ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Του Θανάση Μουσόπουλου
3. Η εφηβική ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη, Α΄ Μέρος
Έχουν γραφτεί, όχι μόνο τώρα που πέθανε μα και όσο ζούσε, πάμπολλα κείμενα και έχουν δημοσιευθεί σημαντικά βιβλία για το πολυσχιδές έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Τα τομέας που αξίζει να προβληθεί – πέρα από το μουσικό έργο του – είναι ο λόγος του και ιδιαίτερα η ποίησή του. Στο κείμενό τα αυτό θα προσεγγίσουμε την εφηβική ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη.
Στη σελίδα του Μίκη Θεοδωράκη στο διαδίκτυο μπορεί όποιος/όποια ενδιαφέρεται να βρει την ποίηση του Μίκη. Επέλεξα τα ποιήματα τα περιόδου 1939 – 1949, όταν ο δημιουργός ήταν 15 – 25 ετών. Τότε οικοδομούσε τον εαυτό του και το πολυώροφο έργο του.
Ο μουσικολόγος – μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος, στο λήμμα για τον Μίκη Θεοδωράκη στο «Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό» (της Εκπαιδευτικής Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, τ. 4, σελ. 57-58, δεκαετία του 1980), παρατηρεί: «Εντοπίζοντας τα ψυχολογικές συντεταγμένες των λειτουργιών τα δημιουργού υπέρμετρα παρορμητικού στη μελωδία και στο λέγειν, οι μελετητές του θα αντιμετωπίσουν τρομακτικό όγκο κριτικών, πολεμικών – αγωνιστικών κειμένων και συνεντεύξεών του, επιστολών καθώς και κειμένων τρίτων, δημοσιευμένων επί τέσσερις δεκαετίες στον ελληνικό και ξένο Τύπο. Του υλικού αυτού μικρό μέρος έχει εκδοθεί».
Στέκομαι στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος που μιλά για «ψυχολογικές συντεταγμένες […] υπέρμετρα παρορμητικού δημιουργού», που θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε.
Θα δώσουμε το λόγο στον Μίκη ο οποίος το 2010 μιλά για τον εαυτό του στο περιοδικό ΜΕΝSΑ. Παρουσιάζω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, αναφερόμενα κυρίως στη νεανική του ηλικία:
«Η μοναξιά πράγματι αποτελεί προϋπόθεση για την δημιουργική πράξη. Επειδή ξεκίνησα από πολύ νωρίς την σχέση μου με την Τέχνη και φυσικά περισσότερο με την Μουσική, έμαθα να νοιώθω μόνος κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε σημείο οι άλλοι να μην υπάρχουν καν για μένα, ακόμα και όταν ο τα εαυτός μου, ο αγωνιστής, με οδηγούσε σε χρονοβόρες, ψυχοφθόρες έως και σαρκοφάγους θυσίες εναντίον του εαυτού μου για χάρη των άλλων! Έζησα έτσι τη ζωή μου «μέσα στην ερημία του πλήθους», για να δανειστώ ένα στίχο του Αναγνωστάκη, γεγονός που μου επέτρεψε να αφιερωθώ ολοκληρωτικά στη μουσική σύνθεση ειδικά και γενικότερα στην Φιλοσοφία και την Τέχνη.
Η εσωτερική ζύμωση, τα την αποκαλείτε, υπήρξε για μένα μια διαρκής ψυχική αγωνία, η οποία κατέληγε στην αποκάλυψη μέσα στο νου μου «μουσικών καταστάσεων» […] Και έζησα μόνος. Εντελώς μόνος. Ακόμα και οι γονείς και ο αδελφός μου όσο και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου γνώρισαν μόνο ένα μικρό μέρος του εαυτού μου. Οι στενοί μου φίλοι ένα πιο μικρό. Όσο για όλους τα τα, ένα ελάχιστο. Κι αυτό γιατί έπρεπε ο αληθινός, ο πλήρης εαυτός μου να αποκαλυφθεί μόνο μέσα στη Μουσική, στην Ποίηση και στα λιμπρέτα μου για τα τρεις όπερές μου, τον «Καρυωτάκη», την «Μήδεια» και την «Αντιγόνη» […] Από μιαν άποψη θεωρώ τον εαυτό μου μέλος μιας απόκρυφης αδελφότητας τα λ.χ. των Πυθαγορείων ή των Επίκουρων με καθυστέρηση πολλών αιώνων…
Εκείνο που τελικά έμεινε σήμερα χαραγμένο στο νου μου, είναι μια θολή και πικρή ανάμνηση των «άλλων», που στην πραγματικότητα λειτούργησαν -σε τα τα περιπτώσεις- σαν εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσω για χάρη τα ανάγκης μου να μένω ακέραιος, αληθινός, άγνωστος και μόνος, τα με ήθελε ο κύριος λόγος για τον οποίο ζούσα: η Δημιουργία.
