Αφιερώματα Τελευταία Νέα

Οικουμενικό Πατριαρχείο: Αγιοκατάταξη Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτη

Την εγγραφή του Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτη στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας αποφάσισε σήμερα, Τρίτη, 10 Ιανουαρίου 2023, η Ι. Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχειου, που συνεδρίασε υπό την προεδρία του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.

Δυο λόγια για τον Γέροντα Γεράσιμο:

Γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στην Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου Βορείου Ηπείρου και είχε λάβει το όνομα Αναστάσιος. Από τον πατέρα του πήρε την αυστηρότητα προς τον εαυτό του και από την μητέρα του την βαθιά, άδολη και ανυπόκριτη θρησκευτική ευλάβεια. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του. Το τελείωσε κάπως καθυστερημένα, σε ηλικία 14 χρόνων, λόγω των βαλκανικών πολέμων. Όταν τελείωσε το σχολείο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του, μετέβη στον Πειραιά, όπου ήδη ήταν εγκαταστημένος ο πατέρας του και εργάστηκε κοντά του.

Όταν στη συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα, ο Αναστάσιος συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Ο ζήλος του για τα γράμματα εντυπωσιακός. Στράφηκε στη μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας και των Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και εκκλησιαζόταν τακτικά. Συνήθως πήγαινε στον Άγιο Γεώργιο της Ριζαρείου, όπου λειτουργούσε συχνά ο Άγιος Νεκτάριος, με τον οποίο και είχε γνωριστεί.

Στην Αθήνα καλλιέργησε την σκέψη να γίνει μοναχός. Να φύγει έγκαιρα, πριν αναλάβει άλλες υποχρεώσεις. Για να πραγματοποιήσει την κλίση του, έρχεται στο Άγιο Όρος το 1923.

Εγκαταβιώνει ως δόκιμος στην Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης, στο Κελλί του Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον Μικρασιάτη ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη.

Εδώ, σ’ αυτή την ερημική, άνυδρη, αιχμηρή και άγονη τοποθεσία της Μικράς Αγίας Άννης, βρίσκει απόλυτη πνευματική χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του. Μπορεί πλέον απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και στην μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων. Η ζωή στην Σκήτη της Μικράς Αγίας Άννης έμοιαζε ιδανική, καθώς απηχούσε τις βαθύτερες ανάγκες του, που ήταν η προσευχή, η άσκηση και η ενασχόλησή του με την εκλησιαστική ποίηση. Αυτή η τελευταία τάση, την οποία από παιδί ένοιωθε να υπάρχει μέσα του εν υπνώσει, αλλά δεν είχε τολμήσει ποτέ να την αφήσει ελεύθερη να εκχυθεί προς τα έξω, στην Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου ενεργοποιήθηκε στον μέγιστο βαθμό.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1924 κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στην μνήμη του Αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας έγινε η μοναχική κουρά του παίρνοντας το όνομα του Αγίου.

Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στην νέα του ζωή, αποτέλεσε πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής. Παράλληλα με την τέλεση των καθημερινών μοναχικών ακολουθιών και την μελέτη, οι δύο μοναχοί της Καλύβης, Γέροντας και υποτακτικός, εργάζονταν για την επιβίωσή τους ως άνθρωποι. Ο Γέροντας Μελέτιος γνώριζε καλά και ασκούσε από χρόνια την τέχνη κατασκευής ξυλόγλυπτων σφραγίδων που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή πρόσφορων για την θεία Λειτουργία. Κοντά σ’ αυτόν και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνη αυτή, την οποία και ασκούσε φίλεργα. Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα γράμματα. Μας λέει σχετικά: «Εδώ, όταν ήρθα, καλλιέργησα και ανακεφαλαίωσα τις γνώσεις μου. Τους αρχαίους συγγραφείς, όλα τα χόρτασα, όλα τα χώνεψα».

Μετά την παρέλευση λίγων ετών, ο Γέροντας Μελέτιος φεύγει οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο μοναχό Γεράσιμο.

Κάτω από την Καλύβη του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται η καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σε αυτήν εγκαταβιούσε ο ασκητής νηπτικός Γέροντας Αβιμέλεχ, μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του αγιορείτικού μοναχισμού της εποχής του. Σε αυτόν υποτάχτηκε ο μετέπειτα ιερομόναχος Διονύσιος, με τον οποίον συνδέθηκε ο πατέρας Γεράσιμος και αργότερα, το 1966, ενώθηκαν σε μία μόνη συνοδεία. Ο μοναχός Γεράσιμος γίνεται κτήτορας του ναού των Αγίων Πατέρων Διονυσίου του ρήτορος και Μητροφάνους. Συγκεκριμένα, το 1956 στο σπήλαιο όπου ασκήτευσαν οι δύο Όσιοι κτίζει μικρό ναΐδριο και το 1960 το συμπληρώνει με την λιτή.

Ο Γέροντας Γεράσιμος, εκτός των άλλων, φημιζόταν για την διάθεση φιλοξενίας, την οποία ενέπνευσε και στους υποτακτικούς του. Οι προσερχόμενοι σ’ αυτόν λαϊκοί επισκέπτες πάντοτε έφευγαν ωφελημένοι και γοητευμένοι, καθώς ο λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος. Συνετός στις αποκρίσεις του, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες. Επιδίωκε πάντοτε την σιωπή, την οποία και θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών».

Εκτός από τους λαϊκούς, οι επισκέπτες ήταν πολλές φορές κληρικοί η και μοναχοί, που έρχονταν με τον ίδιο σκοπό: να ακούσουν τον γέροντα, να ωφεληθούν πνευματικά και να διδαχθούν από την ενάρετη ζωή του.

Κατά την διάρκεια της ζωής του, του ανατέθηκαν μοναχικά διακονήματα. Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Κυριακού της Σκήτης της Αγίας Άννης. Ως βιβλιοθηκάριος μάλιστα ασχολήθηκε με την σύνταξη και δημοσίευση καταλόγου των χειρόγραφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού της Σκήτης. Με την ιδιότητα αυτή βοήθησε πολλούς επιστήμονες στην εύρεση και απόκτηση αντιγράφων των χειρογράφων. Ο ίδιος συνέταξε αξιόλογες μελέτες και άρθρα.

Ο πατέρας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι προσιτό, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό μόλις τμήμα του έχει εκδοθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ακολουθίες κυκλοφορούν ευρύτατα σε δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα.

Την υμνογραφία θεωρεί προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους.

Μέχρι τον θάνατό του ο μεγάλος Υμνογράφος διατηρούσε αποθέματα δυνάμεων, ουδέποτε αντιμετώπισε προβλήματα υγείας, με εξαίρεση την μείωση της ακοής του, που εμφανίστηκε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του και τον ταλαιπωρούσε. Άνθρωπος λιτός, εγκρατής, ασκητικός, με ζωή αφιερωμένη στη δόξα του Θεού και την υπηρεσία των ανθρώπων. Κοιμήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1991.

Το πλούσιο υμνογραφικό του έργο υπολογίζεται σε περισσότερες από 2000 ιερές ακολουθίες.

Τον σπουδαίο αυτόν Υμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στις 28 Δεκεμβρίου 1968 τίμησε με αργυρό μετάλλιο η Ακαδημία Αθηνών, ενώ το Πατριαρχείο τον είχε τιμήσει και χειροθετήσει σε «Υμνογράφο της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας». Απονομή τιμής του είχε γίνει από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και από την Επιστασία του Αγίου Όρους.

Σχετικά Άρθρα