Του Θανάση Μουσόπουλου
Το 1993 με την ευκαιρία της επετείου των πενήντα χρόνων από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά, εκτός των άλλων εργασιών, δημοσίευσα στην εφημερίδα «Εμπρός» της Ξάνθης επτά κείμενα με κεντρικό θέμα «Ο Κωστής Παλαμάς και το 1821». Το 2021 αναδημοσιεύθηκαν αποσπάσματα από τα πέντε πρώτα κείμενα με τίτλο «Ο Κωστής Παλαμάς και το 1821» στον φιλόξενο Δρόμο της Αριστεράς (10 Μαρτίου 2021). Επίσης πρόσφατα δημοσίευσα το έκτο κείμενο με τίτλο: «Το «Νεοελληνικόν Πάνθεον» του Κωστή Παλαμά και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896».
Δημοσιεύω στη συνέχεια το έβδομο τελευταίο κείμενο που αναφέρεται στο γνωστό ποίημα του Κωστή Παλαμά «Οι Πατέρες», ως επίλογο, θα έλεγα, στον τρόπο που ο Παλαμάς βλέπει το παρελθόν μας, καθώς γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821.
*
Το ποίημα «Οι Πατέρες» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Βωμοί» που κυκλοφόρησε το 1915, εποχή που ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος φουντώνει και ο εθνικός διχασμός ανάβει. Ως μότο χρησιμοποιεί ο Κ. Παλαμάς το δημοτικό στίχο (τραγούδι του λαού, όπως επισημαίνει ο ίδιος):
«Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης».
Ο στίχος αυτός δηλώνει την αντίληψη για τον ελληνικό πολιτισμό και την ταυτόχρονη επαφή και ένταξή του στη Δύση και στην Ανατολή.
*
Το ποίημα αποτελείται από 235 στίχους, που είναι χωρισμένοι σε τέσσερις ενότητες. Θα παρουσιάσουμε σύντομα το περιεχόμενο κάθε ενότητας.
Α.
Η Ελλάδα είναι αρχαία και παντοτινή, βρίσκεις όμως τη δύναμη του αρχαίου στο περπάτημα του νέου, όπως στη συμπεριφορά ενός παιδιού επιβιώνει η στάση του πατέρα ή της μάνας.
Η σύγχρονη Ελλάδα είναι νέα, όμως το τραγούδι είναι ο καθρέφτης της ψυχής της Ελλάδας. Η πλάση και η καρδιά της Ελλάδας αντικαθρεφτίζονται μέσα από την ποίηση, τον χορό και τα τραγούδια, από τον Όμηρο ξεκινώντας. Έτσι ο πραγματικός ποιητής είναι η Ελλάδα, η Φαντασία, ο Όμηρος «παλιά βιολιά με δοξαριές καινούριες». Ο ποιητής είναι ο ψάλτης αυτού που η Ελληνική ιστορία και φύση τρεις χιλιάδες χρόνια διατυπώνει. Τα Ελληνικά νιάτα ας χαίρονται γνωρίζοντας αυτή την ιστορία κι η μάνα Ελλάδα περήφανη ας νιώθει.
Β.
Ο Παλαμάς χαιρετίζει πρώτα το Κρητικό αηδόνι, την κρητική λογοτεχνία, με τα σημαντικά έργα και εκπροσώπους. Η λαϊκή και λόγια δημιουργία καθορίζει την εξέλιξη την εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στη συνέχεια περνούμε σε επώνυμους δημιουργούς: Σολωμός, Ρήγας, Βηλαράς, Ψυχάρης, Βαλαωρίτης, πολέμαρχοι και πατέρες μας. Κι ακόμη, ο Πολυλάς, ο Πάλλης και ο Κάλβος. Ο κάθε ποιητής την Ελλάδα υμνεί με τον τρόπο του. Ο Παλαμάς, στηριγμένος στο έργο τους, δείχνει τη σχέση του μ’ αυτούς.
Γ.
Ας στηθούν βωμοί από όλα τα είδη μαρμάρων, «Κάθε πατέρας και βωμός, κάθε βωμός πατέρας». Έτσι κάθε πατέρας θα έχει το βωμό του, αλλά ένας βωμός θα στηθεί για όλους. Γύρω από τους βωμούς θα χορεύουν χορούς γραικικούς «πανηγυρίστε τα όλα / τα πανηγύρια, ελληνικά, βυζαντινά, ρωμαίικα / πινδαρινό, σολωμικό τον ύμνο ανάψτε, υψώστε!».
Δεν πρέπει να παραπονεθούν οι δημιουργοί «βουνήσιοι από τη Ρούμελη, κι απ’ το Μωριά καμπίσιοι, κορυδαλλοί της Ήπειρος, αϊτοί Μακεδονίτες, Θρακιώτες γέρανοι, νησιώτικα δελφίνια, του Ιόνιου τ’ αφροκύματα, του Αιγαίου δροσομελτέμια, αττικοί ψάλτες, σιγαλές μοιρολογήτρες», που δε σταθήκανε βωμοί για τον καθένα με το όνομά του, ότι όλοι αυτοί είναι τα λεβεντόπαιδα, δεν είναι οι πατέρες. Μερικοί έχουν ψηλούς βωμούς που δεν τους αξίζουν. Αργά ή γρήγορα μία θεία απολλώνια φωνή θα δείξει ποιοι είναι οι πατέρες!
