fbpx
ΚοινωνίαΚύριο ΘέμαΤελευταία Νέα

Ο επερχόμενος νέος ποινικός κώδικας και η προοπτική πάταξης της μικρομεσαίας εγκληματικότητας. Γράφει ο Δικηγόρος Ξάνθης Ιωάννης Μπάρκας

Με την ανάληψη των καθηκόντων του νέου υπουργού δικαιοσύνης δρομολογήθηκε και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η πολλοστή τροποποίηση των δύο βασικών νομοθετημάτων που ρυθμίζουν την ποινική καταστολή στην Ελλάδα, του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Βεβαίως, αυτό ήταν προδιαγεγραμμένο να συμβεί. Ήδη από το έτος 2019, που είχαν τεθεί σε εφαρμογή οι νέοι Κώδικες (Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας), έχουν υπάρξει πέντε τουλάχιστον (εκτενείς) τροποποιήσεις. Οι τροποποιήσεις, κυρίως, στον Ποινικό Κώδικα είναι επαναλαμβανόμενη πρακτική στη χώρα μας, όπου παρατηρείται μία ιδιαίτερα πληθωρική παραγωγή παρεμβάσεων: από το έτος 2005 έως το 2015 ο Ποινικός Κώδικας είχε τροποποιηθεί 41 φορές (Συμεωνίδου – Καστανίδου, Προκλήσεις για τον σύγχρονο ποινικό νομοθέτη, ΠοινΧρον 2015, σελ. 481 επ.)

Οι αντιδράσεις στο προτεινόμενο σχέδιο που τιτλοφορείται «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας» είναι μαζικές. Δικηγορικοί σύλλογοι, νομικές σχολές,  δικαστές, πανεπιστημιακοί, επιστημονικοί φορείς έχουν εκφράσει την πλήρη αντίθεσή τους στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, χαρακτηρίζοντάς το αντιεπιστημονικό, αναχρονιστικό, κακής ποιότητας νομοθέτημα νομοτεχνικά και κατά περιεχόμενο, διεπόμενο από διατάξεις αντισυνταγματικές, οπισθοδρομικό που επαναφέρει αποτυχημένους θεσμούς του παρελθόντος, αντιτιθέμενους σε θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου.

Από μόνη την ανάγνωση του τίτλου του νομοθετήματος γίνεται αντιληπτό ότι η προτεραιότητα του νομοθέτη, στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, είναι η εκρίζωση της φερόμενης ατιμωρησίας στα μικρής βαρύτητας εγκλήματα (πλημμελήματα), που αποτελεί αντικείμενο σκέψεων του παρόντος και η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας με τις τροποποιήσεις που προτείνονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για να το πετύχει αυτό στα 84 άρθρα που αφορούν τους δύο κώδικες (από τα 107 του νομοθετήματος) αυξάνει τα όρια των ποινών, επανεισάγει τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρηματική δίδοντας τη δυνατότητα μετατροπής φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών σε χρήμα, δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης ποινής που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος από 3 έτη που είναι σήμερα,  δυνατότητα μετατροπής της ποινής φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών σε κοινωφελή εργασία από 3 έτη που είναι σήμερα, ενώ  σε δικονομικό επίπεδο για την επίτευξη επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας, μεταξύ άλλων, περιορίζει δραστικά τις πολυμελείς συνθέσεις δικαστηρίων, όπως αντίστοιχα εκμηδενίζει ουσιαστικά την αρμοδιότητα των δικαστικών συμβουλίων, επεκτείνοντας σε μεγάλο αριθμό αδικημάτων την εισαγωγή των υποθέσεων στο ακροατήριο με απευθείας κλήση.

Η αύξηση των ποινών σε συγκεκριμένα αδικήματα και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων εφαρμογής των θεσμών αποτροπής έκτισης των στερητικών της ελευθερίας ποινών (αναστολή, μετατροπή, κοινωφελή εργασία) αποτελεί κατά το νομοθέτημα τη βάση πάνω στην οποία στηρίζει τη στόχευσή του για την ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης. Αυτό αναφέρει στο άρθρο 2 με τον τίτλο «Αντικείμενο».

Εντούτοις, η αλήθεια είναι ότι μέχρι την ψήφιση του ισχύοντος από το 2019 Ποινικού Κώδικα ήταν διάχυτη η αντίληψη τόσο στους θεωρητικούς όσο και στους μετέχοντες την καθημερινή δικαστηριακή πράξη, αλλά κυρίως στο μέσο πολίτη της χώρας, ότι οι πλημμεληματικές ποινές, ακόμη και ποινές πέντε ετών ήταν εικονικές, σπανίως εκτελούντο και βεβαίως δεν εκτίονταν. Ασφαλώς, τούτη η πρακτική και το αίσθημα δικαίου προσέβαλε και τη θεσμική εμπιστοσύνη φαλκίδευε. Ο ισχύον Ποινικός Κώδικας του 2019αυστηροποίησε τα όρια χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής μειώνοντας το όριο από πέντε σε τρία έτη.Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο η χορήγηση αναστολής περιορίζεται σε ποινές φυλάκισης μέχρι ένα (1) έτος και χορηγείται στον κατηγορούμενο που δεν έχει καταδικασθεί με αντίστοιχη ποινή ενός (1) έτους στο παρελθόν.

