλούν  σε  Τούρκους  κρασί  και  γενικά  οινοπνευματώδη.  Έβαλε  κάποιον  ο  

Σουκιούρ  να  κατηγορήσει  τον  Εβραίο  ότι  του  πούλησε  ρακί.  Έτσι  για  να  μην   του  πάρει  το  κεφάλι  με  τον  πέλεκυ  ο  Σουκιούρ,  ο  Εβραίος  δέχτηκε  να  πάρει  για  γυναίκα  του   τη  Ρωμιά του  χαρεμιού.  Τη  μέρα  μάλιστα των  γάμων  τους   έστειλε   ο  μπέης  στους  γονείς της,  για  τις  <υπηρεσίες>,  που του  πρόσφερε   η  κόρη  τους,  ένα πουγκί  γεμάτο  χρυσά  νομίσματα.

Η  κοπέλα  εκείνη  γέννησε  μερικούς  μήνες  μετά  το γάμο  της  με  τον  Εβραίο   ένα κοριτσάκι  και όλοι  κατάλαβαν  πως ήταν  παιδί  του  αιμοσταγούς  Σουκιούρ. Μεγάλωσε  το  μωρό,  ένα  κοριτσάκι  πανέμορφο  σαν  τη  μητέρα  του   και  αγάπησε  έναν  Χριστιανό. Με  τίποτα  η  οικογένεια  των  Ρωμιών  δεν  ήθελαν  για νύφη  τους  το  σπόρο  ενός  Οθωμανού  και  απαγόρευσαν  στο γιο  τους  να έχει  οποιαδήποτε σχέση  με  την  κοπέλα.

 Οι δυο  τους όμως,  κόντρα σε  όλους τους νόμους των  ανθρώπων  και  στους άλλους  τους άγραφους, κλεφτήκανε  και  ζούσαν απομονωμένοι  και   κατατρεγμένοι  στο  κελάρι  της  ταβέρνας  του  Εβραίου.  Το  πουγκί  με  τα  χρυσά  του Σουκιούρ,  εξαγόρασε  για  άλλη  μια  φορά  τη   σιωπή  του  Εβραίου,  ώσπου  ένα  καλοκαιρινό πρωινό  του  1921 ήρθε  στον  κόσμο το  παιδί τους,  η μητέρα  του  Στέφανου  Βεργή. Μπροστά   σε ένα  τέτοιο  γεγονός  άφησαν  κατά  μέρος τα πείσματα και  τις έχθρητες οι δυο οικογένειες,  μόνιασαν  και  βάδισαν  τη  ζωή  τους  και  τα γραμμένα,  που εκείνη  τους είχε.

Τα  γραμμένα  για  ολάκερο  το  νησί  όμως,  ήταν  θύελλες  και   ανεμοβρόχια  με  βροντές  και  κεραυνούς, που  έκαιγαν  τις  ψυχές  των  νησιωτών   και  τις  τσουρούφλιζαν.  Μπορεί  με  τη  Συνθήκη  των  Σεβρών  τα  Δωδεκάνησα  να  παραχωρούνταν  στην  Ελλάδα, η  Ρόδος,  θα  παρέμεινε  ωστόσο για  ένα  διάστημα  ακόμη  υπό  ιταλική  διοίκηση. Η  ατυχής   έκβαση  της  μικρασιατικής  εκστρατείας   το  1919-1922  είχε  δώσει την  ευκαιρία  στους  Ιταλούς  να υπαναχωρήσουν  και   μάλιστα με  την άνοδο  του  Μουσολίνι  να  προσπαθήσουν  να  τους  εξιταλίσουν.

 Μικρή   σαν  ήταν  η  μάνα  του  Στέφανου  θυμούνταν   και   διηγούνταν   στο  γιο  της  αργότερα  τα  πολλά  συλλαλητήρια,   που  γίνονταν,  στο  νησί,  με  πρωτεργάτες  δασκάλους  και  ιερείς,  ενώ  με  εράνους  οι  κάτοικοι  συγκέντρωναν  χρηματικά  ποσά,  για  να  ενισχύσουν  τον  ελληνικό  στόλο. 

 Απέναντι  σε  εκείνες τις  εκδηλώσεις  οι  Ιταλοί  άρχισαν  να  λαμβάνουν  βίαια  μέτρα,  για  να  καταπνίξουν  τα  πατριωτικά  αισθήματα  των  νησιωτών. Οι  αρχές  είχαν  δώσει  διαταγή  στα  στρατιωτικά  όργανα  να  κατεβάσουν  τις ελληνικές  σημαίες  στις  εκκλησίες  και  τα  σχολεία   και  έφτασαν  σε  σημείο  να  εμποδίσουν  ακόμη  και την  τέλεση  θρησκευτικών  τελετών,  όπως  τα   Θεοφάνια.

 Είχε  αποφασιστεί  τη  μέρα  εκείνη  με  την  ευκαιρία   του  αγιασμού  των  υδάτων, να  γίνει  μια  ειρηνική  εκδήλωση  των  συναισθημάτων του  λαού. Ο  λαός  θα  κρατούσε  μικρές  ελληνικές  σημαίες  και  στο  τέλος  της  θρησκευτικής  τελετής  θα  ζητωκραύγαζε  για  την  Ένωση  του  με  την    Ελλάδα.  Το  μυστικό,  όμως  έγινε  γνωστό  και,  πριν τελειώσει  η  λειτουργία,  απόσπασμα  του  ιταλικού  στρατού  έκλεισε  τους  γύρω δρόμους  και  η  λιτανεία  εμποδίστηκε να  προχωρήσει.

Σε  εκείνη  τη  διαδήλωση   γνωρίστηκε  η  μητέρα  του  Στέφανου,  η  Ανέζω, κορίτσι   δεκαπέντε  χρονών  τότε,  με  τον  πατέρα  του,  τον  Γρηγόρη,  και  αγαπήθηκαν,  κάτω  από  τη  μπότα  την  ιταλική,  με  πάθος.    Η   τρομοκρατία  και  οι  αυθαιρεσίες  των  Ιταλών,  παρά  τα  έργα  υποδομής,  δρόμους,  παροχή  ηλεκτρισμού, λιμάνι,  που  μεταμόρφωσαν  την  πόλη  της  Ρόδου,  για  λόγους  τουριστικής   εκμετάλλευσης  από  τους  ίδιους  φυσικά τους  Ιταλούς,  συνεχίστηκε  για  αρκετό  καιρό,  ώσπου  ο  Γρηγόρης, ο  πατέρας  του  Στέφανου, μη  αντέχοντας  άλλο  την  ιταλική  κατοχή  στο  νησί  του, αναγκάστηκε  να  μπει  σε  ομάδα  αντίστασης  κατά  των  Ιταλών  και  να  κρύβεται  σε  χαλάσματα  και  σπηλιές.

 Εκείνο,  που  για  χρόνια  θα  θυμούνταν  οι  Ροδίτες  και  που  κατά  κάποιον  τρόπο  έκανε  κάπως  να  ξεθωριάσει  η  κηλίδα  με  το  αίμα  το  οθωμανικό  στις  φλέβες   της  μάνας  του  Στέφανου, της  Ανέζως,  ήταν  που  ο  άντρας  της, ο  Γρηγόρης, τα  δυο  παιδιά  παντρεύτηκαν  λίγο,  πριν  εκείνος  αποφασίσει  να  αντιδράσει  στις  αυθαιρεσίες  τις  ιταλικές,  κατάφερε  κάποια  Πρωτοχρονιά  να  παιανίζει  από  το  ψηλό  καμπαναριό   εκκλησιάς  ο  ελληνικός  ύμνος,  αντί  του  ιταλικού.

  Η  ορθοδοξία  βέβαια  τότε   πλήρωσε  πολύ  ακριβά  αυτή  την  πράξη  του  Γρηγόρη. Πήρε  την  ενέργεια  αυτή,  την  αντιστασιακή,   επάνω  του  ο  μητροπολίτης  του  νησιού  με  την  έννοια  ότι  δεν  είχε  φροντίσει  να < περάσει > στο  ποίμνιό  του  το  μήνυμα  ότι  δεν  έπρεπε  να  υπάρχει  καμιά  αντίσταση  κατά  των  Ιταλών.

 Μόνος  του  ζήτησε  από  το  Πατριαρχείο   την  αντικατάστασή   του  και  αυτή  έγινε  αποδεκτή.  

Αυτόν  τον  αυθορμητισμό,  το  αγωνιστικό  πνεύμα  και  την  αγάπη   για  μια  πατρίδα  ελεύθερη   είχε  κληρονομήσει  ο  Στέφανος  από  τον  πατέρα  του,  τον  Γρηγόρη, και  θέλησε  γρήγορα  να  ενταχθεί  στα  σώματα,  που  θεωρούνταν  φύλακες  και  προστάτες  

της,  όπως  ήταν  το  σώμα  της  Ελληνικής  Χωροφυλακής.  Σε  αυτό  ίσως  να  συνέβαλε  και  το  γεγονός  ότι  εκείνος    γεννήθηκε  τη  μέρα,   που  έγινε η ένωση  του  νησιού  με  τη  μητέρα  Ελλάδα.  

Τον   πρώτο  ύπνο  του   νανούρισαν  εμβατήρια  δοξαστικά,  πατριωτικά, καθώς   γινόταν  έξω,  στους  δρόμους  και  τα  καντούνια  του  νησιού,  γλέντι  τρανό  και  χορός  μεγάλος   για   τη  μέρα  τη  λαμπρή,  της  Ελευθερίας,

Το  διάγγελμα  του  βασιλιά  των  Ελλήνων  Παύλου,  στις  7  Μαρτίου   του  1948, προς  τον  λαό  της  Δωδεκανήσου, στην  πλατεία  Διοικητηρίου,  στη  Ρόδο,  ακούγονταν   από  άκρη  σε  άκρη  σε  όλο  το  νησί  και  σκέπαζε  τις  ωδίνες  του  τοκετού  της  Ανέζως.   Τη  μέρα  που  επληρώθη  με  πολύ  αίμα  και  πολλά  δάκρυα, όπως  μόνο  με  αίμα  και  δάκρυα  γράφονται  οι  ιστορίες,  σε  κλίμα  αναστάσιμο  και  πανηγυρικό,  γεννήθηκε  ο  Στέφανος  Βεργής  και  από  εκείνο  το  πνεύμα  των  ένδοξων  ημερών  είχε  κλέψει  θαρρείς  εκείνος  και  έγινε  άντρας  μεγάλος  και  ακόμη  μεγαλύτερος  Έλληνας  και  διώκτης  του  εγκλήματος  σε  όποια  μορφή  και  έκφανση  το  συναντούσε.

Και  τώρα  έβλεπε  τον  φίλο  του,  τον  αδερφικό  πάνω  από  όλα  και  μετά  συνάδελφο,  να  κείτεται  νεκρός  και  μεμιάς  σα  ζυμάρι,  ξεφούσκωσε  μέσα  του  και  εκείνη  η  μικρή  αμηχανία  και  ενόχληση,  που  υπήρξε  στο  παρελθόν  ανάμεσά  τους  και  ξανάγινε  ο  νεαρός,  που  τα  χέρια  του  Αλέξη  στη  Σχολή  σα  φτερούγες  κλώσας  τον  έκλειναν  μέσα,  όταν  οι  άλλοι  θυμόταν  το  αίμα  το  προγονικό  του,  το  οθωμανικό,  και  τον  πίκραιναν  και  ήταν  εκεί  ο  Αλέξης  να  του  δώσει  τα  φτερά  του,  να  πετάει  πάνω  από  όλους  και  από  όλα  τα  μικρά  και  ασήμαντα.  

Λίγο  έλειψε  και  πραγματικό  του  αδερφό  να  τον  κάνει,  αφού  η  αδερφή  του  η  μικρή,  η  Μαρία,  όταν  την  πρώτη  φορά   καλέσανε  στο  σπίτι  τους,  σε  τραπέζι,  τον  Αλέξη,  της  άρεσε  πολύ  και  είπε  στον  αδερφό  της  πως  για άντρα της  θα  ήθελε,  γιατί  όχι,   εκείνον  να  πάρει.  Και  τα  τραπεζώματα  γινόταν  όλο  και  πιο  συχνά,  μέχρι,  που  κάτι κατάλαβε  ο  Αλέξης  και  μίλησε  στο  φίλο  του:

<<Ό,τι  και  αν  έχετε  στο  νου  σας,  Στέφανε,  καλύτερα  να  το  ξεχάσετε.  Όμορφη  και  προκομμένη  είναι  η  Μαρία  σας  και  αν  ήταν  τα  πράγματα  διαφορετικά,  μπορεί  και  να  γινόμασταν  και  πραγματικά  αδέρφια,  αλλά  ο  έρωτας  δεν  κοιτά  νιτερέσα  και  φιλίες.  Με  λάβωσε  αυτός  και  η  λαβωματιά  δεν είναι  από  το  σπιτικό  το  δικό  σας.  Δυο  μάτια  μαύρα  σαν  τις  γλυκές  ελιές  με  το  αμύγδαλο  στη  μέση      μελώσανε  και  εμένα   και  είμαι  πια  δικός  τους.    Συμπάθα  με,  μα  να σας  κοροϊδεύω  

δεν  το  μπορώ.  Αν θέλεις   και  πάλι,  όπως  και  πριν,  οι  δυο  μας να  βαδίζουμε,  χαρά  και  ευτυχία  μεγάλη  και  τιμή  θα  είναι  αυτό  για  μένα. Αν  πάλι  θαρρείς  πως  σαν  τέτοιος,  που  είμαι,  δεν  αξίζει  την  πόρτα  του  σπιτικού  σας  να  ξαναδιαβώ,  το  καταλαβαίνω  και  θα  το  σεβαστώ>>.

Έπεσε  στην  αγκαλιά  ο  ένας  του  άλλου,  γιατί  η  καρδιά  κανενός  του  δεν  άντεχε  μια  τέτοια  προδοσία,  αλλά  κάτι  από  τη  μέρα  εκείνη  και  μετά, ένα  κύμα  αέρα  ψυχρού  σα  να  ήταν  ανάμεσά  τους  και  ας  μην  το  παραδεχόταν  κανείς  από  τους  δυο.  Προσπαθούσαν  να  δείχνουν  το  ίδιο  δεμένοι  και  αγαπημένοι,  φίλοι  καρδιακοί,  αλλά  κάτι  ήδη  είχε  αρχίσει  να  ξεθυμαίνει

Πήρε   τις  πρώτες  καταθέσεις  από  τον  ηγούμενο  και  τους  μοναχούς  ο Στέφανος Βεργής  και  επέστρεψε  στη  θέση  του  στο  περιπολικό,  ενώ  μια μεγάλη,  μαύρη  σακούλα  με  τον  νεκρό  άντρα   στα  σπλάχνα  της  μέσα,  έπαιρνε  τη  δική  της  θέση  στο  εσωτερικό  του  ασθενοφόρου.  Οι  σειρήνες,  που  ήχησαν  και  πάλι,  σηματοδότησαν την  αρχή  της  τελευταίας  πράξης,  έτσι  τουλάχιστον  φάνηκε  σε  κάποιους  τότε,  ενός  ειδεχθούς  εγκλήματος.

 Μόνο  που  το  έγκλημα  εκείνο  ήταν  απλά  η  κορυφή  του παγόβουνου  ενός  μεγαλύτερου  σε  βάθος  και  διάρκεια  εγκλήματος,  που  γινόταν  σε  βάρος  της  χώρας  και  μάλιστα  από ανθρώπους,  που  είχαν  ορκιστεί  να την προστατεύουν και  να την  υπερασπίζονται.

Το  τηλέφωνο  σε  ένα  σπίτι,  παλιό  αρχοντικό,  στην  άλλη  άκρη  του  νησιού,  πάνω  στην  Άνω  Χώρα,  ηχούσε  επίμονα  και  παρατεταμένα  εκείνο  το Σαββατόβραδο,  στις  16  του  Αυγούστου   του  1997,  αλλά  ματαίως…….

