fbpx
ΕλλάδαΤελευταία Νέα

Ομιλία του Επίτιμου Αρχηγού ΓΕΣ Χ. Λαλούση σε παρουσίαση βιβλίου για την απώλεια της Ανατολικής Θράκης το 1922

Το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024 στις 6:30 ώρα το απόγευμα στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων ο πολιτιστικός σύλλογος Διδυμοτείχου και περιφέρειας έν Αθήναις παρουσίασε το βιβλίο του ιστορικού συγγραφέα Παντελή Αθανασιάδη με τίτλο: «Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης» – Ο τρομερός Οκτώβριος του 1922 με ομιλητές τον Επίτιμο Αρχηγό ΓΕΣ Στρατηγό Χαράλαμπο Λαλούση  και τον Διεθνολόγο Δικηγόρο Δρ Σταμάτη Γεωργούλη. Χαιρετισμό απηύθυνε ο Ποιητής Δημήτρης Ιατρόπουλος. Το κοινωφελές ´Ίδρυμα ‘’ ΧΑΡΙΛΑΟΥ Κ. ΚΕΡΑΜΕΩΣ ‘’ που εξέδωσε το βιβλίο, διέμεινε αριθμό αντιτύπων στο κοινό .

Ακολουθεί η ομιλία του Επίτιμου Αρχηγού ΓΕΣ Στρατηγού Χαράλαμπου Λαλούση: 

«Η Απώλεια της Ανατολικής Θράκης,  Ο Τρομερός Οκτώβριος του 1922»

Αποτελεί για εμένα μεγάλη τιμή και χαρά η δυνατότητα που μου δίνεται να συμμετάσχω στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Απώλεια της Ανατολικής Θράκης, ο Τρομερός Οκτώβριος του 1922» εδώ στο φιλόξενο χώρο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων.

      Για τον λόγο αυτό ευχαριστώ θερμά τον Πολιτιστικό Σύλλογο Διδυμοτείχου και Περιφέρειας εν Αθήναις και ιδιαίτερα τον συγγραφέα  του βιβλίου κ. Παντελή Αθανασιάδη για την πρόσκληση.  

Επίσης θέλω να ευχαριστήσω και να συγχαρώ την κυρία Σίσυ Καζακίδου, η οποία είναι η ψυχή του Πολιτιστικού Συλλόγου για το εξαιρετικό της έργο και το πάθος της για την ανάδειξη της ιστορίας και του πολιτισμού του ακριτικού Διδυμοτείχου. 

     Ειλικρινά νοιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας, και σας ευχαριστώ θερμά για την παρουσία σας, ειδικά όλους εσάς που κατάγεστε από την Θράκη.

     Επιπλέον, έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα, να μιλώ για την ιστορία της  Θράκης, μια μοναδική περιοχή, όπου υπηρέτησα για πολλά χρόνια ως Αξιωματικός, με υπέρτατη αφοσίωση και υψηλό αίσθημα καθήκοντος.  

Ως επίτιμος Δημότης του Δήμου Διδυμοτείχου, επιτρέψτε μου και εμένα, να αισθάνομαι ενσυνείδητα Θρακιώτης.   

Τι να πει κανείς για τους Θρακιώτες και  ειδικά τους Εβρίτες!  Από την πρώτη στιγμή που  φθάνει κάποιος στην Θράκη, νιώθει τη φιλόξενη και ζεστή διάθεσή τους, καθώς και την αυθεντική καλοσύνη με την οποία σε περιβάλλουν. Πρόκειται για ανθρώπους αληθινούς, ξεχωριστούς, με υψηλό φρόνημα, με βαθιές αξίες και αρχές, που αγαπούν και τιμούν τον τόπο τους.

Πιστεύω ότι η παρουσίαση του κάθε βιβλίου είναι σαν μια γιορτή. Είμαστε όλοι εδώ ουσιαστικά και όχι τυπικά και συμμετέχουμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο σε αυτή την εκδήλωση, διότι τα γεγονότα που μας περιγράφει στο βιβλίο του ο συγγραφέας, συνδέονται με τη ιστορία της Θράκης και των οικογενειών πολλών από εσάς.          

Αν προσπαθούσα να διερμηνεύσω το τι αισθάνεται σήμερα ο κ. Αθανασιάδης, θα μπορούσα να πω ότι νοιώθει μια σεμνή ικανοποίηση, ότι  έκανε το χρέος του για τον τόπο του, για την Θράκη, ώστε τα γεγονότα του τρομερού Οκτωβρίου του 1922 να γίνουν ευρέως γνωστά και να μην ξεχαστούν.

Διότι είναι χρέος προς όλους εκείνους τους Ανατολικοθρακιώτες που υπέστησαν τα πάνδεινα, που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους και την γη τους, να γνωρίζουμε και να μην ξεχάσουμε το τι συνέβη εκείνη την εποχή στην Ανατολική Θράκη. Και μην λησμονούμε ποτέ ότι, όχι ο χρόνος, αλλά ο άνθρωπος είναι ο περισσότερο φθοροποιός παράγων.

   Γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να διδάσκονται από γενιά σε γενιά, τα ιστορικά γεγονότα. Και αυτή είναι η χρησιμότητα της ιστορίας, μέσα από το παρελθόν να αναλύουμε  το παρόν και να ατενίζουμε το μέλλον. Και το χρέος αυτό της διδαχής το έχουμε όλοι μας, πρώτα οι γονείς, αλλά προπάντων οι καθηγητές και οι δάσκαλοι.

Ο κ. Αθανασιάδηςπεριγράφει στο βιβλίο του τα γεγονότα με μια προσέγγιση όχι μόνο ιστορική, αλλά θα μπορούσα να πω και βιωματική. Η καταγωγή του από το μοναδικό Διδυμότειχο, αλλά και το πάθος του όλα αυτά τα χρόνια για την ιστορία και την έρευνα, και ειδικά για την Θράκη, τον κατατάσσει στην συνείδηση των Θρακιωτών ως ένας ακούραστο ιστοριοδίφη. Κάποιος καλός γνώστης των δρώμενων στην Θράκη μου έλεγε «…ο κ. Αθανασιάδης είναι μεγάλο κεφάλαιο στην έρευνα της ιστορικότητας της Θράκης….». 

