fbpx
ΑφιερώματαΤελευταία Νέα

Η ομιλία του Επιτίμου Αρχηγού ΓΕΣ Χαράλαμπου Λαλούση στην Αθήνα για τα 120 χρόνια από την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα

Την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024 στην αίθουσα πολιτισμού Ιωνία στην Βούλα στην Αθήνα μίλησε ο Στρατηγός εν αποστρατεία, επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ και πρ. Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Χαράλαμπου Λαλούση για τα 120 χρόνια από την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα 1904 -2024 στα πλαίσια της τιμητικής εκδήλωσης «Αφιέρωμα στον Μακεδονομάχο Παύλο Μελά».

Ακολουθεί η ομιλία του κ. Χαράλαμπου Λαλούση:

Αποτελεί για εμένα ιδιαίτερη τιμή και χαρά η δυνατότητα που μου δίνεται να συμμετάσχω ως κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση με θέμα “120 Χρόνια από την Έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα 1904-2024, Αφιέρωμα στον Μακεδονομάχο Παύλο Μελά”, και ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Δήμαρχο του Δήμου Βάρης, Βούλας, Βουλιαγμένης κύριο Γρηγόριο Κωνσταντέλλο για την τιμητική αυτή πρόσκληση.

Επίσης ευχαριστώ θερμά όλους εσάς για την παρουσία σας στη σημερινή αυτή εκδήλωση. Επιπλέον θέλω να ευχαριστήσω για την συνεισφορά τους στην οργάνωση της εκδήλωσης, την κυρία Εύα Φρακτοπούλου από το ιδιαίτερο γραφείο του κυρίου δημάρχου και τον Σχη εα κ. Νικόλτσιο Βασίλειο ο οποίος επιμελήθηκε την ιστορική έκθεση.  

Στο διάβα της ελληνικής ιστορίας, υπάρχουν πρωταγωνιστές που αφήνουν ένα μοναδικό αποτύπωμα, διότι με τον τρόπο σκέψης τους και τις πράξεις τους επηρέασαν τις ιστορικές εξελίξεις. Ιδιαίτερη, μάλιστα, μνεία αξίζουν εκείνοι που ηρωικά θυσιάστηκαν για την πατρίδα μας, ενώ αποτελούν αιώνια φωτεινά παραδείγματα για τις επόμενες γενεές.

Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν ο Παύλος Μελάς. Στον άκουσμα του ονόματός του, όλοι νοιώθουμε δέος και τεράστια ευγνωμοσύνη, για τον ήρωα που τόσο πρόωρα μα δοξασμένα έδωσε την ζωή του για την Μακεδονία. Η Ελλάδα του οφείλει πολλά.

Η προσπάθεια μου να μελετήσω την συνεισφορά του κορυφαίου ήρωα του Μακεδονικού αγώνα, εκτός από το ιστορικό ενδιαφέρον, είχε για εμένα και μια ιδιαίτερη συναισθηματική διάσταση για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι η κοινή μας ιδιότητα, αυτή του Έλληνα Αξιωματικού.

Ο δεύτερος είναι η εμψύχωση και η δύναμη που μου έδωσε, ως πρωτοετή Εύελπι, η ανάγνωση του γράμματος του Παύλου Μελά, που παραδίδεται από γενεά σε γενεά στη Σχολή Ευελπίδων, από Εύελπι σε Εύελπι, ως παράδοση και ηθική παρακαταθήκη, διατηρώντας το πνεύμα του ζωντανό στη Σχολή στο πέρασμα του χρόνου.  Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του γράμματος αυτού:     

……Άνδρες που περπατούν στη ζωή ευθυτενείς και με γαλήνη, μαθημένοι να πονούν χωρίς να υποφέρουν, να νικούν χωρίς να θριαμβολογούν, να νικώνται χωρίς να μοιρολογούν. Αυτοί είναι οι πραγματικοί άνδρες, θεμέλια γενεών. Αυτοί είναι οι Ευέλπιδες, οι αυριανοί ηγήτορες του Έθνους.

Νεαρέ Εύελπι μάθε και εξασκήσου να είσαι απλός, ολιγόλογος, συγκρατημένος, σεμνός. Λίγα λόγια πολλά έργα. Ανθρωπιά μεγάλη, πειθαρχία, πείσμα, αντοχή. Όποιος σε κοιτά, τα μάτια του να γεμίζουν παλλικάρι…

Ποιος ήταν ο Παύλος Μελάς, ποια η προσφορά του στην Μακεδονία…..Καταρχάς πιστεύω είναι σημαντικό να αναλύσουμε την προσωπικότητα του Μελά, να δούμε ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και του τρόπου σκέψης του.   

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία στις 29 Μαρτίου του 1870. O πατέρας του Μιχαήλ Μελάς, τον ονόμασε Παύλο τιμώντας τον πρόγονό τους, που είχε σκοτωθεί στην έξοδο του Μεσολογγίου, τον Απρίλη του 1826. Από τη γέννησή του λοιπόν ήταν φορέας της βαριάς εθνικής και οικογενειακής τιμής, για την υπεράσπιση της οποίας έμελλε να θυσιάσει και τη δική του ζωή.

Ο πατέρας του Παύλου, όταν το 1876 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, από την πρώτη κιόλας στιγμή επιδόθηκε σε φιλανθρωπική και εθνική δράση.[1] Ήταν ένας επιτυχημένος εκπρόσωπος της νεοπαγούς ετερόχθονου νεοελληνικής αστικής τάξης, της εμποτισμένης µε την εθνική ιδεολογία της εποχής, για την προώθηση της Μεγάλης Ιδέας. Άνθρωπος που αγαπούσε την πατρίδα με πράξεις, όχι με λόγια.

Ήταν καταλυτική η επιρροή του πατέρα του, διότι του ενέπνευσε την αγάπη  για την πατρίδα και την ελευθερία της. Κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, ο Παύλος νεαρός, καθώς έβλεπε την σημαία της φρουράς να περνάει, έβαζε τα κλάματα από συγκίνηση. Αναθρεμμένος σε αυτό το  περιβάλλον φιλοπατρίας, ήταν επόμενο να επηρεαστεί σχετικά από μικρή ηλικία.  

Ο Παύλος Μελάς ως προσωπικότητα ήταν ευγενικός, συναισθηματικός, ενθουσιώδης, ιδεολόγος, οραματιστής, ανδρείος και με χαλύβδινη αντοχή. Αυτό που τον έκανε ξεχωριστό ήταν το πάθος του για ό,τι έκανε και για ό,τι ζούσε. Το καθαρό του βλέμμα και η λάμψη στα μάτια του ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αντανακλούσαν μια ισχυρή διάθεση για ζωή.

Ο νους και το μυαλό του ήταν πάντα στους αγώνες για την Πατρίδα και τα νέα που άκουγε για τους αγωνιστές από τους μεγαλύτερους. [2]  Όνειρο του ήταν να γίνει άξιος, να αγωνιστεί και αυτός όσο τον δυνατόν πιο γρήγορα. Αρχίζει από νωρίς να ετοιμάζεται, ακόμα και από το σχολείο.

Την ημέρα της αποφοίτησής του από το Γυμνάσιο της Πλάκας  ντύθηκε πρόσκοπος και έδωσε όρκο να περάσει κρυφά τα σύνορα ως αντάρτης στη Μακεδονία. Για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, άρχισε να γυμνάζεται εντατικά, όμως έσπασε το πόδι του, αισθάνθηκε ταπεινωμένος και τότε άλλαξε σχέδια. Θα φοιτούσε πρώτα στη Σχολή Ευελπίδων, θα ανδρωνόταν και δυνατός στην ψυχή και το σώμα, με καθαρό μυαλό γεμάτο γνώση, θα μπορούσε να βοηθήσει ουσιαστικότερα την πατρίδα του.

Το 1886 κατόπιν εξετάσεων, αυτός και 22 άλλοι υποψήφιοι εισέρχονται στην Σχολή Ευελπίδων,[3]  όπου πλέον θα πάρει την σωστή στρατιωτική εκπαίδευση που αναζητά. Η επιλογή του να φοιτήσει στη Σχολή ταίριαζε απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα του. Τότε η Σχολή βρισκόταν στον Πειραιά σε ένα διώροφο κτήριο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει.

Τον Αύγουστο του 1886, τρεις μόλις ημέρες πριν αρχίσουν οι εξετάσεις για την εισαγωγή του στη Σχολή των Ευελπίδων, ο Παύλος Μελάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Εκλέγων το στάδιον αυτό, δεν υπήκουσα παρά εἰς µίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εἰς τον πλησίον και εις τον τόπον µου… Αυτή είναι όλη µου η φιλοδοξία. Και όπως κάθε καλός στρατιώτης θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμμία δυσκολία δεν θα µε σταματήσει…».[4]

Στη Σχολή την πρώτη περίοδο το δυσκολότερο δεν ήταν η σωματική καταπόνηση, αλλά η ψυχική πίεση που δεχόταν καθημερινά, σε ένα πολύ αυστηρό και ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον.[5]

Τον Παύλο τις δύσκολες στιγμές στην Σχολή τον βοηθούσε η αλληλογραφία µε την οικογένειά του. Στην αρχή αντάλλασσαν 2 µε 3 γράμματα την εβδομάδα. Η μητέρα του, τον συμβούλευε να κοιτάει μακριά, δηλαδή πόσο πολύ χρήσιμος θα είναι για την πατρίδα και την οικογένεια του και όχι τα μικρά βάσανα που είχε μέσα στη σχολή. Αυτά που πραγματικά κράτησαν τον Παύλο στην σχολή, ήταν η ατελείωτη αγάπη που είχε για την πατρίδα και ο πόθος του να αγωνισθεί για αυτήν.

