To Δ ‘Σ.Σ. με αφορμή τη συμπλήρωση 120 ετών από την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, πραγματοποίησε επετειακή εκδήλωση με θέμα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, 1904-1908» στο Αμφιθέατρο του Κέντρου Πολιτισμού Δήμου Ξάνθης «ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΠΕΝΗΣ», την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 24 και ώρα 18:30. Ανάμεσα στους σημαντικούς ομιλητές της εκδήλωσης ήταν και επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ κ. Χαράλαμπος Λαλούσης.
Ακολουθεί η ομιλία του κ. Λαλούση:
«Η Σημασία της συνεισφοράς στον Μακεδονικό Αγώνα του Παύλου Μελά και του Τέλλου Άγρα»
Αποτελεί για εμένα μεγάλη τιμή και χαρά η δυνατότητα που μου δίνεται να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση, με θέμα της ομιλίας μου «Η Σημασία της συνεισφοράς στον Μακεδονικό Αγώνα του Παύλου Μελά και του Τέλλου Άγρα» και ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Δκτη του Δ΄ ΣΣ Αντιστράτηγο κ. Παπασταθόπουλο Σταύρο, για την τιμητική αυτή πρόσκληση.
Ειλικρινά νοιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση που βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας, σε αυτή την ξεχωριστή πόλη, την όμορφη και φιλόξενη Ξάνθη, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγάπησα και από τους οποίους εισέπραξα πολλαπλά την αγάπη και την εκτίμησή τους, και ευχαριστώ θερμά όλους εσάς για την παρουσία σας.
Επιπλέον, θέλω να ευχαριστήσω τον Σχη εα κ. Νικόλτσιο Βασίλειο, ο οποίος με μεγάλη εμπειρία στη μουσειολογία και ως βαθύς γνώστης των ιστορικών θεμάτων, επιμελήθηκε την ιστορική έκθεση.
Οι Μακεδονομάχοι Παύλος Μελάς και Τέλλος Άγρας, ήταν δύο ξεχωριστές προσωπικότητες, δύο άνθρωποι που μεγάλωσαν σε διαφορετικό περιβάλλον, όμως αυτό που τους ενώνει ήταν ότι αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να διασώσουν τον Ελληνισμό της Μακεδονίας.
Υπήρξαν πρωταγωνιστές του Μακεδονικού αγώνα, αφήνοντας ένα μοναδικό αποτύπωμα, διότι με την ζωή τους και τις πράξεις τους, αλλά προπάντων με τη θυσία τους, επηρέασαν τις ιστορικές εξελίξεις.
Όλοι νοιώθουμε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη για αυτούς τους δυο εθνομάρτυρες που τόσο πρόωρα μα δοξασμένα έδωσαν την ζωή τους για τη Μακεδονία. Ήταν Έλληνες που αγάπησαν την πατρίδα τους με πράξεις, όχι με λόγια.
Ήταν και οι δυο ξεχωριστές προσωπικότητες, προικισμένοι με σπάνια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, ανδρείοι, ένθερμοι πατριώτες και αφοσιωμένοι με πάθος στο καθήκον.
Το έντονο ενδιαφέρον τους για την Μακεδονία δεν ήταν κάτι τυχαίο, είχε σχέση με τα ερεθίσματα και τις επιρροές από το οικογενειακό περιβάλλον φιλοπατρίας, όπου είχαν μεγαλώσει.
Ο πατέρας του Παύλου, ο Μιχαήλ Μελάς, εμποτισμένος µε την εθνική ιδεολογία της εποχής για την προώθηση της μεγάλης ιδέας, του ενέπνευσε την αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία της. Παρ’ όλα αυτά, η εθνική ιδεολογία δεν υπήρξε για την οικογένεια Μελά πρόσχημα διαιώνισης εξουσίας και κύρους, αλλά ουσιαστικός σκοπός.
Σημαντική επιρροή άσκησε στον Παύλο Μελά και η γυναίκα του η Ναταλία Δραγούµη, η οποία είχε μακεδονική καταγωγή και η λαχτάρα της για επανασύνδεση της Μακεδονίας µε την υπόλοιπη Ελλάδα, δεν άργησε να περάσει και στον Παύλο, ο οποίος την αγαπούσε ιδιαίτερα και εμπιστεύονταν την κρίση της.