Στο βιβλίο του o κ. Αθανασιάδης «Η Απώλεια της Ανατολικής Θράκης, ο Τρομερός Οκτώβριος του 1922», περιγράφει όλα τα δεινά των ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολικής Θράκης, με ένα τρόπο πολύ παραστατικό αλλά και τεκμηριωμένο ιστορικά, καθώς χρησιμοποιεί σημαντικές πηγές, όπως τα αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ αναδεικνύει την σημασία της περιοχής για τον Ελληνισμό, αλλά και τις επιπτώσεις από την άδικη απώλεια χωρίς μάχη της Ανατολικής Θράκης και τον ξεριζωμό των κατοίκων της.

Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «η  ιστορία της Θράκης είναι ένα αστείρευτο ποτάμι μνήμης και ότι η Ανατολική Θράκη ειδικά ήταν αυτή που κρατούσε πάντα στην αγκαλιά της την Κωνσταντινούπολη. Ήταν ο τροφοδότης της, το στήριγμά της, αλλά και ο αποσβεστήρας των εχθρικών επιθέσεων κατά της Βασιλεύουσας».

Μοναδικός του σκοπός είναι, όπως γράφει,  «να νικηθεί η λήθη. Να μην υπάρξει άλλη άγνοια της ιστορίας της και να μην υπάρξει λησμοσύνη. Να μείνει ζωντανή η ανάμνηση μιας περιοχής, με δημιουργικούς κατοίκους που αγάπησαν τον τόπο τους, που τον πότισαν καθημερινά με τον ιδρώτα του μόχθου τους, αλλά και με το αίμα τους».

Καταρχάς, ο συγγραφέας, στη εισαγωγή του βιβλίου του, αναφέρεται στην ιστορία της Θράκης, στα δύσκολα χρόνια του 1913-1918 και στους ανελέητους διωγμούς των Νεότουρκων εναντίον του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης.

Είναι γεγονός ότι η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 δεν αποσκοπούσε απλώς στην έκπτωση του σουλτάνου και στην εγκαθίδρυση συνταγματικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οι Νεότουρκοι ήθελαν να εφαρμόσουν το δικό τους πρόγραμμα, βάσει του οποίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπρεπε να μετατραπεί από κράτος εθνοτήτων σε εθνικό κράτος, ενιαίο και συμπαγές.

Επιπλέον αξίζει να επισημάνουμε οι Τούρκοι προχώρησαν σε συμμαχίες και παραχωρήσεις  προς τη Βουλγαρία, η οποία δεν έπαυε να είναι εχθρική προς την Ελλάδα, θέτοντας σε εφαρμογή πρόγραμμα διώξεων με στόχο τα ελληνικά σχολεία και την Ορθοδοξία στη δυτική Θράκη.

Μέσα σε αυτό το κλίμα άρχισαν οι διωγμοί εκείνων των ετών, που εξανάγκασαν 400.000 Έλληνες από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας να καταφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Όταν μάλιστα η Τουρκία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, οι διωγμοί εντάθηκαν.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, από το πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, το υπόμνημα των Σαραντα-κκλησιωτών. Πρόκειται για ανέκδοτη περιγραφή των απηνών διωγμών, που εφάρμοζαν οι Νεότουρκοι, που αξίζει να την γνωρίζουν οι νεότερες γενιές των Θρακών, όπως σημειώνει ο συγγραφέας.

Στη συνέχεια, ο κ. Αθανασιάδης αναφέρεται αναλυτικά στη σημαντική Συνδιάσκεψη των Παρισίων του 1919 για το μέλλον της Θράκης,  η οποία οργανώθηκε  από τις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ και των ΗΠΑ στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στη συνδιάσκεψη αυτή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε  σκληρή μάχη για την εκχώρηση της Θράκης στην Ελλάδα. Κύριος αντίπαλος της ελληνικής προσάρτησης της Θράκης υπήρξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υποστήριζαν την εδαφική διέξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Όπως φαίνεται, είχε αναπτυχθεί ένα ισχυρό και αποτελεσματικό λόμπι στην Ουάσιγκτον υπέρ της διατήρησης των βουλγαρικών συνόρων του 1913.

Αρωγός των βουλγαρικών διεκδικήσεων υπήρξε ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον, που συνδεόταν προσωπικά με το βουλγαρικό λόμπι, αφού η αδελφή της συζύγου του είχε νυμφευθεί τον Βούλγαρο πρέσβη στη Ουάσιγκτον.

Χάρη στους επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς του Βενιζέλου και την ευνοϊκή για την Ελλάδα διεθνή συγκυρία, η αρνητική στάση των Αμερικανών και ως ένα βαθμό των Ιταλών κάμφθηκε ιδίως όταν για λόγους υγείας ο πρόεδρος Ουίλσον υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από το διεθνές διπλωματικό προσκήνιο.

Οι προσπάθειες του Βενιζέλου ευοδώθηκαν και υπεγράφησαν επιμέρους συνθήκες, όπως του Νεϊγύ, η οποία επιβεβαίωσε την ελληνική κυριαρχία στα εδάφη μεταξύ των ποταμών Έβρου και του Νέστου.[2] Η παραπάνω  περιοχή τέθηκε προσωρινά υπό συμμαχική διοίκηση, η γνωστή μας ολιγόμηνη Διασυμμαχική Θράκη, ενώ  ακολούθησε η συνθήκη του Σαν Ρέμο με την οποία επετράπη στον Ελληνικό στρατό να αντικαταστήσει τα συμμαχικά στρατεύματα σε ολόκληρη τη Θράκη.

Ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικά στο βιβλίο του όλο το πλέγμα των διαβουλεύσεων της   συνδιάσκεψης, την επιχειρηματολογία του Βενιζέλου που στηριζόταν σε εθνογραφικά στοιχεία  και ειδικά αναφέρεται σε επιστολή που του απηύθυναν οκτώ μουσουλμάνοι βουλευτές  της βουλγαρικής Βουλής, καταγόμενοι από τη Δυτική Θράκη,  οι οποίοι  τόνιζαν μεταξύ άλλων: «Εξοχότατε, όπως επισημάναμε στην παρούσα επιστολή, θα ήταν επιθυμητό, κατά την άποψή μας, στο μέλλον η Δυτική Θράκη να ελευθερωθεί με κάθε τρόπο από  τον απαράδεχτο βουλγαρικό ζυγό».

