Αγρότισσα στην πλατεία των Κομνηνών Ξάνθης, φώναξε «Ζήτω η Ελλάς» κι έπεσε νεκρή μπροστά στους συγχωριανούς της από τα πυρά των Βουλγάρων το 1944
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης
[email protected]
Τις μέρες αυτές στα Κομνηνά της Ξάνθης, οι κάτοικοι θα ξαναζούν στην ίδια πλατεία τις τραγικές στιγμές πού έζησαν στις 12-6-1944 όταν ένα βουλγαρικό στρατιωτικό απόσπασμα, συγκέντρωσε εκείνη την ημέρα 800
από τους κατοίκους του χωριού στην πλατεία κι έστησε τα πολυβόλα για να τους εκτελέσουν.
Προηγήθηκαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην γύρω περιοχή και συνέλαβαν τον 20χρονο αντάρτη Νικόλαο Σιδηρόπουλο και τον 16χρονο τροφοδότη των ανταρτών Κωστάκη Παπαδόπουλο και μέσα στο χωράφι του τον 50χρονο Δημήτριο Στίγκα. Τους βασάνισαν αγρίως για να αποκαλύψουν τα κρησφύγετα των ανταρτών. Στο τέλος τους εκτέλεσαν, έκοψαν τα κεφάλια τους, τα τοποθέτησαν σε σάκο και τα κατέβασαν στην πλατεία.
Ένας αξιωματικός κρατώντας από τα μαλλιά, περιέφερε τα κομμένα κεφάλια και ρωτούσε τους γονατιστούς κατοίκους αν τα αναγνωρίζουν…
Πρωτοφανής Κτηνωδία! Στο τέλος ο αποσπασματάρχης διέταξε να ετοιμαστούν τα πολυβόλα, αλλά κατόπιν παρεμβάσεως ενός Ρώσου στρατιωτικού γιατρού, ματαιώθηκαν οι εκτελέσεις. Την ίδια ώρα λεηλατούσαν και πυρπολούσαν τα σπίτια του χωριού. Τελικώς, μέσα από το πλήθος, οι Βούλγαροι ξεχώρισαν την σύζυγο
του εκτελεσθέντος Δημητρίου Στίγκα, Κυριακούλα, με την οποία ο βούλγαρος πρόεδρος του χωριού Μανόλωφ είχε προηγούμενα. Την δίκασαν και την καταδίκασαν σε θάνατο μπροστά στους έκπληκτους χωριανούς της
με συνοπτικές διαδικασίες, επειδή οι δύο γιοί της, Κώστας και Ανδρέας, ήταν αντάρτες στο βουνό. «Και δέκα παιδιά να είχα, θα τα έστελνε στο βουνό, να πολεμήσουν για την ελευθερία της πατρίδος μου» βροντοφώναξε η Κυριακούλα.
Ο αποσπασματάρχης διατάζει ένα λοχία με δύο στρατιώτες να πάρουν θέση στο εκτελεστικό απόσπασμα, ενώ ωτά την Στίγκα αν θέλει να της κλείσουν τα μάτια. Όχι ! φώναξε εκείνη θυμωμένα. Και όταν δόθηκε το σύνθημα: Επί σκοπόν!), με όση δύναμη είχε, βροντοφώναξε: «Ζήτω η Ελλάς!» Από τις ριπές των όπλων, η ηρωική γυναίκα σωριάστηκε στην άκρη της πλατείας, ενώ ακουγόταν γοερό το κλάμα γυναικών και παιδιών. Οι Βούλγαροι, έχοντας στα χέρια τους τα δημοτολόγια δήμων και κοινοτήτων, άρχισαν να στρατολογούν τους νέους και τους οδηγούν «ντουρντουβάκια» στη Βουλγαρία. Μέσα σε μια διετία περίπου 30.000 νέοι εστάλησαν για καταναγκαστική εργασία στη διάνοιξη δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών. Τους έντυναν με στολές του βουλγαρικού στρατού, έτρωγαν μπομπότα, παράξενες σούπες με λίπη και δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που έχαναν τη ζωή τους από επιδημίες ή τραυματίζονταν σε ατυχήματα, όπως εκρήξεις από δυναμίτιδα , ή από ξυλοδαρμούς για όσους επιχειρούσαν να δραπετεύσουν….
