Εμφανώς συγκινημένος ο Οικουμενικός Πατριάρχης απευθύνθηκε στους αδελφούς του Προκαθημένους, στους Αρχιερείς, τον ιερό κλήρο και τον πιστό λαό, ευχαριστώντας όλους που τίμησαν με την παρουσία τους αυτή την σημαντική ημέρα στην πορεία της ζωής του ως κληρικού της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
“Ο Χριστός εν τω μέσω ημών!
Από Αυτόν και το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά Του αρχίζω την ταπεινή μου ομιλία προς την αγάπη σας, σήμερα που γιορτάζω μαζί σας την συμπλήρωσι έξη ολοκλήρων δεκαετιών από την ημέρα της εις διάκονον χειροτονίας μου σ᾽ αυτόν εδώ τον Μητροπολιτικό μας Ναό.
Αρχίζω με ολοκάρδια δοξολογία του Κυρίου και Θεού μου, στον Οποίο και στην Εκκλησία Του αφιέρωσα τέλεον εμαυτόν, σαν σήμερα, διότι από Αυτόν και μόνον προέρχεται πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον. Τι ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκέ μοι; Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός και άγιον το όνομα Αυτού, το υπερύμνητον και υπερευλογημένον εις τους απεράντους αιώνας.
Σας εξομολογούμαι, αδελφοί μου, ότι Τον ευγνωμονώ μέρα-νύχτα για όλα τα αγαθά, τα οποία πλουσιοπάροχα με επιδαψίλευσε: την καταγωγή μου από την Ίμβρο, την οικογένειά μου, την υγεία μου, τους δασκάλους μου στα είκοσι ακριβώς χρόνια της μαθητείας μου στα διάφορα σχολεία, τον Γέροντά μου, την ιερωσύνη και την αρχιερωσύνη και την τριακονταετή πατριαρχία μου, για όσα με βοήθησε να επιτελέσω κατ᾽ αυτήν.
Σ’ αυτά είχα την πρόθεσι να αφιερώσω τη σημερινή επετειακή ομιλία μου, όταν ανεκάλυψα στο εγκόλπιο Ημερολόγιο της Μητροπόλεως Ίμβρου και Τενέδου ότι αυτά τα απαρίθμησα εδώ πριν δέκα χρόνια, όταν συμπληρώθηκε μισός αιώνας από τις 13 Αυγούστου 1961.
Με διαφορετικά λόγια τα είπα και το 2001, στα σαραντάχρονα της χειροτονίας μου. Τι νόημα, λοιπόν, θα είχε να τα επαναλάβω σήμερα; Και, όπως είπα, μήπως είναι δικά μου κατορθώματα και επιτεύγματα; Τι έχεις ο ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;
Έτσι, απεφάσισα να σας πω αντ᾽ αυτών λίγα λόγια για τους τόπους που απετέλεσαν σταθμούς και σημάδεψαν τη ζωή μου: την Ίμβρο, τη Χάλκη, την Ευρώπη, το Φανάρι.
Για την Ίμβρο μας τι να πω; Τι να πρωτοπώ; Ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ είναι γνωστό. Ότι την λατρεύω είναι πασίγνωστο. Ντρέπομαι όταν μιλώντας γι᾽ αυτήν με πιάνουν λυγμοί και διακόπτεται ο λόγος μου. Την έχω στη σκέψι μου «εν εσπέρα και πρωί και μεσημβρία και εν παντί καιρώ».
Την σκέπτομαι και την επισκέπτομαι και την ονειρεύομαι και αναζητώ ευκαιρίες για να έρχωμαι και να ξαναέρχωμαι μερικές φορές το χρόνο, παρά τις πολλές υποχρεώσεις του Πατριαρχικού αξιώματός μου. Και, γιατί όλα αυτά;
Γιατί η Ίμβρος είναι «το νησί της καρδιάς μας, των καημών μας, των πατέρων μας, της ατελείωτης νοσταλγίας μας», όπως είπα και άλλοτε.