 Η μοίρα  είχε  αποφασίσει να  δώσει  λίγες  ακόμη  στιγμές  ανεμελιάς  στους  ενοίκους  του,  στην   οικογένεια  του   αστυνόμου  Αλέξη  Κοντοπάνου,  αφού  κανένας  δεν  ήταν  εκεί,  να  σηκώσει  το  ακουστικό.

                                                 1938    ΡΟΔΟΠΗ   

Η Θεσσαλονίκη μετά  τους  Βαλκανικούς  πολέμους  είχε  αναδειχθεί  σε  μια από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πόλεις των Βαλκανίων  και  το λιμάνι της ήταν από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίου. Σκιά  στην ανοδική  της  αυτή  πορεία  είχε  αποτελέσει  η  μεγάλη  πυρκαγιά  του  1917. Και  πάλι όμως,  σαν  τον αναγεννώμενο  φοίνικα,  μέσα  από  τις  στάχτες  της,   κατάφερε η  πόλη  να  αναδυθεί  πανέμορφη  και  πιο  δυνατή.

 Εκατοντάδες  έμποροι  συνέρρεαν  σε  αυτή,  τόσο  από  την Ελλάδα,  όσο  και  από  όλα  τα  Βαλκάνια,  αφού  η  επέκταση  της  σιδηροδρομικής  γραμμής  της πόλης   και  η  ανάπλαση  του  λιμανιού   της,  διευκόλυναν   να  κλείνονται  οι  εμπορικές  

συμφωνίες,  η  μία  μετά  την άλλη.  Κέντρο  αναφοράς  στον επιχειρηματικό  και  εμπορικό  αυτό  κόσμο   ήταν η  στοά  Μοδιάνο  και  το  περίφημο  χάνι  της.  

Σε  αυτό το  χάνι  συναντήθηκαν  τυχαία   και   για  πρώτη  φορά  δυο  άντρες  ισχυροί  και  πλούσιοι,  ο  Αλέξης  Κοντοπάνος,  καπνέμπορας  από  την  περιοχή της  Ροδόπης  και  ο  Κομνηνός  Σταμέλος,  βαμβακοπαραγωγός, από το Σιδηρόκαστρο,  της  Ανατολικής  Μακεδόνιας.  Η  συνάντησή  τους  αυτή  έμελλε  να  σταθεί   όχι  μόνο  σωτήρια  για  τον Σταμέλο,  αλλά    και  ο  ακρογωνιαίος  λίθος  μιας  σχέσης  αίματος  και   ζωής,  που    κράτησε  για  πολλά,  πάρα  πολλά  χρόνια.

Το  βαμβάκι  του  ήρθε  στη  Θεσσαλονίκη  να  πουλήσει  ο  Σταμέλος.  Δεκάδες  χιλιάδες  στρέμματα  στον εύφορο  κάμπο  του  Στρυμόνα,   μετά  την  απελευθέρωση,  είχαν  περάσει   στην οικογένειά  του,  και  δεκάδες  οικογένειες, ολόκληρες, ήταν στη  δούλεψή  του.

 Ήταν πολύ  ευχαριστημένος  από  τα  χρήματα,  που  πήρε  από  την  πώληση  του  βαμβακιού,  και  το τελευταίο βράδυ, πριν την  επιστροφή  του  στη  γενέτειρά  του, επισκέφτηκε  ένα  ταβερνάκι, κοντά  στο λιμάνι  της  πόλης  της  Θεσσαλονίκης.

 Έβρεχε  και  ξανάβρχξε  την  οικονομική  του  επιτυχία ο  Σταμέλος  με  κοκκινέλι  και  αφού  μεράκλωσε  αρκετά  άρχισε  να  τραγουδά  λόγια  του  τόπου  του,  αγαπημένα.  Η  βραδιά  κυλούσε  ευχάριστα,  αφού  με  τη  φωνή  του  Σταμέλου  έσμιξε  και  τη  δική  του  ο  Κοντοπάνος,  που  είχε  έρθει στην  ταβέρνα  για  τον  ίδιο  ακριβώς  λόγο.  Το  ένα   τραγούδι  έφερε  το  άλλο  και  αφού  οι  ψυχές  ζεστάθηκαν, όπως  τα  σωθικά  τους,  ήρθαν  και  άνοιξαν  εκείνες  και  λόγια  όμορφα  γλύκαναν   τη  συντροφιά  και  τη  νυχτιά  τους.

 Αργά  πια,  μετά  τα  μεσάνυχτα,  πήραν  οι  δυο   τους  το  δρόμο  για  το  ονομαστό  χάνι  Μοδιάνο,  στην ομώνυμη,  περίφημη  και  νεοανεγερθείσα  στοά.  Λίγο πριν  την  τελευταία  στροφή  για  το  χάνι,  ένας  άντρας  θεόρατος,  με  μια  λάμα  να  αστράφτει  κάτω  από  το  φως  του  φανοστάτη,  στο  δεξί  του  χέρι,  ξεπρόβαλε  μπροστά  τους,  κόβοντας  το  δρόμο  και  την  ανάσα  τους.

  Ο  Σταμέλος,  που  το  πολύ  αλκοόλ  είχε  αποδυναμώσει  κάθε  του αντίσταση,  έμεινε  στήλη  άλατος, αλλά  ο  Κοντοπάνος  με  μια  αστραπιαία  κίνηση, ίδια  έμπειρου  πολεμιστή,  κατάφερε  να  αφοπλίσει  τον  επίδοξο  ληστή  και  να  τον τρέψει  σε  φυγή.

 Στο  χάνι  μέσα,  λίγη  ώρα  μετά,  ο  Σταμέλος,  όταν  συνήλθε  από το  μεθύσι  και  το  σοκ,  ευχαρίστησε  με  τρεμάμενη  από  την ένταση και  τη  συγκίνηση  της  στιγμής  φωνή  τον  Κοντοπάνο  και  με  ένα μαχαίρι  σκίζοντας   τον δείκτη  του  δεξιού  του  χεριού  προέτρεψε   τον  Κοντοπάνο  να  κάνει  το  ίδιο   και  έτσι  έγιναν  αδελφοποιτοί.  Η  υπόσχεση  να  παντρέψουν  τα  παιδιά  τους,  αν  ο  Θεός  το  επέτρεπε,  επισφράγισε  τη  σχέση  τους,   που  ξεκίνησε με  λίγες  σταγόνες  αίματος  και  έμελλε  να  γίνει  και   σχέση   ζωής.

Δώδεκα  χρόνια  μετά, την  άνοιξη  του  1938,  η  Αμαλία  Σταμέλου,   δεκαοχτώ  χρονών  κοπέλα,  κόρη  του  Κομνηνού  Σταμέλου,  έφευγε νύφη  για το υποστατικό  του Αλέξη  Κοντοπάνου,  στη Ροδόπη. Θα  παντρευόταν  τον  μοναχογιό  του,  Πέτρο  Κοντοπάνο

Στολισμένη  με  τούλια  λευκά  και  αγριολούλουδα  μυριστικά  και  ανοιξιάτικα  ήταν  η άμαξα,  που  έφερνε  τη  δεκαοχτάχρονη Αμαλία,  να  ξεκινήσει  τη  ζωή  της  στο  πλευρό  του  Πέτρου  Κοντοπάνου.  Άλλες  εφτά  άμαξες  ακολουθούσαν, φορτωμένες   με  στρωσίδια,  κουζινικά  και  λογής  λογής  άλλα  προικιά.

 Μία  την  είχε  ο  Κομνηνός  Σταμέλος,  τελευταία  μετά  από  τέσσερις  γιους,  και  καθόλου  δεν  τσιγκουνεύτηκε  να  την  προικίσει,  όπως  άξιζε  στο  όνομα  και  την  υπόληψη  της  οικογένειάς  του. Με   χίλιες  χρυσές  λίρες  γέμισε  το  νυφιάτικο  κρεβάτι   με  το  που  φίλησε  τα  στέφανα  του  γάμου  των  παιδιών του   και  για  αντάλλαγμα  πήρε  από το  γαμπρό  του  τη  διαβεβαίωση  πως  η  κόρη  του  θα  ζούσε  βασιλικά, όπως  παρέπεμπε  και  το  όνομά της,  Αμαλία,  βασίλισσα  της  Ελλάδας.

Την  πρώτη  φορά,  που  είδε  τον  Πέτρο, τον  άντρα  της, η  Αμαλία,  ήταν  τη  μέρα  του  γάμου  της.  Άκουγε  τον  πατέρα  της  να  μιλά  για  αυτόν με  λόγια  και  περιγραφές  όμορφες  και  συγκινητικές  και   άρχισε  και  εκείνη να  τον  ονειρεύεται,  και  να  αδημονεί  για  τη  μέρα,  που  θα  γινόταν  γυναίκα  του.

Ψηλή, χιονάτη,  με  δυο  καταπράσινες  λίμνες  για  μάτια,   και  χυμώδης  πολύ,  παρά  τα  18  της  χρόνια ήταν  η  Αμαλία  και  έκανε,  σαν  κάθε  κοπέλα  της  σειράς  της,  όνειρα  ζωηρά  και  σχέδια  πολλά  για  τα  χρόνια,  που  την περίμεναν  να  ζήσει.

 Ούτε  όμως  το  αρσενικό,  που  θα  γινόταν άντρας  της  σε  λίγες  ώρες,   ούτε το  νέο  της  σπιτικό  ήταν  έτσι,   όπως  τα  ονειρεύτηκε  και  η  απογοήτευσή  της  σκούραινε   το  πράσινο  των  ματιών  της,  αλλά κάτω  από  το  κοφτερό  και  άγρυπνο  βλέμμα  του  πατέρα  της,  δεν  άφησε  τίποτα  να  φανεί  από  το  αντάριασμα  της  ψυχής  της.

Μάλλον  κοντός  και  πιότερο  μελαχρινός,  από  ό,τι  περίμενε,  της  φάνηκε  της  Αμαλίας, ο  Πέτρος, όταν  στάθηκε  απέναντί  του  εκείνη  και   του  έτεινε  το  χέρι  της,  να  τον  γνωρίσει. 

 Η  ζεστασιά  όμως  και  η  γλύκα  των  καστανών  ματιών  του,  ίδια  χυμένη  σοκολάτα,  και  το  χαμόγελο,  που  έλαμψε  κάτω  από  το  λεπτό  του  μουστάκι,  κατάφεραν  να  συγκρατήσουν  τα  συναισθήματά  της   τα  όξινα  και  στιφά,  δεν τα  άφησε  εκείνη να  εκδηλωθούν,  για  να  μη    φέρουν  όλους  σε  δύσκολη  θέση.

Ο  γάμος  έγινε  στο  μικρό  ξωκλήσι, που  είχαν  στο  μεγάλο τους κτήμα  οι  Κοντοπάνοι  και,  όταν έσβησαν  τα  φώτα  και  σιώπησαν  οι  γκάιντες  και  τα  κλαρίνα  και έμειναν  μόνοι  τους,  στην  κάμαρά  τους  μέσα,  οι  νεόνυμφοι,  πήρε  ο  Πέτρος  στη  χούφτα  του  τα  δυο  χέρια  της  Αμαλίας,  τα  παγωμένα,  παρά  τη  μαλακιά  νυχτιά,  και  καθίζοντάς  τη  δίπλα  του, με  λόγια  γλυκά  και  όμορφα,  λόγια  αγάπης  και  λατρείας,  προσπάθησε  να  τη  ζεστάνει  και  να  μερέψει  την  αντάρα,  που  ένοιωθε  πως  είχε   στα  στήθη  της  ξεσπάσει,  εκείνη  την πρώτη  νύχτα  του  γάμου  τους.

<<Είμαι  εδώ,  για  σένα,  εγώ, Αμαλία  μου, τώρα  και  για  πάντα. Ό,τι  και  αν  μας  συμβεί,  μαζί  θα  το  αντιμετωπίσουμε.  Εσύ  δεν  θα  είσαι  μόνο  η  γυναίκα  και  η  μητέρα  των  παιδιών  μου,  αλλά  και  ο  άνθρωπος  ο  πιο  δικός  μου,  που  θα  αγαπώ,  θα  νοιάζομαι  και  θα  σέβομαι  σαν  κάτι  ιερό  και  πολύτιμο.  Ο  ένας  θα  ακουμπάει  τη  στεναχώρια  και  την  αρρώστια  του  στον  άλλον  και  αφέντες  θα  είμαστε  και  οι  δυο.  Του  σπιτιού  και  της  οικογένειας,  που  θα  δημιουργήσουμε,  θα  είσαι   εσύ,  του  υποστατικού  και  όσων  είναι  στη  δούλεψη μας,  ανθρώπων και  ζωντανών,  εγώ.  Και  ούτε  θα  σε  πιέσω  για  τίποτα,  ούτε  απόψε,  ούτε  καμιά  άλλη  νυχτιά,  μέχρι  εσύ  να  το  νοιώσεις  και  να  έρθεις  κοντά  μου,  όπως  σου  πρέπει  και  σου  αξίζει>>,  της  είπε,  βυθίζοντας  βαθιά  μέσα  στα  πράσινα  νερά  των  ματιών  της  το  βλέμμα  του  και  αφού  ακούμπησε  για  μια  στιγμή   τα  φλογισμένα  χείλη  του  στο  παγωμένο  μέτωπό  της,  επάνω,  βγήκε   από  την  κάμαρη,  το άρωμα  των  γιασεμιών  να  ανασάνει,  τα  αστέρια  και  το  φεγγάρι  το  χλωμό  συντροφιά του  να  κάνει,   ως  το  πρώτο  χαιρέτισμα της  καινούργιας  μέρας.

 Ζαλίστηκε  η  Αμαλία,  και  δεν ήταν  από  το  άρωμα  των  γιασεμιών, που  έμπαινε  από  το  ανοιχτό  παράθυρο  στην  κάμαρά  τους,  αλλά  από  τα  λόγια  του  άντρα,  που  είχε  απέναντί  της  και  που  άγγιξε τη  στιγμή  εκείνη  την  καρδιά  της,  όσο  δεν  την  είχαν  αγγίξει   τα  λόγια  του  παπά,   την  ώρα  του  μυστηρίου,  στο  ξωκλήσι  μέσα.

 Ήταν  πρωτόγνωρα  και  πολύ  όμορφα  τα  όσα  είχαν ξεστομίσει  τα  χείλη  του  Πέτρου  και  η   χαρά  και  η περηφάνια,  που  φούσκωσε  την  ψυχή  της,  πανάκι  λευκό, θαλασσινό, ήταν  μεγάλη, λυτρωτική,  γιατί  ήταν  ο  άντρας,  ο  δικός  της,  αυτός,  που  της  είχε  μιλήσει  έτσι.

Βγήκε  και  εκείνη  στο  χαγιάτι  το  ξύλινο,  το  ψηλό,  τον κύρη  της  να  ανταμώσει.

Έκρυψε  το  κεφάλι  της  μέσα  στο  στήθος  του  Πέτρου  και  ξέσπασε  σε  λυγμούς.  Δάκρυα  χαράς  ήταν  εκείνα, που  κυλούσαν  στα  μάγουλά  της,  γιατί  ποτέ  κανείς  ως  τώρα  στην  οικογένειά  της,  ούτε  ο  πατέρας  της   ούτε  τα  αδέρφια  της  ούτε  καν  η  μάνα της,  η  ίδια,  δεν  την  αντιμετώπισαν  σαν  άνθρωπο με  λογισμό  και  αισθήματα,  παρά   σαν  μια  άψυχη,  πορσελάνινη  κούκλα,  σαν  αυτές,  που  στόλιζαν  τα  ράφια,  στο  κοριτσίστικο  δωμάτιό  της.

Και  από  εκείνη  τη  στιγμή  η  Αμαλία,  σαν  πιο  ψηλή,  πιο  δυνατή,  κάθισε  στο  θρόνο  της  επάνω,  στο  υποστατικό.

