Ο εικοστός αιώνας είναι αιώνας αίματος, πόλεμοι τοπικοί και παγκόσμιοι, γενοκτονίες εμφανείς και αφανείς. Γιορτάζουμε ως Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940, τη μέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος για μας. Ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θεωρείται η φοβερότερη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε η ανθρωπότητα. Διάρκεσε από την 1η Σεπτεμβρίου 1939 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1945 και άφησε πίσω του πάνω από 60 εκατομμύρια νεκρούς. Από την πλειονότητα των ιστορικών θεωρείται ως συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί στην ουσία τα αίτια και οι δυνάμεις που τον προκάλεσαν ήταν οι ίδιες.
Στο Πρώτο Μέρος θα μιλήσουμε γενικά για τον πόλεμο και για την εμπλοκή της χώρας και της περιοχής μας. Θα παραθέσουμε (α) ιστορικά στοιχεία και (β) κείμενα λογοτεχνικά και άλλα. Θα ήθελα, όμως, χωρίς να επεκταθώ, να αναφέρω ότι η Τουρκία κατά τον δεύτερο πόλεμο κράτησε «ουδετερότητα», που όμως της έδινε τη δυνατότητα να έχει κέρδη χωρίς ουσιαστική συμβολή και καμιά θυσία. Αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κάποιος με τον καιροσκοπισμό της Τουρκίας στην προκείμενη περίπτωση.
Στο Δεύτερο Μέρος θα μιλήσουμε για την Ξάνθη κατά τη δεκαετία 1940 – 1950
Α΄ ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ Παγκόσμιου πολέμου
Η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1940, με επιθέσεις σε βρετανικές βάσεις στη Βόρειο Αφρική. Στις 28 Οκτωβρίου οι Ιταλοί επιτίθενται κατά της Ελλάδας. Ο ελληνικός στρατός δίνει σκληρές μάχες στην Πϊνδο και γρήγορα ανατρέπει την κατάσταση, περνώντας στην επίθεση. Περιορίζει τους Ιταλούς εισβολείς μέσα στο Αλβανικό έδαφος και απελευθερώνει πόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου. Η εαρινή επίθεση των Ιταλών (9 Μαρτίου 1941) αποτυγχάνει και προ του κινδύνου να κατανικηθεί και εξευτελιστεί ένα μέλος του Άξονα, η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας (6 Απριλίου 1941).
Στην περιοχή μας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά από ηρωική αντίσταση στο οχυρό του Εχίνου, η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 8 Απριλίου 1941, που στις 21 Απριλίου 1941 την παραδίνουν στους Βουλγάρους. Τρομερές μέρες πέρασαν οι εναπομείναντες κάτοικοι ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1944 που καταρρέει το μέτωπο και αναχωρούν οι Βούλγαροι κατακτητές. Στα χρόνια της κατοχής σημειώνουμε την ύπαρξη αντιστασιακών μονάδων, τη δραματική εξόντωση 550 Εβραίων της Ξάνθης, την ομηρεία και τα ντουρντουβάκια, αλλά και τους Βουλγαρογραμμένους που δεν τιμωρήθηκαν.
Μεγάλο μέρος της ναζιστικής επίθεσης είναι η Επιχείρηση Μπαραμπαρόσα της 22ας Ιουνίου 1941 κατά την οποία ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του να εφορμήσουν αστραπιαία εναντίον της ΕΣΣΔ κινητοποιώντας την μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που είχε ως τότε γνωρίσει η ανθρωπότητα σε μία μόνη επιθετική επιχείρηση: 3.000.000 άνδρες. Εκατομμύρια είναι οι νεκροί και των εισβολέων και των Ρώσων, ως το τέλος του πολέμου.
