Είπα κι εγώ στη αρχή…
Τίποτε αναγκεμένοι,
θα ‘ταν αυτοί που μέρα μεσημέρι,
ακινητοποίησαν, χτύπησαν και λήστεψαν,
μονάχο γέρο που πήγε να περιποιηθεί το μνήμα της αγαπημένης του.
Πώς το ‘μαθα;
Ο γέρος ήταν ο πατέρας και η αγαπημένη η μάνα…
Διαβάζω όμως κάθε τόσο,
κραυγές απελπισίας κι άλλων ανθρώπων, καθημερινών,
να περιγράφουνε παρόμοια συμβάντα.
Μεγάλη θλίψη!
Φοβούνται οι νεκροί να δροσιστούνε,
Φοβούνται κι οι ζωντανοί να παν να τους δροσίσουν.
Αν δε μας έμεινε να κρατήσουμε ορθό τον τοίχο των νεκρών,
Ας χτίσουμε τουλάχιστο για μας τους ζωντανούς,
Τείχη για να κλειστούμε περιμένοντας τη λευτεριά –
το θάνατό μας.