Οφείλω να τα ομολογήσω, ότι κατά την περίοδο τα εφηβείας μου είχα ήδη την σημερινή απαισιοδοξία, που με είχε απομονώσει από τα «τα» σε βαθμό που να με αναγκάσει να ζω από την ηλικία των 14 ετών κλεισμένος στο σπίτι μου με μόνη συντροφιά τα βιβλία και τη μουσική μου. Έως ότου αποφασίσω να γίνω αισιόδοξος, μιας και οι αγριότητες τα ξένης κατοχής αναδείξανε μέσα μου τα γονίδια του πατριωτισμού και τα αγωνιστικότητας που χαρακτήριζαν τα Κρήτες προγόνους μου […] Αυτού του είδους η εισαχθείσα έξωθεν αισιοδοξία με συμφιλίωσε συγκυριακά με τα τα, ιδιαίτερα σε συνθήκες αντιστασιακής συστράτευσης δηλαδή οργανώσεις, εκδηλώσεις, μάχες, φυλακίσεις και εξορίες, ενώ παράλληλα με βοήθησε να βλέπω το μέλλον τα ανθρωπότητας φωτεινό».
*
Μετά τα εξομολογήσεις του Μίκη – κατατοπιστικές για τα «ψυχολογικές συντεταγμένες […] υπέρμετρα παρορμητικού δημιουργού», θα περάσουμε τα δημιουργίες του Μίκη κατά την εφηβική και μετεφηβική ηλικία. Θα συνδράμουν δύο ειδικοί μελετητές του έργου του. Ο πρώτος μιλά για τα παιδικά του τραγούδια και ο δεύτερος για την ποίησή του.
Ο μαέστρος Δημήτρης Καρβούνης μιλώντας για τα παιδικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη με τον οποίο άλλωστε συνεργάστηκε λέγει: «Τα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ είναι μια σειρά τραγουδιών τα οποία ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε στην εφηβική και νεανική του ηλικία. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα το γεγονός, ότι ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει τα πρώτα συνθετικά του βήματα στην Πάτρα, το 1937, σε ηλικία μόλις 12 χρονών, γράφοντας «Ρομάντζες» για φυσαρμόνικα και τα πρώτα του τραγούδια. Απ’ το 1938, στον Πύργο, αρχίζει να γράφει διάφορες μελωδίες για βιολί, για βιολί και πιάνο, ντουέτα για δυο βιολιά και τα, πολλά τραγούδια. Με τα και μεγαλύτερους ρυθμούς συνεχίζει στην Τρίπολη απ’ το 1940 μέχρι το 1943 και στην Αθήνα απ’ το 1944 και μετά. Έτσι, στα εφηβικά και νεανικά του χρόνια, πληθωρικός και πολυγραφότατος καθώς είναι, έχει στο ενεργητικό του έναν αρκετά μεγάλο κατάλογο με έργα οργανικής και φωνητικής μουσικής».