Από την άλλη πλευρά, η ιστορία της οικογένειας του Σαράντου Αγαπηνού, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Καπετάν Τέλλου Άγρα από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας και η συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, ήταν φυσικό να επηρεάσουν το νεαρό Σαράντο, του οποίου η οικογενειακή καταγωγή και παιδεία αποτελούσαν θεμελιακά στοιχεία της όλης του προσωπικότητας.
Έτσι, από μικρός έτρεφε έντονα αισθήματα φιλοπατρίας και όταν τον ρωτούσαν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε με σιγουριά: «θα γίνω αξιωματικός και θα πάω στον πόλεμο». Όνειρο του ήταν να γίνει άξιος, να αγωνιστεί και αυτός όπως οι πρόγονοί του για την Πατρίδα.
Το γεγονός που επηρέασε καταλυτικά και τους δυο αυτούς ήρωες ήταν οι φοίτησή τους στη Σχολή Ευελπίδων. Η επιλογή τους αυτή ταίριαζε απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα τους.
Ο Παύλος Μελάς εισήχθη το 1886 στην Σχολή, η οποία τότε βρισκόταν στον Πειραιά σε ένα διώροφο κτήριο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει.
Αργότερα, το 1896, ο Σαράντος Αγαπηνός εισήχθη και αυτός στην Σχολή, που από το 1894 είχε μετασταθμεύσει στα νεόδμητα κτίρια στο Πεδίο του Άρεως. Δ6 Ένοιωθε πολύ υπερήφανος και χαρούμενος που φορούσε την τιμημένη στολή του Εύελπι.
Κατά τη φοίτηση των δύο Ευέλπιδων στη Σχολή, αναζωπυρώθηκαν τα εθνικά ιδεώδη µε τα οποία είχαν ανδρωθεί και αναπτύχθηκαν οι προσωπικοί τους δεσμοί µε τους συμμαθητές τους.
Είναι γεγονός ότι η Σχολή Ευελπίδων άσκησε σε αυτούς σημαντική επιρροή, διότι μεταλαμπαδεύτηκαν στην ψυχή τους οι ηθικές αξίες και οι στρατιωτικές αρετές, δηλαδή τα απαραίτητα ψυχικά εφόδια για κάθε στρατιωτικό ηγήτορα.
Και αυτή είναι η τεράστια προσφορά της Σχολής των Ευελπίδων μέχρι σήμερα, να αποτελεί αδιαλείπτως την κοιτίδα των «καλών ελπίδων του Έθνους και της Πατρίδας», όπως οραματίσθηκε ο Μέγας Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ο ιδρυτής της στο Ναύπλιο το 1828, έτος έναρξης λειτουργίας της Σχολής.
Η Σχολή των Ευελπίδων, ως λίκνο των μονίμων Αξιωματικών του Στρατού μας, στο διάβα των δύο αιώνων ένδοξης ιστορίας και προσφοράς, ταυτίστηκε με την υπόσταση, τις ελπίδες και τους αγώνες του έθνους.
Σε αυτούς τους αγώνες, η προσφορά της Σχολής είναι εξαιρετικά μεγάλη, καθόσον απόφοιτοι Αξιωματικοί σχεδίαζαν και διηύθυναν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Είναι πολύ το αίμα των στελεχών του Στρατεύματος, το οποίον έρευσε στα πεδία των μαχών, διότι και οι αγώνες του Έθνους ήταν πολλοί.
Βεβαίως, τα εύσημα των νικηφόρων αγώνων ανήκουν και στο στρατευμένο κάθε φορά προσωπικό του ελληνικού λαού, όμως όσο και αν αυτό εμφορείται από πατριωτισμό και αγωνιστικό πνεύμα, όσο ανδρείο και αν είναι, ο πόλεμος απαιτεί προετοιμασία, επιχειρησιακό σχεδιασμό, αποτελεσματική διοίκηση σε όλα τα κλιμάκια. Αυτά αναλογούν και αποδίδονται στους στρατιωτικούς ηγέτες. Δεν επιτυγχάνονται νίκες χωρίς ικανούς ηγέτες.
Μετά από την αποφοίτησή τους από την Σχολή των Ευελπίδων, πλέον ως αξιωματικοί, ο Μελάς του Πυροβολικού και ο Αγαπηνός του Πεζικού, ένοιωθαν ιδιαίτερη υπερηφάνεια και ενθουσιασμό, ενώ ανυπομονούσαν να υπηρετήσουν και να προσφέρουν στην πατρίδα τους, θεωρώντας τον στρατό σαν ένα σχολείο του έθνους.