Στη Σχολή αναζωπυρώθηκαν τα εθνικά ιδεώδη µε τα οποία είχε ανδρωθεί και αναπτύχθηκαν οι προσωπικοί του δεσμοί µε τους συμμαθητές του, επίσης ορκισμένους στην εκπλήρωση των πόθων για την εθνική ολοκλήρωση.[6]

Είναι γεγονός ότι η Σχολή Ευελπίδων άσκησε τεράστια επιρροή  στον Παύλο Μελά, διότι μέσω της εκπαίδευσης, καλλιεργήθηκαν στην ψυχή του οι ηθικές αξίες και οι στρατιωτικές αρετές, δηλαδή τα απαραίτητα ψυχικά εφόδια για κάθε ηγήτορα, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί με υψηλό επαγγελματισμό, όραμα, πάθος και αισιοδοξία ΝΙΚΗΤΗ, στις πολλαπλές απαιτήσεις και προκλήσεις του λειτουργήματός του. 

Και αυτή είναι η τεράστια προσφορά της Σχολής των Ευελπίδων μέχρι σήμερα, να αποτελεί αδιαλείπτως την κοιτίδα των «καλών ελπίδων του Έθνους και της Πατρίδας» όπως οραματίσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο ιδρυτής της. Και τούτο το καταφέρνει θέτοντας το χρέος απέναντι στην πατρίδα ως υπέρτατο καθήκον, διαμορφώνοντας μέσα από την ΙΔΕΑ του ΕΥΕΛΠΙ τους αυριανούς ηγήτορες, τους φύλακες της ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας και της ασφάλειας της πατρίδας  μας, εμφορούμενους από αρετές, αξίες, υψηλό φρόνημα και δεξιότητες, ικανούς και άξιους να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της εποχής τους.

Η Σχολή των Ευελπίδων ως λίκνο των μονίμων Αξιωματικών του Στρατού μας, στο διάβα των δύο σχεδόν αιώνων ένδοξης ιστορίας και προσφοράς, ταυτίστηκε με την υπόσταση, τις ελπίδες και τους αγώνες του έθνους. Σε αυτούς τους αγώνες, η προσφορά της Σχολής είναι εξαιρετικά μεγάλη, καθόσον απόφοιτοι Αξιωματικοί σχεδίαζαν και διηύθυναν τις πολεμικές επιχειρήσεις και πότιζαν με το αίμα τους τα πεδία των μαχών. Πιστοί στο καθήκον εκατοντάδες Αξιωματικοί ακόμα και Ευέλπιδες, πριν αποφοιτήσουν, θυσιάστηκαν για την πατρίδα,  οδηγούντες γενναίους άνδρες εις τη νίκη.

Αξίζει να αναφέρω ότι το 2018, όταν η Σχολή Ευελπίδων συμπλήρωσε 190 χρόνια από την ίδρυσή της το 1828, πραγματοποιήθηκε η τελετή μετονομασίας της Λεωφόρου Βάρης- Κορωπίου σε Λεωφόρο Ευελπίδων και παράλληλα ο Δήμος Βάρης, Βούλας, Βουλιαγμένης τίμησε τη Σχολή, επιδίδοντας το χρυσό μετάλλιο του Δήμου. Οι παραπάνω δυο πράξεις του Δήμου, υποδηλώνουν την αναγνώριση της τεράστιας προσφοράς της Σχολής Ευελπίδων στο Έθνος, αλλά και την εξαιρετική συνεργασία και εκτίμηση που έχει εδραιωθεί μεταξύ τους τα τελευταία χρόνια.

Ο Παύλος Μελάς αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1891 από την Σχολή των Ευελπίδων, μετά από πέντε έτη σπουδών, ως ανθυπολοχαγός Πυροβολικού.[7] Ένοιωθε πολύ υπερήφανος που τελείωσε την Σχολή αλλά και για τις γνώσεις που απόκτησε και τις αρχές και αξίες που διδάχθηκε.[8]

Ως Αξιωματικός ήταν ενθουσιώδης, ευσταλής και ξεχώριζε μέσα στην υπέροχη στολή του, ενώ είχε ένα μοναδικό τρόπο με τον οποίο  διοικούσε. Πίστευε ότι για να μπορείς να απαιτήσεις από τους άνδρες σου, πρέπει εσύ πρώτα να είσαι άξιος, να κοπιάσεις σωματικά, να λερώσεις τα χέρια σου, να κοιμηθείς στα σανίδια. Το στρατό τον έβλεπε σαν ένα σχολείο του έθνους και πάντα αναζητούσε την ποικιλία στην εργασία του. Για αυτό καμιά λεπτομέρεια, όσο βαρετή και αν είναι, δεν ήθελε να την παραμελεί.

Πολλές φορές ήταν αυστηρός και απόλυτος, παρόλα αυτά οι στρατιώτες σε αυτόν πάντα ήθελαν να εκμυστηρευτούν τα προβλήματά τους και τις στεναχώριες τους. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζει τα πράγματα και να κάνει τα προβλήματα να φαίνονται πιο απλά από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Οι άνδρες του τον έλεγαν «πατέρα».

Το Μάρτιο του 1892 ο Παύλος αρραβωνιάστηκε τη Ναταλία Δραγούµη και τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκαν. Οι δύο ιστορικές οικογένειες του Μελά και του Δραγούμη ενώθηκαν και έτσι διευρύνθηκε περαιτέρω ο κύκλος των μακεδονικών δραστηριοτήτων τους. Τα σπίτια εξελίχθηκαν σε «κέντρα διερχομένων» από τη Μακεδονία, οι οποίοι παρείχαν πληροφορίες για την εκεί κατάσταση.

Ταίριαζαν µε την γυναίκα του στις ιδέες και τα πιστεύω τους, άλλωστε είχαν παρόμοια ανατροφή. Η Ναταλία είχε μακεδονική καταγωγή. Η λαχτάρα της επανασύνδεσης της Μακεδονίας µε την υπόλοιπη Ελλάδα επικρατούσε στην οικογένεια από την εποχή που ήταν μικρά παιδιά. Λαχτάρα που δεν άργησε να περάσει και στον Παύλο ως υποχρέωση προς τον ελληνικό λαό.[9] Ο Παύλος αγαπούσε ιδιαίτερα την γυναίκα του και εμπιστεύονταν την κρίση της.  

Η δράση της οικογένειας Μελά εντάθηκε μετά τη σύσταση της Εθνικής Εταιρίας, στις 12 Νοεμβρίου 1894. Ο Παύλος δεν μπορούσε να λείπει από αυτήν, έτσι μαζί με άλλους νεαρούς αξιωματικούς συνέβαλαν στην ίδρυση της Εταιρείας, εμποτισμένοι από τις παραδόσεις και τους συμβολισμούς των Φιλικών. Η αυξανόμενη απήχηση της Εταιρίας ως φορέα υπεράσπισης των εθνικών ζητημάτων, την έφερε σε αντιπαράθεση με την Κυβέρνηση, λόγω διαφορετικών απόψεων σε σχέση µε τα εθνικά δίκαια.

Η ενεργός δράση του Παύλου και του πατέρα του αναδεικνύει τον υπέρμετρο ενθουσιασμό και τον ρομαντισμό τους και απηχεί το γενικότερο εθνικό παραλήρημα των παραμονών του Ελληνο-τουρκικού Πολέμου του 1897.

Παρ’ όλα αυτά, η εθνική ιδεολογία δεν υπήρξε για την οικογένεια Μελά πρόσχημα διαιώνισης εξουσίας και κύρους, αλλά ουσιαστικός σκοπός. Όμως η υπερβολική αυτοπεποίθηση,[10] η ρομαντική αίσθηση του καθήκοντος και το ασήκωτο βάρος της ιστορίας, δεν ήταν ιδανικός συνδυασμός για την άσκηση λελογισμένης πολιτικής, προς υλοποίηση των εθνικών στόχων. Δεν είναι τυχαίο ότι η καταστροφή του 1897 ώθησε τον Μιχαήλ Μελά στη μελαγχολία και στον θάνατο στις 17 Ιουνίου 1897.

Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου επηρέασε καθοριστικά τις εθνικές εξελίξεις. Ο κακός χειρισμός του εθνικού ζητήματος στα χρόνια 1896 -1897 οδήγησε την Ελλάδα σε δεινή στρατιωτική ήττα και εθνική ταπείνωση. Σε χρόνο ελάχιστο από την έναρξη του πολέμου ο ελληνικός στρατός αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Θεσσαλία.

Ο πόλεμος τον οποίο η εθνική φιλοτιμία ονόμασε «ατυχή» άρχισε με τις χειρότερες προϋποθέσεις για την Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός είχε να αντιμετωπίσει καλυτέρα οργανωμένες τουρκικές δυνάμεις, πρόσφατα αναδιοργανωμένες από Γερμανούς αξιωματικούς, που υπερείχαν σε οργάνωση, οπλισμό και πολεμική τακτική.

