Ο μήνας Ιούλιος του 1922, που έμελλε να αποδειχτεί τραγικός για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας αλλά και συνολικά για Έθνος μας, πέρασε στην ιστορία ως ο μήνας που γέννησε την καθοριστική Κεμαλική απόφαση της Τουρκικής αντεπίθεσης.
Την χρονική αυτή περίοδο οποιαδήποτε απόπειρα για πολιτική λύση του προβλήματος έμοιαζε καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η Ελληνική Στρατιά είχε πια να αντιμετωπίσει σοβαρότατες πολιτικοστρατιωτικές δυσχέρειες, ενώ ο Κεμάλ να αποφασίσει να αντιδράσει. Έτσι, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου και με απόλυτη μυστικότητα, ελήφθη και δρομολογήθηκε η απόφαση που θα άλλαζε τον ρουν της νεότερης Ελληνικής ιστορίας.
Καθώς η Ελληνική εκστρατευτική δύναμη παρέμενε παρατεταγμένη στη γραμμή του μετώπου Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ, σχεδόν τελματωμένη, με χαμηλό ηθικό και σοβαρά προβλήματα διοικητικής μέριμνας φάνταζε εύκολη λεία για τον αντίπαλο.
Ωστόσο, αν και τα μειονεκτήματα του μετώπου ήταν πολλά και ο Κεμάλ είχε σημαντικά ενισχυθεί, παρά τις σοβαρότατες απώλειες της Τουρκικής πλευράς των προηγουμένων ετών, τα προβλήματα που ανέκυψαν για την Ελληνική εκστρατευτική δύναμη δεν ήταν ανυπέρβλητα. Και μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί μόνον εάν η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία είχε σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και είχε καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από έριδες και διχασμούς, κομματικούς ανταγωνισμούς και αψιμαχίες που κατέληξαν σε διάπραξη τραγικών λαθών στρατηγικής. Λάθη που κόστισαν πάρα πολύ ακριβά σε ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Είναι βέβαιο ότι κανένας από τους κατοίκους της Σμύρνης που το 1919 υποδέχθηκαν με ροδοπέταλα τους Έλληνες στρατιώτες ως ελευθερωτές, δεν μπορούσε να φανταστεί την καταστροφή που θα ακολουθούσε σε λίγο καιρό.
Εκμεταλλευόμενος όλες αυτές τις αδυναμίες, σε μια στιγμή κυβερνητικής και διπλωματικής παράλυσης της Ελληνικής πλευράς, ο Μουσταφά Κεμάλ ο “Γκαζί” των Τούρκων εξαπέλυσε επίθεση εναντίον των Ελληνικών θέσεων στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ. Η επίθεση σύντομα θα οδηγούσε στην τελική κατάρρευση του μετώπου και την άτακτη φυγή του Ελληνικού Στρατού προς τα Μικρασιατικά παράλια. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους όχι μόνο για το Μικρασιατικό Ελληνισμό, αλλά και για τη “Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων”.
Η Στρατιά της Μικράς Ασίας αποτελείτο από τρία Σώματα Στρατού, τα Α΄, Β΄ και Γ΄ και από την Ανωτέρα Γενική Στρατιωτική Διοίκηση. Αναλυτικά: Το Γενικό Στρατηγείο είχε Αρχιστράτηγο τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη, Αρχηγό του Επιλείου τον Υποστράτηγο Γεώργιο Βαλέτα, Υπαρχηγό και Διευθυντή του 3ου Γραφείου της Στρατιάς το Συνταγματάρχη Μιχαήλ Πάσσαρη. Η έδρα του Γενικού Στρατηγείου βρισκόταν στη Σμύρνη και ο Αρχιστράτηγος είχε υπό τις εντολές του και τα τρία προαναφερθέντα Σώματα. Το Α΄ Σώμα, με Διοικητή τον Υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη και Επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Αλέξανδρο Μερενάτη, αποτελείτο από τέσσερις Μεραρχίες και δύο Συντάγματα. Το Β΄ Σώμα, με Διοικητή τον Υποστράτηγο Κίμωνα Διγενή και Επιτελάρχη το Συνταγματάρχη Πεζικού Ι. Βασιλακόπουλο, αποτελείτο από τέσσερις Μεραρχίες και τις Στρατιωτικές Διοικήσεις Κιουτάχειας και Ουσάκ. Στο Γ΄ Σώμα, με Διοικητή τον Υποστράτηγο Πέτρο Σουμίλα και Επιτελάρχη το Συνταγματάρχη Ν, Σπυρόπουλο. υπάγονταν μόλις 3 Μεραρχίες και η Στρατιωτική Διοίκηση του Εσκί Σεχίρ. Η συνολική δύναμη τροφοδοτούμενων της Στρατιάς ανερχόταν σε 220.000 άνδρες. Σε αυτούς συμπεριλαμβανόταν και μια Μεραρχία Ιππικού. Η Στρατιά διέθετε επίσης 980 πυροβόλα, 2.592 οπλοπολυβόλα και 264 πυροβόλα, αλλά και αεροπορικό στόλο, αποτελούμενο από 55 αεροσκάφη διαφόρων τύπων, στην πλειοψηφία τους αναγνωριστικά.
