ΩΔΗ ΣΤΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ
ΤΟΥ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ
Μετάφραση: Θανάσης Μουσόπουλος
Περπατούσα
Κάτω
Σ’ έναν καυτό δρόμο :
Ο ήλιος έσκασε σαν
Ένα χωράφι φλογερό καλαμποκιού,
η
Γη
Ήταν ζεστή
Ένας άπειρος κύκλος
Με έναν κενό
γαλάζιο ουρανό μετέωρο.
Μερικά ποδήλατα
Με προσπέρασαν
Τα μόνα
Έντομα
Στην πιο ξηρή
Στιγμή του καλοκαιριού,
Σιωπηλά, γρήγορα, μισοδιάφανα·
Αυτοί
Μόλις αναδεύουν
Τον αέρα.
Οι εργάτες και τα κορίτσια
Πήγαιναν ποδηλατώντας
Στα εργοστάσια,
Ρίχνοντας
Τη ματιά τους
Στο καλοκαίρι,
Τα κεφάλια τους προς τον ουρανό,
Καθισμένοι
Στις σκληρές ψηλές σέλες
Των στροβιλιζόμενων
Ποδηλάτων
Που βούιζαν
Καθώς έφευγαν από
Γέφυρες, τριανταφυλλιές, βάτους
Και το μεσημέρι.
Σκέφτηκα το βράδυ, όταν τα αγόρια
Πλένονται, τραγουδούν, τρώνε
Υψώνουν
Μια κούπα
Κρασί
Στην υγειά
Της αγάπης και της ζωής,
Και περιμένει
Στην πόρτα,΄
Το ποδήλατο,
Ήσυχο,
Επειδή
Μόνο όταν κινείται
Έχει ψυχή
Και αφημένο εκεί
Δεν είναι
Ένα μισοδιάφανο έντομο
Που βουίζει
Μέσα στο καλοκαίρι
Αλλά
Ένας κρύος σκελετός
Που θα επιστρέψει στη ζωή
Μόνο όταν κινείται
Όταν είναι στο φως,
Δηλαδή,
Με την ανάσταση
Της κάθε μέρας.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ, 1956
Μετάφραση Θανάση Μουσόπουλου