Οι προσωπικές επιστολές του Παύλου Μελά φανερώνουν την καταρράκωσή του από τον κόλαφο που είχε υποστεί ο ελληνικός στρατός. Ο Παύλος αισθάνθηκε τόση ντροπή και ταπείνωση, που για λόγους ευθιξίας, κάποια στιγμή σκέφθηκε να παραιτηθεί από το στράτευμα.    

Οι συνέπειες της ήττας του 1897 ήταν τραγικές για την ηθική υπόσταση της Ελλάδας, ενώ η ανάγκη ουσιαστικού εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του του στρατού, έγινε πιο επιτακτική όσο ποτέ. Υπεύθυνη για την καταστροφή θεωρήθηκε η Εθνική Εταιρία, η οποία αν και με διάφορες μορφές επέζησε ως το 1900, διαλύθηκε τελικά από την κυβέρνηση Θεοτόκη, ωστόσο, ο δεσμός που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των νέων αξιωματικών-μελών[11] της διατηρήθηκε.

Ο Παύλος Μελάς, αφού ανέκαμψε από το θάνατο του πατέρα του και έχοντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, αναμίχθηκε έντονα στις  μακεδονικές υποθέσεις. Μέχρι την έξοδό του στη Μακεδονία συνέλεγε πληροφορίες και διενεργούσε εράνους. Μέσω του  κουνιάδου του Ίωνα Δραγούμη[12] αλλά και του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη,[13] του σημαντικότερου αρχικά συνδέσμου µε τους ντόπιους οπλαρχηγούς και επιτρόπους, στήριζε οικονομικά τα εκπαιδευτήρια της Μακεδονίας, συντηρούσε εθνικές επιτροπές και φρόντιζε να δημιουργεί στενές σχέσεις µε τους τοπικούς παράγοντες της Μακεδονίας.

Αυτό που προβλημάτισε ιδιαίτερα και εξόργισε τον Παύλο Μελά, ήταν η επιφυλακτική στάση της  ελληνικής κυβέρνησης για τα γεγονότα και τις εξελίξεις στην Μακεδονία. Αυτό φαίνεται και από την αλληλογραφία του Παύλου Μελά με τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος είχε διοριστεί το Νοέμβριο του 1902 υποπρόξενος στο Μοναστήρι.[14]

Τα δεδομένα της εποχής για την Ελλάδα, την επαύριον της οδυνηρής εμπειρίας τον ελληνο-τούρκικού πολέμου, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, απασχολημένες με τα σοβαρά εσωτερικά ζητήματα από την πρόσφατη καταστροφή, δίσταζαν σε κάθε κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν πράξη εχθρική προς την Τουρκία και να κλονίσει τη συνθήκη που είχε υπογραφεί. Μόνο από το 1901 και ύστερα δινόταν κάποια μικρή ενίσχυση στις ελληνικές κοινότητες και αυτή για τα σχολεία και τις εκκλησίες που μόνες συντηρούσαν.

Όμως η κυβέρνηση Θεοτόκη, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, άρχισε να παίρνει ορισμένα μέτρα το χειμώνα του 1903-04 και όταν εκτιμήθηκαν οι συνέπειες της βουλγαρικής εξέγερσης του Ίλιντεν,[15] ενώ κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί πλέον σοβαρά η ελληνική ένοπλη εμπλοκή στη Μακεδονία.

Τότε θα συγκροτηθεί ένας σύλλογος το Μακεδονικό Κομιτάτο,[16] ο οποίος στηρίχθηκε ηθικά και υλικά από την κυβέρνηση, με πρόεδρο τον Δημήτριο Καλαποθάκη, διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός», που θα πάρει στα χέρια του την οργάνωση του αγώνα στη δυτική κυρίως Μακεδονία, ενώ αποφασίζεται η αποστολή του Λάμπρου Κορομηλά, ως γενικού προξένου Θεσσαλονίκης[17] και η αλλαγή πολιτικής για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην Μακεδονία.

Για το μέλλον της Μακεδονίας δεν υπήρχε, ούτε ήταν εφικτό με τα τότε δεδομένα να δημιουργηθεί, ανάλογη συναίνεση των μεγάλων δυνάμεων όπως έγινε στο θέμα της  απελευθέρωσης της Κρήτης. Το μέλλον της ενδιέφερε, εκτός από την Ελλάδα και την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Αυστρία και την Ιταλία, εμμέσως δε και τη Ρωσία.

Από τη σκοπιά της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή, αν και είχε υπονομευτεί σοβαρά το δόγμα της ανάγκης να διατηρηθεί η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι μεγάλες δυνάμεις δεν συμφωνούσαν ως προς τον διαμελισμό της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Οι Οθωμανοί από την πλευρά τους είχαν εφαρμόσει επιδέξια μια πολιτική εκμετάλλευσης των διενέξεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών, ώστε να αποκλείσουν συμμαχίες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ευρωπαϊκή τους κυριαρχία.

Προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην αυγή του 20ου αιώνα ήταν οι δυο βασικές και συχνά αντικρουόμενες ανησυχίες της, η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών υπό οθωμανική κυριαρχία και η παρεμπόδιση ων Βουλγάρων από το να κυριαρχήσουν στην Μακεδονία.   

Ο Μακεδονικός Αγώνας, ήταν ένας πολυμέτωπος «αμυντικός»  αγώνας και απετέλεσε την τελευταία και πιο κρίσιμη φάση των εθνικών προσπαθειών να διασφαλιστούν τα εθνικά συμφέροντα στη Μακεδονία, με την προστασία των ελληνικών κοινοτήτων από τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν προηγηθεί κατά τριάντα σχεδόν χρόνια στην προβολή των δικών τους εθνικών διεκδικήσεων στην περιοχή.

Σε εποχή που την πολιτική και τις βλέψεις των Βουλγάρων χαρακτήριζε ένας άκρατος και επεκτατικός εθνικισμός, μια ενδεχόμενη αδράνεια από μέρους των Ελλήνων για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον ελεύθερο κορμό του έθνους, ίσως επέβαινε μοιραία για το κομμάτι αυτό του Ελληνισμού.  

Ο Μακεδονικός Αγώνας λοιπόν, ήταν μια ελληνική αντίδραση μεγάλης κλίμακας στο ενδεχόμενο να εξασφαλίσει η Βουλγαρία ερείσματα σε περιοχές της Μακεδονίας και γενικά να αποκτήσει πλεονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας στην αλύτρωτη χώρα, ώστε να εκμεταλλευτεί προς όφελός της πιθανή αυτονόμηση της Μακεδονίας. Ορισμένοι Βούλγαροι πολιτικοί έβλεπαν, ύστερα από την ματαίωση του σχεδίου της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, την αυτονομία της Μακεδονίας ως προσωρινή μεταβατική κατάσταση που θα τους ευνοούσε και αργότερα θα έβρισκαν κάποια ευκαιρία για ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, όπως είχε γίνει με την ανατολική Ρωμυλία.

Ο Μακεδονικός αγώνας, άρχισε µε αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, και κυρίως με την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική διείσδυση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και εξελίχθηκε τελικά σε αδυσώπητο και εξοντωτικό ένοπλο αγώνα.[18]

Η διείσδυση αυτή μάλιστα αυξήθηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της κρίσης στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, από το 1896 και εξής, και με αφορμή την επανάσταση των Κρητικών, όταν η Βουλγαρία κατά κύριο λόγο, αλλά και η Σερβία έσπευσαν να εξασφαλίσουν εκκλησιαστικά δικαιώματα σε πολλά τμήματα της Μακεδονίας.

Από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, που στηρίχθηκε από την Πύλη, είχε δοθεί το δικαίωμα στους Βουλγάρους να επεκταθούν, με τη μορφή εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, σε αρκετά μεγάλη περιοχή, που σύντομα διευρύνθηκε από τα βόρεια προς τα νότια διαμερίσματα της Μακεδονίας.

Από την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα  ότι Εξαρχικὸς σημαίνει Βούλγαρος, ενώ αντίθετα Πατριαρχικός Έλληνας. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση του ζητήματος  θα αποτελέσει τον άξονα γύρω από τον οποίο θα περιστραφεί αργότερα όλος ο αγώνας.

Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τα σχολεία. Προσπάθεια ειρηνική αρχικά για την εξάπλωση του βουλγαρικού σχολείου  στη Μακεδονία, και διωγμοί και φόνοι Ελλήνων δασκάλων ύστερα. Τότε αρχίζει να αφυπνίζεται ο Ελληνισμός και δίνεται περισσότερη  προσοχή στο σχολείο και στην εκπαίδευση στη Μακεδονία, για την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου.

 Η εκπαίδευση έπρεπε να εξυπηρετεί κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, την εθνική σκοπιμότητα, προτεραιότητα την οποία είχαν επιβάλει οι Βουλγάροι  και αργότερα οι Σέρβοι και οι Ρουμάνοι και λαμβάνοντας υπόψη ότι η γλώσσα αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των λαών.

