Αυτές τις μέρες είχα τη χαρά να απολαύσω ένα μυθιστόρημα του γάλλου συγγραφέα Ζαν Κλωντ Ιζζό με τον τίτλο «Το τσούρμο» («Chourmo», 1996), έκδ. Πόλις, μετάφραση Αλέξη Εμμανουήλ, 2000, σελ. 272.
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω κάποια στοιχεία για τη λέξη τσούρμο, που είναι αντιδάνειο. Ξεκίνησε από τα αρχαία, πέρασε στα λατινικά, στις λατινογενείς γλώσσες και ξαναγύρισε στα ελληνικά. Θα δούμε αυτή τη διαδρομή μέσα από στοιχεία που αντέγραψα από τον Νίκο Σαραντάκο.
Στα αρχαία χρόνια οι κωπηλάτες, όσο έμπειροι κι αν ήταν, δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν τον συντονισμό τους, αν δεν είχαν κάποιον να τους δίνει το ρυθμό. Αυτός ο αρχικωπηλάτης λοιπόν, έδινε το ρυθμό στο πλήρωμα χτυπώντας κάποιο κρουστό όργανο ή και, συχνότερα, φωνάζοντάς τους ρυθμικά. Αυτό ήταν το λεγόμενο κέλευσμα. Κέλευσμα = celeusma μετεξελίχθηκε σε ciurma στα παλιά ιταλικά, chusma στα ισπανικά, zurma στα βενετσιάνικα, απ’ όπου μάλλον ξαναήρθε και σε μας, με πρώτη καταγραφή ως τζούρμα στον Μαχαίρα τον 15ο αιώνα. Στη ναυτική γλώσσα τσούρμο είναι το πλήρωμα του πλοίου.
Θα λέγαμε ότι ο Ιζζό είναι πολίτης της Μεσογείου. Τα βιβλία του, όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Μανδατζής, «θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι του λεγόμενου μεσογειακού νουάρ – σκοτεινές, βίαιες «αστυνομικές» ιστορίες γεμάτες μεσογειακό ήλιο και φως, καλό κρασί και φαγητό, γαλάζιο ουρανό και θάλασσα, αλλά και σκούρο κόκκινο αίμα, πολιτικοκοινωνική παρακμή, διαφθορά και απληστία»
Ο Ζαν-Κλωντ Ιζζό (1945-2000) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Μασσαλία. Ήταν γιος ιταλού μπάρμαν και ισπανίδας κομμώτριας. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του: “Είμαι μισός Ιταλός, μισός Ισπανός με μια ιδέα αραβικού αίματος, ένας γνήσιος Μασσαλιώτης”. Υπηρέτησε εθελοντικά στο Τζιμπουτί και εκπαιδεύτηκε ως εργάτης μεταλλείων. Υπήρξε μέλος του ΚΚΓ και άσκησε για χρόνια τη δημοσιογραφία στην εφημερίδα της τοπικής οργάνωσης (“La Marseillaise”) και έγραψε κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια. Τα κείμενά του απηχούσαν έναν σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Ιζζό έπαψε να ασχολείται ενεργά με την πολιτική, παραιτήθηκε από την εφημερίδα και άρχισε να ζει στα χαρακώματα της λογοτεχνίας ως βιβλιοπώλης, βιβλιοθηκάριος και διοργανωτής λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Πολυταξιδεμένος, από την Αιθιοπία και την Ταγγέρη στην Κωνσταντινούπολη, από τη Νάπολη στη Βαρκελώνη και από τη Μασσαλία στην Αλεξάνδρεια, πίστευε πως όλοι είμαστε χαμένοι ναυτικοί. Στην ηλικία των 50 ετών δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας”. Ακολούθησαν τα βιβλία “Τσούρμο” (1996) και “Solea” (1998) που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Πέθανε από καρκίνο τον Ιανουάριο του 2000 στη Μασσαλία.
Με τον τίτλο “Η τριλογία της Μασσαλίας” επανεκδίδονται σε έναν τόμο τα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό “Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας”, “Το τσούρμο”, “Solea”, με ήρωα τον Φαμπιό Μοντάλ, αυτό τον ευαίσθητο αστυνόμο, απόγονο μεταναστών, εχθρό της βίας, που αγαπά την ποίηση, την τζαζ, το ψάρεμα, τις γυναίκες και την πόλη του, τη Μασσαλία: μια πόλη σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, το μεγάλο λιμάνι της Γαλλίας.