Γιατί είναι η «φίλη πατρίς», κατά τον Ευριπίδη, «ης-πατρίδος-ουδέν γλύκιον», κατά τον Όμηρο. Γιατί είναι τόπος πονεμένος και πικραμένος και αδικημένος.
Γιατί την προίκισε ο Θεός με ατέλειωτες χάρες και ομορφιές. Είναι «μαγευτικωτάτη και τερπνοτάτη νήσος». Γιατί είναι όλη φως, όλη Αιγαίον, όλη ευωδία, όλη αλήθεια, όλη γνησιότητα, όλη αυθεντικότητα.
«Τελικά … ο τόπος γεννήσεως σε σημαδεύει βαθιά, σου κεντάει την καρδιά και τη ζωή για πάντα, γιατί ακριβώς είναι αναντικατάστατος», είναι μοναδικός. Ναί! η Ίμβρος είναι μοναδική! «Ίμβρος η νήσος, νήσος χαριεστάτη και των εν Αιγαίω πελάγει αρίστη», για να επαναλάβουμε τον Ιωάννη Ευγενικό.
Μετά την Ίμβρο, ο δεύτερος σημαντικός σταθμός της ζωής μου ήταν η Χάλκη.
Μετά το Δημοτικό του χωριού μου και σε ηλικία 11 ετών βρέθηκα για ένα χρόνο στο Ζωγράφειο στην Πόλη και πάλι πίσω στο νησί μας, όπου ο ευεργέτης του Μητροπολίτης Μελίτων είχε ανοίξει την διπλανή Κεντρική μας Σχολή με τους πλουσίους καρπούς της και το άδοξο τέλος της.
Και μόλις απεφοίτησα από αυτήν, το 1954, ο Θεός διά του Γέροντός μου ωδήγησε τα βήματά μου στην περίπυστη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, με την πολύ πιο μακρά ιστορία και προσφορά της από την Κεντρική μας Σχολή, αλλά με το ίδιο άδοξο τέλος.
Νάναι άραγε οριστικό και αμετάκλητο το τέλος της αυτό; Δεν θα ήθελα ούτε να το συλλογιέμαι. Τα αδύνατα παρ᾽ ανθρώποις είναι δυνατά παρά τω Θεώ. Δεν το μαρτυρεί αυτό και η επαναλειτουργία των εδώ σχολείων μας;
Εκεί, λοιπόν, στον Λόφο της Ελπίδος πέρασαν επτά όμορφα χρόνια, μέσα στο ειδυλλιακό περιβάλλον της Σχολής, με σοφούς καθηγητάς και αγαπητούς συμμαθητάς εκ των της οικουμένης περάτων, κι εκεί έμαθα να προσεύχωμαι, να αγαπώ τη μάθησι, να οραματίζωμαι το μέλλον, να θαυμάζω το «καλό λίαν» φυσικό περιβάλλον, που χρόνια τώρα προβάλλω την ανάγκη σεβασμού και προστασίας του.
Εκεί έμαθα να αγαπώ τον Θεό και τους ανθρώπους. Αυτή η Σχολή μας όντως ήταν η πιο σπουδαία Ορθόδοξος Θεολογική Σχολή παγκοσμίως.
Γι’ αυτό και το πλήγμα με το κλείσιμό της υπήρξε—και είναι—μεγάλο για το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Εκεί ξαναγύρισα μετά τις σπουδές μου στην Ευρώπη για τέσσερα ακόμη χρόνια πριν αγκυροβολήσω στο Φανάρι πριν από 49 χρόνια.
Ένδεκα, λοιπόν, συνολικά Χαλκίτικα χρόνια θα μπορούσαν να μη βάλουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στη ζωή μου και στη διαμόρφωσι της βιοθεωρίας και της κοσμοθεωρίας μου;
Μετά τη Χάλκη και τα δύο χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας ήλθαν τα πέντε χρόνια της πορείας μου στα Πανεπιστήμια της Ευρώπης με υποτροφία του Πατριαρχείου μας.