Ο Παύλος Μελάς και ο Τέλλος Άγρας, συμμετέχοντας εθελοντικά στον Μακεδονικό αγώνα ως νεαροί Αξιωματικοί, έδρασαν σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικές περιοχές, αφήνοντας ο καθένας το δικό του ξεχωριστό αποτύπωμα.
Σημειωτέον, ο Μακεδονικός Αγώνας, ήταν ένας πολυμέτωπος «αμυντικός» αγώνας και απετέλεσε την τελευταία και πιο κρίσιμη φάση των εθνικών προσπαθειών να διασφαλιστούν τα εθνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, με την προστασία των ελληνικών κοινοτήτων από τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν προηγηθεί κατά τριάντα σχεδόν χρόνια στην προβολή των δικών τους εθνικών διεκδικήσεων στην περιοχή.
Σε εποχή που την πολιτική και τις βλέψεις των Βουλγάρων χαρακτήριζε ένας άκρατος και επεκτατικός εθνικισμός, μια ενδεχόμενη αδράνεια από μέρους των Ελλήνων για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον ελεύθερο κορμό του έθνους, ίσως επέβαινε μοιραία για το κομμάτι αυτό του Ελληνισμού.
Το μέλλον της Μακεδονίας ενδιέφερε, εκτός από την Ελλάδα, και τη Βουλγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Σερβία, την Αυστρία και την Ιταλία, εμμέσως δε και τη Ρωσία. Οι Οθωμανοί, από την πλευρά τους, είχαν εφαρμόσει επιδέξια μια πολιτική εκμετάλλευσης των διενέξεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών, ώστε να αποκλείσουν συμμαχίες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ευρωπαϊκή τους κυριαρχία.
Και παρά το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων του Σουλτάνου και των μεγάλων δυνάμεων για τη Μακεδονία, και ειδικά της Αυστρίας και της Ρωσίας, οι οποίες θεωρούνταν πως βρίσκονταν «εγγύτερα» στο ζήτημα, οι πρωτοβουλίες αυτές δεν μπορούσαν να ανακόψουν τη δράση των ανταρτών στη Μακεδονία, διότι το πρόβλημα ήταν πολιτικό.
Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην αυγή του 20ού αιώνα ήταν οι δυο βασικές και συχνά αντικρουόμενες ανησυχίες της, η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών υπό οθωμανική κυριαρχία και η παρεμπόδιση των Βουλγάρων από το να κυριαρχήσουν στη Μακεδονία.
Ο Μακεδονικός αγώνας, ενώ άρχισε µε αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, και κυρίως με την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική διείσδυση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία, εξελίχθηκε τελικά σε έναν αδυσώπητο και εξοντωτικό ένοπλο αγώνα.
Οι στατιστικές των σχολείων της Μακεδονίας στάθηκαν η καλύτερη απόδειξη της εθνογραφικής σύστασης του πληθυσμού και ήταν οι μόνες που δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ. Ο αριθμός των ελληνικών σχολείων και η θέση της ελληνικής εκπαίδευσης αντιστοιχούσαν επακριβώς στη δύναμη του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
Ο Παύλος Μελάς έβλεπε τη Μακεδονία ως προσωπική του υπόθεση. Θεωρούσε τον εαυτό του αρμόδιο να μεταλαμπαδεύσει τις αρχές του όχι μόνον στους άνδρες του, αλλά και σε όλους τους Μακεδόνες. Η ουσιαστική διαφορά του Μελά µε πολλούς από τους τους συμπολεμιστές της γενιάς του, ήταν ότι επρόκειτο για άνθρωπο αφοσιωμένο, με πάθος και µε υψηλό αίσθημα τιμής και ευθύνης.
Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, επηρέασε καταλυτικά τον Παύλο, ο οποίος αισθάνθηκε μεγάλη ντροπή και ταπείνωση για την δεινή στρατιωτική ήττα, και έχοντας τύψεις για αυτή την εξέλιξη, αναμίχθηκε έντονα στις μακεδονικές υποθέσεις.
Αυτό που προβλημάτισε ιδιαίτερα τον Παύλο Μελά, ήταν η αρχικά επιφυλακτική στάση της ελληνικής κυβέρνησης για τα γεγονότα και τις εξελίξεις στην Μακεδονία.