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναφέρεται  στην Τουρκο-βουλγαρική συνωμοσία σε Διδυμότειχο και Κομοτηνή τις ημέρες της απελευθέρωσης το Μάιο του 1920, με σκοπό να ανατραπούν οι συνθήκες του Νεϊγύ και του Σαν Ρέμο, με πρωταγωνιστή το διαβόητο Φουάτ Μπέη, αξιωματικό του τουρκικού στρατού.[3]

Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πρώτιστα τη συνεργασία που υπήρχε μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων, ενάντια στα  ελληνικά συμφέροντα στη Θράκη και επιπλέον ότι το θέμα της Θράκης δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση για τις δικές μας διεκδικήσεις.

Eνα άλλο θέμα το οποίο θίγει ο συγγραφέας, είναι οι προσπάθειες ανασυγκρότησης της Ανατολικής Θράκης για την επιστροφή των  μετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσμών.

Όπως προαναφέρθηκε, από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και στη συνέχεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και των διωγμών που οργανώθηκαν από τους Νεότουρκους, δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων εκτοπίσθηκαν από τις εστίες τους στη Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Ο απολογισμός της Επιτροπής για την Ανατολική Θράκη σώζεται στο πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών.

Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο αντλούμε πληροφορίες από το βιβλίο του κ. Αθανασιάδη, είναι το ιδιόμορφο δημοψήφισμα για τον πληθυσμό της Θράκης, που στήριξε το 1919 τις ελληνικές προσπάθειες στο συνέδριο της ειρήνης και εξουδετέρωσε τις προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον, να προωθήσει τις προσπάθειες της Βουλγαρίας να αποκτήσει λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου.

Οι Θράκες τότε, για να ενισχύσουν τις θέσεις τους, πραγματοποίησαν δημοψήφισμα με συλλογή υπογραφών, στο οποίο πήραν μέρος πλέον των 280.000  ατόμων, διακηρύσσοντας με τον τρόπο αυτό το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα.

Στη συνέχεια, ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη διάσκεψη των Μουδανιών. Ο συγγραφέας, στην ενότητα αυτή, κάνει μια διεξοδική ανάλυση όλων των παραγόντων αλλά  και των προσώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, σε σχέση με την τελική αρνητική απόφαση για την τύχη της Ανατολικής Θράκης και των κατοίκων της.      

 Τα Μουδανιά, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «….έχουν στοιχειώσει στη συνείδηση του Θρακικού Ελληνισμού, γιατί εκεί το 1922, οι θεωρούμενες ως σύμμαχοι δυνάμεις της Αντάντ έλαβαν την πλέον ολέθρια απόφαση, υποκύπτοντας στις απαιτήσεις του Μουσταφά Κεμάλ, αναδιατάσσοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντά τους στην Ανατολή και τις ζώνες επιρροής».

Αναλυτικότερα, αναφέρεται στην στάση του Βενιζέλου, στον οποίο η νέα κυβέρνηση  είχε αναθέσει την εκπροσώπηση της Ελλάδας στο εξωτερικό. Ο Βενιζέλος, αν και δεν ήταν στην εξουσία, ασκούσε αποφασιστική επιρροή στην κυβέρνηση.

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναλύει και σχολιάζει την στάση και τις δράσεις όλων των εμπλεκόμενων, όπως της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας και της Τουρκίας, ενώ καταδεικνύει το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την  ολοκληρωτική ήττα στη Μ. Ασία, το οποίο επηρέαζε -όπως ήταν φυσικό- και τις διπλωματικές ενέργειες της χώρας μας.

Αυτό που γίνεται άμεσα κατανοητό είναι ότι σύμφωνα με τις διαμορφωθείσες συνθήκες, οι όποιες προσπάθειες από ελληνικής πλευράς ήταν μάταιες, καθώς  το θέμα της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης είχε ήδη προαποφασιστεί από τις δυνάμεις της Αντάντ και η διεθνής ατμόσφαιρα δεν ήταν φιλική προς την Ελλάδα. 

Η προσπάθεια της ελληνικής διπλωματίας τελικά επικεντρώθηκε στο να μην επιτραπεί η άμεση εγκατάσταση τουρκικής διοίκησης στην Ανατολική Θράκη, αλλά να δοθεί καιρός στον ελληνικό πληθυσμό να αποχωρήσει με ασφάλεια.

Οι σκέψεις του Βενιζέλου φαίνονται εναργώς στο παρακάτω τηλεγράφημα, το οποίο  περιλαμβάνει ο συγγραφέας, δημοσιευμένο ολόκληρο, στο βιβλίο του: «Η επελθούσα εν Ελλάδι μεταβολή πρέπει να γνωρίζη ότι επήλθον ήδη καταστροφαί αίτινες είναι ανεπανόρθωτοι. Μεταξύ των συντελεσθεισών καταστροφών περιλαμβάνονται πλην της Βορείου Ηπείρου και η Δυτική Μικρά Ασία και η Ανατολική Θράκη, εφ’ όσον αι τρεις Μεγάλαι και πρώην ημών σύμμαχοι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσιν τούτην εις την Τουρκίαν, ουδείς δε εχέφρων πολίτης δύναται να διανοηθή την συνέχειαν του πολέμου προς την Τουρκία εν πλήρη ημών στρατιωτική και διπλωματική απομονώσει».

Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι ένας νέος ελληνοτουρκικός πόλεμος θα απομόνωνε περισσότερο τη χώρα. Η στάση του έναντι της Ανακωχής των Μουδανιών εξασφάλιζε για τον ίδιο και την Ελλάδα διεθνή υποστήριξη στην επερχόμενη διάσκεψη ειρήνης στη Λωζάνη.

Επιπλέον, ο Βενιζέλος  ζήτησε να ενισχυθεί ο στρατός της Θράκης, ώστε να δύναται αποτελεσματικά να αποκρούσει τυχόν τουρκική επίθεση στην περιοχή. Γενικά, μετά την αρνητική εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Μ. Ασία, υπήρχε μια διάχυτη ανησυχία για πιθανή μεταφορά του πολέμου από τους Τούρκους στην Ανατολική Θράκη. 