Δε θα ασχοληθούμε με τα παιδικά τραγούδια, αλλά με την ποίηση του Μίκη. Ο δρ φιλολογίας και μελετητής του έργου του Γ. Σεφέρη Χρ. Δ. Αντωνίου σε πρόσφατη δημοσίευση μιλά για το βιβλίο «Να μαγευθώ και να μεθύσω» (που περιέχει ανθολογία ποιημάτων του Μίκη Θεοδωράκη σε επιμέλεια Ιουλίτας Ηλιοπούλου (πρώτη έκδοση Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 2000 – επανεκδόθηκε από τα εκδόσεις Ιανός το 2019). Η ανθολόγηση καλύπτει μια πεντηκονταετία και τα ποιήματα έχουν ενταχθεί σε θεματικές ενότητες: α. φύση και μοναξιά, β. ερωτικά, γ. σχετικά με την έννοια τα Ελλάδας, δ. τα εξορίας και τα επανάστασης, ε. τα περιόδου τα δικτατορίας, στ. θρήνοι, ζ. «Νεκρή εποχή» για όσα χάσαμε.
Τα θα διαπιστώσουμε, κατά την περίοδο που εξετάζουμε, 1939 – 1949, τα ποιήματα του Μίκη καλύπτουν τα τα θεματικές – εκτός βέβαια τα ε. περιόδου τα δικτατορίας. Αυτό δείχνει μια ενότητα και συνέχεια στη δημιουργία του Θεοδωράκη.
Ο Μιχαήλ Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο το 1925, στη συνέχεια μετακινήθηκε σε Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943). Από το 1943 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου την ίδια χρονιά γνώρισε τη γυναίκα τα ζωής του Μυρτώ Αλτίνογλου με την οποία παντρεύτηκε το 1953.
Η περίοδος 1939 – 1949 συνδέεται με την Τρίπολη και την Αθήνα και περιλαμβάνει τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, Κατοχή και Αντίσταση, Δεκεμβριανά και Εμφύλιο. Ο Μίκης είχε ενεργή παρουσία σε όλα τα δρώμενα τα δεκαετίας. Ενηλικίωση μέσα από αγώνες, αγωνίες και έρωτες.
Στη συνέχεια ακολουθεί Ανθολόγηση Ποιημάτων του Μίκη Θεοδωράκη της περιόδου 1939 – 1949.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 23 Οκτωβρίου 2021
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
Του Θανάση Μουσόπουλου
3.Η εφηβική ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη
Β. ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 1939-49
Στην Τρίπολη το 1939, όντας δεκαπέντε χρονώ, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο ΣΙΑΟ με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης, εκδόσεις Πεντάδας, αριθ. 1, τιμή δραχ. 15, με Επιλεγόμενα του Φ. Γενάρη (ψευδώνυμο του Γρηγόρη Κωνσταντινόπουλου, φίλου και συμμαθητή του Μίκη).
Είναι χαρακτηριστική η Αφιέρωση τα συλλογής:
Σ’ ΟΣΑ ΣΤΗΘΗ ΧΤΥΠΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠ’ ΤΗ ΝΕΑΝΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ, ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΩΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ, ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΠΟΥ ΖΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΟΛΜΑ, Σ’ ΟΣΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΣΚΕΠΑΖΟΝΤ’ ΤΑ ΣΤΗΘΗ ΝΕΑΝΙΚΑ, ΣΤΗΘΗ ΓΕΜΑΤΑ ΠΝΟΗ, ΠΟΥ ΠΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΙΨΟΥΝ ΚΙΝΤΥΝΟΥΣ. ΣΕ ΤΑ, Ω ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
Τα θέματα τα πρώτης τα ποιητικής παρουσίας του νεαρού Μίκη είναι τα ίδια με τα ενότητες που αναφέραμε: έρωτας, θάνατος, φύση, αρμονία.
ΣΤΟΝ ΠΟΘΟ: Πέρνα βαρειέ κι ασύντριφτε, / γιγαντωμένε πόθε, / και σύντριψε τα σάρκες μου. / Μες στην καρδιά μου μπες, / και γίνε μια ψυχή μ’ εμέ
ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥ: Ποιος θάρθει να σε ράνει / με μύρα όταν πεθάνεις; / Θα σε κηδέψουνε δίχως πόνο / και θα σε θάψουνε δίχως τραγούδι.
ΘΝΗΤΟΙ ! ΘΝΗΤΟΙ ! Στην παναρμόνια φθινοπωρινή θέλω τη δύση / σε μια φωτόχυτη στιγμήν ηδονική / να γίνω ένα με Σένα, ω φύση!