Δ.
Κι εγώ ποιος είμαι; αναρωτιέται ο Κωστής Παλαμάς. «Εγώ είμαι του απόμερου ζευγολατιού που μέσα του πρωτόειδες το φως και της μητέρας σου το χαμογέλιο, εγώ είμαι του απόμερου υποστατικού και ο φυτευτής και ο κύρης, του απόμερου περιβολιού πατέρας, και δικός σου». Έτσι ο κάθε αναγνώστης που συναντά τον ποιητή είναι παιδί του. «Κι εσύ παιδί απ’ το αίμα μου κι από το λογισμό μου, παιδί μου εσύ». Το παιδί, ο καθένας, είναι κληρονόμος του περιβολιού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Επίλογος του ποιήματος (21 στίχοι) είναι μια ειλικρινής και θερμή αποστροφή προς το παιδί αυτό, τον κληρονόμο του περιβολιού – που συμβολίζει τη διαχρονική παρουσία της Ελλάδας και του Πολιτισμού της. Παραθέτω τους στίχους:
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,
κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι, κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα,
κι όσα δέντρα για τίποτ’ άλλο δε ’φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα
π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει, κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.
*
Το παιδί οφείλει να μην παρατήσει το περιβόλι που θα κληρονομήσει. Να το σκάψει βαθύτερα και να το περιφράξει ασφαλέστερα. Να το περιποιηθεί, να το εμπλουτίσει, να το κλαδέψει, ποτίζοντάς το με αγνό νερό πηγής. Οφείλει να ξορκίσει τα ξωτικά, να φύγουν, για να αναπτυχθεί περισσότερο. Γενικά, το παιδί πρέπει να κουμαντάρει, να ελέγχει το περιβόλι.
Αν όμως έρθουν χρόνια δίσεχτα, αν πέσουν καιροί οργισμένοι, αν τα πουλιά εξαφανισθούν και τα δέντρα μείνουν κούτσουρα, τότε «μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι!». Να χερσώσεις το περιβόλι και να χτίσεις επάνω του κάστρο. Πάλεψε, για την καινούρια γέννα. Φτάνει μια ιδέα να σ’ το προστάξει, μια ιδέα που θα ’ναι πάνω από όλα.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Το ποίημα αυτό, όχι τυχαία, ανθολογείται και σχολιάζεται πολύ συχνά. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας τη γενικότερη λήθη του παλαμικού έργου, αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Ο Κ. Καλαματιανός το θεωρεί ως την «καλύτερη υποθήκη, που έχει γραφεί στη γλώσσα μας και που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία μας σαν Εθνικό Ευαγγέλιο». Συμφωνούμε.
Ο Ανδρέας Καραντώνης, εξάλλου, το χαρακτηρίζει «καταπληκτική ποιητική διαθήκη», «με αδρούς στίχους γιομάτους ευλάβεια και κριτικότητα ποιητικά διατυπωμένη».
Ο Αιμ. Χουρμούζιος το θεωρεί «πολυσήμαντη ποιητική διαθήκη» και τονίζει τη θέση που δίνει ο Παλαμάς στο δημοτικό τραγούδι «ψάλτη δίχως όνομα».
Ανάλογα, ο Μάρκος Αυγέρης παρατηρεί ότι «Στις νέες γενιές αφήνει την εντολή να συνεχίσουν τον πνευματικό διαφωτισμό του λαού και να αγωνιστούν για την ανύψωσή του».
Τέλος, ο Γιώργος Σεφέρης, αναφερόμενος στους «Πατέρες» και στον Κωστή Παλαμά, αναφωνεί:
«Πάει ο μεγαλόκαρδος γέρος!
Πάει ο τελευταίος διδάσκαλος του Γένους!».
Πιστεύω ότι οι δύο αυτές φράσεις του Γ. Σεφέρη, ποιητικού απογόνου του Κ. Παλαμά, περιγράφουν τη στάση ενός διακεκριμένου «παιδιού» προς τον «πατέρα». Πολύ λίγα «παιδιά» του Παλαμά ομολογούν τις οφειλές τους προς αυτόν.
Κλείνοντας, σημειώνω και την ευρύτερη σχέση παιδιού – πατέρα, που νομίζω υπονοεί ο Κ. Παλαμάς.
Ζώντας σε δίσεχτους καιρούς (όπως ο Παλαμάς: 1897 – 1922), με ανάλογους κινδύνους και καταστάσεις, εξωτερικά και εσωτερικά, το ποίημα έχει τρομακτική επικαιρότητα. Δεν είναι το μόνο ποίημα από το σύνολο των αγνώστων ποιημάτων του εθνικού (γι’ αυτό αγνώστου;) Ποιητή.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, Μάιος 1993 / Αύγουστος 2021