Δεν «με χάλασε» καθόλου που «παραχωρήθηκε» το Παναθηναικό Στάδιο για το σόου του Οίκου Ντιόρ την Πέμπτη το βράδυ. Και γιατί να μην παραχωρηθεί άραγε; Για να μην παραπονούνται οι «προστάτες των αρχαιοτήτων» που έτσι κι αλλιώς αντιδρούν μέχρι και για τη δημιουργία τσιμεντένιου διαδρόμου στην Ακρόπολη για να μπορούν να την επισκεφθούν ηλικιωμένοι και ανάπηροι ;
Μα αρχικά, το Καλλιμάρμαρο δεν είναι ακριβώς «αρχαίο» αφού στην ουσία, το αρχαίο «Ιπποδρόμιο» που υπήρχε είχε απογυμνωθεί τελείως από τα μάρμαρά του κάπου στο Μεσαίωνα , παρέμεινε εγκαταλελειμμένο , έγινε ένα σκέτο ερείπιο και ανακατασκευάστηκε από τα ερείπιά του ,μερικώς με δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ για τους Ολυμπιακούς του 1896 και πλήρως το 1900. Έκτοτε χρησιμοποιήθηκε για ελληνικούς και διεθνείς αγώνες στίβου ( μέχρι κι εγώ είχα αγωνιστεί το 1962 στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Αγώνες το 1963) , μετά για αγώνες μπάσκετ, για πανηγυρικές εκδηλώσεις, για συναυλίες, μέχρι και για την αλήστου μνήμης «Ολυμπιάδα τραγουδιού», επί χούντας.
Είναι πανέμορφο. Δεσπόζει στην Αθήνα ολόκληρη και με τους κατάλληλους φωτισμούς είναι ένα σκέτο μεγαλείο. Ιδίως την ώρα της Δύσης. Την οποία «ξέχασαν» οι ανόητοι «προγραμματιστές», όρισαν την έναρξη της εκδήλωσης Ντιόρ μετά τις 9 το βράδυ, ο ήλιος έδυσε στις 9 παρά δέκα και το μεγαλείο χάθηκε.
Όπως χάθηκε και όλη η ατμόσφαιρα του επιβλητικού μαρμάρινου χώρου με τα φυσικά χρώματα την ώρα της δύσης ( λίγο πριν και λίγο μετά την έναρξη) με τους techno φωτισμούς που έβαλαν οι ανίδεοι οργανωτές να ισοπεδώνουν το χώρο και την ατμόσφαιρα. Αλλά και πολλά άλλα. Ήθελα να κάτσω και τα γράψω αμέσως, «απ΄το κεφάλι μου», όταν διάβασα ένα εξαιρετικό κείμενο του κ. Μάνου Λειβαδάρου, δημοσιογράφου και συγγραφέα , αναρτημένο στο iefimerida στο οποίο εν ολίγοις μού έλεγε: «Γιατί δεν έγραψες νωρίτερα; Τώρα, εγώ το έγραψα πρώτος».
Ακόμα κι ‘έτσι, ενθουσιάστηκα από την ποιότητα του κειμένου και τις παρατηρήσεις του συγγραφέα, ΙΣΩΣ – δεν το κρύβω- γιατί έλεγε πολλά απ΄ αυτά ήθελα να πω και να γράψω κι εγώ. Δεν με πειράζει. Καθόλου. Γι αυτό και αναδημοσιεύω μια σειρά από παρατηρήσεις του :
- Τελικά μας άρεσε στ’ αλήθεια το σόου του Dior ή μας άρεσε περισσότερο που ο Dior έκανε επιτέλους σόου στην Ελλάδα;
- Η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν συμβαίνουν συχνά τέτοια γεγονότα στην Αθήνα. Μου άρεσε που η Ελλάδα ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, που έγινε viral αυτή τη φορά όχι ως η απασφαλισμένη, πτωχευμένη χώρα του Grexit της περασμένης δεκαετίας, αλλά ως μια χώρα που κοιτάζει μπροστά
- Μου άρεσε που αυτή τη φορά δεν φοβηθήκαμε την κριτική, δεν απορρίψαμε την πρόταση του Dior όπως συνέβη με εκείνη του οίκου Gucci το 2017.
- Εδώ και πολλά χρόνια πάσχουμε ως χώρα από μια έντονη εσωστρέφεια, ένα διαρκές άγχος ότι θα βεβηλώσουμε την αρχαιοελληνική μας ταυτότητα, ότι θα τραυματίσουμε τον πολιτισμό μας. Κάναμε ένα βήμα μπροστά.
- Και να που τελικά μια χούφτα μοντέλα και ένας μεγάλος διεθνής οίκος δεν μαγάρισαν τα ιερά και τα όσια των προγόνων μας. Ποιος βγήκε κερδισμένος; Φυσικά ο τουρισμός μας.
- Παρόλα αυτά το σόου του Dior σε γενικές γραμμές δεν μου άρεσε. Ήταν πολύ σκοτεινό, του έλειπε το φως. Το ελληνικό φως. Ένα μεγάλο άδειο στάδιο που κατάπινε τα ρούχα, τα μοντέλα, μια λίμνη από σκοτεινό μάρμαρο μέσα στα οποία η μοναδική στιγμή φωτός ήταν ένας λευκός κύκνος, μόνος και έρμος.
- Η σκηνοθεσία που σε εποχές covid19 έπρεπε να λειτουργεί με τηλεοπτικούς όρους ήταν μια ψυχρή, άψυχη καταγραφή αφού τίποτα τελικά δεν είχε μέσα του το φως της Ελλάδας .
- Το σόου του Dior θα έπρεπε να έχει γίνει δύο ώρες νωρίτερα, την ώρα της δύσης, όταν ο ουρανός παίρνει αυτό το ιδιαίτερο ελληνικό μπλε της νύχτας που έρχεται.
- Η μουσική ήταν υποτονική και δεν τόνιζε το δραματικό στοιχείο του αρχικού concept που είχα διαβάσει για τις αρχαίες μητέρες θεές. Όμως το σύνολο δεν είχε αρχή, μέση και τέλος
Κλείνω, χωρίς να σχολιάζω, ευχαριστώντας τον κ. Λειβαδάρο για το «δάνειο» των διαπιστώσεών του και επισημαίνοντας ότι ακόμη δεν γνωρίζω τη λογική που επελέγησαν αυτά τα «400»-όπως μας είπαν- άτομα που επελέγησαν να αποτελέσουν τα «λαμπερά ονόματα» που προσκλήθηκαν. Θεά μόνο η Κατρίν Ντενέβ. Αναμενόμενα όλα τα άτομα. Εκτός της Μαρίας Σάκκαρη. Χάρηκα που την είδα, έστω και με τα αθλητικά της παπούτσια. Άλλωστε και τα μοντέλα τέτοια φορούσαν.