Στις 7 Ιουλίου του 1943 τα συμμαχικά στρατεύματα πραγματοποιούν απόβαση στη Σικελία. Αυτό έχει ως συνέπεια την πτώση του Μουσολίνι (25 Ιουλίου) και την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο, που υπογράφει ανακωχή με τους Συμμάχους (3 Σεπτεμβρίου 1943). Στο διάστημα αυτό, οι Ρώσοι απωθούν τους Γερμανούς από τα εδάφη τους. Σταδιακά, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Γιουγκοσλαβία) απελευθερώνονται από την προέλαση των σοβιετικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα ο γερμανικός στρατός να αποχωρήσει από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Άλλο σπουδαίο γεγονός του 1944 ήταν η συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία (6 Ιουνίου), που οδήγησε στην απελευθέρωση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Στις 26 Απριλίου 1945 οι αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές δυνάμεις ενώνονται στον ποταμό Έλβα με τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού. Στις 2 Μαΐου ολοκληρώνεται η κατάληψη του Βερολίνου, ενώ ο Χίτλερ αυτοκτονεί (30 Απριλίου) και ο Μουσολίνι εκτελείται στην Ιταλία από τους παρτιζάνους (28 Απριλίου). Στις 7 Μαΐου 1945 οι Γερμανοί παραδίδονται άνευ όρων στους Συμμάχους και ο πόλεμος στην Ευρώπη λήγει.
Στο μέτωπο του Ειρηνικού, οι Ιάπωνες συνέχισαν τον πόλεμο και μετά την παράδοση της Γερμανίας. Στις 6 Αυγούστου 1945 οι Αμερικανοί ρίχνουν την πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και στις 9 Αυγούστου μια δεύτερη στο Ναγκασάκι. Ταυτόχρονα, οι Σοβιετικές δυνάμεις επιτίθενται και κυριεύουν τη Μαντζουρία. Τότε, η Ιαπωνία αναγκάζεται να συνθηκολογήσει. Ο επίλογος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου γράφτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, με την επίσημη τελετή παράδοσης της Ιαπωνίας επί του αμερικανικού πολεμικού «Μιζούρι», που ναυλοχούσε στον κόλπο του Τόκιο.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο φοβερότερος απ’ όσους γνώρισε η ανθρωπότητα. Το σύνολο των νεκρών υπολογίζεται σε 60 εκατομμύρια, ενώ οι ζημιές ξεπερνούν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια εκείνης της εποχής.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ και
Η ΞΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940 – 1950
Του Θανάση Μουσόπουλου
B΄ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β΄ Παγκόσμιου πολέμου
Για τον δεύτερο πόλεμο γράφτηκαν πολλά έργα ποιητικά και πεζά. Μια ελάχιστη επιλογή ακολουθεί. Ενώ καταλήγουμε λίγο … περίεργα
Ένας εθελοντής σοβιετικός είναι ο Κονσταντίν Σιμόνοφ που ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του καθήκοντος, όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων, ξεκίνησε τον δικό του αγώνα μέσα στο ευρύτερο κλίμα της σύγκρουσης. Το ποίημα του Κονσταντίν Σιμόνοφ «Να με προσμένεις» (στα ρωσικά γράφεται «Жди меня») γράφτηκε όταν ο ποιητής, μετέβη ως πολεμικός ανταποκριτής στο μέτωπο, όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το ποίημα το απευθύνει στη σύζυγό του.
Να με προσμένεις
Να με προσμένεις, θα ‘ρθω ξανά! / Με ό,τι έχεις μέσα σου, να περιμένεις, / στη θλιβερή κίτρινη βροχή, να με προσμένεις / όταν οι άλλοι λένε, μην προσμένεις πια! / Όταν το χιόνι πέφτει γοργά, / τα καλοκαίρια γίνονται καυτά, / όταν το χθες είναι πλέον παρελθόν / όταν η λήθη έλθει τ’ αλλονών· / να περιμένεις, όταν απ’ το μέρος το μακρινό/γράμμα δεν θα φτάσει, / και όταν όλοι αυτοί που μαζί σου καρτερούν/ δε μ’ έχουν ζωντανό. Να με προσμένεις, θα ‘ρθω ξανά! / […] Κάθε μοίρας, γλιστρώντας «τι τυχερός αυτός!» / θα πουν εκείνοι που δεν περίμεναν, ξεχνώντας. / Πως μες στης μάχης την κλαγγή, αγαπημένη, / περιμένοντάς με ‘συ! έσωσες τη ζωή μου. / Θα το ξέρουμε μόνο εγώ και εσύ / πως πέρασα απ’ ολ’ αυτά απλά / έχοντας τη προσμονή εσύ, και άλλος κανείς. …
Πολλά ήταν τα γράμματα Ελλήνων στρατιωτών που δημοσιεύθηκαν τις μέρες του πολέμου. ‘Ένα δείγμα:
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη[…] Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. […]Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα! Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά, δικός σου, Κώστας». Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
Ένας Ιταλοεβραίος επιζών του Άουσβιτς ο Πρίμο Λέβι (1919 – 1987) γράφει: O επιζήσας
στον Μπ. Β. (αντιστασιακό συγγραφέα Μπρούνο Βαζάρι (1911-2007).