Ένα  κτήμα  τεράστιο   ήταν  το  υποστατικό,  με  αποθήκες,  στάβλους και  υπόστεγα,  να  στεγνώνουν  τις  αρμαθιές  τα  καπνά  τους,  δίπλα  σε  ερείπια  οχυρώσεων,  πύργους  και  πύλες  τοξωτές,  υπολείμματα  της  αρχαίας  Αναστασιούπολις,  που  είχε  κτίσει  παλιά  η  Βυζαντινή,  αυτοκρατορική    οικογένεια  των  Καντακουζηνών.

  Σαν  μια άλλη  αυτοκράτειρα, αισθανόταν  και  η  Αμαλία  στα   χώματα εκείνα,  μα  πιότερο  την  χαροποιούσε  ο  θρόνος,  που  είχε  στήσει  για  χάρη  της,  ο  Πέτρος,  στην  καρδιά  του  μέσα  και  την  εγκατέστησε  εκεί  για  πάντα.

Όσο  η  ζωή  στο  κτήμα  πήγαινε  από το  καλό  στο  καλύτερο  για  την  οικογένεια  των  Κοντοπάνων, τόσο   η μοίρα  και  βιαζόταν,  λες  και  ζήλεψε  τη  χαρά  και  την ευτυχία  τους,  και  άρχισε  να  υφαίνει  στον  αργαλειό  της  το  πέπλο, το  σκληρό  και  σκοτεινό, με  το  οποίο  σε  λίγο  θα  σκέπαζε  ολάκερη  τη  χώρα  και  ακόμα  παραπέρα.

  Τα  σύννεφα  του  πολέμου  πύκνωναν  στην  Ευρώπη  επάνω,  και  λίγους  μήνες,  πριν  φύγει  το  1940,  ξέσπασε  ο  Δεύτερος  Μεγάλος  πόλεμος,  όπως  τον  αποκάλεσαν.

 <<Πόλεμος,  πόλεμος, οι  Ιταλοί  μας   κήρυξαν  τον  πόλεμο>>, φώναζε  ανεβαίνοντας   τις  σκάλες  του  αρχοντικού  ο  επιστάτης  τους, ο  Γιάννος,  εκείνο  το  Δευτεριάτικο  πρωινό  του Οκτώβρη  του  1940. Οι  καμπάνες  από  τα  γύρω  χωριά χτυπούσαν δυνατά  και  παρατεταμένα, να  διαδώσουν  την  άσχημη  είδηση  σε  κάμπους  και  σπιτικά.

Αγκάλιαζε  η  Αμαλία  τον  άντρα  της, που  ακόμα  δεν  τον  είχε  χαρεί  και  σήκωνε  τα  μάτια  ψηλά. Ένα γιατί,  απάντηση  ζητούσε!  Σε  τι  έφταιξε  και  εκείνη  και  τόσες  γυναίκες  ακόμα, που  έπρεπε  να  αποχωριστούν  από  τις  αγκαλιές  και  τα  κρεβάτια τους  τους  άντρες τους,  πολύτιμους  αρωγούς  και  συνοδοιπόρους  στη  ζωή  τη  δύστροπη, τη  τζαναμπέτα!

Και  πάλι  όμως  δαγκώθηκε  για  την ύβρη  της  και  τη  διάθεσή  της, την  εριστική,  και  με  ένα  ελαφρύ  σπρώξιμο,  έβγαλε  τον Πέτρο,  τον άντρα  της,  από  τον  κόρφο  της  μέσα  και  τον ξεπροβόδισε,  την πατρίδα,  που  τον είχε  ανάγκη  και τον  περίμενε,  να συναντήσει.  Δεν ήταν  μόνο  η  καρδιά η  δική  της,  που  σκίζονταν  και  μάτωνε  την  ώρα  εκείνη,  ήταν  και  των  δυο  γονιών  του,  που  τα  άσπρα  τους  μαλλιά  και  το  βάρος  των χρόνων  στους ώμους  τους  επάνω,  έκαναν  τη  στιγμή,  την  τραγική,  του  αποχωρισμού, ακόμα  πιο  βαριά,  ασήκωτη.

 Με  πόνο  ψυχής  έβλεπαν  το  σπλάχνο  τους,   το  τρυφερό,  που   μόλις  λίγο   πιο  πάνω  από  δυο  δεκαετίες  είχε  περπατήσει  στη  ζήση  του,  να  ξεμακραίνει  και  σπάραζαν.  Ίσως  να  μην  το  ξανάβλεπαν  ποτέ,  γιατί  ο  θάνατος  το  έχει  συνήθειο,  ζηλεύει  την  ευτυχία  και  την  αγάπη,  που  έχουν  αναμεταξύ  τους  οι  άνθρωποι   και  με  το χέρι  του  το  φαρμακερό  τις  τρυγά,  σαν  τον  ανθό  σε  περιβόλι  ολόδροσο.

Περίσσευαν  οι  μέρες,  οι  μαύρες,  οι   στενάχωρες  και  ο   δύσκολος  χειμώνας,  που  ακολούθησε,   έκανε  τις  καρδιές  πιότερο  σφιχτές,  πιότερο  βαριές.

 Παγωνιά,  φόβος,  ερημιά  και  σκοτάδι  παντού  γύρω τους.

Με  κόλλες  χαρτιού,   σκούρο  μπλε  χρώμα, σκέπαζαν  τα  παράθυρα  όλα  του  σπιτιού  τις  νύχτες  και  μόνο  οι  φλόγες  από το τζάκι   κόπιαζαν  σε  μια  απέλπιδα  προσπάθεια  να  ζεστάνουν  τις  κάμαρες,  μα  και  τις  ψυχές,  στο   υποστατικό  των  Κοντοπάνων.  Κλεισμένοι  οι  τρεις  τους  στο  μεγάλο  σπίτι,  που άλλοτε  έσφυζε  από  ζωή,  μετρούσαν  τις  ώρες του  πολέμου και  του  θανάτου ξανά και  ξανά,  μήπως  και  φύγουν  εκείνες  γρηγορότερα.

Χριστούγεννα  πλησίαζαν  και  έφτασε,  το  πρώτο  γράμμα  του  Πέτρου  και  φώτισαν  τα  πρόσωπα  και  οι  καρδιές  τους.

Αγαπημένοι  μου  γονείς,  Αμαλία  μου,

Είμαι  καλά.  Δόξα  τω  Θεώ,  αλλά  αυτό,  που  μας  συμβαίνει,  δεν  μπορεί  να είναι  έργο  Δικό  του.  Βρίσκομαι  εδώ,  όπου  η  πατρίδα  με  έχει  ανάγκη  και  με χρειάζεται, για  να   ξαποστείλουμε  τους  Ιταλούς  εκεί,  από  όπου  μας  ήρθαν.  Είμαστε λίγοι,  μα  το  σθένος  και  η  καρδιά  μέτρο  και ζύγισμα  δεν  έχουν.  Πρώτος και  μη  αναμενόμενος  αντίπαλος μας,  άνισος  και  άδικος  αυτός,   είναι  ο  καιρός,  τους  άλλους,  δεν  τους  λογαριάζουμε.  Βρέχει  ασταμάτητα  από  τη  μέρα,  που  φτάσαμε  εδώ.  Χείμαρροι γίναν  ορμητικά  ποτάμια  και  θαρρείς  και  αυτά  θέλουν  να  μας  παιδέψουν.  Άνθρωποι  και  ζώα  πασχίζουμε  να  κινηθούμε  μες  τη  λάσπη.  Λίγο  το  ψωμί  και  κρύο  πολύ,  μα  η  θέρμη  της  ψυχής  όλα  τα  αντέχει. Λίγο  ακόμη  και  με  τη  βοήθεια  της  γλυκιάς  μας  Παναγιάς  θα τους  πετάξουμε  εκεί,  που  τους  αρμόζει,  στη θάλασσα. Πρέπει να τα μαζέψουμε γρήγορα από εδώ, προχωράμε  συνέχεια…….μπροστά,  όλο  και  πιο  μπροστά.

                                                                         Σας  φιλώ,  Πέτρος  Κοντοπάνος

Οι  ελληνικές  δυνάμεις   ως  το  τέλος  του  Δεκέμβρη, είχαν  προωθηθεί  στο  αλβανικό  έδαφος  καταλαμβάνοντας  μία  μία  την  Κορυτσά,  τους  Άγιους  Σαράντα,  το  Αργυρόκαστρο,  τη  Χειμάρρα  και  το  Πόγραδετς.     Ένα  δεύτερο  γράμμα έφτασε   στο  υποστατικό  ανήμερα  του  Ευαγγελισμού:

 Αγαπημένοι  μου  γονείς,  γλυκιά   μου  Αμαλία

Είμαι  καλά,  αν  εξαιρέσει κανείς   το τσουχτερό  κρύο  και  τις  αδηφάγες  ψείρες.  Την πείνα  μπορώ  να την  αντέξω,  συνήθισα  πια,   αλλά  αυτές  οι  άτιμες  δεν  μας αφήνουν  ανάσα  να  πάρουμε  ούτε  μέρα  ούτε  νύχτα.  Σας  γράφω  μέσα  από  μια  σπηλιά,  που  εδώ  και  μέρες  είναι το  καταφύγιό  μας,  και  μπορούμε  κάπως  να  προφυλαχτούμε  από  το  χιόνι,  που  πέφτει  ακατάπαυστα. Είμαστε  μέρες εδώ  έχοντας καθηλώσει  τα  ιταλικά  στρατεύματα,  που  ενισχύονται συνεχώς. Μου  λείπετε  πολύ. Εύχομαι   ο  Θεός  και  η  Παναγία  να  με  φέρει  γρήγορα  κοντά  σας.

                                                                                             Σας  φιλώ ,  ο  Πέτρος  σας.

Τα  νέα  από  το  ελληνοαλβανικό  μέτωπο  τα πληροφορούνταν στο  κτήμα  με  κάποια  καθυστέρηση,  αλλά  τα  πληροφορούνταν  και  φούσκωναν  οι  καρδιές  μέσα  στα  στήθη  τους   με  κάθε  επιτυχία  του  ελληνικού  στρατού.  Όλο  το  χωριό,  όλος  ο   κάμπος,  όπως  και   η  χώρα  ολάκερη,  σα   μια  γροθιά  από  φωτιά  και  ατσάλι,  ήταν  έτοιμη,  να  χτυπήσει  δυνατά  στο  μαλακό  υπογάστριο  του  ιταλικού  στρατού.

  Και  τα  χτυπήματα  δίνονταν  δυνατά  και σταθερά και  έκαναν   τον κόσμο  όλο  να υποκλίνεται  και  να παραληρεί   με  την  ελληνική  ψυχή.

Η  αντεπίθεση  των  Ιταλών το  Μάρτιο  του  1941  απέτυχε.  Από  τις  12  Απριλίου  οι  ελληνικές  δυνάμεις  αρχίζουν  να  υποχωρούν,  για   να  μην περικυκλωθούν  από  τους προελαύνοντες  Γερμανούς,  συμμάχους  των  Ιταλών.  Ακολούθησε  συνθηκολόγηση  με  τους   Γερμανούς  και  τους  ηττημένους  Ιταλούς. Ο  ελληνοϊταλικός  πόλεμος  και  επίσημα  έλαβε  τέλος,  αλλά  ένας  άλλος,  περισσότερο  σκληρός  και  απάνθρωπος άρχιζε  για τον  ελληνικό  λαό, η  ναζιστική μαζί  με  τη  βουλγαρική  και  την  ιταλική  κατοχή.

Την  Πρωτομαγιά  του  1941 αρκετοί  από  τους  στρατιώτες  είχαν  επιστρέψει  στην  αγκαλιά  των  αγαπημένων  τους  και  τη  ζεστασιά  των  σπιτιών  τους. Μετά  την  ατιμωτική  για  πολλούς   συνθηκολόγηση,  γύρισαν κατάκοποι  και  ταλαιπωρημένοι,  βαδίζοντας χιλιόμετρα, μέσα  από  πόλεις  και  χωριά,  κάμπους  και  βουνά.  Από  όπου  περνούσαν  ζητωκραυγές,  χειροκροτήματα  και  δάφνινα  στεφάνια  στόλιζαν  τα  ψειριασμένα  τους  κεφάλια.  Λουλούδια  του  Απρίλη  στα  χέρια  τους  βαλμένα,  ξύπναγαν  με  το  άρωμά  τους  αισθήσεις,  που  είχαν  σε  ύπνο  βυθιστεί. Και  βάδιζαν,  όλο  βάδιζαν  με  τα  μάτια  κόκκινα  από  την αγρύπνια,  να  γυαλίζουν, σαν  από  υψηλό  πυρετό  και  με  τα  ρούχα   τους  λερά  και  σκισμένα.  Ανάκατα  τα  μαλλιά   τους  και δάσος  απροσπέλαστο  και  πυκνό  τα  γένια  στο  πρόσωπο  τους.  Τίποτα  από  αυτά  δεν  ενοχλούσε κανένα,  μόνο  εκείνο  τους  έπεφτε  βαρύ, η  συνθηκολόγηση.  Αχ,  αυτοί  οι  Γερμανοί……  

Τα  μάτια  της  Αμαλίας  ήταν  καρφωμένα  από  το  πρώτο,  άγουρο  φως  της  μέρας,  μέχρι  αργά,  μετά  το  λιόγερμα,  στη  μεγάλη  πόρτα  του  υποστατικού  τους.  Περίμενε  ο  δρόμος,  που  ξανοίγονταν  μπροστά  της,  να   φέρει  και  το  δικό  της  αγαπημένο  και  ο  κόμπος  μέσα  της  έπαιρνε  όλο  και  πιο  συχνά  το  μονοπάτι,  να  βγει  νερό  καθάριο  από  τις  κόχες  των ματιών  της,  σαν  το  αγίασμα,  που  αναβλύζει  σε  μέρος  ιερό  και  σεπτό.  

Τέλη   του Απρίλη  του  1941  κάνουν  την εμφάνισή  τους  στα  χώματα,  τα  αγιασμένα,  της  Θράκης,  οι  Βούλγαροι.  Τα  σήμαντρα  στις  εκκλησιές  και  τα  ξωκλήσια,  ταγμένοι  αγγελιαφόροι  εδώ  και  αιώνες  κάθε  καλού,  αλλά  κυρίως  κάθε  κακού,  που  συνέβαινε  σε  αυτή  τη  χώρα,  έσκιζαν  τον  αέρα  και  τάραζαν  τις  ανθρώπινες  καρδιές,  ίδια  με  κραυγές  ανθρώπων,  που  τους  ξερίζωναν  τα  σωθικά,  χτυπούσαν δυνατά    και   ασταμάτητα.

 Ο  Αλέξης  Κοντοπάνος ανέβηκε  στο  ταπεινό  και  γέρικό  τους  γαϊδουράκι και  έτρεξε, όσο  μπορούσε με  το  ταλαίπωρο  ζώο, για  το  χωριό.  Εκεί  σίγουρα  κάτι  περισσότερο  θα  γνώριζαν.  Βρήκε  τον  κόσμο  μαζεμένο  κάτω από  το  μεγάλο  πλατάνι  με  τα  πρόσωπα  αγριεμένα   και  τα  μαλλιά  αναμαλλιασμένα,  ενώ  τα  μικρά  παιδιά,  λες  και  ψυχανεμίζονταν  το  κακό,  που  θα  ακολουθούσε  είχαν  χάσει  τη  μιλιά  και  το  κελαρυστό  τους  γέλιο  και  είχαν  κρυφτεί  πίσω  από  τα  φουστάνια  των  μανάδων  τους  και  απλά  άκουγαν  και  περίμεναν.  Τι  περίμεναν,  κανείς  δεν  μπορούσε  να  δώσει  απάντηση  στην  αναμονή  τους,  μόνο  ότι  ήταν  η  χειρότερη  στιγμή  της  μικρούλας  τους  ζωής!