Ο Κεμάλ, από την πλευρά του,  θεωρούσε ότι η Τουρκία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Βρετανική αυτοκρατορία και ότι μόνο η άμεση παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης θα μπορούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση ανάμεσα στον τουρκικό και βρετανικό στρατό, στην ουδέτερη ζώνη των Στενών.

Οι Τούρκοι εθνικιστές, γνωρίζοντας τις διαφωνίες ανάμεσα στους Γάλλους και στους Άγγλους και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης στην Αγγλία απέναντι στην πιθανότητα έναρξης νέου πολέμου στην εγγύς Ανατολή, προσπαθούσαν να κερδίσουν την Ανατολική Θράκη χωρίς εχθροπραξίες, χρησιμοποιώντας απλώς την απειλή του πολέμου. Στην ουσία  δεν επιθυμούσαν έναν νέο πόλεμο. Γνώριζαν, όμως, πως εάν κατόρθωναν να απομονώσουν τους Βρετανούς, τότε θα μπορούσαν να επιτύχουν εύκολα τον στόχο τους.

Τελικά, η διαφορά των Βρετανών με την ανθελληνική στάση των Γάλλων, διευθετήθηκε με συμφωνία ανάμεσα τους, να παραδώσουν την Ανατολική Θράκη στον Κεμάλ. Η Γαλλική πλευρά πίστευε ότι μόνο με παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία θα μπορούσαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με τον τουρκικό στρατό και έπρεπε να δεσμευτούν δημόσια οι σύμμαχοι στο θέμα της παραχώρησης.

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικά όλα τα γεγονότα σχετικά με την   Διάσκεψη των Στρατηγών των δυνάμεων της Αντάντ στα Μουδανιά, ενώ αναδεικνύει το αρνητικό κλίμα που επικρατούσε για την Ελλάδα, καθώς και την αδιάλλακτη  στάση των Τούρκων που έβαζαν συνεχώς καινούργια ζητήματα και υπερφίαλες απαιτήσεις, επιμένοντας στο ζήτημα της Θράκης, απειλώντας μάλιστα με συνέχιση των εχθροπραξιών.

Παράλληλα, στο Παρίσι συνεδρίαζαν και οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας, των οποίων οι αποφάσεις  συνέτειναν δυστυχώς στην εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό πληθυσμό της, όπως απαιτούσε ο Κεμάλ, γεγονός που διπλωματικά ερμηνεύθηκε τότε ως υποχώρηση της Αγγλίας, στις Γαλλικές και Ιταλικές αντιλήψεις για να υπάρχει ομοφωνία, στο ανώτερο επίπεδο της Αντάντ. Το σχετικό ανακοινωθέν είχε ως εξής:   «Αι τρεις σύμμαχοι κυβερνήσεις είναι σύμφωνοι να δεχθούν όπως τα ελληνικά στρατεύματα κληθούν να αποσυρθούν το ταχύτερο δυτικώς του Έβρου».

Παρότι υπήρχε πρόταση από Ελληνικής πλευράς να ορισθεί ως γραμμή υποχώρησης των Ελληνικών στρατευμάτων η Τουρκο-βουλγαρική μεθόριος του 1915, η οποία ευρισκόταν ολόκληρος ανατολικώς του Έβρου ποταμού παραλλήλως και σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από αυτόν, αυτή δεν έγινε δεκτή από τους Συμμάχους.

Ο ελληνικός στρατός, που με την «επέκταση της ελληνικής ζώνης» μετά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού τού 1920, σχημάτιζε προστατευτική ασπίδα για τις συμμαχικές θέσεις στην ασιατική πλευρά της ουδέτερης ζώνης, βρέθηκε στην ανατολική Θράκη καλυπτόμενος από τα Συμμαχικά στρατεύματα.

Και τη στιγμή εκείνη κλήθηκε να αποχωρήσει στα δυτικά πίσω από τον Έβρο και μάλιστα πριν από το Συνέδριο Ειρήνης (πράγμα που συνεπαγόταν 250.000 περίπου νέους πρόσφυγες), για να αποκλειστεί με τον τρόπο αυτό η πιθανότητα πολέμου ανάμεσα στην Τουρκία και την Αντάντ, ουσιαστικά δηλαδή με την Αγγλία.

 Σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ, «…έπειτα από όλα όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, η ανεμπόδιστη επάνοδος των Τούρκων στην Ευρώπη – και μάλιστα ως ατίθασων και αδάμαστων κατακτητών, οι οποίοι διψούσαν για το αίμα των αβοήθητων χριστιανικών πληθυσμών – υπήρξε η μεγαλύτερη ταπείνωση των Συμμάχων».

Είναι αξιοπρόσεχτο ότι η Ελλάδα δεν έπαιξε κανένα ρόλο έμμεσο ή άμεσο στις διασυμμαχικές διαπραγματεύσεις, αλλά ενημερώθηκε για τα αποτελέσματά τους. Όλα έμοιαζαν να είναι προαποφασισμένα, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας…

  Στη συνέχεια, ο συγγραφέας αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του στα δραματικά γεγονότα της εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης το 1922. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι στις ανταποκρίσεις των ελληνικών εφημερίδων για το θέμα αυτό συναντάμε συχνά τη λέξη φρίκη και     παράγωγά της, όπως «φρικώδης», «φρικαλέα», «φρικίασης», «φρικιαστικό»…

Το θέμα της Ανατολικής Θράκης για πολλά χρόνια κατατρώει τον κ. Αθανασιάδη. Ένα γιατί πάντα βασανίζει το μυαλό του…Χαρακτηριστικά αναφέρει στο βιβλίο του: «Μια πληγή, που στην μνήμη των Θρακών δεν θα σβήσει ποτέ. Σήμερα, με βάση νέα στοιχεία, επανέρχομαι στο θέμα αυτό, τιμώντας τη μνήμη όσων τα οστά έμειναν θαμμένα εσαεί στην πατρογονική γη, όσων έχασαν τη ζωή τους κατά τις δραματικές στιγμές της εκκένωσης και τη μνήμη της πρώτης εκείνης γενιάς των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, που έφτασαν στην  ελεύθερη Ελλάδα, και άρχισαν τη ζωή τους από το μηδέν».