Όμως η κυβέρνηση Θεοτόκη, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, άρχισε να παίρνει ορισμένα μέτρα το χειμώνα του 1903-04 και όταν εκτιμήθηκαν οι συνέπειες της βουλγαρικής εξέγερσης του Ίλιντεν, ενώ επίσης κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί πλέον σοβαρά η ελληνική ένοπλη εμπλοκή στη Μακεδονία.
Έτσι, με ένα υπέρμετρο ενθουσιασμό και μια ρομαντική αίσθηση του καθήκοντος, ο Παύλος Μελάς συμμετείχε σε τρεις αποστολές στη Μακεδονία, νοιώθοντας ότι εκπληρώνει το πολυπόθητο χρέος του.
Στη Μακεδονία, ο Παύλος ένιωσε την τεράστια διάσταση που υπήρχε ανάμεσα στο ελλαδικό κέντρο και τους απλούς ανθρώπους της μακεδονικής γης, σχετικά µε τον τρόπο δράσης στη Μακεδονία.
Κατά την τρίτη έξοδό του, αντιμετωπίζοντας πολλές δυσκολίες και λόγω έλλειψης εμπειρίας στον ανταρτοπόλεμο, έμελλε να χάσει τη ζωή του στην Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, τόσο νέος.
Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Το τέλος του ήταν εκείνο, που ο ίδιος στα γράμματά του άφηνε να διαφανεί. Είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το Έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς, να δράσουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατό του.
Για τον λόγο αυτό, ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του Μελά έγινε υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού.
Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμιά άλλη δύναμη δεν είχε κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο ότι ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρής τότε χώρας, δεν είχε χαθεί.
Η ασπρόμαυρη χαρακτηριστική φωτογραφία του Παύλου Μελά µε την ενδυμασία του Μακεδονομάχου, καθώς και ο αντίστοιχος πίνακας που φιλοτέχνησε ο Γεώργιος Ιακωβίδης, έμελλε να γίνει το γνωστότερο και μακροβιότερο σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Παύλος Μελάς κέρδισε την κοινή γνώμη μέσα από τη μοναδική ιστορία του, καθώς απαρνήθηκε τη γαλήνη της αθηναϊκής κοινωνίας και κυνήγησε το όνειρό του στα κακοτράχαλα βουνά της Μακεδονίας. Προσέγγιζε με την ευγενική του συμπεριφορά χωρικούς, δασκάλους και προύχοντες και γρήγορα έγινε ένα µε τους απλούς αγωνιστές της Μακεδονίας.
Επιπλέον, ο θάνατος του Παύλου Μελά ενέπνευσε όλη την πνευματική γενιά που έζησε τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Αυτό, όμως, που πραγματικά κάνει εντύπωση είναι η συνέχεια μέσα στο χρόνο της αποτίμησης του χαμού του -τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στην τέχνη.
Ο Μελάς αποτελεί έμπνευση και ένα σύμβολο διαχρονικό. Η προσωπικότητά του, οι αγνές προθέσεις του για την πατρίδα, το όραμά για μια καλύτερη και ισχυρότερη Ελλάδα δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν άνθρωπο.
Ο Ίωνας Δραγούμης εξέδωσε το 1907 το βιβλίο «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» με το ψευδώνυμο Ίδας. Στο βιβλίο του, ο Δραγούμης απέδωσε τον θάνατο του Μελά στην ανάγκη του να φορτωθεί τις «αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτίες».
Απευθύνθηκε στα «παιδιά του Ελληνισμού, τα αγαπημένα Ελληνόπουλα» και τα ξόρκισε να μη λησμονήσουν «ποτέ τον θάνατο του Παλληκαριού» και «προπάντων τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε….».
Στο έργο της Πηνελόπης Δέλτα, ο «Μάγκας», υπογραμμιζόταν η αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας από το θάνατο του Μελά, καθότι «ο θάνατος του Μίκη Ζέζα μας άνοιξε τα μάτια, μας ξύπνησε από το βαθύ μας ύπνο».
Στη συνέχεια, το 1906, ο Σαράντος Αγαπηνός, ακολουθώντας το παράδειγμα του Παύλου Μελά, πηγαίνει εθελοντικά στη Μακεδονία, ενώ φλέγεται και αυτός από τον πόθο να αγωνιστεί για την απελευθέρωσή της.