Από τότε κι έπειτα, σ’ αβέβαιην ώρα
κείνη η αγωνία επιστρέφει
κι ωσότου η φριχτή μου η ιστορία ειπωθεί
τούτη η καρδιά μου καίει μες στα σωθικά μου.
Ξαναβλέπει των συντρόφων τα πρόσωπα,
σκοτεινιασμένα μες στο πρώτο φως,
γκρίζα απ’ την ασβεστόσκονη,
δίχως να ξεκρίνονται καθαρά μες στ’ αγιάζι,
βαμμένοι με θάνατο μέσα σ’ ανήσυχους ύπνους:
σαλεύουνε τη νύχτα οι μασέλες τους
κάτω απ’ τη βαριά σκιά του ονείρου
κι ανύπαρκτο μασούν γογγύλι.
«Πίσω μου πάτε, έξω από δω, άνθρωποι βυθισμένοι,
φύγετε. Κανένανε δεν παραγκώνισα,
κανενός δεν έκλεψα το ψωμί,
κανείς στη θέση μου δεν πέθανε. Κανείς.
Γυρίστε πίσω στην ομίχλη σας.
Δεν είναι φταίξιμο δικό μου αν ζω κι ανασαίνω,
τρώγω και πίνω, ντύνομαι και κοιμάμαι.»
Τάσος Λειβαδίτης, «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος»
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Μεγαλώσαμε με τους Μπητλς, με τα τραγούδια και τους στίχους τους, σε μια εποχή που το φιλειρηνικό κίνημα παγκόσμια είχε φουντώσει λόγω Βιετνάμ. Ακόμη ηχεί το τραγούδι του Τζον Λένον Imagine (1971)- λίγοι στίχοι: […] Φανταστείτε καμία ιδιοκτησία, / Αναρωτιέμαι αν μπορείς, / Δεν υπάρχει ανάγκη για απληστία ή πείνα, / Μια αδελφότητα του ανθρώπου, / Φαντάσου όλοι οι άνθρωποι / Μοιράζονται όλο τον κόσμο… / Μπορείς να πεις ότι είμαι ονειροπόλος, / Αλλά δεν είμαι ο μόνος, / Ελπίζω μια μέρα να έρθεις μαζί μας, / Και ο κόσμος θα ζήσει όλος σαν ένα.
Ο Ευριπίδης στην «Ελένη» μας λέει: «Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα / με λόγχες και με δυνατά / στον πόλεμο κοντάρια…».
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ
Η ΞΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940 – 1950
του Θανάση Μουσόπουλου
Α – ΙΣΤΟΡΙΑ ΞΑΝΘΗΣ
Όπως είδαμε στο Πρώτο Μέρος, ο εικοστός αιώνας είναι αιώνας αίματος, πόλεμοι τοπικοί και παγκόσμιοι, γενοκτονίες εμφανείς και αφανείς. Γιορτάζουμε ως Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940, τη μέρα που ξεκίνησε ο πόλεμος για μας. Ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θεωρείται η φοβερότερη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε η ανθρωπότητα. Διάρκεσε από την 1η Σεπτεμβρίου 1939 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1945 και άφησε πίσω του πάνω από 60 εκατομμύρια νεκρούς. Από την πλειονότητα των ιστορικών θεωρείται ως συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί στην ουσία τα αίτια και οι δυνάμεις που τον προκάλεσαν ήταν οι ίδιες. Στο Δεύτερο Μέρος θα επικεντρωθούμε στην Ξάνθη κατά την περίοδο αυτή και τα ματωμένα χρόνια που ακολούθησαν.
*
Μιλώντας σε κείμενό μου για τον Μεσοπόλεμο, παρέθετα το εξής απόσπασμα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου από το βιβλίο «Ελληνικοί Ορίζοντες», (πρώτη έκδοση 1940):
«Η Ξάνθη φαίνεται σα να στέκει με το κεφάλι τεντωμένο μας λόγους μας Ροδόπης, με το κορμί και τα πόδια ξαπλωμένα στον κάμπο. Μα το ύφος μας είναι πέρα για πέρα το ύφος μιας πολιτείας καμπίσιας. Πολλοί δρόμοι είναι καθαροί και ευρύχωροι, πολλά σπίτια καινούρια και άνετα, πολλά καταστήματα περιποιημένα και ανοιχτόκαρδα. Δίνει την εντύπωση μιας ευχάριστης χωριατοπούλας, που προσπαθεί να δημιουργήσει τον αέρα μας μεγάλης ζωής».