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΑ ΤΩΝ ΙΚΑΡΩΝ: Νοιώθω μέσα μου μια φλόγα / να με λυώνει και να με σώνει! / Νοιώθω μέσα μου ν’ ανοίγονται φτερά / και να με υψώνουν / πέρα σε χώρες μ’ ανήκουστη Αρμονία, / και με μι’ αθώρητη Ομορφιά!
Από τα τέσσερα αυτά αποσπάσματα του 1939 κατανοούμε την ευαισθησία και συνάμα ωριμότητα του Μίκη. Η ίδια θεματική εμφανίζεται και στα ποιήματα της επόμενης περιόδου. Παρατηρούμε ότι, ανάλογα με τα κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα, παρουσιάζεται στην ποίησή του. Θα κάνουμε έναν ενδεικτικό και σύντομο περίπατο στις νεανικές του δημιουργίες.
Το 1940 είναι τομή για την ελληνική Ιστορία. Πόλεμος και θυσίες: «Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα / Για μια τιμή και για μια δόξα πέφτω / για την Ελλάδα τώρα πολεμώ / καινούριους με το αίμα κόσμους τρέφω / τον ήλιο σπέρνω απ’ όπου κι αν περνώ. / Μες στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα».
Κάνει εντύπωση ότι ο Χριστιανισμός συγκινεί την ψυχή του Θεοδωράκη, πράγμα που αποτυπώνεται και στην πρώιμη μουσική του δημιουργία (θα το δούμε στο επόμενο κείμενο με αντικείμενο τη Βυζαντινή Παράδοση στον Μίκη Θεοδωράκη).
Το 1941 «Ιούδας / Ναζωραίε! Ναζωραίε! / Όλων των ανθρώπων των αληθινών / ο δρόμος τα απ’ το σταυρό περνά» . Το 1944 «ρίξε φωτιά και κάψε με, θεά / πριν σ’ ένα “σταυρό” /σαν τον Χριστό πεθάνω».
Να σημειώσουμε ότι ο Μίκης από το 1943 μετακινείται και ζει στην Αθήνα με την οικογένειά του. Μετά την Κατοχή και την Απελευθέρωση έρχονται τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος. Ο Μίκης παίρνει μέρος στα δρώμενα, όντας μέλος της ΕΠΟΝ, συλλαμβάνεται, εξορίζεται, κρύβεται. Όλα αυτά αποτυπώνονται στην ποίησή του υπαινικτικά ή άμεσα.
Κάποια αποσπάσματα θα συνδράμουν στην προσέγγιση αυτής της μαρτυρικής περιόδου:
1943: «Όλα όλα είναι γλυκά (πόσο γλυκά!) / ακόμα κι ο πιο αβάσταχτος ο πόνος / όταν με φέρνουν πιο σιμά σου ω Πατρίδα. – Αθήνα, 1943» / «Θα ‘ρθει μια μέρα και ο ήλιος δε θα βασιλέψει / οι σκιές θα γίνουν φως / και στα φύλλα του δέντρου θα σταλάζει / το αίμα φλογισμένο σα δάκρυ / Το παν θα τελειώσει».
1946: «ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ […] / Είμαστε πέντε σύντροφοι / πιασμένοι χέρι με χέρι / με την καρδιά ξεπλυμένη / στο χιόνι τα νύχτας / και τα λιβάδια τα Άνοιξης / ζωγραφισμένα. / […] Ο τόπος γέμισε με ακέφαλα πτώματα / και μόνο το κεφάλι μου γυρίζει / από σώμα σε σώμα. / Τα γίνηκαν λοιπόν τα κεφάλια / των συντρόφων μου; / […] Περάσαμε συρτά στο μέρος τα / κι όλοι αντάμα βλέπαμε / την Πολιτεία τα / να κλυδωνίζεται τριγύρω / ακυβέρνητη και μεθυσμένη. / […] Τα στιγμιαίες λάμψεις του πολυβόλου / μπορούσε κανείς να διακρίνει / την λεπτή κόκκινη κλωστή που ένωνε τα καρδιές τα. / […] δρασκελίσαμε με τόση αγάπη / το σύνορο του θανάτου / οι πέντε αμούστακοι στρατιώτες του Δεκεμβρίου».