Οι στατιστικές των σχολείων της Μακεδονίας στάθηκαν η καλύτερη απόδειξη της εθνογραφικής σύστασης του πληθυσμού και ήταν οι μόνες που δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ. Ο  αριθμός των  ελληνικών σχολείων και η θέση τῆς ελληνικής εκπαίδευσης αντιστοιχούσαν επακριβώς στη δύναμη του Ελληνισμού της Μακεδονίας.[19]

Ομάδες ενόπλων, από την ελεύθερη Ελλάδα και από τη Μακεδονία, με επικεφαλής ως επί το πλείστον Έλληνες αξιωματικούς, στήριζαν το έργο των Ελλήνων δασκάλων, προστάτευαν τις χριστιανικές κοινότητες και επιδίωκαν τη σύγκρουση με τις ομάδες των αντιπάλων, αλλά εν τέλει συγκρούονταν και με τις δυνάμεις καταστολής που διατηρούσαν στην περιοχή οι Τούρκοι.[20]

Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν και ο ρόλος των εκκλησιαστικών ποιμένων στις Μητροπόλεις της Μακεδονίας. Με τη φωτισμένη παρουσία του Ιωακείμ Γ’ στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, από τις αρχές του 1900 αρχίζουν να τοποθετούνται στη Μακεδονία νέοι, μορφωμένοι, δραστήριοι και ικανοί Ιεράρχες, όπως ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα (ο μετέπειτα εθνομάρτυρας Σμύρνης) και ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά. Το κράτος είχε την ανάγκη του μηχανισμού και των ερεισμάτων που διέθετε το πατριαρχείο στη Μακεδονία, για να ανακόψει τη διείσδυση των Βουλγάρων.

Αν λοιπόν οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν να εργάζονται με αυτό τον αθόρυβο και συστηματικό τρόπο της ειρηνικής εκκλησιαστικής επέκτασης και της διάδοσης του Βουλγαρισμού με τα σχολεία, ίσως θα είχαν εξασφαλίσει με το χρόνο μια ισχυρή θέση, που δύσκολα θα μπορούσαν να χάσουν.  

Όταν όμως αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν μεθόδους τέτοιες, που όπως πίστευαν θα έφερναν γρήγορα αποτελέσματα και κατέφυγαν στη βία, προκάλεσαν την αντίδραση Σέρβων και Ελλήνων αλλά και την εχθρότητα του τουρκικού κράτους.[21]

Για την Τουρκία, η Μακεδονία αποτελούσε το ισχυρό βάθρο στο οποίο στηρίζονταν όλες σχεδόν οι εναπομένουσες κτήσεις τον σουλτάνου στην Ευρώπη, ενώ  η βουλγαρική απειλή στη Μακεδονία  θεωρείτο μεγαλύτερη της αντίστοιχης ελληνικής.  

Επίσημα η Ελλάδα προσπαθούσε να υπονομεύσει το αίτημα των Βουλγάρων να παρασχεθεί από την Πύλη καθεστώς αυτονομίας στη Μακεδονία, κρίνοντας ότι τη συνέφερε να διατηρηθεί η κυριαρχία των Τούρκων ώσπου η Ελλάδα να βρεθεί σε θέση να διεκδικήσει και να κατοχυρώσει τη Μακεδονία διά των όπλων.

Αντίβαρο στην εχθρική συμπεριφορά της Βουλγαρίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι σχέσεις της Ελλάδας με την Πύλη, αλλά τέτοιες σχέσεις, όπως αυτές που είχε επιδιώξει ο Τρικούπης μία δεκαετία νωρίτερα, φαίνονταν ανέφικτες εξαιτίας της κατάρρευσης ουσιαστικά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε την πτώση του και η οποία οδήγησε στα τραγικά γεγονότα του 1897.

Τη συνεννόηση με την Τουρκία δυσχέραινε το βαρύ κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών που είχε αφήσει πίσω του ο ελληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897, αλλά και η παλαιά και αμοιβαία καχυποψία. Δεν ήταν εύκολη η συνεννόηση μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ελλάδος η οποία, περισσότερο από κάθε άλλη διάδοχη χώρα, είχε συμβάλει στη συρρίκνωση της ευρωπαϊκής επικράτειάς της.

Επιπλέον, μια εν δυνάμει ανταγωνιστική χώρα προς τη Βουλγαρία, ήταν η Σερβία, όμως εκείνη απέκλειε ουσιαστικά τη συνεννόηση με την Ελλάδα, επειδή πρόβαλλε αξιώσεις τις οποίες η χώρα μας θεωρούσε υπερβολικές και απαράδεκτες.

Το 1903 απετέλεσε μια καθοριστική χρονιά για το θέμα της Μακεδονίας, αφενός επειδή η δράση Βουλγάρων ανταρτών πέρασε υπό τον έλεγχο της Βουλγαρίας, αφετέρου επειδή η δράση αυτή ενέτεινε την αποστολή Ελλήνων ανταρτών, αλλά και για τον λόγο ότι το Μακεδονικό ζήτημα κίνησε το ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων. Δύο από αυτές, η Αυστρία και η Ρωσία, οι οποίες θεωρούνταν πως βρίσκονταν «εγγύτερα» στο ζήτημα, εκπόνησαν το 1903 πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για τη Μακεδονία, γνωστό ως Σχέδιο της Βιέννης.

Ανάλογες μεταρρυθμίσεις προσπαθούσε την ίδια εποχή να εφαρμόσει και ο σουλτάνος, αλλά η εφαρμογή τους προσέκρουε στην αδυναμία ή την άρνηση των τοπικών οργάνων της διοίκησης.  Περισσότερη επιτυχία σημείωσε νέο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο εκπόνησαν πάλι η Ρωσία και η Αυστρία με τη συναίνεση και των άλλων δυνάμεων και έμεινε γνωστό ως Πρόγραμμα της Μυρστέγης. Αλλά και αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να ανακόψουν τη δράση των ανταρτών στη Μακεδονία, διότι το πρόβλημα ήταν πολιτικό.

Οι μεταρρυθμίσεις που αποτελούσαν δημιούργημα της ανταγωνιστικής πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων στα Βαλκάνια, καθώς και οι  σχεδιαζόμενες εξελίξεις που αφορούσαν σε διοικητικές μεταβολές στην Μακεδονία, κατόπιν πρωτοβουλίας της Οθωμανικής διοίκησης, οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση να συνταχθεί όλο και περισσότερο με τις απόψεις εκείνων οι οποίοι από καιρό τόνιζαν τον κίνδυνο που διέτρεχε ο ελληνισμός στη Μακεδονία.

Αυτή η πρωτοβουλία των μεταρρυθμίσεων ερμηνευόταν από τους Βούλγαρους κυρίως, αλλά και από Έλληνες και Σέρβους, ως επιδίωξη να διαχωριστούν οι εθνικότητες σε έναν ενδεχόμενο μελλοντικό διαμελισμό, με αποτέλεσμα την προσπάθεια των ενδιαφερομένων να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους.

Το Φεβρουάριο του 1904 η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στην Μακεδονία ομάδα τεσσάρων αξιωματικών[22] µε σκοπό να διερευνήσει υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να αναληφθεί ένοπλη δράση. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Λοχαγός ΠΖ Αλέξανδρος Κοντούλης και µέλη της, ο Ανθυπολοχαγός ΠΒ Παύλος Μελάς, ο Υπολοχαγός ΠΖ Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο Λοχαγός ΠΖ Ανα­στάσιος Παπούλας.[23] Η επιλογή του στην αποστολή αυτή, προκάλεσε τεράστια χαρά και ενθουσιασμό στον Παύλο, διότι ένοιωθε ότι ήταν η ευκαιρία να εκπληρώσει το χρέος του προς τους Μακεδόνες.   

Στη Μακεδονία ο Παύλος ένιωσε την τεράστια διάσταση που υπήρχε ανάμεσα στους κύκλους των Αθηνών και τους απλούς ανθρώπους της μακεδονικής γης. Πίστευε ότι, για να κερδίσουν το σεβασμό των Μακεδόνων συντρόφων τους, έπρεπε να υιοθετήσουν τις συνήθειες τους.

Ο Παύλος Μελάς, αυθόρμητος, παρορμητικός, προσπαθούσε να κατανοήσει τον τόπο και τους ανθρώπους όχι µε στρατιωτικούς ή διπλωματικούς όρους αλλά μέσα από τις προσωπικές του καταβολές και από τη φαντασιακή εικόνα που είχε για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του παρελθόντος.

Ήταν πεπεισμένος πως ο αγώνας για τη Μακεδονία θα έπρεπε να στηριχθεί στο ντόπιο δυναμικό, άποψη που συζητούσαν µε τον Ίωνα  Δραγούμη ήδη ένα χρόνο νωρίτερα. Ο Μελάς, υπερεκτιμώντας το αγωνιστικό φρόνημα των ντόπιων, πίστευε ότι αρκούσε να τους δοθεί βοήθεια σε όπλα, πυρομαχικά και υλικά. Έπρεπε όμως να βρεθούν κατάλληλοι τοπικοί αρχηγοί.

Τα πορίσματα της αποστολής διαβιβάστηκαν στην κυβέρνηση µε επίσημη έκθεση που στάλθηκε από τη Μακεδονία. Τη συνυπέγραφαν ο Κοντούλης, ο Κολοκοτρώνης και ο Παπούλας και παρότι υποστήριζαν ότι οι προϋποθέσεις ήταν ευνοϊκές για ανάληψη δράσης στη Μακεδονία, στην ουσία είχαν επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, γεγονός που εκνεύρισε τον Παύλο Μελά και τον έφερε και σε ρήξη με τον φίλο του Γεώργιο Κολοκοτρώνη.[24]  

Γενικότερα υπήρχε μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη διάσταση απόψεων σχετικά µε τη δράση στη Μακεδονία.[25] Τα περισσότερα διπλωματικά στελέχη και οι στρατιωτικοί θεωρούσαν ότι ο αγώνας θα έπρεπε να διευθύνεται από αξιωματικούς. Σε γενικές γραμμές το ελλαδικό κέντρο αρχικά έβλεπε τη Μακεδονία κυρίως ως χώρο ζωτικό για το ελληνικό κράτος και δευτερευόντως μόνον απασχολούνταν µε τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, οι οποίες ήταν όμως το κύριο μέλημα του Παύλου Μελά και των ομοϊδεατών του.