Μια σημαντική πτυχή του μακεδονικού αγώνα, κατά το 1906 ιδίως και μετά, ήταν η προσπάθεια Ελλήνων και Βουλγάρων για επικράτηση στη λίμνη των Γιαννιτσών.
Η λίμνη αύτη, γνωστή και ως «Βάλτος», ήταν μία τεράστια περιοχή 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων νότια των Γιαννιτσών, η οποία δεν είχε ακόμη αποξηρανθεί και αποτελούσε ιδανικό πεδίο για ανταρτοπόλεμο, όπως απαιτούσε η πολεμική ιδιομορφία του Μακεδονικού Αγώνα.
Δ23 Από πολύ νωρίς, οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν τον στρατηγικό χαρακτήρα της περιοχής. Έτσι είχαν βρει καταφύγιο στον Βάλτο και από αυτό το ασφαλές ορμητήριο δυνάστευαν τα γύρω χωριά και έλεγχαν τους δρόμους που συνέδεαν την Θεσσαλονίκη με τα μεγάλα αστικά κέντρα της περιοχής.
Η παρουσία του Άγρα στη λίμνη των Γιαννιτσών, έδωσε ένα δυναμικό χαρακτήρα στις δράσεις του ελληνικού σώματος, καθόσον ήταν ορμητικός και τολμηρός χαρακτήρας, με αποτέλεσμα μάλιστα να τραυματιστεί δυο φορές.
Η συχνή φράση του Άγρα που τη συνοδεύει πάντα με ένα γλυκό μειδίαμα είναι «εμπρός παιδιά ή εμείς ή εκείνοι». Γνώριζε ότι με την απόφασή του, υλοποιούσε πολλές φορές επιχειρήσεις που εξέθεταν τον εαυτό του και τους αφοσιωμένους ευζώνους σε μεγάλους κινδύνους, αλλά η φύση του εθνικού αγώνος απαιτούσε τέτοιες θυσίες.
Δεν αισθανόταν την κόπωση από την ένταση, τις εργασίες και τη συνεχή αϋπνία, ως τολμηρός και ριψοκίνδυνος περιφρονούσε τον θάνατο, ενώ ζητούσε συνεχώς, μέσα από παράτολμες πράξεις, την επιτυχία και τη νίκη και παρά την κλονισμένη υγεία του και τα τραύματα.
Με τον καιρό, όμως, ο Άγρας βλέποντας και τις δυσκολίες του αγώνα, έκανε σκέψεις για μια άλλη προσέγγιση της κατάστασης. Ως ιδεαλιστής που ήταν, είχε σχηματίσει την άποψη ότι θα μπορούσε να θέσει τέρμα σε αυτό τον αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Έτσι, προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τα βουλγαρικά σώματα που δρούσαν στην περιοχή του Βερμίου, ώστε αρχηγοί και μέλη βουλγαρικών συμμοριών να προσχωρήσουν στα ελληνικά σώματα.
Όλοι όμως προσπαθούσαν να αποτρέψουν τον Άγρα γνωρίζοντας την κακοπιστία και την δολιότητα των Βουλγάρων. Με επιμονή όμως και ευπιστία συνεχίζει τις συνεννοήσεις και αφού συμφώνησε να συναντηθεί με τους αντιπάλους του, πήρε μαζί του τον συναγωνιστή του Αντώνιο Μίγγα και έφτασε στο σημείο συνάντησης χωρίς συνοδεία, γεγονός που οδήγησε σε τραγικό αποτέλεσμα.
Οι Βούλγαροι, αθετώντας κάθε συμφωνία και ενεργώντας κατά δόλιο τρόπο, τους αφόπλισαν, τους έδεσαν και για τέσσερα ολόκληρα εικοσιτετράωρα τους βασάνισαν, τους έσερναν ξυπόλητους και τους διαπόμπευσαν σε όλα τα χωριά της περιοχής, για να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων.
Τέλος, το βράδυ της 7ης Ιουνίου 1907 ημέρα Πέμπτη, κρέμασαν τον Καπετάν Άγρα και τον Μίγγα σε μια υψηλή καρυδιά, ανάμεσα στα χωριά Τέχοβο και Βλάδοβο.
Χωριά, τα οποία μετέπειτα μετονομάσθηκαν, αντιστοίχως, σε Καρυδιά και Άγρας, για να μένει η ιερή μνήμη του Καπετάν Άγρα άσβεστη, ως Εθνομάρτυρα Μακεδονομάχου.