Εδώ θέλω να θυμηθώ με συγκίνησι και ευγνωμοσύνη μία λεπτομέρεια: Με το απολυτήριο από τον στρατό στο χέρι, βρέθηκα στην αποβάθρα του Γαλατά για να φύγω με πλοίο στον Πειραιά κι᾽ απ᾽ εκεί στην Ιταλία για την έναρξι των σπουδών μου. Και εκεί ήλθαν να με κατευοδώσουν με την ευχή τους για επιτυχία, εμένα τον νεαρό διάκονο, δύο σεβάσμιοι Αρχιερείς, ο Γέροντάς μου και ο Σχολάρχης μου, προσφέροντάς με και μια τσάντα για τα βιβλία μου. Ξεχνιέται τόση στοργή, τόσο πατρικό ενδιαφέρον αληθινών πνευματικών πατέρων; Αιωνία να είναι η μνήμη τους και αναπαυμένη η ψυχή τους!
Εκεί, λοιπόν, στην Ευρώπη, άλλος κόσμος. Άλλα δόγματα. Άλλη νοοτροπία. Άλλες γλώσσες. Και έπρεπε να προσαρμοστώ. Να καταλάβω ότι ο τόπος μου δεν είναι ο ομφαλός της γης.
Υπάρχουν και άλλοι τόποι και άλλοι πολιτισμοί. Εκεί επρόκειτο να μάθω να σέβωμαι την ετερότητα του άλλου. Να εκτιμώ και τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τοποθετήσεις, εκτιμήσεις.
Έπρεπε να μάθω σ᾽ αυτά τα πέντε χρόνια όσο το δυνατόν περισσότερα. Να εξοπλισθώ για τον αγώνα της ζωής και της διακονίας που θα με περίμενε επιστρέφοντας εις τα ίδια.
Δοξάζω τον Θεό και ευγνωμονώ την Μητέρα Εκκλησία που με έδωσαν αυτή τη δυνατότητα. Είπα, βέβαια, τότε, το φθινόπωρο του 1963, όταν ξεκινούσα, είπα μαζί με τον Καβάφη: «θα πάγω σ᾽ άλλη γη, θα πάγω σ᾽ άλλη θάλασσα», αλλά δεν είπα: «Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή».
Διότι πίστευα ότι η πόλις μου και ο προορισμός μου ήταν εδώ. Έπρεπε να αποτίσω το χρέος στην Εκκλησία που με σπούδασε.
Και δεν έγινα μεν Καθηγητής στη Χάλκη, για την οποία προοριζόμουν, όμως ο Άγιος Θεός και Δομήτωρ της Εκκλησίας είχε άλλα σχέδια για τον Διάκονο Βαρθολομαίο τον εξ Ίμβρου που γύριζε τότε από θρανίο σε θρανίο στα διάφορα ονομαστά σχολεία της Ευρώπης.
Και μετά τας Ευρώπας και πάλιν η Χάλκη η ερατεινή για τέσσερα χρόνια και η χειροτονία εις πρεσβύτερον, και πάλιν από τον Γέροντα Μελίτωνα, εις το κατανυκτικό Καθολικό της Αγίας Τριάδος.
Εκεί ο προεξάρχων μίλησε για τον ιδεώδη συνδυασμό θυσιαστηρίου και έδρας, καθώς επρόκειτο ακόμη να διορισθώ Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου.
Ακολούθησε η χειροθεσία μου σε Αρχιμανδρίτη στο Ιδιαίτερο Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος εκοιμήθη αρχές Ιουλίου του 1972 και εξελέγη εις διαδοχήν του, με διαγραφές και με δυσκολίες, ο από Ίμβρου και Τενέδου σεμνός και γλυκύτατος Δημήτριος Παπαδόπουλος.
Έτσι άρχιζε για τον ομιλούντα η περίοδος Φαναρίου, καθώς ο νέος Προκαθήμενος συνέστησε το Ιδιαίτερο Πατριαρχικό Γραφείο και με εκάλεσε από τη Χάλκη να έλθω να το διευθύνω.
Καινούργιος προιστάμενος που με αγκάλιασε με πατρική στοργή και αμέριστη εμπιστοσύνη, καινούργιος τόπος διακονίας, καινούργιοι συνεργάτες, καινούργιες συνθήκες, ασφαλώς μεγαλύτερη κίνησις και περισσότερη δουλειά από τη Χάλκη και διαρκής μύησις, όχι απλώς θεωρητικώς αλλά εμπράκτως, εις το μυστήριον και το διαιωνιζόμενον θαύμα της Μεγάλης Εκκλησίας.
Στο δικό της Πανεπιστήμιο έμαθα πολύ περισσότερα, ιερώτερα και πολυτιμότερα από όσα στα ανώτατα εκπαιδευτήρια της Ευρώπης.
Γνώρισα τα πάμπολλα προβλήματα του Πατριαρχείου μας αλλά και τους αλαλήτους στεναγμούς του που λίγοι εκ των έξω γνωρίζουν και που δεν περιγράφονται αλλά βιώνονται. Ήμουν για 17 χρόνια ο σύνδεσμος μεταξύ του Πατριάρχου Δημητρίου και του Χαλκηδόνος Μελίτωνος.
Τα πλοία της γραμμής Karaköy – Kadıköy με γνωρίζουν πολύ καλά! Κι᾽ όταν έφθανα στο πατρικό σπίτι του Γέροντος με φουσκωμένο τον μάρσιπο από υπηρεσιακά έγγραφα, εκείνος, με χιούμορ και με πηγαίο ενδιαφέρον για τα θέματα της Εκκλησίας, με έλεγε: «Άνοιξε να δούμε τι περιέχει σήμερα αυτό το κέρας της Αμαλθίας!». Και με υπηγόρευε μέχρι αργά με την ανεξάντλητη σοφία, ευστροφία και εμπειρία του.
Ακόμη ηχούν στα αυτιά μου τα λόγια του: «Πάρε χαρτί και μολύβι!». Μερικές φορές κουραζόμουν από το συνεχές αυτό ωράριο, κυριολεκτικώς από φυλακής πρωίας (στο Φανάρι) μέχρι νυκτός (στη Χαλκηδόνα). Αλλά, τολμούσα να παραπονεθώ, να διαμαρτυρηθώ; Ήτο αδιανόητο!
Έτσι κύλησαν τα πολύτιμα πρώτα είκοσι χρόνια της μαθητείας μου στην Ακαδημία του Φαναρίου. Το 1984, ξαφνικά αρρώστησε ο Γέροντας, ο οποίος εκοιμήθη τον Δεκέμβριο του 1989.
Σε δύο χρόνια αρρώστησε και μας άφησε ορφανούς και ο Πατριάρχης Δημήτριος. Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός να τους έχη εν χώρα ζώντων, όπου ήχος καθαρός εορταζόντων. Αμήν.
Αλλά η σκυτάλη έπρεπε να παραδοθή σε άλλα χέρια, «εις συνέχισιν της ανόδου εις τον Κρανίου Τόπον, εις συσταύρωσιν ημών τω Κυρίω και τη Αυτώ συνεσταυρωμένη Εκκλησία, εις συντήρησιν του φωτός της Αναστάσεως».
Διότι αυτό το φως το αναστάσιμον της Μεγάλης Εκκλησίας που εκπέμπεται και διαχέεται εις την οικουμένην μέσα από τα ερέβη των περί ημάς πραγμάτων, δεν πρέπει να σβήση ποτέ. «Και έστησεν» η σεπτή Ιεραρχία τους υποψηφίους «και έπεσεν ο κλήρος επί Ματθίαν», επί τον Χαλκηδόνος Βαρθολομαίον, τον νεώτερον ίσως τότε εκ των εν τω οίκω του πατρός μου, «λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής» (βλ. Α´ κεφ. των Πράξεων). Ταύτα εγένοντο ελέω Θεού.
Έκτοτε πέρασαν, χάριτι Θεού, τριάντα ολόκληρα χρόνια «εν κόποις περισσοτέρως, οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις· χωρίς των παρεκτός η επισύστασίς μου η καθ᾽ ημέραν, η μέριμνα πασών των εκκλησιών», διά να ενθυμηθώ τους λόγους του Αποστόλου Παύλου, αυτού του γίγαντος, εγώ ο νάνος”.