Ο Παύλος Μελάς έβλεπε τη Μακεδονία ως προσωπική του υπόθεση.[26] Θεωρούσε τον εαυτό του αρμόδιο να μεταλαμπαδεύσει τις αρχές του όχι μόνον στους άνδρες του, αλλά και σε όλους τους Μακεδόνες. Η ουσιαστική διαφορά του Μελά µε πολλούς από τους τους συμπολεμιστές της γενιάς του, ήταν ότι επρόκειτο για άνθρωπο αφοσιωμένο με πάθος και µε υψηλό αίσθημα τιμής και ευθύνης.

Κατά την δεύτερη περιοδεία του στη Μακεδονία από τα μέσα  Ιουλίου έως τις αρχές Αυγούστου 1904, ο Μελάς συνειδητοποίησε ότι έπρεπε αυτός και άλλοι νέοι αξιωματικοί να δράσουν στη Μακεδονία με σώματα.

Τον Αύγουστο του 1904, ο Μελάς ορίσθηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο ως γενικός αρχηγός των σωμάτων στην περιοχή Μοναστηρίου – Καστοριάς.  Ως αξιωματικός και πατριώτης ένοιωθε τώρα πανευτυχής και απόλυτα δικαιωμένος. Λίγες μέρες αργότερα άφησε την Αθήνα για τρίτη φορά, με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, έξοδος η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία.[27] Πάντα τον βασάνιζε που άφηνε την οικογένειά του και τα παιδιά του, καθώς ήταν ένας στοργικός πατέρας.    

Κύριος σκοπός του ήταν να δημιουργήσει μόνιμα ένοπλα αντάρτικα σώματα, ικανά να υπερασπιστούν τα χωριά, πριν ο ίδιος επιστρέψει στην Αθήνα, από όπου θα ενίσχυε τις επιχειρήσεις. Γι’ αυτό και δέχτηκε την πρόταση του Μακεδονικού Κομιτάτου, να του ανατεθεί η αρχηγία όλων των σωμάτων της Μακεδονίας.[28]

Στους δύο μήνες που ακολούθησαν είχε να αντιμετωπίσει τεράστιες δυσκολίες: τη διοίκηση των ανταρτών, τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης, τον άσχημο καιρό, την έλλειψη τροφής, τα προβλήματα υγείας, τις προσπάθειες ευαισθητοποίησης χωρικών και ντόπιων και πάνω από όλα την ένοπλη δράση των βουλγαρικών ομάδων και του οθωμανικού στρατού. Πάντα όμως στην σκέψη του ήταν η οικογένειά του, για αυτό σχεδόν καθημερινά έγραφε ένα γράμμα στην σύζυγό του Ναταλία.

  Η έλλειψη εμπειρίας στον ανταρτοπόλεμο οδήγησε τον Μελά κάποιες φορές  σε λάθος επιλογές, όπως συνέβη στην Στάτιστα, όπου έμελλε να χάσει και ο ίδιος τη ζωή του τόσο νέος.[29]  Λίγο πριν πεθάνει τραυματισμένος ο Παύλος Μελάς κάλεσε το πρωτοπαλίκαρό του Λάκη Πύρζα, έβγαλε τον σταυρό του και είπε: «Τον σταυρό μου να το δώσεις εις τη Ναταλία, τη γυναίκα μου και το όπλο μου εις τον Μίκη, τον γιο μου και να τους πεις ότι το χρέος μου έκανα».     

Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Το τέλος του ήταν εκείνο, που ο ίδιος στα γράμ­ματά του άφηνε να διαφανεί. Είχε το νόημα της θυσίας, συντάραξε ολόκληρο το Έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του αξιωματικούς, να δράσουν με σώματα στη Μακεδονία για να εκδικηθούν το θάνατό του.

Για τον λόγο αυτό, ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατο του Μελά έγινε υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού.  Η θυσία του είχε πετύχει ό,τι καμιά άλλη δύναμη δεν είχε  κατορθώσει και έδειξε στον κόσμο ολόκληρο ότι ο Ελληνισμός έξω από τα όρια του μικρής τότε χώρας,  δεν είχε χαθεί.  

Η απώλεια του Παύλου Μελά αποτέλεσε τραγικό γεγονός που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, µε ιδιαίτερη απήχηση στους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Οι εφημερίδες έγραψαν πολυσέλιδα αφιερώματα για τη δράση του και την τελευταία πορεία του.

Η αστική του καταγωγή, το ακέραιο του χαρακτήρα του, τα εθνικά οράματα που επικροτούσαν και ενίσχυαν οι πατριωτικοί κύκλοι των Αθηνών και ο ελλαδικός τύπος, αναμφίβολα συνέτειναν στο γενικό παραλήρημα. Μνημόσυνα τελέστηκαν σε πολλά μέρη της ελληνικής επικράτειας. Το μεγάλο μνημόσυνο που έγινε στην Αθήνα είχε επίσης ένα συμβολικό χαρακτήρα, καθώς στο πρόσωπο του Μελά τιμούνταν όλοι όσοι αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Η ασπρόμαυρη χαρακτηριστική φωτογραφία του Παύλου Μελά µε την ενδυμασία του Μακεδονομάχου, καθώς και ο αντίστοιχος πίνακας που φιλοτέχνησε ο Γεώργιος Ιακωβίδης, έμελλε να γίνει το γνωστότερο και μακροβιότερο σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Ιακωβίδης φιλοτέχνησε επίσης  έναν ακόμη πίνακα για τον Παύλο Μελά, όπου εμφανίζεται µε τη στολή του αξιωματικού, επιβλητικός, αγέρωχος και γεμάτος αυτοπεποίθηση.[30]

Ο Παύλος Μελάς κέρδισε την κοινή γνώμη μέσα από τη μοναδική ιστορία του, καθώς απαρνήθηκε τη γαλήνη της αθηναϊκής κοινωνίας και κυνήγησε το όνειρό του στα κακοτράχαλα βουνά της Μακεδονίας. Προσέγγιζε με την ευγενική του συμπεριφορά τους χωρικούς, δασκάλους, προύχοντες και έγινε ένα µε τους απλούς αγωνιστές της Μακεδονίας.

Επιπλέον ο θάνατος του Παύλου Μελά ενέπνευσε όλη την πνευματική γενιά που έζησε τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Αυτό, όμως, που πραγματικά κάνει εντύπωση είναι η συνέχεια μέσα στο χρόνο της αποτίμησης του χαμού του τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στην τέχνη. [31] Ο Μελάς αποτελεί έμπνευση και ένα σύμβολο διαχρονικό. Η προσωπικότητά του, οι αγνές προθέσεις του για την πατρίδα, το όραμά για μια καλύτερη και ισχυρότερη Ελλάδα δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν άνθρωπο.

Ο Ίωνας Δραγούμης εξέδωσε το 1907 το βιβλίο «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» με το ψευδώνυμο Ίδας. Στο βιβλίο του ο Δραγούμης απέδωσε τον θάνατο του Μελά στη ανάγκη του να φορτωθεί τις «αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτί­ες». Απευθύνθηκε στα «παιδιά του Ελληνισμού, τα αγαπημένα Ελληνόπουλα» και τα ξόρκισε να μη λησμονήσουν «ποτέ τον θάνατο του Παλληκαριού» και «προπάντων τη ζωή του, τον ενθουσι­ασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε….».

Στο έργο της Πηνελόπης Δέλτα ο «Μά­γκας», υπογραμμιζόταν η αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας από το θάνατο του Μελά, καθότι «ο θάνατος του Μίκη Ζέζα μας άνοιξε τα μάτια, μας ξύπνησε από το βαθύ μας ύπνο».

Ένα πλήθος «ανώνυμων» και «επώνυμων» Ελλήνων απέστειλαν μετά το θάνα­το του Μελά συλλυπητήριες επιστολές στην οικογένειά του, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη προσωπικότητα του εκλιπόντος, το όραμά του για μια ελεύθερη Μακεδονία και τις αγνές προθέσεις του για την εθνική ολοκλήρωση της Πατρίδας μας. Μέσω αυτών των συλλυπητήριων επιστολών αναδεικνύεται η μέγιστη διάσταση του αντίκτυπου του θανάτου του Μελά στην ελληνική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα.

Η μεγάλη σημασία του Μακεδονικού αγώνα για τον ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη. Ο ιδιόμορφος αυτό αγώνας, ο οποίος τερματίστηκε το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων, ουσιαστικά με ένα είδος άτυπης εκεχειρίας, υπήρξε απόλυτα εθνωφελής. Στον αγώνα αυτό η προσωπικότητα των αρχηγών έπαιξε κύριο ρόλο, γιατί ήταν αγώνας επιρροής και επικράτησης των ψυχών και όχι των όπλων. Η συμβολή εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα Κρητών, ήταν σημαντική, αλλά τίποτα δεν θα είχε γίνει χωρίς τη θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων της Μακεδονίας.

Σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού οι νεκροί και εξασφαλισθέντες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλαρχηγοί ανέρχονται στους 70 και οι οπλίτες 570. Στις παραπάνω απώλειες δεν περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός αγωνιστών κυρίως από την Μακεδονία. Τον μεγαλύτερο φόρο αίματος στον αγώνα εκείνο, πλήρωσε εκτός από την Μακεδονία, η μεγαλόνησος Κρήτη. Οι Κρήτες νεκροί αγωνιστές ανέρχονται στους 136. Επίσης θυσιάστηκαν στον Μακεδονικό αγώνα, γενναίοι αγωνιστές από Πελοπόννησο, Ρούμελη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Θράκη και Μ. Ασία.         

Με τους Βαλκανικούς Πόλεμους του 1912-13, η απελευθέρωση της Μακεδονίας δικαίωσε τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά.

Κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι η σημαντικότερη προσπάθεια του Ελληνισμού για την εθνική αποκατάσταση, μετά την Επανάσταση του 1821. Με θαυμαστή ομοψυχία, ιδιοφυή πολιτική και διπλωματική αντιμετώπιση, άρτια στρατιωτική προετοιμασία, γενναιότητα και αυτοθυσία, οι Έλληνες κατόρθωσαν να ελευθερώσουν το μεγαλύτερο τμήμα του υπόδουλου Ελληνισμού και διπλασίασαν την Ελληνική επικράτεια.

Αξίζει τέλος να αναφέρουμε το σημαντικό έργο της διάσωσης και  αποκατάστασης της ιστορικής οικίας του Παύλου Μελά στην Κηφισιά,[32] που αποτελεί ζωντανό μνημείο της νεότερης ελληνικής ιστορίας.[33]

Το έργο αυτό υλοποιήθηκε χάρη στην κοινή και μεθοδευμένη προσπάθεια ορισμένων ανθρώπων, όπως της εγγονής του Παύλου Μελά, κυρίας Ναταλίας Ιωαννίδου, της υπουργού Πολιτισμού κυρίας Λίνας Μενδώνη, του πρόεδρου της εταιρείας «Κύκλωψ» κυρίου Άρη Θεοδωρίδη, εταιρεία η οποία κάλυψε συνολικά το κόστος αποκατάστασης και διέθεσε το αναγκαίο επιστημονικό προσωπικό και τέλος την τεράστια συνδρομή του πρώην Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας και επίτιμου Αρχηγού ΓΕΣ Στρατηγού κ. Αλκιβιάδη Στεφανή, που το έργο αυτό απετέλεσε «προσωπικό του στοίχημα» και ήταν αυτός που μετά από πολλές επαφές και συνομιλίες με την εγγονή του ήρωα, και κληρονόμο του ακινήτου, κυρία Ναταλία Ιωαννίδου την έπεισε να προχωρήσει στη δωρεά της οικίας προς το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ως πρώτο βήμα για την αποκατάσταση του ακινήτου.

Η κυρία Ναταλία Ιωαννίδου, εγγονή του Παύλου Μελά, σε μια συνέντευξη της αναφερομένη στη γιαγιά της Ναταλία Δραγούμη-Μελά, με την οποία έζησε πολλά χρόνια, σημείωσε τα εξής: «Δεν μου έλεγε πολλά. Μου μιλούσε για τα παιδικά χρόνια του Παύλου Μελά, για τα αστεία που έκανε με τα αδέλφια του, δεν μου μιλούσε για τη δράση του. Με ωθούσε να διαβάσω και να μάθω για εκείνον μέσα από ιστορικά βιβλία. Δεν της άρεσαν τα μεγάλα λόγια. Συμμετείχε σε όλη την πορεία του άνδρα της, κι εκείνος της είχε μεγάλη αγάπη, θαυμασμό και εκτίμηση. Της έγραφε σχεδόν κάθε μέρα από τη Μακεδονία. Της ζητούσε συμβουλές, γιατί ήταν πιο ψύχραιμη, συγκρατημένη και ώριμη. Ήταν ολόψυχα δίπλα του[34]

Γνώρισα μία γιαγιά χαρούμενη, με χιούμορ, δράση και αγάπη για την πατρίδα και τη ζωή. Δεν την είδα σχεδόν ποτέ να κλαίει».[35] Επίσης η κυρία Ναταλία Ιωαννίδου ανέφερε ότι «χρειαζόμαστε κυρίως το πνεύμα του Παύλου. Από την Αθήνα οργάνωναν τον Αγώνα. Εκείνος πρώτος συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να πλησιάσει τον μακεδονικό λαό, για να τον εμπνεύσει. Τον έβαλαν στα σπίτια τους, έφαγε μαζί τους, κοιμήθηκε μαζί τους, έπαιξε με τα παιδιά τους… Γι’ αυτό έγινε σύμβολο και θρύλος». Και έκανε μία ευχή για τα νέα παιδιά «Τα παιδιά είναι το μέλλον. Πρέπει να έχουν ελπίδα, μέσα στην εποχή της ψευτιάς που ζούμε. Να ζουν την αλήθεια και την αγνότητα, με το πάθος του Παύλου Μελά, να τους πείτε».

Τελικά τι θα πρέπει να μας μείνει από αυτή την εκδήλωση, ποια είναι η ιστορική κληρονομιά και παρακαταθήκη του ήρωα Παύλου Μελά, για όλους εμάς, ακόμα και σήμερα.

Ο Παύλος Μελάς μας δίδαξε την έννοια του καθήκοντος και της χωρίς όρια προσφοράς προς την πατρίδα, μας απέδειξε με τη ζωή και τον θάνατό του ότι το να αγωνίζεσαι για τα ιδανικά σου δε σε κάνει απλώς γενναίο, σε κάνει ήρωα.

Ας αντικρύσουμε, λοιπόν, όλοι αυτήν την πραγματικότητα, το γεγονός ότι αποτελεί χρέος και σήμερα της κάθε Ελληνίδας και του κάθε Έλληνα να προσφέρει τα μέγιστα στην πατρίδα του, η καθεμία και ο καθείς από το μετερίζι του, διότι όλοι μπορούμε να προσφέρουμε και όχι μόνο αυτοί που στρατεύονται. Την ειρηνική περίοδο, προσφορά είναι η υγιής και συνειδητή  καθημερινή προσπάθεια και συνδρομή του κάθε Έλληνα πολίτη, στην πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας μας και την ευημερία της κοινωνίας μας.

Τι άλλο όμως μας εμφύσησε το παράδειγμα του Μελά; Μας έδειξε ότι πρέπει να ζούμε τη ζωή μας με πάθος και ενθουσιασμό, να έχουμε στόχους και όραμα, να έχουμε σύμμαχό μας την τόλμη και να επιδιώκουμε τη νίκη σε κάθε αγώνα, γιατί αυτή είναι για τους γενναίους και αποφασισμένους ανθρώπους.

Ο Παύλος Μελάς απέδειξε με την θυσία του, ότι όσο μικρή γεωγραφικά και αν είναι μια χώρα, θεωρείται μεγάλη, χάρη τους ήρωες που έχει αναδείξει και τους αληθινούς και σπουδαίους ανθρώπους που με μεγαλείο ψυχής, διαθέτει.

Ειδικά για τους νέους μας, που δέχονται διάφορες επιρροές πολύ συχνά όχι ευεργετικές, πιστεύω ακράδαντα ότι ο Παύλος Μελάς αποτελεί ένα μοναδικό πρότυπο και πηγή έμπνευσης που με το πνεύμα του, τους διδάσκει με έναν αυθεντικό και σχεδόν αβίαστο τρόπο, την αξία της πατρίδας και τους φωτίζει την ανάγκη να αισθανθούν την Ελλάδα μέσα τους και για την πρόοδο της οποίας έχουν χρέος να εργαστούν και να αγωνιστούν.

Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω ότι εκδηλώσεις σαν την σημερινή, συμβάλλουν στην εθνική μας αυτογνωσία, μας κάνουν να αισθανόμαστε υπερήφανοι και γεμίζουν την ψυχή μας με το ιερό καθήκον της προάσπισης της πατρίδας μας, αλλά και το χρέος που έχουμε να τιμούμε τους ήρωές μας, να μνημονεύουμε τις πράξεις τους, να γινόμαστε άξιοι συνεχιστές της ιστορίας που ανεξίτηλα έγραψαν, για αυτό συγχαίρω για άλλη μια φορά τον κύριο Δήμαρχο για αύτη την πρωτοβουλία του.

Η ιστορία και ο χρόνος δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ τη μνήμη του Παύλου Μελά, γιατί πράγματι ήταν ένας αληθινός ήρωας, φωτεινό φλάμπουρο του έθνους.

Σας ευχαριστώ


[1] Το 1878 διετέλεσε ταμίας του πατριωτικού σωματείου «Εθνική Άμυνα» η οποία οργάνωσε και χρηματοδότησε τα επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη.  Το 1890 εκλέχτηκε Βουλευτής Αττικής, ενώ κατά την περίοδο 1891-94 διετέλεσε Δήμαρχος Αθηναίων και υπήρξε ιδρυτικό µέλος του Δ.Σ. του Ερυθρού Σταυρού. Σταθερός στο εθνικό του όραμα έγινε µέλος της μυστικής «Εθνικής Εταιρίας» και το 1897 ορίστηκε Πρόεδρος του Κέντρου της, υπεύθυνος και για τη διεξαγωγή του μεγάλου εράνου της.

