Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο πρώην και τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, σύμφωνα με ρωσικά μέσα ενημέρωσης.
Υπήρξε ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 μέχρι το 1991. Οι προσπάθειές του για μεταρρύθμιση βοήθησαν να έρθει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τελείωσαν την πολιτική υπεροχή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης η οποία και τελικά κατέρρευσε τα Χριστούγεννα του 1991.
Έχοντας μικτή ρωσική και ουκρανική καταγωγή, ο Γκορμπατσώφ γεννήθηκε στο Πριβόλνογιε του Κράι Σταυρούπολης σε μια φτωχή οικογένεια αγροτών. Μεγαλώνοντας στην εποχή του Στάλιν, στα νιάτα του δούλευε σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές σε συλλογικό αγρόκτημα πριν από την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ενώ σπούδαζε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, παντρεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Ράισα Τιταρένκο το 1953, πριν πάρει το πτυχίο του το 1955. Μετακόμισε στη Σταυρούπολη, όπου εργάστηκε για την τοπική Κομσομόλ και έγινε ένθερμος υποστηρικτής της αποσταλινοποίησης, που προωθούσε ο Νικίτα Χρουστσόφ. Το 1974 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανωτάτου Σοβιέτ και το 1979 έγινε υποψήφιο μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος. Μέσα σε τρία χρόνια από το θάνατο του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ και μετά τα σύντομα καθεστώτα των Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το πολιτικό γραφείο εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως Γενικό Γραμματέα, ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης, το 1985.
Ο Γκορμπατσώφ εφάρμοσε οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήλπιζε ότι θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο και την παραγωγικότητα των εργαζομένων ως τμήμα του προγράμματος Περεστρόικα (αναδιάρθρωση). Αν και υποσχόταν τη διατήρηση του Σοβιετικού κράτους και της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκορμπατσώφ πίστευε στην ανάγκη για σημαντική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986.
Θεωρείται ευρέως ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα αλλά ο ρόλος του στη διεθνή και εσωτερική πολιτική παραμένει θέμα διαμάχης μέχρι σήμερα. Είναι παραλήπτης πολλών βραβείων, μεταξύ άλλων και του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 1990.
Επαινέθηκε ευρέως για τον καθοριστικό του ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, την επέκταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σοβιετική Ένωση και την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη.
Ωστόσο, στη Ρωσία χλευαζόταν συχνά, καθώς δεν εμπόδισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που έφερε υποχώρηση της παγκόσμιας επιρροής της Ρωσίας και την οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ο Γκορμπατσώφ αρνήθηκε να παρέμβει στρατιωτικά, όταν διάφορες Ανατολικές χώρες εγκατέλειψαν τη Μαρξιστική-Λενινιστική διακυβέρνηση το 1989-90. Εσωτερικά, το αυξανόμενο εθνικιστικό συναίσθημα απείλησε να φέρει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ορισμένοι μαρξιστικοί-λενινιστικοί σκληροπυρηνικοί διεξήγαγαν αποτυχημένο πραξικόπημα το 1991 κατά του Γκορμπατσώφ.
Τέσσερις μήνες αργότερα, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και ο Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο.
Το 1992 ίδρυσε το ίδρυμα Γκορμπατσώφ. Κράτησε επικριτική στάση απέναντι στους μετέπειτα Ρώσους Προέδρους Μπόρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ υπήρξε κεντρικό πρόσωπο του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.