Στην Ευρώπη ξεσπά το δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Όπως σημειώνει ο Eric Hobsbawm (στον τόμο «Η εποχή των άκρων – Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991») ήδη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο «πολιτική και οικονομία συγχωνεύθηκαν». Αυτό, κατά τη γνώμη μου, επεκτάθηκε και επιτάθηκε στον δεύτερο πόλεμο όπου η ριζώνει πια η παγκοσμιοποίηση.
Πλησιάζει ο πόλεμος και στην Ελλάδα, 28 Οκτωβρίου 1940. Η Ξάνθη είχε τότε 32.000 κατοίκους και ήταν έβδομη σε πλούτο πόλη της χώρας. Στην απογραφή του 1951 είχε 27.283 κατοίκους. Θα εξετάσουμε ακριβώς τούτη τη δεκαετία.
Οι κάτοικοι της περιοχής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αντιστάθηκαν ηρωικά στους Γερμανούς εισβολείς στα οχυρά του Εχίνου. Οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη της Ξάνθης στις 8 Απριλίου 1941 και παρέμειναν έως τις 20 Απριλίου, οπότε και παρέδωσαν την περιοχή (πέρα από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου) στους Βούλγαρους.
Τον Απρίλιο του 1941 στο χωριό Εχίνος, μια χούφτα Έλληνες στρατιώτες από όλα τα μέρη της Ελλάδος, μεταξύ τους και μουσουλμάνοι της περιοχής που υπηρετούσαν στον Ελληνικό Στρατό, κράτησαν καθηλωμένη για 3 ολόκληρες μέρες μια βαριά εξοπλισμένη μεραρχία των Ναζί, γράφοντας τη δικιά τους επική ιστορία! Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου του 1941. Οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των Γερμανών θέλησαν να περάσουν, και το οχυρό είπε το δικό του «Όχι». Διοικητής του οχυρού ήταν ο Tαγματάρχης Χρήστος Δρακούσης. Το σύνολο της στρατιωτικής δύναμης του οχυρού ανερχόταν σε 20 αξιωματικούς και 645 οπλίτες. Για τρία μερόνυχτα οι έλληνες αμύνονταν ηρωικά. Η εγκατάλειψη του οχυρού έγινε τις πρώτες πρωϊνές ώρες στις 9 Απριλίου από κρυφές εξόδους από τις οποίες διέρρευσαν κάτω από καταρρακτώδη βροχή 18 αξιωματικοί και 550 στρατιώτες μεταφέροντας στα χέρια τους τραυματίες. Η φρουρά κατευθύνθηκε συντεταγμένη προς την Ξάνθη. Σύντομα όμως πληροφορήθηκε ότι η Ξάνθη και η Κομοτηνή βρίσκονταν ήδη υπό γερμανική κατοχή.
Ο αγώνας του οχυρού του Εχίνου είχε τελειώσει. Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων ήσαν δέκα άνδρες, ενώ των Γερμανών υπερέβαιναν τους 300 νεκρούς και τους 1000 τραυματίες.
*
Οι Γερμανοί κατακτητές παραδίδουν στους Βουλγάρους την Ξάνθη, και την υπόλοιπη Θράκη πλην μιας ζώνης στον Έβρο, στα σύνορα με την Τουρκία. Η βουλγαρική κατοχή αποδείχτηκε σκληρή και βάρβαρη, καθότι οι Βούλγαροι επιδίωκαν με κάθε μέσο τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων και όλων των λειτουργιών. Υποχρεωτικά χρησιμοποιείται η βουλγαρική γλώσσα, στα βουλγαρικά είναι οι επιγραφές των καταστημάτων, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και λειτουργούν μόνο βουλγαρικά, παντού κυματίζουν βουλγαρικές σημαίες, οι ελληνικές ονομασίες πόλεων, χωριών και οδών αντικαταστάθηκαν με βουλγαρικές. Τα περισσότερα ηρώα και μνημεία καταστράφηκαν, όπως της Ξάνθης, ενώ στα υπόλοιπα σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές.