[2] Το αγαπημένο βιβλίο του ήταν ο Γεροστάθης, γραμμένο από τον Λέοντα Μελά, τον μεγαλύτερο αδερφό του πατέρα του. Σε αυτό τον συγκινούσε ο τόπος που διαδραματίζονται τα γεγονότα και επειδή ποτέ δεν είχε δει τα Γιάννενα και καταγόταν από εκεί, ήταν έντονος μέσα του ο πόθος για να ελευθερωθούν.

[3] Οι γόνοι των αστικών οικογενειών είτε επέλεγαν την ενασχόληση µε τη Νομική, είτε ακολουθούσαν στρατιωτικές σπουδές.  Έτσι οι γόνοι των καλών οικογενειών της Αθήνας µέσω της πολιτικής και της ισχύος του στρατού, αποτελούσαν σημαντικούς ρυθμιστικούς παράγοντες των πολιτικών και εθνικών εξελίξεων του τόπου.

[4] Η οικογένεια του Παύλου µε μεγάλη χαρά, συγκίνηση και υπερηφάνεια τον αποχαιρέτησαν, ξέροντας ότι κάνει µία δύσκολη επιλογή για την οποία όμως προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του τον συμβούλεψε να έχει πειθαρχία, υποταγή στο καθήκον και προκοπή στα μαθήματα γιατί «έτσι θα πάρουμε πίσω τα Γιάννενα», η μητέρα τον έσφιξε στην αγκαλιά της και του ευχήθηκε «ο Θεός μαζί σου».

[5] Το ημερήσιο πρόγραμμα ήταν πολύ έντονο και εκτός από τα μαθήματα και την μελέτη, περιλάμβανε στρατιωτικές ασκήσεις που  γίνονταν στον Πειραιά, στην Τερψιθέα αλλά και στο κλειστό ιπποδρόμιο στην Αθήνα, σε ένα μοναδικό κτίριο στο πεδίο του Άρεως, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος.

[6] Στη συγκεκριμένη τάξη των Ευελπίδων, οι συμμαθητές του Παύλου, υπήρξαν συνάδελφοί του στη Χαρτογραφική Υπηρεσία και μετέπειτα συνεργάτες του και σύνδεσμοί του στους συνοριακούς σταθμούς, όταν ο ίδιος ανέλαβε ενεργό ένοπλη δράση το 1904. Ήταν επίσης και οι σημαντικότεροι διάδοχοί του, τόσο στις επιτελικές θέσεις του Μακεδονικού Αγώνα (Αθανάσιος Εξαδάκτυλος), όσο και στην ηγεσία των ανταρτικών Σωμάτων (Γεώργιος Τσόντος, Γεώργιος Κατεχάκης).

[7] Πέντε χρόνια εντατικών προσπάθειών, δοκιμασιών, δυσκολιών και αντιξοότητων, δεν τον αποθάρρυναν και δεν τον πτόησαν. Γιατί τον ενέπνεε πάντα ένα μοναδικό όνειρο, το να γίνει ένας άριστος Αξιωματικός, ικανός να προσφέρει στην πατρίδα του, όπως επίσης   αντάξιος της αγωνιστικής παράδοσης της οικογένειάς του.

[8] Ο Παύλος Μελάς υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες ερασιτέχνες φωτογράφους, απαθανατίζοντας μεταξύ άλλων στιγμιότυπα οικογενειακού και αστικού βίου καθώς και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.

[9] Απέναντι στα παιδιά του, που αποτελούσαν πηγή ικανοποίησης, ο Μελάς δε δίσταζε να συμπεριφερθεί με αγάπη και με απροσχημάτιστη παιδικότητα ακόμη και ενώπιον άλλων. Αλληλοσυμπληρούμενοι, η Ναταλία εκτιμούσε την παιδικότητα που χαρακτήριζε τον Μελά και τον στήριζε στις αποφάσεις του, ενώ ο Μελάς τις λογικές συμβουλές της και λυπόταν που δεν αισθανόταν άξιος να διαδραματίσει τον ρόλο του προστάτη της.

[10] Ενταγμένος στο φρενήρες εθνικό κλίμα των ημερών, ο Μελάς, πριν την έναρξη του πολέμου, ανέμενε να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη, ενώ στα ημερολόγια του εμφανίζεται ενθουσιασμένος από την έναρξη των εχθροπραξιών. 

[11] Η αρχική πάντως γνωριμία τους και ο στενότερος σύνδεσμος μεταξύ τους ήταν κυρίως αποτέλεσμα της συνυπηρεσίας τους στη Χαρτογραφική Υπηρεσία, όπου είχαν συγκεντρωθεί επίλεκτοι και μορφωμένοι αξιωματικοί.  

[12] Η υπόθεση της Μακεδονίας είχε μεγάλη σημασία για την οικογένεια Δραγούμη. Ο Στέφανος Δραγούμης, Μακεδόνας τρίτης γενιάς, πρώην υπουργός Εξωτερικών και υποστηρικτής των ελληνικών αλυτρωτικών επιδιώξεων, ήταν ένας από τους λίγους που ασκούσαν πίεση στην Αθήνα για μακεδονικά ζητήματα. Το σπίτι των Δραγούμηδων, το οποίο επισκέπτονταν Μακεδόνες πρόσφυγες και μετανάστες στην Αθήνα, θεωρούνταν από όλους τους ενδιαφερόμενους το στρατηγείο για την υπόθεση της Μακεδονίας.

[13] Αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού μετέφεραν στα σύνορα όπλα που κατέληγαν στη Μακεδονία στα χέρια ανθρώπων όπως του Μητροπολίτη Καστοριά Γερμανού Καραβαγγέλη, επιθετικότερου εκπροσώπου μιας ομάδας νέων ηλικιακά νεοτοποθετηθέντων επισκόπων του  Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που υποστήριζαν τις ελληνικές θέσεις, ο οποίος από τις αρχές του 1902 προσπάθησε να διαβρώσει την ΕΜΕΟ, προσεταιριζόμενος απογοητευμένα στελέχη της και σχηματίζοντας ένοπλες ομάδες υπό οπλαρχηγούς της, με πρώτο τον Κώτα.

[14] Η αλληλογραφία και ήταν ιδιαίτερα πυκνή κατά τις παραμονές της βουλγαρικής εξέγερσης του Ίλιντεν. Ο Ίων τον ενημέρωνε διαρκώς για τη δράση των κομιτατζήδων στη Μακεδονία. Εκλιπαρούσε για την επαναδραστηριοποίηση της Εθνικής Εταιρίας από τα παλαιά µέλη της. Ο Παύλος από την άλλη προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει τις ιδέες τού Ίωνα στην Αθήνα. Η αδράνεια της επίσημης ελληνικής κυβέρνησης και η βουλγαρική εξέγερση του Ίλιντεν το καλοκαίρι του 1903 απέλπισαν και συνάμα εξόργισαν τον Παύλο.

[15] Η εξέγερση απλώθηκε σε ένα αριθμό πόλεων και χωριών στην δυτική Μακεδονία πριν τελικά καταπνιγεί από τον οθωμανικό στρατό.

[16] Το ελληνικό προξενείο στην Θεσσαλονίκη απετέλεσε το αρχηγείο της οργάνωσης.

[17] Αξίζει να αναφερθεί η καταλυτική συνεισφορά των  ελληνικών Προξενείων τα οποία απετέλεσαν τα λίκνα του Μακεδονικού αγώνα και ειδικά του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης με τους προξένους Ίωνα Δραγούμη και Λάμπρο Κορομηλά αντίστοιχα.  

[18] Το πεδίο δράσης του αγώνα είχε αφετηρία την περιοχή της Καστοριάς και επεκτάθηκε μέχρι το 1908 σε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία. Η συμμετοχή στα ένοπλα σώματα εθελοντών και διακεκριμένων προσωπικοτήτων, προσέδωσε στον αγώνα πανελλήνιο χαρακτήρα. 

[19] Γύρω στα 1900 υπήρχαν πάνω από 1.000 ελληνικά σχολεία στη Μακεδονία με 70.000 μαθητές, ενώ την ίδια εποχή τα βουλγαρικά δεν υπερέβαιναν τα 590 με σύνολο 30.000 μαθητές στα τρία βιλαέτια (Θεσσαλονίκη – Μοναστήρι – Κόσσοβο).

[20] Τα ελληνικά και βουλγαρικά τα αντάρτικα σώματα συνοδεύτηκαν στο πεδίο δράσης και από Σέρβους, Ρουμάνους και Αλβανούς πράκτορες, καθένας από τους οπαίους προωθούσε τις δικές του εθνικές και θρησκευτικές  βλέψεις.

[21] Πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τις παραμονές του ένοπλου αγώνα οι Βούλγαροι είχαν πετύχει σοβαρή διείσδυση στα όρια του Ελληνισμού, έτσι ώστε να πιστεύουν πια πως ολόκληρη η Μακεδονία μπορούσε να αποτελέσει μέρος της Βουλγαρίας.

[22] Αυτοί οι τέσσερις αξιωματικοί εφοδιάστηκαν με πλαστά διαβατήρια, με τα ονόματα Σκούρτης, Ζέζας, Τάσος και Πάνος.

[23] Τα µέλη της αποστολής αναχώρησαν σε ξεχωριστές ημερομηνίες για να µην κινήσουν υποψίες.