Είναι χαρακτηριστικό για τον θάνατο του Άγρα το παρακάτω αυτοσχέδιο μοιρολόι από τις απλοϊκές γυναίκες της περιοχής:
Δεν έχεις μάνα γλυκό μας τέκνο να σε κλάψει,
Δεν έχεις αδερφή να σε πενθήσει,
Πώς σας γέλασαν,
Πώς σας έφεραν να σας κρεμάσουν στην καρυδιά,
Να σας φέρουν σε ξένο μέρος,
Ξένες μάνες να σας κλάψουν,
Ξένες αδελφές να σας μοιρολογήσουν.
Η θυσία του καπετάν Άγρα συγκλόνισε τόσο τους Έλληνες που αντί να τους φοβίσει, αντίθετα προκάλεσε την αγανάκτησή τους και τους ξεσήκωσε ακόμα περισσότερο. Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα.
Συνολικά, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή του Τέλλου Άγρα στις σκληρές μάχες για την εκκαθάριση της λίμνης των Γιαννιτσών από τους Βούλγαρους. Παράτολμος, αψηφώντας κινδύνους, πολέμησε πρωτοστατώντας στις συμπλοκές με τους αντιπάλους του, δίχως να τον καταβάλλουν οι τραυματισμοί, οι ασθένειες και οι πυρετοί του Βάλτου.
Δ31 Ταπείνωσε τους Βουλγάρους και τα θρυλικά του κατορθώματα σκόρπισαν τη χαρά και την ανακούφιση στον τοπικό πληθυσμό και πολλά χωριά της περιοχής επανήλθαν στο Πατριαρχείο.
Δ32 Στη μνήμη του Τέλλου Άγρα, «του ιδανικού ήρωα», όπως τον χαρακτηρίζει η Πηνελόπη Δέλτα, αφιερώνει το βιβλίο της «Στα μυστικά του Βάλτου», που πρωτοεκδόθηκε το 1937, με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
Συγκεκριμένα, η Δέλτα αναφέρεται στη δράση του Άγρα, στην οξυδερκή στρατιωτική του αντίληψη και στη σημασία που είχε η παρουσία του για τις ελληνικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στο Βάλτο, στην προδοσία που υπέστη και στη δολοφονία του ίδιου και του αχώριστου φίλου του, Αντώνη Μίγγα.
Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει σε μια ομιλία του για τους δύο ήρωες, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Μακαριότατος κ.κ. Ιερώνυμος, «ο δεσμός της αγάπης, της πιστότητας και της φιλίας των δύο ανδρών έμεινε παροιμιώδης. Μόνο όσοι έχουν υψηλά ιδανικά, όπως είναι αυτά της λατρείας προς τον Θεό και της φιλοπατρίας, μπορούν να αναπτύξουν τέτοια φιλία ανιδιοτελή και θυσιαστική μέχρι θανάτου».
Ο νεαρός Τέλλος Άγρας ήταν ένας πραγματικός ήρωας, που απαρνήθηκε την εύκολη ζωή στην Αθήνα και με ηθικά όπλα τον πατριωτισμό και την παλικαριά του, πήγε πρώτα να υπηρετήσει στα σύνορα και κατόπιν κυνήγησε με αυτοσυνειδησία το όνειρό του στο Βάλτο των Γιαννιτσών, σε μια προαποφασισμένη μαρτυρική πορεία προς τη θυσία, ενώ έγινε ένα µε τους αγωνιστές της Μακεδονίας.
Η συμβολή του στον Μακεδονικό αγώνα ήταν πολύ σημαντική. Έγινε θρύλος και εμβληματική φιγούρα. Το όνομά του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στο πάνθεο των ηρώων της νεότερης ελληνικής ιστορίας…
Επίσης αξίζει να αναφερθεί η καταλυτική συνεισφορά των ελληνικών Προξενείων, τα οποία απετέλεσαν τα λίκνα του Μακεδονικού αγώνα και ειδικά του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης, με τους προξένους Ίωνα Δραγούμη και Λάμπρο Κορομηλά αντίστοιχα.
Η μεγάλη σημασία του Μακεδονικού αγώνα για τον ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη. Ο ιδιόμορφος αυτό αγώνας, ο οποίος τερματίστηκε το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων, ουσιαστικά με ένα είδος άτυπης εκεχειρίας, υπήρξε απόλυτα εθνωφελής.