Ένα ιδιαίτερα τραγικό κεφάλαιο είναι η μοίρα μας εβραϊκής κοινότητας. Από το 1941 οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να φέρουν το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ, ενώ τους απαγόρευσαν να είναι έμποροι και βιομήχανοι. Τα μεσάνυκτα της 4ης Μαρτίου 1943, οι Βούλγαροι συνέλαβαν τους 550 Εβραίους της Ξάνθης και τους συγκέντρωσαν σε μια καπναποθήκη της οδού Σαλαμίνος. Λίγες μέρες μετά τους μετέφεραν στα στρατόπεδα των Ναζί όπου όλοι βρήκαν τραγικό θάνατο στα κρεματόρια. Οι κατακτητές λεηλάτησαν εβραϊκά σπίτια και καταστήματα, καταπατήθηκαν ιδιοκτησίες. Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας ήταν ολοκληρωτική.
Περιβόητα είναι τα λεγόμενα «ντουρντουβάκια», ξανθιώτες κάθε θρησκεύματος που εξορίστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία, και, συχνά, δεν ξαναγύρισαν από εκεί.
Επίσης υπάρχουν οι λεγόμενοι «Βουλγαρογραμμένοι», που για να έχουν κάποιες διευκολύνσεις και συσσίτια από τις δυνάμεις κατοχής, άλλαζαν το ονοματεπώνυμό τους για να μοιάζει βουλγαρικό. Συναφείς είναι και οι δωσίλογοι, που είχαν «πάρε δώσε» με τους κατακτητές, ελάχιστοι από τους οποίους τιμωρήθηκαν μετά την απελευθέρωση.
Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Ξάνθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. Ως την άνοιξη του 1945 έχουμε την περίοδο της λεγόμενης εαμοκρατίας. Ακολούθησε η εγκατάσταση των επίσημων αρχών.
(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ:
Η ΞΑΝΘΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940 – 1950 (ΤΕΛΟΣ)
του Θανάση Μουσόπουλου
Β΄ ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΞΑΝΘΗΣ
Ο Στέφανος Ιωαννίδης στο μυθιστόρημά του «Τα παιδιά των πελαργών», το έπος της Ξάνθης όπως το αποκάλεσα, περιγράφει τη μέρα κήρυξης του πολέμου χαρακτηριστικά, όπως και ό,τι ακολούθησε. Στο βιβλίο μας «Στέφανος Ιωαννίδης: ένας λογοτέχνης γεννιέται» (2010) παραθέτουμε επίσης ένα ημερολόγιό του από την περίοδο της κατοχής (1942) και πολλά αποσπάσματα έργων του. Το ημερολόγιο και το λογοτεχνικό έργο είναι «συγκοινωνούντα δοχεία».
Ένα κείμενό του, δημοσιευμένο στο περιοδικό «Αρχαιολογία» (τ. 13 / Νοέμβριος 1984) με τίτλο «Ξάνθη, περίοδοι ακμής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια», θα μας βοηθήσει να αναφερθούμε στην περίοδο 1940 – 1945.
«Στις 7 του Απρίλη του 1940 η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς και στις 22 του ίδιου μήνα παραδίδεται στους Βουλγάρους, που παρέμειναν στην πόλη μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944.
Κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατοίκων εγκατέλειψε την πόλη και εγκαταστάθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα, για να μην επιστρέψουν μετά τη λήξη του πολέμου πολλοί από αυτούς. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, οι υπηρεσίες λειτουργούσαν με Βουλγάρους, που είχαν μεταφερθεί από τη Βουλγαρία, τα καταστήματα περιήλθαν σε Βουλγάρους. Ένας μεγάλος αριθμός πατριωτών είχε φυλακισθεί είτε είχε οδηγηθεί στα καταναγκαστικά έργα μέσα στη Βουλγαρία.
Στις 11 του Σεπτέμβρη του 1944 μπήκαν στην Ξάνθη οι μονάδες του ΕΛΑΣ και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι εγκαταλείπουν την πόλη. Μέχρι τον Απρίλιο του 1945 στην Ξάνθη εγκαθιδρύεται η αυτοδιοίκηση του ΕΑΜ. Τα σχολεία και οι υπηρεσίες λειτουργούν με εντόπιες δυνάμεις, γίνονται δημοτικές εκλογές, στήνονται λαϊκά δικαστήρια, εκτελούνται συνεργάτες του κατακτητή.