Η διαταγή που εξέδωσε, στις 24 Ιουλίου 1922, ο Διοικητής του Δυτικού μετώπου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Του εχθρού απασχολουμένου εν Θράκη εις ευρείας στρατιωτικάς προπαρασκευάς και εις την οργάνωσιν Μονάδων, παρουσιάζεται ως αναγκαία δι’ ημάς η άμεσος ανάγκη επιθετικών επιχειρήσεων, πριν προλάβει ο εχθρός να μεταφέρει εις Ανατολή τας νέας του Μονάδας».
Η Τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε στις 13 Αυγούστου 1922 στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ. Το Τουρκικό Πυροβολικό, αλλά και συνολικά δώδεκα Τουρκικές Μεραρχίες τοποθετήθηκαν απέναντι από δύο εκ των Ελληνικών Μεραρχιών του Α’ Σώματος. Αν και οι πολυάριθμες Τουρκικές Μεραρχίες είχαν μειωμένη σύνθεση, σε σχέση με τις Ελληνικές, οι τελευταίες κάμφθηκαν, έπειτα από ολιγόωρη άμυνα και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, ενώ οι καταιγιστικός βομβαρδισμός στον οποίο προχώρησε το Τουρκικό Πυροβολικό, οδήγησε σύντομα στις πρώτες Τουρκικές επιτυχίες, Γρήγορα οπισθοχώρησε και το Β’ Σώμα, ενώ δυνάμεις του Γ’ και του Β’ Σώματος επιδίωξαν να συγκρατήσουν το μέτωπο ελέγχοντας τις προσβάσεις προς τη Σμύρνη.
Η ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου ξεκίνησε από τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Αυγούστου. Από την Ελληνική πλευρά δεν είχε καν εκπονηθεί σχέδιο σύμπτυξης, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν από καιρό ενδείξεις ότι τα γεγονότα οδηγούσαν προς αυτήν την κατεύθυνση και παρά τις σχετικές υποδείξεις που γίνονταν πανταχόθεν προ της Ελληνική ηγεσία.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και την παρέδωσαν στις φλόγες ενώ στις 18 του ίδιου μήνα ολοκληρώθηκε η εκκένωση της Μ. Ασίας από τα Ελληνικά στρατεύματα. Η συντριβή των Ελληνικών δυνάμεων και η καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού ήταν ολοκληρωτικές.
Ο Στρατηγός Τρικούπης γράφει στα απομνημονεύματα του: «Οι ούτω πως σκεπτόμενοι Πολιτικοί Αρχηγοί της Χώρας, ώφειλαν να γνωρίζουν ότι οπόταν τα ζητήματα εσωτερικής πολιτικής τίθενται εν πρώτη μοίρα της χώρας ευρισκομένης εν εμπoλέμω καταστάσει, η μαχητική αξία της χώρα ταύτης αρχίζει να καταρρέη »!!!.
Ο νοών νοήτω.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
α. Ευρετήριο Πολεμικών Γεγονότων του Ελληνικού Έθνους ΓΕΣ/ΔΙΣ
β. Νικόλας Πλαστήρας στα γεγονότα 1909-1945
γ. Ημερήσιος Ελληνικός Τύπος
Αντγος ε.α
Νικόλαος Φωτιάδης
Επίτιμος Υδκτης Δ’ΣΣ