Επέστρεψε  ο  Αλέξης  δύσθυμος  και  με  το  κεφάλι  πιο  βαρύ  και  από  τις  πέτρες  της  οροσειράς,  στον  ίσκιο  της  οποίας  διαβιούσαν  και  πρόκοβαν.  Ίσα  που  βγήκε  η  φωνή  από  το  στέρνο  του  μέσα,  μια  φωνή  βραχνή,  αρρωστιάρικη,  δεν  ήταν  δική  του  θαρρείς,  αλλά  του  θανάτου  του  ίδιου:

<< οι  κατακτητές  Ναζί  σχεδόν  αμέσως  μετά  την  ελληνική  συνθηκολόγηση  και θέλοντας  να  επιβραβεύσουν  τον  σύμμαχό  τους, τη  Βουλγαρία, για  τη  στήριξή  της  στον  Άξονα  και  τις  όποιες  διευκολύνσεις  της  προς  αυτόν,  της  παραχώρησαν  την  περιοχή από  την  εκβολή  του  ποταμού  Στρυμόνα  έως  το  δέλτα  του  ποταμού  Έβρου. Από  εδώ  και  στο  εξής, οι  μέρες,  που  θα  ζήσουμε,  θα  είναι  υπό  βουλγαρική  κατοχή  και  μάλιστα  της  τρίτης  κατά  σειρά. Ο Θεός  να  προστατεύσει  και  εμάς  και  τη  χώρα  μας >>.

Παγωνιά  και  σκοτάδι  ξαφνικά  έπεσε  στη  σάλα  μέσα  τη  μεγάλη.  Η  Αριστέα  άρχισε  ένα  μοιρολόγι  πνιχτό, ακατάληπτο, θανατερό. Εκείνη  είχε  ζήσει  στο  σβέρκο  της   επάνω   για  τα  καλά   τη  Βουλγάρικη  μπότα  τα  χρόνια  1916-1918,  στον  Α΄ Παγκόσμιο  πόλεμο. Η  Αμαλία,  σαν πιο  μικρότερη,  τα  γνώριζε  από  αφηγήσεις  των  γονιών  και  των  παππούδων της,  δάγκωσε  τα  χείλη   της  εκείνη,  μέχρι  που   μάτωσαν.

<<Ο  Αλέξης,  πού  είναι  ο  Αλέξης,  γιατί  δε  γύρισε ακόμη,  τι  θα  γίνει  τώρα, που  αυτοί  οι  τρισκατάρατοι,  ήρθαν  στα  μέρη  μας!  Να  πάμε,  να  ψάξουμε,  κάποιος  κάτι  θα  ξέρει,  κάποιος  θα  τον  είδε!  Το  νοιώθω,  μας  χρειάζεται,  δεν  μπορεί απλά  να  γυρίσει,  εμείς  πρέπει  να  πάμε  να  τον  φέρουμε! >>,  κραύγαζε  η  Αμαλία  και  ο  πόνος  και  η  απόγνωση  έκαναν  και  τις  καρδιές  των  δυο  ηλικιωμένων  να  πάλλονται  δυνατά  και  άτακτα.

<<Ησύχασε  κόρη  μου.  Τώρα,  που  το  μέτωπο  άδειασε  και  ο  πόλεμος  ήρθε  στους  κάμπους  και  τα  χωριά,  θα  έρθει  και  εκείνος, όπου  και  να  είναι  θα  καταφέρει  να  έρθει  κοντά  μας.  Τίποτα  δεν  μπορούμε  εμείς  να  κάνουμε,  σε  λίγο  θα  καταφτάσουν  αυτοί  με  τα  όπλα.  Ο  φόβος,  η  βία  και  η  φρίκη    θα  απλωθούν  σα  παραπέτασμα  θανάτου,  δεν  θα  μπορούμε  ούτε  από  τις  αυλές  των  σπιτιών  μας  να  ξεμυτίσουμε.  Κάνε  κουράγιο. Να  ετοιμαστούμε  πρέπει  για  το  χειμώνα  τον πιο  βαρύ,  που  έρχεται>>,  την  πήρε  στα  δυο  του  χέρια  ο Αλέξης,  ο  πεθερός  της,  μέσα  και  της  χάιδευε  τα  μαλλιά  και  την  παρηγορούσε.  Μόνο  τη  δική  του  καρδιά,  που  ήταν  έτοιμη  να  πεταχτεί  έξω  από  τα  στήθη  από  την  αγωνία  για  το  παιδί  του, δεν  ήξερε  πως  να  δαμάσει,  να  ησυχάσει.

Την ίδια  στιγμή,  θαρρείς  και γιατρικά   ήταν  τα  λόγια  τα  ήρεμα,  τα  συνετά  του  Αλέξη,  κατάφεραν   εκείνα  το  προσδοκώμενο, έφεραν  γαλήνη,  ψυχραιμία  και  απαντοχή στα  σωθικά  μέσα  όλων  τους.   Τα  χέρια  και  τα  πόδια  του  καθενός  μεμιάς  έβγαλαν  φτερά  και  δούλευαν  ασταμάτητα  τη  γη  να  ετοιμάσουν,  για  να  τους  δώσει  και  εκείνη  μετά  τους  πολύτιμους  για  την  επιβίωσή  τους  καρπούς  της.  

Οι  φοράδες  και  τα  μουλάρια  είχαν  επιστρατευτεί  στον  πόλεμο,  τον  μεγάλο,  και  το  γαϊδουράκι  τους  ήταν  αδύναμο  και  γέρικο  για  εργασίες  γεωργικές,  σκληρές  και  επώδυνες.  Η  πάλαι  ποτέ  βασίλισσα,  η  Αμαλία,  ζεύτηκε  το  αλέτρι  το μυτερό στους   ώμους  της  επάνω  και  με  τη  βοήθεια  του  πεθερού  της,  τράβηξε  μερικές  βαθιές  χαρακιές  στα  σπλάχνα της πετρωμένης  γης,  λίγους  σπόρους  σταριού  να  σπείρουν, το  ψωμί  της  οικογένειας  τους,  να  έχουν.

 Η  Αριστέα  έπιασε  τον  κήπο,  δίπλα  στο  σπίτι  τους,  να  ξεβοτανίζει,  για  να  φυτέψουν  τα  λαχανικά  και  τις  πρασινάδες,  που  θα  τους  κρατούσαν  στη  ζωή.  Και  σαν  πέρασε  το  καλοκαίρι  και  έφτασε  η  ώρα  της  συγκομιδής,  λες  και  ήταν  ειδοποιημένοι  οι  κατακτητές,  έκαναν  ξαφνικά την  εμφάνισή  τους,  ίδια  αρπακτικά  πάνω  σε ξεκοιλιασμένο  κουφάρι.  Όλα  τα  πήραν,  στάρι,  πατάτες,  κρεμμύδια,  αποξηραμένα  λαχανικά,  λάδι,  τραχανάδες,  ό,τι στο κελάρι  τους  είχαν  προφτάσει,  να  μαζέψουν.

Άδεια  έχασκαν  κοφίνια  και  πιθάρια,  άδεια  τα  χέρια  και  οι  ψυχές  τους.

<< Όλα  τελείωσαν,   πάνε>>,  με  ένα  στόμα  οι  δυο  γυναίκες,  ξεψυχισμένα  και  πικρά,  ξεστόμισαν  και  σωριάστηκαν  στα  σκαλοπάτια  του  χαγιατιού.

Δεν  πρόλαβαν  το  κακό,  που  χτύπησε  το  σπιτικό  τους,  να  ξεπεράσουν  και    δυνατά  χτυπήματα  πάνω  στο  χοντρό  ξύλο  της  αυλόπορτας,  στην  εσωτερική  αυλή,  μια  νύχτα  άγρια  και  σκοτεινή  σαν  την πίσσα,  έκαναν  το  αίμα  στις  φλέβες  και  των  τριών  μέσα στο  σπίτι   και  πάλι  να  παγώσει.

<<Θα  πάω  εγώ,  μη  φοβάστε,  όλα  μας  τα  πήραν,  δεν  έχουν  τι  άλλο  κακό  να  μας  κάνουν>>,  τις  καθησύχασε  ο  Αλέξης  και  πήρε  με  βήματα  πένθιμα,  αργά,  μα  σταθερά,  τη  σκάλα,  την  ξύλινη  να  κατεβαίνει.

Φώτισε  ξαφνικά  η  πλάση  γύρω  του  λες  και  είχαν  ανάψει  στον  κάμπο  χιλιάδες  φωτιές,  κατακόκκινες  και  μεγάλες,  όταν  στην  είσοδο  το  παιδί  του  να  στέκει  ολόρθο  και  γερό   είδε  και  δεν  πίστευε  στα  μάτια  του  ο  δόλιος  πατέρας.

Έπεσαν  ο  ένας  στην  αγκαλιά  του  άλλου. Τα  λόγια  δεν  είχαν  καμιά  θέση ανάμεσά  τους,  οι  καρδιές  ήξεραν  πως  να  μιλήσουν,  και  αυτό  ακόμα  ήταν πολύ.

Η  νύχτα  εκείνη  ήταν  η  πιο  μεγάλη,  η  πιο  φωτεινή,  η  πιο  γιορτινή  για  την  οικογένεια  Κοντοπάνου   και  ας  τα  έσκιαζε  όλα  ο  φόβος, η  πείνα  και  η  σκλαβιά.

Αγκάλιαζαν  τον  Αλέξη  χέρια  νεανικά  και  τρυφερά,  και  άλλα  γέρικα  και  στεγνά  και  εκείνος  αφηνόταν  και  χαλάρωνε  στη  ζεστασιά  και  τα  χάδια  τους.  Ρουφούσε  σαν  το  χώμα  το  βρόχινο  νερό,  τις  περιποιήσεις  και  τα  κανακέματα,  που  τόσο  του  είχαν  λείψει  στην  αγριάδα  και  τη  φρίκη  του πολέμου.  Αυτά  του έφταναν και  του  περίσσευαν,  χόρταιναν  και  την  ψυχή  και  το  στομάχι  του,  που  από  την  πείνα  είχε  κολλήσει  στην  πλάτη  του.

<<Φάε  αγόρι  μου,  δεν  είναι  πολλά  ούτε  νόστιμα,  αυτά  είναι  ό,τι  μπορέσαμε  να  βρούμε  περπατώντας  σε  κάμπους και  βουνά>>,  του  έλεγε  με  δάκρυα  στα  μάτια  η  μάνα  του  και  προσευχόταν  στο  εικόνισμα,  στην  Παναγιά,  ευχαριστώντας  τη,  που  σαν  άλλη  μάνα  και  εκείνη την ένοιωσε  και  της  έστειλε  πίσω  γερό το  σπλάχνο  της.  Γελούσε  και  έκλαιγε  η  δόλια  μάνα  και  ζητούσε  συγχώρεση  από  το  Θεό  και  όλους  τους  Αγίους, που  δεν  μπορούσε  ούτε  το  μικρό  καντήλι  να  ανάψει  στη  χάρη  τους.  Το  λάδι  ήταν  λιγοστό  στο  πήλινο   πιθάρι  και  η  επιβίωση  τεσσάρων  ατόμων  εξαρτιόταν  αποκλειστικά  από  αυτό.  Όταν  έρθουν  οι  μέρες,  οι  καλές,  εκείνο  θα  έκαιγε, υποσχέθηκε,  στον  αιώνα  τον  άπαντα,  το  δρόμο  και  τις  ψυχές  όλων  να φωτίζε!

 Τη  νύχτα  εκείνη  η  Αμαλία  κρατούσε  στον  κόρφο  της  μέσα  τον  άντρα  της  και  δεν  το  πίστευε  πως  εκείνος  είχε  γυρίσει.  Τον νανούριζε  σα  να  ήταν  το  παιδί,  που  ακόμα  δεν  είχαν  αποκτήσει και  έπλενε  τα  μαλλιά  και  το  πρόσωπό  του  με  τα  δάκρυά  της  τα  καυτά,  τα  αγιασμένα, τα  λυτρωτικά.

<< Είμαι  εδώ  Αμαλία  μου  και  είμαι,  όπως  βλέπεις,  καλά.  Ήταν  μεγάλο  το  τραύμα  και  βαθύ,  παραμιλούσα  για  μέρες  από  τον  πυρετό  και  μετά   δυσκολευόμουν  να  θυμηθώ  πράγματα  για  μένα, γι’ αυτό  και  δεν  ειδοποιηθήκατε  εγκαίρως  ότι  είμαι  σε  νοσοκομείο,  στην  Αθήνα,  και  περάσατε  τόση αγωνία  και  πίκρα.  Ας  προσπαθήσουμε  να  αφήσουμε  πίσω  τις  μέρες   εκείνες  και  να  δούμε  αυτές,   που  έρχονται  και  που  θα  είναι  επίσης  άγριες  και  σκληρές>>,  της  φιλούσε  εκείνος  τα χέρια  και  την  άγγιζε  τρυφερά,  να  πάρει  τη  θλίψη  και  την πίκρα  από  το  τρυφερό  της  σώμα.  Έπρεπε  να  ξανανθίσει  εκείνη,  για  να  ανθίσει  και  η  ζωή  και  ο  κόσμος  γύρω  τους.

Σκούπιζε  τα  μάτια  της  η  Αμαλία,  μέσα στην  αγκαλιά  του  Πέτρου,  κακίζοντας  τη  μαύρη  μοίρα  της,  αφού  δεν  πρόφτασε  να  γευτεί  τίποτα  σχεδόν  από  τα  ωραία  της  ζωής.

<< Πως  θα  το  αντέξουμε  και  αυτό  Πέτρο  μου,  και  να  ξέρεις  αυτοί  θα  είναι  το  τέλος  μας.  Ηχούν  ακόμη  στα  αυτιά  μου  τα  λόγια  του   πατέρα  μου,  που  μας  αφηγούνταν  τη  φρίκη,  που  έζησε παιδάκι  εκείνος  το  1912,   όταν  η Ανατολική Μακεδονία έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση και το 1913 ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής οι  Βούλγαροι  αλλά  και  αργότερα, από το  1916  μέχρι  το  1918,  πόσες  διώξεις,  λιμοκτονία, ομηρίες,  φυλακίσεις  και  βασανισμούς  υπέστη  ο  κόσμος  στην  πόλη  και  τα  χωριά,  από  τη μυστική  βουλγαρική  αστυνομία   και  τον  κατοχικό  βουλγαρικό  στρατό>>,  θρηνούσε  η  Αμαλία  και  σκιζόταν  η  ψυχή  του  Πέτρου,  να  την ακούει.

<<Ησύχασε  καλή  μου, ό,τι  είναι  να  συμβεί,  θα  γίνει.  Μόνο  να  είμαστε  οπλισμένοι  με  δύναμη  και  απαντοχή  να  το  υπομείνουμε  και  να  το  αντέξουμε.  Και  θα  το  ξεπεράσουμε  και  αυτό.  Δεν  μπορεί  να  ήταν  χωρίς  λόγο  το  ότι δεν  χάθηκα  στο  μέτωπο  από  τις  σφαίρες  του  εχθρού  και  τα πείσματα  του  χιονιά.  Έπρεπε  να  βρεθώ  δίπλα  σου  και  πάλι,  το  όρισε  και  αυτό  έτσι  η  μοίρα,  για  να  παλέψουμε  μαζί  το  νέο  εχθρό  και  ό,τι  αυτός  θα  φέρει >>,  της  σκούπιζε  τα  μάτια  ο  Πέτρος  και  της  τα  γλυκοφιλούσε  και  ας  λένε  πως  φιλί  στα  βλέφαρα  είναι  για  χωρισμό.

Και  είχε  δίκιο  η  Αμαλία,  που  τρόμαζε  στην ιδέα  και  μόνο  του  τι  ήταν  ικανοί  να  κάνουν  εκείνοι.  Σαν  τυφώνας  αυτοί  έφτασαν  στα  μέρη  τους  και  τα  ισοπέδωσαν  όλα.  