Την άνοιξη του 1945 γίνεται η εγκατάσταση των επίσημων ελληνικών αρχών. Επιστρέφει ο Δήμαρχος, ανοίγουν τα σχολεία.
Ακολουθεί για ένα διάστημα τριάντα χρόνων μια περίοδος οικονομικού μαρασμού και προοδευτικής παρακμής […] Όσοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη μετά τον πόλεμο και την κατοχή δεν επιστρέφουν στις εστίες τους. Οξύ δημογραφικό πρόβλημα δημιουργείται».
Σε συνέντευξη του 1986 (στη δημοσιογράφο Λένα Καλφοπούλου στον Ρ. Σ. Κομοτηνής) ο Στέφανος Ιωαννίδης για την περίοδο 1940 – 1950 (αφαιρώ τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία) ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα, σημειώνει:
«Από το 1940 που κηρύχθηκε ο πόλεμος και ακολούθησε η τετράχρονη σχεδόν βουλγαρική κατοχή δεν υπήρξε ούτε η ψυχική διάθεση, ούτε οι αντικειμενικές συνθήκες για να ασχοληθεί κανείς με λογοτεχνική εργασία. Πρώτα πρώτα η πείνα και η καθημερινή μέριμνα, να μπορέσεις να επιβιώσεις, κάθε άλλο παρά ευνοούν μια τέτοια ενασχόληση. Μετά την απαλλαγή όμως από την κατοχή, ακολούθησε μια ολιγόμηνη περίοδος ανασυγκρότησης. Είναι δύσκολο να μπορέσεις να ανορθώσεις τα ερείπια που έχουν συσσωρευτεί γύρω σου […] Οι συνθήκες που επικρατούσαν γενικά στην Ελλάδα με τον εμφύλιο ήταν άθλιες […] Περίοδος 1947 και πέρα. Περίοδος εμφύλιου αλληλοσπαραγμού και μισαλλοδοξίας».
Να σημειώσουμε ότι πολύ λίγο μελετήθηκαν τα χρόνια αυτά, σχετικά με την περιοχή της Ξάνθης, όσον αφορά κυρίως την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο.
Θα παραθέσουμε κάποια στοιχεία που περιλαμβάνονται σε άρθρα δημοσιευμένα στον τόμο «Ξάνθη, η πόλη με τα χίλια χρώματα» (2008, Δήμος Ξάνθης – ΠΑΚΕΘΡΑ, Επιμέλεια Δημήτρης Μαυρίδης).
Στο άρθρο «Διαδικασίες πολεοδομικής ανασυγκρότησης της Ξάνθης» των Γ. Πατρίκιου, Ε. Πλάκα, Ι. Σιναμίδη διαβάζουμε: «Το 1943 κατασκευάζεται ανοιχτό κολυμβητήριο στην περιοχή της αποξηραμένης κοίτης για χρήση των βουλγάρων αξιωματικών. Στη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής, καίγεται και καταστρέφεται το κεντρικό τζαμί. Από τώρα και στο εξής ο πύργος με το ρολόι, κάποτε σύμβολο του οθωμανικού κέντρου, θα παραμείνει ως αχρονικό ταυτόσημο της πόλης.
Η απελευθέρωση βρίσκει το 1944 την Ξάνθη σε οικονομικό και δημογραφικό μαρασμό. Η φθίνουσα πορεία των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τον καπνό στερεί την πόλη από την παραγωγική της βάση, ενώ παράλληλα η πόλη έχει χάσει τον ρόλο της ως διοικητικού κέντρου. Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους για τόνωση των παραμεθόριων περιοχών έρχεται ως ένα βαθμό να αντισταθμίσει την απαξίωση της ενδογενούς δυναμικής».