Η Μασσαλία, με το λιμάνι και τους ανθρώπους της, τους δρόμους και τα κορίτσια της, εκεί όπου διασταυρώνονται Γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για νουάρ ιστορίες.
Και ο ήρωας, γεμάτος αμφιβολίες για τον εαυτό του, πάντα αποφασισμένος να φτάσει ώς το τέλος, συνεχίζει την περιπλάνηση του στους δρόμους της χαμένης αθωότητας. Παλεύοντας μεταξύ νοσταλγίας και ανταρσίας, δρα για χάρη της συντροφικότητας και της φιλίας με την ίδια πάντοτε ανθρωπιά. Αυτά σημειώνει στο επίμετρο της τριλογίας ο μεταφραστής Ριχάρδος Σωμερίτης.
Θα ρίξουμε τη ματιά μας στο Τσούρμο, το βιβλίο που διάβασα, ελπίζοντας με την πρώτη ευκαιρία να διαβάσω και τα άλλα έργα του Ιζζό. Στο Οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Στο “Τσούρμο” του Ζαν-Κλώντ Ιζζό ξανασυναντάμε τον Φάμπιο Μοντάλ, τον ευαίσθητο αστυνόμο που γνωρίσαμε στο Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, να αναζητά τα ίχνη εξαφανίσεων και δολοφονιών στα δύσκολα μονοπάτια που οδηγούν στις βόρειες συνοικίες της πόλης του, της Μασσαλίας. Έναν χώρο όπου διασταυρώνονται Γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού. Μόνο που αυτήν τη φορά ο Μοντάλ έχει παραιτηθεί από το Σώμα και ενεργεί για δικό του λογαριασμό. Κουρασμένος αλλά πάντα αποφασισμένος να φτάσει ως το τέλος, συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους της χαμένης αθωότητας. Παλεύοντας μεταξύ νοσταλγίας και ανταρσίας, δρα για χάρη της συντροφικότητας και της φιλίας με την ίδια πάντοτε ανθρωπιά.
«Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, με τα ποτήρια στα χέρια μας. Χαμένοι στις σκέψεις μας. Ο ερχομός του δεύτερου πιάτου με θαλασσινά μας απάλλαξε από αυτές.
“Είσαι παράξενος, Μοντάλ. Έχω την εντύπωση πως υπάρχει κάτι μέσα σου που μοιάζει με κλεψύδρα. Όταν η άμμος κατεβαίνει εντελώς, υπάρχει πάντα κάποιος που έρχεται να την αναποδογυρίσει. Η Κουκ πρέπει να σε έφτιαξε για τα καλά!”
Χαμογέλασα. Μου άρεσε αλήθεια ετούτη η εικόνα της κλεψύδρας. Του χρόνου που κυλάει. Ζούσαμε τη ζωή μας σε αυτό το μεσοδιάστημα. Μέχρι τη στιγμή που κανείς πια δεν θα ερχόταν να αναποδογυρίσει την κλεψύδρα. Γιατί θα είχαμε χάσει τη θέληση για ζωή.
“Δεν είναι η Κουκ που αναποδογύρισε την κλεψύδρα. Αλλά ο θάνατος. Το γειτόνεμα με το θάνατο. Ολόγυρά μας, παντού. Εγώ πιστεύω ακόμα στη ζωή”.
Φασισμός της καθημερινής ζωής και ρατσισμός στην καρδιά της Ευρώπης. Ευρωπαίοι και Άραβες, σε μια διελκυστίνδα. Αυτό το διάστημα, ειδικά στη Γαλλία, διαβάζουμε για έντονα προβλήματα. Διαβάζοντας το Τσούρμο, σφίγγεσαι η καρδιά σου. Απ’ όλα έχει η Μασσαλία.
«Ούρλιαξα σαν τρελός. Λευτερώνοντας τη λύσσα που μ’ είχε κατακλύσει. Λες κι ένα πυρακτωμένο σίδερο μπηγόταν στην καρδιά μου. Κι όλες οι τρομαχτικές εικόνες που το μυαλό μου είχε μπορέσει να καταγράψει παρέλασαν μπρος στα μάτια μου. Οι λάκκοι με τα πτώματα του Άουσβιτς. Της Χιροσίμα. Της Ρουάντα. Της Βοσνίας. Ένα ουρλιαχτό θανάτου. Το ουρλιαχτό όλων των φασισμών του κόσμου» (σελ. 202).
Ο σύγχρονος κόσμος…
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2021