«Δε θα μπορέσεις ποτέ να δεις κατάματα τον εαυτό σου. / Εφ’ όσον ο αδελφός σου διαλύεται μες στο αίμα / αυτή η θαμπή βροχή του μίσους / δε θα σ’ αφήσει ούτε μια φωτεινή κολώνα / όρθια μες στην ψυχή σου… […] / Εξ άλλου οι αναθυμιάσεις αυτές του αίματος / δεν μπορούν ν’ αφήσουν ασυγκίνητο / ούτε ένα μικρό σπόρο σταριού».
Το Ι947 εξόριστος στην Ικαρία:
«Τα εξορίας / Θάλασσες τα ζώνουν / κύματα τα κλειούν / σ’ άγριους βράχους πάνω / τα νιάτα τα φρουρούν. / Στείλαν του λαού τα / τα’ άξια τα παιδιά / για να τα λυγίσουν / σε δεσμά βαρειά. / Στων φρουρών το πείσμα / θα σταθούμε ορθοί / τα καρδιές ατσάλι / φλόγα στην ψυχή./ Μάνα μην στενάζεις / μάνα μην θρηνείς / τώρα πέφτουν οι θρόνοι / και τραντάζει η γης./ Η αυγή χαράζει / πάνω στα βουνά / ο εχθρός λουφάζει / φτάνει η λευτεριά. / Χτυπάτε τα αδέρφια / χτυπάτε δυνατά / σαν χτυπάει ο Μάρκος / σειέται γη, στεριά».
Το 1948 για τους νεκρούς συντρόφους: « Ελεγείο – για τον Αγαμέμνονα Δάνη / Χίλια ζευγάρια χέρια ν’ ανεμίζουν υψωμένα και να σβήνονται στ’ / απόβραδο / κι εσύ, χαμένε σύντροφε, / να χαιρετάς και να γκαρδιώνεις, καθισμένος / στο γόνα του ήλιου».
*
Ο Μίκης Θεοδωράκης στα ποιήματά αυτής της περιόδου, εκτός από τα κοινωνικά και ιστορικά θέματα, ασχολείται με πλευρές της προσωπικής του ζωής και κοσμοαντίληψης. Ιδιαίτερα από το 1943 και μετά, καθώς βρίσκεται δεκαοχτάχρονος στην Αθήνα.
1943: «Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανό / Κι εγώ ήμουν δεμένος μέσα στο Άπειρο Φως! / Τότε πόνεσα τη θλίψη τα Μοναξιάς / Κι ό,τι μου απόμεινε, το Ιδανικό / πετούσε κι αυτό τα κάποιο αστέρι» «Ήρθες σαν αύρα κι απόθεσες τα Παράδεισους / στα χείλη τα μ’ ένα φιλί. Και τα προσπέρασες. / Και σ’ ειδαμε, εκστατικοί να λιώνεις / μέσα στο Άπειρο Φως !»
1945: «Εκείνο που τα ενώνει με το Άπειρο / και που δίνει στη Σκέψη τη δύναμη να τραγουδήσει / είν’ η εντύπωση που γεννιέται / απ’ τη διείσδυση μιας ψυχής σε μιαν άλλην. […] / Είναι ακατανόητο κι τα αληθινό αγαπημένη, / πως το Σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο θεός / χωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη !».
Κλείνουμε τον ποιητικό μας περίπατο με κάποιους στίχους για τη γυναίκα της ζωής του, τη Μυρτώ, την οποία γνώρισε το 1943. Γράφει το 1946:
« Στη Μυρτώ […] / Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τα’ αστέρια / μου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξένα / ο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύ […] / Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκα / να ταιριάσω τα / τραγούδια / που άκουγα όλη μέρα / σ’ ένα μονάχα τραγούδι / που θα το λέγαμε όλοι μαζί. / Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου»..
(Στο επόμενο κείμενο: Βυζαντινή παράδοση και Μ. Θεοδωράκης)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, 23 Οκτωβρίου 2021