Στον αγώνα αυτό, η προσωπικότητα των αρχηγών έπαιξε κύριο ρόλο, γιατί ήταν αγώνας επιρροής και επικράτησης πρώτιστα των ψυχών και έπειτα των όπλων. Η συμβολή εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα Κρητών, ήταν σημαντική, αλλά τίποτα δεν θα είχε γίνει χωρίς τη θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων της Μακεδονίας.
Αξίζει τέλος να αναφερθώ, καθώς μας τιμά με την παρουσία της η εγγονή του Παύλου Μελά κ. Ναταλία Ιωαννίδου, στο σημαντικό έργο της διάσωσης και αποκατάστασης της ιστορικής οικίας του Παύλου Μελά στην Κηφισιά, που αποτελεί ζωντανό μνημείο της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Το έργο αυτό υλοποιήθηκε χάρη στην κοινή και μεθοδευμένη προσπάθεια ορισμένων ανθρώπων, όπως της εγγονής του Παύλου Μελά, της υπουργού Πολιτισμού κυρίας Λίνας Μενδώνη, του πρόεδρου της εταιρείας «Κύκλωψ» κυρίου Άρη Θεοδωρίδη, εταιρεία η οποία κάλυψε συνολικά το κόστος αποκατάστασης και τέλος στην τεράστια συνδρομή του πρώην Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας και επίτιμου Αρχηγού ΓΕΣ και νυν Διοικητή του Αγίου Όρους Στρατηγού κ. Αλκιβιάδη Στεφανή.
Το έργο αυτό απετέλεσε «προσωπικό στοίχημα» του κ. Στεφανή και ήταν αυτός που μετά από πολλές επαφές και συνομιλίες με την εγγονή του ήρωα, και κληρονόμο του ακινήτου, κυρία Ναταλία Ιωαννίδου την έπεισε να προχωρήσει στη δωρεά της οικίας προς το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ως πρώτο βήμα για την αποκατάσταση του ακινήτου.
Τελικά τι θα πρέπει να μας μείνει από αυτή την εκδήλωση, ποια είναι η ιστορική κληρονομιά και παρακαταθήκη των ηρώων Παύλου Μελά και Τέλλου Άγρα, για όλους εμάς, ακόμα και σήμερα;
Οι ήρωες αυτοί μας δίδαξαν την έννοια του καθήκοντος και την χωρίς όρια προσφορά προς την πατρίδα, μας απέδειξαν με τη ζωή και τον θάνατό τους ότι το να αγωνίζεσαι για τα ιδανικά σου δε σε κάνει απλώς γενναίο, σε κάνει ήρωα.
Μας έδειξαν ότι πρέπει να ζούμε τη ζωή μας με πάθος και ενθουσιασμό, να έχουμε στόχους και όραμα, με σύμμαχό μας την τόλμη, όπως και να επιδιώκουμε τη νίκη σε κάθε αγώνα, γιατί αυτή είναι για τους γενναίους και αποφασισμένους ανθρώπους.
Ειδικά για τους νέους μας, που σήμερα δέχονται διάφορες επιρροές, πολύ συχνά όχι ευεργετικές, πιστεύω ακράδαντα ότι αυτοί οι δυο ήρωες αποτελούν ένα μοναδικό πρότυπο και πηγή έμπνευσης, επειδή με το πνεύμα τους, διδάσκουν, με έναν αυθεντικό και σχεδόν αβίαστο τρόπο, την αξία της πατρίδας και φωτίζουν την ανάγκη να αισθανθούμε την Ελλάδα μέσα μας, για την ασφάλεια και την πρόοδο της οποίας, έχουμε χρέος όλοι οι Έλληνες να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.
Κλείνοντας, οφείλω να συγχαρώ την Διοίκηση του Δ΄ΣΣ και όλους όσους υποστήριξαν την οργάνωση αυτής της εκδήλωσης, καθόσον πρωτοβουλίες σαν την σημερινή, συμβάλλουν στη διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης και μας υπενθυμίζουν ότι έχουμε χρέος να γνωρίζουμε και να μην λησμονούμε, διότι έτσι δικαιώνονται οι θυσίες των ηρώων μας.
Τέλος, είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι η ιστορία και ο χρόνος δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ τη μνήμη του Παύλου Μελά και του Τέλλου Άγρα, γιατί πράγματι ήταν αληθινοί ήρωες.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας