O Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Νικόλαος Χαρδαλιάς, κήρυξε σήμερα, Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021, την έναρξη των εργασιών της 7ης Συνόδου των Αρχηγών των Ευρωπαϊκών Χερσαίων Δυνάμεων (7th Forum of the Commanders of European Land Forces).
Η Σύνοδος διοργανώνεται φέτος για πρώτη φορά στη χώρα μας από το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ), κατά το χρονικό διάστημα από 10 έως 11 Νοεμβρίου 2021, με κεντρικό της θέμα «Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαϊκοί Στρατοί – Δυνατότητες συνεργατικής ασφάλειας για την αντιμετώπισή τους». Συμμετέχουν 28 Αρχηγοί Στρατών των κ – μ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λοιπών ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και Διοικητών άλλων δομών, όπως της Αμερικανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Ευρώπης και Αφρικής (USAREUR – AF), της Ευρωπαϊκής Στρατιωτικής Επιτροπής (EUMC), καθώς και του Στρατηγείου Χερσαίων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ (LANDCOM).
Στην ομιλία του ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας ανέφερε τα ακόλουθα:
«Με ιδιαίτερη χαρά, αποδέχτηκα την ευγενική πρόσκληση του Αρχηγού του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, προκειμένου να συμμετάσχω στην έναρξη των εργασιών της 7ης Συνόδου των Αρχηγών των Ευρωπαϊκών Χερσαίων Δυνάμεων, η οποία φέτος διοργανώνεται στην Ελλάδα, σε μια χρονιά που συνιστά την επέτειο συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την έναρξη του αγώνα της Ανεξαρτησίας του Έθνους, ενός αγώνα ο οποίος οδήγησε στη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους, εδραιώνοντας την παρουσία της χώρας, ύστερα από απουσία αιώνων στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη, ως ένα κράτος σύγχρονο, δημοκρατικό και ευνομούμενο.
Σε αυτή την εμβληματική λοιπόν, για όλον τον ελληνισμό χρονική συγκυρία, σας υποδεχόμαστε στην Αθήνα, την πόλη που αποτελεί την κοιτίδα της Δημοκρατίας, σε ένα Συνέδριο που φιλοδοξεί, αφενός να εμπλουτίσει με τα γόνιμα συμπεράσματά του, τη γνώση μας και την πολιτική μας και αφετέρου να προσφέρει σημαντικό πεδίο ανταλλαγής ιδεών, απόψεων και προτάσεων σε θέματα που αφορούν στην άμυνα, την ασφάλεια και τις απειλές που αντιμετωπίζει η Ευρώπη.
Στο λυκαυγές της 3ης δεκαετίας του 21ου αιώνα, συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η μετατόπιση των κέντρων παγκόσμιας ισχύος, η μεταβολή των παραδοσιακών εθνικών ταυτοτήτων και η διάχυση των ανθρώπινων δικτύων, μεταλλάσσει το διεθνές περιβάλλον σε περισσότερο διασυνδεδεμένο, ανταγωνιστικό και απρόβλεπτο, με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση, το NATO, αλλά και οι λοιποί διεθνείς Οργανισμοί, να βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι, με μια πληθώρα ασύμμετρων προκλήσεων και απειλών.
Το σύγχρονο περιβάλλον ασφάλειας, χαρακτηρίζεται από έντονα φαινόμενα αστάθειας, ρευστότητας, υψηλής αλληλεξάρτησης και εύθραυστων ισορροπιών και διαμορφώνει μια ιδιαίτερη παγκόσμια ατζέντα, που περιλαμβάνει απειλές που γίνονται ολοένα και πιο πιεστικές, όπως πολεμικές συγκρούσεις, κλιματική αλλαγή, μετανάστευση, θρησκευτικό φονταμενταλισμό, διεθνή τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, πειρατεία, κυβερνοεπιθέσεις και εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής.
Οι παραπάνω προκλήσεις, σε συνδυασμό με τον αναμφισβήτητο γεωπολιτικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό, συγκροτούν ένα ιδιαίτερο παγκόσμιο ψηφιδωτό, το οποίο περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την πανδημία του COVID-19, μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση που επαναπροσδιόρισε το παγκόσμιο πλαίσιο ασφάλειας, σε όλα τα επίπεδα.
Ο κόσμος, έτσι όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μετασχηματίζεται πλέον απρόβλεπτα και οι εξελίξεις μοιάζουν να ξεπερνούν την ικανότητα ακόμα και παραδοσιακά μεγάλων πόλων ισχύος, κρατών ή και συμμαχιών να τις προβλέψουν, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι δρώντες να αντιδρούν επιφυλακτικά προς αυτές, αντί να τις καθορίζουν.
Οι δυτικές κοινωνίες, στο πλαίσιο αντιμετώπισης των νέων αυτών υβριδικών απειλών, απαιτούν όλο και πιο επιτακτικά από τις κυβερνήσεις τους να ανταποκριθούν στην υποχρέωση εξασφάλισης αισθήματος ασφάλειας, πάντα σεβόμενες τα εκάστοτε ισχύοντα συνταγματικά όρια και την προσωπική ελευθερία των πολιτών τους.
Αναπτύσσονται έτσι πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο, με κοινή πάντα συνιστώσα την ανάγκη ενεργοποίησης των εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων, για την παροχή συνδρομής στους καθ’ ύλην αρμόδιους κρατικούς φορείς και την κάλυψη των κενών που διαπιστώνονται σε επίπεδα άμυνας και ασφάλειας.
Είναι κοινή πλέον η εκτίμηση, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να επαναπροσδιορίσει τη θέση της και να αποφασίσει αν θα παραμείνει μόνο μια μεγάλη οικονομική αγορά ή αν θα αναλάβει το ρόλο που της αντιστοιχεί ως γεωπολιτική υπερδύναμη και πάροχος ασφάλειας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την περαιτέρω ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνάς της, ως μια ουσιαστική πτυχή της εξωτερικής της δράσης, η οποία θα αναδείξει τον παγκόσμιο στρατηγικό της ρόλο, αλλά και την ικανότητά της να ενεργεί αυτόνομα, όταν και όπου κριθεί απαραίτητο.
Τούτο βέβαια συνεπάγεται ότι, χρειαζόμαστε μια πιο ολοκληρωμένη και συνεκτική προσέγγιση στις επιμέρους εθνικές πολιτικές μας, μια προσέγγιση που θα συμβάλλει στην καλύτερη επιδίωξη των στρατηγικών μας συμφερόντων, στο πλαίσιο πάντα της αυξημένης αμοιβαιότητας και των ισότιμων όρων ανταγωνισμού στις σχέσεις μας με τους λοιπούς παγκόσμιους δρώντες.
Και φυσικά, ανάληψη μεγαλύτερου μεριδίου ευθύνης στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, αξιοποιώντας πλήρως τις αμυντικές πρωτοβουλίες της Ένωσης και επιδιώκοντας εντονότερα την ενσωμάτωση των πρωτοβουλιών αυτών στον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό των κρατών – μελών, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη συνοχή, αλληλεγγύη, αλλά και προοδευτική διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής.
Είναι σίγουρο, ότι η οικοδόμηση αυξημένων στρατιωτικών δυνατοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα συνεισφέρει μόνο στην επίτευξη των επιχειρησιακών της στόχων, αλλά θα συνδράμει περαιτέρω στην ενίσχυση της βιομηχανικής της βάσης, η οποία θα μεταφραστεί σταδιακά σε τεχνολογική κυριαρχία, που αποτελεί θεμελιώδη προοπτική της στρατηγικής αυτονομίας.
Η Ελλάδα, συνιστά ανεπιφύλακτα θιασώτη της πολυμερούς προσέγγισης, σε ό,τι αφορά τις περίπλοκες, παγκόσμιες προκλήσεις της εποχής μας και παράλληλα σταθερό υποστηρικτή της απόλυτης ανάγκης για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, χωρίς αυτό να σημαίνει διασάλευση των διατλαντικών δεσμών μας.
Μια ισχυρή και αυτόνομη Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση, είναι δεδομένο ότι θα λειτουργήσει ενισχυτικά προς το ΝΑΤΟ, επιλύοντας χρόνια ζητήματα των ευρωπαϊκών κρατών στους τομείς της διαλειτουργικότητας, της στρατιωτικής κινητικότητας, αλλά και των χαμηλών αμυντικών προϋπολογισμών τους.
Πρέπει να αποσαφηνιστεί πλήρως, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ανταγωνιστή του ΝΑΤΟ, αντίθετα συνιστά αναντικατάστατο Εταίρο, ο οποίος συμβάλλει στην ευρύτερη δυνατότητα άμυνας και ασφάλειας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, συμπληρώνοντας και ενισχύοντάς την. Ως χώρα, στηρίζουμε απερίφραστα μια ισχυρή, στενότερη, συνεργατική και αμοιβαία επωφελή σχέση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένας παγκόσμιος δρώντας, έχει αναμφίβολα γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την περιοχή του Σαχέλ, συμφέροντα τα οποία την υποχρεώνουν να τα υπερασπιστεί και μάλιστα να αναλάβει αυτή την πρόκληση με μια ανανεωμένη αίσθηση επείγοντος, προκειμένου να συμπληρωθούν τα όποια κενά έχουν παρουσιαστεί από τη μη παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα.
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή τοποθέτησή μου, θα ήθελα να καταστήσω σαφές, ότι σε ένα εύθραυστο και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα, ως η μοναδική χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, που μετέχει ενεργά ως πλήρες μέλος σε όλους τους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς ασφάλειας, αλλά και ως δρώντας με αναμφίβολη γεωστρατηγική υπεροχή, αναπτύσσει διαρκώς συνέργειες και πολιτικές, που προωθούν την άμυνα και την ασφάλεια, καθιστώντας τη χώρα πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης για την ευρύτερη περιοχή.
Με σταθερό πάντα προσανατολισμό την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας και την αρχή της καλής γειτονίας, οικοδομούμε ισχυρές συμμαχίες με χώρες οι οποίες μοιράζονται το ίδιο όραμα και τις ίδιες αξίες, προσβλέποντας στη δημιουργία συνθηκών βιώσιμης κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, για όλα τα κράτη του γεωγραφικού μας περίγυρου.
Καθίσταται δεδομένο ότι οι προκλήσεις και οι απειλές που όλοι έχουμε μπροστά μας είναι τόσο σύνθετες, που καμία χώρα δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνη της. Απαιτείται συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μας, ώστε να διασφαλισθεί διαχρονικά το κοινό εγχείρημά μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες αυτής της σημαντικής Συνόδου η οποία, είμαι πεπεισμένος, θα αποφέρει σημαντικά συμπεράσματα και εμπνευσμένες προοπτικές για το μέλλον των Ευρωπαϊκών Στρατών.
Σας ευχαριστώ».