Τα  χρόνια,   που  ακολούθησαν,  με  τους  Βουλγάρους,   σκιά  βαριά  επάνω  τους,  ήταν  οργισμένα  και  πεινασμένα  πολύ. Τρία  χρόνια  έζησαν  μαρτυρικά,  με  εκείνους δίπλα  τους να  καταπατούν  κάθε  νόμο  ανθρώπινο  και  θεϊκό.

 Ήταν  όμως  όλοι  μαζί  και  έπαιρνε  ο  ένας  κουράγιο  και  ελπίδα  από  τον  άλλον.  Και  φυσικά  φύλακας  άγγελος  όχι  μόνο  των  Κοντοπάνων,  αλλά  και  ολάκερου  του  χωριού,  η  Αργυρώ,  η  μαία,  η  γιάτρισσα  η πρακτική  και  βοτανολόγος  μεγάλη.

Ήξερε  εκείνη  κάθε  φυτό,  κάθε  θάμνο, κάθε  ρίζα,  κάθε  μανιτάρι,  που  φύτρωνε  στους  πρόποδες  της  οροσειράς  της  Ροδόπης  καθώς  και  στις  περπατημένες,  μικρές  της  κορυφές  και  έτσι  μπόρεσε   να  κρατήσει  στη  ζωή,  αντιμετωπίζοντας  τις  μύριες  αρρώστιες  και  την πείνα, την  αδηφάγα,  πολλούς   ανθρώπους,  μεγάλους  και  μωρά.  

Και  όταν  τον  Οκτώβρη  του  1944  επιτέλους  έφυγαν  οι  βασανιστές  τους και  ανάσαιναν τον  αέρα  της  ελευθερίας,  η  Αμαλία  ξανάπεσε  στην αγκαλιά  του  Πέτρου  της  τρισευτυχισμένη.  Δεν  ήταν  μόνο  για  την απελευθέρωσή  τους  η έξαψη   και  ο  ενθουσιασμός  της. Το  μωρό,  που  μεγάλωνε  στα  σπλάχνα  της  και  που  μόλις  λίγες  μέρες  πριν  της  το  επιβεβαίωσε  η  μαμή,  στο  διπλανό  χωριό, η Αργυρώ, θα  μεγάλωνε  χωρίς  τον  τρόμο  και  την  ανέχεια,  που  είχαν  ζήσει  εκείνοι.

Η  Λαμπρή  του  1945  ήταν  η  πιο  φωτεινή  και  χαμογελαστή  από  όσες  θυμόταν  να  έζησε  ο  Πέτρος.  Η  γέννηση  του  γιού  του, τη  Δευτέρα  του  Πάσχα,  τους  γέμισε  όλους  με  ελπίδες  και  φως,  ζέστανε  τις  ψυχές τους  και  έβαψε  τα  όνειρά  τους  με  χρώματα  γιορτινά.

Ούτε  που  πρόλαβε  να  πονέσει  η  Αμαλία  και  να  χρειαστεί  τις  υπηρεσίες  της  μαμής.  Ο  γιος  της,  λες  και  γνώριζε  τα  δεινά  και  τις  πίκρες,  που  είχε  περάσει  η  οικογένειά,  δεν  ήθελε  να  τους  προσθέσει  και  άλλα  και  έτσι  ήρθε  στον  κόσμο  ήσυχα  και  με  μια  ανάσα  της  μάνας  του  βαθιά.

<<Αυτός  είναι  ο  Αλέξης,  ο  νεότερος>>,  είπε  ο  Πέτρος,  όταν κράτησε  στην  αγκαλιά  του  το  νεογέννητο,  και  ο  πατέρας  του,  που  στεκόταν  απέναντι,  σήκωσε  βιαστικά  το  ένα  του  χέρι  περνώντας  το  και  από τα  δυο του  μάτια,  να  σκουπίσει  την υγρασία,  που  στάθηκε  πάνω τους.

Το  καλοκαίρι, που  ακολούθησε, έφερε  μπερεκέτια  πολλά  και  οι  αποθήκες  γέμισαν  με  τους  χρυσούς  καρπούς  των  σιτηρών,  ενώ  στα  υπόστεγα  στέγνωναν  οι  αρμαθιές  με  τα  καπνά,  μέχρι  να  έρθει  η  ώρα  να  γίνουν  δεμάτια  εκείνα,  που  θα  έπαιρναν  το  δρόμο  για  τη  Θεσσαλονίκη  και  από  εκεί  στα  εργοστάσια  επεξεργασίας  τους. Ήταν  η  πρώτη  φορά  μετά  από   πέντε  χρόνια,  που  η  γη  αντάμειβε  πλουσιοπάροχα  τους  νόμιμους  ιδιοκτήτες  της,  τους  Κοντοπάνους,  και  όχι  τους  καταπατητές  και  σφετεριστές  της,  τον πόλεμο   και  τους  Βουλγάρους.

Ένα  διάλειμμα  ευχάριστο  τελικά  ήταν  το  καλοκαίρι  εκείνο,  αφού  και  πάλι  ο  φόβος  και  η  ανασφάλεια  επέστρεψαν   για  τα  καλά   στις καρδιές  των  ανθρώπων.  Εμφύλιος  πόλεμος,  πόλεμος  αδελφοκτόνος,  ονομάστηκε η  περίοδος  από  το Μάρτη  του  1946  έως  τον Αύγουστο  του  1949,  στην  Ελλάδα  ολάκερη  και  όχι  μόνο  στην   περιοχή  της  Ροδόπης.

Από  τη  μια  μεριά  ο Εθνικός  Στρατός  με  την  Χωροφυλακή  και  από  την  άλλη  οι  αντάρτικες  δυνάμεις    του Δημοκρατικού Στρατού   του  ΚΚΕ,  έσκιζαν   ο  ένας  τις  σάρκες  του  αλλουνού   με  τραγικά  θύματα  τον  άμαχο  πληθυσμό  και  τα  παιδιά.

Μηχανοκίνητα  του  στρατού  έφτασαν  και  στο  διπλανό  χωριό  και  μάζεψαν  τους  κατοίκους  στην  πλατεία, κάτω  από  το  γέρικο  πλάτανο.  Παρών  στη  συγκέντρωση  εκείνη  ήταν  και  ο  Πέτρος  Κοντοπάνος.

 <<Η  νεοσυσταθείσα  κυβέρνηση με  ψήφισμά  της  θέλει να  περιορίσει τη  δράση  των  κομμουνιστών.  Αυτοί  δεν  έχουν  καμιά  θέση  και  κανένα  λόγο  στη  νόμιμη  πολιτική  ζωή  του  τόπου  και  σε  αυτό  μας  το  έργο  ζητάμε  και  τη  δική  σας  συνδρομή>>,  ήταν  τα  πρώτα  λόγια  ενός  χωροφύλακα,  περιτριγυρισμένου  από  στρατιώτες.

 Δεν  πολυκατάλαβε  ο  Πέτρος,  όπως  και  πολλοί  από  το  χωριό  τι  εννοούσε  ο  χωροφύλακας  εκείνη  τη  στιγμή,   το  ένοιωσε  όμως  ως  το  μεδούλι  του  βαθιά,  λίγες  μέρες  αργότερα,  όταν  μέσα  στα  άγρια  μεσάνυχτα  ακούστηκαν  χτυπήματα  δυνατά  στην  εξώθυρα  του  σπιτιού  του.

Η  Αμαλία,  πρώτη,  που  λόγω  του  μωρού  κοιμόταν  πολύ  ελαφριά,  άκουσε  το  δυνατό  θόρυβο  και  ξύπνησε  τον  άντρα  δίπλα  της.

<<Κάποιος  είναι  κάτω  και  χτυπάει  την  πόρτα  μας,  Πέτρο. Τι  κακό  έγινε  πάλι>>,  τον  έσπρωξε  απαλά  και,  αφού  σηκώθηκε  εκείνος,  τον πήρε  στο  κατόπι,  να  δουν ποιος  είναι.

<<Μη  φοβάσαι  Αμαλία  μου  και  μην  πάει  ο  νους  σου  στο  κακό. Μπορεί  κάποιος,  που  έχει  την ανάγκη  μας,  να  είναι>>,  προσπάθησε  να  την καθησυχάσει  εκείνος,  ενώ  είχε  ήδη  βρεθεί  στα  μισά  της  σκάλας.  Τα  χτυπήματα  στην  πόρτα  ακούστηκαν  ακόμα  πιο  έντονα  και  ομιλίες,  βρισιές  και  απειλές  μαζί  ήταν  όσα  ξεστόμισαν  αυτοί,  που  ήταν από  την  άλλη  μεριά  της  πόρτας.

<<Αν  δεν  ανοίξετε  αμέσως, θα  βάλουμε  φωτιά  σε  όλο το  κτήμα  και  θα  καείτε  όλοι  σας,  σαν  τα  ποντίκια  στη  φάκα >>,  ακούστηκε  με  σφύριγμα  φιδιού  πιότερο,  παρά  με  μιλιά  ανθρώπου,  η  φωνή  από  έξω.

Στο  άνοιγμα της  πόρτας και  κάτω  από  το  φως του  φεγγαριού  έξι  άντρες  και  δυο κορίτσια,  ξεχώρισε  μέσα  στην   ταραχή  του  ο  Πέτρος. Δυο  άντρες  τον  έσπρωξαν  μέσα  και  μπήκαν και  αυτοί,  με τα  όπλα  υπό  μάλης. Ένας  ένας  πέρασαν  τη  μεγάλη  πόρτα  και  οι  υπόλοιποι. Βρώμικοι,  κουρασμένοι,  με  σκισμένα  σε  πολλά  σημεία τα  ρούχα τους,  αξύριστοι και  με  μαλλιά  συρματόπλεγμα  τσαλακωμένο  παρατάχθηκαν  οι  άντρες,  δίπλα  στον αρχηγό  τους,  ενώ  τα  κορίτσια,  με  σκυμμένα τα  πρόσωπα,  στάθηκαν  παραπέρα,  δίπλα  το  ένα  στο  άλλο.

<<Τρόφιμα  θέλουμε  και  κανένα  όπλο  και   σφαίρες>>, άνοιξε  το  στόμα  του  ο  αρχηγός  τους  και  με  ένα  νόημά  του  οι  άλλοι  έτρεξαν  κατά  την κουζίνα και  το  κελάρι.

 Η  Αμαλία  στεκόταν  ασάλευτη,  καρφωμένη λες,  πάνω  στο  χαγιάτι  και  παρακολουθούσε.  Δίπλα  της  τα  πεθερικά  της,  με  χείλη  άσπρα  από  την  αγωνία,  κοιτούσαν  το  γιο  τους,  που  απλά περίμενε  να  τελειώσει  ο  εφιάλτης,  αφού  η  κάνη  ενός  όπλου  ήταν κολλημένη  όλη  αυτή  την ώρα  επάνω  του.

Αιώνες  φάνηκαν  τα  λεπτά,  που  χρειάστηκαν  να  γεμίσουν  τους  τορβάδες  και  τα  σακούλια  τους  οι  φοβεροί  και τρανοί  επισκέπτες.

 Όταν  πια  έφυγαν,  τίποτα  δεν  ήταν  το  ίδιο στο  σπίτι  και  στη  ζωή  των  ενοίκων του. Το  κελάρι  ήταν  λες  και  έσκασε  κάποια  νάρκη  μέσα  του.  Κοφίνια  με  τους  καρπούς  της  γης  και  των  κόπων  τους  αναποδογυρισμένα,  αρμαθιές  με  αποξηραμένα  φρούτα  και  λαχανικά  μαδημένες,  δοχεία  με  λάδι  λεηλατημένα, κιούπια  με  τουρσιά  και  παστά  να  χάσκουν,  στόματα  ανοιχτά και  πληγωμένα,  ενώ όσα  δεν  μπορούσαν  να  τα  πάρουν  μαζί  τους,   φρόντισαν  να  τα  καταστρέψουν, δίνοντας  έτσι  το  μήνυμα  πως  από  εδώ  και  πέρα  όλα  θα  ανήκαν  σε  εκείνους.

 Οι  δυο  γυναίκες,  νύφη  και  πεθερά  σήκωσαν  τα  μανίκια  και  άρχισαν  να  τακτοποιούν  το  χώρο,  μήπως  και  καταφέρουν  να  σώσουν  ό,τι  περισσότερο  μπορούσαν  από  τα  χυμένα  στο  πάτωμα  αγαθά.

 Οι  πρώτες  ακτίνες  του  ήλιου  τις  βρήκαν  στην  κουζίνα,  να  κλείνουν  βάζα  και  ντουλάπια  και  να  μετρούν  τις  ζημιές,  μα  πιότερο  τις  δικές  τους  πληγές.  

<<Ποιοι  ήταν αυτοί, γιατί  μας  το  κάνανε  αυτό  το  κακό>>,  κατάφερε ύστερα  από  ώρα  να  μιλήσει  η  Αριστέα,  η  πεθερά  της  Αμαλίας.

<<Φοβάμαι  πως  έχει  σχέση  με  αυτά,  που  μας  είπε  ο  Πέτρος, πριν  λίγες  μέρες,  όταν  ήρθαν  στρατιώτες  και  στήθηκαν  φυλάκια  σε  διάφορα  μέρη,  στην  περιοχή. Σίγουρα  οι  μέρες,  που  έρχονται  θα  είναι  και  πάλι  δύσκολες  πολύ  και  τα  πράγματα  θα  γίνουν  επικίνδυνα>>,  έδωσε  η  Αμαλία,  φαρμακωμένη  και  εκείνη  τη  δική  της  εξήγηση  και  έτρεξε  για  την  κάμαρά  της,  γιατί  ο  γιος  της  είχε  ξυπνήσει  και  την  αναζητούσε.

 Έβαλε  το  μωρό  στο  στήθος  της  να  χορτάσει  την  πείνα  του   και άφησε  τα  δάκρυα  να  κυλήσουν  στο  κάτωχρο  πρόσωπό  της.  Αναζήτησε  με  τα  μάτια  της  τα  κουρασμένα  και  θολά  τον  άντρα  της  στην  κάμαρη,  θάρρος  και  δύναμη  να  πάρει,  μα  δεν  τον  βρήκε  πουθενά. Το  μωρό  χορτασμένο  και  ευτυχισμένο   ξανακοιμήθηκε  και  εκείνη,  αφού  το  έβαλε  στην  κούνια  του, κατέβηκε  να  βρει  τον άντρα  της.

 Έξω  στην αυλή,  κάτω  από  τη  φουσκωμένη  κληματαριά  καθόταν εκείνος  και  το  βλέμμα,  του  χαμένο  λες,  κοίταζε  πέρα  μακριά  και  δεν  έβλεπε  τίποτα.  Κάθισε  σιμά  του  η  Αμαλία, βάζοντας  τα  δυο  του  χέρια  μέσα  στα  δικά  της  και  με  λόγια  τρυφερά  και  γλυκά,  βάλσαμο  σε  ανοιχτή  πληγή,  του  μίλησε:

 <<Πάει  Πέτρο  μου,  πέρασε  και  αυτό.  Ό,τι  είχαμε  μας  το  πήραν  πια.  Δεν  πρόκειται  να  μας  ενοχλήσουν  ξανά….>>,  δεν πρόλαβε  η  γυναίκα  να  ολοκληρώσει  τη  φράση  της  και  ο  Πέτρος,  σαν  παιδί,  που  το  έπιασαν  να  κάνει  σκανταλιές, έκρυψε  το  κεφάλι  του  στον  κόρφο  της  μέσα,  γαλήνη  να  βρει   στο  αντάριασμα  της  ψυχής  του  και  ξέσπασε:

<<Δειλός  στάθηκα  και  λίγος  Αμαλία  μου,  δεν  κατάφερα  να  προστατέψω  ούτε  εσάς  ούτε  το  βιος  μας. Περάσαμε  πόλεμο,  κατοχή  και  τέτοιον  εξευτελισμό  και  μάλιστα  από  αίμα  δικό  μας, ελληνικό,  δεν  ξανάνοιωσα. Τι  πήγε  λάθος  και  με  εμένα  και  με  εκείνους!>>, έλεγε  και  ξανάλεγε  ο  Πέτρος  και  κουνούσε  το  κεφάλι  του  και  έσφιγγε  τα  χέρια  του  σε  γροθιές.