Εξάλλου, στο άρθρο «Οι κοινωνικές ομάδες της Ξάνθης» της Μαρίας Βεργέτη διαβάζουμε: «Τα ιστορικά γεγονότα που ακολουθούν κατά τη δεκαετία του 1940 οδηγούν τον πληθυσμό στη φτώχια και στην εξαθλίωση. Η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, που παρατηρείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, δεν έχει στη Θράκη το ευνοϊκό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται σε άλλες περιοχές της χώρας. Το χαμηλότερο εισόδημα το έχουν τα ορεινά χωριά. Πολλά προσφυγικά χωριά της ορεινής περιοχής του νομού ερημώνουν»
Να σημειώσουμε ότι το δόγμα άλλοτε του από βορρά κινδύνου και άλλοτε το εξ ανατολών αποπροσανατόλιζε και αποδυνάμωνε όποια αναπτυξιακή κίνηση.
Επιπλέον, η πνευματική ζωή κατά την περίοδο αυτή νεκρώνεται, ενώ πολλά δυναμικά στοιχεία μετακομίζουν, μεταναστεύουν ή εξοντώνονται, όπως σημειώνω σε σχετικό άρθρο μου στον ίδιο τόμο με τίτλο «Η πνευματική ζωή της Ξάνθης»: «Αυτή η αποψίλωση συνεχίζεται και κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες».
*
Δεν έχω υπόψη μου πολλά τεκμηριωμένα στοιχεία για τα θέματα που σχετίζονται με τις ομάδες Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής, ούτε για το τι ακολούθησε την απελευθέρωση και τα χρόνια του εμφυλίου.
Γεννήθηκα τον Μάιο του 1949, στο Νοσοκομείο της πόλης, μου έλεγαν ότι εκείνες τις μέρες ανταλλάσσονταν πυρά μεταξύ των «αντίπαλων» παρατάξεων πάνω από τη στέγη του, μεταξύ Κιμμερίων και Χρύσας. Καταλαβαίνετε. Πάντως, όσο μεγάλωνα, δε συζητούνταν τέτοια ευαίσθητα θέματα. Ούτε και γράφονταν ή δημοσιεύονταν. Τα στοιχεία που θα σταχυολογήσω στη συνέχεια είναι από πολύ μεταγενέστερες έρευνές μου.
Πρώτα πρώτα, για την αντίσταση στα χρόνια της κατοχής. Μετά την εξέγερση της Δράμας το 1941, οι βουλγαρικές αρχές στην περιοχή μας είναι σκληρές. Από το 1943 οργανώνονται αντιστασιακές ομάδες, του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του Αντών Τσαούς, που από τον επόμενο χρόνο αντιπαρατίθενται. Σημαντική είναι επίσης η συμμετοχή μουσουλμάνων στον αγώνα εναντίον των κατακτητών.
Στην περίοδο του εμφυλίου, πολλοί μουσουλμάνοι εντάχθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Ιδιαίτερα οι κάτοικοι της ορεινής Ροδόπης, οι λεγόμενοι Πομάκοι, που δεινοπάθησαν από τους Βουλγάρους κατακτητές, με θέρμη αγωνίστηκαν δίπλα στους υπόλοιπους Έλληνες.
Την περίοδο της κατοχής αγωνιστές που συλλαμβάνονται θανατώνονται ή εκτοπίζονται. Οι αγώνες δεν πήγαν χαμένοι, γιατί υπερασπίζονταν την ελληνικότητα της περιοχής. Στα χρόνια του εμφυλίου πολλοί ήταν οι αντάρτες στην παραμεθόριο περιοχής της Ξάνθης. Οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών δυνάμεων και του Δημοκρατικού Στρατού ήταν συνεχείς, ιδίως από το 1947 και μετά ως το 1949. Βέβαια, στα δύσκολα αυτά χρόνια, πολλοί και πολλές είναι αυτοί που οδηγούνται στα στρατοδικεία, θανατώνονται ή οδηγούνται σε τόπους εξορίας. Αντίθετα, λίγοι είναι οι δωσίλογοι που τιμωρούνται για τις πράξεις τους…
*
Ολοκληρώνουμε με απόσπασμα από το αριστουργηματικό ποίημα του Στέφανου Ιωαννίδη «Γίναν οι φίλοι φωτογραφίες»:
«Ο ένας ήταν Εβραίος / σου φτάνει να μιλήσουμε μόνο γι’ αυτόν; / Το όνομά του… / Γιατί να το γράψω στο ποίημα; / Μήπως ήταν ένας ο Μωυσής; / η Νίνα, ο Ισαάκ, η Ρεβέκκα; / Έξη εκατομμύρια ονόματα / μπορείς σ’ ένα ποίημα να τα γράψεις;»
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ 28ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021