Οι φάλαγγες με τις βοϊδάμαξες  των ανέστιων Θρακιωτών αρχίζουν από  3 Οκτωβρίου 1922 να κατευθύνονται δυτικά για να περάσουν τον Έβρο ποταμό και να καταφύγουν στη Δυτική Θράκη. Ο πόνος και το δράμα  ατελείωτα…

Η εκκένωση της Θράκης δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, καθώς έπρεπε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μετακινηθούν χιλιάδες πρόσφυγες, ενώ  υπήρχε έλλειψη τροχαίου υλικού.

Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα ήταν ότι  εμφανίσθηκαν από τις πρώτες ημέρες της εκκένωσης, οργανωμένοι σε εγκληματικές συμμορίες τσέτες, πραγματοποιώντας επιθέσεις εναντίον των προσφύγων, οι οποίοι έφευγαν για να σωθούν. Παντού λεηλασίες και αρπαγές. 

      Επιπλέον, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή  ήταν οι πλέον ακατάλληλες, καθώς  έπεφτε ραγδαία βροχή, με αποτέλεσμα η κίνηση στους υπάρχοντες δρόμους να είναι πολύ δύσκολη, ενώ η καταπόνηση των ανυπεράσπιστων και πανικόβλητων προσφύγων ήταν πέραν από κάθε αντοχή.  

Εύγλωττα περιγράφουν την όλη τραγική κατάσταση οι ανταποκρίσεις των εφημερίδων μας, όπως η  εφημερίδα «Μακεδονία» (9 Οκτωβρίου 1922) που σε ανταπόκρισή της από το Διδυμότειχο σημείωνε ότι «σε όλη την περιοχή από Δεδέαγατς μέχρι Διδυμοτείχου πλήρη καραβανίων προσφύγων,  το θέαμα είναι απείρως τραγικόν, απείρως σπαραξικάρδιον, αι γυναίκες λυσίκομοι βυθίζονται μέχρι γονάτων εις την λάσπην, μικρά παιδιά στιβαγμένα επί αραμπάδων δέρονται υπό ραγδαιοτάτης βροχής πιπτούσης από πρωίας αδιακόπως, πλείστοι αραμπάδες έχουν κολλήσει εις την λάσπην και οι πρόσφυγες πετούν γεννήματα και ολίγα αντικείμενα αυτών διά να κατορθώσουν την μεταφοράν των γυναικοπαίδων».

Στη συνέχεια, έχει ενδιαφέρον η αναφορά του συγγραφέα στον φάκελο που υπάρχει στο πολύτιμο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών για την εκκένωση της Ανατολής Θράκης το 1922.  Ο φάκελος περιέχει 126 σελίδες ενδιαφερόντων εγγράφων, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν εκθέσεις μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών για τα γεγονότα της άδικης εκκένωσης. Στις εκθέσεις αυτές, που πολλές φορές υπερβαίνουν τις τυπικές λιτές στρατιωτικές διατυπώσεις, ξεχειλίζει ο πόνος, η εθνική οδύνη και η λύπη για τα παθήματα του άμαχου πληθυσμού.

Η παραστατικότητα της αφήγησης συγκρίνεται ακόμα και με αυτήν του μεγάλου συγγραφέα Έρνεστ Χεμινγουέι, που βρέθηκε στην Αδριανούπολη και περιέγραψε το δράμα των Ανατολικοθρακιωτών με τις ανταποκρίσεις του στην Καναδική εφημερίδα «Τορόντο Σταρ».

Τονίζοντας την αξία του Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, ο κ. Αθανασιάδης γράφει χαρακτηριστικά: «…είναι καθήκον όλων όσων σχετίζονται με τη Θράκη, να φροντίσουν το περιεχόμενο του φακέλου αυτού, να μπορέσει να φτάσει σε όλα τα σπίτια, σε όλα τα σχολεία και σε όλες τις δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες. Γιατί όσα θα διαβάσετε εδώ, αποτελούν ένα μέρος μόνο των σπουδαίων εγγράφων, που με επίσημο τρόπο περιγράφουν την τραγωδία της Ανατολικής Θράκης».

Οι αναφορές των στρατιωτικών διοικητών για την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, όπως του Υποστράτηγου Γεώργιου Κατεχάκη, του Σχη Γεωργίου Ζήρα και του Υποστρατήγου Κωσταντίνου Μανέτα, περιγράφουν με πολύ παραστατικό και λεπτομερή τρόπο την τραγικότητα των γεγονότων.

Χαρακτηριστικά επισημαίνουν την έλλειψη μεταφορικών μέσων, τις επιθέσεις του τουρκικού όχλου κατά των προσφύγων, την απελπισία και την θλίψη των ανθρώπων, που μεταφέρονται στην δυτική όχθη του πλημμυρισμένου Έβρου ποταμού χωρίς ελπίδα και μη γνωρίζοντας πού να πάνε, κάτω από ραγδαία βροχή και ακόμα τους τοκετούς που έγιναν πάνω στις βοϊδάμαξες και μέσα στα βαγόνια υπό άθλιες συνθήκες.

  Ιδιαίτερα, ο συγγραφέας θεωρεί ότι έχει μοναδική  ιστορική αξία, η αδημοσίευτη έκθεση του υποδιοικητή της Μακράς Γέφυρας Δημήτριου Αποστολίδη, που υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών και την οποία έχει συμπεριλάβει αυτούσια στο βιβλίο του.

 Αξίζει να αναφερθεί η τεράστια συνδρομή του Ελληνικού Στρατού στις πολιτικές αρχές και στον πληθυσμό που αποχωρούσε. Στους πρόσφυγες παρείχε κάθε δυνατή αρωγή για την μεταφορά των αποσκευών των μέχρι τον πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό, δίδοντας όπου υπήρχε ανάγκη και τροφή. Επιπλέον, η μεταφορά του υλικού του δημοσίου όπως γεωργικές και αλωνιστικές μηχανές, ξυλεία κλπ. έγινε με τη συνδρομή των ελληνικών στρατιωτικών αρχών.   

Επιπλέον, ο κ. Αθανασιάδης αναφέρεται στον μάταιο αγώνα και την απέλπιδα προσπάθεια των Θρακών βουλευτών το 1922, όλοι του κόμματος των Φιλελευθέρων, που ανέπτυξαν μια αξιοσημείωτη ενεργητικότητα, βλέποντας ότι εκτός από τη Μικρά Ασία, κινδύνευε να χαθεί και η Θράκη.