<<Τίποτα  δεν έκανες  λάθος  εσύ  και  ήταν  το  καλύτερο,  που  μπόρεσες  να  κάμεις,  που  δεν  αντέδρασες  και  άφησες  το  κακό  να  γλιστρήσει  και  να  φύγει.  Ήταν  πολλοί,  οπλισμένοι  και  ήρθαν  έτοιμοι  και  αποφασισμένοι.  Αν  αντιδρούσες  θα  έβαζες  σε  κίνδυνο  τις  ζωές  όλων  μας.  Έτσι  έπρεπε  να  κάνεις  και  ευχαριστώ  το  Θεό,  που  στάθηκες  στο  ύψος  των  περιστάσεων  και  της   στιγμής  της  δύσκολης !>>,  του  έλεγε  η  Αμαλία  και  του  χάιδευε το  πρόσωπο,  τα  μαλλιά,  αλλά  η  δική  της  καρδιά,  πέλαγο  φουρτουνιασμένο  ήταν,  αφού  κάτι  μέσα  της  της  έλεγε  ότι  η  αποψινή  βραδιά  ήταν μόνο  η  αρχή,  η  απαρχή  άλλων,  νέων  και  χειρότερων  δεινών  για  τη  φαμίλια  της.

Η  ζωή  όλων  και  η  καθημερινότητα  είχε  αλλάξει  στην  ευρύτερη  περιοχή  της  Ροδόπης. Φυλάκια  με  στρατιώτες  οπλισμένους  είχαν  στηθεί  σε  διάφορα  σημεία, κοντά  σε  σταυροδρόμια,  γέφυρες,  αποθήκες  πυρομαχικών, περάσματα  στρατιωτικής  φύσης   και  οι  συγκρούσεις  και  οι  επιθέσεις  τις  νυχτερινές  ώρες  ήταν πια  συχνές. Ομάδες  ανταρτικών,  που  την  ημέρα  ήταν κρυμμένοι  σε  σπηλιές  και  τα  γύρω  βουνά,  κατέβαιναν τη  νύχτα  στα  χωριά, που  στην  πλειοψηφία  τους  ήταν  αφύλαχτα,  είτε  για  να  στρατολογήσουν  άλλα μέλη  είτε  για  να  προμηθευτούν  τα  απαραίτητα.

 Ένας  πόλεμος,  μια  θανατερή  αναμέτρηση  είχε  ξεσπάσει  ανάμεσα  σε  αδέρφια, ανάμεσα σε  γονείς  και  παιδιά, ανάμεσα  σε  φίλους  καρδιακούς,  σε  γείτονες  και  γνωστούς,  και  κανείς  δεν  ήξερε  ούτε  πόσο  θα  κρατούσε  ούτε  που  θα  οδηγούσε.  Μόνο  τις  πληγές  τους  μετρούσαν  οι  δυο  πλευρές, κάνοντας  τον  απολογισμό  τους  καθημερινά  και  αντί  αυτές  να  βάζουν  ένα  φρένο  στη  δίψα  τους  για   τον  έλεγχο  της  εξουσίας,  λες  και  το  αίμα,  που  χύνονταν  τους  ερέθιζε  πιότερο,  ορμούσαν  την  επομένη  με  περισσότερο  μένος  και  οργή  ο  ένας  εναντίον  του  άλλου.

  Και  το  πράγμα  άρχισε  να  ξεφεύγει  και  να   αγριεύει  ακόμη  περισσότερο,  όταν  σε  κάποιες  από  τις  νυχτερινές  επιθέσεις  τους,  οι  άντρες  του  Δημοκρατικού  Στρατού,  οι  συμμορίτες ή  αντάρτες,  όπως  τους  αποκαλούσαν,  δε  δίστασαν  κατά  την  προσφιλή  τους  τακτική  της  στρατολόγησης  να  χρησιμοποιήσουν  βία  και  ειδικά  σε  κορίτσια  ηλικίας  15-16  χρονών.

 Αυτό  έκανε  το  ποτήρι  της  οργής  να  ξεχειλίσει  και  οι  ίδιοι  οι  κάτοικοι  αποφάσισαν  να  προστατέψουν  μόνοι  τους  τα  χωριά  τους,  αφού  οι  δυνάμεις  της  χωροφυλακής  και  του  στρατού  δεν  επαρκούσαν.  Οι  λεγόμενοι  χωροφύλακες  άνευ  θητείας,  όπως  αποκαλούνταν,  συγκρότησαν   Μονάδες  Ασφαλείας  Υπαίθρου,  χωρίς  όμως  να  μπορούν  να  κάνουν  και  πολλά  πράγματα,  αφού  ο  αφοπλισμός  τους  από  τους  αριστερούς  αντάρτες  ήταν  σχετικά  εύκολος.

Την  ημέρα  οι  ρυθμοί  ζωής  ήταν  περισσότερο  ομαλοί.  Οι  άνθρωποι  έβγαιναν  στα  χωράφια  και  τα  ποιμνιοστάσιά  τους  ή  έπιναν  τον  καφέ  τους  σε κάποιο  καφενέ  ή  μπακάλικο,  που σέρβιρε  και  καφέ, σε  μια  προσπάθεια  να  νοιώσουν  πως  η  ζωή  τους  είχε  κανονικότητα  και  ήταν  φυσιολογική, ή  διοργάνωναν  φιλικές  ποδοσφαιρικές  συναντήσεις, καθώς  διψούσαν  για  λίγες  ώρες  χαλάρωσης. Τις  νύχτες  όμως   όλοι   τους   διπλοκλειδώνονταν   στα  σπίτια  τους  νωρίς  νωρίς   από  το  φόβο  κάποιας  επίθεσης.

 Κάθε  σπίτι  είχε  φροντίσει  να  δημιουργήσει   ένα  ασφαλές  μέρος,  ένα  καταφύγιο,  όπου  σε  περιπτώσεις  επιδρομών  ή  βομβαρδισμών  κατέφευγαν  εκεί  μέχρι  να ησυχάσουν  τα  πράγματα.  Πολύ  συχνά  από  τα  γύρω  υψώματα    ρίχνονταν   τα  βράδια   οβίδες  σε  στρατιωτικούς  στόχους  και  όχι  μόνο,  αφού  δεν ήταν  λίγες  οι  φορές,  που  οι  σφαίρες  και  τα  θραύσματα  καρφώνονταν  στα  σώματα  σχολείων  και  εκκλησιών.  Τα  σπασμένα  τζάμια  και  οι  τρύπες  στους  τοίχους  ήταν  μάρτυρες  αδιάψευστοι  αυτών  των  επιθέσεων.

Σε  μια  πιο  οργανωμένη  προσπάθεια  οι  τοπικές  αρχές  και  ύστερα  από  εντολή  της  κεντρικής  κυβέρνησης  να προστατεύσουν  τον  πληθυσμό  της  υπαίθρου,  αποφάσισαν  να  μεταφέρουν  τους  κατοίκους  στην  πόλη   και  στις  Σάπες  και  να  τους  εγκαταστήσουν  είτε  σε  δωμάτια,  που  παραχώρησαν οι  ντόπιοι,  είτε  σε  παραπήγματα,  που  τα  είχαν  διαμορφώσει  σε  πρόχειρους  καταυλισμούς.

<<Δεν  έχουμε  να  πάμε  πουθενά  εμείς,  εδώ  είναι  η  ζωή  μας,  το  βιος  μας.  Δεν  θα  μας  απομακρύνουν  αυτοί  εμάς,  αλλά  εμείς  εκείνους >>,  στύλωσε  τα  πόδια  του  στο  έδαφος  ο  Πέτρος  και  έδωσε  την  απάντησή  του  στον  χωροφύλακα,  που  ήρθε  να  τους  συνοδέψει.

Την  ίδια  άποψη  είχε  και  ο  πατέρας  του,  ο  Αλέξης  Κοντοπάνος,  αλλά  η  Αμαλία,  που  εκείνη  η  μεγάλη  ελιά,  που  είχε  στη  δεξιά  μεριά  της  πλάτης  της,   μέρες  τώρα  την  έκαιγε  και  την  έτσουζε,  είχε  διαφορετική  γνώμη,  αλλά  δεν  την  εξέφρασε. Έσφιξε  μόνο  τα  χείλη   της  σε  μια  άσπρη  γραμμή  και  πήγε  στην  κάμαρή  τους,  στο  γιο  της,  που  το  κλάμα  του  την  καλούσε,  να τον  κανακέψει.

Δυστυχώς  οι  φόβοι  της  Αμαλίας   επιβεβαιώθηκαν  και  μάλιστα  πολύ  πιο  γρήγορα  από  ό,τι  της  έλεγε  η  διαίσθησή  της.

 Μια  εβδομάδα  μετά  την  επίσκεψη  του  χωροφύλακα, που   είχε έρθει  να  τους  ενημερώσει  για  την  απόφαση  των  τοπικών  αρχών,  κατά  τα  ξημερώματα, λίγο  πριν  τη  γέννηση  της  νέας  μέρας,  τότε  που  οι  άνθρωποι  είναι  στον  πιο  βαθύ   και  γλυκό  τους  ύπνο,  χτυπήματα  δυνατά  ακούστηκαν  στην  πόρτα  της  εσωτερικής  αυλής  του  σπιτιού.  Αυτή  τη  φορά  ο  Πέτρος  ήταν  εκείνος,  που  υποψιασμένος  από  τα  τερτίπια  τα  περίεργα  των ημερών,  κοιμόταν  και  δεν  κοιμόταν  τις  νύχτες,  πετάχτηκε  από  το  στρώμα  του   και  κατέβηκε  με  το  όπλο  στο  χέρι, να  δει  ποιος  είναι.  

<< Άνοιξε,  αλλιώς  σου  καταστρέφω  τα  πάντα>>,  ακούστηκε  η  ίδια,  ποτέ  δεν  θα  την  ξεχνούσε  ο  Πέτρος,  φωνή  του  άντρα,  από  την  έξω  πλευρά  της  πόρτας. Μαζί  ακούστηκαν  ομιλίες   και  χαχανητά  και  από  άλλους,  που  δήλωναν  ότι  δεν  είχε  έρθει  ο  άρπαγας   μοναχός  του.  Ήταν  πολλοί  και το  όπλο  του  θα  τους ερέθιζε.  Έκρυψε  βιαστικά  το τουφέκι  του  στον  κουβά,  που  είχαν  δεμένο  σε  σχοινί  στο  στόμιο  του  πηγαδιού  και  τράβηξε  το  χερούλι  της  πόρτας.  Όπως  το  περίμενε.  Ο  άντρας, που  μια  άλλη  νύχτα,  πριν  κάτι  εβδομάδες, τους  χτύπησε  την  πόρτα  και  με  απειλές  και  εκβιασμούς  τους  πήρε  τα  περισσότερα  από  όσα  είχαν  στο  κελάρι,  και  πάλι  μπροστά  του  στεκόταν,  με  δυο  ακόμη  αυτή  τη  φορά  δικούς  του.

<<Δεν  υπάρχει  εδώ  κάτι  άλλο,  που  μπορείς  να  πάρεις.  Μας  τα  άρπαξες  όλα,  τότε,  που  ήρθες  με  μισή  ντουζίνα  νοματαίους  και  έκανες  πλιάτσικο  στο  βιος  μου>>,  πρόφερε  ο  Πέτρος  καρφώνοντας  τα  μάτια  του στον  άντρα,  τον  θεόρατο  και  αγριωπό,  που  στεκόταν  με  κομπασμό  και  έπαρση  μπροστά  του  και   σε  απόσταση  μόλις  λίγων  εκατοστών  από  το  πρόσωπό  του.

 Έσκυψε  τότε  εκείνος  τόσο,  όσο  χρειαζόταν   για  να  φτάσει  η  αναπνοή  του,  βρώμικη  και  καυτή, στο  πρόσωπο  του  Πέτρου  και  με  δυο  λόγια  σφυριχτά,  σαν  το μαστίγιο,  που  σκίζει  τον  αέρα,  καθώς  ανεβοκατεβαίνει,  του  στράγγιζε  το  αίμα  όλο  από  μέσα  του.

<<Έχεις  ένα  παιδί, άκουσα  το  κλάμα  του  την  προηγούμενη  φορά. Πολύ  εύκολα  μπορεί  να  βρεθεί  στο  στρατόπεδο  Μπούλκες  της  Γιουγκοσλαβίας,  όπως  τόσα  άλλα,  και  ποτέ  δεν  θα   το  ξαναδείς! >>.

Ο  Αλέξης  Κοντοπάνος, ο  πατέρας  του  Πέτρου,  που  όλη  αυτή  την  ώρα  ήταν  κρεμασμένος  στο  χαγιάτι  και  παρακολουθούσε, έβγαλε  από  τον  κόρφο  του  ένα  πουγκί   με  λίρες  χρυσές  και  το έριξε  στα  πόδια  του άντρα,  που  τυραννούσε  το  γιο  του  και  ας  μην  του είχε  πειράξει  ούτε  τρίχα  του  ακόμη.

  Τα λόγια του  τα φαρμακερά,  η  αναφορά  στην  τύχη,  που  περίμενε  το παιδί  του,  αν  εκείνος δεν συνεργαζόταν  μαζί  τους,  τον είχαν  τσούξει   χίλιες  φορές και  από την  πιο ανελέητη  καμτσικιά.  Η  απειλή  για  το  μωρό  ήταν  ο  πιο  φριχτός  βασανισμός.

<<Ήταν  για  τα  σάβανα  τα  δικά  μου  και  της  γυναίκας  μου.  Αφού  δεν  μπορώ  να  έχω  τη  ζωή,  που  θέλω  και  μου  αξίζει,  γιατί  να  έχω  έναν  αξιοπρεπή  θάνατο!  Πάρτα,  φύγε   και  μην  ξαναγυρίσεις>>,  πέταξε  μαζί  με  τα χρυσά  και  τα  λόγια  του,  τα  πρώτα  και  τελευταία,  ο  Αλέξης Κοντοπάνος,  ίδια  με   καρφιά,  και  έφυγε  για  το  δωμάτιό  του.

Ο  Πέτρος  έμεινε  για  ώρα  ασάλευτος,  στην  ίδια  θέση,  προσπαθώντας  να  συνειδητοποιήσει  αυτό,  που  είχε  γίνει.  Μόλις  την  προηγούμενη  μέρα  είχε  σκάψει  εκείνος  σε τοποθεσία   του  κτήματος  λάκκο  και  είχε  παραχώσει τις  οικονομίες  τους  μέσα  και  είχε  μεταφέρει  το  κοπάδι  με  τα  αμνοερίφιά  του  σε  αυτοσχέδιο  μαντρί,  βαθιά  στο  δάσος,  που  κανείς  δεν  μπορούσε  να  προσεγγίσει,  αν  δεν  γνώριζε  τα  μυστικά  του  περάσματα.

Και  σήμερα  αυτό,  μια  εξέλιξη  τρομακτική,  και  ούτε  θα  ήθελε  να  ξέρει  τι  θα  γινόταν,  αν  δεν  εμφανιζόταν  ο  πατέρας  του  και  δεν  έκανε  αυτό,  που  έκανε.

Βγήκε  έξω,  στον  καθαρό  αέρα  της  νύχτας,  που  σωνόταν,  δίνοντας  τη  σκυτάλη  της  αυτή  στη  νέα  μέρα.  Πάλι  κάτω από  την  κληματαριά,  δίπλα  στο  πέτρινο  πηγάδι,  τον βρήκε  η  Αμαλία.  Έναν  Πέτρο  όμως  διαφορετικό,  πιο  μεγάλο,  πιο  βαρύ,  κατασταλαγμένο  και  αποφασισμένο,  λες  και  η  νύχτα,  που  πέρασε,  του  φόρτωσε  εμπειρίες   και  πείρα  χρόνων  πολλών  στους  ώμους  του  επάνω,  συνάντησε  η  Αμαλία,  την  ώρα  εκείνη.

 Την  πήρε  στην  αγκαλιά  του  και  με  πόνο   ψυχής,  που  αιμορραγούσε,   της  μίλησε.

<<Πρέπει  να  φύγεις  Αμαλία  μου,  με  το  παιδί  μαζί,  και  με  τους  γονείς  μου,  αν  και  εκείνοι   το  θελήσουν.  Να  πάτε  εκεί,  που  θα  είστε  ασφαλείς, όπως  μας  πρότειναν.

Οι  Σάπες  βέβαια  πέφτουν  μακριά,  γι’  αυτό  θα  ψάξουμε  κάτι  μέσα  στην πόλη  της Κομοτηνής.  Δεν  μπορώ  να  σας  προστατέψω,  εδώ.  Είναι  αδίστακτοι  αυτοί   και  είναι  και  πολλοί>>.  Δεν  έφερε  καμιά  αντίρρηση  η  Αμαλία,  αυτό,  που  έζησε  και  εκείνη  λίγες  ώρες  πριν  δεν  θα  άντεχε  να  το  ξαναπεράσει. Μόνο  και  εκείνος  να  πάει  μαζί  τους  ζήτησε,  αλλά  δεν  κατάφερε  να  του  αλλάξει  τη  γνώμη.  

<<Εγώ  θα  μείνω  εδώ,  αν  φύγω  είναι  σα  να  τους  παραδίδω  τα  κλειδιά   του  σπιτιού  και  τη  ζωή   μου,  αμαχητί.  Όσο  είμαι  ζωντανός,  θα  παλέψω,  αυτό  το  δικαίωμα  το  έχω. Τίποτα  άλλο  δεν  θα  πάρουν, αν πρώτα  δε  δώσουν  κάτι  και  αυτοί,  τη  σωματική  τους  ακεραιότητα  ή  και  τη  ζωή  τους.  Είμαι  αποφασισμένος.>>

Την  ίδια  κιόλας  μέρα  η  Αμαλία  με  το  μωρό  και  τα  πεθερικά  της  πήραν  το  δρόμο  για  την  πόλη. Ο  Πέτρος  έκανε  το  καλύτερο,  που  μπορούσε  γι’  αυτούς, αφού  με  λίγες  λίρες,  κατάφερε  να  βρει  δυο  δωμάτια  και  μια  κουζίνα  στο  ισόγειο  ενός  σπιτιού,  στο   κέντρο  της  πόλης.  Ο  ίδιος  έμεινε  στο  κτήμα,  παρέα  με  τον  πιστό του  επιστάτη,  το  Γιάννο.

Τη  μέρα  το  κτήμα  έπαιρνε και  πάλι  ζωή,  αφού  ο  Γιάννος με  την  άμαξα  πήγαινε  κάθε  πρωί  και  τους  έφερνε  εκεί και  τους  επέστρεφε  πάλι  το  βράδυ,  για  να  κοιμούνται  ασφαλείς.  Πόσο  ασφαλής  όμως  μπορούσε  να  αισθάνεται  κανείς,  αφού  οι  οβίδες  και  οι  σφαίρες  τρυπούσαν  κάθε  βράδυ  εκτός  από  στέγες  και  τοίχους,  τις  καρδιές  των  ανθρώπων  και  θέριευαν   το  φόβο  και  τον πανικό  τους!

Η  είδηση  για  τη  νάρκη, μερικές  εβδομάδες  αργότερα,  που  έσκασε  και  διαμέλισε  εκτός  από  στρατιώτες  και  άμαχους,  έκανε  τον  Πέτρο  να  ζητήσει  από  τους  δικούς  του  να  περιορίσουν  τις  επισκέψεις  τους  στο  κτήμα.  Θα  πήγαινε  εκείνος  να  τους  βλέπει,  όσο  για  τις  δουλειές  ούτε  πολλές  ήταν  πλέον  ούτε  επείγουσες. Προηγούνταν  οι  άνθρωποι.

Οι  κάτοικοι  των  χωριών,  που  μεταφέρθηκαν  σε  πιο  ασφαλείς  τοποθεσίες,  καθημερινά  σχεδόν,  το  πρωί  πήγαιναν  με  ό,τι  μέσο  διέθετε  ο  καθένας  στα  χωριά  τους,  για  να  εκτελούν  τις  γεωργικές  τους  ασχολίες,  και  όταν  βράδιαζε  επέστρεφαν  και  πάλι  σε  αυτές,  μέσα  στις  Σάπες.

 Έτσι  είχε  γίνει  και  τη  μέρα  εκείνη,  την αποφράδα,  με  τη  νάρκη.  Ο βασιλιάς ήλιος  είχε  από  ώρα  πάρει  το  δρόμο  της  επιστροφής  για  το  παλάτι  του,  να  αναπαυτεί,  βάφοντας  τον ουρανό  με  τα  χρώματα  τα  πορφυρά  και  τα  χρυσαφιά, αντάξια  αυτά  της  μεγαλοπρέπειάς  του,  και  οι  άνθρωποι  κατάκοποι  από  το  μόχθο  της  δουλειάς  στα  χωράφια  και  τα  βοσκοτόπια,  ξεκίνησαν  για  τα  νέα  τους  σπιτικά,  τα  ασφαλή.

 Ένα  όχημα  στρατιωτικό,  πρόβαλε  μέσα  στη  σκόνη και  τον  κουρνιαχτό  του  χωμάτινου  δρόμου, καθώς   βιαζόταν  και  εκείνο  να  φτάσει  σε  μέρος  ασφαλές.  Σταμάτησε  στην  άκρη  του  δρόμου  το  όχημα  και  ο  οδηγός  του  πρότεινε  σε  δυο  ηλικιωμένους  και  μια  γυναίκα  εγκυμονούσα  να  ανεβούν,  γιατί  η  απόσταση,  που  έπρεπε  να  διανύσουν  πεζή,   ήταν  μεγάλη  και τα  κουρασμένα  τους  κορμιά  άλλο  δεν  θα  άντεχαν.

Ίσα  που  χάθηκε  το  αυτοκίνητο  στη  στροφή  ενός  δρόμου,  όταν  ακούστηκε η  έκρηξη  και  κομμάτια  μετάλλου  με  σάρκες  μαζί,  ένα  κράμα  πολύχρωμο,  ζεστό  και  θανατερό,   σκόρπισαν  εδώ  και  εκεί.

 Κάποιοι  από  τους  αντάρτες,  που  γνώριζαν  ότι  από  την  παράκαμψη  εκείνη,  μετά  την  ανατίναξη  της  κοντινότερης  γέφυρας,  περνούσαν  οχήματα,  κυρίως  στρατιωτικά,  παγίδεψαν  με  νάρκη  το  σημείο,  λίγο  μετά  τη  στροφή.

Οι  ειδήσεις,  οι  θλιβερές,  ήταν  πλέον   κομμάτι  της  καθημερινότητας  τους.  

Υπήρξαν  περιπτώσεις,  που  οικογένειες  ρίσκαραν  και  παρέμειναν  για  ένα  ή  δύο  βράδια  στα  χωριά  τους  με  δική  τους  ευθύνη,  και  όσες  φορές  τύχαινε  να  εισβάλουν  οι  ομάδες  ανταρτών,  συνήθως  μετά  από  πληροφόρηση,  έψαχναν  στα  σπίτια   και   στους  αχυρώνες,  στους   στάβλους  και  στους  φράχτες  τους, να  βρουν  τα  πρόσωπα,  που  τους  ενδιέφεραν. Μα  ακόμη  και  αν  δεν  τα  έβρισκαν,  πράγμα  εξαιρετικά  σπάνιο,  την  πλήρωναν  οι  ένοικοι  των  σπιτιών.

Όπως  στα  χρόνια  της  κατοχής,  έτσι  και  τώρα,  υπήρχαν  κάποιοι, που  προκειμένου  να  αποφύγουν  τις  νυχτερινές  επιδρομές  ή  και  να  έχουν και  διάφορο  δικό  τους,  μετέβαιναν  στις  κρυψώνες  των  ανταρτών  και  τους πληροφορούσαν  για  όσα  γίνονταν  στα  χωριά.  Αυτοί  τους  ειδοποιούσαν  για  τα  σπίτια,  που  είχαν  βιος  ή   για  όσους  συνεργαζόταν  με   στρατιώτες  και  χωροφύλακες.

Ένα  περιστατικό,  όμως  που  συνέβη  και  διαδόθηκε  μάλιστα  από  άνθρωπο  της  περιοχής,  που έχαιρε  υπόληψης  και  τιμής  από  τους  συγχωριανούς  του,  ήρθε   και  έφερε  τα  πάνω  κάτω  σε  αυτά,  που  πίστευαν   για  τους  αντάρτες  και  το  Δημοκρατικό  Στρατό  Ελλάδας.

Υπήρχε  μια  περιοχή  κοντά  τους,  στην οποία  δεν  επιτρεπόταν  να  βόσκουν  τα  πρόβατα  οι  τσομπάνηδες.  Επειδή όμως  το  χορτάρι  εκεί  ήταν  απείραχτο  και πλούσιο  πολύ,  μπήκε  ένας  τσομπάνης  να  βοσκίσει   το  μεγάλο  κοπάδι  του.  

Κατά  τύχη  πέρασε  από  εκεί  μια  ομάδα  ανταρτών, που  τον  περικύκλωσε  και   πήρε  πολλά  από  τα  πρόβατα  του. Ένας  από  τους  χωρικούς, που  είχε  δώσει  τα  λιγοστά  πρόβατά  του  στο  μεγάλο  κοπάδι,  όταν  έμαθε  το  συμβάν  και  αψηφώντας  τις  παραινέσεις  και  τις  συμβουλές  των  γνωστών του  και  μεγαλύτερων  στην ηλικία,  με  κίνδυνο  της  ζωής  του, έφτασε  στο  λημέρι  των  ανταρτών.

 Ζήτησε  τον  καπετάνιο  τους,  τον αρχηγό  τους,  έπεσε  στα  πόδια  του  και  τον παρακάλεσε  να  του  δώσει  πίσω  τα  λίγα  πρόβατά  του,  που  πήραν  οι  άντρες  του,  μαζί  με  τα  άλλα  από  το  μεγάλο  κοπάδι. Ο  καπετάνιος,  ίσως  τον λυπήθηκε,  ίσως  τον  θαύμασε  για  το  θάρρος  του  να  έρθει  να  τον  συναντήσει  ή  και  τον γνώριζε  προσωπικά, έδωσε  εντολή  σε  κάποιον  από  τους  συντρόφους  του  να  του  επιστρέψουν  τα  ζώα  του  και  μάλιστα  να  του  δώσουν  και  κάποια  παραπάνω! Έτσι  και  έγινε.

Πολλά  τέτοια  και  άλλα,  διαφορετικά,  περιστατικά  συνέβαιναν  τα  χρόνια  του  εμφυλίου  στην περιοχή  της  Ροδόπης,  όπως  και  ολόκληρης  της  Ελλάδας  και  βασάνιζαν  και   απομυζούσαν  την ψυχή  και  το  μυαλό  των  ανθρώπων.

Τα  ίδια  είχαν  βιώσει  και  στα  χρόνια  της  βουλγαρικής  κατοχής.  Μα  τότε  ο  εχθρός  ήταν  ένας  και  ξένος  και  όλοι  τους  είχαν  μέσα  τους  από  μια  σημαία  ελληνική  να  ανεμίζει  και  να  τους  δείχνει  το  δρόμο.  Αγωνίζονταν  από  το  ίδιο  μετερίζι,  έκαναν   κουράγιο  και  περίμεναν  την  ώρα,  που  και  πάλι  θα  ανέπνεαν  τον  αέρα,  τον  καθάριο,  της  Ελευθερίας  και  όσους  κοίταξαν  να  σώσουν  το  τομάρι  τους  ή  ακόμα  χειρότερο,  προδίδοντας  και  ξεπουλώντας  ιερά  και  όσια,  να  πλουτήσουν,  τους  απομόνωναν  τότε  και  τους  έδιναν  αυτό,  που  τους  άξιζε.

 Aπανωτές   ήταν   οι νυχτερινές   επιθέσεις  τόσο σε  τοπικούς  αστυνομικούς  σταθμούς, όπου  είχαν  καταλύσει  οι  Βούλγαροι  όσο  και  σε  αποθήκες με  υλικό  ανεφοδιασμού,  αλλά  και  στο  ένα  από  τα  δύο  εργοστάσια  ηλεκτροφωτισμού,  κοντά  στην  πόλη  της  Δράμας.

  Όλοι  θυμούνταν  με  ρίγη  συγκίνησης  την πρώτη  επίθεση και  μάλιστα  εναντίον  τοπικού  αστυνομικού  τμήματος  που  ορίστηκε  για  το  βράδυ  της  28ης Σεπτεμβρίου  του  1941,  που  είχε  δώσει  χαρά  και  ελπίδα  σε  όλους  τους  Έλληνες, όπως  και  ο  ακαριαίος θάνατος  Βουλγάρων  αστυνομικών.  Με  τον  ίδιο  τρόπο είχαν  επιτεθεί  ενωμένοι  σα  μια  γροθιά   και  σε  πολλούς  από  τους  γύρω  οικισμούς   και  εκτέλεσαν  διορισμένους  Βούλγαρους  αξιωματούχους,  καθώς  και  Έλληνες  συνεργάτες  τους. Παρόλο,  που  οι  Έλληνες  αντάρτες  είχαν  καταφέρει  να πλήξουν  σημαντικές  βουλγαρικές  θέσεις  στην  ύπαιθρο  και  υπέστησαν μετά   τη  φρικτή τους   καταδίωξη,  την   αδιάκριτη  και  μαζική  δολοφονία ανδρών,  γυναικών,  γέρων  και  παιδιών,  τις  τυφλές  εκτελέσεις  με  τη χρήση  μυδραλιοβόλων και  χειροβομβίδων, άντεχαν  και  υπέμεναν,  γιατί  είχαν  ένα  όραμα,  ένα  ιδανικό,  έναν  ιερό  σκοπό, κοινό,  την απελευθέρωση  της  πατρίδας.

  Αυτό  όμως  που  ζούσαν  τώρα,  σάρκα  ελληνική  να  επιτίθεται  και  να  ξεσκίζει  σάρκα   δική  της,  αδερφική,   ήταν  η  μεγαλύτερη  κατάρα  για  τη  χώρα  και  το  έθνος!  Και  δεν  μπορούσαν  ούτε  να  το  χωνέψουν  ούτε  φυσικά  και  να  το  δικαιολογήσουν.

Που  ήταν το  αθάνατο  κρασί  του  ’21,  με  το  οποίο  μεθούσαν  και  πολεμούσαν  τον  Οθωμανό  και   ελευθέρωναν  πιθαμή  προς  πιθαμή  τη  δόλια  την  πατρίδα,  φώναζαν  κάποιοι,  που  ήταν  οι  μεγάλοι  ήρωες  και  αγωνιστές  του  έπους  του  ’40,  κραύγαζαν  άλλοι  και  οι  φωνές  τους  αχούσαν  σε λόγγους  και  βουνά,  σε  πεδιάδες  και  χωριά,  γινόταν  μοιρολόγι  λυπητερό,  που  μάτωνε  τις  ψυχές  τους  και  εκείνες  αιμορραγούσαν!

Βράδυ,  παραμονή  πρωτοχρονιάς  του  πολύπαθου  και  αιματοβαμμένου 1948. Ο Πέτρος  μαζί με  τον  πιστό του  φίλο και  επιστάτη  Γιάννο  καθόταν  στη  θαλπωρή  του  τζακιού  και  τα  λέγανε,   με  μια  κούπα  μπρούσκο στις  χούφτες τους μέσα. Μόνοι  τους, καθώς  τα  υπόλοιπα  μέλη  της  οικογένειας  για  ασφάλεια  είχαν  μεταφερθεί  στην  πόλη, τη  νέα  χρονιά, που  σε  λίγο  θα  έμπαινε,  περίμεναν  άγρυπνοι, να προϋπαντήσουν, να  καλοδεχτούν, και  να  ευχηθούν, να  φέρει  την πολυπόθητη  ειρήνη  και   γαλήνη  στον  τόπο  τους,  όταν  ακούστηκαν  χτυπήματα  αχνά,  αδύναμα  στην πόρτα  της   αυλής.  Είχαν  καιρό  να  δεχτούν  την  επίσκεψη  ανταρτών,  αλλά   και ο  ήχος  των  χτυπημάτων  καθόλου  δεν  παρέπεμπε στους  τρόπους  εκείνων,  γι’ αυτό  και  ο  Πέτρος  κίνησε για την  πόρτα  με  περιέργεια  γεμάτος  και  απορία  παρά  με  φόβο  και  πανικό.

Ο  αρχηγός  αυτών,  που  πάτησαν το  σπιτικό του, το  λεηλάτησαν  και  σκόρπισαν  τον  τρόμο  και  τη  φρίκη  τόσες  και  τόσες  φορές  τα  τελευταία  δυο  και  πλέον  χρόνια,  στεκόταν  μπροστά  του  ολομόναχος,  ξέπνοος  και  αδύναμος  πολύ,  σκιά  του  εαυτού  του  σκοτεινή  και  λειψή, και ίσα  που πρόλαβε ο  Πέτρος να τον κρατήσει,  πριν  εκείνος  σωριαστεί  στα πόδια  του, στις πλάκες  της  γης, χάμω.

 Το  κρεβάτι, που τον  ξάπλωσαν  οι  δυο  άντρες,  ο Πέτρος και  ο  Γιάννος,  βάφτηκε  ολάκερο  κόκκινο άλικο, το χρώμα του  αίματος, από την  πληγή  του  λαβωμένου. Μια  σφαίρα  είχε  σφηνωθεί για  τα  καλά  στον  ώμο,  το δεξί,  του  αντάρτη  και  άλλη  μια  μόλις  και  τον  είχε  αγγίξει  ξώφαλτσα  στο  μπράτσο  του,  το  αριστερό.

<<Αυτός είναι,  αφέντη, που  μπαινόβγαινε  στο  κτήμα,  τις νύχτες μαζί  με  άλλους,  και  άρπαζε  και  ρήμαζε,  και  εσύ  στην κάμαρη  σου, την  πιο  καλή,  τον  έβαλες  και  παίρνεις  τη  θέρμη  και  τα  ρίγη   του,  αντί  να τον  αφήσεις έξω, σαν  το  σκυλί  να ψοφήσει, την  ανταμοιβή,  που  του  αξίζει,  να  πάρει! >>,  έλεγε  στον  Πέτρο  ο  Γιάννος  και  δεν  πίστευε  στα μάτια  του  και στην καλή  του  τύχη,  που  ο  Θεός,  η  Μοίρα,  έφεραν  στα πόδια τους,  να πάρει  το μάθημά  του  κατά  πως  πρέπει,  εκείνον,  που  τη  ζωή  όλων  τους  στο  κτήμα  είχε  κάνει  κόλαση  σωστή!

<<Τι  κουβέντες  είναι  αυτές,  που ξεστόμισες  Γιάννο! Έναν  άνθρωπο λαβωμένο,  αδύναμο  και  μισοπεθαμένο  βλέπω  εγώ μπροστά μου.  Μου  χτύπησε την  πόρτα  του σπιτιού  μου  στην  πιο  αδύναμη  στιγμή  της  ζωής  του και  αυτό  σημαίνει  πως  κάπου μέσα  του άλλαξε,  μετάνιωσε για  τη  συμπεριφορά του,  την  πρότερη,  την απάνθρωπη. Μα  και έτσι  να  μην  είναι,  σε  άνθρωπο  που  βρίσκεται  σε  ανάγκη  και χρεία  μεγάλη  δεν  του  δίνουμε  μια να  πάει  πιο  κάτω.

 Ας  σταθεί στα πόδια  του  και ίσος με ίσο τότε  θα  λογαριαστούμε>>,  έδωσε  τέρμα  στη  συζήτηση  ο  Πέτρος και  ετοιμάστηκε  με  το μαχαίρι,  που πύρωσε  στις  φλόγες  του τζακιού, να  βγάλει   το  βόλι  από την  τρυπημένη σάρκα.

Δυο ημερόνυχτα  ψήνονταν  στον πυρετό  ο  λαβωμένος  και  ο  Πέτρος  δίπλα του  τον φρόντιζε,  σα  να  ήταν  το παιδί του,  που  τόσο του έλειπε.

<<Λίγο  νερό,  νερό,  παρακαλώ>>,  αυτό  μόνο  ζήταγε  ο άντρας  στο παραμιλητό  του  και  ένα  όνομα,  Ελένη, η  μάνα  του ήταν,  η αγαπημένη  του  ίσως,  φώναζε  στις  θέρμες  του  επάνω  και  καλούσε.

Μέρα με  τη  μέρα,  με τις  φροντίδες του  Πέτρου και του  Γιάννου, ο  Μιχάλης,  έτσι  έλεγαν  τον  αντάρτη, άρχισε  να  παίρνει τα  πάνω  του  και  η  ζωή  να  επιστρέφει  στο στραγγισμένο  από  ικμάδα,  χλωμό  κορμί  του.

Έτρωγε  με  όρεξη  ό,τι  του  πήγαινε  ο Πέτρος,  αν  και  το βλέμμα  των  ματιών  του  ούτε μια  φορά  δεν  το  πήρε  από τη  γη.  Με το κεφάλι κρυμμένο  στα  σκεπάσματα  και  ένα  ασθενικό ευχαριστώ  έδειχνε την ευγνωμοσύνη του.

<<Από  πού  είσαι>>, θέλησε να  του  πιάσει  την  κουβέντα ο Πέτρος την  πρώτη  φορά,  που είδε το Μιχάλη να ακουμπά  με άνεση το κορμί του στη  μεταλλική πλάτη του  κρεβατιού και να  κοιτάζει  στο παράθυρο  το χιόνι,  που έπεφτε.

Σα  κλειδί  σε σκουριασμένη  κλειδωνιά  λειτούργησαν  οι  τρεις  εκείνες  λέξεις του  Πέτρου.

 Δεν  του κρατούσε μεγάλη  κακία   γι’  αυτά,  που  του  έκανε  στο  παρελθόν,  σκέφτηκε  ο  Μιχάλης  για τον  Πέτρο,  το  σωτήρα του,  και  σμίγοντας  για  πρώτη  φορά το  βλέμμα  του  με  εκείνου  του  Πέτρου, άνοιξε  το  στόμα  και  την  ψυχή  του  και  του  μίλησε:

<<Στο  μεγάλο  διωγμό  του  1922, εκεί  που  η  μάνα  έχανε  το  παιδί  και  το  παιδί  τη  μάνα,  ένα  χέρι  με τράβηξε  απαιτητικά  και  βίαια  και  ούτε   κατάλαβα  πως βρέθηκα  σε μια  βοϊδάμαξα  επάνω.  Καραβάνι  ατέλειωτο  μπροστά μου και   σε  κάθε  στάση έκανα  τον  κόσμο  άνω  κάτω  να  ψάχνω  τους  γονιούς  και  τα  αδέρφια  μου,  αλλά  ίχνη  τους  κανένα.  Πάνω  από  μήνα  προχωρούσαμε  και  όλο  προχωρούσαμε  και  χάναμε  πολλούς  στο  δρόμο και  τους  θάβαμε  πρόχειρα,  μόλις  λίγο  χώμα  και  κάποιες  πέτρες  για  κιβούρι  και  μια  ευχή  για  κατευόδιο.

 Φτάσαμε  στις  πλαγιές  του Βέρμιου,  κάτω  από  τη  σκιά  του   κατασκηνώσαμε. Δεκατριών  χρονών αγόρι  ήμουνα,  μια  σταλιά  παιδί,  αλλά  πουθενά  δε  χωρούσα.  Τόσα  στόματα  είχε  ο  καθένας    και  τόσες  έγνοιες, ποιος  θα  νοιαζόταν  για μένα!

 Έψαχνα  τα  γύρω  βουνά  για  κανένα  βελανίδι ή άλλο  καρπό  και  αν στεκόμουν  τυχερός  και  έπιανα  και  μερικά  πουλάκια   στις  ξόβεργες,  που  έστηνα,  πήγαινα  σε  καμιά οικογένεια  με  στόματα   λίγα,  τα έδινα  να  τα  ψήσουν στη  φωτιά  και  έπαιρνα  και  εγώ  κανένα  κοκαλάκι.

 Σιγά  σιγά  ρίζωσαν  οι  άνθρωποι  εκεί,  κάποιοι  γίναν  και   σωστοί  νοικοκυραίοι  και  έκανα  και  εγώ  και  κανένα  μεροκάματο,  ώσπου  ήρθε  ο  μεγάλος  πόλεμος   και  η  γερμανική  κατοχή.

Αυτό  που  είχα  ζήσει  τα  πρώτα  χρόνια  της  προσφυγιάς  δεν ήταν τίποτα  μπροστά στα  χρόνια της  κατοχής.  Πείνα,  κρύο  και  θάνατος  κάθε  μέρα,  κάθε  στιγμή. Μπήκα  στις  τάξεις του  ΕΑΜ   και  του  στρατιωτικού  του  σκέλους  του  ΕΛΑΣ.  Δεν  άντεχα  να  μένω  άπραγος,  να  κοιτάζω  τους  δυνάστες  να  τα  αρπάζουν  όλα. Οι  σπηλιές  και  οι  λόγγοι  ήταν  το  σπίτι  και  η  οικογένειά  μου,  ώσπου  τον Οκτώβρη  του  1944  οι  Γερμανοί  πια  έφυγαν  και  εμείς   μπήκαμε  στην  πόλη  της  Βέροιας  ως  ελευθερωτές.  Ζούσαμε  το  όνειρο  το  πιο  καλό.  Μόνο  που κράτησε  πολύ  λίγο.

 Με  τη Συμφωνία της  Βάρκιζας,  το  Φλεβάρη  του  1945,  ανάμεσα  στις  βρετανικές  και  κυβερνητικές  δυνάμεις  από τη  μια  και  του  ΕΛΑΣ  από  την  άλλη, οι  ΕΑΜίτες  και  οι  ΕΛΑΣίτες  κυνηγηθήκαμε, βασανιστήκαμε  και  πολλοί  δολοφονήθηκαν,  από  το  αντιδραστικό  καθεστώς,   που  επιβλήθηκε  με  την  ένοπλη  βοήθεια  της  Συμμάχου  Βρετανίας.

Κάποιοι   προσπάθησαν  να  χαθούν  στην ανωνυμία  των  μεγάλων  πόλεων  ή  έζησαν τρυπωμένοι  σαν  αγρίμια  στις  σπηλιές  και στις  χαράδρες,  ελπίζοντας  σε  καλύτερες  μέρες. Εγώ με  μερικούς  άλλους, για  να  ζήσουμε  μια  ώρα  περισσότερο,  προσχωρήσαμε  εθελοντικά  στον Δημοκρατικό  Στρατό  και  ακόμη,  όπως  βλέπεις είμαστε  κυνηγημένοι. Γίναμε  θηρία,  αναγκαστήκαμε, ή  αυτοί  ή  εμείς. Έκανα  πολλά  για  τα  οποία  ντρέπομαι,  αλλά  δε  θα  ζητήσω συγχώρεση  από κανέναν.

Δεν  ήμουν πάντα  έτσι,  είχα  και  δουλειά και  οικογένεια.  Είχα γυναίκα,  την  Ελένη  μου,  αλλά  και  αυτή  την  έχασα. Σε  μια  συγκέντρωση  διαμαρτυρίας  κατοίκων  από  τα  γύρω  χωριά  της  Βέροιας  για  τις  πυκνές  περιπολίες <ταξιαρχιτών>  με ξιφολόγχες  και  αυτόματα  να  τρομοκρατούν και  να  απειλούν  τους πολίτες, έγιναν  συλλήψεις  και  έχασαν  τη  ζωή  τους  και μερικοί,  ανάμεσά  τους  και  η  γυναίκα  μου>>,  μιλούσε  ο Μιχάλης  και  τα  μάτια  του έκαιγαν  όχι  από  τον  πυρετό  αυτή  τη  φορά,  αλλά  από  μίσος  και  οργή.

  Άκουγε  ο  Πέτρος,  αλλά  δεν  είχε  ούτε  ένα  λόγο  συμπονετικό  να  του  πει,  εξαιτίας  τους  στερούνταν  εκείνος  την  οικογένειά  του,  εξαιτίας  τους  έχασαν  τη  ζωή  τους  άνθρωποι  του  μόχθου  και  του  κάματου, αθώοι, παράπλευρες  απώλειες  τους  χαρακτήρισαν  κάποιοι.  Προτίμησε  τη  σιωπή, σηκώθηκε να  φύγει,  έκλεισε  πίσω   του  την  πόρτα  και  μετά  στη  δική  του  κάμαρη  άφησε  τα  δάκρυά  του,  που  είχαν  πάρει  το  δρόμο , τον  γνώριμο, τον  ανηφορικό,  να  βγουν  στις  κόχες  των  ματιών  του  και  από  εκεί  να  κυλήσουν ανενόχλητα  στο  σκαμμένο  από  τις  συσπάσεις  του  πόνου  και της   οδύνης  πρόσωπό  του.  

Ο  καιρός  έξω  αγρίευε  όλο  και περισσότερο,  λες  και  ακολουθούσε   το  αντάριασμα  και  την  ένταση  των  χρόνων  των  χαλεπών.  Χιόνι  πυκνό είχε  καλύψει τα  πάντα  και  ο αέρας,  που  λυσσομανούσε,  το πάγωνε  στη  στιγμή. Όλος  ο μήνας  πέρασε  με  τη  γύρω  περιοχή  στην  κατάψυξη   και τα  τρόφιμα στο  κελάρι,  με τρεις  νοματαίους  στο σπίτι  τώρα,  να  αρχίζουν  να  ελαττώνονται  επικίνδυνα.  Τα  πολλά τα  είχε  μεταφέρει  ο  Πέτρος  στο σπίτι,  που έπιασαν  στην πόλη,  να  μη  στερηθεί  η  οικογένειά  του  τίποτα,  τουλάχιστον  δεν  θα  είχε  να  ανησυχεί  και  γι’ αυτούς.

<<Θα  τελειώσει  η  βαρυχειμωνιά  Γιάννο,  θα  τελειώσει >>,  έδινε  κουράγιο  στον  επιστάτη  του  ο Πέτρος  και  γύριζε  με  το  όπλο του  στα  γύρω μέρη,  μήπως  και πετύχει  κάποιο  αγριογούρουνο  ή έστω  λαγό.

 Ο  Μιχάλης  στάθηκε  μετά  από  εβδομάδες  επιτέλους  στα  πόδια  του. Έφυγε  ξαφνικά  ένα  βράδυ, όπως  και  είχε  εμφανιστεί,  αφήνοντας  στο  τραπέζι,  το μεγάλο,  του  σπιτιού,  το  πουγκί   με  τις  χρυσές  λίρες,   που  ένα  άλλο  βράδυ, καιρό  πριν, που  είχε  έρθει  με  την  ομάδα  του  για  προμήθειες,  του  είχε  πετάξει  στα  πόδια  του  ο  ηλικιωμένος  άντρας   του  σπιτιού,  ο  πατέρας  του  Πέτρου,  για   να τους  αφήσουν  επιτέλους  ήσυχους.  Και  τους  είχαν  αφήσει.  Κανείς  δεν  ξαναχτύπησε  πια  την  πόρτα  του  μεγάλου  υποστατικού,  εκτός  από  τη  βραδιά, που  ο  Μιχάλης  ολομόναχος  και  τραυματισμένος  αναζήτησε  εκεί καταφύγιο  και  σωτηρία  και  τη  βρήκε.

Σχετικά Άρθρα