Ο θεατρικός συγγραφέας Μήτσος Ευθυμιάδης (1945 – 2003) έζησε ορισμένα χρόνια στην Ξάνθη, όπου υπηρετούσε ως εκπαιδευτικός ο πατέρας του.
Στον τόμο “Εκατονταετηρίδα της απελευθερώσεως της Ξάνθης” (2019, Ι. Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου και Δήμος Ξάνθης) στο άρθρο μου με τίτλο “Εκατό χρόνια τέχνη του λόγου στην ελεύθερη Ξάνθη” (σελ. 73 – 78) αναφέρω:
“Στην Ξάνθης έζησαν επίσης λίγα χρόνια της ζωής τους οι νεότεροι Μήτσος Ευθυμιάδης θεατρικός συγγραφέας και ο ποιητής Αλέξης Τραϊανός, που έφυγαν πρώιμα από τούτη τη ζωή” (σελ. 75).
Αναφέρομαι στον Μήτσο Ευθυμιάδη, γιατί στις 18 Οκτωβρίου στην Ξάνθη θεατρική παράσταση με το έργο “Ο Φονιάς” του Μήτσου Ευθυμιάδη (1945-2003) – ένα σημαντικό έργο της νέας φουρνιάς συγγραφέων. Η παράσταση θα δοθεί στο Δημοτικό Αμφιθέατρο της Ξάνθης.
Παραθέτω τιμητικά ένα κείμενο του Γ. Κακουλίδη, δημοσιευμένο στον “Ριζοσπάστη” το 2003 με την ευκαιρία του θανάτου του:
Ο ΜΗΤΣΟΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
«Η ζωή μοιράζεται στους έχοντες, τους κατέχοντες και τους αντέχοντες. Εγώ ανήκω στους αντέχοντες», ήταν τα τελευταία λόγια του θεατρικού συγγραφέα Μήτσου Ευθυμιάδη, πριν κλείσει για πάντα τα θαυμάσια μάτια του.
Ο Μήτσος μας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 28 Δεκεμβρίου 1945. Σπούδασε νομικά, που δεν τα τελείωσε ποτέ, γιατί, όπως έλεγε συχνά, «το έβαλα στα πόδια από τη σχολή για να μην αργήσω στο ραντεβού μου με τη λογοτεχνία». Συνδέθηκε με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν και πρόσφατα μάλιστα είχε συμφωνήσει να γράψει για το Θέατρο Τέχνης ένα «ταχυδράμα» που θα σκηνοθετούσε ο Μίμης Κουγιουμτζής. Ο τίτλος του ήταν «Ονειρεύτηκα όνειρο μεγάλο». Αλλά το όνειρο πρόλαβε να το δει πρώτος ο Μίμης Κουγιουμτζής, που μας άφησε ξαφνικά πριν από λίγους μήνες.
Ο Μήτσος έγραψε τα θεατρικά έργα: «Οι προστάτες», «Ο Φώντας», «Ο φονιάς» και το τελευταίο, που ανέβηκε το 1977, με τον τίτλο «Πέρα από τη νύχτα». Στην κηδεία του, τη Δευτέρα, στο Α΄ Νεκροταφείο ήταν όλοι οι αγαπημένοι του φίλοι που μεγάλωσαν κι έζησαν μαζί του. Ο Γιώργος Κοτανίδης, μ’ έναν θαυμάσια αυθόρμητο και λυγμικό λόγο που έσπασε από τη συγκίνηση, υπενθύμισε, ανάμεσα στα άλλα, την έμμονη ιδέα του Μήτσου ενάντια στην εξουσία.
Τον Μήτσο μπορούσες να τον συναντήσεις στα καφέ γύρω από την Πλατεία Εξαρχείων. Ηταν ανοιχτός προς όλους, και όποιος ήθελε τη συντροφιά του δεν είχε παρά να πάρει μια καρέκλα και να καθίσει δίπλα του. Και τον άκουγε.
Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Μήτσος αποφάσισε να κάνει χοντρό παιχνίδι με όλα και με όλους. Μέσα από την καμαρούλα του, αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη στο «καλλιτεχνικό» περιβάλλον, αρχίζοντας με εκείνους τους συναδέλφους του που εκχωρούσαν τα πάντα και γινόντουσαν μαϊμούδες παντός καιρού για μια θέση στο σύστημα. Η στάση αυτή γέννησε έναν σύγχρονο Διογένη Κυνικό, που καυτηρίαζε κάθε προσπάθεια για κοινωνική αναρρίχηση και αγαπούσε ό,τι αγαπά ένας άνθρωπος που κάνει απόλυτο το παιχνίδι της ψυχής μέσα σε αυτό που οι άλλοι αποκαλούν ζωή.
Συχνά πυκνά τον έκλεβα από την Πλατεία Εξαρχείων και τον πήγαινα στην Πλατεία Βάθης, που τόσο του άρεσε, στο δικό μου στέκι, τον «Κόκκινο Γάτο». Εκεί χανόμασταν μέσα στους αληθινούς αντέχοντες, μακριά από τους «κουλτουριάρηδες» της συμφοράς, τα ανθρωπάκια που το παίζουν λογοτέχνες, και τις γλώσσες τις θλιβερές ορισμένων δημοσιογράφων. Είχε το μοναδικό χάρισμα να του ανοίγουν οι άλλοι εύκολα την ψυχή τους αμέσως μόλις τον γνώριζαν. Και ο Μήτσος τούς άκουγε πάντα με μεγάλη προσοχή και κατόπιν, με τρόπο μοναδικό, αγκάλιαζε αυτές τις ψυχές και τους ψιθύριζε πρώτα ό,τι ήθελαν να ακούσουν και ύστερα ό,τι δεν ήθελαν. Και αυτό έπιανε. Τον ενδιέφεραν οι ιστορικά καταδικασμένοι και έγραφε συνήθως για περιθωριακούς τύπους μία στιγμή πριν αποφασίσουν να εξεγερθούν. ΄Οπως ακριβώς στην «Αγρια Συμμορία» του Σαμ Πέκινπα, την αγαπημένη του ταινία, την οποία επανέφερε με κάθε ευκαιρία σαν παράδειγμα στην κουβέντα μας.
Μιλώντας για τον Μήτσο, δε θα μπορούσα να αφήσω απ’ έξω το πικρό, μαύρο του χιούμορ. Ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές, στο «Σισμανόγλειο», όπου νοσηλευόταν, όταν τον ρώτησε κάποια στιγμή η καθαρίστρια που συγύριζε το δωμάτιό του: «Εχετε σήμερα τίποτα για πέταμα;», εκείνος απάντησε: «Εμένα», αφήνοντας άφωνη τη γυναίκα.
Κλείνω αυτή τη μικρή κατάθεση αγάπης με την τελευταία φράση που απηύθυνε ο Γιώργος Κοτανίδης στον επικήδειο του φίλου μας: «Να ξέρεις εκεί που πετάς τώρα ότι εμείς πάντοτε θα σου μιλάμε και θα σε ρωτάμε για ό,τι μας βασανίζει, και ξέρουμε πως εσύ θα βρίσκεις τον τρόπο να μας απαντάς».
Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