[24] Πριν όμως στεγνώσει το μελάνι, ο Παπούλας, σε συνεννόηση µε τον Κολοκοτρώνη έστειλαν κρυφά επιστολές, ο µεν πρώτος στον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, της Γενικής Διοίκησης Στρατού, και ο δεύτερος στον υπουργό Δικαιοσύνης Νικόλαο Λεβίδη. Υποστήριζαν ότι οι Μακεδόνες είχαν δεχτεί την αποστολή δυσμενέστατα και ότι οι ντόπιοι ήταν οι πλέον ακατάλληλοι για να εκπροσωπήσουν ένοπλα την ελληνική πλευρά. Όταν επέστρεψε ο Κοντούλης στις 8 Μαΐου, αντιλήφθηκε ότι η κυβέρνηση ήταν διστακτική ως προς την ανάληψη ένοπλης δράσης στη Μακεδονία. Μάλιστα ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης δεν δίστασε να παρουσιάσει στον Κοντούλη τις επιστολές του Κολοκοτρώνη και του Παπούλα προκειμένου να δικαιολογήσει την επιφυλακτική στάση της κυβέρνησης.

Όταν αργότερα ο Παύλος Μελάς ενημερώθηκε για τα όσα συνέβησαν, αγανάκτησε. Είναι γεγονός ότι ήδη κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους είχε εκνευριστεί µε τη συμπεριφορά του Κολοκοτρώνη τόσο προς τους αντάρτες όσο και τους χωρικούς. Στο πεδίο της δράσης ο φίλος του τον είχε απογοητεύσει. Πίσω στην Αθήνα, μία λογομαχία στις 13 Μαΐου ανάμεσα στον Μελά και τον Κολοκοτρώνη για το ζήτημα της αποστολής ή όχι ενόπλων στη Μακεδονία κατέληξε στη διοργάνωση με αίτημα του Κολοκοτρώνη ανάμεσά στους δύο στις 28 του ίδιου μηνός μίας μονομαχίας  η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό του Κολοκοτρώνη από πυροβολισμό.

[25] Η διάσταση απόψεων που κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της ένοπλης αντιπαράθεσης, είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν ρήξεις κυρίως ανάμεσά στους εκτός Μακεδονίας και τους ντόπιους οπλαρχηγούς, ενώ ο Μελάς προσέγγισε τους Μακεδόνες ως άνθρωπος περισσότερο και όχι ως εκπρόσωπος μιας πατριωτικής οργάνωσης των Αθηνών.

[26] Τον ενθουσιασμό του Μελά διαδεχόταν η απογοήτευση, όταν ανακάλυπτε ότι δεν ίσχυε τίποτα σχεδόν από την υποτιθέμενη οργάνωση και τις επιτροπές άμυνας στη Μακεδονία, για τα οποία τον ενημέρωναν Μακεδόνες κατά την κάθοδό τους στην Αθήνα. Ωστόσο, ο Μελάς κατανοούσε την αρχική απροθυμία των χωρικών για ανάληψη δράσης, η οποία άλλωστε δικαιολογούταν από το γεγονός ότι η παρουσία ουσιαστικής ελληνικής ένοπλης δύναμής δεν υφίστατο ακόμη πάρα µόνο θεωρητικά.

[27] Ξεκινώντας για τη Μακεδονία έγραφε στη γυναίκα του Ναταλία «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην µου τὴν ψυχήν καὶ μὲ τὴν ἰδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος νὰ τὸν αναλάβω. Είχα καὶ έχω τὴν ακράδαντον πεποίθησιν ὅτι δυνάμεθα νὰ εργασθωμεν ἐν Μακεδονία καὶ νὰ σώσωμεν πολλά πράγματα. Ἔχων δὲ τὴν πεποίθησιν ταύτην, ἔχω καὶ ὑπέρτατον καθήκον νὰ θυσιάσω τὸ πᾶν όπως πείσω και Κυβέρνησιν και κοινην γνώμην περί τούτου».

[28] Για τη στρατιωτική υπεροχή των ελληνικών σωμάτων δεν υπάρχει αμφιβολία αυτό οφείλεται κατά πολύ στην ικανότητα  των αρχηγών και τον εθελοντισμό όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στον αγώνα. Ό αριθμός τους ποτέ δεν ξεπέ­ρασε τους 2.000 άνδρες σε όλη τη Μακεδονία. Αυτή όμως η σχετικά μικρή δύναμη πολεμιστών υποστηριζόταν από μια καλή οργάνωση των ντόπιων σε πόλεις και χωριά και σε ένα καλό δίκτυο πληροφοριών σε όλη τη Μακεδονία.

[29] Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Μελάς στη Στάτιστα, σήμερα στεγάζει το Μουσείο Παύλου Μελά.

[30] Αξίζει να αναφέρουμε ότι στη Λάρισα, περίπου μια εβδομάδα πριν διαβεί την ελληνοτουρκική μεθόριο για τελευταία φορά, πείσθηκε από τον φίλο του Ανθυπολοχαγό Χαράλαμπο Λούφα να φωτογραφηθεί µε την αντάρτικη πε­ριβολή. Λίγες ημέρες αργότερα, µε ανακούφιση φόρεσε μόνιμα το μαύρο κεντητό «ντουλαμά» και ζώστηκε τα όπλα κερδίζοντας οριστικά το θαυμασμό των ανδρών του. Η εικόνα του µε την ενδυμασία του Μακεδονομάχου θα παραμείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη κάθε Έλληνα.

[31] Ο ποιητής Αριστομένης Προβελέγγιος στο ομώνυμο ποίημά του ταύτισε τον Παύλο Μελά µε τις χρυσές ελπίδες και τα όνειρα της Μακεδονίας. Τοποθέτησε τον ήρωα να ξεψυχά, ψιθυρίζοντας τη λέξη «Μακεδονία», συνεχίζοντας µε τον τρόπο αυτό τις παραδόσεις των ηρώων προγόνων του που θυσιάστηκαν για την Πατρίδα. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και άλλα δύο ποιήματα των μεγάλων μας ποιητών Ζαχαρία Παπαντω­νίου και Κωστή Παλαμά. Ο Παύλος Μελάς περιγραφόταν από τον Παπαντωνίου ως ένας «Παρ­θενικός» ήρωας που κοιμόταν γελαστός. Έμοιαζε, ωστόσο, να δείχνει τον δρόμο για την τελική Νίκη του Γένους. Στο ίδιο μοτίβο ήταν και το ποίημα του Παλαμά, που επικεντρώθηκε στη μεγάλη σημασία που είχε ο θάνατος του Παύλου Μελά για τον λαό, καθώς θεωρήθηκε ως η μέγιστη απώλεια για την Πατρί­δα.

[32] Το 2009 το υπουργείο Πολιτισμού, επί υπουργίας κ. Αντώνη Σαμαρά, χαρακτήρισε το οίκημα διατηρητέο νεότερο μνημείο και αποφασίσθηκε η άμεση εκτέλεση εργασιών στερέωσης, προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευσή του.

[33] Εντός της ιστορικής οικίας, λειτουργεί έκθεση με προσωπικά αντικείμενα του Παύλου Μελά, ενώ υπάρχουν φωτογραφίες και πληροφορίες για τις δύο σημαντικές οικογένειες, Μελά και Δραγούμη, που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της χώρας. Με τη χρήση τη νέας τεχνολογίας, ο επισκέπτης μπορεί να δει το διόραμα του Παύλου Μελά καθισμένο στο γραφείο του να συντάσσει τη γνωστή επιστολή προς τους πρωτοετείς ευέλπιδες.

[34] Η Ναταλία ταξίδεψε δύο φορές στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Μακεδονία, προκειμένου να επισκεφθεί τον τάφο του συζύγου της. Την πρώτη, το 1905, έφτασε με ψευδώνυμο στην Καστοριά, μαζί με τους Κωνσταντίνο και Λέοντα Μελά, δύο από τα αδέλφια του Παύλου. Ταξίδεψε για δεύτερη φορά στη Μακεδονία τον Απρίλιο του 1907, για να κάνει την ανακομιδή των λειψάνων του Παύλου Μελά και να ενώσει την κεφαλή του με το λοιπό σώμα. Όταν τη ρώτησαν, αν επιθυμεί να πάρει τα οστά του Παύλου στην Αθήνα, απάντησε «Όχι! Ό άντρας μου θυσιάστηκε για τη Μακεδονία. Εδώ σκοτώθηκε και τούτη η γη ας κρατήσει τα οστά του σαν αρραβώνα μυστικό και άγιο με τη λευτεριά!…».

[35] Η Ναταλία Δραγούμη-Μελά, πέθανε τον Ιούλιο του 1972. Ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Δραγούμη, όμως λίγα χρόνια μετά το θάνατο της η κόρη της Ζωή Μελά-Ιωαννίδη, εκπληρώνοντας τη στερνή της επιθυμία, εναπόθεσε τα λείψανά της μητέρας της, στο πλάι του συζύγου της Παύλου Μελά στο βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά. Έτσι τους δυο συζύγους που τόσο πρόωρα μα δοξασμένα χώρισε στη ζωή η αγάπη τους για την Μακεδονία και η λαχτάρα για την λευτεριά, τούς ενώνει τώρα η ελεύθερη Μακεδονική γη, στην αιώνια ανάπαυση τους.

Σχετικά Άρθρα