Οι εργασίες ξεκινούσαν τον Απρίλιο και σταματούσαν το Νοέμβρη, όταν δεν τις επέτρεπαν οι χιονοπτώσεις. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός διαμαρτυρήθηκε έντονα στις γερμανικές αρχές γράφοντας: «Επεβλήθη αναγκαστική εργασία και οι στρατολογούμενοι μεταφέρονται πολύ μακράν των εστιών των, απασχολούνται εις σκληράν χειρονακτικήν εργασίαν, τρεφόμενοι κακώς και διαιτώμενοι αθλίως… Η συμπεριφορά των Βουλγάρων είναι απάνθρωπος…»
Οι πρώτοι που απεστάλησαν από τα Κομνηνά ήσαν οι φίλοι, Κώστας Στίγκας, Κώστης Κοντογιαννίδης, Ανέστης Παναγιωτίδης.Επιβιβάστηκαν φρουρούμενοι με άλλους 20 στο Σταθμό της Σταυρούπολης και καθώς το τραίνο περνούσε από τούνελ, ο Στίγκας πήδησε από τοπαράθυρο και εξαφανίστηκε. Στη Βουλγαρία, με εκατοντάδες άλλους από τους νομούς Ξάνθης, Καβάλας, Δράμας και Σερρών, δούλευαν σκληρά στα κάτεργα κάτω από αντίξοες συνθήκες, στη Δοβρουτσά και τη Στάρα- Πλανίνα. Αν αρρώσταιναν, οι γιατροί τους έβγαζαν πάντα ικανούς προς εργασία…
«Μια μέρα», κατά διήγηση Κώστη Κοντογιαννίδη, «είδα τους Βούλγαρους φύλακες να μαστιγώνουν τους Παναγιωτίδη και Βυζικίδη, με μίσος, γιατί νόμιζαν ότι τους κορόιδευαν, επειδή τα καροτσάκια που
κουβαλούσαν χώμα και πέτρες, δεν ήταν γεμάτα!΄Οταν έλεγαν βουλγάρικα «βεβιτνάϊσε, σές ( 19 και 6), τρέμαμε! ΄Ηταν η τιμωρία με μαστίγιο, 19 στο σώμα και 6 στα πέλματα…»
Απο την πολύ σκληρή εργασία, κάποιοι άφησαν τα κορμιά τους άλλοι γύρισαν σακάτηδες στην Ελλάδα. Το παρακάτω τραγούδι, το έβγαλαν τότε και το σιγοτραγουδούσαν κρυφά για παρηγοριά, καθώς δούλευαν και
μαρτυρά πολλά απ’ όσα υπέφεραν από τους βανδάλους, που δεν μας ζήτησαν ακόμα, ΜΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ να αναπαυθούν οι ψυχές των νεκρών μας. Ιδού το άσμα που τραγουδούσαν: « Στις πέντε μας σηκώνουνε, να κάνουμε «οπόρτα» κι εμείς απ’ την εξάντληση, δεν βλέπουμε την πόρτα… «Σλίζαϊ» και «οστάβαϊ», ( Εμπρός! Σηκωθείτε!) αυτά μόνο ακούμε, θα το φωνάξουν μια φορά, κι αρχίζουν και βαρούνε…
Τρίστα κουλίτσκα (300 καροτσάκια) μούλεγε, να βγάλω ως το βράδυ, κι αν δεν τα βγάλω μάνα μου, δουλεύω με φεγγάρι… Κύριε τρις ελέησον ημάς!!!»