Προσπάθησαν να αφυπνίσουν τους υπευθύνους, αλλά και να κινητοποιήσουν το Θρακικό λαό. Έστειλαν τηλεγραφήματα στον Γάλλο και Άγγλο πρωθυπουργό και στον πρόεδρο των ΗΠΑ, όπου εξέθεταν τις δίκαιες θέσεις των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης.  Μάταια όμως ∙ όλα είχαν χαθεί…

Επίσης, έχουν ενδιαφέρον οι αναλυτικές αναφορές του συγγραφέα  για την εκκένωση συγκεκριμένων περιοχών, όπως της Αρκαδιούπολης (Λουλέ Μπουρκάζ) και της Ραιδεστού, όπου ιδιαίτερα σημαντικό αποδείχθηκε τότε το ομώνυμο λιμάνι της πόλης, καθόσον χιλιάδες πρόσφυγες από τη Βιθυνία, την Προύσα και άλλες περιοχές της βόρειας Μικράς Ασίας, κατέφυγαν στο λιμάνι των Μουδανιών και από εκεί περνούσαν σχετικά εύκολα στο λιμάνι της Ραιδεστού. Υπολογίσθηκε τότε ότι πλέον των 150.000 ατόμων βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στη Ραιδεστό και από εκεί πήραν το δρόμο για την ελεύθερη Ελλάδα.

Επιπρόσθετα, ένα σοβαρό θέμα που θίγει στο βιβλίο του ο συγγραφέας, είναι το θέμα της φροντίδας του μεγάλου αριθμού προσφύγων, ενώ παράλληλα καταγράφει τις διαφορετικές προσεγγίσεις των συμμαχικών δυνάμεων για το θέμα αυτό, όσον αφορά ποιος έχει την ευθύνη.[11]

Το τι επικράτησε τελικά με τους πρόσφυγες από την Μ. Ασία και την Ανατολική Θράκη είναι μάλλον αδύνατον να το περιγράψει κάποιος με λόγια, κατατρεγμένοι, πεινασμένοι και ανυπεράσπιστοι άνθρωποι σε απόγνωση, που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον θάνατο, να βρουν ένα καταφύγιο σωτηρίας στην Ελλάδα, που ένοιωθαν ότι η ζωή τους δεν είχε καμία αξία.          

Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του, ο συγγραφέας αναφέρεται στην εκκένωση της Ανδριανούπολης, της Καλλίπολης και του Κάραγατς, περιγράφοντας τα  γεγονότα της κάθε περιοχής, με ένα ιδιαίτερο συναισθηματισμό και με μια μοναδική περιγραφή.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η περιγραφή της επίσκεψης στην Αδριανούπολη, της Ελληνίδας δημοσιογράφου Έλεν Λεν, ανταποκρίτριας πολλών ξένων εφημερίδων, η οποία είχε μείνει έκπληκτη από την άδεια πόλη και τα έρημα μεγαλοπρεπή οικήματα, ενώ η αναφορά του συγγραφέα στην τελευταία λειτουργία στο μητροπολιτικό ναό της Ανδριανούπολης, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Πολύκαρπου, είναι ιδιαίτερα συγκινητική, καθώς όλο το εκκλησίασμα με δάκρυα στα μάτια άκουσε στα λόγια του Δεσπότη τους, ότι θα επιστρέψουν ξανά στην πάτρια Θρακική γη και όλοι έφυγαν με την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσουν σύντομα…

Επίσης, ιδιαίτερα συγκινητική είναι η αναφορά του συγγραφέα στην τελευταία υποστολή της σημαίας στην Καλλίπολη, στον ιστό του λιμεναρχείου, στην οποία απέδωσαν τιμές όλα τα συμμαχικά στρατεύματα. Παρά την προσπάθεια του υπευθύνου ναύτη να υποστείλει την σημαία, αυτή δεν κατέβαινε και αναγκάσθηκε να αναρριχηθεί στον ιστό και να κόψει το σχοινί δεχόμενος στην αγκαλιά του την ιστορική σημαία…

Τέλος, ο συγγραφέας αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες του ελληνικού Κάραγατς, το εκλεκτό προάστιο της Ανδριανούπολης, το οποίο το 1920  μετονομάστηκε σε Ορεστιάδα και τελικά, με την συνθήκη της Λωζάνης του 1923, παραχωρήθηκε στην Τουρκία.

Η Τουρκία παρίστατο στη Λωζάνη ως νικήτρια με υπέρογκες απαιτήσεις. Βασική διάταξη αυτής της συνθήκης ήταν, ότι ο ρους του Έβρου ποταμού  θα αποτελούσε  το φυσικό σύνορο μεταξύ των δυο χωρών. Έτσι, η Αδριανούπολη περνούσε σε τουρκικό έλεγχο και το όμορφο προάστιό της με τον σιδηροδρομικό σταθμό, το Κάραγατς, παρέμενε στην Ελλάδα.

Ωστόσο, οι απαιτήσεις των Τούρκων για την καταβολή αποζημιώσεων για τις  καταστροφές που προκλήθηκαν από τον Ελληνικό στρατό κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ανέτρεψαν πολλές από τις ελληνικές προσδοκίες.

Η Τουρκία, με υπεροπτικό τρόπο, απαιτούσε την καταβολή υπέρογκων πολεμικών επανορθώσεων, περί τα 4 δισ. χρυσά φράγκα, ενώ η Ελλάδα, ήδη χρεοκοπημένη και εξαντλημένη οικονομικά, καθώς πολεμούσε επί  δέκα χρόνια,  αδυνατούσε να καταβάλει αυτό το ποσό. 

Τελικά, η τουρκική αντιπροσωπεία, ύστερα και από συμμαχικές πιέσεις, αποδέχτηκε την πρόταση του Βενιζέλου, η οποία εμφανίζονταν ως συμμαχική, να συμψηφιστούν οι πολεμικές επανορθώσεις με την παραχώρηση του Κάραγατς και του γνωστού εδαφικού τριγώνου του.

Η απόφαση αυτή ήταν κόλαφος για τους κατοίκους  του Κάραγατς, καθώς και για τους  δέκα χιλιάδες περίπου πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί, προσδοκώντας ότι θα επιστρέψουν γρήγορα στα σπίτια τους,  τα οποία υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν πριν έξι μήνες. Παντού απελπισία…

Αυτό που τιμά ιδιαίτερα τους Καραγατσιανούς είναι η γενναία στάση που τήρησαν, δηλώνοντας ότι και εάν ακόμη εξαιρεθούν από την ανταλλαγή πληθυσμών, αυτοί πάλι θα εγκαταλείψουν το εκχωρούμενο έδαφος, διότι δεν ήθελαν να μείνουν υπό την τουρκική κυριαρχία.

Η εγκατάλειψη του Κάραγατς άρχισε σταδιακά από τον Ιούλιο του 1923 και όλοι προσπάθησαν να μετακινηθούν πέρα από τη νέα συνοριακή γραμμή, αλλά να μην φύγουν μακριά από τον αγαπημένο τους γενέθλιο τόπο. Έτσι μια νέα πόλη άρχισε να γεννιέται. Η σημερινή Νέα Ορεστιάδα,  η νεότερη πόλη της Ελλάδας, που με πολύ κόπο και μόχθο δημιούργησαν από το μηδέν οι κάτοικοί της.

Κάτω από αυτές τις τραγικές συνθήκες έγινε η έξοδος των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι κατοικούσαν την περιοχή αυτή από αμvημοvεύτωv χρόνων, αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν την γη των πατέρων τους, με την οποία συνδέονταν με άρρηκτους ιστορικούς και εθνολογικούς δεσμούς.  

Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης έκλεισε η αυλαία του Ελληνικού δράματος και η Ελλάδα αποσύρθηκε, για να επουλώσει τις πληγές της από το μακροχρόνιο πόλεμο, να αντιμετωπίσει το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα και να επιδοθεί στην ειρηνική οργάνωση και περισυλλογή.

Συμπερασματικά, θεωρώ ότι το παρόν βιβλίο φωτίζει διεξοδικά όλα τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας μέχρι τον διωγμό του Ελληνισμού από την Ανατολική Θράκη, που για χιλιάδες χρόνια είχε μια δημιουργική παρουσία και πορεία. Αξίζει επίσης να τονίσουμε  ότι το βιβλίο γράφθηκε από έναν άνθρωπο, που έχει τόσο αφιερώσει την ζωή του στην ανάδειξη της ιστορίας της Θράκης, όσο κανένας άλλος. 

Δεν ξέρω αν μπορούμε εμείς σήμερα να μεταφερθούμε έστω για λίγο νοητά στις τραγικές συνθήκες εκείνης της εποχής, να μπούμε στην ψυχή αυτών των απελπισμένων ανθρώπων, που έχασαν τα πάντα έτσι ξαφνικά…

Οφείλουμε όμως να αναλογιστούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι, ξεκινώντας από το μηδέν, στάθηκαν στα πόδια τους, ρίζωσαν ξανά σε καινούργιες εστίες και επέτυχαν ένα θαύμα:  Μετουσίωσαν δηλαδή την καταστροφή σε επιβίωση και πρόοδο, με κινητήριο δύναμη την πίστη και το πείσμα τους για προκοπή, γιατί δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν και να ονειρεύονται.

Μαζί τους πήραν ελάχιστα πολύτιμα κειμήλια, κατά κύριο λόγο τις εικόνες από τα σπίτια και τις εκκλησίες τους, το κυριότερο όμως που έφεραν μέσα τους ήταν η αγάπη για τον τόπο που άφησαν, καθώς και η άσβεστη επιθυμία τους κάποτε να ξαναγυρίσουν.

Και ποτέ δεν ξέχασαν τις πόλεις και τα χωριά τους στην Ανατολική Θράκη, το συγκλονιστικότερο δε ήταν για κάποιους ότι  μπορούσαν να ατενίζουν από την δυτική όχθη του Έβρου τα μέρη τους. Για αυτό πάντα κοιτούσαν προς την ανατολή, γιατί εκεί βρίσκεται  και η Ανατολική Θράκη, αυτός ο ευλογημένος και μοναδικός τόπος.

Και τι μένει τελικά; Νομίζω όλες αυτές οι μοναδικές ιστορίες που οι πρόσφυγες  παππούδες και γιαγιάδες διηγούνταν στα παιδιά και στα εγγόνια τους, τα πονεμένα τραγούδια με την συνοδεία της γκάιντας, οι παραδοσιακές φορεσιές και οι χοροί, για να μας θυμίζουν την διαχρονική παρουσία του ελληνισμού στην περιοχή που ονομάζουμε Ανατολική Θράκη.

Κι αυτή η προσφυγιά αποτελεί κομμάτι με επική διάσταση στην ιστορία του ελληνισμού, που όχι μόνο δεν πρέπει να λησμονάμε, μα οφείλει να φωτίζει το δρόμο της σύγχρονης ιστορίας, να διδάσκει και να διδάσκεται.

Μπορεί να απολέσθηκε η Ανατολική Θράκη, αλλά είναι πάντα μαζί μας ως πνευματική κληρονομιά, ως ιστορική μνήμη, μια περιοχή με πολιτισμό και ελληνική παιδεία, για την οποία ο Ελληνισμός πρέπει να είναι υπερήφανος. 

Η ακριτική μας Θράκη, σήμερα αποτελεί τον προμαχώνα του ελληνισμού, για αυτό πιστεύω ότι αξίζει κατά προτεραιότητα την φροντίδα και την μέριμνα της ελληνικής πολιτείας.

Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι το Δ΄ΣΣ που έχει ως περιοχή ευθύνης την Θράκη και που είχα την τιμή να διοικήσω, είναι ο ισχυρότερους Σχηματισμός του Ελληνικού Στρατού, που εγγυάται την προάσπιση, την ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια των Θρακιωτών.

Διότι ακόμα και στον καιρό της ειρήνης, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η «στρατιωτική ισχύς» συνιστά τον πλέον σημαντικό παράγοντα επιβίωσης της πατρίδας μας, εξασφάλισης της ανεξαρτησίας της χώρας και της απρόσκοπτης άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.

Συστήνω επομένως την μελέτη του βιβλίου κ. Αθανασιάδη «Η Απώλεια της Ανατολικής Θράκης, ο Τρομερός Οκτώβριος του 1922» σε κάθε Ελληνίδα και Έλληνα που ενδιαφέρεται να ενημερωθεί αντικειμενικά για αυτή την κρίσιμη περίοδο της ελληνικής ιστορίας,  που έχει αφήσει το αποτύπωμά της μέχρι το σήμερα και χάρηκα ιδιαίτερα που συμμετείχα στην παρουσίασή του.

Καλοτάξιδο το βιβλίο σας κ. Αθανασιάδη ∙ συγχαρητήρια και πάλι.

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας


Το  σχέδιο εξόντωσης του Ελληνισμού της Τουρκίας, είχε τους παρακάτω άξονες:

Την κατάργηση του προνομιακού καθεστώτος, για να αποδυναμωθεί το Πατριαρχείο, να μην διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και να διαλυθεί ο κοινοτικός βίος των Ελλήνων.

Την στρατολογία των χριστιανών και με το πρόσχημα ότι δεν εμπιστεύονται να τους δώσουν όπλα, τους έστελναν στα τάγματα εργασίας στα βάθη της Ανατολής, όπου τις περισσότερες φορές τους περίμενε ο θάνατος από πείνα και κακουχίες.

Την φορολογία και επίταξη των ελληνικών περιουσιών, τους εξισλαμισμούς και τις δολοφονίες και βιαιοπραγίες κατά ιδιωτών.

Χωριστή σύμβαση με την ίδια ονομασία και ημερομηνία προέβλεπε την αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση των «Βουλγάρων την φυλή» από την Ελλάδα και των «Ελλήνων την φυλή» από τη Βουλγαρία. Για να διευκολυνθεί μάλιστα η αναχώρησή τους, προβλεπόταν η δυνατότητα ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων τους.

Η συνωμοσία εξουδετερώθηκε στο Διδυμότειχο, χάρη στην προθυμία ιδιωτών, που συνέλαβαν έξω από τα Λάβαρα αγγελιοφόρους των συνωμοτών.

Στην πολυσέλιδη έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών, που είχε συντάξει ο Γενικός Οικονομικός Επιθεωρητής Α. Πανάς, προκύπτει ότι στην Ανατολική Θράκη, σε πληθυσμό προ του 1914 229.715 ατόμων, εκτοπίσθηκαν κατά το διάστημα 1914-1919, 122.432 άτομα. Από αυτά τα 111.444 κατέφυγαν στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα εκτοπίσθηκαν στην Ανατολή. Από τους εκτοπισθέντες στην Ανατολή παλιννόστησε ποσοστό 54%.

Ο Βενιζέλος σε κάποιες περιπτώσεις πήρε πολιτικές αποφάσεις εξαιρετικά δύσκολες, για τις οποίες προβλήθηκε ισχυρός αντίλογος. Σίγουρα σε αυτές συγκαταλέγονταν τόσο η απόβαση στη Σμύρνη όσο και η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Ήταν όμως ο τύπος του ηγέτη που προτιμούσε να λαμβάνει αποφάσεις αντί να αφήνει τα πράγματα στην τύχη.

Μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών δυνάμεων παρεμβάλλονταν συμμαχικά στρατεύματα, κυρίως Βρετανοί αλλά και Γάλλοι και Ιταλοί, που κατείχαν στρατιωτικά την Κωνσταντινούπολη και όλα τα Στενά. Δεν υπήρχε πουθενά στρατιωτική επαφή Ελλήνων και Τούρκων. Οι Τούρκοι αφ’ ενός θα απέφευγαν να συγκρουστούν με τους Βρετανούς, αφ’ ετέρου δεν διέθεταν ναυτικές δυνάμεις ικανές να διασχίσουν το θαλάσσιο πέρασμα και να περάσουν στην ευρωπαϊκή ακτή.

Η Βουλγαρία, απογοητευμένη από την απώλεια της εξόδου στο Αιγαίο μέσα από τη Δυτική Θράκη, είχε συνάψει στα μέσα του 1922 μυστική συμφωνία συνεργασίας με την Άγκυρα. Η επίγνωση αυτής της συμφωνίας υπήρξε πρόσθετο κίνητρο για τον Βενιζέλο να βρεθεί λύση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Για να καταληφθεί η Ανατολική Θράκη από τους Τούρκους, θα έπρεπε ο  όχι και τόσο ισχυρός κεμαλικός στρατός να υπερκεράσει τις αγγλικές δυνάμεις και τον στόλο τους που έδρευαν στα Στενά, επιχείρηση σχεδόν αδύνατη, δεδομένου μάλιστα ότι οι ναυτικές δυνατότητες τον νέου ηγέτη των Τούρκων ήταν ανύπαρκτες.

Η αντίσταση των Βρετανών στην πρόθεση των Τούρκων να καταλάβουν τα στενά και την Κωνσταντινούπολη απέτρεψε μια αγγλο -τουρκική σύγκρουση και ενδεχόμενη σφαγή ανάλογη με εκείνη της Σμύρνης.

 Στο κείμενο της Ανακωχής των Μουδανιών οι σύμμαχοι διατήρησαν υπέρ αυτών τη στρατιωτική κατοχή των Στενών, προσφέροντας ως αντάλλαγμα κάτι που τους ήταν αδιάφορο: την Ανατολική Θράκη.

Ο Διοικητής της Στρατιάς Θράκης ‘Αντιστράτηγος Νίδερ Κωνσταντίνος κοινοποίησε από την  Ραιδεστό προς όλες τις  Μονάδες την 30η  Σεπτεμβρίου 1922 εμπνευσμένη ημερησία διαταγή, η οποία ξεκινούσε ως έξης: «Η άτροπος μοίρα, μας επιβάλλει να εκκενώσουμε την Ανατολική Θράκη συμμορφούμενοι προς την Διαταγή Υπουργείου Στρατιωτικών. Το οδυνηρό τούτο καθήκον θα εκτελέσουμε αγέρωχοι μετά αξιοπρέπειας εμπρεπούσης εις Στρατό μόνιμο, συντεταγμένο και πειθαρχικό».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του  Αμερικανού Ύπατου Αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη ναυάρχου Μαρκ Μπρίστολ, ο οποίος είχε αντιληφθεί  την  σοβαρότητα της κατάστασης των προσφύγων στη Σμύρνη και αλλού και έδειχνε συνεχώς ενδιαφέρον για την τύχη τους.

Σχετικά Άρθρα