Πράγματι, λοιπόν, μακροσκοπικά μπορεί να θεωρηθεί ως τομή και αντιστάθμισμα στην ατιμωρησία των θεωρούμενων μικρής βαρύτητας εγκλημάτων και στη διάχυτη αντίληψη περί εικονικότητας των επιβαλλομένων ποινών η έκτιση, πλέον, των βραχυχρόνιων ποινών, εφόσον δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις στο πρόσωπο του καταδικασθέντος μετατροπής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Και τούτη η παραδοχή έρχεται σε σύμπλευση με τις παγιωμένες θέσεις της επιστήμης ότι η επίταση της βαρύτητας της ποινής δε λειτουργεί γενικοπροληπτικά. Γενικοπροληπτικά λειτουργεί η βεβαιότητα επιβολής της. Το κρίσιμο είναι να μην απέχει πολύ η ποινή από την πράξη, γιατί ακριβώς αμβλύνονται όλα τα γενικοπροληπτικά αντανακλαστικά.

 Το ερώτημα, βεβαίως, που ανακύπτει είναι εάν αυτό μπορεί να είναι υλοποιήσιμο στην Ελλάδα, όπου με βάση τα ετήσια στατιστικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον πληθυσμό των φυλακών, που δημοσιεύτηκαν μέσα στο καλοκαίρι (SPACE I – 2022 – PenalStatistics: PrisonPopulations. Council of Europe and University of Lausanne), η Ελλάδα είχε στις φυλακές της, το 2022, πληθυσμό μεγαλύτερο του μέσου όρου των ευρωπαϊκών κρατών: 106,2 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, την ίδια στιγμή που η Φινλανδία βρίσκεται στο 50, η Γερμανία στο 67,1, η Δανία στο 70, η Σουηδία στο 76,1, και η Ιταλία στο 90 (Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ΤΝΠ QUALEX, ΠοινΔικ, 10/2023, σελ. 1073 – 1074). Προφανώς, θα πρέπει να λειτουργήσουν νέες φυλακές, για να τους χωρέσουν όλους.

Η ποινή είναι, πράγματι, κατά τη διδασκαλία η πανηγυρική αποδοκιμασία της Πολιτείας για το έγκλημα και είναι εύλογη η προσδοκία του πολίτη να αποδοθεί άμεσα δικαιοσύνη. Το κρίσιμο και καίριο ερώτημα είναι εάν τούτος ο αυστηρός τρόπος αντιμετώπισης των ήσσονος βαρύτητας εγκλημάτων θα περιορίσει τελικά την εμφάνισή τους; Η διδασκαλία της αντεγκλήματικής προληπτικής πολιτικής λέει το αντίθετο. Τα περισσότερα εγκλήματα είτε μικρής είτε μεγάλης βαρύτητας σε ποσοστό πάνω από 80% πραγματώνονται από υποτρόπους. Δηλαδή τελούνται από αυτούς που έχουν ήδη εγκληματήσει και εγκληματούν εκ νέου. Είναι πολύ σύνθετο και πολύ δύσκολο να πεις τους λόγους για τους οποίους εγκληματεί κάποιος. Αυτό διδάσκει η εγκληματολογία. Ερωτάται: εάν υπήρχε ένας άνθρωπος στον πλανήτη θα είχαμε έγκλημα; Η απάντηση είναι καταφατική: θα μπορούσαμε να είχαμε έγκλημα, γιατί ο μοναδικός αυτός κάτοικος του πλανήτη θα μπορούσε να είχε διαπράξει έγκλημα κατά του περιβάλλοντος, το οποίο είναι έγκλημα διακινδύνευσης και προβλέπεται στον ποινικό κώδικά. Επομένως, το έγκλημα είναι μία κοινωνική κατασκευή. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα μόνον κατασταλτικά. Πρέπει να την αντιμετωπίζεις συμμετοχικά και προληπτικά. Και τούτο το αξίωμα επιβεβαιώνεται από την αύξηση της εγκληματικότητας σε ποσοστό 25% στη χώρα μας με την ισχύ του αυστηρότερου, σε σχέση με τον προηγούμενο, ποινικό κώδικα του 2019.

Κατά λογική, λοιπόν, ακολουθία τί μπορούμε να περιμένουμε με την ακόμη μεγαλύτερη αυστηροποίηση των διατάξεων του ποινικού κώδικα; Κατά την ταπεινή άποψή μου η προσέγγιση μίας αντεγκληματικής πολιτικής θα πρέπει να θεάται από την πλευρά του δάσους και όχι του δέντρου. Αυτό διδάσκει η Ελληνική μέχρι σήμερα εμπειρία. Μένει να δούμε, βεβαίως, από την εφαρμογή στην πράξη του προτεινομένου νομοσχεδίου εάν θα επιτύχει τη στόχευσή του ή εάν θα αναγκαστεί η διοίκηση σε αναδίπλωση και σε εκ νέου «γενναίες» τροποποιήσεις, ενισχύοντας ακόμη παραπάνω τις παθογένειες της ποινικής δικαιοσύνης.

Του Ιωάννη Μπάρκα, Δικηγόρου – μέλους του Δ.Σ. του Δ.Σ. Ξάνθης

Σχετικά Άρθρα